.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

(Παραλογή, 1993) [ΙΙΙ] – Μιχάλης Γκανάς

– Εσύ δεν θα πεθάνεις.

– Μάζεψε τη φωτιά.

– Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.

– Όχι. Κοίταξε μην καείς.

– Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;

– Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.

– Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;

– Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.

Σύρε να παίξεις.

– Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.

– Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.

– Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.

– Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.

– Πόσο μεγάλος θα ’μαι;

– Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.

Μπορεί κι αγγόνια.

– Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;

– Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.

– Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…

Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Κι ούτε θα πεθάνεις.

Θα πεθάνεις;

– Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.

– Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;

Σ’ ακούω. Ψεύτη.

Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Η Όμορφη Κοκκινομάλλα – Guillaume Apollinaire

 

Στέκομαι εδώ μπροστά σας, ένας άντρας λογικός

Γνωρίζοντας τη ζωή και από τον θάνατο όσα μπορεί ένας ζωντανός να γνωρίζει

Έχοντας γευτεί τους πόνους και τις χαρές του έρωτα

Κατά καιρούς γνωρίζοντας πώς να εκφράσει τις ιδέες του

Γνωρίζοντας πολλές γλώσσες

Έχοντας κάνει τα ταξίδια του

Έχοντας δει τον πόλεμο σε Πυροβολικό και Πεζικό

Με πληγωμένο κεφάλι τρυπανισμένο υπό χλωροφόρμιο

Έχοντας χάσει τους καλύτερους του φίλους στον εφιάλτη της μάχης

Γνωρίζω όσα μπορεί ένας άνθρωπος να γνωρίζει τόσο για τα παλιά όσο και για τα καινούργια

Και δίχως να μ’ απασχολεί αυτός ο πόλεμος σήμερα

Μεταξύ μας και για μας φίλοι μου

Κρίνω αυτόν τον ατέλειωτο καβγά ανάμεσα στην παράδοση και τη φαντασία

Μια διαμάχη μεταξύ Τάξης και Περιπέτειας

Εσείς, που το στόμα σας είναι φτιαγμένο κατ’ εικόνα του στόματος του Θεού

Ένα στόμα που είναι το ίδιο τάξη

Να είστε επιεικείς σαν μας συγκρίνετε

Με όσους είναι η τελειότητα της τάξης

Εμάς που γυρεύουμε παντού την περιπέτεια

Δεν είμαστε εχθροί σας

Θέλουμε να σας δώσουμε απέραντα και παράξενα βασίλεια

Όπου οι ανθοί του μυστηρίου είναι εκεί για να τους κόψει ο καθείς

Σε αυτούς τους τόπους είναι νέες φωτιές χρώματα πρωτοφανέρωτα

Το χάος από χίλιες οφθαλμαπάτες

Που πρέπει να πραγματωθούν

Θέλουμε να εξερευνήσουμε την καλοσύνη την πελώρια χώρα όπου όλα είναι βουβά

Καθώς και τον χρόνο που μπορεί να αποδιωχθεί ή να ξανακληθεί

Λυπηθείτε εμάς που πάντα πολεμούμε στα σύνορα

Του απείρου και του μέλλοντος

Λυπηθείτε τα λάθη μας λυπηθείτε τις αμαρτίες μας

Τώρα μάς έρχεται το καλοκαίρι η βίαιη εποχή

Και η νιότη μου είναι νεκρή σαν την άνοιξη

Ω ήλιε αυτός είναι ο καιρός της φλεγόμενης Λογικής

Και περιμένω

Να ακολουθήσω τη γλυκιά κι ευγενή μορφή

Που εκείνη παίρνει πάντα ώστε εγώ και μόνο να μπορώ να την αγαπήσω

Έρχεται και με τραβά προς τη μεριά της όπως μαγνήτης τα ρινίσματα

Έχει τη γοητευτική θωριά

Μιας αξιολάτρευτης κοκκινομάλλας

Τα μαλλιά της θαρρείς κι είναι φτιαγμένα από χρυσάφι

Μια όμορφη αστραπή που αστράφτει κι αστράφτει κι αστράφτει

Ή εκείνες οι φλόγες που χορεύουν

Σε τριαντάφυλλα που μαραίνονται

Γελάστε όμως γελάστε μαζί μου

Άντρες από όλο τον κόσμο ιδίως άνθρωποι από εδώ

Διότι είναι τόσα που δεν τολμώ να σας πω

Τόσα που δεν θα μ’ αφήνατε να σας πω

Λυπηθείτε με

 

Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

ΔΑΙΔΑΛΟΣ - ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Μοίρα στον 'Ικαρο ήταν να πετάξει
και να χαθεί… Τι, ως ήβρε σταφνισμένες
τις φοβερές της λευτεριάς φτερούγες
απ’ τον τρανό πατέρα του μπροστά του,
η νιότη έριξε μόνη το κορμί του
στον κίντυνο, κι αν ίσως δεν μπορούσε
το μυστικό, το αγνό τους να ‘βρει ζύγι!
Και συνταράζει αρίζωτους ανθρώπους
στον πόνο, συνταράζει τις γυναίκες,
πάνω απ’ το μέγα πέλαγο να βλέπουν
εφηβικό κορμί σαν ένας γλάρος
ν’ ανεμοδέρνεται όρθιο και, ξάφνου,
να χάνεται απ’ τα μάτια τους.
Και τότε,
τη θάλασσα όλη, λες, σαν ένα δάκρυ
τη συλλογιούνται ατέλειωτο, σα θρήνο
πυκνό πολύ, που, τ’ όνομα του εφήβου
ως λέει και ξαναλέει, από το ίδιο
παίρνει ψυχή και νόημα κι άξιον ήχο…
Μ’ αν άντρας που, απ’ τη πρώτην ελικία του,
είπε ουρανός και γη πως ήταν ένα,
και στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή του.
κ’ είπε που η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα να θρέψει κι ο ουρανός.
αν άντρας
που είδε πως όλα σε ταφής εικόνα
τ’ ανθρώπινα είναι, κ’ οι ψυχές και τα έργα.
κι όπως στ’ αγάλματα έλυσε και χέρια
και πόδια, να βαδίζουν μοναχά τους
στους δρόμους του φωτός, αναλογίστη
και τις καρδιές να λύσει των ανθρώπων.
κι ως, με τρανά κορμιά δεντρών, καράβι
εστέριωσε θεϊκό, το φόρτωσε όλο
όχι μ’ ελέφαντα, ήλεχτρο, ή χρυσάφι,
μα, ξεδιαλέοντας ένα κ’ ένα, μ’ όλους
τους Ήρωες, για τ’ αθάνατα ταξίδια
τα μυθικά.
αν άντρας που κλεισμένος
στη φυλακή πόχτισε ο ίδιος - όπως
η κάμπια υφαίνει μόνη της τον τάφο
‘που θα κλειστεί, απ’ το θάνατο ζητώντας
ν’ αλλάξει φύση σύρριζα – νειρεύτη,
στα βάθυ του Λαβυρίνθου, φτερούγες
πως φύτρωναν στους ώμους του, κι αγάλι
αγάλι η πλήθια αγρύπνια του μετρήθη
με τ’ όνειρο, και βγήκε αυτή νικήτρια.
σν είδε πάλι, ξάφνου, ολόγυρά του
όχλος θαμπός τη φοβερή του Τέχνη,
που ‘χε σημάδι της το Θεό, να θέλει
μιας γνώμης ακαμάτρας το στολίδι
να γίνει.
αν και βαρύ και δουλεμένο
κορμί από μόχτο απέραντον, εζώστη
τις φτερούγες σαν άρματα, και υψώθη
αργά - και ανηφορούσε τους ανέμους
θερίζοντας τους ήσυχα, όπως κόβει
με το δρεπάνι ο θεριστής μπροστά του
στη γη μεγάλα κύματα απ’ αστάχυ -
πιο πάνω κι από τον όχλο, κι από το κύμα
που το παιδί του σκέπασε, πιο πάνω
κι απ’ του πένθους τα σύνορα, να σώσει
με την ψυχήν του την ψυχή του κόσμου.
μπορεί κι αρίζωτοι άνθρωποι στον πόνο
μπορεί πικρές κι αδύναμες γυναίκες,
που στα νεκροστολίσματα μονάχα
ή απάνω στα νεκρόδειπνα μεράζουν
τα λόγια τους, να πούν:
“σκληρός πατέρας.
κι αν προς τη δύση αρχίναγε να γέρνει,
το φοβερό ξακλούθησε ταξίδι,
την έρμη ζωή του θέλοντας να σώσει.”
κι άλλοι μπορούν να πουν:
“τον κόσμο αφήνει
και στις στρωτές συνήθειες των ανθρώπων,
πράματ’ αδύνατα ζητώντας.”
Τέτοια
να πουν μπορεί…
Μα εσύ, τρανέ πατέρα,
πατέρα όλων εμάς όπου σε εικόνα
ταφής, από την πρώτην ελικιά μας,
έχουμε ιδεί τα πάντα και, ή με λόγο
ή με σμιλάρι, με την πνοή μας όλη
απάνω απ’ το ρυθμό το σαρκοφάγο
να υψωθούμε αγωνιόμαστε.
ω πατέρα,
που και για μας γη κι ουρανός είν’ ένα,
και στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή μα,
και λέμε η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα να θρέψει κι ο ουρανός.
πατέρα,
τις ώρες που βαραίνει στην καρδιά μας
της ζωής η πίκρα μ’ όλο της το βάρος,
και δε σηκώνει η νιότη την ορμή μας,
μα η Θέληση που απάνω κι από τους τάφους
ορθή αγρυπνά, τι στο δικό της μάτι
και η θάλασσα ρηχή, που τους πνιγμένους
σφιχτοκρατάει και δεν τους δίνει πίσω,
ρηχή και η γη όπου οι νεκροί κοιμούνται.
τις ώρες του όρθρου, που μοχτούμε ακόμα.
σαν κ’ οι νεκροί κ’οι ζωντανοί πλαγιάζουν
στον ίδιο ανόνειρο ή βαριόνειρο ύπνο,
μη σταματάς να υψώνεσαι μπροστά μας
σκαλώνοντας με αργές, στρωτές φτερούγες
τον ουρανό της Σκέψης μας ολοένα,
Δαίδαλε αιώνιε, απόκοσμος Εωσφόρος!

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ορφικά και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Νέα Εστία, στο τεύχος της 15ης Ιουνίου του 1938.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Η χρηματιστηριακή απάτη - JOHN ALLEN PAULOS

 
Σύμβουλοι χρηματιστηριακών επενδύσεων υπάρχουν παντού, και μάλλον μπορείτε να βρείτε κάποιον που να λέει σχεδόν οτιδήποτε θα θέλατε να ακούσετε. Συνήθως είναι κατηγορηματικοί, δίνουν την εντύπωση αυθεντίας και μιλούν μια παράξενη γλώσσα με «puts», «calls», «Ginnie Maes» και ομόλογα zero coupons*. Η ταπεινή μου πείρα λέει ότι στην πραγματικότητα οι περισσότεροι δενξέρουν τι λένε, αλλά κάποιοι ενδεχομένως ξέρουν.
Εάν είχατε λάβει με το ταχυδρομείο, από κάποιο χρηματιστηριακό σύμβουλο, επί έξι εβδομάδες στη σειρά έξι ορθές προβλέψεις για το δείκτη ορισμένων μετοχών και σας ζητούσαν να πληρώσετε για την έβδομη αντίστοιχη πρόβλεψη, θα πληρώνατε; Ας υποθέσουμε ότι ενδιαφέρεστε πράγματι να κάνετε κάποιου είδους επένδυση, και ας υποθέσουμε επίσης ότι αντιμετωπίζετε αυτό το ζήτημα πριν από την κατάρρευση των μετοχών που έγινε στις 19 Οκτωβρίου του 1987. Εάν θα ήσαστε διατεθειμένος να πληρώσετε για την έβδομη πρόβλεψη (ή ακόμη και εάν δεν είσαστε), σκεφτείτε την ακόλουθη κομπίνα.
Ένας επίδοξος χρηματιστηριακός σύμβουλος χτυπάει ένα λογότυπο σε επιστολόχαρτο πολυτελείας και στέλνει 32.000 επιστολές σε πιθανούς ενδιαφερόμενους για επένδυση σε μετοχές. Οι επιστολές μιλάνε για τον πολύπλοκο ηλεκτρονικό υπολογιστή της εταιρείας του, τη χρηματιστική του πείρα και τις εσωτερικές του διασυνδέσεις. Σε 16.000 απ' αυτές τις επιστολές προβλέπει άνοδο του δείκτη
ορισμένων μετοχών και στις άλλες 16.000 προβλέπει πτώση. Ανεξάρτητα από το αν ο δείκτης σημειώνει άνοδο ή πτώση, ακολουθεί δεύτερη επιστολή, αλλά μόνο προς τα 16.000 άτομα που έλαβαν αρχικά τη σωστή «πρόβλεψη». Σε 8.000 από αυτούς οι επιστολές προβλέπουν άνοδο για την επόμενη εβδομάδα και στις άλλες 8.000 πτώση. Ό,τι κι αν συμβεί τώρα, 8.000 άτομα θα έχουν λάβει δύο σωστές προβλέψεις. Και πάλι, μόνο σ' αυτά τα 8.000 άτομα στέλνονται επιστολές σχετικά με την πορεία του δείκτη την επόμενη εβδομάδα: 4.000 προβλέπουν άνοδο, 4.000 πτώση. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, 4.000 άτομα έχουν λάβει τώρα τρεις συνεχείς σωστές προβλέψεις.
Αυτό συνεχίζεται μερικές φορές ακόμη, μέχρις ότου 500 άτομα να έχουν λάβει έξι συνεχείς σωστές «προβλέψεις». Τότε σ' αυτά τα 500 άτομα υπενθυμίζεται η επιτυχία και τους δηλώνεται ότι για να συνεχίσουν να παίρνουν αυτή την πολύτιμη πληροφόρηση για έβδομη εβδομάδα, θα πρέπει καθένας τους να συνεισφέρει 500 δολάρια. Εάν πληρώσουν όλοι, ο σύμβουλός μας εισπράττει 250.000 δολάρια. Εφόσον αυτό γίνεται εν γνώσει του δράστη και με πρόθεση εξαπάτησης συνιστά παράνομη κομπίνα. Ωστόσο θεωρείται αποδεκτό εφόσον το κάνουν εν αγνοία τους ειλικρινείς αλλά αδαείς εκδότες χρηματιστηριακών πληροφοριακών δελτίων, ή κομπογιαννίτες γιατροί ή τηλεοπτικοί ευαγγελιστές. Υπάρχει πάντα αρκετή τυχαία επιτυχία ώστε να δικαιώνεται σχεδόν οτιδήποτε για κάποιον που θέλει να πιστεύει.
Ένα άλλο πολύ διαφορετικό πρόβλημα διαφαίνεται σε τέτοιες χρηματιστηριακές προβλέψεις και φαντασιώδεις εξηγήσεις της επιτυχίας. Επειδή είναι διαφορετικής μορφής, συχνά μη συγκρίσιμες και πολυάριθμες, κανείς δεν μπορεί να τις χρησιμοποιήσει όλες. Αυτοί που θα δοκιμάσουν την τύχη τους και δεν θα τα πάνε καλά, συνήθως δεν θα μιλήσουν για την εμπειρία τους. Αλλά θα υπάρξουν πάντοτε ορισμένοι που θα τα πάνε εξαιρετικά καλά, κι αυτοί θα ορκίζονται μεγαλοφώνως για την αποτελεσματικότητα όποιου συστήματος ακολούθησαν. Σύντομα, άλλοι θα τους μιμηθούν, κι έτσι θα γεννηθεί μία μόδα που, παρ' ότι αβάσιμη, θα ευδοκιμήσει για ένα διάστημα.
Υπάρχει μια ισχυρή γενική τάση να ξεδιαλέγουμε και ν' αφήνουμε στην άκρη τις κακές και αποτυχημένες περιπτώσεις και να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στις καλές και επιτυχημένες. Τα καζίνα ενθαρρύνουν αυτή την τάση φροντίζοντας, για κάθε εικοσάρικο που κερδίζει κανείς στο μηχανάκι, ν' αναβοσβήνουν τα φώτα και να κουδουνίζουν τα κέρματα στον μεταλλικό δίσκο. Βλέποντας όλα τα φώτα κι ακούγοντας όλα τα κουδουνίσματα δεν είναι δύσκολο να σας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι όλοι κερδίζουν. Οι χασούρες και οι αποτυχίες είναι σιωπηλές. Το ίδιο ισχύει για τα διατυμπανιζόμενα μεγάλα κέρδη στο χρηματιστήριο σε σύγκριση με τις σχετικά αθόρυβες χρηματιστηριακές καταστροφές, καθώς και γι' αυτούς που θεραπεύουν με την πίστη και θεωρούν επιτυχία τους οποιαδήποτε τυχαία βελτίωση, αλλά αρνούνται κάθε ευθύνη όταν λόγου χάρη ο τυφλός που διακόνευαν γίνεται στη συνέχεια κουτσός.
Αυτό το φαινόμενο του ξεδιαλέγματος είναι πολύ διαδεδομένο και εμφανίζεται με πολλούς τρόπους. Σχεδόν όποια διάσταση κι αν εξετάσει κανείς, η μέση τιμή ενός μεγάλου αριθμού μετρήσεων είναι περίπου η ίδια με τη μέση τιμή ενός μικρού αριθμού μετρήσεων, ενώ η ακραία τιμή ενός μεγάλου αριθμού μετρήσεων είναι πολύ πιο ακραία από αυτή ενός μικρού αριθμού. Για παράδειγμα, η μέση στάθμη νερού ενός ποταμού για μια περίοδο είκοσι πέντε ετών θα είναι περίπου η ίδια με τη μέση στάθμη νερού για μια περίοδο ενός έτους, αλλά η χειρότερη πλημμύρα σε μια περίοδο είκοσι πέντε ετών, θα είναι μάλλον κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που θα συμβεί σε ένα έτος. Ο μέσος επιστήμονας στο μικροσκοπικό Βέλγιο είναι συγκρίσιμος με τον μέσο επιστήμονα των ΗΠΑ, παρόλο που ο καλύτερος επιστήμονας των ΗΠΑ, θα είναι κατά κανόνα καλύτερος από τον καλύτερο του Βελγίου (θα αγνοήσουμε εδώ τους προφανείς παράγοντες περιπλοκής και τα προβλήματα ορισμού που ανακύπτουν).
Και λοιπόν; Επειδή οι άνθρωποι συνήθως συγκεντρώνουν την προσοχή τους στους νικητές και τα ακραία φαινόμενα, είτε πρόκειται για τον αθλητισμό είτε για τις τέχνες είτε για τις επιστήμες, υπάρχει διαρκώς μια τάση να υποβαθμίζουμε τους σημερινούς πρωταθλητές, καλλιτέχνες και επιστήμονες συγκρίνοντάς τους με τις πλέον εξαιρετικές περιπτώσεις. Μια ανάλογη εντύπωση είναι ότι τα διεθνή νέα είναι συνήθως χειρότερα από τα εθνικά νέα, τα οποία με τη σειρά τους είναι συνήθως χειρότερα από τα τοπικά νέα, τα οποία είναι χειρότερα από τα νέα της γειτονιάς σας. Οι επιζώντες μιας τοπικής τραγωδίας παρουσιάζονται συνήθως στην τηλεόραση να λένε κάτι όπως: «Δεν μπορώ να καταλάβω. Τίποτε παρόμοιο δεν είχε συμβεί εδώ μέχρι σήμερα».
Μια τελευταία εκδήλωση των παραπάνω: πριν από την έλευση του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, οι μουσικοί, οι αθλητές κ. ά., μπορούσαν να διαμορφώνουν αφοσιωμένα τοπικά ακροατήρια, αφού αποτελούσαν ό,τι καλύτερο έφταναν να δουν ποτέ οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους. Σήμερα τα ακροατήρια, ακόμη και στις αγροτικές περιοχές, δεν είναι πλέον τόσο ικανοποιημένα από τους τοπικούς καλλιτέχνες και απαιτούν ταλέντα διεθνούς επιπέδου. Με αυτή την έννοια, τα μαζικά μέσα έκαναν καλό στα ακροατήρια και κακό στους καλλιτέχνες.

_________________
* Όροι χρηματιστηριακών πράξεων για την πώληση και την αγορά μετοχών.



JOHN ALLEN PAULOS
ΑΡΙΘΜΟΦΟΒΙΑ - Ο μαθηματικός αναλφαβητισμός και οι συνέπειες του
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΙΒΙΕΡΑΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 1991

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Ο Walt Whitman, ο εγκέφαλός του, ο Henry David Thoreau και ο Nathaniel Hawthorne - Paul Auster


 
Το επόμενο απόγευμα, ντυμένος ακόμα μια φορά σαν αλήτης, ο Μπλου περιμένει τον Μπλακ στο ίδιο σημείο. Αποφασισμένος να παρατείνει τη συζήτηση περισσότερη ώρα, τώρα που κέρδισε την εμπιστοσύνη του Μπλακ, ο Μπλου ανακαλύπτει ότι το πρόβλημα δεν είναι πια στα χέρια του, όταν ο ίδιος ο Μπλακ δείχνει προθυμία να καθυστερήσει. Τώρα πια η μέρα έχει προχωρήσει, δεν είναι ακόμη σούρουπο ούτε και απόγευμα είναι πια, είναι η ώρα του ημίφωτος, των αργών αλλαγών, των τούβλων που γυαλίζουν και των ίσκιων. Αφού χαιρετήσει εγκάρδια τον αλήτη και του δώσει άλλο ένα νόμισμα, ο Μπλακ διστάζει για μια στιγμή, σαν να αναρωτιέται αν πρέπει να πάρει τη μεγάλη απόφαση, κι έπειτα λέει: «Σου είπε ποτέ κανείς ότι μοιάζεις με τον Γουόλτ Γουίτμαν;»
«Ποιον Γουόλτ;» ρωτά ο Μπλου που θυμάται να παίξει τον ρόλο του.
«Τον Γουόλτ Γουίτμαν. Έναν φημισμένο ποιητή».
«Όχι» λέει ο Μπλου. «Δεν μπορώ να πω πως τον ξέρω».
«Δεν θα μπορούσες να τον ξέρεις» λέει ο Μπλακ. «Δεν ζει πια. Αλλά η ομοιότητα είναι αξιοπρόσεκτη».
«Λοιπόν, ξέρεις τι λένε;» κάνει ο Μπλου. «Ο καθένας έχει κάπου τον σωσία του. Δεν βλέπω γιατί ο δικός μου δεν μπορεί να είναι ένας νεκρός».
«Το αστείο είναι» συνεχίζει ο Μπλακ «ότι ο Γουόλτ Γουίτμαν δούλευε σ’ αυτόν τον δρόμο. Εδώ ακριβώς τύπωσε το πρώτο του βιβλίο, όχι μακριά από το σημείο όπου στέκεσαι».
«Μη μου πεις» λέει ο Μπλου και κουνά σκεπτικός το κεφάλι του. «Αυτό σε κάνει να σταθείς και να σκεφτείς, έτσι;»
«Υπάρχουν κάποιες παράξενες ιστορίες για τον Γουίτμαν» λέει ο Μπλακ, γνέφοντας στον Μπλου να καθίσει στο σκαλοπάτι του κτιρίου πίσω τους, πράγμα που εκείνος κάνει, και έπειτα κάνει το ίδιο και ο Μπλακ, και ξαφνικά οι δυο τους βρίσκονται μαζί εκεί έξω, μέσα στο καλοκαιρινό φως, κουβεντιάζοντας σαν δυο παλιοί φίλοι περί ανέμων και υδάτων.
«Ναι» συνεχίζει ο Μπλακ και υποκύπτει στην αδυναμία της στιγμής «κάμποσες πολύ παράξενες ιστορίες. Η μια αφορά τον εγκέφαλο του Γουίτμαν, για παράδειγμα. Σ’ όλη του τη ζωή ο Γουίτμαν πίστευε στην επιστήμη της φρενολογίας, ξέρεις, να διαβάζεις τη δομή του κρανίου. Αυτό ήταν πολύ δημοφιλές εκείνον τον καιρό».
«Δεν μπορώ να πω ότι άκουσα ποτέ κάτι τέτοιο» απαντά ο Μπλου.
«Εντάξει, δεν έχει σημασία» λέει ο Μπλακ. «Το κυριότερο είναι ότι ο Γουίτμαν ενδιαφερόταν για εγκεφάλους και κρανία, πίστευε ότι μπορούν να σου πουν οτιδήποτε για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Τέλος πάντων, όταν ο Γουίτμαν κειτόταν νεκρός στο Νιου Τζέρσεϊ πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια, συμφώνησε να τους αφήσει να του κάνουν νεκροψία μετά τον θάνατό του».
«Πώς μπορούσε να συμφωνήσει σ’ αυτό μετά τον θάνατό του;»
«Α, καλό το ερώτημα. Δεν το είπα σωστά. Ήταν ακόμη ζωντανός όταν συμφώνησε. Απλώς ήθελε να ξέρουν οι άλλοι ότι δεν τον ένοιαζε αν θα τον άνοιγαν αργότερα. Αυτή, θα μπορούσες να πεις, ήταν η τελευταία του επιθυμία».
«Περίφημα τελευταία λόγια».
«Σωστά. Βλέπεις, πολλοί πίστευαν ότι ήταν μεγαλοφυΐα και ήθελαν να κοιτάξουν τον εγκέφαλό του για να βρουν τι το ξεχωριστό είχε. Έτσι, την επομένη του θανάτου του, ένας γιατρός έβγαλε τον εγκέφαλο του Γουίτμαν –τον έκοψε κατευθείαν από το κεφάλι του– και τον έστειλε στην Αμερικανική Εταιρεία Ανθρωπομετρικών Μελετών, προκειμένου να μετρηθεί και να ζυγιστεί».
«Σαν ένα τεράστιο κουνουπίδι» πετάχτηκε ο Μπλου.
«Ακριβώς. Σαν ένα μεγάλο ζαρζαβατικό. Εδώ όμως η ιστορία αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρουσα. Ο εγκέφαλος φτάνει στο εργαστήριο και, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμάζονται να δουλέψουν πάνω σ’ αυτόν, ένας από τους βοηθούς τον ρίχνει στο πάτωμα».
«Κι αυτός διαλύθηκε;»
«Και βέβαια διαλύθηκε. Ένας εγκέφαλος δεν είναι πολύ σκληρός, ξέρεις. Σκορπίστηκε ολόγυρα κι αυτό ήταν όλο. Σκούπισαν τον εγκέφαλο του μεγαλύτερου ποιητή της Αμερικής και τον πέταξαν
µαζί µε τα σκουπίδια».
Ο Μπλου που θυμάται ότι πρέπει να ανταποκρίνεται στον ήρωα που ενσαρκώνει, αφήνει μερικά λαχανιασμένα γελάκια, μια καλή απομίμηση της ευθυμίας ενός γέρου. Ο Μπλακ γελά κι αυτός, και τώρα πια η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει τόσο πολύ που θα πίστευε κανείς ότι αυτοί οι δυο είναι φίλοι από παλιά.
«Είναι όμως θλιβερό να σκέφτεται κανείς τον φουκαρά τον Γουόλτ στον τάφο του» λέει ο Μπλακ. «Ολομόναχος, χωρίς καθόλου εγκέφαλο».
«Όπως ακριβώς το σκιάχτρο» λέει ο Μπλου.
«Σίγουρα» λέει ο Μπλακ. «Όπως ακριβώς το σκιάχτρο του παραμυθιού στη χώρα του Οζ».
Άλλο ένα δυνατό χάχανο κι ο Μπλακ λέει: «Έπειτα είναι κι η ιστορία από την εποχή που ο Θορό επισκέφτηκε τον Γουίτμαν. Είναι κι αυτή μια καλή ιστορία».
«Άλλος ποιητής αυτός;»
«Όχι ακριβώς. Αλλά εξίσου μεγάλος συγγραφέας. Είναι αυτός που πήγε να ζήσει μόνος του στα δάση».
«Ω, ναι» κάνει ο Μπλου μη θέλοντας να επιδείξει υπερβολική άγνοια.
«Κάποιος μου μίλησε έναν καιρό γι’ αυτόν. Αυτός αγαπούσε πολύ τη φύση. Αυτόν δεν εννοείς;»
«Ακριβώς» απαντά ο Μπλακ. «Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό. Ήρθε για λίγο από τη Μασαχουσέτη και πήγε για μια επίσκεψη στον Γουίτμαν στο Μπρούκλιν. Την προηγουμένη όμως ήρθε εδώ ακριβώς στην οδό Όραντζ».
«Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος;»
«Ήταν η εκκλησία Πλίμουθ. Ήθελε να ακούσει τον λόγο του Χένρι Γουόρντ Μπίτσερ».
«Θαυμάσιο μέρος» λέει ο Μπλου, με τη σκέψη του στις ευχάριστες ώρες που έχει περάσει στην αυλή με το γρασίδι. «Κι εμένα μ’ αρέσει να πηγαίνω εκεί».
«Πολλοί μεγάλοι άντρες πήγαιναν εκεί» λέει ο Μπλακ. «Ο Αβραάμ Λίνκολν, ο Κάρολος Ντίκενς, όλοι τους κατηφόριζαν τον δρόμο και έμπαιναν στην εκκλησία».
«Φαντάσματα».
«Ναι, γύρω μας υπάρχουν φαντάσματα».
«Και η ιστορία;»
«Αυτή είναι στ’ αλήθεια πολύ απλή. Ο Θορό και ο Μπρόνσον Άλκοτ, ένας φίλος του, πήγαν στο σπίτι του Γουίτμαν στη λεωφόρο Μιρτλ, και η μητέρα του Γουόλτ τούς έστειλε στη σοφίτα, την οποία εκείνος μοιραζόταν με τον καθυστερημένο αδελφό του Έντι. Τα πάντα ήταν θαυμάσια. Έσφιξαν τα χέρια τους, αντάλλαξαν χαιρετισμούς και τα λοιπά. Αλλά τότε, ενώ κάθισαν να συζητήσουν τις απόψεις τους για τη ζωή, ο Θορό και ο Άλκοτ αντιλήφθηκαν ένα γεμάτο δοχείο νυκτός καταμεσής στο πάτωμα. Ο Γουόλτ δεν έδωσε καμιά σημασία, αλλά οι δυο τύποι από τη Νέα Αγγλία το θεώρησαν δυσάρεστο να συνεχίζουν την κουβέντα με ένα δοχείο γεμάτο περιττώματα απέναντί τους. Τελικά, κατέβηκαν στο σαλόνι και συνέχισαν εκεί την κουβέντα τους. Αντιλαμβάνομαι, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια μικρή λεπτομέρεια. Ωστόσο, όταν δυο μεγάλοι συγγραφείς συναντώνται, δημιουργείται ιστορία και το σημαντικό είναι να αναφέρουμε με ειλικρίνεια όλα τα γεγονότα. Εκείνο το δοχείο νυκτός, βλέπεις, μου θυμίζει τα μυαλά στο πάτωμα. Κι αν σταθείς να το σκεφτείς, υπάρχει κάποια ομοιότητα στη μορφή. Τα εξογκώματα και οι σπασμοί. Υπάρχει μια συγκεκριμένη σχέση. Μυαλά και άντερα, το εσωτερικό ενός ανθρώπου. Λέμε πάντα ότι προσπαθούμε να διεισδύσουμε σε έναν συγγραφέα και να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο του. Όταν όμως βουτήξεις κατευθείαν σ’ αυτόν, δεν έχεις να βρεις πολλά εκεί μέσα ή τουλάχιστον αυτά δεν δια​φέρουν και πολύ από ό,τι θα βρεις σε οποιονδήποτε άλλον».
«Δείχνεις να ξέρεις πολλά γι’ αυτά τα πράγματα» λέει ο Μπλου που αρχίζει να χάνει τη συνοχή των επιχειρημάτων του Μπλακ.
«Αυτό είναι το χόμπι μου» λέει ο Μπλακ. «Μ’ αρέσει να ξέρω πώς ζουν οι συγγραφείς, ιδίως οι Αμερικανοί συγγραφείς. Αυτό με βοηθά να καταλάβω κάποια πράγματα».
«Κατάλαβα» λέει ο Μπλου. Δεν κατάλαβε γρι όμως. Με κάθε λέξη που λέει ο Μπλακ, εκείνος πιάνει τον εαυτό του να αντιλαμβάνεται όλο και λιγότερα.
«Πάρε τον Χόθορν» λέει ο Μπλακ. «Στενός φίλος του Θορό και ίσως ο πρώτος πραγματικός συγγραφέας που είχε ποτέ η Αμερική. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του στο Σάλεμ, κλειδαμπαρώθηκε σ’ ένα δωμάτιο και δεν ξεμύτισε αποκεί για δώδεκα χρόνια».
«Και τι έκανε εκεί μέσα;»
«Έγραφε ιστορίες».
«Αυτό ήταν όλο; Απλώς έγραφε;»
«Το γράψιμο είναι μια μοναχική δουλειά. Κυριεύει τη ζωή σου. Κατά μια έννοια, ο συγγραφέας δεν έχει δική του ζωή. Ακόμα κι όταν είναι παρών, στην πραγματικότητα δεν είναι».
«Άλλο ένα φάντασμα».
«Ακριβώς».
«Μυστηριώδες ακούγεται».
«Είναι. Ο Χόθορν όμως έγραψε σπουδαίες ιστορίες κι εμείς τώρα εξακολουθούμε να τις διαβάζουμε, ύστερα από εκατό χρόνια και βάλε. Σε μια απ’ αυτές, ένας άντρας που τον λένε Γουέικφιλντ αποφασίζει να κάνει ένα αστείο στη γυναίκα του. Της λέει ότι θα φύγει σε επαγγελματικό ταξίδι για λίγες μέρες, αντί όμως να φύγει από την πόλη, πηγαίνει εκεί κοντά, νοικιάζει ένα δωμάτιο και απλώς περιμένει να δει τι θα συμβεί. Δεν μπορεί να πει στα σίγουρα γιατί το κάνει, αλλά το κάνει έτσι ακριβώς. Περνούν τρεις τέσσερις μέρες, εκείνος όμως δεν νιώθει ακόμη έτοιμος να γυρίσει στο σπίτι του και μένει στο νοικιασμένο δωμάτιο. Οι μέρες γίνονται βδομάδες, οι βδομάδες μήνες. Μια μέρα ο Γουέικφιλντ κατηφορίζει τον παλιό του δρόμο και βλέπει το σπίτι του με πένθιμο στολισμό. Πρόκειται για την κηδεία του και η γυναίκα του έχει γίνει μια μοναχική χήρα. Τα χρόνια περνούν. Κάθε τόσο διασταυρώνεται με τη γυναίκα του στην πόλη και μια φορά, στη μέση ενός μεγάλου πλήθους, κυριολεκτικά πέφτει πάνω της. Αυτή όμως δεν τον αναγνωρίζει. Περνούν κι άλλα χρόνια, πάνω από είκοσι, και σιγά σιγά ο Γουέικφιλντ γερνά. Μια βροχερή νύχτα του φθινοπώρου, καθώς κάνει μια βόλτα στους άδειους δρόμους, τυχαίνει να περάσει από το παλιό του σπίτι και να ρίξει μια ματιά από το παράθυρο. Μια όμορφη ζεστή φωτιά είναι αναμμένη στο τζάκι κι εκείνος συλλογιέται: τι ευχάριστο που θα ήταν αν βρισκόμουν εκεί τώρα, να κάθομαι σε μια απ’ αυτές τις άνετες πολυθρόνες κοντά στη φωτιά αντί να στέκομαι εδώ έξω στη βροχή. Κι έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού και χτυπά την πόρτα».
«Κι έπειτα;»
«Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι το τέλος της ιστορίας. Το τελευταίο πράγμα που βλέπουμε είναι η πόρτα που ανοίγει και ο Γουέικφιλντ να μπαίνει στο σπίτι με ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του».
«Και δεν μαθαίνουμε ποτέ τι λέει στη γυναίκα του;»
«Όχι. Αυτό είναι το τέλος. Ούτε λέξη παραπάνω. Εκείνος όμως ξαναγύρισε στο σπίτι του, αυτό τουλάχιστον το ξέρουμε, και παρέμεινε ένας στοργικός σύζυγος μέχρι τον θάνατό του».
Τώρα πια ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει πάνω από τα κεφάλια τους και η νύχτα πλησιάζει γοργά.
Μια τελευταία ρόδινη λάμψη μένει στη δύση, αλλά η μέρα έχει πια τελειώσει. Η νύχτα πέφτει και στη συζήτηση των δυο αντρών. Ο Μπλακ σηκώνεται από τη θέση του και απλώνει το χέρι του στον Μπλου.
«Ήταν πολύ ευχάριστο που κουβέντιασα μαζί σου» λέει. «Δεν φανταζόμουν ότι θα καθόμασταν τόση ώρα εδώ».
«Δική μου η ευχαρίστηση» λέει ο Μπλου ανακουφισμένος που η συζήτηση τελείωσε, επειδή ξέρει ότι σε λίγο η γενειάδα του θα αρχίσει να γλιστρά και ο ίδιος να ιδροκοπά από την καλοκαιρινή ζέστη και τον εκνευρισμό του.
«Λέγομαι Μπλακ» λέει ο Μπλακ σφίγγοντας το χέρι του Μπλου.
«Εγώ Τζίµι» λέει ο Μπλου. «Τζίµι Ρόουζ».
«Αυτή την κουβεντούλα μας θα τη θυμάμαι για πολύ καιρό, Τζίµι Ρόουζ» λέει ο Μπλακ.
«Κι εγώ το ίδιο» λέει ο Μπλου. «Μου έδωσες την αφορμή να σκεφτώ πολλά».
«Ο θεός να σ’ ευλογεί, Τζίμι Ρόουζ» λέει ο Μπλακ.
«Ο θεός να ευλογεί κι εσένα, κύριε» απαντά ο Μπλου.
Κι έπειτα, με μια τελευταία χειραψία, φεύγουν προς αντίθετες κατευθύνσεις, ο καθένας τους συνοδευόμενος από τις σκέψεις του.

Paul Auster
Η Τριλογία της Νέας Υόρκης [Φαντάσματα]
Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο 2013

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ - The Love-Song of J. Alfred Prufrock - T. S. Eliot

« Εάν πίστευα ότι η απάντησή μου δίνεται
σε κάποιο πρόσωπο που ίσως γυρνούσε στον κόσμο,
αυτή η φλεγόμενη γλώσσα θα σταματούσε να τρεμοπαίζει
Αλλά αφού, από εκείνα τα βάθη, κανείς δεν έχει
ακόμη επιστρέψει ζωντανός, εάν αυτά που ακούω είναι αληθή,
Χωρίς φόβο δυσφήμησης απαντώ»
Δάντης Κόλαση (XXVΙΙ,61-66) Μετάφραση Στρατής Φάβρος

Πάμε λοιπόν εσύ κι εγώ,
καθώς απλώνεται το δειλινό στην ουρανό
Σαν ναρκωμένος με αιθέρα ασθενής στο χειρουργείο.
Πάμε, μέσ’ από κάποια μισοέρημα στενά,
Αποτραβιούνται τα μουρμουρητά τα σιγανά
Των χωρίς ησυχία
Νυχτών σε μιας βραδιάς φτηνά ξενοδοχεία
Και ρεστοράν με πριονίδια και κελύφη από στρείδια :
Στενά, που σαν συζήτηση ανιαρή τραβάνε
Με στόχο δόλιο να σε πάνε
Σε μια ανυπόφορη αμφιβολία …
Ω, μη ρωτάς «Τι είναι αυτή η σκέψη;»
Ας κάνουμε, έλα, την επίσκεψη.

Μες στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και για τον Μικελάντζελο μιλάνε.
Η κίτρινη ομίχλη που τη ράχη της τρίβει στα τζάμια,
Η κίτρινη ομίχλη που τρίβει το μουσούδι της στα τζάμια,
Γλείφτηκε στις γωνιές του απογεύματος,
Και χασομέρησε στις λίμνες κάτω απ’ τις υδρορροές
Άφησε πάνω της να πέσει η αιθάλη απ’ τις καπνοδόχους,
Γλίστρησε απ’ την ταράτσα μ’ έναν πήδο ξαφνικά,
Και, βλέποντας πως ήταν ένα ήπιο βράδυ του Οκτώβρη,
Γύρω απ’ το σπίτι κουλουριάστηκε κι αποκοιμήθηκε βαθιά.

Κι αλήθεια, θα υπάρξει χρόνος
Για την κίτρινη καπνιά που γλιστρά κατά μήκος του δρόμου
Τρίβοντας τη ράχη της πάνω στα τζάμια
Θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς
Θα υπάρξει χρόνος να καταστρέψεις και να δημιουργήσεις,
Και χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες των χεριών
Που υψώνονται και σου σεβίρουν μια ερώτηση στο πιάτο
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα,
Και χρόνος για αμέτρητα διλήμματα,
Και για εκατοντάδες θεωρήσεις κι αναθεωρήσεις,
Πριν απ’ το τσάι και τα βουτήματα.

Μες στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και για τον Μικελάντζελο μιλάνε.

Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Να αναρωτηθώ «Τολμώ; Τολμώ;»
Χρόνος για να γυρίσω, τα σκαλιά να κατεβώ,
Μ’ ένα σημείο φαλακρό στη μέση του κρανίου μου –
(Θα πουν: «Α, πώς αδυνατίζουν τα μαλλιά του!»)
Το πρωινό παλτό μου, το κολάρο μου σφιγμένο κάτω απ’ το πιγούνι,
Ο λαιμοδέτης μου πλούσιος και σεμνός, στερεωμένος όμως
από μια απλή καρφίτσα –
(Θα πουν: «Μα πόσο είναι αδύνατα τα χέρια και τα πόδια του!»)
Τολμώ
Να ενοχλώ το σύμπαν;

Σε μια στιγμή υπάρχει χρόνος
Για αποφάσεις κι αναθεωρήσεις που μια στιγμή θα ανατρέψει.

Διότι γνωρίζοντάς τα ήδη όλα αυτά, γνωρίζοντάς τα όλα αυτά –
Γνωρίζοντας τ’ απογεύματα, τ’ απομεσήμερα, τα πρωινά,
Έχω μετρήσει τη ζωή μου με κουταλάκια του καφέ
Γνωρίζω τις φωνές που χάνονται σε θανάσιμης πτώσης εφέ
Πίσω απ’ τη μουσική, από ένα μακρινό δωμάτιο.
Λοιπόν, πώς θα τολμούσα;

Κι έχω ήδη γνωρίσει τα μάτια, γνωρίζοντάς τα όλ’ αυτά –
Τα μάτια που σε καθηλώνουν σε μια φράση τυπική,
Κι εφόσον είμαι τυπικός και ισορροπώ πάνω σε μια καρφίτσα,
Κι εφόσον είμαι καρφιτσωμένος και συστρέφομαι στον τοίχο,
Λοιπόν, πώς θ’ άρχιζα
Να φτύνω τα υπολείμματα των ημερών μου και των τρόπων;
Και θα τολμούσα πώς;

Κι έχω ήδη γνωρίσει τα χέρια, γνωρίζοντάς τα όλ’ αυτά –
Χέρια με μπρασελέ και άσπρα και γυμνά
(Μα κι απλωμένα στο φως της λάμπας, με χνούδι ανοιχτόχρωμο!)
Να’ ναι το άρωμα από φουστάνι
Που έτσι να παρεκτρέπομαι μα κάνει;
Χέρια αφημένα στο τραπέζι, ή τυλιγμένα σ’ ένα σάλι.
Πώς θα τολμούσα, λοιπόν;
Και πώς θα άρχιζα;

Θα πω, έχω περάσει, σούρουπο από δρομάκια
Και είδα τον καπνό που ανεβαίνει απ’ τις πίπες
Μοναχικών ανθρώπων, με πουκάμισα, γερμένων στα παράθυρα;
Θα πρέπει να’ μουν δυο τραχιές δαγκάνες οστρακόδερμου
Που διατρέχουν τον πυθμένα σιωπηλών ωκεανών.

Και το απομεσήμερο, τ’ απόγευμα κοιμάται τόσο ειρηνικά!
Κατευνασμένο από δάχτυλα μακριά,
Σε νάρκη… κουρασμένο… ή προσποιούμενο αδιαθεσία,
Απλωμένο στο δάπεδο, εδώ, ανάμεσα σε σένα και σε μένα.
Θα’ πρεπε μετά το τσάι και τα κέικ και τ’ αναψυκτικά
Να’ χω το σθένος να εξωθήσω τη στιγμή στην κρίση της;
Όμως, κι αν θρήνησα και νήστεψα, και θρήνησα και προσευχήθηκα,
Κι αν είδα το κεφάλι μου (που φαλακραίνει)
φερμένο πάνω σ’ ένα δίσκο,
Δεν είμαι προφήτης – κι εδώ δεν έχει και μεγάλη σημασία.
Έχω δει τη στιγμή που τρεμοσβήνει η μεγαλοσύνη μου,
Κι έχω δει τον αιώνιο Θυρωρό να μου κρατάει το παλτό, χασκογελώντας,
Και, για να μην πολυλογώ, φοβήθηκα.

Και θ’ άξιζε, μετά απ’ όλα αυτά,
Μετά απ’ τα φλυτζάνια, τη μαρμελάδα, το τσάι,
Μέσα στις πορσελάνες, μέσα στις κουβέντες μας,
Θα άξιζε, ενώ
Πρέπει να καταπιώ μ’ ένα χαμόγελο το θέμα,
Το σύμπαν να συνθλίψω σ’ ένα μπολ,
Να το αλείψω σε μια αμφιβολία ανυπόφορη, θα άξιζε
Να πω: «Είμαι ο Λάζαρος, έρχομαι από τους νεκρούς,
Έρχομαι να σας πω τα πάντα, θα σας πω τα πάντα»-
Αν έλεγες, ταχτοποιώντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι:
«Αυτό δεν είναι αυτό που εννοούσα,
Δεν είναι αυτό καθόλου»
Και θ’ άξιζε εντέλει,
Θ’ άξιζε,
Μετά τα ηλιοβασιλέματα και τις αυλόπορτες και τους ψιχαλισμένους δρόμους,
Μετά τις νουβέλες και τα φλυτζάνια, μετά τις φούστες που σέρνονται στο πάτωμα-
Κι αυτό, και τόσα άλλα;-
Είναι αδύνατον να πω τι εννοώ ακριβώς!
Όμως, σαν κάποιος προβολέας μαγικός που διαπερνώντας τα νεύρα σκιαγραφεί σε μια οθόνη:
Θα άξιζε
Ταχτοποιώντας ένα μαξιλάρι ή ρίχνοντας μια σάρπα,
Και στρέφοντας προς το παράθυρο αν έλεγες:
«Αυτό δεν είναι αυτό,καθόλου,
Δεν είν’ αυτό που εννοούσα!»

Όχι! Δεν είμαι ο Πρίγκηψ Άμλετ, ούτε και είχα πρόθεση να είμαι
Είμαι ένας αξιωματούχος παραστάτης, ένας που θα κάνει
Να σημειωθεί μια πρόοδος, ν’ αρχίσει μια σκηνή ή δυο,
Τον πρίγκηπα να συμβουλέψει, αναμφίβολα εργαλείο βολικό,
Ευλαβικό, ευτυχές που χρησιμοποιείται,
Πολιτικός, προσεχτικός και λεπτολόγος
Όλο ψηλές προτάσεις, όμως λίγο αμβλύνους
Καμιά φορά, πραγματικά, σχεδόν γελοίος –
Καμιά φορά, σχεδόν, ο Γελωτοποιός.

Γερνάω… Γερνάω…
Θα γυρίσω των παντελονιών μου τα μπατζάκια.
Θα χτενίσω προς τα πίσω τα μαλλιά μου; Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Θα φορέσω άσπρο κοστούμι φανελένιο και θα περπατώ στην παραλία.
Έχω ακούσει τις σειρήνες, μία προς μία, να τραγουδούν.

Δε νομίζω πως θα τραγουδήσουνε για μένα.

Να καλπάζουνε στην ακροθαλασσιά, πάνω στα κύματα τις έχω δει
Να χτενίζουνε την άσπρη χαίτη των κυμάτων που ανεμίζει
Όταν ο αέρας τα νερά, λευκά και μελανά, αναρριπίζει.

Στης θάλασσας τα δώματα, με τα θαλασσοκόριτσα
Τα τυλιγμένα φαιοπόρφυρες φυκιάδες, ξεχαστήκαμε
Κι ώσπου να μας ξυπνήσουνε ανθρώπινες φωνές, πνιγήκαμε.


T.S.Eliot
Ποιήματα
Μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη
Εκδόσεις Printa 2008



S`io credesse che mia risposta fosse
A persona che mai tornasse al mondo,
Questa fiamma staria senza piu scosse.
Ma perciocchè giammai di questo fondo
Non tornò vivo alcun, s’i’odo il vero,
Senza tema d’infamia ti rispondo
Dante Inferno (XXVII, 61-66)

Let us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
Like a patient etherized upon a table;
Let us go, through certain half-deserted streets,
The muttering retreats
Of restless nights in one-night cheap hotels
And sawdust restaurants with oyster-shells:
Streets that follow like a tedious argument
Of insidious intent
To lead you to an overwhelming question. . .
Oh, do not ask, «What is it?»
Let us go and make our visit.

In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.

The yellow fog that rubs its back upon the window-panes
The yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes
Licked its tongue into the corners of the evening
Lingered upon the pools that stand in drains,
Let fall upon its back the soot that falls from chimneys,
Slipped by the terrace, made a sudden leap,
And seeing that it was a soft October night
Curled once about the house, and fell asleep.

And indeed there will be time
For the yellow smoke that slides along the street,
Rubbing its back upon the window-panes;
There will be time, there will be time
To prepare a face to meet the faces that you meet;
There will be time to murder and create,
And time for all the works and days of hands
That lift and drop a question on your plate;
Time for you and time for me,
And time yet for a hundred indecisions
And for a hundred visions and revisions
Before the taking of a toast and tea.

In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.

And indeed there will be time
To wonder, «Do I dare?» and, «Do I dare?»
Time to turn back and descend the stair,
With a bald spot in the middle of my hair—
[They will say: «How his hair is growing thin!»]
My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,
My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—
[They will say: «But how his arms and legs are thin!»]
Do I dare
Disturb the universe?
In a minute there is time
For decisions and revisions which a minute will reverse.

For I have known them all already, known them all;
Have known the evenings, mornings, afternoons,
I have measured out my life with coffee spoons;
I know the voices dying with a dying fall
Beneath the music from a farther room.
So how should I presume?

And I have known the eyes already, known them all—
The eyes that fix you in a formulated phrase,
And when I am formulated, sprawling on a pin,
When I am pinned and wriggling on the wall,
Then how should I begin
To spit out all the butt-ends of my days and ways?
And how should I presume?

And I have known the arms already, known them all—
Arms that are braceleted and white and bare
[But in the lamplight, downed with light brown hair!]
Is it perfume from a dress
That makes me so digress?
Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.
And should I then presume?
And how should I begin?
. . . . .

Shall I say, I have gone at dusk through narrow streets
And watched the smoke that rises from the pipes
Of lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows? . . .

I should have been a pair of ragged claws
Scuttling across the floors of silent seas.
. . . . .

And the afternoon, the evening, sleeps so peacefully!
Smoothed by long fingers,
Asleep . . . tired . . . or it malingers,
Stretched on the floor, here beside you and me.
Should I, after tea and cakes and ices,
Have the strength to force the moment to its crisis?
But though I have wept and fasted, wept and prayed,
Though I have seen my head (grown slightly bald) brought in upon a platter,
I am no prophet–and here’s no great matter;
I have seen the moment of my greatness flicker,
And I have seen the eternal Footman hold my coat, and snicker,
And in short, I was afraid.

And would it have been worth it, after all,
After the cups, the marmalade, the tea,
Among the porcelain, among some talk of you and me,
Would it have been worth while,
To have bitten off the matter with a smile,
To have squeezed the universe into a ball
To roll it toward some overwhelming question,
To say: «I am Lazarus, come from the dead,
Come back to tell you all, I shall tell you all»
If one, settling a pillow by her head,
Should say, «That is not what I meant at all.
That is not it, at all.»

And would it have been worth it, after all,
Would it have been worth while,
After the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,
After the novels, after the teacups, after the skirts that trail along the floor—
And this, and so much more?—
It is impossible to say just what I mean!
But as if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen:
Would it have been worth while
If one, settling a pillow or throwing off a shawl,
And turning toward the window, should say:
«That is not it at all,
That is not what I meant, at all.»
. . . . .

No! I am not Prince Hamlet, nor was meant to be;
Am an attendant lord, one that will do
To swell a progress, start a scene or two
Advise the prince; no doubt, an easy tool,
Deferential, glad to be of use,
Politic, cautious, and meticulous;
Full of high sentence, but a bit obtuse;
At times, indeed, almost ridiculous—
Almost, at times, the Fool.

I grow old . . . I grow old . . .
I shall wear the bottoms of my trousers rolled.

Shall I part my hair behind? Do I dare to eat a peach?
I shall wear white flannel trousers, and walk upon the beach.
I have heard the mermaids singing, each to each.

I do not think they will sing to me.

I have seen them riding seaward on the waves
Combing the white hair of the waves blown back
When the wind blows the water white and black.

We have lingered in the chambers of the sea
By sea-girls wreathed with seaweed red and brown
Till human voices wake us, and we drown.

[1915]