.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ – ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ



Το νησάκι που βρίσκεται στα βορινά της Λέσβου, ανάμεσα Πέτρα και Μόλυβο, είναι γυμνό κι έρημο. Δεν έχει όνομα, κι οι ψαράδες που δουλεύουν σ’ εκείνες τις θάλασσες το λένε απλά έτσι: «Το νησί». Δεν έχει μήτε ένα δέντρο, εξόν από θάμνους. Τρία μίλια μακριά, τα βουνά της Λέσβου συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα. Πλάι σ’ αυτή τη σπατάλη το γυμνό νησί με την αυστηρή γραμμή του φαίνεται ακόμα πιο έρημο. Σαν να το είχε ξεχάσει ο Θεός, όταν έχτιζε τις στεριές κι έκανε τις θάλασσες στις εφτά πρώτες μέρες του Κόσμου.
Μα από τούτη τη γυμνή λουρίδα της γης μπορείς να δεις, το καλοκαίρι, τον ήλιο να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο πέλαγο. Τότε τα χρώματα βάφουν τα νερά κι ολοένα αλλάζουν, κάθε στιγμή, σαν να λιώνουν μες στ’ αλαφρά κύματα. Όταν τα βράδια είναι πολύ καθαρά, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα απ’ το πέλαγο και σιγά πάλι να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που έρχεται. Αυτή την ώρα ο μπαρμπα-Δημήτρης, ο μοναχικός κάτοικος του έρημου νησιού, θα κάμει την τελευταία κίνηση που τον ενώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή: θ’ ανάψει το φως στο φάρο. Το φως θ’ αρχίσει ν’ ανάβει, να σβήνει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα αυστηρά, αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.
Ο γερο-φαροφύλακας τράβηξε τη βάρκα στον άμμο. Τη σιγούραρε καλά, μην τυχόν τη νύχτα γυρίσει ο καιρός και φουσκώσουν τα νερά. Την κοίταξε για τελευταία φορά, πριν πάρει το δρόμο για το φάρο.
- Λοιπόν, πάει κι αυτό το ταξίδι…, λέει σιγά.
Το λέει μονάχος του και σωπαίνει. Το ταξίδι αυτό, στην αντικρινή στεριά, γίνεται μια φορά το μήνα. Πηγαίνει για τις προμήθειές του, για το αλεύρι, το λάδι και για τα γεννήματα που του χρειάζονται. Στην αρχή, σε κάθε ταξίδι, έμενε όλη τη μέρα στο χωριό. Μιλούσε με παλιούς του φίλους, μάθαινε νέα για τη χώρα, για τον κόσμο, αν οι άνθρωποι ήταν σε πόλεμο για είχαν ειρήνη.
Ο τελωνοφύλακας του έδινε το μισθό του.
- Λοιπόν, και τον άλλο μήνα με το καλό, μπαρμπα-Δημήτρη.
Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι του κι ευχαριστούσε. 
- Με το καλό, αν θα ‘χουμε ζωή, παιδί μου.
Τις άλλες ώρες, ώσπου να γυρίσει στο «νησί του», τις περνούσε ανεβαίνοντας στη μικρή Παναγιά, στο βράχο με τα εκατό σκαλιά, να κάμει την προσευχή του. Σταύρωνε τα χέρια του μπροστά στο παλιό εικόνισμα, χαμήλωνε το κεφάλι και προσευχόταν για τα δυο αγόρια του, που χάθηκαν στην καταστροφή της Ανατολής, για τους άλλους ανθρώπους, τελευταία για τον εαυτό του.
- Αν ζούνε, προστάτευέ τα, παρακαλούσε για τα παιδιά του. Φύλαγέ τα από θυμό κι από κακή ώρα. Φύλαγέ τα απ’ το μαχαίρι…
Μουρμούριζε τους χαιρετισμούς, ό,τι άλλο ήξερε από προσευχή, και τα γερασμένα πόδια του τρέμαν.
- Κι εμένα, καιρός πια είναι να ξεκουραστώ…, έλεγε και βούρκωναν τα μάτια του.
Κατέβαινε τα εκατό σκαλιά κάθε φορά με πιο αλαφρή καρδιά. Στο δρόμο στεκόταν και κοίταζε τα παιδάκια που παίζαν. Τον ξέραν όλα και σαν τον βλέπανε, βάζαν τις φωνές:
- Μπαρμπα-Δημήτρη! Μπαρμπα-Δημήτρη!
Τους αγόραζε φουντούκια και τους τα μοίραζε, κι εκείνα φωνάζαν χαρούμενα:
- Μην αργήσεις να ξανάρθεις, παππούλη! Μην αργήσεις!
Έτσι γινόταν σε κάθε ταξίδι κάθε φορά. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο ξεσυνήθιζε με τους ανθρώπους. Η ερημιά ολοένα τον κυρίευε, μέρα με τη μέρα, τον απορροφούσε, σαν να στάλαζε μες στην ύπαρξή του τη φοβερή της δύναμη. Σε κάθε ταξίδι λιγόστευε, όσο μπορούσε, τον καιρό που έπρεπε να μείνει στο χωριό για τις δουλειές του.
Έκοψε και το ανέβασμα στην εκκλησίτσα του βράχου.
- Συχώρεσέ με, γιατί πια δεν μπορώ, έλεγε στο Θεό, σαν να είχε κάμει αμαρτία. Παντού μπορώ να σε παρακαλώ, για να βλέπεις πόσο είμαι αδύναμος.
Κι όταν γύριζε στο νησί του, ύστερα από κάθε ταξίδι, έμενε πολύ αργά τη νύχτα, κάτω απ’ τα άστρα, να προσεύχεται.
Δε ρωτούσε πια νέα, τι γίνεται στον κόσμο. Δεν ήξερε τίποτα. Όλος ο κόσμος στένευε, μέρα με τη μέρα, γύρω στο έρημο νησί, κι έκλεινε με το βαθύ πέλαγο και με τα χρώματα, σαν έγερνε ο ήλιος.
Οι τελευταίοι σύντροφοι που άλλαζε πότε πότε καμιά κουβέντα μαζί τους ήταν ψαράδες που, σαν δεν τους έπαιρνε ο καιρός, άραζαν για λίγο στο νησί του. Μέναν εκεί στην ακρογιαλιά, όπου ερχόταν να σβήσει το κύμα, και λέγαν για τα βάσανά τους και για τη μοίρα τους. Πολλές φορές ξενυχτούσαν εκεί. Τότε, στις μακριές ώρες, ώσπου να χαράξει, όταν οι άλλες κουβέντες τέλειωναν, ερχόταν και η επίσημη ώρα για τα δυο παιδιά του.
- Ποιος το ξέρει…, του λέγαν οι ψαράδες. Μπορεί να ζούνε κι να ’ρθουν, μπαρμπα-Δημήτρη. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν.
Δε μιλούσε, δε σάλευε, τα ήμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας.
- Ναι, μπαρμπα-Δημήτρη, σαν τους γλάρους σου. Έτσι μπορούν να γυρίσουν και να ’ρθουν. Μην απελπίζεσαι.
Οι ψαράδες τότε, μ’ αυτή την αφορμή, φέρναν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου.
- Αλήθεια, του λέγανε, Πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπαρμπα-Δημήτρη; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι…
- Έτσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. Όλα μερώνουν εδώ κάτου. Μοναχά ο άνθρωπος…
Τον ρωτούσαν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μόλο που την ξέραν, όπως την ξέραν κι όλοι όσοι ζούσαν στην αντικρινή στεριά. Τα είχε βρει μικρά, μες στους βράχους, δυο γλαρόπουλα αμάλλιαγα ακόμα. Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο καλύβι του, πλάι στο φάρο. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε, ταΐζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα.
«Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε…»
Μες στις αναμνήσεις του, μες στην καρδιά του, κείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό που ήταν πολύ μικρά και τα φώναζε.
«Λοιπόν…, εσένα να σε λέμε Βασιλάκη, είπε στο ένα πουλί. Κι εσένα να σε λέμε Αργύρη…»
Έτσι, από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. Κι οι γλάροι σιγά σιγά τα συνηθίσανε.
Σαν μεγάλωσαν κι ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα πουλί. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάιδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ αλαφρή.
«Άιντε, λοιπόν, Βασίλη!» είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του, να το αφήσει να φύγει.
Το πουλί πέταξε, έφυγε.
Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο, το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα κείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος.
Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφριά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε. Πετούσε απ’ τη χαρά του, σαν να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν.
Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι.
Από τότε αυτό γινόταν: τα πουλιά φεύγαν το πρωί, ταξιδεύανε ως τις αντικρινές στεριές της Ανατολής, ως πέρα στο Σίγρι, και τα βράδια γύριζαν. Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ’ το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ’ τις φτερούγες. Σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω του. Τους είχαν μάθει κι σι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζαν γελώντας:
- Ε, Βασίλη!… Ε, Αργύρη!…
Έτσι περνούσαν οι μέρες στο ρημονήσι. Η μια, η άλλη, αυτή που πέρασε, αυτή που θα ’ρθει. Μια αδιατάραχτη σειρά από μέρες και νύχτες, που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν, άλλο απ’ το θάνατο.
Μια βραδιά του καλοκαιριού έγινε κάτι ασυνήθιστο. Οι γλάροι δε γύρισαν. Μήτε την άλλη μέρα φάνηκαν, μήτε την άλλη νύχτα.
- Μπορεί να ταξιδέψαν μακριά, συλλογίστηκε ο γέρος, για να ξεγελάσει την ανησυχία του.
Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε το πέλαγο. Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σαν να περνούσαν δελφίνια και παίζαν. Πολλές φορές έβλεπε στ’ ανοιχτά να περνούν δελφίνια. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ’ το νερό, πάλι να πέφτουν.
- Δελφίνια θα είναι και τώρα.
Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν.
- Άνθρωποι είναι! είπε ξαφνιασμένος.
Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Και το μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν.
Τι να θέλουν;
Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι άνθρωποι. Κι ύστερα, δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα, απ’ όπου να είχαν πέσει.
Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει.
Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζουνται απ’ τη θάλασσα στ’ ακρογιάλι.
Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά.
- Αχ! λέει παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τι καλά που ήταν! Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια. Πιο αργά:
- Τι καλά που ήταν!
Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα.
- Εσύ ‘σαι ο μπαρμπα-Δημήτρης; λέει το αγόρι.
- Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. Μπας και σας έτυχε τίποτα;
- Α, μπα! βιάζεται να πει το αγόρι. Είπαμε χτες να κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη φίλη μου, και να που ήρθαμε.
- Από πού; ρωτά ο γέρος με απορία.
- Μα απ’ αντίκρυ, απ’ την Πέτρα.
Ο μπαρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται να του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι με τέτοιο ταξίδι.
Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν προς το φάρο.
Περπατούσε πρώτος, τα παιδιά ακολουθούσαν. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονώ. Κι εκείνος βάδιζε μπρος, και τα χρόνια βάραιναν στους ώμους του, σαν να του ζητούσαν την ευθύνη, γιατί δεν τ’ άφηνε να ξεκουραστούν.
Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. Μπροστά τους το Αιγαίο ακύμαντο, ο ήλιος έτρεμε πάνω του.
- Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος.
- Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. Εγώ σπουδάζω χημικός κι ο φίλος μου στο Πολυτεχνείο.
- Α, αλήθεια!… Μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει.
- Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; Ρωτά το κορίτσι.
- Όχι. Ποτές.
- Θα το ήθελες τώρα;
Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται:
- Όχι, παιδί μου. Τώρα είναι αργά.
- Θα είσαι πολύ μονάχος εδώ, παππούλη.
- Είμαι πολύ μοναχός, παιδί μου.
Σώπασαν. Πέρασε λίγη ώρα. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. Ο γέρος σηκώνεται και μπαίνει στο καλύβι να φέρει γλυκό. Απ’ το μικρό παράθυρο μπορεί να βλέπει τα δυο παιδιά, έτσι που είναι ξαπλωμένα. Στα κορμιά τους και στα πρόσωπά τους τρέμουν ακόμα στάλες απ’ τη θάλασσα. Ο ήλιος τα έχει ψήσει αλύπητα, είναι κει σαν δυο αγάλματα από μπρούντζο που τα ξέβρασε το πέλαγο — μια θεότητα της υγείας και μια θεότητα της νεότητας. Τα μαύρα μαλλιά του κοριτσιού πέφτουν πάνω στους ώμους του και στα μεγάλα μαύρα μάτια του σαλεύει βαθύ φως. Έτσι απλά και ήμερα είναι όλα στο ρημονήσι αυτή την ιερή ώρα. Έτσι ήμερα είναι και μες στην καρδιά του γέρου ανθρώπου. Είναι πλημμυρισμένος, τούτο το καλοκαιρινό πρωινό, είναι βουρκωμένος. Αυτή η απρόοπτη τρυφερότητα που ήρθε να ταράξει την ερημιά του, τα ακίνητα νερά…
- Παππούλη, να ‘ρθουμε κι εμείς μέσα; του φωνάζει απ’ έξω το κορίτσι.
- Έρχουμαι εγώ, έρχουμαι! Λέει ταραγμένος. Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό.
- Δεν έχω τίποτα άλλο…, μουρμουρίζει, σαν να θέλει να τον συχωρέσουν.
- Κάθισε, κάθισε, παππούλη, — τον πιάνει το κορίτσι απ’ το χέρι να καθίσει πλάι του.
Κάθισε.
- Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα. Αύριο φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Κρίμα, τόσες μέρες που ήμαστε εδώ να μην ερχόμαστε! Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη;
- Πάντα, παιδί μου.
- Α. τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι…, μουρμουρίζει το αγόρι.
- Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Η ερημιά.
- Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. Αν ήξεραν, δε θα το έκαναν ποτέ.
Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. Στέκει με απορία.
- Για ποιους λες, παιδί μου;
- Γι’ αυτούς που σκοτώσαν τους γλάρους σου λέω, μπαρμπα- Δημήτρη. Είναι φίλοι μας.
Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά.
- Τους σκοτώσαν είπες;
- Α, δεν το ήξερες ακόμα;…
Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. Του λέει την ιστορία: πως κυνηγούσαν, όλη η νεολαία, ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά· οι δυο γλάροι χαμήλωσαν απ’ το άλλο κοπάδι, ο φίλος τους τράβηξε εκεί σιμά, γνώρισαν τις σταχτιές φτερούγες.
Ο γέρος ακούει, ακούει, — δεν είναι τίποτα, δυο γλάροι ήταν.
- Δεν ήξεραν, παππούλη…, λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ’ τη βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. Δεν ήξεραν…
Κι εκείνος κουνά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας:
- Ναι, ναι, παιδί μου. Δε θα ξέραν… Αρκετή ώρα πέρασε.
- Πρέπει να φύγουμε, λέει το αγόρι. Το κορίτσι σηκώνεται.
- Να φύγουμε.
Πηγαίνουν μπροστά, ο γέρος έρχεται λίγο πίσω τους. Φτάσαν στην ακρογιαλιά.
- Σε χαιρετούμε, παππούλη, λέει πρώτο το κορίτσι.
Πιάνει το χέρι του, σκύβει να το φιλήσει. Κι αυτός της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά.
- Να σας βλογά ο Θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος.
Έφυγαν. Παρακολουθεί πολλή ώρα το μικρό αυλάκι που κάνουν τα κορμιά τους στη θάλασσα. Ώσπου όλα σβήνουν απ’ τα μάτια του. Και το πέλαγο είναι πάντα έρημο Και ατελείωτο.
Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι, σι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ’ τα θολωμένα μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν, οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν κι όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά κι ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Κι αυτοί περνούν και χάνουνται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.


Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

[ΗΜΟΥΝΑ ΖΩΝΤΑΝΟΣ] – Antonin Artaud

 


Ήμουνα ζωντανός

κι ήμουν εδώ από π ά ν τ α

Έτρωγα;


Όχι

μα όταν πείναγα έφευγα προς τα πίσω με το κορμί μου

και δεν τρωγόμουν ο ίδιος

μα όλα τούτα διαλυθήκανε

εγίνηκε μια εγχείρηση παράξενη

δεν ήμουν άρρωστος

θα ξανακαταχτούσα την υγειά μου

πάντα με το αποτράβηγμα στα πίσω του κορμιού

το κορμί μου με πρόδωσε

ακόμη δε με γνώριζε καλά

να φας θα πει να φέρεις μπρος

εκείνο που έπρεπε να μείνει πίσω


Κοιμόμουν;


όχι, δεν κοιμόμουν

χρειάζεται να' σαι αγνός για να μάθεις να μη τρως

Ανοίγοντας το στόμα σου

μέσα σου μπαίνουνε μιάσματα

Λοιπόν, όχι στόμα!

Όχι στόμα

όχι γλώσσα

όχι δόντια

όχι λαρύγγι

όχι οισοφάγος

όχι στομάχι

όχι κοιλιά

όχι πρωκτός

Θα ξαναχτίσω τον άνθρωπο που είμαι.


μτφρ. Τάκης Σινόπουλος


Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης

Από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας

Χριστόφορος Λιοντάκης (επιμ.)

Εκδόσεις Καστανιώτη2000




Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Η μύγα – Catherine Mansfield

 
«Μια χαρά βολεύτηκες εδώ» τραύλισε ο γερο-Γούντιφιλντ. Η πράσινη δερμάτινη πολυθρόνα στέκεται πλάι στο γραφείο του φίλου του τού διευθυντή, κι από κει προβάλλει το κεφάλι του και κοιτάζει ερευνητικά γύρω, όπως κοιτάζει το μωρό μέσ' από την κούνια του. Η κουβέντα έχει τελειώσει. Ώρα να πηγαίνει. Από τότε που βγήκε στη σύνταξη, από τότε που έπαθε τη… συμφόρηση, η γυναίκα και οι κόρες του τον περιόριζαν στο σπίτι, όλη την εβδομάδα, εκτός από την Τρίτη. Την Τρίτη τον έντυναν, τον βούρτσιζαν και του επέτρεπαν να περάσει τη μέρα του στην πόλη. Παρόλο που δεν μπορούσαν να φανταστούν τι κάνει εκεί. Φορτώνεται στους φίλους του, υπέθεταν… Λοιπόν, μπορεί να 'ναι κι έτσι. Εν πάση περιπτώσει, αρπαζόμαστε από τις τελευταίες μας απολαύσεις, όπως το δέντρο επιμένει στα τελευταία του φύλλα. Κι έτσι ο γερο-Γούντιφιλντ καθόταν καπνίζοντας ένα πούρο και κοίταζε σχεδόν λαίμαργα το διευθυντή να περιστρέφεται στην καρέκλα του γραφείου, γεροδεμένος, ροδαλός, πέντε χρόνια μεγαλύτερος του, κι όμως όλο και πιο ακμαίος, πάντα στο τιμόνι. Σου έκανε καλό να τον βλέπεις.
Με θαυμασμό, συλλογισμένα, η γέρικη φωνή συμπλήρωσε: «Ναι, σίγουρα, είναι βολικά εδώ μέσα!»
«Ναι, αρκετά βολικά» παραδέχτηκε ο διευθυντής, και χτύπησε ελαφρά τους Financial Times μ' ένα χαρτοκόπτη. Η αλήθεια είναι πως καμάρωνε για το δωμάτιό του- του άρεσε να το θαυμάζουν, ιδιαίτερα ο γερο-Γούντιφιλντ. Ένιωθε μια βαθιά, στερεή ικανοποίηση να 'ναι θρονιασμένος στη μέση ακριβώς του δωματίου και να κοιτάζει απέναντί του εκείνη την εύθραυστη γέρικη φιγούρα τυλιγμένη με το κασκόλ της.
«Το ανακαίνισα τελευταία» εξήγησε, όπως είχε εξηγήσει τις περασμένες -πόσες;- βδομάδες. «Καινούργιο χαλί», κι έδειξε το ζωηρόχρωμο κόκκινο χαλί με τους μεγάλους άσπρους κύκλους. «Καινούργια έπιπλα», κι έδειξε με τα μάτια τη βαριά βιβλιοθήκη και το τραπέζι με τα στριφτά πόδια. «Ηλεκτρική θέρμανση!» Ανέμισε το χέρι του σχεδόν θριαμβευτικά προς τη σόμπα με τα πέντε διαφανή λουκάνικα που έλαμπαν γλυκά, σα μαργαριτάρια, στηριγμένα στην πλαγιαστή χάλκινη βάση τους.
Αλλά δεν επέστησε την προσοχή του γερο-Γούντιφιλντ στη φωτογραφία πάνω από το τραπέζι. Έδειχνε ένα αγόρι με στολή να στέκεται σοβαρό σ' ένα από κείνα τα εξωπραγματικά πάρκα των φωτογράφων, με φόντο βαριά σύννεφα. Η φωτογραφία δεν ήταν καινούργια. Έστεκε εκεί περισσότερο από έξι χρόνια.
«Κάτι ήθελα να σου πω» λέει ο γερο-Γούντιφιλντ, και τα μάτια του θαμπώνουν στην προσπάθεια να θυμηθεί. «Τι όμως; Το 'χα στο μυαλό μου φεύγοντας σήμερα το πρωί από το σπίτι.» Τα χέρια του αρχίζουν να τρέμουν, και κόκκινα μπαλώματα εμφανίζονται στα μήλα πάνω από τη γενειάδα του.
Φτωχέ παλιόφιλε, σώθηκαν τα ψωμιά σου, σκέφτηκε ο διευθυντής. Και, γεμάτος συμπόνια, κλείνει το μάτι στο γέρο και λέει χωρατεύοντας: «Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε. Μου βρίσκονται εδώ δυο δάχτυλα από κάτι που θα σε τονώσει προτού ξαναβγείς έξω στο κρύο. Θείο πράγμα. Δε βλάπτει ούτε παιδί». Πήρε ένα κλειδί από την αλυσίδα του ρολογιού του, ξεκλείδωσε ένα ντουλάπι πίσω από το γραφείο του και τράβηξε ένα σκούρο κοντόχοντρο μπουκάλι. «Ορίστε το φάρμακο!» είπε. «Και ο άνθρωπος που μου το προμήθευσε, μου εκμυστηρεύτηκε πως προέρχεται από το WindsorCastle.»
Tο στόμα του γερο-Γούντιφιλντ έμεινε ανοιχτό αντικρίζοντας το μπουκάλι. Δε θα ξαφνιαζόταν περισσότερο αν ο διευθυντής τού είχε παρουσιάσει ένα κουνέλι.
«Ουίσκι, ε;» ψέλλισε ξεψυχισμένα.
Ο διευθυντής γύρισε το μπουκάλι και του έδειξε στοργικά την ταμπέλα. Ήταν πράγματι ουίσκι.
«Ξέρεις» πρόσθεσε, σηκώνοντας το γεμάτο απορία βλέμμα του στο διευθυντή, «ούτε να τ' αγγίξω δε μ' αφήνουν στο σπίτι.» Φαινόταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
«Α, εδώ είναι που ξέρουμε κάτι παραπάνω από τις κυρίες» φώναξε ο διευθυντής διασχίζοντας αποφασιστικά το δωμάτιο και πιάνοντας δυο χοντρά ποτήρια που ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι με την καράφα. Έβαλε στα ποτήρια μια μεγαλόψυχη δόση ουίσκι. «Πιες το. Θα σου κάνει καλό. Kαι μη βάλεις νερό. Αμαρτία να νοθεύεις τέτοιο πράγμα! Αα!» Κατέβασε το δικό του, έβγαλε το μαντίλι του, σκούπισε βιαστικά τα μουστάκια του, και κάρφωσε τα μάτια του στον γερο-Γούντιφιλντ που στριφογύριζε τη γουλιά στο στόμα του.
Ο γεράκος κατάπιε, έμεινε σιωπηλός ένα λεπτό, και ψέλλισε ντροπαλά: «Έχει γεύση καρυδιού!»
Τον ζέστανε όμως - κύλησε στον παγωμένο γέρικο εγκέφαλο -θυμήθηκε.
«Το βρήκα» είπε, κι ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα του. «Σκέφτηκα πως θα σ' ενδιέφερε. Οι κόρες μου πήγαν στο Βέλγιο την περασμένη βδομάδα να ρίξουν μια ματιά στον τάφο του φτωχού μας του Ρέτζυ, κι έτυχε να πέσουν πάνω στον τάφο του γιου σου. Φαίνεται είναι κοντά οι δυο τους.»
Ο γερο-Γούντιφιλντ σταμάτησε, αλλά ο διευθυντής δεν απάντησε. Μόνο ένα τρέμουλο στο βλέφαρό του έδειξε ότι είχε ακούσει.
«Οι κόρες μου ενθουσιάστηκαν με τον τρόπο που διατηρούν το νεκροταφείο» συνέχισε η γέρικη φωνή. «Εξαιρετικά περιποιημένο. Τι περισσότερο θα τους προσφέραμε αν τους είχαμε εδώ; Δεν πήγες ποτέ σου εσύ, ε;»
«Όχι, όχι!» Για διάφορους λόγους ο διευθυντής δεν είχε πάει.
«Είναι απέραντο» τρεμούλιασε η φωνή του γερο-Γούντιφιλντ, «και το κρατάνε τακτικό και καθαρό σαν κήπο. Σ' όλους τους τάφους λουλούδια. Όμορφα, φαρδιά μονοπάτια.» Η φωνή του έδειχνε καθαρά πόσο του άρεσε ένα όμορφο, φαρδύ μονοπάτι.
Ξανά σιωπή. Έπειτα, ο γεράκος ζωήρεψε απίστευτα.
«Ξέρεις τι τους ζήτησαν να πληρώσουν στο ξενοδοχείο για ένα βαζάκι μαρμελάδα;» υψώθηκε η φωνή. «Δέκα φράγκα! Εγώ αυτό το λέω ληστεία. Ένα μικρό βαζάκι, έτσι λέει η Γερτρούδη, όχι μεγαλύτερο από μισή κορόνα. Και δεν είχε πάρει παραπάνω από μια κουταλιά όταν τη χρέωσαν δέκα φράγκα. Η Γερτρούδη πήρε το βαζάκι μαζί της φεύγοντας -έτσι, για να τους δώσει ένα μάθημα. Πολύ καλά έκανε- αισχροκέρδεια εις βάρος των αισθημάτων μας! Επειδή δηλαδή πηγαίνουμε να δούμε λίγο τα παιδιά μας, νομίζουν ότι μπορούν να μας εκμεταλλεύονται. Μάλιστα!» Και στράφηκε προς την πόρτα.
«Πολύ σωστά, πολύ σωστά!» φώναξε ο διευθυντής, παρόλο που δεν είχε ιδέα σε τι αντιστοιχούσε αυτό το «πολύ σωστά». Έκανε το γύρο του γραφείου, ακολούθησε τα συρτά βήματα ως την πόρτα, και τον ξεπροβόδισε. Ο Γούντιφιλντ έφυγε.
Ο διευθυντής στάθηκε αρκετή ώρα κοιτάζοντας το κενό, ενώ ο γκριζομάλλης κλητήρας, με τα μάτια καρφωμένα πάνω του, μπαινόβγαινε στην κρυψώνα του σα σκύλος που ελπίζει πως θα τον πάνε βόλτα. Ύστερα: «Δε θα δεχτώ κανέναν για μισή ώρα, Μάκεϋ» είπε ο διευθυντής. «Κατάλαβες; Απολύτως κανέναν.»
«Πολύ καλά, κύριε.»
Η πόρτα έκλεισε, τα σταθερά, βαριά βήματα ξαναπέρασαν από το κόκκινο χαλί, το παχύ κορμί βυθίστηκε στην καρέκλα με τις σούστες, και σκύβοντας μπροστά, ο διευθυντής σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια. Ήθελε, σκόπευε, είχε αποφασίσει να κλάψει…
Το σοκ ήταν τρομαχτικό όταν ο γερο-Γούντιφιλντ του πέταξε εκείνη την κουβέντα για τον τάφο του παιδιού. Σαν να 'χε ανοίξει η γη και να 'βλεπε το αγόρι ξαπλωμένο εκεί μέσα, ενώ από πάνω το κοιτούσαν οι κόρες του Γούντιφιλντ. Περίεργο. Παρόλο που είχαν περάσει πάνω από έξι χρόνια, ο διευθυντής σκεφτόταν το αγόρι ανάλλαχτο, ξαπλωμένο με αψεγάδιαστη στολή, κοιμισμένο για πάντα. «Ο γιος μου!» βόγκηξε ο διευθυντής. Αλλά τα δάκρυα δεν είχαν φανεί ακόμα. Παλιά, τους πρώτους μήνες, ακόμα και χρόνια μετά το θάνατο του αγοριού, δε χρειαζόταν παρά να προφέρει αυτές τις λέξεις, και τον έπιανε τέτοια θλίψη, που μόνο ένα βίαιο ξέσπασμα δακρύων μπορούσε να τον ανακουφίσει. Ο χρόνος, είχε δηλώσει τότε, το είχε πει στους πάντες, δε θ΄ άλλαζε τίποτα. Άλλοι ίσως να συνέρχονται, να ξεχνούν τι στερήθηκαν, αυτός όμως όχι. Πώς είναι δυνατόν; Ήταν το μονάκριβο παιδί του. Από την ώρα που γεννήθηκε ο γιος του, ο διευθυντής είχε δουλέψει να στήσει αυτή την επιχείρηση για κείνον- δεν είχε λόγο ύπαρξης αν δεν προοριζόταν για κείνον. Η ζωή η ίδια είχε φτάσει να μην έχει άλλο λόγο ύπαρξης. Πώς στην ευχή θα μπορούσε να δουλέψει σα σκυλί, ν' αρνηθεί τον εαυτό του, να συνεχίσει όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να τρέφει διαρκώς την ελπίδα πως το αγόρι θα ακολουθήσει τα βήματά του και θα συνεχίσει από κει ακριβώς πού θα σταματούσε αυτός;
Και η ελπίδα είχε σχεδόν επαληθευτεί. Ένα χρόνο πριν από τον πόλεμο το αγόρι είχε έρθει στο γραφείο και μάθαινε τα μυστικά της δουλειάς. Κάθε πρωί ξεκινούσαν μαζί- γύριζαν με το ίδιο τρένο. Και πόσα συγχαρητήρια είχε δεχτεί ως πατέρας! Διόλου παράξενο-το αγόρι τα είχε καταφέρει περίφημα. Είχε κερδίσει και την αγάπη του προσωπικού -όλοι τον λάτρευαν, όλοι ανεξαιρέτως, ως τον γερο-Μάκεϋ, δεν κουράζονταν να τον παινεύουν. Και δεν το είχε πάρει καθόλου πάνω του. Όχι, έμενε πάντα ίδιος, απλός και καλοδιάθετος, με τη σωστή κουβέντα για τον καθένα, με κείνο το παιδιάστικο ύφος και τη συνήθειά του να λέει: «Πραγματικά έξοχο!»
Μα όλα αυτά πάει, τέλειωσαν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ήρθε η μέρα που ο Μάκεϋ του έδωσε το τηλεγράφημα, κι όλα γκρεμίστηκαν. «Μετά λύπης μας σας πληροφορούμε…» Και είχε φύγει από το γραφείο συντριμμένος, με τη ζωή του ρημαγμένη.
Έξι χρόνια πριν, έξι χρόνια… Τι γρήγορα που πέρασε ο καιρός! Λες και ήταν χτες. Ο διευθυντής κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπό του- βρισκόταν σε αμηχανία. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ένιωθε όπως ήθελε να νιώθει. Αποφάσισε να σηκωθεί και να ρίξει μια ματιά στη φωτογραφία. Δεν ήταν όμως η φωτογραφία που προτιμούσε- η έκφραση δεν ήταν φυσική. Ήταν ψυχρή, ίσως και αυστηρή. Το αγόρι δεν είχε ποτέ τέτοιο ύφος.
Τη στιγμή εκείνη ο διευθυντής πρόσεξε ότι στο χοντρό μελανοδοχείο του είχε πέσει μια μύγα, και τώρα προσπαθούσε αδύναμα αλλά απεγνωσμένα να σκαρφαλώσει και να βγει. Βοήθεια! Βοήθεια! φώναζαν τα ποδαράκια που πάλευαν. Αλλά τα τοιχώματα του μελανοδοχείου ήταν υγρά, και γλιστρούσε- ξανάπεσε μέσα κι άρχισε να κολυμπάει. Ο διευθυντής πήρε μια πένα, έβγαλε τη μύγα από το μελάνι και την τίναξε σ' ένα κομμάτι στυπόχαρτο. Για κλάσματα δευτερολέπτου η μύγα έμεινε ασάλευτη πάνω σ' εκείνη τη σκούρα, παχύρρευστη κηλίδα που απλωνόταν γύρω της. Ύστερα, τα μπροστινά ποδαράκια σάλεψαν, βρήκαν κάπου και πιάστηκαν, και, σηκώνοντας με κόπο το μουλιασμένο κορμάκι, άρχισαν το τεράστιο έργο του καθαρισμού από το μελάνι: πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, το ποδαράκι περνούσε από το φτερό όπως το δρεπάνι ακονίζεται στην πέτρα. Έπειτα, μια διακοπή, στη διάρκεια της οποίας η μύγα φάνηκε να στέκεται στις άκρες των ποδιών της και προσπάθησε ν' απλώσει πρώτα το ένα φτερό κι ύστερα το άλλο. Τελικά τα κατάφερε, και στρώθηκε κι άρχισε να πλένει σα γατάκι το πρόσωπό της. Τώρα φανταζόσουν τα μπροστινά ποδαράκια να τρίβουν το 'να τ' άλλο ανάλαφρα, χαρούμενα. Ο τρομερός κίνδυνος είχε περάσει. Είχε γλιτώσει- έτοιμη ξανά για τη ζωή.
Τότε ακριβώς, όμως, ο διευθυντής είχε μια ιδέα. Βούτηξε πάλι την πένα στο μελάνι, στήριξε τον χοντρό του καρπό στο στυπόχαρτο, και καθώς η μύγα δοκίμαζε τα φτερά της -έπεσε μια βαριά σταγόνα. Τι θα 'κανε τώρα; Αλήθεια, τι; Η κακομοίρα η μύγα, καταπτοημένη, άναυδη, δεν κουνιόταν, από φόβο τι θα γίνει μετά. Ύστερα, όμως, με πολύ κόπο, σύρθηκε μπροστά. Τα μπροστινά ποδαράκια σάλεψαν, κατάφεραν να σταθούν και, πιο αργά τούτη τη φορά, η δουλειά ξανάρχισε.
Θαρραλέος διαβολάκος, σκέφτηκε ο διευθυντής κι ένιωσε πραγματικό θαυμασμό για τη μύγα. Ορίστε πώς αντιμετωπίζονται οι αναποδιές- να η σωστή αντίδραση. Ποτέ να μην καταθέτεις τα όπλα- απλώς, είναι θέμα… Αλλά η μύγα είχε ξανά τελειώσει το επίπονο έργο, και ίσα που πρόλαβε ο διευθυντής να ξαναγεμίσει την πένα του και να ρίξει εύστοχα στο κορμί που μόλις είχε πλυθεί άλλη μια σκούρα σταγόνα. Λοιπόν; Μια οδυνηρή στιγμή αγωνίας ακολούθησε. Να όμως- τα μπροστινά ποδαράκια σάλευαν και πάλι- ο διευθυντής ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης. Έσκυψε πάνω από τη μύγα και της ψιθύρισε με τρυφερότητα: «Πονηρό μπ…» Και είχε μάλιστα τη θαυμάσια έμπνευση να φυσήξει για να επισπεύσει το στέγνωμα. Ωστόσο, υπήρχε κάτι δειλό κι αδύναμο τώρα στις προσπάθειές της, και καθώς βουτούσε την πένα στο μελανοδοχείο, ο διευθυντής αποφάσισε πως θα 'ναι η τελευταία σταγόνα.
Ήταν η τελευταία. Η σταγόνα έπεσε στο μουλιασμένο στυπόχαρτο, και η λερωμένη μύγα έμεινε μέσα στο λεκέ ασάλευτη. Τα πίσω ποδαράκια είχαν κολλήσει πάνω στο σώμα. Τα μπροστινά ποδαράκια είχαν εξαφανιστεί.
«Άντε λοιπόν» έκανε ο διευθυντής. «Κουνήσου!» Και τη σκούντησε με την πένα του -μάταια. Δεν έγινε τίποτα, κι ούτε υπήρχε πιθανότητα να γίνει. Η μύγα είχε ψοφήσει.
Ο διευθυντής σήκωσε το πτώμα στην άκρη του χαρτοκόπτη και το 'ρίξε στο καλάθι των αχρήστων. Τον δάγκωνε όμως μια τέτοια αίσθηση μαρτυρικής αγωνίας, που κυριολεκτικά τρομοκρατήθηκε. Χτύπησε το κουδούνι για τον Μάκεϋ.
«Φέρε μου λίγο καινούργιο στυπόχαρτο» είπε αυστηρά, «και γρήγορα!» Κι ενώ το γέρικο σκυλί απομακρυνόταν, βάλθηκε να θυμηθεί τι σκεφτόταν λίγο πριν. Τι ήταν; Ήταν… Έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε το λαιμό του. Αδύνατον να θυμηθεί.
 


Catherine Mansfield
Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη
Μετάφραση Μαρία Λαϊνά
Εκδόσεις Γράμματα 1983

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Οι Φιλόλογοι – W.B. Yeats

 
 
Φαλάκρες που ξεχνούν τις αμαρτίες τους,
γέρικες, σοφές, σεβάσμιες φαλάκρες,
διορθώνουν και σχολιάζουνε τους στίχους
που κάποιοι νέοι, ξάγρυπνοι στο στρώμα,
ταιριάζανε μες στην απόγνωση του έρωτα
για να χαϊδέψουν το άμαθο αφτί της καλλονής.

Όλοι τους σέρνονται· όλοι βήχουνε μελάνι·
όλοι λειώνουν με τα παπούτσια το χαλί·
όλοι σκέφτονται αυτά που σκέφτονται άλλοι·
όλοι ξέρουν αυτόν που ξέρει ο διπλανός.
Θεέ, και τι θα λέγαν αν ο Κάτουλλος τους
έσερνε κι αυτός έτσι τα βήματά του;

Μετάφραση Γ.Π. Σαββίδης

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Φινάλε – Judith Wright

 


Το πιο άκαρδο πράμα που έκαναν
ήταν να στείλουν σπίτι τα δόντια του απ' το νοσοκομείο.
Κι αυτή τι θα μπορούσε να κάνει με δαύτα,
έτσι που 'φτασαν μέρες μετά την κηδεία;

Τα τύλιξε σ' ένα απ' τα παστρικά μαντίλια του
που 'πλυνε κι είχε στεγνώσει.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τα λικνίσει στα χέρια της·
φαίνονταν τόσο παράξενα, ολομόναχα-

Πέρα για πέρα χωρίς σαγόνια μ' ένα αδιάκοπο χαμόγελο
καθόλου όπως το δικό του. Άλλο να κλάψει δεν μπορούσε.
Τα μεσάνυχτα πήρε κουράγιο κι απόφαση και τα πέταξε
έξω απ' την πόρτα της κουζίνας.

Εξακοντίστηκε, τούτο το οριστικά διαλυμένο χαμόγελο,
στη ρεματιά, στους θάμνους, στου γείτονα το χτήμα;
Κι αυτή επέστρεψε και ρίχτηκε σε ύπνο χαύνο,
γνωρίζοντάς τον πεθαμένο, επιτέλους, κι απ' το δικό της χέρι.

Μετάφραση Νίκος Πασχάλης

Μαρία Λαϊνά
Ξένη Ποίηση του 20ού αιώνα
Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2007


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Τι πάθος παράλογο κι ο θάνατος – Αργύρης Χιόνης


                                          Η´

Τι πάθος παράλογο κι ο θάνατος…
Πλήθη ολόκληρα τον αποζητούν ξετρελαμένα, απ’ τη στιγμή που αρχίζουν να καταλαβαίνουνε τον κόσμο τον αποζητούν, λαχανιασμένα τρέχουν όλη τη ζωή τους πίσω του.
Πολλοί, οι περισσότεροι, νιώθουν ότι προδίνουνε το πάθος τους αυτό, προσφέροντάς του μόνο τον εαυτό τους, γι’ αυτό και κάνουνε παιδιά, πολλά παιδιά, για να συνεχιστεί η θυσία.
Άλλοι ιδροκοπώντας, με νύχια και με δόντια σκαρφαλώνουνε σε κλίμακες ιεραρχίας, σε πυραμίδες δόξας, ξεσκίζοντας ψυχή και σάρκα, σκαρφαλώνουνε ως την κορφή μόνο και μόνο για να βουτήξουν στο κενό με το κεφάλι προς τα κάτω.
Τι πάθος αλήθεια παράλογο…
Τυφλοί παραδέρνουμε μέσα του, σπαρταράμε σαν νυχτερίδες χτυπημένες ξαφνικά από τον ήλιο του καταμεσήμερου, σαν μύγες πιασμένες στον ιστό της αράχνης, ηδονικά σπαρταράμε, ερωτικά, πιασμένοι στο δίχτυ του.
Μα επιτέλους κανείς εδώ κάτω δεν πλάστηκε για την αθανασία;

Αργύρης Χιόνης

Η Φωνή της Σιωπής – Ποιήματα 1966 – 2000

[Σαν τον Τυφλό Μπροστά στον Καθρέφτη – 1986]

Εκδόσεις Νεφέλη 2006