Διάλεξη ,που δόθηκε στις 6 Μαρτίου 1967 στο Μουσείο του ανθρώπου ,στα πλαίσια του
κύκλου των διαλέξεων ̈Ο Άνθρωπος και η Γνώση ̈
Γεώργιος Ιβάνοβιτς Γκουρτζίεφ. Ναι, γνώρισα καλά αυτόν τον άνθρωπο. Ήμουν ένας απ ́αυτούς,
που σύχναζαν κατά τη διάρκεια της κατοχής στο απλό του διαμέρισμα , στη συνοικία Τέρν.
Κάποιοι άλλοι έχουν περιγράψει τα πλούσια γεύματα, στα οποία μας προσκαλούσε πολλές φορές
την εβδομάδα και που ήταν ,το λιγότερο ,παράδοξα σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς. Κι
Αλήθεια βλέποντας τον να εργάζεται με ζήλο από το πρωΐ για να προμηθευτεί σπάνια τρόφιμα και
εξωτικά προϊόντα και μετά να μας ετοιμάζει με τόση φροντίδα, στην παλιά του σόμπα που έκαιγε
κάρβουνο, συμπόσια , που τα χαρακτήριζε η πιο τολμηρή αρμονία, μπορούσε να εκτιμήσει κανείς
όλη τη σπουδαιότητα, που είχε στα μάτια του η πατριαρχική υποδοχή που επιφύλασσε. Ήταν ο
δικός του τρόπος για να μας κάνει να νιώσουμε πέρα από τη δίνη των αντιφατικών συναισθημάτων,
που αυτό μπορούσε να μας προκαλέσει σε μια τέτοια εποχή, τον εντελώς εξαιρετικό χαρακτήρα
των ωρών που περνούσαμε κοντά του, μακριά απ ́ όλα, σ ́ εκείνη τη σκοτεινή περίοδο , όταν η
λεπτή γεύση των εδεσμάτων και η βότκα των περίφημων ̈Προπόσεων προς τιμή των ιδιωτών
̈συνδέονταν ,σε μια άλλη κλίμακα ,με την ποιότητα της τροφής, που μόνο απ ́ αυτόν μπορούσαμε
να δεχτούμε.
Τα συμπόσια του τα έχουν χαρακτηρίσει “πότλατς” ,και όχι άδικα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
υπήρχε ένα προκλητικό στοιχείο σ ́ αυτή την επίδειξη φιλοξενίας. Και θα έχουμε την ευκαιρία να
επιστρέψουμε σ ́ αυτό το θέμα . Αλλά , ποια ήταν η πρόκληση , που περιείχε αυτή η γενναιοδωρία;
Ποια απαίτηση έκρυβε πίσω της;
Τι σήμαιναν όλα αυτά; Επιστρέφαμε εκεί, στο πλευρό του , κάθε φορά άσωτοι γιοι ενός πατέρα που
ως τότε αγνοούσαμε – ξαφνιασμένοι που βρισκόμαστε εκεί και ,όμως , νοιώθοντας σαν να ήταν το
πιο φυσικότερο πράγμα στο κόσμο, κι ακόμα , πρέπει να το παραδεχτούμε , ανήσυχοι που δεν
μπορούσαμε να συλλάβουμε το γιατί καθώς μας δεχόταν έτσι σαν δικούς του , τι θα μπορούσε να
περιμένει από μας σε αντάλλαγμα ;Τίποτα. Κατ' αρχήν , τίποτ' άλλο από το να ανοίξουμε τα μάτια
μας και να τον αναγνωρίσουμε σαν πατέρα .
Σε αυτό το σημείο, ξανάρχεται στο μυαλό μου η έντονη παρουσία του η ήρεμη δύναμη, ταυτόχρονα
ήρεμη και καθησυχαστική , που ακτινοβολούσε απ ́ όλο του το είναι , τις στάσεις , τις χειρονομίες
Και τους τρόπους του . ́Έχω ακόμα στ ́ αυτιά μου τη φωνή του × αντηχεί και προκαλεί μέσα μου
πάντα νέες δονήσεις . Μα πάνω απ ́ όλα, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου απέναντί του, να κοιταζόμαστε
στα μάτια ,να βρίσκομαι αντιμέτωπος με την απαιτητική καλοσύνη του βλέμματός του .
Απαιτητική, ναι ,μερικές φορές αποσβολωτική και χωρίς οίκτο. Φαινόταν να μαντεύει ότι καλύτερο
και ότι χειρότερο υπήρχε μέσα μας ,με το χαμόγελο του ανθρώπου, που γνωρίζει.
Ένα χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία και συμπάθεια , αλλά χωρίς επιείκεια δεν του ξέφευγε τίποτα ,τον
αισθανόμασταν πάντοτε έτοιμο να σταθεί ανελέητος προς τους βασανιστές του εαυτού μας, που
εμείς οι ίδιοι ήμασταν χωρίς να το γνωρίζουμε. Να η πραγματική αγάπη.
Μας άκουγε και μας καλούσε να μιλάμε ανοικτά .Αλλά η συναισθηματικότητα και οι
συναισθηματισμοί δεν είχαν καμία θέση σ ́αυτόν .Αυτό ήταν ξεκάθαρο. Η επιείκεια δεν ήταν το
γνώρισμά του .Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ,ήταν τραχιά. Ο τόνος του συχνά βίαιος , οι
εκφράσεις του προσώπου και οι χειρονομίες του εύγλωττες και, μερικές φορές ο τρόπος που
απευθυνόταν στους άλλους , σκληρός. Και όταν ξαφνικά ξανάκανε τους τρόπους του υπερβολικά
ευγενικούς, μπορούσε να μας πληγώσει ακόμα περισσότερο Δεν μας καλομάθαινε, με λίγα λόγια.
Μήπως όμως δεν ήταν ψέμα ,λίγο η πολύ ενσυνείδητο ,όταν πριν από λίγο είπα : ̈Γνώρισα καλά
αυτόν τον άνθρωπο ̈; Ποιος μπορεί να πει ότι γνώρισε έναν άνθρωπο πραγματικά;
Κανονικά ,η γνώση του ανθρώπου πρέπει να αρχίζει από τον ίδιο τον εαυτό του. Στο μέτρο ,λοιπόν,
που μπορώ να γνωρίζω τον εαυτό μου ξαναβρίσκω μέσα μου τα ίχνη από το πέρασμα αυτού του
ανθρώπου, τα σημάδια των εντυπώσεων που μου άφησε, ανάλογα με το τι ήμουνα στα εννέα
χρόνια, που βρέθηκα κοντά του και το πώς αυτές διαμορφώθηκαν, ανάλογα με τη δική μου εξέλιξη.
Η εικόνα ενός κάποιου ανθρώπου είναι αναπόφευκτα διαφορετική για τον καθένα μας : καθώς ,
μάλιστα, είναι σχηματισμένη κατ ́εικόνα αυτού που τη φέρει, υπόκειται στις δικές του
διακυμάνσεις. Θα ήταν, μάταιο να συνθέσουμε μια προσωπογραφία ενός φαντάσματος
χρησιμοποιώντας αναμνήσεις, που είναι προσωπικές, υποκειμενικές, αποσπασματικές και ασταθείς.
Εάν αναζητούμε τον Γκουρτζίεφ, δεν πρόκειται να τον βρούμε σ ́αυτήν τη κατεύθυνση. Άλλα το ότι
για έναν ορισμένο αριθμό από τους συγχρόνους μας η συνάντηση μαζί του υπήρξε το μεγάλο
γεγονός της ζωής τους, ακόμα και αν αργότερα απομακρύνθηκαν × το ότι ακόμα, μυστικά, είναι
ξύπνια μέσα τους η περιέργεια, σε σημείο που να αναρωτιούνται αν όλα αυτά είναι όντως
πραγματικά, αν πράγματι έζησαν την περίοδο αυτή της ζωής τους× που, όπως και νά ́ναι, νοιώθουν
το κρυφό αίσθημα πως άφησαν να χαθούν όλα, όσα μπορούσε αυτός να τους προσφέρει× μέσα
σ ́όλα αυτά, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη, ένα δεδομένο, που θα μπορούσε να μας προσανατολίσει
καλύτερα; Γιατί, στη πραγματικότητα, αυτό που αναζητούσαμε κοντά στον Γκουρτζίεφ δεν ήταν ο
άνθρωπος , αλλά ο δάσκαλος.
Η, για να μιλήσουμε πιο σωστά ( επειδή το μεγαλύτερο λάθος θα ήταν να κάνουμε εδώ κάποιο
τεχνητό διαχωρισμό ), ήταν ο άνθρωπος στην ιδιότητα του δασκάλου.
Αλλά μήπως αντιφάσκω; Με κίνδυνο να επιβαρύνω τη θέση μου, θα σας διηγηθώ τώρα μια
εμπειρία, που χαρακτηρίζεται από αυτήν ακριβώς την ασάφεια, εμπειρία που έχω μάλιστα
μοιραστεί με κάποιον, που βρίσκεται απόψε ανάμεσά μας. Μας είχε καλέσει τους δυό μας να
γευματίσουμε σπίτι του, στην οδό Κολονέλ Ρενάρ, και ήμασταν οι μοναδικοί καλεσμένοι ×μία από
τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις, που δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να την αφήσουμε ανεκμετάλλευτη.
Εγώ, προσωπικά, είχα πάει γεμάτος καυτά ερωτήματα και, τη φορά αυτή, μου φάνηκε τόσο
καλοδιάθετος, τόσο φανερά διατεθειμένος να μας ακούσει, που παραμόνευα την πρώτη κατάλληλη
στιγμή, για να τα πω. Αλλά η στιγμή αυτή δεν ήρθε ποτέ.
Προφανώς, οσμίστηκε την ανυπομονησία μου και βάλθηκε να παίξει μαζί μου όπως η γάτα με το
ποντίκι. Η ευγένεια και η φροντίδα του απέναντί μας, μας είχαν αφοπλίσει – και μόλις με
αισθανόταν έτοιμο να επανέλθω στα ερωτήματα, εύρισκε τρόπους να μας ξεστρατίσει, άλλοτε με
κάποια πονηρή σκέψη, με κάποια τολμηρή ιστορία, κι άλλοτε προκαλώντας μας να βρούμε την
συγκεκριμένη γεύση και τις αναλογίες από τα συστατικά και τα καρυκεύματα των εδεσμάτων, που
είχε φτιάξει ειδικά για μας. Ξαφνικά οι ερωτήσεις μου έχαναν όλο τους το βάρος. Κι ούτε το
καταλάβαινα πια πολύ καλά που το πήγαινε, μ ́αυτό το παιχνίδι.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω το κοροϊδευτικό του βλέμμα, καθώς παρακολουθούσε τις περιπέτειες της
πάλης, που γινόταν μέσα μου – και ακόμα λιγότερο, αυτό το αίσθημα της αποτυχίας και
απόγνωσης, διαποτισμένο όμως από μια περίεργη ευγνωμοσύνη για το μάθημα που μόλις μου είχε
δώσει, σαν ξαναβρέθηκα έξω στο πεζοδρόμιο, παρόμοια με τον Πάρσιφαλ στην έρημη χώρα του,
όταν πια είχε εξαφανιστεί ο πύργος του βασιλιά Μεενιέ.
Αυτό το ̈κόμπλεξ του Πάρσιφαλ ̈, όπως από τότε συνήθιζα να το ονομάζω, ποιος από μας δεν το
έχει ζήσει εκείνα τα πλούσια χρόνια, όπου μας δόθηκαν τόσα πολλά και μπορέσαμε να δεχτούμε
στην πραγματικότητα τόσα λίγα; Να , λοιπόν κάτι που αναμφίβολα δεν είναι καινούργιο. Αλλά
είναι σοβαρό . Και είναι ακόμα πιο σοβαρό, όταν έχει σιωπήσει για πάντα η φωνή, που δεν ξέραμε
πώς να την ακούσουμε. Τι απογίνονται, μετά το θάνατο ενός δασκάλου, οι μαθητές του και αυτά,
που τους μετέδωσε;
Αυτό, φυσικά, εξαρτάται από τα πρόσωπα × και απο τις δύο πλευρές. Υπήρξε, άραγε, πραγματικός
δάσκαλος, αν οι επίγονοι θεσπίσουν αμέσως μια λατρεία του εκλιπόντος, εάν εμφανιστούν
σεκταριστές ή φανατικοί, εάν παγώσουν τη σκέψη του, εάν κωδικοποιήσουν και τη παραμικρή του
κουβέντα; Τα πράγματα, όμως, είναι εντελώς διαφορετικά, όταν αυτός που έφυγε φρόντισε τόσο να
βάλει τους δικούς του σε επιφυλακή, όταν επέμεινε τόσο πολύ για τον κίνδυνο κάθε
αποκρυστάλλωσης και για την αναγκαιότητα του να ξανατίθενται συνεχώς τα ερωτήματα – με
κίνδυνο να τους αφήσει σε μια ατέρμονη σύγχυση .
Η Μάργκαρετ Άντερσον , πάνω σ ́αυτό, μεταφέρει το σκοτεινό στοχασμό ενός παλιού
̈Γκουρτζιεφικού ̈ (Μεταξύ μας, δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο όρος×
ηχεί κάπως σαν τον όρο ̈Νιτσεϊκός ̈ , αλλά ο Γκουρτζίεφ δεν είχε τίποτα το κοινό μ ́ένα φιλόσοφο).
Να, λοιπόν, η αμετάκλητη καταδίκη, που διατυπώθηκε:
̈Η αποτυχία του Γκουρτζίεφ είναι πως δεν διαμόρφωσε ούτε έναν μαθητή που να κατάλαβε τι
περίμενε ο Γκουρτζίεφ απ ́αυτόν ̈.
Πράγμα το οποίο η ίδια η Μάργκαρετ Άντερσον βιάζεται, άλλωστε, να αμφισβητήσει,
βεβαιώνοντας ότι γνωρίζει τουλάχιστο ̈τρία πρόσωπα απόλυτα προετοιμασμένα να μεταδώσουν
την ουσία της διδασκαλίας του Γκουρτζίεφ, τρία πρόσωπα από τα οποία το ένα, μετά από εργασία
πάνω από τριάντα χρόνια στο πλευρό του, επιφορτίστηκε από τον ίδιο να συνεχίσει το έργο του
μετά το θάνατό του ̈.
Αλλά πρέπει να πάμε μακρύτερα .Εάν αληθεύει πως γνωρίζουμε το δέντρο από τους καρπούς του
(και ποιος θα ́λεγε το αντίθετο;), αυτό που ξεχνάμε πολύ συχνά είναι πως μόνο ένας καλός
κηπουρός καταλαβαίνει από δέντρα, καταλαβαίνει από καρπούς . Πού βρίσκεται αυτός ο κηπουρός;
Ποιος θα εμφανιστεί, λοιπόν, σαν αυθεντία σ ́αυτό το θέμα; Οι υποψήφιοι και οι ερασιτέχνες δεν
πρόκειται να λείψουν, ευμενείς ή δυσμενείς . Αλλά η επιστήμη τους στο μεγαλύτερό της μέρος
αποτελείται από διαδόσεις.
Η πρώτη φροντίδα ενός κηπουρού θα ήταν να βεβαιωθεί ο ίδιος εάν το δέντρο είναι ακόμα ζωντανό
και εάν μπορεί να καρποφορήσει. Αυτός δεν θα ξαφνιαζόταν εάν έβλεπε κάποιο κλαρί να
ξεραίνεται και κάποιο άλλο να δυναμώνει γιατί γνωρίζει ότι δεν πρόκειται για ένα σχεδιάγραμμα
ούτε για ένα πίνακα βοτανικής, αλλά για την ίδια την ζωή. Ο κηπουρός του θεού γνωρίζει ότι δεν
έχει εφεύρει τίποτα, ότι απλώς όργωσε τη γη και έπειτα φύτεψε, πότισε, σκάλισε, κλάδεψε. Έλαβε
υπόψη του τη σύνθεση του χώματος, τις ατμοσφαιρικές συνθήκες, την κατεύθυνση του ανέμου, το
κλίμα. Και εάν διαμόρφωσε βοηθούς, αυτοί θα γνωρίζουν καλά αν κάποια μέρα πρέπει να τους
εγκαταλείψει, να επαγρυπνούν για την ανάπτυξη του δέντρου που θα έχει γίνει δικό τους.
Είναι, λοιπόν, τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι μεσολαβούν πολλά χρόνια μόχθου μεταξύ
του ̈να αντιληφθούμε τι είναι εκείνο, το οποίο αναμένεται από μας ̈ και του να είμαστε σε θέση να
το πραγματοποιήσουμε ( πράγμα, που επίσης εξηγεί τις αρκετές λιποταξίες);
Αλλά, πάνω απ ́όλα, είναι άραγε τόσο δύσκολο να δεχτεί κανείς, μια για πάντα, κάτι που είναι τόσο
φανερό, δηλαδή ότι ο Γκουρτζίεφ θα είχε αποτύχει στο πιο ουσιαστικό του καθήκον, εάν είχε
̈διαμορφώσει ένα μαθητή ̈ικανό να καταλάβει μια και καλή ότι η ίδια η ζωή και το βαθύτερό του
είναι δεν θα έπαυαν να απαιτούν απ ́αυτόν μέχρι το τέλος;
Όλα αυτά μας δείχνουν πρώτα απ ́ ̈όλα πόσο λάθος πλησιάζουμε την έννοια του δασκάλου στις
μέρες μας.
Με την ευκαιρία αυτή, πρέπει να πω ότι λυπάμαι που δεν μπόρεσα να διασχίσω πιο έγκαιρα τον
Ατλαντικό, ώστε να παρευρεθώ στην παρουσίαση της πλούσιας και σοβαρής μελέτης, που
αφιέρωσε το περιοδικό Ερμής σ ̈αυτό το τόσο ζωτικό θέμα και που έγινε εδώ, στα πλαίσια των
διαλέξεων ̈Ο Άνθρωπος και η Γνώση ̈. Και χωρίς να χάσω χρόνο, θα σας έλεγα πόσο πολύ
εκτίμησα, διαβάζοντας το τεύχος 4 του Ερμή, το γεγονός ότι άπαξ και αναγνωρίστηκε η φύση του
δασκάλου σαν η ̈ενσάρκωση της γνώσης ̈, σύμφωνα με την παράδοση, η έμφαση δόθηκε στο
λειτούργημα, που τον χαρακτηρίζει και όχι στο άτομό του.
Αναμφισβήτητα, αυτή είναι η πιο σωστή διάσταση. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει, γενικά, για το
̈μήνυμά ̈ του ή με τρόπο περισσότερο θρησκευτικό παρά πνευματικό, για την αποστολή του. Αλλά
μπαίνουμε ήδη σ ́ένα σωστό δρόμο κατανόησης, υπογραμμίζοντας ότι βρίσκεται εδώ για κάποιο
λόγο, πως έχει να κάνει κάτι, να διεκπεραιώσει ένα επιτακτικό καθήκον× και αν προχωρήσουμε
λίγο ακόμα, θα δούμε τον δάσκαλο να μας εμφανίζεται όχι μόνο σαν κάποιος, που έχει να παίξει
ένα συγκεκριμένο ρόλο σε μια διαδικασία, αλλά σε τελική ανάλυση, σαν αυτός ο ίδιος ο ρόλος.
Ναι, ο δάσκαλος και το λειτούργημά του δεν είναι πάρα ένα και το αυτό. Θα μπορούσαμε μάλιστα
να πούμε ότι ο δάσκαλος είναι αυτό το λειτούργημα: ένα λειτούργημα ενανθρωπισμένο.
Ένα πολυδιάστατο λειτούργημα, του οποίου πολλές πλευρές συχνά παραμένουν δυσπρόσιτες.
Αλλά, απ ́όλα αυτά ποιο είναι το ουσιαστικό;
Την απάντησή μας την γνωρίζετε ήδη, ή την διαισθάνεστε. Την υποδηλώνει η ίδια η διατύπωση του
αποψινού μας θέματος: η ύψιστη λειτουργία είναι αυτή του Μποπιντάρμα, του αφυπνιστού. Ο
δάσκαλος είναι η ίδια η αφύπνιση.
Ναι, ο δάσκαλος είναι ο αφυπνιστής. Αλλά, ποιόν ξυπνάει; Από τι; Και σε τι;
Αφυπνίζει αυτούς, που θέλουν να αφυπνιστούν. Τους ξυπνά από τον ύπνο τους. Τους αφυπνίζει στο
είναι τους, στη πραγματικότητα. Στη ζωή.
Φυσικά, όλα αρχίζουν από μια συνάντηση. Ποιος τη θέλησε αυτή τη συνάντηση; Ένα γεγονός μιας
τέτοιας τάξης δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα του τυχαίου. Το λιγότερο, που απαιτεί,
είναι να είναι και οι δύο πλευρές έτοιμες για το γεγονός. Διαφορετικά, ακόμα και εάν συμβεί η
συνάντηση, δεν γίνεται η απαιτούμενη επαφή.
Όπως, όμως, δεν υπάρχει μαθητής χωρίς δάσκαλο, δεν υπάρχει και δάσκαλος χωρίς μαθητή. Αυτό,
που καθορίζει το δάσκαλο, δεν είναι μόνον η δυνατότητα που έχει να μεταδίδει την αλήθεια, την
οποία και ο ίδιος έχει δεχτεί× είναι ακόμα και η προσμονή ορισμένων ανθρώπων.
Ο Ρενέ Ντωμάλ, ο Λύκ Ντήτρικ και οι σύντροφοί του της εποχής εκείνης είχαν τα απαραίτητα
προσόντα για να γίνουν πραγματικοί μαθητές, γιατί είχαν την πείνα και τη δίψα. Η αναζήτηση του
πραγματικού βασιζόταν σε μια ουσιαστική αίσθηση ανικανοποίητου: αισθανόντουσαν βαθύ
αίσθημα ανικανοποίητου και υπέφεραν, επειδή δεν ήταν ο εαυτός τους, ή αυτό που ένοιωθαν ότι
καλούνται να είναι. Οι κοιμισμένοι στριφογύριζαν στο κρεβάτι τους, ψηλαφίζοντας στα τυφλά για
το φως.
Εάν εξαιρέσουμε αυτούς, που τραβήχτηκαν παρά τη θέλησή τους, θα ξυπνήσουν μόνον όσοι
κοιμισμένοι πραγματικά το επιθυμούν.
Όσο για τους άλλους...δεν υπάρχει χειρότερος κοιμισμένος από αυτόν, που δεν θέλει να ξυπνήσει.
Και από πού, λοιπόν, πηγάζει αυτή η προσδοκία της αφύπνισης; Κάτι πρέπει να επαγρυπνεί κάτω
απ ́τη στάχτη. Πρέπει να έχει μείνει κάποια θράκα. Η αφύπνιση λανθάνει ήδη κάτω από τη στάχτη
των ονείρων, γι ́αυτόν που ψάχνει να αφυπνιστεί.
Πρώτο μυστήριο, πρώτο αίνιγμα, σαν το ξύπνημα να ήταν κιόλας στην θέση του, παραμονεύοντας
την πρόσφορη στιγμή, για να ταρακουνήσει τον κοιμισμένο.
Αλλά είναι λίγοι αυτοί που ξέρουν να αναγνωρίσουν την φύση αυτής της ύπνωσης που γι ́αυτούς
καταλαμβάνει την θέση της ύπαρξης.
Είναι αυτό που ο παλιός δάσκαλος του Ταό Τσάνγκ-Τσέου είχε τόσο καλά καταλάβει, που έλεγε :
̈Μήπως η ζωή είναι ένα όνειρο;
̈Μερικοί όταν ξυπνήσουν απο ένα χαρούμενο όνειρο, στενοχωριούνται× άλλοι , λυτρωμένοι από
ένα λυπηρό όνειρο, ξυπνώντας, χαίρονται. Και οι μεν και οι δε, όσο ονειρευόντουσαν, πίστευαν ότι
το όνειρό τους ήταν η πραγματικότητα.
̈Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με το μεγάλο ξύπνημα, τον θάνατο, μετά από τον οποίο λένε για τη
ζωή: Δεν ήταν παρά ένα μεγάλο όνειρο. Αλλά λίγοι από τους ζωντανούς το καταλαβαίνουν αυτό.
Όλοι σχεδόν πιστεύουν πως είναι εντελώς ξύπνιοι. Θεωρούν, στ ́αλήθεια, τον εαυτό τους άλλοι
βασιλιά κι άλλοι υπηρέτη.
̈Όλοι ονειρευόμαστε . Και σεις και εγώ. Εγώ, που σας λέω πως ονειρεύεστε, ονειρεύομαι κι εγώ το
δικό μου όνειρο ̈.
Ας αρκεστούμε, προς το παρόν, σ ́αυτή την σύντομη αναφορά στον Τσανγκ-Τσέου, μη τυχόν και
κανείς εξόριστος Ταοϊστής έρθει και διεκδικήσει την πατρότητα της διδασκαλίας του Γκουρτζίεφ,
όπως πριν λίγο καιρό, σχεδόν ταυτόχρονα, ένας θεολόγος της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας
και ένας ̈σούφι ̈, απεσταλμένος από μια μυστική αδελφότητα της Κεντρικής Ασίας...
Όπως και να ́ναι ο ύπνος, που κατά τον Γκουρτζίεφ είναι η μόνιμη κατάσταση του ανθρώπου, που
θεωρεί τον εαυτό του αφυπνισμένο, είναι ένα είδος ύπνωσης, στην οποία τον κρατά αιχμάλωτο η
δύναμη της φαντασίας, έτσι ώστε να αντιτίθεται στην αφύπνισή του και στο να δει τον εαυτό του
έτσι όπως είναι.
Όσον αφορά, δε, την κατάληξη της αφύπνισης, αυτό προς το οποίο τείνει, τι θα μπορούσα να πω
που να μην γνωρίζει ήδη ο κάθε σοβαρός αναζητητής; Κάτω από τις ποικίλες του όψεις, ο στόχος,
η κορυφή του βουνού, παραμένει μοναδικός.
Εάν έκανα νύξη για το είναι, για το πραγματικό, για τη ζωή, δεν είναι για να βουλιάξουμε στη μέθη
των λέξεων. Η απήχησή τους μέσα μας δεν είναι η ίδια για όλους, και καθένας μπορεί να τις πάρει
με το δικό του τρόπο. Δεν πρόκειται περί αυτού.
Αλλά αυτό, για το οποίο θα συνεννοηθούμε πιο εύκολα, ελπίζω ότι είναι η ιδέα της επιστροφής. Η
αφύπνιση δεν είναι η κατάκτηση μιας κατάστασης ανώτερης συνείδησης, είναι η επιστροφή, μέσα
από μια κίνηση που αδιάκοπα ο άνθρωπος επιχειρεί και αδιάκοπα αρνείται, στη συνείδηση αυτού
που είναι.
Διότι ακόμα και η πιο φευγαλέα λάμψη συνείδησης περιέχει την υπόσχεση για μια συμμετοχή στο
ολοκληρωτικό Είναι, ̈έξω από το οποίο ̈, λέει ο Γκουρτζίεφ, ̈γεννιέται εξαιτίας της διαίρεσης και
διαφοροποίησης η ποικιλία των φαινομένων, που παρατηρούμε ̈.
Αλλά ας μην χάσουμε τον χρόνο μας μ ́ένα θέμα, το οποίο θα προσφερόταν εξαιρετικά εύκολα σε
ψεύδομεταφυσικούς σχολιασμούς. Μέσα στη πνευματική της διάσταση, η διδασκαλία του
Γκουρτζίεφ θέλει να είναι ουσιαστικά πρακτική.
Και αφού ψάχνουμε να προσδιορίσουμε το λειτούργημα του αφυπνιστή στο πρόσωπο του
δασκάλου, θα ́πρεπε, τώρα, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη διαδικασία, που αυτός
ακολουθεί.
Η πρώτη φροντίδα, λοιπόν, είναι να συγκεντρώσει ή να δημιουργήσει τις πιο πρόσφορες συνθήκες
για την αφύπνιση. Και δεν πρέπει, κυρίως, να ξεχάσουμε ως προς αυτό ότι κι ο ίδιος αποτελεί
μέρος αυτών των συνθηκών, ότι βρίσκεται μέσα ή μάλλον, βάζει τον εαυτό του μέσα, επίτηδες.
Στην πραγματικότητα, αυτός ο ίδιος είναι η κεντρική προϋπόθεση, γύρω από την οποία
περιφέρονται οι υπόλοιπες.
Από δω και μπρος , λοιπόν, θα απορούμε λιγότερο για την ελευθερία, με την οποία ο Γκουρτζίεφ
έπαιζε μ ́αυτές τις συνθήκες. Γιατί φαίνεται πως όλα τα μέσα του ήταν θεμιτά. Το πιο απλό και το
πιο προφανές ήταν η ίδια του η παρουσία, η σιωπηλή επιρροή, που ασκούσε πάνω στον καθένα και
που, μερικές φορές , έπαιρνε μια πολύ άμεση μορφή , σαν ένα είδος όσμωσης.
Αλλά διατηρούσε στη διάθεσή του πολλά άλλα μέσα, έμμεσα αυτή τη φορά, που φαινομενικά ήταν
αρνητικά.
Για παράδειγμα , δεν δίσταζε να προκαλέσει αμφιβολίες για το πρόσωπό του , με τα λόγια του, τις
αντιφάσεις του, την συμπεριφορά του, ως την στιγμή που οι ενδιαφερόμενοι (ιδιαίτερα εκείνοι ,
που θα είχαν την τάση να του δείξουν ένα είδος τυφλής λατρείας) αναγκαζόντουσαν να ανοίξουν
επιτέλους τα μάτια τους μπροστά στο χάος των προσωπικών τους αντιδράσεων.
Η αφύπνιση σημαίνει μια λύση της συνέχειας, τη θραύση ενός επιπέδου, ένα διάστημα ανάμεσα σε
δυό καταστάσεις καθαρά διαφοροποιημένες .Για να γίνει το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην
άλλη, χρειάζεται ένα σοκ . Αυτό το σοκ μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους: από μια απότομη
αλλαγή στάσης, από μια άμεση πρόκληση, ή ένα αναπάντεχο χαμόγελο, από μια μεγαλύτερη
απαίτηση ή από μια ξαφνική αβρότητα.
Όλα αυτά τα μέσα προϋποθέτουν, ασφαλώς, γι ́αυτόν που τα χειρίζεται, μιαν επιστήμη, μια
δεξιοτεχνία, μια τέχνη, που αυτός, που την εξασκεί, την έχει αφομοιώσει. Προσοχή στους
μαθητευόμενους μάγους, που στη συνέχεια θα φανταστούν πως είναι σε θέση να τον μιμηθούν. Θα
υποχρεωθούν, αργά ή γρήγορα, να εγκαταλείψουν, ή να μάθουν να κάνουν διάφορες επικαλύψεις.
Τα πράγματα αυτά δεν διδάσκονται, ακόμα και σε κείνους, που έχουν τα προσόντα. Θα πρέπει να
τα ξανα-ανακαλύψουν από μόνοι τους, να τα ρυθμίσουν στις δικές τους δυνατότητες και να τα
προσαρμόσουν στις περιστάσεις, που διαρκώς αλλάζουν.
Άλλωστε, η μέθοδος του Γκουρτζίεφ ήταν όσο το δυνατό πιο απομακρυσμένη από κάθε διδακτικό
φορμαλισμό. Γι ́αυτόν, σ ́αυτόν, το δόγμα και η μέθοδος αποτελούσαν πράγματι μια αδιάσπαστη,
αχώριστη δυάδα. Η άρνησή του να ανταποκριθεί σε μας, που περιμέναμε μια ̈διδασκαλία ̈, που να
φαίνεται να έχει συνοχή, σύμφωνα με μια λογική ακολουθία, ήταν από μόνη της ένα μάθημα. Είχε
τη τέχνη να ξεφεύγει ή ακόμα και να μας δίνει μια εκθαμβωτική απάντηση, όταν πια είχαμε
εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να μας τη δώσει.
Μιλούσε για το σύστημά του, αλλά ήταν αντίθετος σε οποιαδήποτε συστηματοποίηση.
Άλλο σημείο, που πρέπει να καταλάβουμε καλά: ο ρόλος του δασκάλου δεν θάπρεπε ποτέ να είναι
η υποκατάσταση του μαθητή σ ́αυτή τη προσπάθεια για κατανόηση, που ο ίδιος μόνος του είναι
υποχρεωμένος να κάνει για λογαριασμό του. Και τα σοκ, οι παροτρύνσεις, οι συνθήκες οι
υπολογισμένες να του προκαλέσουν την αφύπνιση, υπάρχουν μονάχα για να τον προετοιμάσουν, να
τον παρασύρουν ώστε να μπορέσει να μην έχει πια ανάγκη του δάσκαλού του και να βαδίσει μόνος
πάνω στο δρόμο, την ημέρα που θα φανεί πως είναι ικανός.
Η υπόδειξη δόθηκε, το κάλεσμα έγινε. Τα υπόλοιπα είναι υπόθεση του καθενός. Η εσωτερική
αναζήτηση είναι από τη φύση της ατομική.
Από τη μια μεριά υπάρχει ύπνος, απουσία, λήθη...από την άλλη, ξύπνημα, παρουσία και ανάμνηση
του εαυτού, να τα δεδομένα του προβλήματος. Εναπόκειται στον καθένα να μπει στο παιχνίδι.
Αλλά τι είναι η ανάμνηση του εαυτού;
Ο Θεός να με φυλάξει απ ́το να προσπαθήσω να καλύψω το θέμα! Παρόλα αυτά, θα ήθελα εδώ να
διαλύσω ορισμένες πιθανές παρεξηγήσεις.
Αν απ ́όλα τα θέματα επιλέξαμε αυτό εδώ, είναι γιατί αποτελεί το ίδιο το κλειδί της διδασκαλίας
του Γκουρτζίεφ. Είναι το Άλφα και το Ωμέγα. Είναι το κατώφλι, που πρέπει να το διαβεί κανείς για
να ξεκινήσει και μετά, να το περάσει ξανά και ξανά, άπειρες φορές. Είναι επίσης, το οριακό σημείο
της απόλυτης πραγμάτωσης, γιατί ο άνθρωπος που θα έφτανε ως εκεί θα αποκτούσε τη γνώση του
συνόλου των εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεων, που τον αποτελούν.
Θα ήταν απόλυτα ο εαυτός του και θα εύρισκε επιτέλους την πραγματική του θέση μέσα στο
Σύμπαν.
Είναι σαν να λέμε ότι η ανάμνηση του εαυτού περιλαμβάνει άπειρες πλευρές, ότι μπορεί κανείς να
τη θεωρήσει από πολύ διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ότι συμπεριλαμβάνει έναν ορισμένο αριθμό
βαθμίδων και ότι πάντοτε είναι πέρα απ ́ότι μπορούμε να συλλάβουμε.
Παρόλα αυτά, κάτω απ ́όλες τις πολυάριθμες μορφές της, μπορούμε να ξαναβρούμε τη μοναδική
γεύση της βασικής εμπειρίας. Τίποτ ́άλλο δεν έχει σημασία. Και όλες οι παραφωνίες, που
δημιουργούνται, οφείλονται στο ότι δεν το παίρνουμε αυτό σοβαρά υπόψη.
Για το κάθε πράγμα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. Τόσο για την αυτοσυγκέντρωση, μακριά
απ ́τους άλλους και με τα μάτια κλειστά, όπως και για την έντονη συμμετοχή στη δίνη της ζωής, με
τα μάτια ορθάνοικτα. Το λάθος είναι η προσήλωση, ο αυθαίρετος διαχωρισμός, η αποσύνδεση, ή
όταν τα πράγματα δεν γίνονται στην ώρα τους : η έντονη δραστηριότητα, όταν επιβάλλεται ηρεμία,
ή η προσφυγή στη σιωπή, όταν έρχεται η ώρα να μιλήσουμε.
Ας προσθέσω ότι την δυνατότητα της ανάμνησης του εαυτού, παρόλο που την έχουμε από τη
γέννησή μας, χρειάζεται να την ξανα-ανακαλύψουμε και κατόπιν να την καλλιεργήσουμε. Χωρίς
μια ειδική εργασία θα εξανεμιστεί. Πρέπει, λοιπόν, ήρεμα, χωρίς να εξαντλείται κανείς σε μάταιες
προσπάθειες αλλά και χωρίς ανάπαυλα, να προσπαθήσει να την αναπτύξει σε συχνότητα, σε
διάρκεια, σε ένταση, σε εύρος και σε βάθος.
Αλλά τι ειναί η ανάμνηση του εαυτού;
Να κιόλας περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα , που εξασκούμαι σ ́αυτό και, για νάμαι
ειλικρινής, αισθάνομαι σήμερα εξίσου ανίκανος να το ορίσω με ένα τρόπο, που να με ικανοποιεί
απόλυτα, όσο και την πρώτη μέρα.
Θα έλεγα, μάλιστα, ότι είναι ακόμα πιο δύσκολο από την πρώτη μέρα! Διότι, στην αρχή, είχα την
εντύπωση ότι αντίθετα, καταλάβαινα τέλεια περί τίνος επρόκειτο. Αλλά αναγκάστηκα να χάσω τις
ψευδαισθήσεις μου πολύ γρήγορα . Καθώς περνούσε ο καιρός, στις προσπάθειες για ανάμνηση του
εαυτού μου, εξανεμιζόταν η ξεκάθαρη αντίληψη, που νόμιζα πως είχα γι ́αυτήν, και κάθε φορά
βούλιαζα όλο και περισσότερο σ ́ένα βάραθρο αδυναμίας να καταλάβω.
Η περίπτωσή μου, βέβαια, δεν ήταν μοναδική: το βάραθρο έμοιαζε, κατά κάποιο τρόπο, να είναι
πολυσύχναστο. Γαζωνόμασταν ο ένας στον άλλο όπως-όπως . Αλλά ο καλός μας δάσκαλος,
παίζοντας με τον πόνο μας, ευχαριστιόταν να μας κρατάει εκεί και ακόμα να μας σπρώχνει
βαθύτερα και δεν παρέλειπε, την κατάλληλη στιγμή, να μας θέτει – ώ σοφία απατηλή – την πιο
αθώα ερώτηση του κόσμου:
̈ ́Όταν θυμάστε τον εαυτό σας, τι θυμόσαστε ακριβώς; ̈
Κόκκαλο! Κεραυνός !
Ακαριαία αναπηδούσαν πλήθος σκέψεις.
Αλλά πως αλλιώς θα μπορούσα να γνωρίσω αυτό το ̈ακριβώς ̈, αν όχι ξεκλέβοντας κομμάτια από
το διαρκές όνειρο, μέσα στο οποίο ζω αν όχι διαισθανόμενος λανθάνουσες δυνατότητες (σαν να
λέμε ξεχασμένες στη λήθη), αν όχι από την βιωμένη έλλειψη μιας συνοχής, μιας αποτελεσματικής
μονιμότητας του είναι; Αν όχι εξ ορισμού ; Αν όχι μέσα από το δρόμο του παραλόγου ;
Τι φλυαρίες, που είναι όλα αυτά. Το μόνο που μένει, είναι ένα: δεν θυμάμαι τίποτα – τίποτα, που θα
μπορούσα να νιώσω με απόλυτη βεβαιότητα πως είναι ο εαυτός μου, άρα δεν είμαι τίποτα και
όμως...
Και όμως, πώς να αρνηθεί κανείς ένα ̈άλλο στοιχείο : ότι μου έχει δοθεί η δύναμη, είτε την ασκώ
είτε όχι, να έχω ορισμένες στιγμές συνείδησης της ίδιας μου της παρουσίας: εγώ , εδώ , τώρα .
Μια εμπειρία που συνοδεύεται από μια γεύση παράδοξα οικεία, μια αίσθηση πολύ ιδιαίτερη,
αυθεντικά υποκειμενική θα έλεγα. Αυτό, απλούστατα, είμαι εγώ. Με αναγνωρίζω. Με θυμάμαι.
Εμένα.
Αυτήν την παρουσία, που μου επιβάλλεται από μέσα μου, την χάνω, την ξεχνώ× αλλά την
ξαναβρίσκω, την ξαναθυμάμαι ή, για να το πω καλύτερα: εκείνη, μέσα μου, θυμάται.
̈Αφύπνιση. Θάνατος. Γέννηση ̈.
Ξαναβρίσκω αυτήν την αγαπημένη φράση του Γκουρτζίεφ μέσα σ ́άυτό το δίλημμα, ανάμεσα στην
αναγνώριση της μηδαμινότητάς μου, της αδυναμίας μου και στην βεβαιότητα μιας ικανότητας να
είμαι συνεχώς ανανεωμένος. Μπροστά σ ́αυτή την αποτυχία , αυτό το αίνιγμα, νοιώθω την τάση να
εγκαταλείψω τον αγώνα , όπως πολλοί άλλοι, παρά να επιχειρηματολογώ συνέχεια ή να αρκούμαι
σε ημίμετρα.
Αλλά, εμμένοντας τόσο αποφασιστικά από αποδοχή σε αποδοχή, προσπαθώ να εμβαθύνω στο
παράδοξο όραμα της εσωτερικής μου κατάστασης και ίσως ένα άλλο όραμα να με περιμένει στο
άλλο άκρο της μακριάς αυτής σήραγγας.
Ένα όραμα και μια νέα ερώτηση ή ίσως, η ίδια ερώτηση μετασχηματισμένη.
Εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου.
Ποιος ̈Εγω ̈; Ποιόν ̈εαυτό ̈μου;
Ποιος;
Βλέπω έναν έφιππο στο άλογό του, στην πλαγιά του βουνού. Ο έφιππος είναι το ̈Εγώ ̈ και το
άλογο ο εαυτός μου. ̈Εγώ ̈: αυτή η εξατομικευμένη ουσία, αυτή η δυνατότητα ύπαρξης. ̈Ο εαυτός
μου ̈: αυτή η δύναμη των λειτουργικών μου εκδηλώσεων.
Αλλά το όραμα σβήνει πολύ γρήγορα .
Η παιδεία και η πληθώρα των επιδράσεων, μαζί με τη βοήθεια της αμέλειάς μου, έχουν μετατρέψει
το άλογό μου σε ένα τέρας εγωϊσμού. Οι τρόποι του είναι κάκιστοι :μήπως δεν το βλέπουμε τώρα
να έχει κάτσει στο σβέρκο του αναβάτη του, με όλο του το βάρος; Και, άλλωστε, ̈όταν δεν έχω πια
άλογο, ̈εγώ ̈ δεν είμαι πια έφιππος. Ούτε καν πεζός – διότι ̈ εγώ ̈δεν θα μπορούσα να μετακινηθώ
μόνος μου.
Και πάλι θυμάμαι τον εαυτό μου. Η τάξη έχει επανέλθει. Το όραμα ξαναεμφανίζεται. Ο καβαλάρης
ξαναβρίσκει την στάση του. Το ̈εγώ ̈ δεν ονειρεύεται πια , δεν αφήνει το άλογό του να
περιπλανιέται άσκοπα στα μονοπάτια, που οδηγούν σε γκρεμούς . Σε κατάσταση εγρήγορσης,
προσέχει τον ̈εαυτό ̈ του, το άλογο και το οδηγεί από τα μονοπάτια των κορυφών, χωρίς να χάνει
τον έλεγχο. Ο ένας επαγρυπνώντας και ο άλλος μεταφέροντάς τον , δεν είναι παρά ένα. Θα πάνε
μακριά.
Αλλά η ερώτηση παραμένει. ̈Εγώ ̈, ̈ο εαυτός μου ̈: μια μόνο ύπαρξη.
̈Ποιος ̈;
Αυτό το ̈ποιος είμαι ; ̈ δεν γινόταν να μην το ξαναβρώ. Χωρίς να το ξέρω, δεν έπαψε ποτέ να
ανησυχεί μέσα μου, στο πιο κρυφό μέρος της ύπαρξής μου, σε μια προσπάθεια να γνωρίσω και να
συναισθανθώ το ποιος είμαι, με σκοπό να γίνω πραγματικά αυτό που είμαι.
Αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετά απλό, ώστε τα στοιχεία αυτά να μας πείσουν. Στην ερώτηση
̈Ποιος ; ̈ δεν θα υπήρχε ποτέ παρά μία μόνο ηχώ : ̈ο εαυτός μου ̈. Αλλά αυτός ο εαυτός μου είναι
απύθμενος. Και είναι ακριβώς αυτό, που μας είναι τόσο δύσκολο να παραδεχτούμε, εμείς που
είμαστε πάντα τόσο έτοιμοι να αναγάγουμε σε γνωστό κάτι, που ανοίγεται προς την απεραντοσύνη.
Είναι αλήθεια πως αυτό ξεπερνά την ανθρώπινη κατανόηση και ο νους μου δικαιολογημένα θα
έλεγε κανείς, δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί άμεσα. Γιατί, βέβαια, υπάρχει για να καταλαβαίνει,
για να σχηματίζει μίαν εικόνα του εαυτού μου που να στέκει και η οποία να μπορεί να
αυτοεπιβεβαιώνεται με τόση δύναμη, ώστε να μπορεί να αντέχει κάτω από τον δυνατό άνεμο των
εντυπώσεων, που χτυπάνε πάνω της κάθε στιγμή.
Μπορούμε άραγε να πούμε πως τίποτ ́άλλο δεν είναι προσιτό στη νόηση ;Αν η νόηση δεχόταν να
δώσει τη θέση της σε μια εμπειρία, που να την ξεπερνάει, άραγε η μόνη λύση που θα της απόμενε
θάταν να απαρνηθεί τον εαυτό της και να φύγει από τη μέση;
Όχι, η νόηση δεν έιναι ο εχθρός. , άλλα μάλλον το θύμα του τρόπου που την χρησιμοποιώ. Είναι
πάντα δυνατή μια ανατροπή της κατάστασης, που θα μετέτρεπε τη νόηση σε απαραίτητο εξάρτημα,
στενά συνδεδεμένο με τα άλλα στηρίγματα, που προέρχονται από την ανθρώπινη εμπειρία, προς
μια απελευθέρωση, από την οποία η ίδια η νόηση θα έβγαινε κερδισμένη.
Αυτή η ανατροπή της κατάστασης είναι η απαρχή του φαινομένου, που ονομάζουμε ̈ανάμνηση του
εαυτού ̈.
Αυτό το φαινόμενο μπορεί λίγο ή πολύ να είναι φευγαλέο και επιφανειακό, αλλά αυτό που
αντιλαμβάνομαι είναι το σημάδι μιας ριζικής μεταμόρφωσης που , αν αναπτυχθεί, θα επηρεάσει όχι
μόνο τον κόσμο της σκέψης μου αλλά κι όλη μου την ύπαρξη.
Γι ́αυτό ακριβώς πρόκειται. Για ένα καινούργιο τρόπο ύπαρξης. Η προσοχή μου δεν είναι πια η
ίδια Η δύναμή της αυξάνεται, η λεπτότητά της και η ελευθερία της την κάνουν ταυτόχρονα πιο
απέραντη και πιο ζωντανή. Κινητοποιεί μέσα μου λανθάνουσες δυνάμεις , που ως τώρα
διατηρούνταν σε κατάσταση λήθαργου. Βάζει σε λειτουργία μια αλλαγή δυναμικού και καθεστώτος
ορισμένων λειτουργιών, ελευθερώνοντας έτσι μια σειρά διαδικασιών, μέσω των οποίων την στιγμή
εκείνη εντείνεται η σφαιρική αντίληψη που έχω για το άτομό μου, αντίληψη η οποία βρίσκεται
πέρα από το επίπεδο της αίσθησης αυτής καθεαυτής και της οποίας την γεύση δεν θα μπορούσε
κανείς να μπερδέψει με καμμιά άλλη.
Αυτή η γενική ταραχή συμπίπτει με την εμφάνιση ενός πολύ δυνατού συναισθήματος ανανέωσης ,
ενός συναισθήματος πως είναι κανείς ανοικτός και να ανήκει τόσο στον έξω κόσμο όσο και στον
μέσα, σαν οι δύο να ήταν ένα μέσα μου.
Τώρα μια βεβαιότητα με διαποτίζει. Αυτό, που μόλις έζησα, Ξεφεύγει από τις στενές συνήθειές του
αυτοματισμού μου, για να υπακούσει σ ́ένα σύνολο νόμων, των οποίων η εξουσία δεν είναι
αισθητή στο επίπεδο της συνηθισμένης μου ύπαρξης. Και από τη στιγμη, που εφαρμόζεται στην
ίδια την εμπειρία , σταματώ να απωθώ σαν ύποπτη την επιθυμία να μελετήσω σοβαρά τους νόμους
αυτούς του μετασχηματισμού της ενέργειας, που οι παραδοσιακές διδασκαλίες μας παρουσιάζουν
σαν κοσμικούς νόμους.
Από δω και πέρα , δεν υπάρχει απλώς και μόνο μια μάταιη περιέργεια , αλλά η νόμιμή ύπαρξη ενός
ευρύτερου και ακριβέστερου οράματος των δυνατοτήτων, που μου προσφέρονται, μια πιο πλατεία
κατανόηση των αρχών της σχετικότητας και της αρμονίας του κόσμου, που πάνω τους στηρίζεται η
δική μου ελπίδα για απελευθέρωση και εσωτερική ανάπτυξη .
Έτσι,, λοιπόν, σε κάθε επίπεδο εκδήλωσης, οι διάφορες συνιστώσες της ύπαρξής μας υπακούουν
σε νόμους ανελέητους .Τόσο για τον υπνοβάτη, που ακολουθεί την ζωή του σαν ̈ζόμπι ̈, όσο και
για τον αμετανόητο ονειροπόλο, που αφήνεται να παρασυρθεί από τις ψευδαισθήσεις μιας
αποπροσανατολισμένης φαντασίας, η λειτουργία αυτών των νόμων σημαίνει τη διαιώνιση της
υποδούλωσης. Αλλά ο άνθρωπος, που αφυπνίζεται στην πραγματικότητα του εαυτού του, μπορεί να
ξαναβρεί, με τη μελέτη και την εξάσκηση, την αίσθηση μιας εσωτερικής τάξης καθώς και το
μυστικό μιας ανακατανομής της δικής του ενέργειας, χάρη στην οποία μπορεί να ελπίζει ότι θα
εκδηλώνεται όλο και περισσότερο σύμφωνα με την πραγματική του φύση.
Και τώρα, η ανάμνηση του εαυτού, τι είναι ;
Δεν μένει παρά καθένας μας να ακούσει την ερώτηση χωρίς να προσπαθήσει να την απαντήσει, να
την κουβαλάει μέσα του και να την ζει.