.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Οι Εξορκισμοί – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης



Κυριακήν τινα Απριλίου, καθ' ην ώραν ο υψούμενος ήλιος απερρόφα την δρόσον εκ των φύλλων των δένδρων και αι χελιδόνες επέτων από στέγης εις στέγην κομιζουσαι τροφήν εις τους ψελλίζοντας νεοσσούς των, οίτινες ιστάμενοι εν ταις παρυφαίς των φωλεών ήνοιγον τα στόματα και εδείκνυον τας ερυθράς κλειτορίδας των φαρύγγων των, οι μοναχοί, φέροντες τα κουκούλια μέχρι των οφθαλμών καταβιβασμένα εξήρχοντο βραδέως εκ του μεγάλου ναού της εν Πάτμω ιεράς Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Τελευταίος δε εξήλθεν εκ του ναού γηραιός και κυρτός μοναχός, στηριζόμενος επί βακτηρίας, και διευθύνθη προς το κελλίον του. Έπιε θερμόν τι ποτόν, όπερ τω παρεσκεύασεν ο υποτακτικός του, και κατακλιθείς επί της πενιχράς στωμνής του ανεπαύετο.
Μόλις παρήλθον στιγμαί τινες, καθ' ας ο γέρων δεν είχεν αποκοιμηθή, και έτερος μοναχός ενεφανίσθη εις τον προ του κελλίου διάδρομον και έκρουσε την ετέραν των δύο διδύμων θυρών.
-Αδελφέ Σίμων! Έκραξε.
-Ευλόγησον, είπεν η φωνή του υποτακτικού.
-Κοιμάται ο γέροντάς σου;
-Αν δεν προσεύχεται, είπεν ο υποτακτικός ανοίγων την θύραν.
-Είναι ανάγκη να εξομολογήση μιαν αδελφήν.
-Ποίαν αδελφήν;
-Την αδελφήν Αγάπην.
Ο γέρων μοναχός, ακούσας έσωθεν την συνδιάλεξιν, ηγέρθη, ήλθεν εις την θύραν και ανέωξεν.
-Η αδελφή Αγάπη κινδυνεύει, αδελφέ Νεεμία; ηρώτησε.
-Δεν ηξεύρω, αλλά ζητεί να εξομολογηθή άνευ αναβολής.
-Έρχομαι ευθύς.
Και ρίψας επί των ώμων το ράσον του εξήλθε και ηκολούθησε τον αδελφόν Νεεμίαν.
Υπερέβησαν τον ουδόν της πύλης του Μοναστηρίου. Διήλθον παρά το σπήλαιον το σχιστόν εν σχήματι Σταυρού, ένθα, κατά την παράδοσιν, ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής συνέγραψεν εξ εμπνεύσεως το “Εν αρχή ην ο λόγος” και γενομένου του σεισμού εσχίσθη το σπήλαιον. Ανέβησαν δια βραχώδους και στενής ατραπού εις το όρος, ο μεν Νεεμίας ασθμαίνων με τους ισχυρούς του πνεύμονας, ο δε Αμμούν κύπτων υπό το βάρος της ηλικίας και του ύβου του και κρατών τα γόνατά με την μίαν χείρα, με την ετέραν δε την ράβδον του. Έφθασαν εις άντρον τι έχον κτιστήν είσοδον βλέπουσαν προς την θάλασσαν και προς το εν τη υπωρεία κέιμενον μοναστήριον.
Ο Νεεμίας ανέωξε την θύραν και εισελθόντος του Αμμούν έκλεισεν αυτή όπισθεν του μείνας αυτός έξω.
Πενιχρός θάλαμος έχων το χώμα ως δάπεδον και τον βράχον ως τοίχον ήτο το εντός του οικήματος τούτου. Κλίνη τις ήτο κατά την μιαν γωνίαν, εφ' ης κατέκειτο γυνή τις. Ο Αμμούν έλαβε το μόνον σκαμνίον, όπερ υπήρχε, και εκάθισε παρά την κλίνην.
-Τι έχεις, τέκνον Αγάπη; ηρώτησεν ο γηραιός μοναχός.
Η πάσχουσα γυνή ανέωξε τους οφθαλμούς και τον παρετήρησε με συμπαθές βλέμμα. Είχε κατάμαυρον τον χιτώνα και τα σκεπάσματα της κλίνης. Αλλ' εν μέσω του πενθίμου τούτου χρώματος ηκτινοβόλει πρόσωπον, όπερ πεισματωδώς επέμενε να είναι ωραίον.
Ήτο γυνή έως τριάκοντα και πέντε ετών. Ηδύνατο να είναι μόνον τριάκοντα. Η καλλονή της είχεν ωχρόν τι και ασθενικόν, όπερ διηγείτο βασάνους και μαρτύρια. Το μέτωπόν της ήτο, ως στεφάνη αγίου, ωχρόν και κυανόφλεβον περί τους κροτάφους. Το όμμα της αντέλαμπε μυστικάς ακτίνας και αυγάς όπτου (visionnaire). Δυσκόλως ηδύνατο να μαντεύση τις αν το σχήμα τούτο και το ήθος προήρχοντο εκ βασάνων βιοτικών ή εκ τύψεων συνειδήσεως. Η μέλαινα μανδήλα, ην εφόρει περί την κόμην, δεν ηδύνατο εντελώς να αποκρύψη τα χρυσόξανθα της μαλλία.
Υπάρχουσι γυναίκες καταφεύγουσι εις τα μοναστήρια εκ κόρου και υπάρχουσιν άλλαι εγκολπούμεναι τον μοναχικόν βίον εκ λιμού; Ίσως. Αλλ' εις ποτέραν τάξιν ανήκε αύτη;
-Θέλω να εξαγορευθώ, πάτερ μου, είπεν η γυνή.
-Πάσχεις;
-Τις ηξεύρει αν θα ζήσω; Επιθυμώ να μη έχω μυστικά εις τον τάφον.
-Θα πράξης καλώς, τέκνον μου. Τα μυστικά, άτινα κρύπτουσιν οι αμαρτωλοί κατά την εξομολόγησιν, τους τρώγουσι ζώντας, καθώς οι σκώληκες θα μας φάγωσι νεκρούς.
Η μοναχή ανεκάθισεν επί της κλίνης και δια του κινήματος τούτου έδειξε γυμνάς τας ωλένας της, περικαλλείς ως προς μοναχήν.
Εξέπεμψε βραχύν τινα και δυσδιάκριτον στεναγμόν, εστήριξεν επί της δεξιάς την κεφαλήν και ήρχισεν ως εξής με ηρεμαίαν φωνήν.
-Πολλάκις σοι διηγήθην τον βίον μου, πάτερ. Αλλ' η εξωτερική όψις των συμβάντων δεν είναι η αυτή προς την εσωτερικήν κατάστασιν της ψυχής, και όστις διηγείται τον βίον του και κάμνει μακρόν λόγον περί των παθημάτων αυτού ή και περί των αμαρτιών του, ψεύδεται, διότι περιαυτολογεί εξ ανάγκης. Εκείνο όπερ προς τύψιν μου δεν ετόλμησα ποτέ να σοι είπω και προς αίσχος μου θα σοι ομολογήσω τώρα δια πρώτην φοράν είναι τούτο. Αν και δια της βίας και του δόλου με απήγαγεν ο Βενετός ευπατρίδης εκ της οικίας του συζύγου μου, ουχ ήττον από της πρώτης ημέρας ευτύχημα ενόμισα το να συζώ με τον Βενετόν και να είμαι ερωμένη του. Διότι είχέ τι λίαν επιβάλλον και εωσφορικόν, όπερ με καθυπέταξε και ανέτρεψεν εντελώς την συνείδησίν μου. Ουδέποτε είχον αγαπήσει με νεανικόν πάθος τον σύζυγόν μου. Μοι εφαίνετο βαρύς και οχληρός, αν και αυτός με ηγάπα. Και ενώπιον του Θεού μάλλον ένοχος είμαι εγώ, ήτις ακολούθησα τον Βενετόν, ή ούτος, όστις με απήγαγε. Διότι αυτός με ήρπασεν ενδούς εις μέθην παροδικήν, εις πάθος βίαιον και τυραννικόν. Ενώ εγώ, οίμοι! Ηπάτων εμαυτήν και τους πάντας. Διότι υπεκρινόμην θλίψιν βαθείαν και η καρδία μου εν παραβύστω έχαιρε και εμεθύσκετο εξ αγαλλιάσεως ερωτικής.
-Σφάλμα βεβαίως είναι τούτο, κόρη μου, είπεν ο πνευματικός κοιτάζων αυτήν μετ' απορίας, αλλ' αρκεί ότι μετενόησες προ πολλού.
-Ουδέποτε μετενόησα ειλικρινώς, απήντησεν η μοναχή στενάζουσα. Αν εγκατέλιπον τον κόμητα, έπραξα τούτο εξ ερωτικού πείσματος και μανιώδους ζηλοτυπίας και ουχί εκ της επιθυμίας του να σώσω την ψυχήν μου.
-Δεν πειράζει, τέκνον μου. Αν δεν μετενόησες ήδη προ πολλού, μετανοείς τώρα βεβαίως.
-Δεν υπάρχει μετάνοια, πάτερ.
-Τι λέγεις; Βλασφημείς, ω γύναι.
-Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μετάνοια αληθής, πάτερ, εκτός αν ονομάζεται ούτω η επιτήδευσις της μετανοίας και η υποκρισία.
Ο πατήρ Αμμούν εσηκώθη σπασμωδικώς εκ του σκαμνίου του, έκαμε το σημείον του σταυρού και περιήλθεν εις αμηχανίαν.
-Τότε διατί μ' επροσκάλεσες εδώ; είπεν. Εις τι χρησιμεύει ο ιατρός εις νόσον αθεράπευτον;
-Δια να εξομολογηθώ, πάτερ μου.
-Να εξομολογηθεής άνευ μετανοίας;
-Και να σας ζητήσω να με διδάξητε την μετάνοιαν, αν είναι δυνατόν.
-Αλλ' αύτη δεν είναι διδακτή, είναι αυθόρμητος, κόρη μου.
-Λοιπον σας λέγω ότι είναι αδύνατος.
--Έχεις το πονηρόν πνεύμα της βλασφημίας εντός του σώματός σου.
-Άκουσέ μου, πνευματικέ μου, προσεκτικώς, και συγχώρησον μιαν ασθενή γυναίκα. Νόμιζέ με ως μεθύουσαν και παραληρούσαν. Παραδέχομαι ότι έρχεται ενίοτε στιγμή τις, καθ' ην η ψυχή κατανύσσεται και κλαίει σιγανά ή και θρηνεί ραγδαίως ενώπιον του θεού, όστις είναι η υπερτάτη σκέψις κάθε διανοίας. Αλλ' η στιγμή αύτη παρέρχεται, ως παρέρχονται πάσαι αι στιγμαί, και μετ' αυτήν επανίσταται η σαρξ και ζητεί τα εαυτής. Λυπηθήτε με, πάτερ μου, και μη με καταδικάζετε. Υποφέρω από μακρού χρόνου επί της στρωμνής ταύτης του Άδου τα βασανιστήρια. Η καρδία μου είναι αιμοσταγής, η κεφαλή μου εσκοτισμένη. Συχνάκις καταβαίνει εις τα χείλη μου ασεβής λογισμός και αναβαίνει εναγής επιθυμία. Οι στεναγμοί μου τα δύο ταύτα μεταφράζουσιν εις την πυρίνην γλώσσαν του έρωτος και της απελπισίας. Η βλασφημία είναι φυσικόν προϊόν της δυστυχίας και ουχί της απιστίας. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει εις τον κόσμον γυνή μάλλον κολασμένη εμού. Ως κατάδικος δεμένος εις τον σκόλοπα, δι' ου μέλλει ένα εκτελεσθή η ποινή του, είναι και η ψυχή μου δεμένη εις τον έρωτα τούτον, όστις είναι η ποινή μου εις τον νυν αιώνα και εις τον μέλλοντα. Αγαπώ εκείνον, όστις κατέστρεψε την οικιακήν μου ευδαιμονίαν και κατεσπάραξε την καρδίαν του συζύγου μου, τον αγαπώ τοσούτον διαπύρως και τοσούτον εμμανώς, ώστε ο έρως ούτος είναι δαιμόνιον κατοικούν εις την σάρκαν μου, είναι λεγεών όλη δαιμόνων εξηπλωμένη, ως πολύπους με τους πλοκάμους του, εις τας φλέβας μου, εκμυζώσα το αίμα μου και απορροφώσα την πνοήν μου. Ουδέποτε μετενόησα δια το έγκλημά μου τούτο, πάτερ, ουδέ πιστεύω ότι είναι δυνατόν να μετανοήσω. Απορώ, πάτερ μου, πως ο θεός επιτρέπει να υπάρχη εν τη υπ' αυτού δημιουργηθείση φύσει αίσθημα ισχυρότερον της εις αυτόν πίστεως και θεός ανώτερος πάσης θείας παντοδυναμίας. Εις μάτην, πάτερ μου, εκτελώ παρατεταμένας νηστείας, εις μάτην κάμνω καθ' εκάστην χιλίας γονυκλισίας. Η σαρξ δεν δύναται να καταβληθή, ο έρως δεν δύναται να υποχωρήση. Τα μεν χείλη μου ψιθυρίζουσι μηχανικώς τας τυπικάς προσευχάς, ας παιδιόθεν απστήθισα, η δε καρδία μου αντηχεί το όνομα εκείνου...
Ο πατήρ Αμμούν ήκουε την ομιλίαν ταύτην ως να διετέλει εν εκστάσει και να είχε μετατεθεί εις άλλον κόσμον όλως ακατάληπτον. Τω εφαίνετο ότι αι έρημοι της θηβαΐδος, ας είχε κατά την νεότητά του χάριν προσκυνήσεως επισκεφθή, ήνοιγον τα μελαγχολικά άντρα των και ότι εξ αυτών εξήρχοντο μυρμηκιαί δαιμόνων ριπτόμεναι κατ' αυτού, όπως κατατρυπήσωσι τας σαρκας του. Η διάλεκτος αύτη ήτο άγνωστος εις αυτόν. Ποικίλοι συγκεχυμένοι και λαβυρινθώδεις λογισμοί διακλαδούντο εν τω πνεύματι αυτού. Εν πρώτοις, ήτον τούτο εξομολόγησις; Αλλ' αν ήτο, κατ' ουδέν ωμοίαζε προς τας συνήθεις εξομολογήσεις, όσας είχεν ακούσει καθ' άπασαν την μακράν τεσσαρακοστήν του επαγγέλματός του. Ή λοιπόν η της γυναικός ταύτης δεν ήτο εξομολόγησις ή αι των άλλων γυναικών δεν ήσαν τοιαύται.
Ήκουσα τας εξαγορεύσεις πολλών γυναικών εις την ζωήν μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο πατήρ Αμμούν. Αλλά τι ομολογούσιν αύται; Την κακολογίαν, το ψεύδος, τας προς τους συζύγους των λογομαχίας, ενίοτε τον φθόνον, ουδέποτε την κλοπήν. Συχνότατα εξιστορούσι μετά στόμφου τας αρετάς των ή κακολογούσι την γειτόνισσαν και την φίλην, επί τη προφάσει ότι εξομολογούνται δήθεν. Ουδέποτε ομολογούσι τους πονηρούς λογισμούς της μοιχείας και την πράξιν αυτήν. Αναφέρουσι ότι έπιον ύδωρ προ του αντιδώρου, ότι συνωμίλησαν εν τη εκκλησία, ότι είχον τα συνήθιά τοω, και τα λοιπά. Ταύτα τα ομολογύσιν. Αλλά τις εξ αυτών έκαμέ ποτε τας φοβεράς και απιστεύτους ομολογίας της γυναικός ταύτης;
Ο πατήρ Αμμούν προέβη ούτω εις τας σκέψεις του, και διηπόρει αν και οι άνδρες έχουσι πολλώ πλείονα ειλικρίνειαν τιης των γυναικών εν τη εξομολγήσει. Έπειτα ηρώτα εαυτόν αν και αυτός ούτος ο Αββάς Αμμούν εξωμολογήθη ποτέ ειλικρινώς, αλλά μετ' αληθούς και ανυποκρίτου ειλικρινείας προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα. Τέλος δε κατέληξεν εις το εν είδει ερωτήσεως συμπέρασμα. Εις τι χρησιμεύει η εξομολόγησις και διατί ούτος ο θεσμός;
Αλλά δεν ηδύνατο να είπη μεγαλοφώνως ταύτα προς την πνευματικήν του κόρην, διότι δια τούτου ήθελε καταντήσει να ανταλλάξη θέσιν και να γίνη αυτός ο εξομολογούμενος προς αυτήν.
Όθεν μη έχων άλλο προχειρότερον μέσον, ίνα στίξη δια τελείας την πνικτικήν ταύτην περίοδον του λόγου, κατέφυγεν εις εκείνο, ου εφείδετο εξ αρχής, και εκήρυξεν ότι η γυνή αύτη ηλαύνετο προφανώς και αυτοφώρως, ως και αυτή ωμολόγησεν, υπό του πονηρού δαίμονος.
-Δαιμόνιον, δαιμόνιον έχεις, δυστυχής, τη είπε. Καλά το είπες και μόνη σου. Ή μάλλον το δαιμόνιον είπεν εφ' εαυτού το όνομά του.
Και εγερθείς εξήγαγε τον ευχολόγιον εκ του κόλπου του και ήρχισε να αναγινώσκει υπέρ την κεφαλήν αυτής τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. «Επιτιμά σοι Κύριος, διάβολε, του εξελθείν εκ του πλάσματος τούτου... Ναι, Κύριε, απέλασον απ' αυτής παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα εμφωλεύον αυτής τη καρδία. Πνεύμα πλάνης, πνεύμα υπερηφανίας, απιστίας, ακηδίας, ειδωλολατρείας, πνεύμα πορνείας, μοιχείας, λαγνείας, ασωτίας, ασελγείας και πάσης ακαθαρσίας»...
Τα επιβλητικά και μυστηριώδη ταύτα λόγια εβόμβουν ως ήχος προσβάλλων τα ώτα πυρέσσοντος εις τας ακοάς της Αγάπης. Ησθάνετο το «πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα» ασπαίρον και φρυάττον εντός της. Επεθύμει να διαμαρτυρηθή και δεν ηδύνατο. Άλλοτε μεν επεθύμει να ασπασθή την χείρα του γηραιού μοναχού, άλλοτε δε της ήρχετο να τον αρπάση εκ του γενείου και να τον αποβάλη εκ του κελλίου της. Ησθάνετο δύο δυνάμεις ελκούσας και ανθελκούσας αυτήν εις το κενόν, υπεράνω χασκούσης υπό τους πόδας της αβύσσου. Οτέ μεν έκλινε προς την άβυσσον, οτέ δε ελάμβανε πτήσιν και ανεφέρετο εις τον αιθέρα. Τότε θρησκεία, βίος, έρως, απάτη, αμαρτήματα, θλίψεις, όνειρα, τα πάντα παρίσταντο εις την φαντασίαν της, ως συγκεχυμένη και παμμιγής εικών. Έτεινε τας χείρας ίνα συλλάβη την οπτασίαν, αλλ' αυτή έφευγεν ως σκιά και εξηφανίζετο από των οφθαλμών της.
Ο ιερεύς εν τούτοις εξηκολούθησε την ανάγνωσιν των εξορκισμών. «Και ποίησον αυτήν αποτάξασθαι τω Σατανά και πάσι τοις αγγέλοις αυτού και πάση τη λατρεία αυτού και πάσι τοις έργοις αυτού... και μη υποκρυβήτω εν τη καρδία αυτής δαιμόνιον σκοτεινόν μηδέ κυριευσάτω αυτής»...
Η Αγάπη διερράγη εις κλαυθμούς. Ήρχισε να χύνη σφοδρούς καταρράκτας δακρύων. Ο ιερεύς την ώκτειρε και έπαυσε την ανάγνωσιν των εξορκισμών.
-Εξηκολούθει, πάτερ μου, είπεν η Αγάπη, απομάσσουσα τα δάκρυά της.
Ο Αμμούν επανέλαβεν. «Εξορκίζω σε κατά του θεού του καταλιπείν εύκαιρον τω Κυρίω το πλάσμα τούτο... πνεύμα σκότους, πνεύμα οργής και φθόνου και φόνου, πνεύμα επιθυμίας, πνεύμα αντιλογίας... εξελθέτω εκ της δούλης του θεού ταύτης»...
Τη αυτή στιγμή εκρούσθη δειλώς και μετά δισταγμού η θυρίς του κελλίου.
-Τις είναι; είπεν ο ιερεύς.
-Εγώ είμαι, άγιε πάτερ, απήντησεν η φωνή του αδελφού Νεεμίου.
-Τι θέλεις;
-Ζητούσι την αδελφήν Αγάπην.
-Ποίος;
-Δύο ξένοι, ανήρ και γυνή, φθάσαντες την στιγμήν ταύτην.
-Δεν ηξεύρεις ότι εκτελώ αγίαν υπηρεσίαν την στιγμήν αυτήν; Είναι τρόπος να διακόπτης την εξομολόγησιν;
-Το ήξευρα, πάτερ μου, και παρακαλώ να με συγχωρήση η πανοσιότης σας.
-Τότε διατί κτυπάς το παράθυρον;
-Επιμένουσιν οι ξένοι πολύ να εισέλθωσιν.
-Ας περιμένωσι.
-Εστενοχωρήθησαν να περιμένωσι τόσην ώραν.
-Είσαι ασεβής αδελφέ Νεεμία.
-Ας με συγχωρήση η πανοσιότης σας.
Εν τούτοις ακούσασα η Αγάπη ότι την ζητούσιν, αφυπνίσθη ως εξ εφιάλτου τινός και ησθάνθη ελπίδας και συγκινήσεις. Η καρδία της ήρχισε να πάλλεται τον αρμονικόν εκείνον παλμόν, τον ένθερμον και προξενούντα γλυκείαν ταραχήν, ον προ πολλού είχε λησμονήσει. Όθεν ενόμισε καλόν να επέμβη.
-Με συγχωρείτε, πάτερ μου, είπε προς τον Αββάν Αμμούν. Θα επανέλθητε πάλιν το ταχύτερον να μοι αναγνώσητε εκ νέου τους εξορκισμούς τούτους. Αλλά τις ηξεύρει, αφού με ζητούν, δυνατόν να είναι συγγενείς μου ή φίλοι μου, και ανυπομονούσιν, ανησυχούντες, ως φαίνεται, περί της υγείας μου. Επιτρέψατέ μοι να δεχθώ τους ξένους τούτους.
-Δεν αντιλέγω, κόρη μου, είπεν ο Αββάς, θέτων το ευχολόγιον εις τον κόλπον του και κάμνων απόλυσιν των εξορκισμών.
Και ήνοιξε την θύραν του κελλίου.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΙΔΡΥΜΑ ΤΥΠΟΥ
(ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: