Ο δημιουργός της θεουργίας ήταν μάγος και όχι Νεοπλατωνιστής. Και ο δημιουργός του Νεοπλατωνισμού δεν ήταν ούτε μάγος ούτε – όσο κι αν δεν αρέσει αυτό σε μερικούς σύγχρονους συγγραφείς – θεουργός. Ο Πλωτίνος ουδέποτε χαρακτηρίζεται από τους διαδόχους του ως θεουργός, ούτε κι ο ίδιος χρησιμοποιεί τον όρο θεουργία ή συνώνυμες λέξεις στα έργα του. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε καμιά ένδειξη πως ο Πλωτίνος είχε ακούσει ποτέ για τον Ιουλιανό ή τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς του. Είναι βέβαιο πως αν τους εγνώριζε θα τους είχε υποβάλει στην ίδια κριτική, όπως έκαμε με τις αποκαλύψεις «του Ζωροάστρη και του Ζωστριανού και του Νικοθέου και του Αλλογενούς και του Μέσου και άλλων παρομοίων», τις οποίες ανέλυε και εξέθετε στο σεμινάριό του. Άλλωστε στην έντονη υπεράσπιση της ελληνικής ορθολογικής παράδοσης που αναλαμβάνει το έργο του Κατά των Γνωστικών (Ενν. 2.9), ο Πλωτίνος αφήνει να φανεί καθαρά και η δυσαρέσκειά του για τέτοιου είδους μεγαλομανίες, δηλ. «τις ειδικές αποκαλύψεις», όπως επίσης και ο ψόγος του για τους πολλούς, αι παρά τις μάγοις δυνάμεις θαυμάζουσι (14, I.203.32 Volkmann). Όχι, βέβαια, πως αρνείται την αποτελεσματικότητα της μαγείας (μπορούσε να την αρνηθεί ο άνθρωπος του 3ου αιώνα;). Όμως δεν τον ενδιέφερε. Είδε σ’ αυτήν απλώς την εφαρμογή , για ταπεινούς προσωπικούς σκοπούς, «της αληθινής μαγείας που είναι το σύνολο της αγάπης και του μίσους στο σύμπαν», της μυστηριώδους και αξιολάτρευτης συμπάθειας που ενώνει τον κόσμο. Οι άνθρωποι εκπλήσσονται περισσότερο με την ανθρώπινη γοητεία παρά όσο με τη μαγεία της φύσης επειδή η πρώτη τους είναι λιγότερο οικεία.
Παρ’ όλα αυτά το άρθρο «Θεουργία», σ’ έναν πρόσφατο τόμο της εγκυκλοπαίδειας Pauly-Wissowa, αποκαλεί τον Πλωτίνο θεουργό και ο Eltrem έγραψε τελευταία ότι «από τον Πλωτίνο αναμφίβολα προέρχεται η θεουργία». Οι κύριοι λόγοι αυτής της θεωρίας φαίνεται ότι είναι (1) η φημολογούμενη αιγυπτιακή καταγωγή του Πλωτίνου και το γεγονός ότι σπούδασε στην Αλεξάνδρεια κοντά στον Αμμώνιο Σακκά. (2) η υποτιθέμενη βαθιά του γνώση της αιγυπτιακής θρησκείας. (3) η εμπειρία της μυστικής ένωσής του με το θεό (Πορφ. Β. Πλωτίνου 23) και (4) η ιστορία του Ισείου της Ρώμης (ο.π., 10), που παραθέτουμε και εξετάζουμε στο ΙΙΙ μέρος παρακάτω, σ. 181). Από τους συλλογισμούς αυτούς μόνο ο τελευταίος φαίνεται πως έχει πράγματι κάποιο νόημα. Για την πρώτη άποψη είναι αρκετό να πούμε ότι το όνομα του Πλωτίνου είναι ρωμαϊκό, πως ο τρόπος που σκέπτεται και μιλεί είναι χαρακτηριστικά ελληνικός, και ότι από τα λίγα που ξέρουμε για τον Αμμώνιο Σακκά δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως θεουργού. Όσον αφορά την γνωριμία του με την αιγυπτιακή θρησκεία, που εκτίθεται στις Εννεάδες δεν μπορώ να πω ότι ξεπερνά τις συνηθισμένες αναφορές σε πράγματα πολύ γνωστά: ο Πορφύριος έμαθε τόσα ή περισσότερα διαβάζοντας Χαιρήμονα. Και όσο για την μυστική ένωση του Πλωτίνου είναι πράγματι ολοφάνερο σε κάθε προσεκτικό αναγνώστη τέτοιων χωρίων, π.χ, Ενν. 1.2.9 ή 6.7.34, ότι δεν το πέτυχε αυτό με κάποια τελετουργία ή με προσευχή ή με εκτέλεση καθορισμένων ενεργειών, αλλά από μια εσωτερική πειθαρχία πνεύματος που δεν εμπλέκει κανένα στοιχείο καταναγκασμού ούτε και έχει κάποια σχέση με τη μαγεία. Απομένει η ιστορία στο Ισείο. Αυτό είναι θεουργία ή κάτι τέτοιο. Στηρίζεται, πάντως, μόνο σε σχολικές φλυαρίες (βλ. παρακάτω). Και στο κάτω κάτω μια επίσκεψη σε πνευματιστική συγκέντρωση δεν μεταμορφώνει κάποιον σε πνευματιστή, ιδιαίτερα αν πηγαίνει εκεί, όπως ο Πλωτίνος, με πρωτοβουλία κάποιου άλλου.
Ο Πλωτίνος είναι ο άνθρωπος που, καθώς λέει οWilhlm Kroll, «ανελήφθη με μια ισχυρή πνευματική και ηθική προσπάθεια πάνω από την ομιχλώδη ατμόσφαιρα που τον περιέβαλλε». Ενόσω ζούσε, ανόρθωσε μαζί του και τους μαθητές του. Μετυά τον θάνατό του όμως η ομίχλη άρχισε ξανά να πυκνώνει, και ο μετέπειτα Νεοπλατωνισμός είναι από πολλές απόψεις μια ανάκαμψη που οδηγεί σε έναν ατέρμονα συγκρητισμό, από τον οποίο ο Πλωτίνος είχε προσπαθήσει να ξεφύγει. Η σύγκρουση ανάμεσα στην προσωπική επίδραση του Πλωτίνου και στις δεισιδαιμονίες του καιρού του εμφανίζεται πολύ καθαρά στην αναποφάσιστη στάση του μαθητή του Πορφύριου – ενός έντιμου, μορφωμένου και αξιαγάπητου ανθρώπου, αλλά όχι συνεπούς ή δημιουργικού στοχαστή. Από ιδιοσυγκρασία βαθιά θρήσκος, παρουσιάζει μιαν αθεράπευτη αδυναμία προς τους χρησμούς. Πριν συναντήσει τον Πλωτίνο είχε ήδη δημοσιεύσει μια συλλογή με τον τίτλο Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας. Μερικοί από τους χρησμούς αυτούς (λόγια) έχουν σχέση με τα μέντιουμς και φαίνονται καθαρά πως είναι ό,τι θα λέγαμε προϊόντα «πνευματιστικής συγκέντρωσης» (βλ. παρακάτω, μέρος V). Δεν υπάρχει όμως καμιά ένδειξη πως είχε αναφέρει τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς (ή ότι είχε χρησιμοποιήσει τον όρο θεουργία) στο έργο του αυτό. Ίσως να ήταν ακόμη απληροφόρητος για την ύπαρξή τους όταν ετοίμασε την συλλογή του. Αργότερα όταν ο Πλωτίνος τον μαθαίνει την τέχνη να ερωτά, απευθύνει στον Αιγύπτιο Ανηβώ μια σειρά πολύ εξονυχιστικών και συχνά ειρωνικών ερωτημάτων πάνω στην δαιμονολογία και στον αποκρυφισμό και, ανάμεσα στα άλλα, αποδεικνύει πως είναι ανόητο να προσπαθούμε να δεσμεύσουμε τους θεούς με μαγικά. Μάλλον λοιπόν πολύ αργότερα, αφού πέθανε ο Πλωτίνος, ξέθαψε ο Πορφύριος τα Χαλδαϊκά Λόγια από την αφάνεια, που είχαν διαφυλαχθεί (όπως συμβαίνει με τέτοιου είδους βιβλία) περισσότερο από έναν αιώνα, έγραψε ένα υπομνηματισμό πάνω σ’ αυτά, και «τα μνημονεύει συνεχώς» στο έργο του Περί αποχής εμψύχων. Σε μετέπειτα έργα του διατυπώνει τη γνώμη πως οι θεουργικές τελετές μπορούν να καθαρίσουν την πμευματικήν ψυχήν και να την κάνουν «κατάλληλη να δέχεται τα πνεύματα και τους αγγέλους και να βλέπει τους θεούς». Προειδοποιεί όμως τους αναγνώστες του πως η τεχνική αυτή είναι επικίνδυνη και μπορεί να προκαλέσει καλό ή κακό, αμφιβάλλει μάλιστα ότι μπορεί πράγματι να επιτύχει την επιστροφή της ψυχής στο θεό, ή ό,τι αποτελεί έναν απαραίτητο παράγοντα γι’ αυτό. Στην ουσία εξακολουθούσε να έχει δοσμένη την καρδιά του στον Πλωτίνο. Είχε όμως κάνει μιαν επικίνδυνη παραχώρηση στην αντίθετη σχολή.
Η απάντηση της σχολής αυτής βρίσκεται στον υπομνηματισμό που κάνει ο Ιάμβλιχος στα Χαλδαϊκά Λόγια και στη σωζώμενη διατριβή του Περί μυστηρίων. Το Περί μυστηρίων αποτελεί ένα μανιφέστο του Άλογου, μια διαβεβαίωση πως ο δρόμος της σωτηρίας δεν βρίσκεται στον ορθό λόγο αλλά στις τελετουργικές λατρείες. «Δεν είναι η νόηση (έννοια) που ενώνει τους θεουργούς με τους θεούς. Επειδή, τι θα εμπόδιζε τους θεωρητικούς φιλόσοφους να επιτύχουν θεουργική ένωση μαζί του; Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Η θεουργική ένωση επιτυγχάνεται μόνο με την ενέργεια (τελεσιουργία) των άρρητων έργων, τελουμένων με τον αρμόδιο τρόπο, έργων που είναι πέρα από κάθε νόηση, και με τη δύναμη των άφθεγκτων συμβόλων που μόνο οι θεοί τα εννοούν... Ακόμη και δίχως εμείς να τα εννοούμε τα συνθήματα αυτά εκτελούν από μόνα τους το δικό τους έργο». (Περί μυστ. 96.13 Parthey). Στα απογοητευμένα πνεύματα των παγανιστών του τέταρτου αιώνα ένα τέτοιο μήνυμα προσέφερε γοητευτική παρηγοριά. Οι «θεωρητικοί φιλόσοφοι» συζητούσαν τώρα και εννέα αιώνες, αλλά τι βγήκε από αυτό; Μονάχα η φανερή κατάπτωση του πολιτισμού και η αθόρυβη αύξηση εκείνης της χριστιανικής αθεότητας που ροφούσε τόσο φανερά το αίμα του Ελληνισμού. Όπως η λαϊκή μαγεία αποτελεί συνήθως το τελευταίο καταφύγιο όσων απελπίζονται προσωπικά, όσων οι ελπίδες έχουν διαψευσθεί από το θεό και τους ανθρώπους, με τον ίδιο τρόπο η θεουργία έγινε το καταφύγιο της απελπισμένης διανόησης που ήδη αισθανόταν τη μαγεία της αβύσσου.
Παρ’ όλα αυτά φαίνεται πως η θεουργία, ακόμη και μια γενιά μετά των Ιάμβλιχο, δεν είχε γίνει εντελώς δεκτή στη Νεοπλατωνική σχολή. Ο Ευνάπιος σ’ ένα κατατοπιστικό χωρίο (Βίος Σοφιστών 474κκ. Boissonade) μας αναφέρει πως ο Ευσέβιος από τη Μύνδο της Καρίας, μαθητής του Αιδεσίου, που ήταν μαθητής του Ιάμβλιχου, διεκήρυττε στις παραδόσεις του πως η μαγεία είναι δουλειά «ανισόρροπων ανθρώπων που μελετούν με τρόπο ανορθόδοξο ορισμένες δυνάμεις της ύλης», και προειδοποιεί τον μέλλοντα αυτοκράτορα Ιουλιανό να προσέχει τον θεουργό Μάξιμο, τον θεατρικόν εκείνον θαυματοποιόν. Καταλήγει μάλιστα, με τρόπο που θυμίζει Πλωτίνο: συ δε τούτων μηδέν θαυμάσης, ώσπερ ουδέ εγώ, την δια λόγου κάθαρσιν μέγα τι χρήμα υπολαμβάνων. Σ’ αυτόν ο Ιουλιανός απάντησε: «Ασχολήσου με τα βιβλία σου: μου έδειξες αυτό που ήθελα» - και κατέφυγε στον Μάξιμο. Ύστερα από λίγο συναντούμε τον νεαρό Ιουλιανό να παρακαλεί τον φίλο του Πρίσκο να του εξασφαλίσει ένα αντίτυπο των σχολίων που ο Ιάμβλιχος έκανε πάνω στον συνώνυμό του, τον Ιουλιανό τον θεουργό. Επειδή, λέει, «είμαι σφοδρός εραστής της φιλοσοφίας του Ιάμβλιχου και της θεοσοφίας [θεοσοφία = θεουργία] του συνωνύμου μου και νομίζω πως οι άλλοι όλοι δεν αξίζουν τίποτε».
Αυτό το πατρονάρισμα του Ιουλιανού συνετέλεσε ώστε η θεουργία να γίνει προσωρινά της μόδας. Όταν ως αυτοκράτορας ανέλαβε να μεταρρυθμίσει τον παγανιστικό κλήρο, ο θεουργός Χρυσάνθιος βρέθηκεε αρχιερεύς της Λυδίας. Ο Μάξιμος πάλι, ως θεουργικός σύμβουλος στην αυλή του αυτοκράτορα, έγινε μια ισχυρή και γεμάτη επιρροή γκρίζα εξοχότης, επειδή υπέρ των παρόντων επί τους θεούς άπαντα ανέφερον (Ευνάπιος, σ. 477, Boissonade. πρβ. Αμμ. Μαρκελλίνος 22.7.3 και 25.4.17). Όμως ο Μάξιμος πλήρωσε γι’ αυτό στην χριστιανική μεταρρύθμιση, όταν τιμωρήθηκε με πρόστιμο, βασανίστηκε και τελικά το 371 εκτελέστηκε με την κατηγορία της συνομωσίας κατά των Αυτοκρατόρων (Ευναπ., σ. 478, Αμμ. Μαρκ. 29.1.42, Ζωσιμος 4.15). Ένα διάστημα μετά το επεισόδιο αυτό οι θεουργοί κατάλαβαν πως είναι φρόνιμο να μείνουν αφανείς. Η παράδοση όμως της τέχνης τους περνούσε αθόρυβα σε μερικές οικογένειες. Έτσι τον 5ο αιώνα τη δίδασκαν ξανά και την ακσούσαν οι Αθηναίοι Νεοπλατωνικοί: ο Πρόκλος όχι μόνο συνέθεσε ένα έργο Περί αγωγής και έναν επιπλέον υπομνηματισμό πάνω στους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, αλλά είχε τη χαρά να απολαμβάνει προσωπικά οράματα (αυτοαπτουμένοις) των λαμπρών φαντασμάτων της Εκάτης, και υπήρξε, όπως και ο ιδρυτής της λατρείας αυτής, μεγάλος βροχοποιός. Μετά τον Ιουστινιανό η θεουργία μπήκε πάλι στην παρανομία, αλλά δεν έσβησε εντελώς. Ο Ψελλός περιγράφει μια θεαγωγία που διηύθυνε ένας αρχιεπίσκοπος ακολουθώντας την παγανιστική θεουργία (τοις Χαλδαίων λόγοις επόμενος), που, όπως διαβεβαιώνει, έγινε στο Βυζάντιο τον ενδέκατο αιώνα. Ο υπομνηματισμός του Πρόκλου στους Χρησμούς ήταν γνωστός ακόμη, άμεσα ή έμμεσα, στον Νικηφόρο Γρηγορά τον δέκατο τέταρτο αιώνα.
ERIC ROBERTSON DODDS
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ – Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου