.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Ο ΦΡΟΥΡΟΣ – ΦΡΕΝΤΡΙΚ ΜΠΡΑΟΥΝ



Ήταν μούσκεμα, βρώμικος και γεμάτος λάσπη, και πεινούσε και κρύωνε, και βρισκόταν πενήντα χιλιάδες χρόνια φωτός μακριά από το σπίτι του.
Ένας ξένος ήλιος έδινε ένα παγερό, γαλάζιο φως και η βαρύτητα, διπλή από εκείνη που ήξερε μεταμόρφωνε την κάθε του κίνηση σε αγωνία.
Όμως, ύστερα από δεκάδες χιλιάδες χρόνια, αυτή η γωνιά του πολέμου δεν είχε αλλάξει. Ήταν βολικιά για τους αεροπόρους, με τα καλογυαλισμένα διαστημόπλοιά τους και τα υπερόπλα τους. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, πάντα έπρεπε να επέμβη ο πεζός, ο φαντάρος, να πιάση μια θέση και να την κρατήση με το αίμα του, σπιθαμή με σπιθαμή, όπως σ' αυτόν τον καταραμένο πλανήτη ενός αστερισμού που δεν ήξερε ούτε καν τ' όνομά του ως την ημέρα που τον ξεμπαρκάρανε εκεί. Και τώρα ήταν «ιερό έδαφος» γιατί είχε φτάσει εκεί και ο εχθρός. Ο εχθρός, η μοναδική άλλη έξυπνη ράτσα του Γαλαξία... αιμοβόρα, σιχαμένα, αποκρουστικά τέρατα.
Η πρώτη επαφή είχε γίνει κοντά στο κέντρο του Γαλαξία, μετά από τον αργό και δύσκολο αποικισμό εκατοντάδων πλανητών. Και έγινε πόλεμος, αμέσως. Εκείνοι είχαν αρχίσει να κτυπούν χωρίς να κάνουν την παραμικρή προσπάθεια για κάποια συμφωνία, κάποια ειρηνική λύση.
Τώρα, πλανήτης με πλανήτη, έπρεπε να πολεμούν, με τα δόντια και με τα νύχια.
Ήταν μούσκεμα, βρώμικος και γεμάτος λάσπη και πεινούσε και κρύωνε και η μέρα ήταν πελιδνή και σάρωνε τα πάντα ένας βίαιος άνεμος που του πονούσε τα μάτια. Μα οι εχθροί προσπαθούσαν να εισχωρήσουν και κάθε προχωρημένο φυλάκιο είχε ζωτική σημασία.
Καθόταν με τα νεύρα τεντωμένα, με το ντουφέκι έτοιμο. Πενήντα χιλιάδες χρόνια φωτός μακριά από την πατρίδα του, να πολεμά σ' έναν κόσμο ξένο και ν' αναρωτιέται αν θα τα κατάφερνε ποτέ να γυρίση ζωντανός πίσω.
Και τότε είδε ένα από Εκείνους να σέρνεται προς το μέρος του. Σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο εχθρός ούρλιαξε μ' εκείνον τον ανατριχιαστικό, φρικαλέο τρόπο που ούρλιαζαν όλοι τους και δεν σάλεψε πια.
Το ουρλιαχτό και το θέαμα του νεκρού τον κατατάραξαν. Πολλοι, με το πέρασμα του χρόνου, είχαν συνηθίσει, δεν τους ένοιαζε πια. Μα εκείνος όχι. Ήτανε πλάσματα πολύ σιχαμένα, με δυό χέρια μόνο και δυό πόδια, κ' εκείνο το δέρμα, εμετικά ασπρουλιάρικο και χωρίς λέπια.



ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΡΟΖΙΤΑΣ ΣΩΚΟΥ
ΓΑΛΑΞΙΑΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΜΕΙΑΣ
ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 1961

Δεν υπάρχουν σχόλια: