.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΒΟΥΔΔΙΣΜΟΥ – RENE GUENON



Καθώς λέγουν, ο Βουδδισμός φαίνεται ότι είναι πλησιέστερον προς τας συλλήψεις των δυτικών, ή μάλλον ολιγώτερον μεμακρυσμένος απο αυτάς εν συγκρίσει προς τας άλλας διδασκαλίας της Ανατολής και κατά συνέπειαν ο περισσότερον προσφερόμενος εις τας έρευνας των Δυτικών. Αναμφιβόλως, λόγω της αιτίας ταύτης εξηγείται η υπερβολική στοργή την οποίαν τρέφουν προς αυτόν οι ανατολισταί. Πράγματι ούτοι νομίζουν ότι εις αυτόν ευρίσκουν τι το δυνάμενον να χωρέση εντός του πλαισίου της νοοτροπίας των ή το μη εντελώς εξ αυτού εκφεύγον. Εν πάση περιπτώσει, όταν πρόκειται περί του βουδδισμού δεν ευρίσκονται εις τόσον δυσχερή θέσιν καθώς συμβαίνει όταν πρόκειται με τας άλλας διδασκαλίας εξ αιτίας της πλήρους αυτών αδυναμίας όπως κατανοήσουν αυτάς. Την αδυναμίαν των ταύτην χωρίς να την ομολογούν ούτε εις τον ίδιον τον εαυτόν των, είναι καταδικασμένοι να την αισθάνωνται κατά το μάλλον ή ήττον αορίστως. Αυτήν τουλάχιστον την εντύπωσιν αποκομίζουν όταν ευρεθούν προ μερικών μορφών του Βουδδισμού διότι καθώς αμέσως ανωτέρω είπομεν, πρέπει να γίνουν πολλαί διακρίσεις απ' αυτής της απόψεως και κατά φυσικώτατον λόγον θέλουν να βλέπουν εις τας μορφάς ταύτας, αι οποίαι είναι αι πλέον προσιταί εις αυτούς τον αληθή Βουδδισμόν, τον πρωταρχικόν τρόπον τινα, θεωρούντες τας άλλας κατά το μάλλον ή ήττον ως αλλοιώσεις αυτού, αι οποίαι έγιναν μεταγενεστέρως. Όπως και αν έχουν όμως τα πράγματα, ο Βουδδισμός, έστω και με τας πλέον “απλουστευμένας” μορφάς υπό τας οποίας παρουσιάζεται εις μερικούς κλάδους του, πάντοτε παραμένει ανατολικός παρά την επιθυμίαν των. Επίσης οι ανατολισταί εξωθούν πολύ περαιτέρω την εξομοίωσιν αυτού με τας δυτικάς απόψεις, παραδείγματος χάριν όταν θέλουν να παραστήσουν αυτόν ως τι το ισοδύναμον με θρησκείαν, υπό την ευρωπαϊκήν εκδοχήν της λέξεως ταύτης, πράγμα το οποίον εις το τέλος τους κάμνει να περιπίπτουν εις μιαν κωμικήν δυσχέρειαν. Μήπως μερικοί μη οπισθοχωρούντες ούτε προ της εντός των λέξεων υπαρχούσης αντιφάσεως δεν διεκήρυξαν ότι πρόκειται περί “αθέου θρησκείας”; Εις την πραγματικότητα ο Βουδδισμός δεν είναι περισσότερον “άθεος” από όσον είναι “θεϊστικός” ή “πανθεϊστικός”. Εκείνο μόνον το οποίον απλώς πρέπει να είπωμεν, είναι το ότι δεν εξετάζεται από την άποψιν κατά την οποίαν αι διάφοραι αύται λέξεις έχουν σημασίαν. Ακριβώς δε επειδή συμβαίνει το πράγμα τούτο, επ' ουδενί λόγω είναι δυνατόν να είναι ολιγώτερον ακατανόητον δια την αντίληψίν των, οι ανατολισταί ευρίσκουν τρόπον όπως το παραποιήσουν με τας ερμηνείας τας οποίας δίδουν, και μάλιστα κατά διαφόρους τρόπους, τόσον με το να θεωρούν τούτο ως φιλοσοφίαν, όσον και με το να θέλουν να το κάμουν θρησκείαν. Εάν επίσης, παραδείγματος χάριν, καθώς συνηθίζουν, τον χαρακτηρίσουν ως “πεσσιμιστικόν” εξ αυτού δεν έπεται ότι ο Βουδδισμός είναι τοιούτος, αλλά τουλάχιστον έπεται ότι είναι τοιούτος παρατηρούμενος μέσω της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ. Ο γνήσιος Βουδδισμός δεν είναι ούτε “πεσσιμιστικός” ούτε “οπτιμιστικός”, καθ' όσον δι' αυτόν δεν τίθενται τα ζητήματα κατ' αυτόν ακριβώς τον τρόπον. Πάντως όμως πρέπει να αντιληφθώμεν ότι μερικοί στεναχωρούνται πολύ όταν δεν δύνανται να επιθέσουν επί μιας γνωσιακής διδασκαλίας δυτικάς επιγραφάς.
Η αλήθεια είναι ότι ο Βουδδισμός δεν είναι ούτε θρησκεία ούτε φιλοσοφία, αν και εις μερικάς εκ των μορφών του, και ιδία εις εκείνας αι οποίαι είναι προσφιλέστεραι εις τους ανατολιστάς, πλησιάζει περισσότερον και προς την μίαν και προς την άλλην από όσον πλησιάζουν προς αυτάς αι ινδουιστικαί γνωσιακαί διδασκαλίαι. Πράγματι, πρόκειται περί σχολών αι οποίαι ετέθησαν εκτός της κανονικής παραδόσεως και ως εκ τούτου δεν βλέπουν πλέον την αληθή μεταφυσικήν. Αι σχολαί αυταί κατ' ανάγκην λόγω της αιτίας ταύτης έφθασαν εις σημείον να υποκαταστήσουν την μεταφυσικήν δια πράγματος ομοιάζοντος μέχρις ενός ορίου προς την φιλοσοφικήν άποψιν, επαναλαμβάνομεν όμως, μέχρις ενός ορίου. Εις αυτάς μάλιστα συναντώνται και απόψεις αι οποίαι θεωρούμεναι επιφανειακώς είναι δυνατόν να μας ενθυμίσουν την ψυχολογίαν. Είναι όμως φανερόν ότι ουδόλως πρόκειται περί ψυχολογίας, η οποία είναι προϊόν της Δύσεως και μάλιστα της νεωτέρας διότι πραγματικώς χρονολογείται από την εποχήν του Λόκκε. Δεν πρέπει επομένως να λέγωμεν ότι η νοοτροπία των Βουδδιστών είναι η αυτή με την του νεωτέρου αγγλοσαξωνικού εμπειρισμού. Η παραβολή δια να είναι ορθή ποτέ δεν πρέπει να φθάνη μέχρις εξομοιώσεως, και δια τον λόγον τούτον ο Βουδδισμός δεν είναι δυνατόν να παραβληθή ενεργώς προς την θρησκείαν ειμή μόνον εις εν σημείον, σπουδαίον αναμφιβόλως αλλά το οποίον δεν είναι αρκετόν δια να μας κάμη να συμπεράνωμεν ότι υπάρχει ταυτότης σκέψεως μεταξύ των. Το σημείον τούτο είναι η εντός αμφοτέρων ύπαρξις ενός αισθηματολογικού στοιχείου όταν πρόκειται περί διδασκαλιών διεστραμμένων, η οποία όμως πάντοτε είναι δυνατόν να εξηγηθή δια της ανάγκης εις την οποίαν υπέκειντο δια να δυνηθούν να προσαρμοσθούν εις τας ειδικάς συνθήκας της εποχής κατά την οποίαν εγεννήθησαν, η οποία όμως καθώς είναι επόμενον, ουδόλως συνεπάγεται και το ομοειδές αυτών. Η πραγματική διαφορά των απόψεων είναι ίσως κατά πολύ ουσιωδεστέρα από μιαν εξωτερικήν ομοιότητα, η οποία γενικώς σχετίζεται με την μορφήν υπό την οποίαν εκφράζονται αι διδασκαλίαι. Εις τούτο ακριβώς ευρίσκεται το στοιχείον το οποίον αγνοούν συγκεκριμένως εκείνοι οι οποίοι ομιλούν περί “βουδδιστικής ηθικής”. Εκείνο το οποίον θεωρούν ούτοι ως ηθικόν και μάλιστα με τόσον περισσοτέραν ευκολίαν όσον περισσότερον η αισθηματολογική αυτού πλευρά συμβάλλει εις την σύγχυσιν ταύτην, το εξετάζουν από εντελώς διαφορετικής απόψεως και ως έχον λόγον υπάρξεως εντελώς διάφορον, ο οποίος μάλιστα ουδόλως είναι της αυτής ή ισοδυνάμου τάξεως. Είναι αρκετόν εν παράδειγμα δια να εννοήσωμεν περί τίνος πρόκειται: Το γνωστόν ρητόν “είθε τα όντα να είναι ευδαίμονα”, αφορά τα εντός της παγκοσμιότητος, όντα άνευ ουδενός περιορισμού και όχι μόνον τους ανθρώπους. Καθώς βλέπομεν, πρόκειται περί επεκτάσεως της οποίας η ηθική άποψις δεν περιέχει αισθηματολογίαν. Ο βουδδιστικός “οικτιρμός” δεν είναι η “ευσπλαχνία” του Σοπενχάουερ και μάλλον είναι δυνατόν να παραβληθή προς το “παγκόσμιον έλεος” των Μουσουλμάνων, το οποίον επεκτείνεται εξ ολοκλήρου επί πάντων άνευ ουδεμιάς αισθηματολογίας εκ τούτου όμως δεν έπεται ότι ο Βουδδισμός ασυζητητεί δεν έχει αισθηματολογικήν μορφήν, η οποία χωρίς να γίνεται “ηθικολογία” αποτελεί εν τούτοις χαρακτηριστικόν αυτού στοιχείον, το οποίον πρέπει να λάβωμεν υπ' όψιν ημών, τοσούτον μάλλον καθ' όσον είναι εξ εκείνων τα οποία λίαν σαφώς διαφοροποιούν αυτόν από τας ινδουιστικάς γνωσιακάς διδασκαλίας, και τα οποία τον κάμνουν να φαίνεται ασυζητητεί ότι απέχει πολύ περισσότερον από αυτάς εκ της πρωταρχικής παραδόσεως.
Έτερον σημείον επί του οποίου πρέπει να επιστήσωμεν την προσοχήν είναι το ότι υπάρχει πολύ στενός δεσμός μεταξύ της αισθηματολογικής μορφής μιας διδασκαλίας και της προς διάδοσιν τάσεως αυτής, η οποία υπάρχει τόσον εις τον Βουδδισμόν όσον και εις τας θρησκείας, καθώς αποδεικνύει τούτο η επί του μεγαλυτέρου μέρους της Ασίας εξάπλωσις αυτού. Και επ' αυτού όμως του σημείου δεν πρέπει να υπερβάλωμεν την ομοιότητα και δεν είναι ίσως πολύ ορθόν να κάμωμεν λόγον περί βουδδιστών “ιεραποστόλων”, οι οποίοι διεσπάρησαν εκτός των Ινδιών κατά εποχάς τινας διότι εκτός του ότι ποτέ δεν ήσαν ούτοι έτερόν τι ειμή μόνον μεμονωμένα άτομα, η λέξις “ιεραπόστολοι” μοιραίως φέρει εις τον νουν μας τας μεθόδους της προπαγάνδας και του του προσηλυτισμού, αι οποίαι είναι ίδιον των Δυτικών. Εκείνο το οποίον είναι εξ άλλου αξιοσημείωτον είναι το ότι όσον περισσότερον προώδευσεν η διάδοσις αύτη, τόσον και ο Βουδδισμός έκλινε προς την δύσιν του εις τας Ινδίας και τελικώς εξηφανίσθη από αυτήν την χώραν εις την οποίαν κατά την εποχήν της εξαφανίσεως του παρουσιάσθηκαν σχολαί εκφυλισμέναι και σαφώς ετερόδοξοι. Αι σχολαί αύται είναι εκείναι με τας οποίας σχετίζονται τα ινδουιστικά έργα τα οποία εγράφησαν κατά την τελευταίαν ταύτην φάσιν του ινδικού Βουδδισμού και συγκεκριμένως τα έργα του Σανκαρασάργυα, τα οποία αποβλέπουν μόνον εις την ανασκευήν των θεωριών των σχολών τούτων εν ονόματι της παραδοσιακής διδασκαλίας. Τα έργα ταύτα δεν καταλογίζουν ευθύνην δια την σύστασιν των ετεροδόξων τούτων σχολών εις τον ιδρυτήν του Βουδδισμού εξ ού κάλλιστα αποδεικνύεται ότι αύται ήσαν απότοκοι καταπτώσεως και εκφυλισμού. Το πλέον περίεργον είναι ότι αυταί αι εκ της διαστροφής και της παραποιήσεως προελθούσαι σχολαί, είναι εκείναι αι οποίαι από τους περισσοτέρους ανατολιστάς θεωρούνται ως αι γνησιώτεραι εκπρόσωποι του πρωταρχικού Βουδδισμού. Επ' αυτού του ζητήματος θα επανέλθωμεν κατωτέρω, προηγουμένως όμως πρέπει να είπωμεν ότι εις την πραγματικότητα αι Ινδίαι ποτέ δεν υπήρξαν βουδδστικαί κατ' αντίθεσιν προς τους ισχυρισμούς των ανατολιστών, οι οποίοι, τρόπον τινά, θέλουν να κάμουν τον Βουδδισμόν κέντρον όλων των εκδηλώσεωνκαι των πραγμάτων τα οποία σχετίζονται με τας Ινδίας και με την ιστορίαν των. Ούτω διαρκώς μυρικάζουν: “αι Ινδίαι προ του Βουδδισμού”, “αι Ινδίαι μετά τον Βουδδισμόν” πιστεύοντες ούτω ότι ο Βουδδισμός αποτελεί την κρίσιμον τομήν του χρόνου την οποίαν δύνανται να επιβάλουν, θέλοντες δια τούτου να είπουν ότι ο Βουδδισμός και μετά την ολοσχερή εξαφάνισίν του άφησε βαθύτατα αποτυπώματα εις την χώραν από την οποίαν προήλθε, πράγμα το οποίον είναι εντελώς ανακριβές δια τους λόγους τους οποίους εξεθέσαμεν ανωτέρω. Είναι αληθές ότι οι ανατολισταί, οι οποίοι φαντάζονται ότι οι Ινδουισταί εδανείσθησαν στοιχεία από την ελληνικήν φιλοσοφίαν, φαντάζονται επίσης ότι με πολύ μεγάλην αληθοφάνειαν είναι δυνατόν να υποστηριχθή ότι εδανείσθησαν στοιχεία και από τον Βουδδισμόν, δεν είμεθα δε απολύτως βέβαιοι ότι η υπόθεσις αύτη δεν αποτελεί το βάθος της σκέψεως μερικών εξ αυτών. Πρέπει όμως να αναγνωρίσωμεν ότι απ' αυτής της απόψεως υπάρχουν μερικαί εξαιρέσεις αι οποίαι τιμούν εκείνους από τους οποίους προέρχονται. Ούτω ο Μπαρθ λέγει ότι: “ο Βουδδισμός ήτο εν απλούν επεισόδιον” πράγμα το οποίον προκειμένου περί των Ινδιών αληθεύει απολύτως. Παρ' όλον όμως τούτο δεν έπαυσε να επικρατή η αντίθετος γνώμη, χωρίς, ως είναι ευνόητον, να λαμβάνεται υπ' όψιν η παχυλή άγνοια της μάζης του ευρωπαϊκού κοινού, το οποίον εν τη αφελεία του νομίζει ότι και σήμερον ακόμη εις τας Ινδίας επικρατεί ο Βουδδισμός! Εκείνο το οποίον πρέπει να λεχθή είναι μόνον το ότι κατά την εποχήν του βασιλέως Ασώκα, δηλαδή κατά τον τρίτον προ Χριστού αιώνα, ο Βουδδισμός είχεν εξαπλωθή εις τας Ινδίας και είχεν αρχίσει και η διάδοσις αυτού εκτός των Ινδιών, και το ότι αμέσως μετά την εποχήν αυτήν επήλθεν η κατάπτωσις αυτού. Εάν όμως θα ηθέλαμεν να εύρωμεν εις την Δύσιν κατάστασιν η οποία να ομοιάζη κάπως με την υπάρξασαν κατά την ανωτέρω εποχήν θα ελέγομεν ότι η τοιαύτη εξάπλωσίς του, μάλλον θα έπρεπε να παραβληθή με την επέκτασιν μοναχικού τάγματος και όχι με εξάπλωσιν θρησκείας απευθυνομένης προς όλους τους ανθρώπους, η παραβολή αύτη αν και δεν είναι απολύτως επιτυχής, ασφαλώς είναι επιτυχεστέρα πάσης άλλης.
Τα ανωτέρω δεν αποτελούν το άπαντον των φαντασιώσεων των ανατολιστών. Βλέπομεν μερικούς εξ αυτών ως παραδείγματος χάριν τον Μαξ Μύλλερ να προσπαθούν όπως ανακαλύψουν “τα σπέρματα του Βουδδισμού” καθώς τουλάχιστον τον αντιλαμβάνονται ούτοι, δηλαδή τα σπέρματα της ετεροδοξίας, και εντός ακόμη των Ουπανισάδ, αι οποίαι επειδή ολοκληρώνουν την Βέδα, αποτελούν εν εκ των κυριωτέρων ερεισμάτων της ινδουιστικής ορθοδοξίας. Ασφαλώς είναι πολύ δύσκολος η περαιτέρω εξώθησις του παραλογισμού και η παροχή δείγματος μεγαλυτέρας ακατανοησίας. Οιανδήποτε ιδέαν και αν έχωμεν περί του Βουδδισμού, πολύ ευκόλως γίνεται αντιληπτόν ότι εφ' όσον ούτος εγεννήθη εντός του ινδουιστικού περιβάλλοντος και ούτως ειπείν κατήγετο εκ του Ινδουισμού, κατ' ανάγκην, έστω και αποσχιζόμενος εξ αυτού, θα διετήρει τι το κοινόν μετ' αυτού, της εντός αυτού τήδε κακείσαι συναντωμένης ομοιότητος μη εξηγουμένης κατ' άλλον τρόπον. Ο Μ. Ρώσσελ, αναμφιβόλως υπερέβαλε τ' ανωτέρω κατ' αντίστροφον όμως έννοιαν, επιμένων ότι είναι εντελώς ξένη προς την πρωταρχικήν παράδοσιν η διδασκαλία αύτη. Η γνώμη όμως αύτη τουλάχιστον είναι πλέον παραδεκτή απο την του Μαξ Μύλλερ, εν πάση δε περιπτώσει δεν συνεπάγεται ουδεμίαν αντίφασιν. Εις τούτο ημείς θα προσθέσωμεν ότι μάλλον έπαινον παρά επίκρισιν θα προεκάλει εκ μέρους εκείνων οι οποίοι καθώς ημείς έχονται της παραδόσεως διότι αι μεταξύ των διδασκαλιών υπάρχουσαι διαφοραί δια να μη αποτελούν ετεροδοξίας πρέπει να αφορούν μόνον την μορφήν με την οποίαν προσαρμόζονται και να μη θίγουν τας αρχάς. Και η εισαγωγή ακόμη της συναισθηματικής μορφής, εφ' όσον τουλάχιστον αύτη δεν έρχεται εις σχέσιν με την μεταφυσικήν, αφίνει την τελευταίαν ταύτην αλώβητον και αποτελούσαν το κέντρον της διδασκαλίας.
Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να διερωτηθώμεν μέχρι τίνος σημείου είναι δυνατόν να ομιλώμεν με γενικότητα περί του Βουδδισμού, καθώς γίνεται συνήθως, χωρίς να υποπίπτωμεν εις παντοειδείς συγχύσεις. Δια να αποφύγωμεν τας συγχύσεις ταύτας πρέπει να μη ομιλώμεν εν γενικότητι περί αυτού αλλ' απεναντίας να καθορίζωμεν πάντοτε περί τίνος Βουδδισμού πρόκειται διότι ούτος εις την πράξιν περιέλαβε και περιλαμβάνει ακόμη πολλάς παραφυάδας ή σχολάς αι οποίαι διαφέρουν πολύ μεταξύ των και δεν είναι ορθόν να αποδίδη τις αδιακρίτως εις όλας, εκείνο το οποίον έχει μια εξ αυτών. Αι σχολαί αύται θεωρούμεναι εν τω συνόλω των είναι δυνατόν να καταταγούν εις δύο μεγάλους κλάδους εκ των οποίων ο μεν εις λέγεται “Μαχαγυάνα” ο δε άλλος “Χιναγυάνα” τους οποίους συνήθως αποδίδομεν δια των φράσεων “Μέγα Όχημα” και “Μικρόν Όχημα”, αν και ορθότερον και σαφέστερον ίσως, θα ήτο να αποδώσωμεν αυτούς αντιστοίχως δια των “Μεγάλη Οδός” και “Μικρά Οδός”. Είναι πολύ καλύτερον να διατηρήσωμεν τας δυο ταύτας ονομασίας αι οποίαι είναι και αι αυθεντικαί παρά να τας υποκαταστήσωμεν με ονομασίας καθώς είναι αι “Βουδδισμός του Βορρά” και “Βουδδισμός του Νότου” αι οποίαι έχουν αξία μόνον απο γεωγραφικής απόψεως, η οποία άλλως τε είναι ακαθόριστος, και αι οποίαι ουδόλως αποτελούν χαρακτηριστικόν των περί ων πρόκειται διδασκαλιών. Μόνον η “Μαχαγυάνα” δύναται να θεωρηθή ως παρουσιάζουσα πραγματικώς πλήρη γνωσιακήν διδασκαλίαν περιέχουσαν και το μεταφυσικόν στοιχείον, το οποίον αποτελεί το ανώτερον και κεντρικόν μέρος αυτής. Απ' εναντίας η “Χιναγυάνα”, φαίνεται ως διδασκαλία, η οποία τρόπον τινά εντοπίζεται εις την πλέον εξωτερικήν αυτού όψιν χωρίς να προχωρή πέραν από εκείνο το οποίον είναι εις πάντας γνωστόν και προσιτόν πράγμα το οποίον δικαιολογεί και την τοιαύτην ονομασίαν του. Είναι επομένως φυσικόν να συμβούν αι εκτροπαί τας οποίας ανεφέραμεν ανωτέρω εντός του ελαττωματικού τούτου κλάδου του Βουδδισμού, του οποίου ο πλέον τυπικός εκπρόσωπος είναι ο επικρατών σήμερον εις την Κεϋλάνην. Εις το σημείον τούτο οι ανατολισταί κυριολεκτικώς αναστρέφοντες τας κανονικάς σχέσεις επιδιώκουν όπως αι πλέον πεπλανημέναι σχολαί, αι οποίαι εξωθούν την ετεροδοξίαν εις το ακρότατον αυτής όριον θεωρηθούν ότι αποτελούν την πλέον αυθεντικήν έκφρασιν της “Χιναγυάνα” και όπως και αυτή η “Χιναγυάνα” θεωρηθή ότι είναι ο καθαυτό πρωταρχικός Βουδδισμός ή τουλάχιστον η κανονική του συνέχεια, εξωβελιζομένης της “Μαχαγυάνα”, η οποία κατ' αυτούς είναι προϊόν σειράς αλλοιώσεων και προσθηκών κατά το μάλλον ή ήττον μεταγενεστέρων. Επί του ζητήματος τούτου ακολουθούν γενικώς τας αντιπαραδοσιακάς τάσεις της νοοτροπίας των, αι οποίαι καθώς είναι επόμενον τους κάμνουν να συμπαθούν παν το ετερόδοξον και να συμμορφούνται όσον το δυνατόν ακριβέστερον με την εσφαλμένην ταύτην σύλληψιν, η οποία είναι σχεδόν γενική εις όλους τους νεωτέρους Δυτικούς. Σύμφωνα με αυτήν παν το απλούστερον, θα ελέγομεν μάλιστα παν το παιδαριωδέστερον, πρέπει εξ αιτίας της τοιαύτης υφής του να είναι και το αρχαιότερον. Εφ' όσον διατελουν υπό το κράτος τοιούτων προκαταλήψεων ούτε να υποθέσουν καν δύνανται ότι το αληθές είναι δυνατόν να είναι το αντίθετον από εκείνο το οποίο υποθέτουν ούτοι. Εξ αιτίας της καταστάσεως ταύτης, επιτρέπεται να διερωτηθώμεν ποίου είδους γελοιογραφίαν παρουσιάζουν εις τους Δυτικούς ως τον δηθεν αληθή Βουδδισμόν ως είχεν ούτος ότε κατά πρώτον εξηγγέλθη υπό του ιδρυτού του. Δεν είναι δυνατόν να μη μειδιάση τις όταν βλέπη ότι η γελοιογραία αύτη γίνεται αντικείμενον θαυμασμού δια τους περισσοτέρους εξ αυτών και γοητεύει αυτούς εις σημείον ώστε άνευ του ελαχίστου δισταγμού να διακηρύττουν την αφοσίωσίν των, η οποία άλλως τε είναι θεωρητική και “ιδανική”, προς αυτόν τον Βουδδισμόν, ο οποίος κατά τόσον αλλόκοτον τρόπον συμβιβάζεται με την “ορθολογιστικήν” και “θετικιστικήν” ροπήν του πνεύματός των.
Είναι ευνόητον ότι όταν λέγωμεν ότι η “Μαχαγυάνα” έπρεπε να περιέχεται ευθύς εξ αρχής εντός του Βουδδισμού, τούτο πρέπει να εξυπακούεται εξ εκείνου το οποίον θα ηδυνάμεθα να το αποκαλέσωμεν ουσίαν αυτού ανεξαρτήτως από τας κατά το μάλλον ή ήττον ειδικάς μορφάς αι οποίαι αποτελούν το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν εκάστης των διαφόρων αυτού σχολών διότι αι μορφαί αύται έχουν δευτερεύουσαν σημασίαν αλλά αποτελούν το άπαντον εκείνου το οποίον δύναται να ίδη εντός αυτών η “ιστορική μέθοδος” και το στοιχείον το οποίον δικαιολογεί, επιφανειακώς εξεταζομένων των πραγμάτων, τας διαβεβαιώσεις των ανατολιστών οι οποίοι λέγουν ότι η “Μαχαγυάνα” είναι “οψιγενής” ή παραπεποιημένος Βουδδισμός. Εκείνο το οποίον περιπλέκει ακόμη περισσότερον τα πράγματα είναι το ότι ο Βουδδισμός ότε εξήλθε από τα όρια των Ινδιών ετροποποιήθη εν τινι μέτρω και κατά διαφόρους τρόπους, καθώς άλλως τε ήτο υποχρεωμένος να τροποποιηθή δια να προσαρμοσθή εις πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα. Το ζήτημα όμως τούτο εξ ολοκλήρου εντοπίζεται εις το να μάθωμεν μέχρι τίνος σημείου προχωρούν αι τροποποιήσειςαύται, πράγμα το οποίον δεν φαίνεται ότι είναι εύκολον να λυθή δι' εκείνους τουλάχιστον οι οποίοι δεν έχουν ουδεμίαν σχεδόν ιδέαν των παραδοσιακών διδασκαλιών με τας οποίας σχετίζεται ο Βουδδισμός. Συγκεκριμένως τούτο συνέβη εις την Άπω – Ανατολήν εις την οποίαν ο Ταοϊσμός έχει εκδήλως επιδράσει επί της μορφής τουλάχιστον υπό την οποίαν εξεφράσθησαν μερικοί κλάδοι της “Μαχαγυάνα”. Ιδιαιτέρως η σχολή “Ζεν” υιοθέτησε μεθόδους τας οποίας καταφανέστατα έχει εμπνευσθή από τον Ταοϊσμόν. Το γεγονός τούτο δύναται να εξηγηθή δια του ιδιαιτέρου χαρακτήρος της παραδόσεως της Άπω – Ανατολής και δια του βαθέως χάσματος το οποίον χωρίζει τα δύο μέρη αυτής, το εσωτερικόν και το εξωτερικόν, δηλαδή τον Ταοϊσμόν και τον Κομφουκιανισμόν. Υπ' αυτάς τας συνθήκας ο Βουδδισμός ήτο δυνατόν να καταλάβη, τρόπον τινα, μίαν ενδιάμεσον θέσιν μεταξύ αυτών και δυνάμεθα μάλιστα να είπωμεν ότι εις μερικάς περιπτώσεις κυριολεκτικώς εχρησίμευσεν ως “κάλυμμα εξωτερικόν” εις τον Ταοϊσμόν, πράγμα το οποίον επέτρεψεν εις αυτόν να μένη πάντοτε περισσότερον κλειστός από όσον θα ήτο δυνατόν να μείνη άνευ αυτού. Δια τούτου εξηγείται επίσης η υπό του Βουδδισμού της Άπω – Ανατολής πρόσληψις και αφομοίωσις μερικών συμβόλων ταοϊστικής καταγωγής και το ότι, παραδείγματος χάριν, εταύτιζεν ενίοτε τον “Κουάν-Γιν” με ένα “Βοδισάτβα” ή, επί το ακριβέστερον προς μίαν θήλειαν μορφήν του “Αβατοκιτεσβάρα” εξ αιτίας του δεσμού τον οποίον έχουν αμφότεροι με την “πρόνοιαν”. Επί τη ευκαιρία σημειούμεν ότι τούτο έγινε μια επί πλέον αιτία πλάνης των ανατολιστών, εκ των οποίων οι περισσότεροι μη γνωρίζοντες τίποτε άλλο περί του Ταοϊσμού πέραν από την ονομασίαν του, εφαντάσθησαν ότι ο “Κουάν-γιν” προήρχετο αποκλειστικώς και μόνον εκ του Βουδδισμού. Ούτω αποδεικνύεται ότι έχουν πλήρη άγνοιαν της εκ του Ταοϊσμού ουσιαστικής προελεύσεώς του. Εξ άλλου επειδή έχουν την συνήθειαν όταν ευρίσκονται προ ενός πράγματος, του οποίου τον χαρακτήρα δεν δύνανται να προσδιορίσουν με ακρίβειαν ούτε την καταγωγήν του να αποσύρωνται επικολλώντες επ' αυτού την ετικέτταν “Βουδδιστικόν” και εις την προκειμένην περίπτωσιν πράττουν το ίδιον. Η τοιαύτη αποφυγή των αποτελεί εύσχημον τρόπον αποκρύψεως της κατά το μάλλον ή ήττον συνειδητής αμηχανίας των εις τον οποίον καταφεύγουν προς μεγάλην των ανακούφισιν διότι λόγω της υπ' αυτών μονοπωλήσεως της γνώσεως την οποίαν κατόρθωσαν να επιβάλλουν εμπράκτως υπέρ εαυτών, είναι σχεδόν βέβαιοι ότι ουδείς θα τολμήση να αντείπη εις αυτούς. Τι έχουν απ' αυτής της απόψεως να φοβηθούν άνθρωποι οι οποίοι ανήγαγον εις αξίωμα το ότι δεν υπάρχει αληθής συμμετοχή εις την κατηγορίαν των περί ων πρόκειται σπουδών εκτός εκείνης την οποίαν αποκτά τις μόνον εάν φοιτήση εις την σχολήν αυτών; Τελικώς είναι αναντίρρητον ότι τόσον παν το υπ' αυτών, σύμφωνα με την φαντασίαν των αναγνωριζόμενον ως “βουδδιστικόν” άρα και εκείνο το οποίον πραγματικώς είναι τοιούτον, δι' αυτούς είναι “Παραπεποιημένος Βουδδισμός”. Εις εν εγχειρίδιον σχετιζόμενον με την “ιστορίαν των θρησκειών” το οποίον ανεφέραμεν και προηγουμένως, και εις το οποίον το σχετικόν με την Κίναν κεφάλαιον καθώς και εις το σύνολόν του μαρτυρεί οικτράν ακατανοησίαν, διακηρύττεται ότι: “Εκ του πρωταρχικού Βουδδισμού δεν απομένει ούτε ίχνος εις την Κίναν” και ότι αι διδασκαλίαι αι οποίαι υπάρχουν σήμερον εις αυτήν “δεν διατηρούν παρά μόνον την ονομασίαν του(18). Εάν δια της φράσεως “Πρωταρχικού Βουδδισμού”, ο συγγραφεύς του εγχειριδίου τούτου εννοεί εκείνο το οποίον παρουσιάζουν οι ανατολισταί ως τοιούτον, έχει απολύτως δίκαιον, αλλά πρώτον θα έπρεπε να μάθη εάν πρέπη να παραδεχθή την περί αυτού σύλληψίν των, ή μη τυχόν αύτη είναι μάλλον εκείνη η οποία παρουσιάζει εις την πραγματικότητα ένα κίβδηλον Βουδδισμόν.
Το ζήτημα των σχέσεων του Βουδδισμού με τον Ταοϊσμόν είναι σχετικώς ευκολώτερον να διαφωτισθή, ως ευνόητον όμως υπό τον όρον να γνωρίζωμεν τι είναι Ταοϊσμός, αν και πρέπει να αναγνωρίσωμεν ότι τούτο είναι εν από τα πλέον πολύπλοκα ζητήματα. Τοιαύτη είναι και η περίπτωσις κατά την οποίαν πρόκειται όχι πλέον περί στοιχείων προερχομένων από παραδόσεις ξένας προς τας Ινδίας αλλά περί πραγματικώς ινδουϊστικών στοιχείων περί των οποίων ίσως θα ήτο δύσκολον να είπωμεν εάν ήσαν ανέκαθεν κατ' αυτόν ή κατ' εκείνον τον τρόπον συνδεδεμένα με τον Βουδδισμόν εξ αιτίας της εκ των Ινδιών καταγωγής του ή εάν περιελήφθησαν μεταγενεστέρως εις μερικάς παραλλαγάς αυτού. Παραδείγματος χάριν, τοιούτον τι συμβαίνει δια τα Σιβαϊκά στοιχεία, τα οποία κατέχουν τόσον εξέχουσαν θέσιν εις τον Βουδδισμόν του Θιβέτ, ο οποίος είναι γνωστός υπό την όχι και τόσον ορθήν ονομασίαν “Λαμαϊσμός”. Εξ άλλου εν τοιούτον πράγμα δεν παρατηρείται αποκλειστικώς και μόνον εις το Θιβέτ διότι και εις την Ιάβαν συναντώμεν ένα “Σίβα-Βούδδα”, πράγμα το οποίον μαρτυρεί ότι υπάρχει παρομοίας φύσεως σύνδεσμος ο οποίος έχει εξωθηθή μέχρι των εσχάτων ορίων. Πράγματι η λύσις του προβλήματος τούτου θα ήτο δυνατόν να ευρεθή δια της μελέτης των σχέσεων του Βουδδισμού και του πρωταρχικού ακόμη με τον Ταντρισμόν. Ο τελευταίος όμως είναι τόσον άγνωστος εις την Δύσιν, ώστε θα ήτο σχεδόν ανωφελές να κάμωμεν λόγον περί των σχέσεων τούτων χωρίς να επεκταθώμεν εις θεωρήσεις αι οποίαι δεν είναι δυνατόν, να περιληφθούν εις το παρόν σύγγραμα. Επίσης θα περιορισθώμεν εις την απλήν αυτήν μνημόνευσιν δια τον ίδιον λόγον ο οποίος υπηγόρευσεν εις ημάς να κάμωμεν μόνον απλήν νύξιν περί του θιβετιανού πολιτισμού, παρά την σπουδαιότητά του, όταν απηριθμήσαμεν τας μεγάλας διαιρέσεις των πολιτισμών της Ανατολής.
Απομένει να πραγματευθώμεν, εν συντομία τουλάχιστον , εις το παρόν κεφάλαιον το εξής ζήτημα: Δια τίνα λόγον ο Βουδδισμός διεδόθη τόσον πολυ έξω από την χώραν εις την οποίαν εγεννήθη και εσημείωσε τόσον μεγάλας επιτυχίας ενώ εντός αυτής εξεφυλίσθη τόσον ταχέως και τελικώς εξηφανίσθη και μη τυχόν άραγε υπάρχη εις την εκτός του τόπου της καταγωγής του τόσον μεγάλην διάδοσίν του ο πραγματικός λόγος της εμφανίσεώς του; Διατυπώνοντες το ερώτημα τούτο, θέλομεν να είπωμεν ότι, καθώς φαίνεται, ο Βουδδισμός προωρίζετο δια τους μη ινδικούς λαούς αλλά και ότι συγχρόνως έπρεπε να εκκινήση εξ αυτού τούτου του Ινδουϊσμού δια να λάβη εξ αυτού τα στοιχεία τα οποία έπρεπε να μεταδοθούν εκτός των Ινδιών αφού προηγουμένως θα προσηρμόζωντο απαραιτήτως εις τα διάφορα ξένα περιβάλλοντα, και ότι όταν το πράγμα τούτο συνετελέσθη, κανονικώς έπρεπε να εκλείψη από τας Ινδίας όπου δεν είχε πλέον θέσιν. Απ' αυτής της απόψεως θα ήτο ίσως καλόν να γίνη σύγκρισις της θέσεως του Βουδδισμού απέναντι του Ινδουισμού με την του Χριστιανισμού απέναντι του Ιουδαϊσμού, ως ευνόητον όμως υπό τον όρον να ληφθώσιν υπ' όψιν αι διαφοραί των απόψεων τας οποίας ανεφέραμεν. Εν πάση περιπτώσει η άποψις αύτη είναι η μόνη η οποία επιτρέπει να αναγνωρίσωμεν, χωρίς να παραλογιζόμεθα, ότι ο Βουδδισμός έχει καταφανώς το χαρακτηριστικόν της παραδοσιακής διδασκαλίας, το οποίον είναι αδύνατον να αρνηθώμεν τουλάχιστον εις την “Μαχαγυάνα”, ταυτοχρόνως δε και την όχι ολιγώτερον καταφανή ετεροδοξίαν των τελευταίων διαστρεβλωμένων μορφών της “Χιναγυάνα”. Δια της απόψεως ταύτης διαφωτίζεται επίσης και ο πραγματικός σκοπός της αποστολής του Βούδδα. Εάν ούτος θα είχε διδάξη την ετερόδοξον διδασκαλίαν, την οποίαν αποδίδουν εις αυτόν οι ανατολισταί θα παρέμενεν εντελώς ανεξήγητον το ότι πολλοί ορθόδοξοι Ινδουϊσταί δεν εδίστασαν να θεωρήσουν αυτόν ως “Αβατάρα” δηλαδή ως “θείαν εκδήλωσιν”, δεδομένου μάλιστα ότι παν το εξ αυτού προελθόν όντως παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά αυτής. Είναι αληθές ότι οι ανατολισταί, οι οποίοι από προκατάληψιν εννοούν να αποσκορακίζουν παν το ανήκον εις την “πέραν του ανθρώπου τάξιν” ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί “μύθων” και μάλιστα ότι τούτο είναι ξένον προς τον “πρωταρχικόν Βουδδισμόν”. Εάν όμως εξοβελίσωμεν τα “μυθικά”ταύτα στοιχεία τι απομένει εις τον ιδρυτήν του Βουδδισμού θεωρούμενον ως καθαρώς ανθρώπινον άτομον; Ασφαλώς θα ήτο πολύ δύσκολον να διατυπωθή χαρακτηρισμός, αλλά η “κριτική” των δυτικών δεν ενοχλείται από τοιαύτα πράγματα και δια να γραφή μια βιογραφία του Βούδδα η οποία να συμφωνή με τας απόψεις αυτής προχωρεί μέχρι του σημείου να θέτη ως αρχήν μετά του Ολδεμπέργ το ότι: “οι Ινδογερμανοί δεν παραδέχονται το θαύμα”. Πως είναι δυνατόν να κρατήση τις την σοβαρότητά του προ τοιούτων διαβεβαιώσεων; Αυτή η αυτοαποκαλουμένη “ιστορική αποκατάστασις” της ζωής του Βούδδα είναι της αυτής ποιότητος με την αποκατάστασιν της “πρωταρχικής” διδασκαλίας του και εξ ολοκλήρου προϊόν των αυτών προκαταλήψεων. Και εις την μιαν και εις την άλλην, προ παντός άλλου επιδιώκεται ο στραγγαλισμός παντός πράγματος το οποίον φέρει εις δύσκολον θέσιν την νοοτροπίαν των νεωτέρων, και δι' αυτού του πολύ “απλοϊκού” μέσου, οι άνθρωποι ούτοι φαντάζονται ότι θα φθάσουν εις την αλήθειαν.
Ουδέν έτερον έχομεν να προσθέσωμεν εις τα ανωτέρω διότι εις το παρόν έργον δεν πρόκειται να πραγματευθώμεν τον Βουδδισμόν. Περιωρίσθημεν να τοποθετήσωμεν τούτον δι' ολίγων αφ' ενός μεν απέναντι των ινδουιστικών διδασκαλιών και αφ' ετέρου απέναντι των απόψεων της Δύσεως προς τας οποίας κατά το μάλλον ή ήττον ανιδέως επιδιώκουν να τον εξομοιώσουν. Δυνάμεθα πλέον μετά την παρέκβασιν ταύτην να επανέλθωμεν εις τας καθαρώς ινδουιστικάς συλλήψεις αλλά δεν θα εισέλθωμεν εις αυτάς χωρίς να εκφέρωμεν μιαν τελευταίαν σκέψιν, η οποία δύναται να θεωρηθή ως συμπέρασμα το οποίον προέκυψεν από αυτά τα οποία ελέχθησαν ανωτέρω και η οποία είναι η εξής: Εφ' όσον οι ανατολισταί, οι οποίοι είναι, ούτως ειπείν, “ειδικευμένοι” εις τα αφορώντα τον Βουδδισμόν διαπράττουν, προκειμένου τούτου, τόσον μεγάλα λάθη, ποίαν αξίαν είναι δυνατόν να έχουν τα υπ' αυτών περί των άλλων γνωσιακών διδασκαλιών λεγόμενα, αι οποίαι δι' αυτούς πάντοτε υπήρξαν αντικείμενον δευτερευουσών και σχεδόν παρέργων εν συγκρίσει προς αυτόν μελετών;


RENE GUENON
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ
Π. ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
ΙΝΔΟΥΙΣΤΙΚΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΜΕΤΑΦ. ΕΚ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ
ΑΝΔΡΕΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΜΕΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: