Το επίθετο «γεφυραίος» γενικώς δηλώνει (σημαίνει) τον ανήκοντα ή αναφερόμενο σε κάποια γέφυρα. Τη λέξη «γέφυρα» συνήθως την ετυμολογούν σα σύνθεση της φράσεως «γη επί ύδωρ». Κατά την άποψή μου πρόκειται για σύνθεση των λέξεων «γη» και «φύρω» (= βωμολοχώ, όπως ακριβώς γινόταν στους Γεφυρισμούς), πρβλ. και ρ. ολοφύρομαι, με τροπή του αι σε ε, όπως συμβαίνει π.χ. στο παράγωγο γεώδες απ' τη λέξη «γαία» (βλ. και την ονομασία Εκγαί, που σημαίνει όριον, στο εδάφιο Ιησ. Ναυή Ι, 27).
Η ονομασία Γέφυρα σήμαινε τρία τινά στους Έλληνες:
1.-την πόλη Τανάγρα της Βοιωτίας απ' όπου εξεδιώχθησαν οι Γεφυραίοι και που παλιότερα λεγόταν Ποιμανδρία.
2.-την θεά Δήμητρα (βλ. και Γεφυραίαν Δηώ) κατά τους Γεφυραίους.
3.-την απόσταση μεταξύ Αθηνών – Ελευσίνος.
Οι Γεφυρείς ήταν αρχαίος δήμος της Αττικής κοντά στην Ιερά Οδό, εκεί που συναντούσε τον ποταμό Κηφισό (κοντά στον σημερινό Άγιο Σάββα). Επισήμως θεωρούνται γηγενείς Αθηναίοι, που δεν είχαν σχέση με τους ετερόχθονους Γεφυραίους. Ωστόσο ο Κ. Μπίρης αποδίδει την ονομασία της οδού Γεφυραίων στους γνωστούς Γεφυραίους απ' τη Φοινίκη (διάβαζε Εβραίους) κι υπάρχει κι η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία οι Γεφυραίοι κατοικούσαν ακριβώς στους Γεφυρείς.
Απ' όλα αυτά προκύπτει ότι το επίθετο «γεφυραίος» ειδικώς δηλώνει (σημαίνει) τον ανήκοντα ή αναφερόμενο στη θεά Γέφυρα, δηλ. στη Δήμητρα, που λάτρευαν οι Γεφυραίοι. Οι αναφορές, που έχουμε για τους Γεφυραίους, μας τους παρουσιάζουν σα λαό με ιδιάζουσες τελετές και με θρησκευτικά έθιμα άγνωστα τους μη ανήκοντες στο γένος τους.
Ξέρουμε πάντως πως είχαν ιερό της Δήμητρας Αχαίας* και λάτρευαν τη Γεφυραία Δηώ. Οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν εγκατεστημένοι στην Αττική μέσω ιδιαιτέρων συμφωνιών, μετά την αποπομπή τους από τη Βοιωτία.
Ιδιαιτέρως όμως Γεφυραίοι ονομάζονταν από παληά οι αρχιερείς των Αθηναίων, που είχαν κυρίως καθήκοντα αρχειοφυλάκων, άρα ήσαν αντίστοιχοι προς τους ποντίφηκες της Ρώμης, ιδιαίτερα τον Pontifex Maximus, τον σημερινό Πάπα.
Η ονομασία Ποντίφηξ (pontifex) βγαίνει από τη σύνθεση των λέξεων pontis (γενική της λ. pons = γέφυρα, που προέρχεται από την Παλαιοελληνική λέξη «πόντος» = θάλασσα), και το ρήμα facio = κατασκευάζω, άρα «ποντίφηκας» σημαίνει γεφυροποιός, ή ευρύτερα γεφυραίος. Η αρχαιότατη και ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας αλήθεια ( = κρίσιμον σημείον) της φυλάξεως των αρχείων από το Ιερατείο τονίζεται στο 23, Α του Τίμαιου (έργου του Πλάτωνος), όπου αναφέρεται:
«πάντα γεγραμμένα εκ παλαιού τηδ' εστίν εν τοις ιεροίς και σεσωσμένα», δηλ. «όλα (όσα συνέβησαν) είναι καταγεγραμμένα από παληά (και) βρίσκονται μέσα στους ναούς (όπου) και έχουν διασωθή» (ενν. απο τη λήθη των επερχομένων ή την οποιαδήποτε φθορά). Βλ. επίσης στον Ηρόδοτο (Β: Ευτέρπη, σ. 58 παρ. 143) τη σχετική έννοια «πίρωμις».
Η αναφερόμενη στο ίδιο βιβλίο ταυτότητα της Αθηνάς με τη Νηίθ της Σαΐδος ενισχύει τις κατ' αρχήν υποψίες, ότι αιγύπτιοι ιερείς της Αθηνάς από τη Σαΐδα, καλούμενοι Γεφυραίοι, κατείχαν τα αρχεία των αρχαίων Αθηναίων ή Κραναών, με ό,τι τούτο συνεπάγεται για την ιστορική λογοκρισία και τη διαστρέβλωση ή εξαφάνιση της πραγματικότητας και των αληθινών γεγονότων.
Η παρεμβολή άλλωστε του αιγυπτιακού ιερατείου στα ελληνικά πράγματα είναι έκδηλη και πασίδηλη, τουλάχιστον στην περίπτωση της ιδρύσεως του μαντείου της Δωδώνης** αφ' ενός και των μυστηρίων των Σκιροφορίων, που η αρχή τους ανάγεται στον μάντιν Σκίρον της Δωδώνης.
Ιδιαιτέρως όμως η γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Διός με χειρουργική επέμβαση του Ηφαίστου = Φθα παραπέμπει ευθέως στην πασίγνωστη τεχνική των βασιλικών τρυπανιστών της Υψηλής Πύλης ή Περ Αά (= Φαραώ).
Μια υποσημείωση στις Όρνιθες του Αριστοφάνους
Η μοίρα των Γεφυραίων, σα νομάδων, να περιφέρωνται και γενικώς να περιπλανώνται (βλ. έργο «Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος») θυμίζει τη μοίρα, πρακτική και τακτική των αποδημητικών πτηνών. Τα πτηνά, καλούμενα γενικώς όρνεα (προς ρ. Όρνυμι = πετάω προς ρ. Αίρομαι) και ειδικώς όρνιθες (τα κατοικίδια, κυρίως οι κόττες) κρυπτογραφούνται στο βιβλίο Godmakers (= Οι Θεοποιοί) του Fr. Herbert (με κεντρικό ήρωα τον Όρν) και αποκρυπτογραφούνται στο βιβλίο «Αιώνια ζωή» του Ζακ Ατταλί σαν Εβραίοι ή (κατ' αυτόν) Σιβ, με μια αναφορά στις όρνιθες (συγκεκριμένα στους παπαγάλους = ψιττακούς) να διατρέχη όλο το μυστηριακό και νοσταλγικό καμβά του μυθιστορήματός του***.
Φαίνεται πως και οι δύο συγγραφείς έχουν εμπνευσθή από τις Όρνιθες του Αριστοφάνους, ενός νεφελοκοκκυγιακού – όπως θα λέγαμε σήμερα – ή ουτοπικού σχεδιασμού, που κατευθύνεται στην ίδρυση μιας ουράνιας πολιτείας για τα πτηνά (όρνιθες), που θα λέγεται Νεφελοκοκκυγία.
Η φράση «κοκκυβόας όρνις» για τον πετεινό, σε σχέση με την περίφημη φράση στο Ευαγγέλιο «πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις», παραπέμπει στην αρχαία διαπίστωση «εχειροτόνησαν γαρ με κόκκυγές γε τρεις» (Αρστφ. Αχ. 598), που επιβιώνει στη σύγχρονη φράση – παροιμία «τρεις κι ο κούκος». Το γνωστό μας κικιρρίκου είναι η Παλαιοελληνική λ. κίκιρρος (= αλέκτωρ), που εμφανίζεται με την συντομευμένη μορφή κίκκα = κότα (αλεκτρίς) και κικκός = κόκκορας (αλεκτρυών).
Ωστόσο η λ. κικκός σημαίνει και τον κλέφτη (στα L. Clepta) ή φωρ (στα L. Furax) και η λ. κίκους τον νέον τέττιγα.
Το ότι η λ. κίκκη σημαίνει: 1) την από των αιδοίων δυσοσμία και 2) τη συνουσία, σε σχέση με τη λ. οχείον ( = κάτι σχετικό με συνουσία) που σημαίνει επίσης τον κόκκορα, δείχνει την ουσία (και το ζητούμενο) των γεφυρισμών, που χαρακτηρίζει την έκφραση του Αριστοφάνους, και κατατείνει στον τονισμό της δημιουργικότητας μέσα από τα όργανα, που χρησιμοποιούν τα πρωτεύοντα θηλαστικά για τη διαιώνιση του είδους τους. Έτσι η λ. κόκκος σημαίνει σαν έννοια Α:
1) την κοχενίλλη, το ζωύφιο της δρυός, που δίνει την κόκκινη βαφή
2) το κόκκινο χρώμα
3) το γυναικείο μόριο
4) τους όρχεις (στον πληθυντικό: κόκκοι)
Στη συνέχεια η λ. κόκκυξ σημαίνει, σαν έννοια Β:
1) το πουλί που ξέρουμε σαν κούκκο
2) το ιερό πτηνό της Ήρας, που κάθεται στο σκήπτρο της (πρβλ. κοκκοβάρη = γλαυξ = κριγή, η κουκουβάγια της Αθηνάς)
3) τον τραυλό, σαν παρωνύμιο του Βάττιος
4) είδος ιχθύος, που ο ψόφος του μοιάζει με του κούκκου
5) τον όλυνθο, είδους σύκου που ωριμάζει πρόωρα
(πρβλ. την Όλυνθο, πόλη στη Χαλκιδική, σύμμαχο των Αθηναίων, και τις επιθέσεις του Φιλίππου Β' εναντίον της, με την προσέγγιση του Φιλίππου στον Βαρθολομαίο ή Ναθαναήλ, που κάθεται κάτω από τη συκιά)
6) το ιερόν οστούν, απ' όπου αρχίζουν οι 33 σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης
7) σημάδι πάνω στον ώμο του ίππου (αντιπρβλ. ζέαν στο Κεφ. 13: ο Μυστικός Δείπνος)
Στη συνέχεια η λ. κοκκύαι (ή κοκύαι) σημαίνει, σαν έννοια Γ, 1) τους προγόνους (στα ιωνικά), σαν «ήδη κεκομμένους» και 2) την ανεμώνη, συνώνυμη λ. της κοκκυγίας, ώστε ο συνδυασμός Β3 & Β4 με το Γ2 παραπέμπει στον κοκκύτη, την ενοχλητική και επικίνδυνη ασθένεια, που την καταπολεμούσαν με την ειδική ουσία της ανεμώνας ή αγριοπαπαρούνας.
Ο συνδυασμός Γ1 προς Α3 προς Β2 προς Β5 δείχνει τη λειτουργικότητα της Ήρας, σαν κυρίας (lady) του νομίμου γάμου, με το περιεχόμενο της 1ης Εντολής: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε».
Περαιτέρω η λ. κοκκίς, σαν έννοια Ε, σημαίνει: 1) τον αίγειρο 2) τις κόκκινες εμβάδες και 3) την κεγχραμίδα του σύκου.
Επομένως η Νεφελοκοκκυγία αναλύεται στις έννοιες Νεφέλη (βλ. Γ1 ως μήτηρ του Φρίξου και της Έλλης) και κοκκυγία (βλ. Γ2), προκειμένου ο νυμφίος Πισθέταιρος να ενωθή με τη Βασιλεία (βλ. ΧV: Το κείμενο της Ρωσέττης) υπό την επιτήρηση του έποπος Τηρέως (πρβλ. έποπα στο Ζαχ. Ε' 9 προς τις αποτρεπτικές εντολές του παλαιοδιαθικικού κειμένου: «βδελύξεσθε» (Λευ. ΙΑ, 19) και «ου φάγεσθε» (Δευτ. ΙΔ, 17)
________________
* Βλ. και θεότητα Αχιγιάβα στην Μ. Ασία προς Αχιγιάβα – οι Έλληνες (βλ. και «Πελασγικά» Θωμόπουλου) στη γλώσσα της Μ. Ασίας.
** Ο Ζευς τιμώμενος στα Νάια της Δωδώνης ως Νάιος, μας θυμίζει τη λ.νάγια, συνώνυμη της λ. κόμπρα, δηλ. το φίδι που παριστάνεται σαν ουραίον (uraeus) στο στέμμα του Φαραώ, τον «δράκοντα (= φίδι) τον μέγαν»(Ιεζ. ΚΘ', 3). Βλέποντας πως στο κείμενο της Ρωσέτης τα «βασίλεια» συνάπτονται με την ασπίδα, πρέπει να υποθέσουμε πως η λ. ασπίς σημαίνει την κόμπρα, φίδι που θεωρείται (η ασπίς) ιθαγενές της Λιβύης, όπως και η έφα ιθαγενές της αιγυπτιακής ερήμου.
*** Η έννοια της Γέφυρας, στην Κανά (= κόκκινο ή κόκκος) αποτελεί καθοριστικό και καταλυτικό στοιχείο στο βιβλίο του Ατταλί. Οι κωδικοί SY και UR βασίζονται στην ιδιοτυπία των 22 γραμμάτων του εβραϊκού αλφαβήτου (3 Μητέρες, 7 Διπλά και 12 Απλά) ή καρτών της Μ. Αρκάνας (βλ. Ε: Παράρτημα, Κείμενο VIII περί Αρτέμιδος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου