Ταξίδευα κάποτε στην Καλαβρία, ένα τόπο μοχθηρών ανθρώπων που, όπως πιστεύω, μισούν τους πάντες και ιδιαίτερα τους Γάλλους. Το γιατί, θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο να σας το εξηγήσω, φτάνει όμως να σας πω ότι μας εχθρεύονται θανάσιμα κι ότι όποιος πέφτερι στα χέρια τους δεν έχει να λέει ότι καλοπέρασε.
Είχα για συντροφιά μου έναν έφηβο που το πρόσωπό του – παίρνω όρκο, ήταν ολόιδιο μ' εκείνου του κυρίου που είχαμε συναντήσει στο Κίνσυ, θυμάστε, κι ίσως ακόμη ομορφότερο – δεν το λέω για να σας τραβήξω την προσοχή αλλά γιατί έτσι είναι.
Σ' εκείνα τα βουνά οι δρόμοι είναι απόκρημνοι. Τ' άλογά μας προχωρούσαν με δυσκολία. Ο νέος πήγαινε πρώτος. Ένα μονοπάτι που του φάνηκε συντομότερο και πιο βατό μας έκανε να ξεστρατίσουμε. Το λάθος ήταν δικό μου. Έπρεπε να 'χα εμπιστευτεί ένα μυαλουδάκι είκοσι χρονών; Κι ενώ έπεφτε το σούρουπο, εμείς προσπαθούσαμε να βρούμε το δρόμο μας μέσα στο δάσος, όσο όμως προσπαθούσαμε τόσο περισσότερο μπερδευόμασταν κι ήταν πια πίσσα σκοτάδι όταν φτάσαμε μπροστά σ' ένα ύποπτο και ζοφερό σπίτι. Μπήκαμε όχι χωρίς φόβο, ωστόσο τι μπορούσαμε να κάνουμε; Βρήκαμε μια ολάκερη οικογένεια ανθρακωρύχων στο τραπέζι. Μας κάλεσαν αμέσως να τους συντροφέψουμε. Ο φίλος μου δε δίστασε καθόλου: ριχτήκαμε λοιπόν στο πιοτό και το φαΐ. Ή τουλάχιστον εκείνος γιατί εγώ εξέταζα το μέρος και τις φυσιογνωμίες των οικοδεσποτών μας. Έμοιαζαν βέβαια με ανθρακωρύχους όμως το σπίτι είχε την όψη οπλοστασίου. Δεν έβλεπε κανείς τίποτε άλλο παρά όπλα, πιστόλια, σπαθιά, δίκοπα και κυνηγετικά μαχαίρια. Όλα αυτά με στενοχωρούσαν κι αντιλήφθηκα ότι κι εγώ στενοχωρούσα την ομήγυρη. Ο σύντροφός μου αντίθετα είχε γίνει ένα με την οικογένεια, γελούσε και συζητούσε μαζί τους και με μια απερισκεψία που έπρεπε να είχα προβλέψει, δήλωσε αμέσως από που ερχόμασταν, που πηγαίναμε κι ότι είμαστε Γάλλοι. Για σκεφτείτε! Ανάμεσα στους πιο θανάσιμους εχθρούς μας, μόνοι, μακριά απ' το δρόμο μας, μακριά από κάθε βοήθεια! Κι έπειτα, για να μην παραλείψει τίποτε που θα βοηθούσε στην καταστροφή μας, άρχισε να παρασταίνει τον πλούσιο και τους έταξε λαγούς με πετραχείλια για τις υπηρεσίες τους. Ύστερα μίλησε για το βαλιτσάκι του, παρακαλώντας να το φροντίσουν και να το βάλουν στο κεφάλι του κρεβατιού του σαν προσκεφάλι. Ω, νεολαία! Νεολαία! Είσαι για λύπηση! Θα νόμιζε κανείς ότι μεταφέραμε τα διαμάντια του στέμματος. Αυτό που τον ένοιαζε τόσο πολύ για το βαλιτσάκι του ήταν τα γράμματα της ερωμένης του.
Όταν τέλειωσε το δείπνο μας άφησαν. Οι οικοδεσπότες μας κοιμόντουσαν στο κάτω πάτωμα, εμείς στο πάνω, εκεί που είχαμε φάει. Ένα πατάρι, γύρω στα τρία μέτρα απ' το δάπεδο, όπου ανέβαινε κανείς από μια σκάλα, θα ήταν η κρεβατοκάμαρά μας. Ήταν κάτι σα φωλιά όπου για να φτάσουμε έπρεπε να συρθούμε κάτω από δοκάρια γεμάτα προμήθειες για όλο το χρόνο. Ο σύντροφός μου ανέβηκε μόνος και, μισοκοιμισμένος κιόλας, ξάπλωσε με το κεφάλι του πάνω στο πολύτιμο βαλιτσάκι. Εγώ, έχοντας αποφασίσει να μην κοιμηθώ, έριξα ξύλα στη φωτιά και κάθισα κοντά της.
Η νύχτα είχε σχεδόν περάσει χωρίς κανένα επεισόδιο, κι άρχισα να νιώθω ήρεμος. Τότε, όταν πια το χάραμα, δε θ' αργούσε, άκουσα τον οικοδεσπότη και τη γυναίκα του να μιλούν και να λογομαχούν από κάτω. Κολλώντας το αφτί μου στην καμινάδα που επικοινωνούσε με το κάτω δωμάτιο, άκουσα ολοκάθαρα αυτές τις λέξεις απ' τον άντρα: «Λοιπόν, για να δούμε, πρέπει να τους σκοτώσουμε και τους δύο;» Σ' αυτό η γυναίκα του απάντησε «Ναι». Κι ύστερα δεν άκουσα τίποτ' άλλο.
Πως να συνεχίσω; Έμεινα με κομμένη την ανάσα, παγωμένος σα μάρμαρο. Αν με βλέπατε, δύσκολα θ' αποφασίζατε αν ήμουν ζωντανός ή νεκρός. Θεέ μου! Τώρα που το σκέφτομαι! Οι δυό μας, σχεδόν άοπλοι, εναντίον δώδεκα ή δεκαπέντε που είχαν ένα σωρό όπλα! Κι ο φίλος μου πτώμα απ' τη νύστα και την κούραση! Να τον φώναζα ή να έκανα θόρυβο, δεν το τολμούσα. Πάλι να φύγω μόνος, ήταν αδύνατο. Το παράθυρο δεν ήταν ψηλό, στον κήπο όμως υπήρχαν δυό τεράστια σκυλιά που ούρλιαζαν σα λύκοι. Μπορείτε να φανταστείτε την αγωνία μου. Όταν πέρασε ένα ατέλειωτο τέταρτο, άκουσα κάποιον ν' ανεβαίνει τις σκάλες κι απ' τη χαραμάδα της πόρτας είδα τον πατέρα, με τη λάμπα στο ένα χέρι κι ένα απ' τα μακριά μαχαίρια του στο άλλο. Ανέβηκε με τη γυναίκα πίσω του ενώ εγώ είχα κρυφτεί πίσω απ' την πόρτα. Την άνοιξε αλλά πριν μπει άφησε κάτω τη λάμπα που την πήρε η γυναίκα του. Ύστερα μπήκε μέσα, ξιπόλητος, ενώ απέξω η γυναίκα του του είπε χαμηλόφωνα, σκεπάζοντας το φως της λάμπας με το χέρι της: «Πρόσεχε, μην κάνεις θόρυβο».
Ο άντρας της έφτασε στη σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι, τη σκαρφάλωσε με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια του και, φτάνοντας στο ύψος του κρεβατιού – ο άμοιρος νέος κειτόταν με το λαιμό του γυμνό – πήρε με το ένα χέρι το μαχαίρι και με το άλλο – ω! - άρπαξε ένα κομμάτι χοιρινό που κρεμόταν απ' την οροφή, έκοψε μια φέτα, και ξαναβγήκε απ' το δωμάτιο όπως είχε έρθει. Η πόρτα έκλεισε, η λάμπα εξαφανίστηκε, κι εγώ έμεινα μόνος με τις σκέψεις μου.
Μόλις ξημέρωσε, όλη η οικογένεια ήρθε με φωνές να μας ξυπνήσει όπως είχαμε ζητήσει. Μας έφεραν κάτι να φάμε, ένα θαυμάσιο πρωινό, σας βεβαιώνω. Εκτός των άλλων το αποτελούσαν και δυό κοκόροι που, όπως μας είπε ο οικοδεσπότης, θα τρώγαμε τον ένα και θα παίρναμε μαζί μας τον άλλο. Όταν τους είδα κατάλαβα την έννοια εκείνης της απαίσιας φράσης «Πρέπει να τους σκοτώσουμε και τους δύο;» και νομίζω πως έχετε αρκετή εξυπνάδα για να μαντέψετε κι εσείς τι σήμαινε.
ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΔΙΑΦΟΡΟΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου