.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Το λεωφορείο 975 - Boris Vian



1.
Ο Αμαντής Ντουντού τραβούσε ανόρεχτα το δρόμο του, στο πιο μακρύ από τα σοκάκια που έκοβαν δρόμο για τη στάση του λεωφορείου 975. Καθημερινά, έπρεπε να δίνει τρισήμισυ εισητήρια, γιατί πηδούσε πριν από τη στάση, ψαχούλεψε λοιπόν το τσεπάκι του γελέκου του να δει αν του έμενα ακόμα. Μάλιστα. Πάνω σ' ένα σωρό σκουπίδια είδε ένα πουλί που ράμφιζε μέσα σε τρία άδεια κονσερβοκούτια και πέτυχε να παίξει την αρχή από τους Βαρκάρηδες του Βόλγα. Σταμάτησε, αλλά το πουλί χτύπησε μια φάλτσα νότα και πέταξε καταθυμωμένο, μουρμουρίζοντας ανάμεσα στο ράμφος του πουλίστικα βρωμόλογα. Ο Αμαντής Ντουντού συνέχισε το δρόμο του τραγουδώντας τη συνέχεια, μα έκανε ένα φάλτσο και βάλθηκε να βλαστημάει.
Είχε ήλιο, όχι και πολύ, αλλά τον είχε ακριβώς κόντρα και η άκρη του δρομάκου γυάλιζε θαμπά, γιατί το καλντερίμι ήταν γλοιτσιασμένο. Το τέρμα δεν μπορούσε να το δει, γιατί το σοκάκι έστριβε δυό φορές, δεξιά, πιο κάτω αριστερά. Γυναίκες με φουσκωμένους νωχελικούς πόθους πρόβαιναν στα κατώφλια, με τις ρόμπες ανοιχτές πάνω σε ξεδιάντροπα ντεκολτέ και άδειαζαν τους σκουπιδοντενεκέδες τους εκεί μπροστά τους. Έπειτα χτύπησαν όλες μαζί τους πάτους των ντενεκέδων που έκαναν σαν ταμπούρλο και, όπως πάντα, ο Αμαντής ρύθμισε το βήμα του με τον ήχο. Γι' αυτό ίσα – ίσα προτιμούσε να περνάει από τούτο το σοκάκι. Του θύμιζε τον καιρό που έκανε φαντάρος με τους Αμερικαναράδες, τότε που έτρωγαν πίνατς μπάτερ μέσα σε ντενεκεδόκουτα σαν εκείνα που ράμφιζε το πουλί, μόνο πιο μεγάλα. Τα σκουπίδια έπεφταν σηκώνοντας σύννεφο τη σκόνη. Του άρεσε αυτό γιατί έτσι γινόταν ορατός ο ήλιος. Αν έκρινε κανείς από τον ίσκιο του κόκκινου φαναριού μπροστά στο μεγάλο σπίτι με το νούμερο έξη, όπου έμεναν αστυφύλακες καμουφλαρισμένοι (ήταν πραγματικά αστυνομικό τμήμα. Οπότε το διπλανό μπορντέλλο, για να διασκεδάζει τις υποψίες, είχε ένα μπλε φανάρι), η ώρα κόντευε κάπου οχτώ και εικοσιεννιά. Του έμενε ακόμα ένα λεφτό για να είναι στην ώρα του στη στάση, που μας κάνει ακριβώς εξήντα βήματα του ενός δευτερολέφτου, αλλά ο Αμαντής έκανε πέντε βήματα στα τέσσερα δευτερόλεφτα και ο λογαριασμός πολύπλοκος πια, μπερδεύτηκε μέσα στο κεφάλι του. Αργότερα αποβλήθηκε κανονικά με τα ούρα του, κάνοντας τοκ πάνω στην πορσελάνη. Αλλά πολύ αργότερα.
Στη στάση του 975 ήταν κιόλας πέντε άτομα κι ανέβηκαν όλοι στο πρώτο 975 που πέρασε, αλλά ο εισπράχτορας δεν άφησε τον Ντουντού ν' ανέβει. Μ' όλο που ετούτος του έδειξε ένα χαρτάκι που έφτανε να του ρίξει κανείς μια ματιά για να βεβαιωθεί ότι ο κάτοχός του ήταν ο έχτος, το λεωφορείο είχε διαθέσιμες μόνο πέντε θέσεις και του το 'δειξε με τέσσερις πορδές του μοτέρ καθώς έβαζε μπρος. Το λεωφορείο ξεκίνησε σιγά – σιγά και τα οπίσθιά του σέρνονταν καταγής πετώντας μάτσα σπίθες καθώς τρίβονταν στα φουσκωτά πλακάκια του λιθόστρωτου. Μερικοί οδηγοί κολλούσαν στο πίσω μέρος του σασί τσακμακόπετρες για να γίνεται πιο όμορφο (ήταν πάντα οι οδηγοί του λεωφορείου που ακολουθούσε).
Δεύτερο 975 σταμάτησε μπροστά στη μύτη του Αμαντή. Ήταν φίσκα κι αγκομαχούσε. Κατέβηκε μια χοντρή κι ένα φτυάρι ζαχαροπλαστικής στα χέρια ενός κοντόσωμου κυρίου σχεδόν πεθαμένου. Ο Αμαντής Ντουντού γράπωσε το κάγκελο κι άπλωσε το χέρι του με το εισιτήριο, μα ο εισπράχτορας του κοπάνισε τα δάχτυλα με την πένσα του.
-Παράτα το! του φώναξε.
-Μα κατεβήκανε τρεις! διαμαρτυρήθηκε ο Αμαντής.
-Ήταν υπεράριθμοι, είπε ο υπάλληλος σ' εμπιστευτικό ύφος και του 'κλεισε το μάτι κάνοντας μια αηδιαστική γκριμάτσα.
-Ψέμματα! αγανάχτησε ο Αμαντής.
-Αλήθεια, απάντησε ο εισπράχτορας και πήδηξε ψηλά αρπάζοντας το κορδόνι, όπου κρεμάστηκε για να πάρει μισή βόλτα και να δείξει τον πισινό του στον Αμαντή. Ο οδηγός έβαλε μπρος, γιατί ένιωσε το τράβηγμα του ροζ κορδονέττου που ήταν δεμένο στ' αυτί του.
Ο Αμαντής κύτταξε το ρολόι του κι έκανε ένα «μπουπ!», για ν' αναγκάσει το δείχτη να γυρίσει πίσω, αλλά μόνο ο δείχτης των δευτερολέφτων άρχισε να γυρίζει ανάποδα. Οι άλλοι συνέχιζαν κανονικά κι έτσι τα πράγματα δεν άλλαζαν. Στεκόταν στη μέση του δρόμου και κύτταζε το 975 που χανόταν, όταν ένα τρίτο έφτασε κι ο συγκρουστήρας του τον χτύπησε ακριβώς στα πισινά. Έπεσε κάτω κι αμέσως ο οδηγός προχώρησε λίγο για να σταθεί ακριβώς από πάνω του κι άνοιξε τη βρύση του ζεστού νερού που κατάβρεχε τώρα το σβέρκο του Αμαντή. Στ' αναμεταξύ δυό άτομα που είχαν αριθμό προτεραιότητας μεγαλύτερο από το δικό του ανέβηκαν, κι ότνα κατάφερε να σηκωθεί, το 975 απομακρυνόταν μπροστά του. Ο σβέρκος του ήταν κατακόκκινος κι ένιωθε να φουντώνει από το θυμό του. Θα πήγαινε καθυστερημένος σίγουρα. Είχαν έρθει στο μεταξύ τέσσερα πρόσωπα ακόμα, που πήραν νούμερα προτεραιότητας γυρίζοντας το μοχλό. Ο πέμπτος, ένας χοντρούλης νεαρός, φιλοδωρήθηκε επιπλέον με το μικρό μπούχισμα αρώματος που πρόσφερε η εταιρία ρεγάλο στο κάθε εκατοστό εισιτήριο. Τινάχτηκε μπροστά ουρλιάζοντας, γιατί το άρωμα ήταν καθαρό οινόπνευμα σχεδόν και το σπίρτο πονάει πολύ στα μάτια. Ένα 975, που περνούσε κείνη τη στιγμή από την αντίθετη κατεύθυνση, τον πάτησε υποχρωτικότατα για να δώσει τέλος στα βάσανά του, κι ο κόσμος είδε ότι το θύμα είχε μόλις φάει φράουλες.
Έφτασε ένα τέταρτο λεωφορείο με κάμποσες άδειες θέσεις. Μια γυναίκα που είχε έρθει μετά τον Αμαντή, προχώρησε δείχνοντας το νούμερό της. Ο εισπράχτορας ανάγγειλε φωναχτά.
-Ένα εκατομμύριο, πεντακόσιες εξη χιλιάδες εννιακόσια τρία!
-Έχω το εννιακόσα!...
-Εντάξει, είπε ο εισπράχτορας. Το ένα και το δύο!
-Έχω το τέσσερα, είπε ένας κύριος.
-Έχουμε το πέντε και το έξη, είπαν οι άλλοι δυό.
Ο Αμαντής είχε κιόλας ανεβεί, μα ο εισπράχτορας τον άδραξε από το γιακά.
-Το ψάρεψες από το δρόμο, ε; Κατέβαινε!
-Ναι, ναι, τον είδαμε! χαλούσαν τον κόσμο οι άλλοι. Μπουσουλούσε κάτω από το λεωφορείο.
Ο εισπράχτορας φούσκωσε το στήθος του σα διάνος και γκρέμισε τον Αμαντή στο δρόμο, τρυπώντας του τον αριστερό ώμο μ' ένα περιφρονητικό βλέμμα. Ο Αμαντής πηδούσε από τον πόνο του. Οι τέσσερις άλλοι ανέβηκαν και το λεωφορείο έφυγε σκυφτό, γιατί ένιωθε λίγο ντροπιασμένο.
Το πέμπτο πέρασε πλήρες κι οι επιβάτες έβγαλαν τη γλώσσα στον Αμαντή και στους άλλους που περίμεναν. Ακόμα κι ο εισπράχτορας έφτυσε κατά το μέρος του, αλλά η κακώς κεκτημένη ταχύτητα δεν ευνόησε τη φτυσιά, που δεν μπόρεσε να ξαναπέσει κάτω. Ο Αμαντής επιχείρησε να τη χτυπήσει στον αέρα με μια σκορδομυτιά κι αστόχησε. Ίδρωνε και ξίδρωνε, γιατί, χωρίς αστεία, όλη αυτή η ιστορία τον είχε κάνει έξαλλο από θυμό, κι όταν έχασε ακόμα το έχτο και το έβδομο, αποφάσισε να φύγει με τα πόδια. Θα προσπαθούσε να πάρει στην επόμενη στάση, όπου κατέβαιναν συνήθως περισσότεροι επιβάτες.
Ξεκίνησε βαδίζοντας λοξά επίτηδες, για να δείξει πως ήταν θυμωμένος. Έπρεπε να κάνει πάνω κάτω τετρακόσα μέτρα και, σ' αυτό το διάστημα, άλλα 975 των προσπέρασαν, άδεια σχεδόν. Τη στιγμή που έφτανε επιτέλους στο πράσινο μαγαζί, δέκα μέτρα πριν από τη στάση ξεμπούκαραν από μια αυλόπορτα, ακριβώς μπροστά του, εφτά νεαροί παππάδες και δώδεκα σκολιαρόπαιδα που κρατούσαν ειδωλολατρικά λάβαρα και πολύχρωμες κορδέλες. Παρατάχτηκαν στη στάση και οι παππάδες έβαλαν μπρος δυό σφεντόνες που εκτόξευαν όστιες για να κόψουν την όρεξη στους υποψήφιους επιβάτες του 975. Ο Αμαντής Ντουντού έψαχνε να θυμηθεί το σύνθημα, μα είχαν περάσει τόσα χρόνια από τον καιρό που πήγαινε στο κατηχητικό και δεν μπόρεσε να το θυμηθεί. Δοκίμασε να πλησιάσει περπατώντας με τα πίσω, μα έφαγε στην πλάτη μια σβουριχτή όστια, σφεντονισμένη με τόση δύναμη που του κόπηκε η ανάσα κι άρχισε να βήχει. Οι παππάδες γελούσαν και στριφογύριζαν δραστήρια γύρω από τις οστιοσφεντόνες που έφτυναν βλήματα αδιάκοπα. Πέρασαν δυό 975 και τα πιτσιρίκια έπιασαν σχεδόν όλες τις άδειες θέσεις. Στο δεύτερο έμεναν ακόμα μερικές, αλλά ένας παππάς στάθηκε στον εξώστη του λεωφορείου και τον εμπόδισε ν' ανέβει, έτσι που όταν ξαναγύρισε για να πάρει αριθμό, είχαν κιόλας πάρει σειρά έξη άτομα πριν απ' αυτόν, κι απελπίστηκε. Έτρεξε λοιπόν μ' όλη του τη φόρα προς την επόμενη στάση. Σ' αρκετή απόσταση μπροστά του, ξεδιάκρινε το πίσω του 975 με το στρόβιλο από σπίθες που άφηνε κι αμέσως έπεσε πρυνηδόν, γιατί ο παππάς τον σημάδευε με τη σφεντόνα. Άκουσε την όστια να περνάει από πάνω του αφήνοντας ένα σφύριγμα μεταξιού που καίγεται κι ύστερα να κατρακυλάει στο χαντάκι.
Ο Αμαντής σηκώθηκε καταλερωμένος. Δίσταζε λίγο να πάει στο γραφείο του σ' αυτή την κατάσταση, αν όμως δεν χτυπούσε κάρτα... τι χαμπάρια; Τον πονούσε η κλείδωση του δεξιού γοφού και δοκίμασε να χώσει μια καρφίτσα στο μάγουλό του για να του περάσει ο πόνος. Ένα από τα χόμπυ του ήταν και η μελέτη της βελονοθεραπείας στα έργα του ιατρού Μποτάκη ντε Πεθάν. Μα δυστυχώς, δεν σημάδεψε καλά και θεραπεύτηκε από μια νεφρίτιδα της γάμπας που δεν υπήρχε ακόμα, πράγμα που τον καθυστέρησε. Όταν έφτασε στην επόμενη στάση, είχε ακόμα πολύ κόσμο που σχημάτιζε ένα εχθρικό τείχος γύρω από τον αυτόματο διανομέα των αριθμών.
Ο Αμαντής Ντουντού στάθηκε στην απόσταση που επέβαλε η περίσταση κι επωφελήθηκε για να συλλογιστεί ήρεμα σ' αυτή την ήσυχη στιγμή:
-Αφ' ενός, αν προχωρούσε ακόμα μια στάση, δεν θάξιζε πια τον κόπο να πάρει το λεωφορείο, γιατί θα ήταν τόσο καθυστερημένος που.
-Αφ' ετέρου, αν έκανε τα πίσω – μπρός, θα ξανάρχιζε να βρίσκει μπροστά του παππάδες.
-Αφέ τρίτου, ήθελε να πάρει το λεωφορείο.
Γέλασε σαρδώνεια, γιατί, στην προσπάθειά του να μη βιάσει τα πράγματα, παράλειψε επίτηδες να κάνει οποιαδήποτε λογική σκέψη, και ξαναπήρε το δρόμο για την επόμενη στάση. Βάδιζε ακόμα πιο καβουρίσια τώρα, ήταν ολοφάνερο πως ο θυμός του όχι μόνο δεν καταλάγιασε, μα ίσα – ίσα φούντωνε.
Το 975 του γαργάλησε τ' αυτί μ' ένα ροχαλητό τη στιγμή που έφτανε σχεδόν στον πάσσαλο της στάσης, όπου δεν περίμενε κανένας. Σήκωσε το χέρι του, μα πολύ αργά, ο οδηγός δεν τον είδε καθόλου και πέρασε τη στάση πατώντας χαρούμενα γκάζι.
-Φτου! Σκατά! Ξέσπασε ο Αμαντής Ντουντού.
-Πράγματι, συμφώνησε ένας κύριος που έφτασε δεύτερος.
-Μη μου πείτε ότι δεν το κάνουν επίτηδες! Συνέχισε αγαναχτισμένος ο Αμαντής.
-Αχά! Έκανε ο άλλος. Ώστε το κάνουν επίτηδες;
-Είμαι πεπεισμένος! Απάντησε ο Αμαντής.
-Ακραδάντως;
-Άνευ φόβου και πάθους.
-Θα παίρνατε και όρκο;
-Ακούς εκεί! Βεβαιότατα! Είπε ο Αμαντής. Πίσω μου σ' έχω σατανά! Αν θα ορκιζόμουνα λέει. Αϊσιχτίρ!
-Για ορκιστείτε να δούμε, είπε ο κύριος.
-Ορκίζομαι, είπε ο Αμαντής κι έφτυσε μέσα στην παλάμη του κυρίου, καθώς εκείνος έκανε να την ακουμπήσει στα χείλια του για φίλημα.
-Γάιδαρε! Ξέσπασε ο κύριος. Έβρισες τον οδηγό του 975. Σου κόβω πρόστιμο.
-Πως; ξαφνιάστηκε ο Αμαντής.
Ο τουπές του έπεσε μονομιάς.
-Είμαι αρμόδιος, είπε ο φίλος, κι έφερε μπροστά το γείσο του κασκέττου που τόχε ως εκείνη τη στιγμή κρυμμένο πίσω. Ήταν ελεγκτής του 975.
Ο Αμαντής έριξε γρήγορα βλέμματα δεξιά κι αριστερά κι ακούγοντας το χαρακτηριστικό θόρυβο, τινάχτηκε για να πηδήξει στο καινούργιο 975 που σερνόταν δίπλα του. Έπεσε πάνω στον εξώστη του λεωφορείου με τέτοιο τρόπο που τρύπησε το σανίδωμα και περνώντας από μέσα, σφηνώθηκε στο λιθόστρωτο του δρόμου σε κάμποσες παλάμες βάθος. Μόλις που πρόλαβε να σκύψει το κεφάλι του, σ' ένα κλάσμα δευτερολέφτου το πίσω μέρος του λεωφορείου περνούσε από πάνω του. Ο ελεγκτής τον τράβηξε από το λάκκο και τον έβαλε να πληρώσει το πρόστιμο, ενώ στο μεταξύ έχανε δύο ακόμα λεωφορεία. Βλέποντας το πράγμα, αμολύθηκε για την επόμενη στάση, αυτό φαίνεται αφύσικο κι ωστόσο γίνεται.
Έφτασε χωρίς δυσκολία, κατάλαβε όμως ότι δεν έμεναν πια παρά τρακόσα μέτρα ως το γραφείο του. Να παρει το λεωφορείο για τόσο δα...
Πέρασε λοιπόν απέναντι και ξανάκανε τον ίδιο δρόμο ανάποδα, από το πεζοδρόμιο, για να πάρει το λεωφορείο από μια απόσταση που θ' άξιζε τον κόπο.

2.
Έφτασε γρήγορα στο σημείο όπου ξεκινούσε κάθε πρωί κι αποφάσισε να συνεχίσει, γιατί δεν ήξερε καλά το υπόλοιπο μέρος της διαδρομής. Του φαινόταν πως είχε πολύ υλικό για να κάνει εύστοχες παρατηρήσεις γι' αυτό το κομμάτι της πόλης. Δεν ξεχνούσε τον άμεσο αντικειμενικό του σκοπό, να πάρει το λεωφορείο, μα ήθελε να 'χει ένα κέρδος από τα δυσάρεστα απρόοπτα που του έπεφταν βροχή από το πρωί. Η διαδρομή του 975 ήταν πολύ μακρυά κι ένα σωρό πράγματα παραπάνω από απλώς ενδιαφέροντα παρουσιάζονταν συνέχεια μπροστά στα μάτια του. Μα η τσαντήλα του δεν έλεγε να φύγει. Μετρούσε τα δέντρα, χάνοντας συνεχώς το λογαριασμό, για να του πέσει η αρτηριακή πίεση που την ένιωθε να πλησιάζει στο κρίσιμο σημείο και χτυπούσε με την παλάμη το αριστερό του μπούτι στο ρυθμό στρατιωτικών εμβατηρίων της μόδας, για να ρυθμίζει το βήμα του. Κι είδε μια μεγάλη πλατεία με χτίρια μεσαιωνικά ολόγυρα, μα που είχαν παλιώσει από τότε. Ήταν το τέρμα του 975. Ένιωσε να ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του κι αλαφρός σαν εκκρεμές πήδηξε στο σκαλοπάτι της αποβάθρας. Ένας υπάλληλος έκοψε το σκοινί που κρατούσε ακόμα τη μηχανή κι ο Αμαντής την ένιωσε να κυλάει.
Γυρίζοντας το βλέμμα προς τα πίσω, είδε τον υπάλληλο να τρώει κατάμουτρα την άκρη του σκοινιού και να του φεύγει ένα κομμάτι μύτη μέσα σε καταρράχτη πετάλων σαρκόπτερων.
Το μοτέρ γουργούριζε σα γάτος κοιμισμένος, γιατί το είχαν μόλις ταΐσει μια καλή πιατιά κόκκαλα από γατόψαρα. Ο Αμαντής, καθισμένος στην πίσω δεξιά γωνία, απολάμβανε το λεωφορείο ολομόναχος. Ο εισπράχτορας στη θέση του γύριζε αφηρημένα το χερούλι του μηχανήματος που σφραγίζει τα εισιτήρια, αφού προηγούμενα τόχε συνδέσει με την εσωτερική ρομβία και η μελωδία νανούριζε τον Αμαντή. Το τρέμολο του σιδερένιου σκελετού περνούσε στο κορμί του όταν το πίσω του λεωφορείου άγγιζε το λιθόστρωτο και το τριζοβόλημα που έκαναν οι σπίθες ακομπανιάριζε τη μικρή μονότονη μουσική. Τα μαγαζιά έφευγαν σαν τραίνο μέσα σε μαρμαρυγή λαμπερών χρωμάτων. Ναρκισσευόταν βλέποντας το είδωλό του μέσα στους μεγάλους καθρέφτες στις βιτρίνες, μα κοκκίνησε από ντροπή όταν είδε τον εαυτό του να επωφελείται από τη βολική του αυτή θέση για να σουφρώνει είδη της βιτρίνας και γύρισε από την άλλη μεριά.
Το ότι ο οδηγός δεν έκανε ακόμα καμιά στάση δεν τον παραξένεψε, σ' αυτή την προχωρημένη ώρα του πρωινού κανένας δεν πήγαινε πια στο γραφείο του. Ο εισπράχτορας αποκοιμήθηκε και γλίστρησε κατάχαμα, όπου μέσα στον ύπνο του έψαξε να βρει μια πιο βολική θέση. Ο Αμαντής ένιωθε να τον πιάνει ένα είδος ακαταμάχητης υπνηλίας που τον διαπερνούσε σαν ολέθριο δηλητήριο. Μάζεψε τα πόδια του που ήταν απλωμένα μπροστά και τ' ακούμπησε πάνω στο απέναντι κάθισμα. Τα δέντρα έλαμπαν στον ήλιο όπως τα μαγαζιά, το δροσερό φύλλωμα τους χάιδευε τη στέγη του λεωφορείου με τον ίδιο θόρυβο που κάνουν τα θαλασσινά φυτά στον πάτο μιας βάρκας. Το τραμπάλισμα του αυτοκινήτου νανούριζε τον Αμαντή. Συνέχιζε πάντα, χωρίς να σταματήσει. Είδε ότι είχε περάσει τη στάση του γραφείου του, ακριβώς τη στιγμή που βυθιζόταν στον ύπνο κι αυτή η τελευταία διαπίστωση μόλις που τον ανησύχησε.
Όταν ξύπνησε, κυλούσαν ακόμα, έξω το φως είχε λιγοστέψει. Κύτταξε το δρόμο. Από τα δύο κανάλια με το μολυβί νερό που ξετυλίγονταν παράλληλα δεξιά κι αριστερά του, αναγνώρισε την Εθνική οδό της Επιβιβάσεως και περιεργάστηκε για λίγο το θέαμα. Αναρωτιόταν αν τα εισιτήρια που του έμεναν ήταν αρκετά για να πληρώσει. Γύρισε και κύτταξε τον εισπράχτορα. Σκανταλισμένος από ένα ερωτικό όνειρο μεγάλου βεληνεκούς, ο άνθρωπος παράδερνε δώθε κείθε και τελικά τυλίχτηκε σαν κισσός γύρω στο ελαφρό νικέλινο κάγκελο που υποστήριζε τη στέγη. Δεν ξύπνησε ωστόσο. Ο Αμαντής συλλογίστηκε πως η ζωή του εισπράχτορα θα είναι πολύ κουραστική και σηκώθηκε για να ξεμουδιάσει. Έκανε τη σκέψη ότι το λεωφορείο δεν είχε σταματήσει καθόλου, γιατί δεν έβλεπε άλλον επιβάτη. Είχε όλο το χώρο να βολτατζάρει με την άνεσή του. Περπάτησε από πίσω μπρος, ύστερα γύρισε πίσωκι ο θόρυβος που έκανε κατεβαίνοντας το σκαλοπάτι ξύπνησε τον εισπράχτορα. Ετούτος γονάτισε μονομιάς και στριφογύρισε τη μανιβέλλα της μάκινας με φούρια, σημαδεύοντας και κάνοντας με το στόμα μπαμπαμπάμ.
Ο Αμαντής του 'δωσε ένα χτυπηματάκι στον ώμο κι ο εισπράχτορας τον γάζωσε με μια βολή εκ του συστάδην, τότε κι εκείνος είπε «δεν παίζω» - ευτυχώς, ήταν στα ψέμματα. Ο άλλος έτριβε τα μάτια του αγουροξυπνημένος, σηκώθηκε.
-Που πάμε; ρώτησε ο Αμαντής.
Ο εισπράχτορας, που λεγόταν Διονύσης, έκανε μια χειρονομία που σήμαινε άγνοια.
-Που θες να ξέρω; απάντησε. Είναι ο οδηγός 21.239 κι είναι παλαβός.
-Δηλαδή; είπε ο Αμαντής.
-Δηλαδή, δεν μπορείς να ξέρεις ποτέ, με δαύτονε, πως θα τελειώσει η ιστορία. Κανένας δεν ανεβαίνει σε τούτο δω τ' αμάξι, συνήθως. Αλήθεια, πως ανεβήκατε;
-Όπως όλος ο κόσμος, είπε ο Αμαντής.
-Α, ξέρω, εξήγησε ο εισπράχτορας. Ήμουνα μισοκοιμισμένος σήμερα το πρωί.
-Δεν με είδατε; ρώτησε ο Αμαντής.
-Με τούτο τον οδηγό είναι βαρυεστημάρα, συνέχισε ο εισπράχτορας, γιατί δεν μπορείς να πεις μια κουβέντα, δεν καταλαβαίνει. Κι από πάνω είναι και μπουνταλάς, εδώ που τα λέμε.
-Είναι αξιολύπητος, είπε ο Αμαντής. Σωστή συμφορά.
-Βεβαιότατα, είπε ο εισπράχτορας. Άνθρωπος που θα μπορούσε να ψαρεύει με το καλάμι, και τι κάθεται και κάνει;...
-Οδηγεί λεωφορείο, πιστοποίησε ο Αμαντής.
-Ακριβώς! Συμφώνησε ο εισπράχτορας. Κόβει το μυαλό σας κι εσάς.
-Από τι τρελλάθηκε;
-Δεν ξέρω. Πέφτω πάντα με οδηγούς παλαβούς. Το βρίσκετε αστείο;
-Όχι δα!
-Τόχει η Εταιρία, είπε ο εισπράχτορας. Εξάλλου εκεί μέσα είναι όλοι τους για δέσιμο.
-Εσείς τη σκαπουλάρετε, παρατήρησε ο Αμαντής.
-Α, εγώ, εξήγησε ο εισπράχτορας, είναι διαφορετικό. Μ' εννοείτε, δεν είμαι παλαβός εγώ.
Ξέσπασε σε τέτοια γέλια που κόντευε να πάθει ασφυξία. Ο Αμαντής τα χρειάστηκε καθώς τον είδε να κυλιέται κατάχαμα, να μπλαβιάζει, ύστερα να γίνεται άσπρος σα χασές, ντούρος, μα καθυσήχασε γρήγορα βλέποντας ότι ο φίλος έκανε θέατρο: του 'κλεινε μάλιστα το μάτι, και με το ανοιχτό μάτι αναποδογυρισμένο, είναι πολύ νόστιμο. Σε λίγο, ο εισπράχτορας σηκώθηκε.
-Αστείος που είμαι! Είπε.
-Δεν παραξενεύομαι, απάντησε ο Αμαντής.
-Είναι άλλοι που είναι μουφλούζηδες, μα του λόγου μου όχι. Αλλιώτικα άντε να κάτσεις μ' ένα οδηγό σαν τον τύπο από δω...
-Ποιος δρόμος είν' αυτός;
Ο εισπράχτορας τον κοίταξε υποψιασμένα.
-Πως δηλαδή, δεν τον αναγνωρίσατε; Είναι η Εθνική οδός της Επιβιβάσεως. Την παίρνει μια φορά στις τρεις.
-Που πάει κανείς από δω;
-Να τα μας! Είπε ο εισπράχτορας. Σαχλαμαρίζω, είμαι καλός, κάνω το μάπα, κι από πάνω με ψωνίζετε.
-Μα δεν σας ψωνίζω καθόλου, του λέει ο Αμαντής.
-Πρώτον, λέει ο εισπράχτορας, αν δεν είχατε αναγνωρίσει το δρόμο, θα με είχατε ρωτήσει από την πρώτη στιγμή που είμαστε Ipso facto.
Ο Αμαντής δεν είπε τίποτα και ο εισπράχτορας συνέχισε.
-Δεύτερον, αφού την αναγνωρίσατε, ξέρετε που πάει... και τρίτον δεν έχετε εισιτήριο.
Άρχισε να γελάει, ολοφάνερα με το ζόρι. Ο Αμαντής ένιωθε στα καρφιά. Πραγματικά, δεν είχε εισιτήριο.
-Μπορώ ν' αγοράσω; ρώτησε.
-Συγνώμη, είπε ο εισπράχτορας. Πουλάω, αλλά για την κανονική διαδρομή. Ένα λεφτό.
-Τι μπορώ να κάνω λοιπόν; λέει ο Αμαντής.
-Α, τίποτα.
-Μα πρέπει νά 'χω ένα εισιτήριο.
-Μου το πληρώνετε ύστερα, πρότεινε ο εισπράχτορας. Ίσως ετούτος δω να μας αδειάσει μέσα στο κανάλι, έτσι δεν είναι; Κρατείστε λοιπόν καλύτερα τα λεφτά σας.
Ο Αμαντής δεν επέμεινε και προσπάθησε ν' αλλάξει κουβέντα.
-Έχετε ιδέα γιατί αυτός ο δρόμος λέγεται Εθνική οδός της Επιβιβάσεως;
Δίσταζε να προφέρει το όνομα του δρόμου και να ξαναφέρει το θέμα, γιατί φοβόταν μη θυμώσει πάλι ο εισπράχτορας. Ετούτος κύτταξε τα πόδια του με ύφος τεθλιμμένο και τα χέρια του ξανάπεσαν κατά μάκρος του κορμιού του. Τ' άφησε εκεί.
-Δεν ξέρετε; επέμεινε ο Αμαντής.
-Ε, λοιπόν, δεν ξέρω τίποτα απολύτως. Μα τίποτα, σου λέω. Γιατί δεν μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει δυνατότητα να μπαρκάρει παίρνοντας αυτό το δρόμο.
-Απο που περνάει;
-Κυττάξτε, έδειξε ο εισπράχτορας.
Ο Αμαντής είδε να 'ρχεται κατά πάνω τους ένας μεγάλος πάσσαλος με μια ταμπέλα εμαγιέ. Απάνω ήταν γραμμένο με ζωηρά γράμματα το όνομα Εξωποταμία, ένα βέλος και κάμποσες χιλιομετρικές αποστάσεις.
-Εκεί πάμε; Ώστε μπορεί να πάει κανείς εκεί δια ξηράς;
-Βεβαιότατα, είπε ο εισπράχτορας. Φτάνει να κάνεις το γύρο και να μην είσαι χέστης.
-Γιατί;
-Γιατί στο γυρισμό ακούς τον εξάψαλμο. Άλλος πληρώνει τη βενζίνα, νομίζω;
-Κατά τη γνώμη σας, ρώτησε ο Αμαντής, με τι ταχύτητα τρέχουμε;
-Φφφ, έκανε ο εισπράχτορας, θα φτάσουμε αύριο το πρωί.

3.
Κατά τις πέντε το πρωί, ο Αμαντής Ντουντού είχε τη έμπνευση να ξυπνήσει. Ήταν ό,τι έπρεπε, μπόρεσε να διαπιστώσει έτσι όπως βρισκόταν φρικαλέα κουβαριασμένος και τον πονούσε σουβλερά η πλάτη του. Ένιωθε το στόμα του να κολλάει, όπως όταν δεν έχει πλύνει κανείς τα δόντια του. Σηκώθηκε, έκανε μερικές κινήσεις για να ξεσκουριάσει τα μέλη του και βάλθηκε να κάνει την πρωινή του τουαλέττα, φροντίζοντας να μην πέσει στο οπτικό πεδίο του εισπράχτορα. Εκείνος, ξαπλωμένος ανάμεσα σε δύο καθίσματα, ονειροπολούσε γυρίζοντας το καβουρντιστήρι της ρομβίας του. Είχε ξημερώσει για καλά. Τα δαντελλωτά λάστιχα του αυτοκινήτου τραγουδούσαν πάνω στην άσφαλτο σαν τα πηνία μέσα στο ραδιόφωνο. Το μοτέρ βούιζε μονότονα, σίγουρο ότι θα 'χει τη μερίδα του το ψάρι την ώρα που έπρεπε. Ο Αμαντής το 'ριξε σε ασκήσεις άλματος εις μήκος για ν' απασχοληθεί σε κάτι και το τελευταίο πήδημα, με τη φόρα που πήρε, προσγειώθηκε ολοσούμπιτος πάνω στην κοιλιά του εισπράχτορα. Έκανε τέτοιο γκέλι, που με το κεφάλι του λακκούβιασε το ταβάνι του αυτοκινήτου, ύστερα έπεσε άχαρα σχεδόν καβάλλα πάνω στο πλαϊνό ακουμπηστήρι ενός καθίσματος. Σ' αυτή τη φάση, το ένα του πόδι ήταν αναγκαστικά πολύ ψηλά πάνω στο ακουμπηστήρι ενώ το άλλο μπορούσε ν' απλωθεί στο διάδρομο. Εκείνη τη στιγμή ίσα – ίσα, είδε έξω άλλη ταμπέλα: Εξωποταμία, δύο νούμερα. Έτρεξε προς το κουδούνι και πάτησε μια φορά αλλά παρατεταμένα. Το λεωφορείο έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Ο εισπράχτορας είχε σηκωθεί και στεκόταν ατημέλητα στην ιδιαίτερη θέση για τους εισπράχτορες, πίσω αριστερά κοντά στο κορδόνι, μα η πονεμένη του κοιλιά του αφαιρούσε κάτι από το κύρος του. Ο Αμαντής πέρασε το διάδρομο γεμάτος αυτοπεποίθηση και πήδηξε κάτω ελαφρός. Βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τον οδηγό. Εκείνος είχε μόλις αφήσει τη θέση του και πλησίαζε να δει τι έτρεχε. Μίλησε απότομα στον Αμαντή.
-Να κι ένας που αποφάσισε επιτέλους να χτυπήσει κουδούνι! Δεν είναι και πολύ νωρίς!
-Μάλιστα, συμφώνησε ο Αμαντής. Είναι κομμάτι μακρυά.
-Να πάρ' η οργή! Συνέχισε ο οδηγός. Κάθε φορά που παίρνω ένα 975, κανένας δε λέει να χτυπήσει το κουδούνι και, το πιο συνηθισμένο, ξαναγυρίζω χωρίς να σταματήσω ούτε μια φορά. Τη λέτε εσείς δουλειά αυτή;
Ο εισπράχτορας του 'κλεισε το μάτι πίσω από την πλάτη του οδηγού και χτύπησε το κούτελό του για να δώσει στον Αμαντή να καταλάβει ότι κάθε συζήτηση ήταν περιττή.
-Οι επιβάτες ξεχνιούνται ίσως, είπε ο Αμαντής, μια που ο άλλος περίμενε απάντηση.
Ο οδηγός χαχάνισε.
-Το βλέπετε πολύ καλά πως δεν είν' αυτός ο λόγος, γιατί εσείς χτυπήσατε το κουδούνι. Η αιτία του κακού...
Έσκυψε στ' αυτί του Αμαντή. Ο εισπράχτορας κατάλαβε ότι περίσσευε στην παρέα κι αλάργεψε χωρίς νάζια.
-... είναι αυτός ο εισπράχτορας, εξήγησε ο οδηγός.
-Α! έκανε ο Αμαντής.
-Δεν συμπαθεί τους επιβάτες. Τα βολεύει έτσι που να ξεκινάμε χωρίς επιβάτες και δεν πατάει ποτέ κουδούνι. Το ξέρω καλά.
-Έτσι είναι, συμφώνησε ο Αμαντής.
-Είναι τρελλός, καταλαβαίνετε, είπε ο οδηγός.
-Μπράβο... ψιθύρισε ο Αμαντής. Μου φάνηκε παράξενος εμένα.
-Είναι όλοι για δέσιμο στην Εταιρία.
-Καθόλου παράξενο!
-Εγώ, συνέχισε ο οδηγός, τους έχω του χεριού μου. Ανάμεσα στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος. Έχετε ένα μαχαίρι;
-Έχω ένα σουγιά.
-Μου τον δίνετε μια στιγμή;
Ο Αμαντής του τον έδωσε. Ο άλλος άνοιξε το σουγιά κι έχωσε τη μεγάλη λάμα στο μάτι του με δύναμη. Ύστερα τη γύρισε μέσα στην τρύπα. Πονούσε πολύ και φώναζε δυνατά. Ο Αμαντής τα χρειάστηκε και το 'βαλε στα πόδια, με τους αγκώνες κολλημένους στα πλευρά, ανοίγοντας τα κανιά του όσο μπορούσε. Δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή ν' αφήσει να χαθεί μια ευκαιρία για σωματική αγωγή. Πέρασε κάτι τούφες θάμνους αγκαθωτούς, γύρισε και κύτταξε. Ο οδηγός έκλεινε το σουγιά και τον έβαλε στην τσέπη του. Από τη θέση που βρισκόταν ο Αμαντής, έβλεπε ότι το αίμα είχε σταματήσει να τρέχει. Ο φίλος είχε κάνει την εγχείριση αριστοτεχνικά και φορούσε κιόλας ένα μαύρο επίδεσμο στο μάτι. Μέσα στο αυτοκίνητο, ο εισπράχτορας έκοβε βόλτες πάνω – κάτω – πάνω στο διάδρομο κι ο Αμαντής τον είδε μέσα από το τζάμι να συμβουλεύεται το ρολόι του. Ο οδηγός ξαναπήρε τη θέση του. Ο εισπράχτορας περίμενε λιγάκι, κύτταξε το ρολόι του μια φορά ακόμα και τράβηξε το κορδόνι πολλές φορές συνέχεια, ο συνάδελφός του κατάλαβε πως ήταν πλήρες και το βαρύ αμάξι ξεκίνησε μ' ένα θόρυβο που συνεχώς μεγάλωνε. Ο Αμαντής είδε να πετάγονται σπίθες και ο θόρυβος έπεσε, έσβυσε, χάθηκε. Την ίδια στιγμή το λεωφορείο χάθηκε από τα μάτια του κι ο ίδιος είχε έρθει στην Εξωποταμία, χωρίς να χαλάσει ούτ' ένα εισιτήριο.
Ξαναπήρε το δρόμο του. Δεν έπρεπε να χάνει καιρό, γιατί μπορεί ο εισπράχτορας να το θυμόταν ξαφνικά, κι ήθελε να κάνει οικονομίες.


BORIS VIAN
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΟ ΠΕΚΙΝΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ 1974

Δεν υπάρχουν σχόλια: