.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Η ΑΝΩΝΥΜΗ ΠΟΛΗ [Απόσπασμα] – H. P. LOVECRAFT



Όταν πλησίασα κοντά στην ανώνυμη πόλη κατάλαβα ότι ήταν καταραμένη. Διέσχιζα μια κατάξερη και τρομερή κοιλάδα κάτω από το φεγγάρι, και την είδα να ξεφυτρώνει μυστηριακή από τις άμμους πέρα μακριά, όπως τα μέρη ενός θαμμένου κουφαριού μπορεί να προεξείχαν από έναν κακοφτιαγμένο τάφο. Ο φόβος μιλούσε από τις χρονοφαγωμένες πέτρες αυτού του πανάρχαιου λειψάνου που είχε επιζήσει του κατακλυσμού, από αυτή την προ-γιαγιά της αρχαιότερης πυραμίδας. Και κάτι το αθέατο στην όλη ατμόσφαιρα με απωθούσε και με πρόσταζε να κάνω πίσω, να παραμείνω μακριά από αρχαία και ζοφερά μυστικά που κανένας άνθρωπος δε θα έπρεπε να δει, και τα οποία κανένας άλλος δεν είχε αποτολμήσει ποτέ να δει ως τότε.
Απόμακρη στην έρημο της Αραβίας κείται η ανώνυμη πόλη, αποσαθρωμένη και βουβή, με τους χαμηλούς τοίχους της σχεδόν κρυμμένους κάτω από τις άμμους αμέτρητων αιώνων. Θα πρέπει να βρισκόταν εκεί πριν μπουν οι πρώτες πέτρες των θεμελίων της Μέμφιδας, κι ενώ οι πλίνθοι της Βαβυλώνας δεν είχαν καν ψηθεί ακόμη. Δεν υπάρχει κανένας θρύλος τόσο παλιός που να της δίνει ένα όνομα, ή που να τη θυμάται καν ζωντανή. Αλλά μιλούν γι' αυτή ψιθυριστά γύρω από τις φωτιές των καταυλισμών, και οι γριές στις σκηνές των σεΐχηδων μουρμουρίζουν τόσα, έτσι ώστε όλες οι φυλές την αποφεύγουν δίχως να ξέρουν εντελώς το γιατί. Ήταν αυτό το μέρος που ο Αμπντούλ Αλχαζρέντ, ο τρελός ποιητής, ονειρεύτηκε πριν τραγουδήσει εκείνο το ανερμήνευτο δίστιχό του:
«Δεν είν' νεκρό εκείνο που αιώνια μπορεί να περιμένει,
Μα με το διάβα των παράξενων αιώνων ως κι ο θάνατος μπορεί να πεθαίνει».
Θα όφειλα να το ξέρω ότι οι Άραβες είχαν σοβαρούς λόγους που απέφευγαν την ανώνυμη πόλη, την πόλη για την οποία γινόταν λόγος σε παράξενες ιστορίες αλλά που κανείς ζωντανός άνθρωπος δεν την είχε δει. Ωστόσο εγώ τους αψήφισα και μπήκα στην απάτητη έρημο με την καμήλα μου. Μόνον εγώ την έχω δει, και είναι γι' αυτό που κανένα άλλο πρόσωπο δε φέρει τόσο απαίσιες γραμμές τρόμου όσο το δικό μου. Είναι γι' αυτό που κανένας άλλος δεν ανατριχιάζει τόσο φρικτά όταν ο νυχτερινός άνεμος κάνει τα παράθυρα να κροταλίζουν. Όταν την πρωτοαντίκρυσα στην αποτρόπαιη σιγαλιά του ατέλειωτου ύπνου της, η πόλη με κοίταξε, φαντάζοντας παγερή από τις αχτίδες του ψυχρού φεγγαριού καταμεσής στην κάψα της ερήμου. Και καθώς της ανταπέδιδα τη ματιά ξέχασα το θρίαμβό μου που την είχα βρει, και σταμάτησα επιτόπου με την καμήλα μου για να περιμένω την αυγή.
Περίμενα για ώρες, μέχρι που η ανατολή άρχισε να γριζάρει, τ' αστέρια να ξεθωριάζουν, και το γκρι μετάλλαξε σ' ένα ρόδινο φως πλαισιωμένο με χρυσαφί. Άκουσα τότε κάτι σαν βογκητό και είδα μια θύελλα άμμου ν' ανασαλεύει ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες και στις απέραντες εκτάσεις της γαλήνιας ερήμου. Ύτστερα, ξαφνικά, πάνω από το αλαργινό χείλος της ερήμου εμφανίστηκε η φλογερή άκρη του ήλιου, ιδωμένη μέσα από τη μικρή διαβατάρικη αμμοθύελλα, και στην ξαναμμένη κατάσταση που βρισκόμουν φαντάστηκα ότι από κάποια απόμακρα βάθη έφτασε μια κλαγγή από μεταλλική μουσική για να χαιρετίσει το φλογερό δίσκο όπως τον χαιρετά και ο Μέμνων(1) από τις όχθες του Νείλου. Τα αυτιά μου κουδούνιζαν και η φαντασία μου οργίαζε καθώς οδηγούσα την καμήλα μου αργά πάνω στις άμμους προς εκείνη την άφωνη πέτρινη πόλη. Εκείνη την πόλη που ήταν πολύ αρχαία για να τη θυμούνται η Αίγυπτος και η Μερόη(2). Εκείνη την πόλη που, μόνος εγώ μεταξύ των ζωντανών, είχα δει.
Περιδιαβαίνοντας ανάμεσα στα άμορφα θεμέλια σπιτιών και κτισμάτων, περιπλανήθηκα χωρίς να βρω πουθενά ένα γλυπτό ή μια επιγραφή που να μιλά γι' αυτούς τους ανθρώπους, αν ήσαν άνθρωποι, που είχαν χτίσει και κατοικήσει τούτη την πόλη πριν τόσους και τόσους αιώνες. Η αρχαιότητα του μέρους ήταν κάτι το νοσηρό, και λαχταρούσα να συναντήσω κάποιο σημάδι ή αντικείμενο που να δείχνει ότι αυτή η πόλη ήταν φτιαγμένη πράγματι από το ανθρώπινο είδος. Υπήρχαν ορισμένες αναλογίες και διαστάσεις που δε μου άρεσαν. Είχα μαζί μου πολλά εργαλεία, κι έκανα αρκετό σκάψιμο πίσω από τους τοίχους, στο εσωτερικό των εξαφανισμένων κτισμάτων, αλλά η πρόοδος ήταν αργή και τίποτα το σημαντικό δεν ήρθε στο φως. Όταν η νύχτα και το φεγγάρι επέστρεψαν, ένιωσα την πνοή ενός παγερού ανέμου που έφερνε μαζί του έναν καινούριο φόβο, έτσι που δεν αποτόλμησα να παραμείνω μέσα στην πόλη. Και καθώς έβγαινα έξω από τους αρχαίους τοίχους για να πάω για ύπνο, μια μικρή αμμοθύελλα σηκώθηκε στενάζοντας ολόγυρά μου, φυσώντας πάνω από τις γκρίζες πέτρες, αν και το φεγγάρι ήταν λαμπερό και η έρημος γαλήνια.
Ξύπνησα ακριβώς την αυγή από μια σειρά φρικαλέων ονείρων, με τα αυτιά μου να κουδουνίζουν σαν από κάποια μεταλλική καμπανοκρουσία. Είδα τον ήλιο να κρυφοκοιτάζει κοκκινωπός μέσα από τις τελευταίες φυσηξιές μιας μικρής αμμοθύελλας που περιπλανιόταν πάνω από την ανώνυμη πόλη και υπογράμμιζε τη σιγαλιά του υπόλοιπου τοπίου. Για μια ακόμη φορά μπήκα σ' εκείνα τα σκυθρωπά ερείπια που φούσκωναν κάτω από τις άμμους σαν κάποιος γίγαντας κάτω από μια κουβέρτα, κι έσκαψα πάλι μάταια για τυχόν απομεινάρια της ξεχασμένης φυλής.
Το μεσημέρι σταμάτησα για να ξαποστάσω, και το απόγευμα ξόδεψα πολύ ώρα καταγράφοντας τους τοίχους και τους παλιούς δρόμους, και τα περιγράμματα των σχεδόν εξαφανισμένων κτιρίων. Είδα ότι η πόλη πρέπει να ήταν πολύ τρανή κάποτε, και αναρωτήθηκα για τις πηγές του μεγαλείου της. Με τα μάτια της φαντασίας μου έβλεπα όλη τη λαμπρότητα μιας εποχής τόσο μακρινής που η Χαλδαία δεν μπορούσε καν να θυμηθεί, και ο νους μου πέταξε στη Σαρνάθ την Καταδικασμένη, που ορθωνόταν στη γη του Μναρ όταν η ανθρωπότητα ήταν νέα, καθώς και στην Ιμπ, που είχε χτιστεί από γκρίζα πέτρα πριν από την ύπαρξη του ανθρώπου.
Εντελώς ξαφνικά έφτασα σ' ένα σημείο όπου το βραχώδες υπόστρωμα εξείχε γυμνό μέσα από τις άμμους και σχημάτιζε ένα χαμηλό γκρεμό. Κι εδώ ανακάλυψα με χαρά κάτι που φαινόταν σαν επιπρόσθετα ίχνη του προκατακλυσμιαίου λαού. Σκαμμένες άτεχνα στο πρόσωπο του γκρεμού υπήρχαν οι προσόψεις από κάμποσα μικρά, χαμηλοτάβανα πέτρινα σπίτια ή ναούς. Έστω κι αν οι αμμοθύελλες είχαν σβήσει προ πολλού τα τυχόν γλυπτά που μπορεί να υπήρχαν απέξω, στο εσωτερικό τους μπορεί να διατηρούνταν ακόμη πολλά μυστικά από εποχές πολύ απόμακρες για να τις υπολογίσει κανείς.
Πολύ χαμηλά και πνιγμένα στην άμμο ήταν όλα τα σκοτεινά ανοίγματα κοντά μου, αλλά καθάρισα ένα με το φτυάρι μου και σύρθηκα μέσα, κρατώντας ένα δαυλό για να φωτίσω τα όποια μυστήρια μπορεί να κρύβονταν εκεί. Όταν μπήκα μέσα διαπίστωσα ότι το σπήλαιο ήταν πράγματι ένας ναός, και διέκρινα σαφή σημάδια του λαού που είχε ζήσει και λατρέψει εκεί πριν καν η έρημος γίνει έρημος.
Υπήρχαν πρωτόγονοι βωμοί, κολόνες και σηκοί εδώ, όλα περιέργως χαμηλά. Και μόλο που δεν είδα κανένα γλυπτό ή τοιχογραφία, υπήρχαν μερικές πολύ ασυνήθιστες πέτρες σαφώς τεχνητά διαμορφωμένες σε σύμβολα με τη χρήση εργαλείων. Η χαμηλότητα του σκαφτού θαλάμου ήταν πολύ παράξενη, γιατί μετά βίας μπορούσα να σταθώ γονατιστός. Αλλά η έκταση ήταν τόσο μεγάλη που ο δαυλός μου έφτανε να φωτίσει μόνο ένα μέρος της κάθε φορά. Ανατρίχιασα περίεργα σε μερικές από τις μακρινές γωνίες. Γιατί ορισμένοι βωμοί και πέτρες υποδήλωναν ξεχασμένες τελετουργίες, αποκρουστικού και ανεξήγητου χαρακτήρα, και αναρωτήθηκα τι είδους άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν φτιάξει και συναθροιστεί σ' έναν τέτοιο ναό. Όταν είδα όλα όσα περιείχε ο χώρος, σύρθηκα πάλι έξω, ανυπομονώντας να δω τι μπορεί να περιείχαν και οι άλλοι ναοί.
Η νύχτα πλησίαζε τώρα, αλλά τα απτά πράγματα που είχα δει έκαναν την περιέργειά μου πιο δυνατή από το φόβο, έτσι που δεν έτρεξα να φύγω μακριά από τις μακριές σκιές του φεγγαρόφωτου που με είχαν τρομάξει όταν είχα πρωτοδεί την ανώνυμη πόλη. Στο λυκόφωτο καθάρισα ένα ακόμη άνοιγμα, και μ' έναν καινούριο δαυλό σύρθηκα μέσα, βρίσκοντας κι άλλες ακαθόριστες πέτρες και σύμβολα, αν και τίποτα πιο συγκεκριμένο απ' ό,τι είχα βρει στον άλλο ναό. Και αυτή η αίθουσα ήταν εξίσου χαμηλη, αλλά πολύ λιγότερο εκτεταμένη, καταλήγοντας σ' ένα πολύ στενό πέρασμα γεμάτο με απροσδιόριστα και μυστηριακά ιερά. Έψαχνα ανάμεσα σ' αυτά τα ιερά όταν ο θόρυβος ενός ανέμου και της καμήλας μου απέξω έσπασε τη σιωπή και μ' έκανε να τρέξω έξω για να δω τι είχε τρομάξει το ζώο.
Το φεγγάρι έλαμπε ζωηρά πάνω από τα πρωτόγονα ερείπια, φωτίζοντας ένα πυκνό σύννεφο άμμου που φαινόταν να παρασύρεται από ένα δυνατό αλλά ελαττούμενο άνεμο που φαινόταν να ερχόταν από κάποιο σημείο στο γκρεμό μπροστά μου. Κατάλαβα ότι ήτνα αυτός ο ψυχρός, αμμώδης άνεμος που είχε ενοχλήσει την καμήλα μου και ήμουν έτοιμος να την οδηγήσω σε μια πιο απάνεμη θέση, όταν έτυχε να κοιτάξω ψηλά και είδα ότι δεν υπήρχε άνεμος στην κορυφή του γκρεμού.
Αυτό με κατέπληξε και με γέμισε πάλι με φόβο, αλλά αμέσως μετά θυμήθηκα τους ξαφνικούς τοπικούς ανέμους που είχα δει κι ακούσει προηγουμένως κατά το χάραμα και το ηλιοβασίλεμα, κι έκρινα πως ήταν κάτι το φυσιολογικό. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο άνεμος προερχόταν από κάποια βραχώδη χαραματιά που έβγαζε σε σπηλιά, έτσι άρχισα να παρατηρώ την αμμώδη αναταραχή για να εντοπίσω την πηγή της.
Σύντομα κατάλαβα ότι ο άνεμος ξεχυνόταν από το μαύρο άνοιγμα ενός ναού σε μεγάλη απόσταση από μένα, σχεδόν εκτός θέας. Κινούμενος κόντρα στο πνιγηρό αμμοσύννεφο άρχισα να πλησιάζω αργά σ' εκείνον το ναό, ο οποίος όσο τον πλησίαζα τόσο φάνταζε μεγαλύτερος από τους άλλους, έχοντας μια είσοδο πολύ λιγότερο μπουκωμένη με σφιχτή άμμο από τις υπόλοιπες.
Θα είχα μπει αν δεν ήταν η τρομερή δύναμη του παγωμένου ανέμου που σχεδόν έσβησε το δαυλό μου. Ξεχυνόταν φρενιασμένα από εκείνη τη σκοτεινή είσοδο, αναστενάζοντας αφύσικα καθώς αναρρίπιζε τις άμμους και απλωνόταν ανάμεσα στα απόκοσμα ερείπια. Σύντομα ο άνεμος άρχισε να εξασθενίζει, και η άμμος να ανασαλεύει ολοένα και λιγότερο, μέχρι που τελικά έμεινε εντελώς ασάλευτη. Αλλά μια παρουσία φαινόταν να πλανιέται πάνω από τις φασματικές πέτρες της πόλης, κι όταν έριξα μια ματιά προς το φεγγάρι φαινόταν να τρεμουλιάζει σαν να καθρεφτιζόταν σε ταραγμένα νερά. Φοβόμουν περισσότερο κι απ' όσο θα μπορούσα να εξηγήσω, αλλά όχι και τόσο που να καταλαγιάσει η δίψα μου για το παράξενο. Έτσι, αμέσως μόλις κόπασε ο άνεμος, μπήκα στη σκοτεινή αίθουσα από την οποία είχε ξεχυθεί.
Ο ναός, όπως είχα φανταστεί από την εξωτερική του όψη, ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους που είχα επισκεφτεί προηγουμένως, και ήταν, υπέθεσα, ένα φυσικό σπήλαιο αφού είχε ανέμους από κάποιους χώρους πιο πέρα. Εδώ μπορούσα να σταθώ εντελώς όρθιος, αλλά είδα ότι οι πέτρες και οι βωμοί ήταν τόσο χαμηλοί όσο κι εκείνοι στους άλλους ναούς. Στους τοίχους και την ορφή διέκρινα για πρώτη φορά κάποια ίχνη εικονογραφικής τέχνης της αρχαίας φυλής. Περίεργες κουλουριαστές γραμμές μπογιάς που είχε σχεδόν ξεθωριάσει και χαθεί πια. Και σε δύο από τους βωμούς είδα με αυξανόμενη έξαψη ένα σύμπλεγμα από καμπυλόγραμμα ανάγλυφα. Όταν σήκωσα το δαυλό μου ψηλά μου φάνηκε ότι το σχήμα της οροφής ήταν πολύ κανονικό για να είναι φυσικό, και αναρωτήθηκα σε τι είχαν πρωτοδουλέψει αρχικά εκείνοι οι προϊστορικοί λιθοξόοι. Οι τεχνικές τους ικανότητες θα πρέπει να ήταν τεράστιες.
Ύστερα μια φωτεινή αναλαμπή της φαντασιώδους φλόγας του δαυλού μου έδειξε αυτό που αναζητούσα: το άνοιγμα εκείνων των πιο απόμακρων αβύσσων απ' όπου είχε ξεχυθεί ο ξαφνικός άνεμος. Και μου ήρθε κάτι σαν ζάλη όταν είδα ότι επρόκειτο για μια μικρή και ολοφάνερα τεχνητή πόρτα κομμένη στο συμπαγή βράχο. Έσπρωξα το δαυλό μου μέσα, αντικρίζοντας ένα μαύρο τούνελ με θολωτή οροφή χαμηλά πάνω από μια σειρά από χοντροκομμένα, πολύ μικρά και πολυάριθμα σκαλιά που κατηφόριζαν με πολύ απότομη κλίση προς τα βάθη.
Θα βλέπω πάντοτε εκείνα τα σκαλιά στα όνειρά μου, γιατί τελικά έμαθα τι σήμαιναν. Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, δεν ήξερα καλά-καλά αν θα έπρεπε να τα αποκαλώ σκαλιά ή απλά πατήματα σε μια απόκρημνη κατάβαση. Ο νους μου στοβιλιζόταν όλο τρελές σκέψεις, ενώ τα λόγια και οι προειδοποιήσεις των Αράβων προφητών φαίνονταν να πετούν πάνω από την έρημο, φτάνοντας από τους τόπους που οι άνθρωποι γνωρίζουν ως την ανώνυμη πόλη που οι άνθρωποι δεν τολμούν να γνωρίσουν. Ωστόσο, δίστασα μόνο για μια στιγμή πριν περάσω την πόρτα και αρχίσω να κατεβαίνω προσεκτικά τα απότομα σκαλοπάτια, με τα πόδια μπροστά, όπως σε ανεμόσκαλα.
Μόνο στις τρομερές φαντασιώσεις των παραληρημάτων του οπίου θα μπορούσε άλλος άνθρωπος να έχει ζήσει μια κάθοδο σαν την δική μου. Το στενό πέρασμα οδηγούσε ατέρμονα προς τα κάτω, σαν σε κάποιο αποτρόπαιο στοιχειωμένο πηγάδι. Και ο δαυλός που κρατούσα πάνω από το κεφάλι μου δεν μπορούσε να φωτίσει τα άγνωστα βάθη προς τα οποία σερνόμουν. Έχασα κάθε συναίσθηση των ωρών και ξέχασα να κοιτάξω το ρολόι μου, αν και τρόμαξα όταν αναλογίστηκα πόση απόσταση θα πρέπει να είχα διανύσει. Υπήρχαν αλλαγές στην κατεύθυνση και στην κλίση καθόδου. Και κάποια φορά έφτασα σε ένα μακρύ, χαμηλό επίπεδο πέρασμα όπου αναγκάστηκα να συρθώ με τα πόδια μπροστά στο βραχώδες δάπεδο, κρατώντας το δαυλό στην άκρη του τεντωμένου χεριού μου πέρα από το κεφάλι μου. Το μέρος εδώ δεν ήταν αρκετά ψηλό για να μπορεί κανείς να σταθεί γονατιστός.
Μετά απ' αυτό επακολούθησαν και άλλα απότομα σκαλοπάτια, και συνέχισα να κατηφορίζω ατέλειωτα όταν ο δαυλός μου, που ήδη ήταν στα τελευταία του, έσβησε τελικά. Δε νομίζω ότι το πρόσεξα τη στιγμή που έγινε, γιατί όταν όντως το πρόσεξα εξακολουθούσα να τον κρατώ πάνω από το κεφάλι μου σαν να ήταν ακόμη αναμμένος. Ήμουν ήδη αρκετά παλαβός μ' εκείνο το πάθος μου για το παράξενο και το άγνωστο, ένα πάθος που με είχε κάνει να περιπλανιέμαι σ' όλη τη γη και να συχνάζω σε μακρινούς, αρχαίους και απαγορευμένους τόπους.


____________________
1.Ο Μέμνων της μυθολογίας (στην πραγματικότητα, ήταν ο φαραώ Αμενχοτέπ ή Αμένωφις Γ') ήταν γιος του Τιθωνού και της Ηούς, της θεάς της αυγής, και το κολοσσιαίο άγαλμά του, που ανεγέρθηκε περί το 1500 π.Χ. πάνω από τον τάφο του στις Θήβες της Αιγύπτου, κάθε πρωί όταν το άγγιζε ο ήλιος έβγαζε μια παράξενη μελωδία. Υπάρχουν πάμπολλες έγκυρες και αυτήκοες μαρτυρίες γι' αυτό (Στράβων, Παυσανίας, Ιουβενάλης, Αδριανός κ.ά.), και ποικίλες ερμηνίες του φαινομένου. Αν και το ίδιο το άγαλμα υπάρχει ακόμη, απ' όσο ξέρουμε ο περίφημος αυτός ήχος ακούστηκε για τελευταία φορά το 196 μ.Χ.-Γ.Μ.
2.Πανάρχαια πρωτεύουσα της Αιθιοπίας.-Γ.Μ.




Ο Γιώργος Μπαλάνος προτείνει και Μεταφράζει:
Οι Εκπληκτικοί Κόσμοι του H. P. Lovecraft – 8
Η Ανώνυμη Πόλη και Άλλες Ιστορίες
Εκδόσεις Locus-7

Δεν υπάρχουν σχόλια: