.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Στο αποχωρητήριο – James Joyce

Άνοιξε με μια κλωτσιά την ετοιμόρροπη πόρτα του αποχωρητηρίου. Ας προσπαθήσουμε να είμαστε προσεκτικοί και να μη λερώσουμε το παντελόνι της κηδείας. Μπήκε σκύβοντας το κεφάλι κάτω από το χαμηλό πανοκάσι. Αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα, άρχισε να λύνει τις τιράντες του ανάμεσα στην μπόχα του μουχλιασμένου ασβέστη και στις πολυκαιρινές αράχνες. Πριν κάτσει κοίταξε μέσα από μια χαραμάδα ψηλά το διπλανό παράθυρο. Ο βασιλιάς μέτραγε τα φλουριά του. Κανείς.
Βολεμένος στο θρόνο ξεδίπλωσε το περιοδικό του, γυρίζοντας τις σελίδες πάνωστα γυμνά του γόνατα. Κάτι πρωτότυπο κι ευχάριστο. Δεν υπάρχει λόγος να βιάζεσαι. Βάστα λίγο. Το βραβευθέν διήγημα του περιοδικού μας. Το αριστοτεχνικό τέχνασμα του Μάτσαμ. Υπό κ. Φιλίπ Μπιούφοϋ, μέλους της λέσχης των θεατροφίλων, Λονδίνον. Αμοιβή μιας γκινέας κατά στήλην κατεβλήθη εις τον συγγραφέα. Τρεις και μισή στήλες. Τρεις λίρες, δεκατρία σελλίνια και έξι πέννες.
Διάβασε ήρεμα, αυτοσυγκρατούμενος, την πρώτη στήλη και, ενδίδοντας αλλά και αντιστεκόμενος, άρχισε τη δεύτερη. Στα μισά, η τελευταία αντίστασή του κάμφθηκε και επέτρεψε στα έντερά του να ανακουφιστούν ήρεμα, καθώς διάβαζε και συνέχισε να διαβάζει υπομονετικά, ενώ εκείνη η ελαφρά χθεσινή δυσκοιλιότης είχε παρέλθει. Ελπίζω να μην είναι καμιά υπερμεγέθης και μου ερεθίσει τις αιμορροΐδες. Όχι, το ακριβές μέγεθος. Εντάξει. Αχά! Δυσκοίλιος; Πάρτε ένα χάπι κάσκαρα σαγκράντα. Και η ζωή μπορούσε να ήταν έτσι. Δεν τον συγκινούσε μήτε τον άγγιζε, αλλά ήταν κάτι γρήγορο και καθαρό. Τώρα ο καθένας τυπώνει ό,τι θέλει. Καλοκαίρι. Συνέχισε το διάβασμα, καθισμένος ήρεμα πάνω από τη δική του ανερχόμενη μυρωδιά. Καθαρός βέβαια. Ο Μάτσαμ συχνά εσκέπτετο το αριστοτεχνικόν τέχνασμα με το οποίον επεκράτησε της γελαστής μαγίσσης, ήτις. Αρχίζει και τελειώνει ηθικά. Χέρι με χέρι. Πανέξυπνο. Έριξε ακόμα μια ματιά σε όσα είχε κιόλας διαβάσει και, καθώς ένιωσε τα υγρά του να του φεύγουν αθόρυβα, ζήλεψε χωρίς κακία τον κύριο Μπιούφοϋ που το είχε γράψει και είχε λάβει αμοιβή τριών λιρών, δεκατριών σελλινίων και έξι πεννών.

Θα μπορούσα να σκαρώσω ένα ευθυμογράφημα. Υπό κυρίας και κυρίου Λ. Μ. Μπλουμ. Να βρω τον τρόπο μυθοπλασίας κάποιας παροιμίας, αλλά ποιας; Τον καιρό που έγραφα στις μανσέτες μου αυτά που έλεγε την ώρα που ντυνόταν. Δεν μου αρέσει να ντυνόμαστε μαζί. Κόπηκα καθώς ξυριζόμουνα. Δαγκώνοντας το κάτω χείλος της, την ώρα που έκλεινε την κόπιτσα του ανοίγματος της φούστας της. Χρονομετρώντας την. 9.15'. Δεν σε πλήρωσε ακόμα ο Ρόμπερτς; 9.20'. Τι φόραγε η Γκρέττα Κόνροϋ; 9.23'. Τι μ' έπιασε κι αγόρασα αυτή τη χτένα; 9.24'. Πρήστηκα με αυτό το λάχανο που έφαγα. Ένας κόκκος σκόνης πάνω στο γυαλισμένο παπούτσι της.
Τρίβοντας επιδέξια τα ψίδια των παπουτσιών της πάνω στην κάλτσα της, το ένα μετά το άλλο. Το επόμενο πρωί μετά τον φιλανθρωπικό χορό, όπου η ορχήστρα Μέυ είχε παίξει το Χορό των Ωρών, του Πονκιέλλι. Που εξηγεί τις ώρες του πρωινού, του μεσημεριού, ακολούθως κατά σειρά τις εσπερινές ώρες και τις νυχτερινές ώρες. Αυτή έπλενε τα δόντια της. Ήταν η πρώτη νύχτα. Το κεφάλι της χόρευε ακόμα. Τα πτερύγια της βεντάλιας της κροτάλιζαν. Είναι ευκατάστατος αυτός ο Μπόυλαν; έχει χρήματα. Και λοιπόν; Πρόσεξαπως η αναπνοή του μύριζε όμορφα όταν χορεύαμε. Λοιπόν ανώφελο να σιγοτραγουδάς. Να υπαινίσσεσαι. Παράξενη μουσική χθες βράδυ. Ο καθρέφτης μέσα στη σκιά. Έτριβε με δύναμη το κυανοκιάλι της στη μάλλινη ζακέτα της, πάνω στα πληθωρικά κουνιστά βυζιά της. Κρυφοκοιταζότανε μόνη της. Ρυτίδες στα μάτια της. Αδύνατο να είναι κανείς βέβαιος.
Εσπερινές ώρες, κορίτσια ντυμένα με γκρίζες οργκάντζες. Νυχτερινές ώρες, ύστερα με στιλέτα και μάσκες. Ποιητική ιδέα, αρχικά ροζ, κατόπιν χρυσή, ύστερα γκρίζα, τελικά μαύρη. Κι όμως αληθινή. Η ημέρα, ύστερα η νύχτα.
Έσκισε απότομα το μισό από το βραβευμένο διήγημα και σκουπίστηκε. Ύστερα σήκωσε το παντελόνι του, ταχτοποίησε τις τιράντες του και κουμπώθηκε. Τράβηξε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα του αποχωρητηρίου και βγήκε από τα σκοτάδια στο φως.
Στο λαμπερό φως, ξαλαφρωμένος και αναζωογομημένος, εξέτασε προσεκτικά το μαύρο παντελόνι του, τα ρεβέρ, τα γόνατα, τις άντζες. Τι ώρα είναι η κηδεία; Καλύτερα να κοιτάξει την εφημερίδα.
Ένα τρίξιμο ακούστηκε ψηλά στον αέρα κι ύστερα ένας υπόκωφος κρότος. Οι καμπάνες της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Χτυπούσαν την ώρα. Δυνατό σκοτεινό σίδερο.

Χεϊχό! Χεϊχό!
Χεϊχό! Χεϊχό!
Χεϊχό! Χεϊχό!

Παρά τέταρτο. Άλλη μια φορά. Η αρμονική παρήχηση συνεχίστηκε στον αέρα. Τρίτη φορά.
Φτωχέ Ντίγκναμ!

JAMES JOYCE
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 1990



Δεν υπάρχουν σχόλια: