.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Το όνειρο – Cormac McCarthy


Βγαίνοντας από την πίσω πόρτα σ' εκείνο το σπίτι, υπήρχε μια πέτρινη ποτίστρα μες στα αγριόχορτα. Ένα γαλβανισμένο μπουρί κατέβαινε από τη σκεπή κι έτσι η ποτίστρα ήταν τον περισσότερο καιρό γεμάτη και θυμάμαι μια μέρα που κοντοστάθηκα και γονάτισα και την περιεργάστηκα και μ' έβαλε σε σκέψεις. Ούτε που ξέρω πόσα χρόνια ήταν εκεί. Εκατό, διακόσα; Φαίνονταν ακόμα τα σημάδια από το πελέκημα στην πέτρα. Ήταν φτιαγμένη από έναν μεγάλο βράχο κι ήταν γύρω στα δύο μέτρα μήκος και κάν μισό μέτρο φάρδος κι άλλο τόσο στο βάθος. Πελεκημένη απλά από 'να βράχο. Και σκεφτόμουν τον άνθρωπο που είχε κάτσει να τη φτιάξει. Η χώρα αυτή δεν πέρασε απ' όσο ξέρω και κάνα μεγάλο διάστημα δίχως πόλεμο. Έκτοτε έχω διαβάσει και λιγάκι και το ξέρω σίγουρα. Μα αυτός ο άνθρωπος είχε κάτσει με το σφυρί και το καλέμι κι είχε φτιάξει μια γούρνα που θα κρατούσε δέκα χιλιάδες χρόνια. Για ποιο λόγο; Τι ήταν αυτό που πίστευε; Γιατί δεν ήταν πως τίποτα δεν θ' άλλαζε. Που μπορεί αυτό να υποθέσει κανείς. Δεν μπορεί να 'ταν τόσο αφελής. Το 'χω σκεφτεί πολλές φορές από τότε. Το 'χα σκεφτεί κι όταν έφυγα απ' το σπίτι, που είχε γίνει κομματάκια. Νομίζω ότι η ποτίστρα ακόμα εκεί θα 'ναι. Δεν είναι κι εύκολο να την κουβαλήσεις, αυτό να λέγεται. Οπότε κάθομαι και τον σκέφτομαι με το σφυρί και το καλέμι του, μια δυο ώρες την ημέρα μετά το βραδυνό, ποιος ξέρει; Κι αυτό που ειλικρινά πιστεύω, που 'μαι σίγουρος, είναι ότι αυτός ο άνθρωπος είχε μια σαν υπόσχεση στην καρδιά του. Κι όχι ότι σκοπεύω κι εγώ να πελεκήσω τα βράχια για να φτιάξω γούρνες. Μα θα 'θελα να μπορούσα να δώσω μια τέτοια υπόσχεση. Νομίζω θα το 'θελα πιο πολύ απ' οτιδήποτε.

Το άλλο είναι πως δεν έχω πει πολλά για τον πατέρα μου και νομίζω ότι τον αδικώ. Είμαι πια σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος απ' όσο έφτασε ποτέ του εκείνος, οπότε κατά κάποιον τρόπο τον βλέπω σαν μικρότερό μου. Είχε βγει στη γύρα πουλώντας άλογα όταν ήταν ακόμα πιτσιρίκι. Μου 'πε ότι τις πρώτες φορές τον είχαν γδάρει, αλλά έμαθε να φυλάγεται. Μου είχε πει μια φορά ένας πωλητής τον είχε αρπάξει και του είχε στρίψει το χέρι και τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: Μικρέ, θα το παζαρέψουμε σαν να μην έχεις καν άλογο δικό σου. Που πάει να πει ότι μερικοί άνθρωποι θα σου πουν ακριβώς τι σκοπεύουν να σου κάνουν, κι όταν τους συναντήσεις, είναι καλό να πας με τα νερά τους. Αυτό μου 'χε μείνει. Ήξερε από άλογα και τα πήγαινε καλά μαζί τους. Τον έχω δει να εξημερώνει κάνα δυο κι ήξερε τι έκανε. Με το μαλακό τα είχε. Τους μίλαγε πολύ. Εμένα ποτέ δεν προσπάθησε να με εξημερώσει και του χρωστάω περισσότερα απ' όσα φαντάζομαι. Όπως το βλέπει ο κόσμος, μπορείς να πεις ότι εγώ υπήρξα πιο καλός άνθρωπος. Κι ας ακούγεται άσχημο. Πρέπει να 'ταν δύσκολο γι' αυτόν. Ιδίως με τον δικό του το γέρο. Ποτέ δεν θα κατάφερνε να γίνει αστυνόμος. Είχε πάει και πανεπιστήμιο νομίζω μια δυο χρονιές, αλλά τα παράτησε. Δεν τον σκέφτομαι πια πολύ συχνά και ξέρω ότι κι αυτό είναι λάθος μου. Τον είδα δυο φορές στον ύπνο μου όταν πέθανε. Το πρώτο όνειρο δεν το θυμάμαι και πολύ καλά αλλά είχα δει ότι τον συναντούσα κάπου στην πόλη νομίζω, κι αυτός μου είχε δώσει κάτι λεφτά που εγώ τα έχασα. Μα στο δεύτερο όνειρο ήταν σαν να 'χαμε γυρίσει στα παλιά και πηγαίναμε μαζί καβάλα στ' άλογο μες στη νύχτα. Μέσα από ένα διάσελο στα βουνά. Έκανε κρύο και το χώμα ήταν χιονισμένο, κι αυτός με πέρασε με τ' άλογό του και συνέχισε να ξεμακραίνει. Χωρίς να πει κουβέντα. Απλώς με προσπέρασε, κι ήταν τυλιγμένος και με μια κουβέρτα κι είχε το κεφάλι του σκυφτό, και καθώς περνούσε είδα ότι κουβάλαγε ένα κέρατο, σαν αυτά τα κυνηγετικά κι ότι μέσα από το κέρατο έβγαινε ένα φως. Σαν το φεγγάρι ήταν το χρώμα του. Και στ' όνειρο ήξερα ότι θα συνέχιζε κι ότι κάπου θα σταμάταγε ν' ανάψει φωτιά παρά το κρύο και το σκοτάδι κι ήξερα ακόμα πως όποτε και να 'φτανα θα με περίμενε εκεί. Κι έπειτα ξύπνησα.



Cormac McCarthy
No Country for Old Men
(ΚΑΜΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: