Ένας
γνήσιος επιστήμων, χωρίς τις παρωπίδες
του λεγομένου αφελούς ρεαλισμού
(όπως λέει κι ο σύγχρονός μας Ελβετός
φιλόσοφος Rivier), ένας γνήσιος λέω επιστήμων,
αντί ν' ανασηκώση τους ώμους του, οφείλει,
πριν απ' όλα, να πάρη αφορμή από γεγονότα
του είδους που ανέφερα. Να πάρη αφορμή
για να διευρύνη ίσως τις γνωσιολογικές
του αντιλήψεις, να τις διευρύνη σ' ένα
γενικώτερο και, ίσως, επιστημονικότερο
σχήμα.
Σήμερα,
ευτυχώς, αποχτήσαμε πλέον την επώδυνη,
αλλά λυτρωτική συνείδηση της απόλυτης
σχετικότητος των εκάστοτε επιστημονικών
μας αντιλήψεων. Αυτό που συχνά ακούγεται
ότι πέφτουν η μια επιστημονική θεωρία
πίσω από την άλλη – δεν φαίνεται να μας
κάνη τώρα πολλήν εντύπωση. Κι όμως, κατά
βάθος, το φαινόμενο συνιστά προφανώς
μια κρίση: Όχι βεβαίως της αξίας του
Λόγου καθ' εαυτόν – αλλά του δικαιώματός
μας να κομπορρημονούμε απάνω στη
γνωσιολογική αξία της Επιστημονικής
Μεθόδου. Η ίδια η Μέθοδος τέτοιο δικαίωμα
δεν μας τόδινε: «Καμμιά θεωρία δεν είναι
αληθής ή ψευδής, παρά μόνον καθ' ο μέτρον
μπορεί να ερμηνεύση ένα φαινόμενο με
λιγώτερα μέσα και τον κομψότερο τρόπο»,
έλεγε ο Poincare. Ώστε εκ κατασκευής, από
την ίδια της τη φύση, η Επιστήμη έχει
συνείδηση της σχετικότητος και της
μερικότητός της. (Το δυστύχημα είναι
ότι μερικοί Επιστήμονες ίσως να μην την
έχουν...)
Αλλά
σ' αυτήν την παρατήρηση, ιδού μια απάντηση
του Julian Huxley απ' το βιβλίο του «Θρησκεία
χωρίς αποκάλυψη»: Ναι, λέει, αλλά η
Επιστημονική θεωρία παρά ταύτα διατηρεί
τουλάχιστον την δυνατότητα του συνεχούς
ελέγχου. Και γι' αυτό, προσθέτουμε, είναι
πάντα χρήσιμη. Έχουμε όμως δικαίωμα να
ρωτήσουμε, από ποιον γίνεται ο έλεγχος,
και με ποια στοιχεία;
Βεβαίως
από μας τους ίδιους που κάναμε τη θεωρία
και με νέα μεν στοιχεία, προερχόμενα
όμως απ' την ίδια περιοχή καιτης ίδιας
κλίμακος. Αυτός ο έλεγχος, θεωρούμενος
απ' τη σκοπιά της Νεωτέρας Φυσικής,
ελέγχεται κι αυτός ως σχετικός. Ο έλεγχος
επαληθεύει, αλλά η αλλαγή κλίμακος
του φαινομένου διαψεύδει τη θεωρία,
όπως έγινε συχνά από μακρόκοσμο σε
μικρόκοσμο. Τώρα πλέον, κάθε επιστημονικό
συμπέρασμα δεν έχει εφαρμογή, παρά μόνο
σε μια περιοχή
του σύμπαντος και των ειδών, περίπου
καθορισμένη.
Επομένως,
η επιστημονική Μέθοδος: όχι μόνο δεν
αποκλείει την ανατροπή των συμπερασμάτων
της μετ' ολίγον, αλλά και δέχεται την
σχετικότητα των αληθειών της κατά
περιοχές.
Τέλος
με την απροσδιοριστία του Heisenberg, αυτή
η ίδια Επιστήμη, απέδειξε λογικώς, με
μιαν ανισότητα, ότι δεν είναι δυνατή η
τέλεια γνώση ή, κι όταν είναι, έχει μόνο
πιθανολογική αξία.
Λοιπόν
η προσωρινότητα, ή σχετικότητα και η
απροσδιοριστία αποτελούν τις ιδιότητες
της μοντέρνας επιστημονικής γνώσεως.
Επαναλαμβάνω: η προσωρινότης, η σχετικότης
και η απροσδιοριστία.
Κρατάμε
αυτό το συμπέρασμα. Προφανώς δε πάλι,
όχι για να μειώσουμε την αξία του
επιστημονικού λόγου. Αλλά για να τον
εντάξουμε καλύτερα και πιο ελεύθερα
μέσα στο γενικώτερο πλαίσιο των γνωστικών
μας ικανοτήτων και για να του αρνηθούμε
την άκριτη φιλοδοξία της απόλυτης
γενικότητος...
Έτσι,
θ' αναγνωρισθή ότι υπάρχουν κάποιες
απροσπέλαστες περιοχές, όπου η κατ'
εικασίαν επέκταση των ήδη σχετικής
αξίας επιστημονικών απόψεων είναι
τουλάχιστον ισότιμη με κάθε άλλη μέθοδο
προσπελάσεως (αν βεβαίως υπάρχη).
Εδώ
πλέον ήρθε η στιγμή να συνεχίσουμε κάτω
απ' το φως μιας πολύ ρηξηκέλευθης Διανοίας
των τελευταίων χρόνων, του Henri Bergson, του
πλέον Τεκτονικού πνεύματος εκ των μη
Τεκτόνων. Και ναι μεν υπάρχουν ακόμα
και σήμερα εκείνοι που είναι έτοιμοι
να ρίξουν απάνω του τη ρετσινιά του
«μυστικισμού» και να ξεμπλέξουν μαζί
του. Αλλά ο φιλόσοφος που ετοίμασε τη
φιλοσοφία του Ατομικού μας Αιώνα,
εσκόπευσε ψηλά, σημάδεψε στη γενικότητα
και ξέρει να περιμένη: Συνέτριψε τις
απόλυτες αλυσίδες αιτίου και αποτελέσματος,
για να υποστηρίξη την πρωταρχικότητα
του αυτεξουσίου πάνω στον μηχανιστικό
ντετερμινισμό, κι ήρθε σήμερα στην
κλίμακα του ηλεκτρονίου και της
κβαντομηχανικής η επιστημονική επαλήθευση
του Heisenberg. Ξέρετε, ήταν κάτι σαν ένα
μικρό θαύμα της διαισθήσεως: Πρόβλεψε
ο Bergson την αλληλουχία των συστοίχων
εννοιών, είπε ότι ο τόπος «σκιάζει»
τον χρόνον (για να
δείξει την αδυναμία μας να φθάσουμε
στην τέλεια αλήθεια με διανοητικά
κατασκευάσματα). Και, πράγματι, στην
ανισότητα της απροσδιοριστίας που
ανέφερα προηγουμένως (Δχ. Δρ>h), Δχ είναι
ο τόπος και Δρ είναι κυρίως χρονική
παράμετρος.
Όσοι
τότε τον είπαν μυστικιστή, θα ντρέπονται
σήμερα να εκτεθούν... Κι η μπερξονική
σκέψη περιμένει κι άλλες ίσως επαληθεύσεις,
κι άλλη κατανόηση.
Έβαλε
λοιπόν όρια πραχτικά στην επιστημονική
γνώση.
«Η
Διάνοια», λέει «είναι ένα όργανο,
που παρήχθη στο ανθρώπινο πλάσμα από
τις ίδιες τις εντυπώσεις της ύλης μέσα
στην μνήμη του, με σκοπό αποκλειστικό
το χειρισμό του
περιβάλλοντός του, δεν είναι όργανο για
σκέψη επί της ουσίας των πραγμάτων».
«Άλλη, βλέπετε, λειτουργία ο χειρισμός
του περιβάλλοντος, κι άλλη η περί υφής
και ουσίας του διαρκώς γίγνεσθαι». Σοφή
αντιδιαστολή.
«Γι'
αυτό», συνεχίζει, «γνώση καθαρά διανοητική
είναι πάντα γνώση ντετερμινιστική,
υποτεταγμένη
στους ίδιους εκείνους νόμους της φυσικής
αναγκαιότητος, που γέννησαν ακριβώς τη
διάνοια».
Αλλ'
αν η υλική αναγκαιότητα μας δημιουργή
αυτή τη δέσμευση – αυτή τη μοιραία
ανάγκη της προσαρμογής θα έλεγα – πρέπει
να υπάρχουν μέσα μας προηγηθείσες
καταβολές, υπάρχει η ζωτική ορμή
που αυλακώνει και νευρώνει την ύλη και
συγκροτεί μέσα στα σπλάχνα της τους
ζωντανούς οργανισμούς.
Από κει, λοιπόν, απ' την πρώτη πηγή θα
χρειαστή ν' αντλήσουμε κάποια ψήγματα.
Γι' αυτό ο Bergson, αντί να ικανοποιηθή απ'
τα «στατικά θραύσματα της πραγματικότητας,
που μας παρέχει η Διάνοια», μας καλεί
«να βυθισθούμε μέσα στο ζων κύμα της
συνειδήσεως, μέσα στη συνεχή πρόοδο
του παρελθόντος, που εισελαύνει μέσα
στο μέλλον».
Το
πόσο η διαισθητική αυτή επίκληση
ταιριάζει θαυμάσια με την εικόνα του
Φωτοβόλου Αστέρος, με τις στατικές του
εξωτερικές πέντε αισθήσεις και με την
απειρία των εσωτερικών του εγγεγραμμένων
πενταστέρων, μέχρι του μυστικού του
Κέντρου – είναι ν' απορή κανείς που ο
Brgson δεν είχε καμμιάν απολύτως σχέση με
τον Τεκτονισμό.
Αλλά
επί τέλους, θα ρώταγε κανείς, ποιο, πως
και τι είναι αυτό το Novum Organum που λέτε;
Ας
προσπαθήσουμε να μιλήσουμε λίγο για τη
διαίσθηση καθ' εαυτήν. Εδώ αρχίζουν οι
αχάριστες δυσκολίες του θέματος.
Εδώ
ο Μ:. Δ:. αδ:. Βλησίδης έλεγε ότι «η
διαισθητική εκδοχή δεν δύναται ν'
αποδειχθή εις τους άλλους δια λογικών
συμβολισμών, και δια τούτο αποτελεί
πλέον εντελώς ατομικήν υπόθεσιν».
Είναι
αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης για τους
μυουμένους στην Ελευσίνα, που ώφειλαν
«ου μαθείν τι,
αλλά παθε´ιν και διατεθήναι»,
απλώς.
Αυτή
η ικανότητα του πνεύματος προς άμεσον
αντίληψιν (χωρίς τη μεσολάβηση σειράς
στοχασμών), προς γνώσιν ενός συμπαθούς
προς το υποκείμενον αντικειμένου, εκλήθη
από τον Πλάτωνα θεία επίπνοια,
απ' τον James το άρωμα της προσωπικότητος,
κι από άλλους αιφνίδιο όραμα που
γονιμοποιεί.
Ο
Kant τη θεωρεί ως άμεσον και ευθείαν όψιν
αντικειμένου (που μπορεί να είναι μια
υπερβατική πραγματικότης, όσον και ένα
αντικείμενο της αισθητικότητος).
Ο
αδ:. Chevillon λέει ότι, «μετά την επεξεργασία
του εξωτερ. Κόσμου δια των αισθήσεων,
απαιτείται η διαισθητική επικοινωνία
με τις πηγές, το ανασήκωμα των πέπλων
που η ύλη, καθ' ο μη «βουλησιακή», έρριξε
απάνω στα φαινόμενα».
Ο
αδ:. Wirth, στο βιβλίο του Εταίρου,
επαναλαμβάνει το Πλατωνικόν «ου ρητόν,
ούτε γραπτόν», ζητώντας τη σιωπηρή
μελέτη και ενατένιση της ακτινοβόλου
λαμπηδόνος – του Φωτοβόλου Αστέρος της
πλήρους κατανοήσεως.
Κι
ας μη μας ξενίζει υπερμέτρως το άρρητον
και άγραπτον της καθαράς ατομικότητος
της εσωτερικής γνώσεως: Ο Bergson λέει ότι
η δια λόγων έκφρασις τέτοιων βιωμάτων,
στατικοποιεί
τη φυσική κινητική τους έννοια και τα
εξαμβλώνει.
Ο
μέγας φυσικός De Broglie, όταν ρωτήθηκε από
ομάδα δημοσιογράφων για την έννοια ενός
χωροχρονικού κβάντου, δεν απήντησε
καθόλου. Τα μεγάλα νοήματα δεν αποδίδονται,
γιατί προδίδονται. Κι αυτός ο ίδιος ο
Ιησούς, είπε μεν ότι ήρθε να μαρτυρήση
υπέρ της αληθείας – αλλ' ερωτηθείς περί
αυτής δεν απήντησεν.
Ο
Πλωτίνος (βλέπετε, το έδαφος είναι
δύσκολο, οι ορισμοί ασαφείς – και θα
μου συγχωρήσετε αυτή την απαρίθμηση)
στην 6η εννεάδα του λέει: «Ώστε και το
εν ταις πράξεσιν αυτεξούσιον και εφ'
ημίν ούτε εις το πράττειν, ουδ' εις την
έξω ανάγεσθαι, αλλ' εις την εντός
ενέργειαν
και νόησιν και θεωρίαν αυτής της αρετής».
Τέλος, προσπερνώ τους ορισμούς του
Fichte και του Schelling, για να περάσουμε στην
μπερξονικήν άποψη, ότι αν το ένστιχτο
(που συμπάσχει) μπορούσε να φθάση ως
αυτό τούτο το αντικείμενό του και να
στοχασθή επάνω στην ίδια του τη φύση,
θα μας έδινε την κλείδα των ζωτικών
λειτουργιών.
Ενόραση,
λοιπόν δεν είναι παρά το ένστιχτο που
έχει συνειδητοποιήσει εαυτό και είναι
άξιο να «στοχασθή» και να συλλάβη το
συνεχές κύμα της πραγματικότητος. Είναι
αυτό που έλεγαν οι Πυθαγόρειοι: Κάνε
μας, ω Ζευ, να καταλάβουμε «οίω δαίμονι
χρώμεθα»! Κι απ' τον Πλατωνικό Φαίδωνα
κάτι σχετικό: «μάθησις, ανάμνησις
τυγχάνει ούσα – και τούτο αδύνατον ει
μη που ημίν η ψυχή πριν εν τω ανθρωπίνω
είδει γενέσθαι...»
Αυτή
η ενδοσκόπηση, είναι τώρα πρακτικά
εφικτή: Αυτό το συμπάσχειν
του
ενστίκτου θάναι πάντως βασική
προϋπόθεση: Εδώ μπαίνει το συναίσθημα,
που τόσο τονίζομε εμείς οι Τέκτονες.
Διότι, πως με πείθει το φυσικό γεγονός
ενός λουλουδιού που, εκτεθειμένο στον
ήλιο, αποχτά αμέσως απ' την ίδια τη θέα
του ήλιου την ενέργεια να στραφή προς
τον ήλιο, να μετακινηθή
αφ' εαυτού
(φαινόμενο συγκλονιστικό για το ακίνητο
φυτικό βασίλειο) – πως, λέγω, αυτο το
φυσικό γεγονός μου επιβάλλεται, δεν
χωρεί αμφισβήτηση, και θ' αποκλείσω για
τον εαυτό μου την ελπίδα ότι ζώντας μέσα
σε μια πνευματική διαισθητικήν ενδοσκόπηση
(πραγματώνοντας δηλ. το «συμπάσχειν»),
δεν θ' αποχτήσω μέσα απ' αυτήν, την
μυστικήν ενέργεια να στραφώ
προς την αλήθεια,
ν' ανεβώ, τη βοηθεία μιας λειτουργίας
της οποίας τον μηχανισμό ανγοώ ακόμη;
Γι' αυτό, κατά τον Bergson, η ζωή (που
δεν είναι πράγμα,
επιμένει σ' αυτή τη διαφοροποίηση) από
μερικές πλευρές θα γίνη καλύτερα νοητή
με τη φαντασία και το ένστικτο, με το
όραμα του αγίου ή και μ' αυτήν ακόμα τη
σοφία του χωρικού, παρά με την αφηρημένη
διανοητική ανάλυση του Επιστήμονα.
Ο
διάσημος βιολόγος Carrel παραδέχεται
πλήρως την «έκτην αίσθηση» του αδ:. μας
Charles Richet (που τον ονομάζει μάλιστα
«μεγάλον»), και αναγνωρίζει ότι τα
σχετικά γεγονότα που αποδεικνύουν την
ύπαρξή της, πρέπει να τα παραδεχτούμε
έτσι ακριβώς όπως παρουσιάζονται, γιατί
είναι ένα κομμάτι από την πραγματικότητα
και η έκφραση μιας όψης του ανθρώπου,
που ως τώρα δεν την είχε δει το μάτι μας.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ
Π. ΤΑΣΙΟΣ
Η
ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΔΙΟΝ 1974
(Β'
ΕΚΔΟΣΗ 1993)