Ένα
πρωί, η μελαγχολική βροχή σταμάτησε κι
ο ήλιος υψώθηκε σ' έναν καθαρό ουρανό,
πλυμένος απ' τους ζοφερούς ατμούς του
χειμώνα, καθάριος και γαλανός.
Στον
κρυμμένο κήπο, το μεγάλο δέντρο του
Ιούδα άπλωνε τα κλαδιά του, φορτωμένα
άνθη από ροζ πορσελάνη.
Στα
δεξιά εκτεινόταν η ηδονική καμπύλη των
λόφων του Μουσταφά κι απομακρυνόταν
ίσαμε το άπειρο, διάφανη.
Στις
άσπρες προσόψεις των επαύλεων γυάλιζαν
χρυσαφένειες πούλιες.
Στο
βάθος, οι χλωμές φτερούγες απ' τις
ναπολιτάνικες βάρκες ξεδιπλώνονταν
μέσα στην κυματοειδή λάμψη του ήσυχου
κόλπου. Πνοές χαδιών περνούσαν μέσ' από
τον θερμό αέρα. Τα πράγματα ριγούσαν.
Τότε, η ψευδαίσθηση της αναμονής, της
παραμονής σ' ένα μέρος και της ευτυχίας
ξύπνησε μέσα στον Περιπλανώμενο.
Απομονώθηκε
μ' εκείνη που αγαπούσε, στο γαλακτώδες
σπιτάκι, όπου οι ώρες κυλούσαν ανεπαίσθητα,
υπέροχα νωχελικές, πίσω απ' τα ξυλόγλυπτα
καφασωτά, πίσω απ' τις ξεθωριασμένες
κουρτίνες.
Μπροστά,
ήταν το μεγαλειώδες σκηνικό του Αλγερίου,
που τους προσκαλούσε σε μια γλυκιά
αγωνία θανάτου.
Γιατί
να φύγει, γιατί να ψάξει αλλού την
ευτυχία, αφού ο Περιπλανώμενος την είχε
συναντήσει, ακαταμάχητη, στο βάθος των
ματιών της αγαπημένης που άλλαζαν
αδιάκοπα – βύθιζε εκεί το βλέμμα του
για πολλή ώρα, μέχρι που η απερίγραπτη
αγωνία της ηδυπάθειας συνέτριβε και
τους δύο κάτω απ' το βάρος της.
Γιατί
ν' αναζητήσει άλλο χώρο, όταν η στενή
τους κρυψώνα έβλεπε πέρα ως τον απέραντο
ορίζοντα, όταν αισθάνονταν κι οι δυο
τους το σύμπαν να συμπυκνώνεται σ' αυτούς
τους ίδιους;
Ό,τι
δεν ήταν μέρος της αγάπης του, του
ξέφευγε κι απομακρυνόταν στη νεφελώδη
ατμόσφαιρα.
Απαρνήθηκε
το όνειρο της περήφανης μοναξιάς του.
Απαρνήθηκε τη χαρά των τυχαίων καταφύγιων
και του φιλικού ανοιχτού δρόμου, αυτή
την τυραννική ερωμένη, μεθυσμένη απ'
τον ήλιο, που τον είχε πάρει και τον είχε
λατρέψει.
Ο
Περιπλανώμενος με τη φλογερή καρδιά
αφέθηκε για ώρες και ημέρες να τον
νανουρίσει ο ρυθμός της ευτυχίας, που
του φαινόταν αιώνιος.
Η ζωή
και τα πράγματα έμοιαζαν όμορφα. Σκεφτόταν
μάλιστα πως είχε γίνει καλύτερος, γιατί,
μέσα στην υπερυγιή δύναμη του κορμιού
του καιτην υπερβολικά υψηλόφρονη
ενέργεια της αργόσυρτης βούλησής του,
ήταν γλυκύτερος και μαλακότερος.
...Κάποτε,
τις ημέρες της εξορίας, μέσα στη
συντριπτική πλήξη της ζωής του σ' ένα
και μοναδικό μέρος, η καρδιά του
Περιπλανώμενου σφιγγόταν αλγεινά στη
θύμηση των παιχνιδιών του ήλιου στην
ανοιχτή πεδιάδα.
Τώρα,
ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι ζεστό από τον
ήλιο που έμπαινε απ' το ανοιχτό παράθυρο,
μπορούσε να στραφεί στην αγαπημένη του
και να της μιλήσει ψιθυριστά στο αυτί
για τις χώρες των ονείρων του, με τη
γλυκιά μελαγχολία που μοιάζει με το
άρωμα των νεκρών πραγμάτων.
Ο
Περιπλανώμενος δεν νοσταλγούσε και δεν
μετάνιωνε πια για τίποτε. Δεν επιθυμούσε
παρά την απεριόριστη διάρκεια αυτού
που υπήρχε.
* * *
Η ζεστή
νύχτα έπεσε στους κήπους. Μια σιωπή
βασίλεψε, όπου το μόνο που ακουγόταν
ήταν ένας απέραντος αναστεναγμός, ο
αναστεναγμός της θάλασσας που κοιμόταν,
χαμηλά, κάτω από τ' αστέρια, αναστεναγμός
της γης μέσα στη θέρμη της αγάπης.
Σαν τα
διαμαντικά έλαμπαν οι φωτιές στους
μικρούς λόφους με τις απαλές γραμμές.
Φλόγες ακολουθούσαν χνάρια από χρυσάφι
στις ακτές, κι άλλες φλόγες άναβαν σαν
αβέβαια μάτια στο βελούδο της σκιάς των
μεγάλων δέντρων.
Ο
Περιπλανώμενος κι η αγαπημένη του βγήκαν
στο δρόμο, όπου δεν περνούσε ψυχή.
Κρατιόνταν από το χέρι και χαμογελούσαν
στη νύχτα.
Δεν
μιλούσαν, γιατί καταλαβαίνονταν καλύτερα
μέσα στη σιωπή.
Αργά
αργά, ξανανέβηκαν στις πλαγιές του
Σαχέλ, ενώ το αργοπορημένο φεγγάρι
αναδυόταν απ' τα δάση των ευκαλύπτων,
πάνω απ' τους κυματισμούς της Μιτίτζα.
Κάθησαν
σε μια πέτρα.
Μια
γαλάζια λάμψη κύλησε στη νυχτερινή
εξοχή και δέσμες από ασήμι έτρεμαν πάνω
στα υγρά κλαδιά.
Για
πολλή ώρα ο Περιπλανώμενος κοίταζε το
δρόμο, τον μεγάλο λευκό δρόμο που οδηγούσε
μακριά.
Ήταν
ο δρόμος του Νότου.
Στην
ξαφνικά αφυπνισμένη ψυχή του Περιπλανώμενου
ζωντάνεψε ένας κόσμος από αναμνήσεις.
Έκλεισε
τα μάτια για να διώξει τα οράματα. Το
χέρι του έσφιξε σπασμωδικά το χέρι της
αγαπημένης του.
Αλλά
χωρίς να το θέλει ξανάνοιξε τα μάτια
του.
Η
παλιά του επιθυμία για τη γριά ερωμένη,
βασανιστική και μεθυσμένη απ' τον ήλιο,
τον συνέπαιρνε πάλι.
Της
ανήκε και πάλι με όλο του το είναι.
Μια
τελευταία φορά, καθώς σηκωνόταν, έριξε
ένα βλέμμα στο δρόμο: ήταν ταγμένος να
τον ακολουθήσει.
...Επέστρεψαν
στη ζωντανή σκιά του κήπου τους και
ξάπλωσαν σιωπηλοί κάτω απ' τη μεγάλη
καμφορά.
Πάνω
απ' τα κεφάλια τους, το δέντρο του Ιούδα
άπλωνε τα φορτωμένα του κλαδιά με τα
ροδαλά λουλούδια, που έμοιαζαν βιολέτες
μέσα στη γαλάζια νύχτα.
Ο
Περιπλανώμενος κοίταξε την αγαπημένη
του που βρισκόταν στο πλάι του.
Δεν
ήταν πια παρά ένα ομιχλώδες όραμα, θολό
κι απόμακρο. Τότε ο Περιπλανώμενος, που
την αγαπούσε ακόμη, κατάλαβε πως ήταν
έτοιμος να φύγει την αυγή, κι η καρδιά
του σφίχτηκε.
Πήρε
ένα από τα μεγάλα λουλούδια της αρωματικής
καμφοράς και το φίλησε για να πνίξει
ένα λυγμό.
*
* *
Ο
μεγάλος κόκκινος ήλιος βούλιαξε σ' έναν
ωκεανό αίματος, πίσω απ' τη μαύρη γραμμή
του ορίζοντα.
Πολύ
γρήγορα, η μέρα έσβησε κι η πέτρινη
έρημος πνίγηκε μέσα στις ψυχρές
διαφάνειες.
Σε
μια γωνιά της πεδιάδας άναψαν φωτιές.
Νομάδες
οπλισμένοι με τουφέκια κάθισαν γύρω
από λαμπρές φλόγες, κι οι μακριές λευκές
πτυχές των χιτώνων τους κυμάτιζαν στο
φως της φωτιάς.
Ένα
δεμένο άλογο χλιμίντρισε.
Ένας
άντρας, καθισμένος ανακούρκουδα στο
έδαφος, με το κεφάλι ριγμένο προς τα
πίσω και τα μάτια κλειστά, σαν σε όνειρο,
τραγούδησε έναν παλιό σκοπό όπου η λέξη
αγάπη
εναλλασσόταν με τη λέξη χάρος...
Έπειτα
όλα σιώπησαν μέσα στη βουβή απεραντοσύνη.
*
* *
Πλάι
σε μια μισοσβησμένη φωτιά, ο Περιπλανώμενος
είχε ξαπλώσει, τυλιγμένος στο μπουρνούζι
του.
Μετο
κεφάλι ακουμπισμένο στο διπλωμένο του
μπράτσο, με τα μέλη κουρασμένα,
εγκαταλείφτηκε στην υπέρτατη γλυκύτητα
του μοναχικού ύπνου, άγνωστος ανάμεσα
σε ανθρώπους απλούς και τραχείς. Κοιμόταν
στο χώμα, στην καλή γη που τον νανούριζε,
σε μια γωνιά της ερήμου που δεν είχε
όνομα κι όπου εκείνος δεν θα ξαναγύριζε
ποτέ πια.
Isabelle
Eberhardt
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ
ΤΗ ΛΗΘΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου