Ήταν
στα 400 π.Χ. Ο αυτοκράτορας Γιουάν είχε
το θρόνο του πλάι στο Μέγα Σινικό
Τείχος, κι η γη είχε πρασινίσει απ' τη
βροχή κι ετοιμαζόταν για το θερισμό,
ειρηνικά, κι οι άνθρωποι μες στο βασίλειο
του δεν ήταν ούτε ευτυχείς ούτε θλιμμένοι.
Νωρίς το πρωί, την πρώτη μέρα της πρώτης
βδομάδας του δεύτερου μήνα του καινούργιου
χρόνου, ο αυτοκράτορας Γιουάν έπινε
τσάι και ζεσταινόταν, όταν ένας υπηρέτης
φάνηκε να τρέχει προς τη μεριά του,
περνώντας μες απ' τα κόκκινα και γαλάζια
τούβλα που χώριζαν τον κήπο, και
φωνάζοντας: «Βασιλιά μου, βασιλιά μου
θαύμα!»
«Ναι, είναι ένα θαύμα», είπε ο αυτοκράτορας:
«Ο αέρας σήμερα φυσάει απαλά».
«Όχι, όχι, εννοώ θαύμα!» είπε ο υπηρέτης
και υποκλίθηκε.
«Κι αυτό το τσάι μες στο στόμα μου, είναι
πραγματικά ένα θαύμα».
«Όχι, όχι Μεγαλειότατε».
«Άσε με τότε να μαντέψω... Για να δούμε:
ανέτειλε ο ήλιος χαρίζοντας μας μια
καινούργια μέρα Η, κάτι άλλο: η θάλασσα
είναι γαλάζια. Αυτό είναι το ωραιότερο
απ' όλα τα θαύματα».
«Μεγαλειότατε, ένας άνθρωπος πετάει!»
«Πως;» έκανε ο αυτοκράτορας.
«Τον είδα στον αέρα! Ένας άνθρωπος που
πετάει με φτερά. Άκουσα κάποια φωνή απ'
τον ουρανό, κι όταν κοίταζα ψηλά, τον
είδα! Ένας δράκοντας στους ουρανούς μ'
έναν άνθρωπο στο στόμα του, ένας δράκοντας
από χαρτί και μπαμπού, στο χρώμα του
ήλιου και της πρασινάδας».
«Είναι νωρίς ακόμα», είπε ο αυτοκράτορας,
«ξύπνησες, και δε συνήλθες απ' τ' όνειρο
που έβλεπες».
«Είναι νωρίς, αλλά εγώ το είδα αυτό που
είδα! Έλα μαζί μου, και θα το δεις κι
εσύ».
«Κάθισε κοντά μου», είπε ο αυτοκράτορας:
«Πιες λίγο τσάι. Πρέπει να 'ναι κάτι
παράξενο, αν αληθεύει. Ένας άνθρωπος
που πετά... Πρέπει να 'βρεις χρόνο να το
σκεφτείς, όπως κι εγώ πρέπει να βρω το
χρόνο να προετοιμαστώ για το θέαμα».
Ήπιανε τσάι.
«Σε παρακαλώ», είπε τέλος ο υπηρέτης,
«έλα, αλλιώς θα τόνε χάσουμε απ' τα μάτια
μας».
Ο αυτοκράτορας σηκώθηκε βυθισμένος σε
σκέψεις: «Τώρα μπορείς να μου δείξεις
ό,τι είδες».
Βάδισαν μέσα στον κήπο, περνώντας πλάι
από 'να λιβάδι σκεπασμένο με γρασίδι,
ανέβηκαν σ' ένα μικρό γιοφύρι μες από
μια πυκνή συστάδα δέντρων κι ανέβηκαν
στο μικρό λόφο.
«Νάτος!» είπε ο υπηρέτης.
Κι ο αυτοκράτορας κοίταζε ψηλά στον
ουρανό.
Κι εκεί στον ουρανό, γελώντας από τόσο
ύψος που μόλις και μπορούσες να τον
ακούσεις, ένας άνθρωπος! Ένας άνθρωπος
ντυμένος με ελαφρό χαρτί και λεπτό
καλάμι — τα φτερά του — και με μια
πανέμορφη κίτρινη ουρά, πετούσε ολόγυρα
κι έμοιαζε θεόρατο πουλί, το πιο μεγάλο
μες στο βασίλειο των πουλιών, κι έμοιαζε
με νιογέννητο δράκοντα σε μια πανάρχαιη
γη από δράκους.
«Πετάω! Πετάω!» τους φώναξε από ψηλά ο
άνθρωπος μέσα στο δροσερό αγέρι του
πρωινού.
«Σε βλέπουμε! Σε βλέπουμε!» χειρονομούσε
ο υπηρέτης.
Ο αυτοκράτορας Γιουάν δε σάλεψε. Κοίταζε
τώρα το μεγάλο Σινικό Τείχος που αναδυόταν
μες απ' τη μακρινή καταχνιά των πράσινων
λόφων, κι έπαιρνε σχήμα και μορφή, και
γινόταν εκείνο το περίφημο πετρόφιδο,
που κουλουριάζονταν με μεγαλοπρέπεια
και χανόταν βαθιά σ' ολόκληρη τη χώρα.
Κείνο το υπέροχο τείχος που τους είχε
προστατέψει αιώνες τώρα από τις εχθρικές
ορδές, και διατηρούσε την ειρήνη για
πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Είδε την πόλη,
που φώλιαζε πλάι σ' ένα ποτάμι και σ' ένα
δρόμο και σ' ένα λόφο, κι άρχιζε να ξυπνά.
«Πες μου», είπε στον υπηρέτη, «είδανε
κι άλλοι αυτόν τον ιπτάμενο άνθρωπο;»
«Είμαι ο μόνος που τον είδε Μεγαλειότατε»,
είπε ο υπηρέτης, χαμογελώντας και
γνέφοντας προς τον ουρανό.
Ο αυτοκράτορας κοίταζε συλλογισμένος
τα ουράνια για ένα λεπτό, κι έπειτα είπε,
«Πες του να κατεβεί. Τον θέλω».
«Έι, κατέβα κάτω! Ο αυτοκράτορας θέλει
να σου μιλήσει !» φώναξε ο υπηρέτης,
κάνοντας χωνί τα χέρια του στο στόμα.
Ο αυτοκράτορας κοίταζε γύρω του, παντού,
καθώς ο ιπτάμενος άνθρωπος έκανε κάθετη
βουτιά στον πρωινό αέρα. Είδε ένα γεωργό
στα χωράφια του, που κοίταζε κι αυτός
στον ουρανό. Ο αυτοκράτορας σημείωσε
την τοποθεσία όπου στεκόταν ο γεωργός.
Ο Ιπτάμενος άνθρωπος πάτησε στο χώμα
μ' ένα θρόισμα από ανάμικτο ήχο χαρτιού
και λεπτού ξύλου. Πλησίασε περήφανα τον
αυτοκράτορα, βαδίζοντας άτσαλα μες στην
εξάρτηση του, και τέλος υποκλίθηκε
μπροστά στο γηραλέο άνθρωπο.
«Τι είν' αυτό που έκανες;» ρώτησε ο
αυτοκράτορας.
«Πέταξα στον ουρανό Μεγαλειότατε»,
απάντησε αυτός.
«ΤΙ ε ι ν' αυτό που έκανες;» ξαναρώτησε
ο αυτοκράτορας.
«Σάς είπα Μεγαλειότατε!» φώναξε ο
άνθρωπος πουλί.
«Δε μου είπες απολύτως τίποτα!» Ο
αυτοκράτορας άπλωσε τώρα το λεπτό χέρι
του ν' αγγίζει το όμορφο χαρτί και την
απάνω όψη της συσκευής που έμοιαζε μ'
αρματωσιά πουλιού. Μύριζε δροσιά και
ανοιχτό αέρα.
«Δεν είναι όμορφο Μεγαλειότατε;»
«Ναι, πολύ όμορφο».
«Είναι το μοναδικό στον κόσμο!» χαμογέλασε
ο άνθρωπος: «Κι εγώ είμ' ο εφευρέτης».
«Το μοναδικό στον κόσμο είπες;»
«Τ' ορκίζομαι!»
«Ποιος άλλος το ξέρει;»
«Κανείς. Ούτε η γυναίκα μου η ίδια, που
με περνάει για τρελό, τρελό για δέσιμο.
Νόμιζε ότι ετοιμαζόμουν να φτιάξω ένα
χαρταετό. Εγώ σηκώθηκα τη νύχτα κι
ανέβηκα ψηλά στα βράχια. Κι όταν άρχισε
να φυσά η πρωινή αύρα και βγήκε ο ήλιος,
συγκέντρωσα το θάρρος μου Μεγαλειότατε
και πήδηξα απ' τα βράχια. Πέταξα! Η γυναίκα
μου, πάντως, δεν το ξέρει».
«Τόσο το καλύτερο γι' αυτήν», είπε ο
αυτοκράτορας. «Θα 'ρθεις μαζί μου».
Και ξαναγύρισαν στο παλάτι. Ο ήλιος τώρα
έλαμπε ολόκληρος στον ουρανό, κι η
ατμόσφαιρα ήταν πλημμυρισμένη στο
δροσιστικό άρωμα του χόρτου. Αυτοκράτορας,
υπηρέτης, και άνθρωπος πουλί, στάθηκαν
στη μέση του τεράστιου κήπου.
Ο αυτοκράτορας χτύπησε δυο φορές τα
χέρια του: «Έ, εσείς φρουροί!»
Κι οι φρουροί φτάσανε τρέχοντας.
«Συλλάβετέ τον!» και τους έδειξε τον
άνθρωπο πουλί.
Ο άνθρωπος πουλί βρέθηκε άξαφνα ανάμεσα
στα χέρια τους.
«Φωνάξτε το δήμιο», είπε τώρα ο
αυτοκράτορας.
«Τι σημαίνει αυτό;» ξεφώνισε ο άνθρωπος,
πανικόβλητος. «Τι έχω κάνει;» Κι άρχισε
να κλαίει, κι η όμορφη χάρτινη συσκευή
έβγαλ' ένα ψιθυρισμό σαν παράπονο.
«Αυτός ο άνθρωπος κατασκεύασε μια
ορισμένη μηχανή», είπε ο αυτοκράτορας,
«κι ωστόσο μας ρωτά τι έχει κάνει. Ο
ίδιος δεν το ξέρει. Δεν ξέρει γιατί τη
δημιούργησε, και σε τι θα χρησιμέψει.
Κι αυτό είν' απαραίτητο να το ξέρει όταν
δημιουργεί κανείς κάτι».
Ο δήμιος έφτασε τρέχοντας μ' ένα κοφτερό
πελέκυ που έλαμπε ασημένιο στον ήλιo.
Στάθηκε εκεί, με τα γυμνά, μπρατσωμένα
του χέρια έτοιμα. Το πρόσωπο του ήταν
μια γαλήνια άσπρη μάσκα.
«Μια στιγμή», είπε ο αυτοκράτορας.
Στράφηκε σ' ένα κοντινό τραπεζάκι. Πάνω
στο τραπεζάκι ήτανε τοποθετημένο ένα
μηχάνημα που το 'χε κατασκευάσει ο ίδιος.
Ο αυτοκράτορας ξεκρέμασε ένα μικρό
χρυσό κλειδί απ' το λαιμό του. Έβαλε το
κλειδί στη μικροσκοπική ντελικάτη
μηχανή κι άρχισε να την κουρδίζει. Έπειτα
άφησε τη μηχανή να λειτουργήσει.
Ήταν ένας κήπος από μέταλλο και ζαφείρια.
Όταν την έβαζες μπροστά, πουλιά κελαηδούσαν
σε μικροσκοπικά μετάλλινα δέντρα, λύκοι
ξεχύνονταν μέσα σε κουκλίστικα δάση,
και μικροσκοπικά ανθρωπάκια έτρεχαν
εδώ κι εκεί, σε ήλιο και σε σκιά, κάνοντας
αέρα με τοσοδούτσικες βεντάλιες,
ακούγοντας να κελαηδούν μικρά σμαραγδένια
πουλιά πλάι σε απίθανα μικρές αλλά
κουδουνιστές δροσοπηγές.
«Δεν είναι όμορφο;» είπε ο αυτοκράτορας:
«Αν με ρωτούσες τι είν' αυτό εδώ που
δημιούργησα, θα μπορούσα να σου απαντήσω
μια χαρά. Δημιούργησα πουλιά που
κελαηδούν, έφτιαξα δάση που ψιθυρίζουν.
Έβαλα ανθρώπους να περπατούν μέσα σ'
αυτά τα σκιερά δάση, και να χαίρονται
τα φύλλα, και να χαίρονται τη σκιά και
το κελάηδημα των πουλιών. Αυτό θα σου
απαντούσα ότι δημιούργησα».
«Μα κι εγώ Μεγαλειότατε, ώ Θεέ μου !»
ικέτεψε ο άνθρωπος πουλί, γονατιστός,
και δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπο του:
«Κάτι παρόμοιο έκανα κι εγώ ! Βρήκα την
ομορφιά. Πέταξα μέσα στον πρωινό αγέρα.
Είδα από κει ψηλά τα σπίτια να κοιμούνται,
είδα τα περιβόλια! Οσμίστηκα τον αέρα
της θάλασσας, είδα την ίδια τ η θάλασσα,
μπορώ να πω, πέρα απ' τους λόφους, από
κει ψηλά που ήμουν. Και βούτηξα μες στον
αέρα σαν πουλί. Ό, δεν μπορώ να σου πω τι
όμορφα που 'ναι εκεί ψηλά, στον ουρανό,
με τον άνεμο να σε χαϊδεύει από παντού,
με τον άνεμο να σε παρασέρνει σαν πούπουλο
βεντάλιας, δεν μπορώ να σου πω πόσο
όμορφα μυρίζει ο ουρανός την αυγή! Και
πόσο λεύτερος νιώθει ο άνθρωπος! Κι αυτό
είν' όμορφο Μεγαλειότατε, κ ι αυτό!»
«Ναι», είπε θλιμμένα ο αυτοκράτορας:
«Ξέρω πως πρέπει να 'ναι αλήθεια. Γιατί
κι εγώ ένιωσα την καρδιά μου να σκιρτάει
μαζί σου εκεί ψηλά, κι αναρωτήθηκα: πως
να 'ναι άραγε; Πώς νιώθεις εκεί πάνω; Πώς
φαίνονται από κει ψηλά οι λίμνες και τα
ποτάμια; Πώς τα παλάτια μου κι οι υπηρέτες;
Σα μυρμήγκια; Και πως οι μακρινές
πολιτείες που δεν έχουν ακόμα ξυπνήσει;»
«Τότε λυπήσου με!»
«Υπάρχουν όμως φορές», είπε ο αυτοκράτορας,
ακόμα πιο θλιμμένος, «που πρέπει να
χάνει κανείς μια τόση δα μικρή ομορφιά
αν θέλει να κρατήσει αυτή τη λίγη ομορφιά
που έχει κιόλας. Δε φοβάμαι εσένα
συγκεκριμένα, φοβάμαι κάποιον άλλο
άνθρωπο».
«Ποιόν άλλο;»
«Κάποιον που, βλέποντας εσένα να πετάς,
θα φτιάξει κι αυτός κάτι παρόμοιο με
ελαφρό χαρτί και καλάμι. Μα κείνος ο
άλλος θα "χει πρόσωπο κακό, και καρδιά
μοχθηρή, κι η ομορφιά θα 'ναι φευγάτη.
Αυτό τον άνθρωπο φοβούμαι».
«Μα γιατί; Γιατί;»
«Ποιος λέει ότι, μια μέρα, ένας τέτοιος
άνθρωπος ακριβώς, με μια τέτοια συσκευή
από χαρτί και καλάμι, δε θα πετάξει στον
ουρανό για να ρίξει θεόρατες πέτρες
πάνω στο Μεγάλο Σινικό Τείχος;» είπε ο
αυτοκράτορας.
Κανείς δε σάλεψε. Κανείς δεν είπε ούτε
μια λέξη.
«Πάρτου το κεφάλι», είπε ο αυτοκράτορας.
Ο δήμιος στριφογύρισε το ασημένιο πελέκυ
του.
«Να κάψετε και το χαρταετό, και το κορμί
του εφευρέτη, και να θάψετε τις στάχτες
όλες μαζί», ξανάπε ο αυτοκράτορας.
Οι υπηρέτες αποσύρθηκαν για να εκτελέσουν
τη διαταγή.
Ο αυτοκράτορας στράφηκε στον πιστό του
υπηρέτη που είχε δει τον άνθρωπο να
πετάει: «Κράτα το στόμα σου κλειστό.
Ήταν όλα ένα όνειρο, ένα πολύ λυπητερό
και όμορφο όνειρο. Κι εκείνος ο γεωργός
στο χωράφι του, που τον είδε κι αυτός να
πετάει, πέστου ότι θα πληρωθεί αδρά για
να το θεωρήσει όνειρο. Αν βγει μια λέξη
από το στόμα σας, κι εσύ κι ο γεωργός θα
πεθάνετε στη στιγμή».
«Είσαι σπλαχνικός Αυτοκράτορα!»
«Όχι, όχι σπλαχνικός», είπε ο γέρος
βασιλιάς. Πέρα απ' τον τοίχο του κήπου
είδε τους φρουρούς να καίνε κείνο το
όμορφο πράγμα από καλάμι και χαρτί. Η
μυρωδιά του πλημμύρισε την πρωινή
ατμόσφαιρα. Είδε κατάμαυρο τον καπνό
να υψώνεται στον ουρανό: «Όχι, όχι
σπλαχνικός. Πανικόβλητος μόνο, και
τρομοκρατημένος». Είδε τους φρουρούς
να σκάβουν ένα μικρό λάκκο για να θάψουνε
τις στάχτες: «Τι είναι η ζωή ενός μόνο
ανθρώπου μπροστά στη ζωή εκατομμυρίων;
Πρέπει να παρηγορηθώ μ' αυτή τη σκέψη».
Ξεκρέμασε το χρυσό κλειδί άπ’ το λαιμό
του, και κούρδισε ακόμα μια φορά τον
όμορφο κουκλίστικο κήπο. Και στάθηκε
ατενίζοντας τη γη, πέρα στο Μεγάλο
Τείχος, ατενίζοντας την ήσυχη πολιτεία,
τα πράσινα λιβάδια, τους ποταμούς και
τα ρυάκια. Αναστέναζε. Ο κουκλίστικος
κήπος, με τον κρυφό και ντελικάτο
μηχανισμό του, μπήκε μπροστά. Κουκλίστικοι
άνθρωποι περπατούσαν στο δάσος,
κουκλίστικες αλεπούδες χοροπηδούσαν
στα ξέφωτα που ήταν πλημμυρισμένα ήλιο,
κι άστραφτε η όμορφη γούνα τους, κι
ανάμεσα απ' τα μικροσκοπικά δέντρα,
υψώνονταν μικρές φωνούλες, αρμονικοί
κελαηδισμοί, και λαμπερά, γαλάζια και
κίτρινα χρώματα που πετούσαν, πετούσαν
και πλημμύριζαν τον κουκλίστικο ουρανό.
«Θεέ μου!» είπε ο αυτοκράτορας κλείνοντας
τα μάτια του: «Κοίταξε τα πουλιά! Κοίταξε
τα πουλιά!»
RAY BRADBURY
To Δ του Διαστήματος
Μετάφραση από τα αγγλικά:
ΦΩΝΤΑΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ
Εκδόσεις ΑντιΚοσμοι 1975