Όταν μελετούσαν τις διανοητικές δυνάμεις
και τις παρορμήσεις – των prima
mobilia της ανθρώπινης ψυχής,
οι νευρολόγοι παρέλειψαν ν’ αφήσουν
χώρο για μια παρόρμηση που, παρόλο που
υπάρχει σαν πρωταρχικό, πρωτόγονο και
πρωτογενές συναίσθημα, έχει ξεφύγει
της προσοχής όλων των ηθικολόγων που
προηγήθηκαν απ’ αυτούς. Μέσα στην
αλαζονεία της λογικής, την ξεχάσαμε
όλοι. Μας ξέφυγε γιατί δεν είχαμε πίστη
– δεν πιστέψαμε σ’ αυτήν – είτε πίστη
στην Αποκάλυψη ήταν, είτε πίστη στην
Καβάλα. Η σκέψη αυτή, απλούστατα, δεν
πέρασε από το μυαλό ποτέ γιατί μας φάνηκε
περιττή. Νομίζαμε ότι δεν μας ήταν
απαραίτητος ο αυθορμητισμός – η
παρόρμηση. Δε μπορέσαμε να καταλάβουμε.
Δε θα μπορούσαμε δηλαδή να καταλάβουμε
ακόμα κι αν η έννοια του primum
mobile ξεπρόβαλε μπροστά
μας. Δε μπορούσαμε να καταλάβουμε με
ποιον τρόπο θα ήταν δυνατόν να
χρησιμοποιηθεί για να προωθήσει τους
σκοπούς της ανθρωπότητας, είτε προσωρινούς,
είτε αιώνιους. Δεν είναι δυνατό ν’
αρνηθεί κανείς το γεγονός πως η νευρολογία
και, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, όλη η
μεταφυσική είχε επινοηθεί a
priori. Ο σκεπτόμενος ή
λογικός άνθρωπος, αντί να τα εξετάζει
όλα με κατανόηση και παρατηρητικότητα,
βάλθηκε να οραματίζεται και να υπαγορεύει
τους στόχους του Θεού. Αφού εμβάθυνε,
μ’ αυτό τον τρόπο και για δική του
ικανοποίηση, στις προθέσεις του Γιεχωβά,
δημιούργησε, μέσα απ’ αυτές τις προθέσεις
του, αναρίθμητα συστήματα σκέψης. Όσον
αφορά τη νευρολογία, παραδείγματος
χάρη, αποφασίσαμε, καταρχήν και πολύ
φυσικά, πως η πρόθεση του Θεού ήταν ο
άνθρωπος να τρώει. Καθορίσαμε για τον
άνθρωπο ένα όργανο διατροφής. Κι αυτό
το όργανο έγινε το μαστίγιο με το οποίο
υποχρεώνει ο Θεός τον άνθρωπο, θέλει δε
θέλει να τρώει. Έπειτα, αφού μείναμε
σύμφωνοι πως ήταν θέλημα Θεού να
διαιωνίζει ο άνθρωπος, το είδος του,
ανακαλύψαμε ένα όργανο για να ερωτοτροπεί
μ’ αυτό. Το ίδιο έγινε με την επιθετικότητα,
την εξιδανίκευση, τη σκοπιμότητα, τη
δημιουργικότητα – με δυο λόγια το ίδιο
έγινε με όλα τα ανθρώπινα όργανα είτε
αντιπροσώπευαν μια παρόρμηση, είτε ένα
ηθικό συναίσθημα ή μια ενέργεια της πιο
αγνής διανόησης. Και σ’ αυτή την
ταξινόμηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς,
οι Σπουρχαϊμιστές, είτε σωστά, είτε
λαθεμένα, είτε εν μέρει, είτε εξ ολοκλήρου,
ακολούθησαν αναγκαστικά τα βήματα των
προκατόχων τους, συμπεραίνοντας και
καθιερώνοντας τα πάντα σύμφωνα με την
προκαθορισμένη μοίρα του ανθρώπου και
βασίζοντας τα πάνω στους σκοπούς του
δημιουργού του.
Θα ήταν σωστότερο και πιο ασφαλές να
κάνουμε μια ταξινόμηση (αν αυτό έπρεπε
να κάνουμε) με βάση αυτό που ο άνθρωπος
συνήθως, ή τυχαία έκανε, παρά με βάση
αυτό που παίρνουμε σαν θέσφατο, ότι ο
Θεός περιμένει απ’ αυτόν να κάνει. Αν
δε μπορούμε να καταλάβουμε το Θεό απ’
τα ορατά του έργα, πως λοιπόν μπορούμε
να τον καταλάβουμε από τις αόρατες
σκέψεις του που μπορούν να πραγματοποιήσουν
τα πάντα; Αν δε μπορούμε να τον κατανοήσουμε
από τα αντικειμενικά του δημιουργήματα,
πως θα τον κατανοήσουμε από τις
υποκειμενικές του διαθέσεις και την
έκφραση της δημιουργίας του;
Η νευρολογία θα αναγκαζόταν τότε, με
επαγωγικό τρόπο, να παραδεχτεί ότι
υπάρχει ένας έμφυτος και πρωτόγονος
κανόνας ανθρώπινης συμπεριφοράς, και
το παράδοξο, που θα μπορούσαμε να
ονομάσουμε διαστροφή, μια και δεν
μπορούμε να επινοήσουμε κάποιον καλύτερο
όρο. Με την έννοια που της δίνω είναι,
στην πραγματικότητα, μια κίνηση χωρίς
κίνητρο, κίνητρο κι όχι εκκινητήρας. Με
τη δική του παραίνεση ενεργούμε χωρίς
κανένα φανερό λόγο. Ή, αν αυτό σας φαίνεται
σαν αντιφατικό, μπορούμε ν’ αλλάξουμε
τις λέξεις έτσι που να λένε πως με την
παρότρυνσή του κάνουμε αυτό ακριβώς
που δε θα έπρεπε. Στη θεωρία, καμιά λογική
δε μπορεί να είναι πιο ισχυρή. Για
ορισμένους ανθρώπους, κάτω από κάποιες
συνθήκες, η λογική αυτή γίνεται απολύτως
ακατανίκητη. Είμαι πιο σίγουρος κι απ’
το ό,τι αναπνέω ακόμα πως η βεβαιότητα
για το καλό ή το κακό κάθε πράξης μας
είναι συχνά, εκείνη και μόνο, η ακατανίκητη
δύναμη που μας παροτρύνει να την
εκτελέσουμε. Ακόμα κι αυτή η ακατανίκητη
ανάγκη να κάνεις κακό για το κακό δε
μπορεί ν’ αναλυθεί ή να αποδοθεί σε
υστεροβουλία. Είναι ένας πρωταρχικός
πρωτόγονος αυθορμητισμός – στοιχειώδης.
Το ξέρω πως κάποιος θα βρεθεί να πει
ότι, αν επιμένουμε να κάνουμε κάτι μόνο
και μόνο επειδή νιώθουμε πως δεν πρέπει
να το κάνουμε, αυτό δεν είναι παρά μια
παραλλαγή της επιθετικότητας όπως την
προσδιορίζει η νευρολογία. Μια ματιά
όμως μόνο αρκεί για να μας δείξει πόσο
λαθεμένος είναι αυτός ο συλλογισμός. Η
νευρολογική επιθετικότητα στηρίζεται
στην αυτοάμυνα, στην προστασία του
εαυτού μας από κάθε πόνο. Αρχή της είναι
η ευημερία μας. Έτσι η επιθυμία μας να
νιώθουμε καλά είναι στενά δεμένη με την
εξέλιξή της και άρα η επιθυμία να νιώθουμε
καλά είναι στενά δεμένη με την εξέλιξή
της και άρα η επιθυμία να νιώθουμε καλά
θα πρέπει να είναι συνδεδεμένη και με
κάθε παραλλαγή της επιθετικότητας. Στην
περίπτωση όμως αυτού το κάτι, που εγώ
ονομάζω διαστροφή, η επιθυμία να νιώθουμε
καλά όχι μόνο δε διεγείρεται αλλά
αντίθετα υπάρχει ένα συναίσθημα απολύτως
ανταγωνιστικό.
Μια προσφυγή στην καρδιά μας είναι σε
τελευταία ανάλυση η καλύτερη απάντηση
σε μια τέτοια σοφιστεία. Δεν υπάρχει
κανείς, που να συμβουλεύεται με εμπιστοσύνη
και να ρωτάει με ειλικρίνεια την ψυχή
του, και να μπορεί ν’ αρνηθεί την απόλυτη
πρωταρχικότητα της παρόρμησης που
ανάφερα. Είναι κάτι που περισσότερο
διαισθάνεσαι, παρά το καταλαβαίνεις.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην κυριεύτηκε
κάποτε λόγου χάρη από μια έντονη επιθυμία
να παιδέψει κάποιον με μια άσχετη κι
ακατάσχετη φλυαρία. Το ξέρει καλά πως
γίνεται δυσάρεστος. Έχει κάθε λόγο να
γίνει αρεστός και συνήθως είναι
μετρημένος, σαφής και κατανοητός. Τα
πιο λακωνικά και φωτισμένα λόγια
κρέμονται στην άκρη της γλώσσας του κι
απαιτούν να εκφραστούν, κι εκείνος με
το ζόρι τα συγκρατεί και δεν τα αφήνει
να κυλήσουν. Φοβάται και θέλει ν’
αποφύγει το θυμό αυτού που του απευθύνει
τα λόγια. Παρόλα αυτά δε μπορεί να διώξει
απ’ το μυαλό του τη σκέψη πως, με μερικές
παλινδρομήσεις και παρενθέσεις, ,μπορεί
να εξάψει παραπάνω το θυμό του. Η απλή
αυτή σκέψη του φτάνει. Η παρόρμηση
γίνεται επιθυμία, η επιθυμία γίνεται
λαχτάρα, η λαχτάρα γίνεται πάθος, κι
αυτό το πάθος περιφρονώντας το θυμό του
ακροατή και κάθε άλλη συνέπεια ξεσπάει.
Πρέπει να φέρουμε εις πέρας, όσο πιο
γρήγορα γίνεται, κάποια υπόθεσή μας.
Ξέρουμε πως, αν την καθυστερήσουμε, θα
καταστραφούμε. Η πιο δύσκολη κρίση που
περνάμε στη ζωή μας καλεί, σαν κώδωνας
κινδύνου, να δραστηριοποιηθούμε αμέσως.
Φλεγόμαστε απ’ την επιθυμία ν’ αρχίσουμε.
Και στη σκέψη και μόνο του αποτελέσματος
της δραστηριοποίησής μας η καρδιά μας
παίρνει φωτιά. Πρέπει να δραστηριοποιηθούμε
σήμερα. Κι όμως, τα αναβάλουμε όλα για
αύριο. Γιατί; Δεν υπάρχει άλλη απάντηση.
Είμαστε διεστραμμένοι, και χρησιμοποιούμε
τη λέξη αυτή χωρίς να την κατανοούμε. Η
άλλη μέρα φτάνει και νιώθουμε ακόμα πιο
ανυπόμονοι να κάνουμε το καθήκον μας.
Μα μαζί της καταφτάνει και μια λαχτάρα
ακατανόμαστη και φοβερή, γιατί είναι
ακατανίκητη λαχτάρα για αναβολή. Με
κάθε λεπτό που περνάει, η λαχτάρα αυτή
γίνεται όλο και πιο έντονη. Η τελευταία
προθεσμία έχει φτάσει. Τρέμουμε απ’ τη
βία της σύγκρουσης που γίνεται μέσα μας
– του θετικού με το αόριστο – της ύλης
με τη σκιά. Μα, αν η σύγκρουση έχει
προχωρήσει τόσο πολύ, τότε είναι η σκιά
αυτή που νικάει – μάταια αντιστεκόμαστε.
Το ρολόι χτυπάει σαν πένθιμος αποχαιρετισμός
της γαλήνης μας. Μα την ίδια στιγμή
αποχαιρετάμε και το φάντασμα που, για
τόσο καιρό, μας ταλάνισε. Πετάει –
εξαφανίζεται – είμαστε ελεύθεροι. Η
παλιά μας ενεργητικότητα γυρίζει. Τώρα
θ’ αρχίσουμε τη δουλειά. Αλίμονο είναι
πολύ αργά!
Στεκόμαστε στο χείλος ενός γκρεμού.
Κοιτάζουμε κάτω την άβυσσο – μας πιάνει
ζαλάδα σαν αυτή που μας φέρνει η ναυτία.
Παρ’ όλα αυτά, δεν τραβιόμαστε απ’ το
γκρεμό. Σιγά σιγά η ναυτία, η ζαλάδα κι
ο τρόμος μετατρέπονται σ’ ένα ακατανόμαστο
συναίσθημα. Σιγά σιγά, κι ακόμα πιο
ανεπαίσθητα, αυτό το σύννεφο αποκτά
σχήμα, σαν τον καπνό απ’ το μπουκάλι
που βγήκε το τζίνι στις Χίλιες και μία
νύχτες. Μόνο που ο δικός μας καπνός στο
χείλος του γκρεμού παίρνει ένα σχήμα
πολύ πιο φοβερό από το τζίνι ή οποιονδήποτε
δαίμονα οποιουδήποτε μύθου. Κι όμως δεν
είναι τίποτα πιότερο από μια σκέψη,
παρόλο που είναι τρομαχτική και παγώνει
τα κόκαλα ως το μεδούλι τους με την
αγριάδα της απόλαυσης του τρόμου που
γεννάει. Δεν είναι παρά η σκέψη του τι
θα νιώθαμε αν πέφταμε από ένα τέτοιο
ύψος. Κι αυτή την πτώση – αυτή την
εκμηδένισή μας – ακριβώς γιατί είναι
η πιο φοβερή και αποκρουστική απ’ όλες
τις φοβερές κι αποκρουστικές εικόνες
θανάτου που πέρασαν ποτέ απ’ τη φαντασία
μας – γι’ αυτό το λόγο ακριβώς είναι
που τώρα την θέλουμε ακόμα τόσο πολύ.
Κι όσο η λογική μας τραβάει βιαστικά
μακριά απ’ το χείλος του γκρεμού, τόσο
εμείς σκύβουμε, ακόμα πιο παράτολμα,
από πάνω του. Δεν υπάρχει πιο δαιμονισμένο,
ανυπόμονο πάθος απ’ αυτό που νιώθει
αυτός που, σκυμμένος πάνω στο χείλος
του γκρεμού, φαντάζεται μια τέτοια
πτώση. Το να ενδώσεις, έστω και μια στιγμή
και να προσπαθήσεις να σκεφτείς, είναι
σαν να χάνεσαι μοιραία για πάντα. Γιατί
η σκέψη μας υπαγορεύει να κρατηθούμε,
κι ακριβώς γι’ αυτό, νομίζω εγώ, είναι
που δε θα μπορέσουμε. Αν δε βρεθεί κάποιο
φιλικό χέρι να μας συγκρατήσει ή αν δεν
καταφέρουμε, ξαφνικά, να τραβηχτούμε
προς τα πίσω, πέφτουμε και χανόμαστε.
Αν καλοεξετάσεις αυτές τις περιπτώσεις,
κι άλλες παρόμοιες, θα δεις πως όλες
ξεκινάνε απ’ το πνεύμα της διαστροφής.
Κάνουμε αυτό ακριβώς που δεν πρέπει.
Πίσω ή πέρα απ’ αυτό δεν υπάρχει κανένας
κατανοητός κανόνας. Και θα μπορούσαμε
πραγματικά να το θεωρήσουμε σαν έργο
του αρχισατανά, αν δεν έβγαινε καμιά
φορά και σε καλό.
Όλα αυτά τα είπα για ν’ απαντήσω, ως ένα
σημείο στην ερώτησή σας – να σας εξηγήσω
γιατί βρίσκομαι εδώ – για κάτι που να
μοιάζει, έστω με δικαιολογία για τις
αλυσίδες που φορώ και το κελί του
κατάδικου όπου με βλέπετε κλεισμένο.
Αν δεν σας τα έλεγα όλ’ αυτά μπορεί να
με είχατε παρεξηγήσει ή και να με είχατε
θεωρήσει τρελό. Όπως και να ‘ναι θα
καταλάβετε πιο εύκολοα μετά απ’ όλα
αυτά, πως είμαι κι εγώ ένα απ’ τα θύματα
του Δαίμονα της Διαστροφής.
Καμιά πράξη δε θα μπορούσε ποτέ να
εκτελεστεί με τόση προσοχή και μελέτη.
Για βδομάδες για μήνες μελετούσα τον
τρόπο που θα τον δολοφονούσα. Απέρριψα
χιλιάδες σχέδια γιατί θα γεννούσαν μια
ελάχιστη υπόνοια ν’ αποκαλυφθώ. Στο
τέλος, διάβασα κάτι στα γαλλικά για ένα
μοιραίο ατύχημα που συνέβη στη μαντάμ
Πιλώ από ένα κερί που περιείχε κατά
λάθος μια δηλητηριώδη ουσία. Η ιδέα μου
φάνηκε αμέσως καλή. Ήξερα ακόμα, πως το
δωμάτιό του ήταν στενό και δεν αεριζόταν
καλά. Μα γιατί να σας κουράζω με
περισσότερες λεπτομέρειες; Δε χρειάζεται
να σας περιγράψω το κατασκεύασμα που
έφτιαξα και με το οποίο αντικατέστησα,
στο καντηλέρι της κρεβατοκάμαράς του
το κερί που βρήκα εκεί. Το άλλο πρωί, τον
βρήκα νεκρό στο κρεβάτι του και το
πόρισμα του ανακριτή ήταν: «Τον πήρε ο
Θεός».
Επειδή κληρονόμησα όλη τη περιουσία
του, όλα πήγαν καλά για κάμποσα χρόνια.
Η σκέψη πως θα μ’ έπιαναν ούτε που πέρασε
απ’ το μυαλό μου. Τα υπολείμματα του
μοιραίου κεριού τα είχα με προσοχή
εξαφανίσει. Δεν είχα αφήσει ούτε σκιά
από ίχνος που να μπορεί κανείς να με
καταδικάσει, ούτε καν να με υποψιαστεί
για το έγκλημα. Δεν είναι δύσκολο να
καταλάβει κανείς πόσο με γέμιζε
ικανοποίηση το συναίσθημα που κυρίευε
το στήθος μου όσο σκεφτόμουνα την απόλυτη
ασφάλειά μου. Για ένα μεγάλο διάστημα
είχα συνηθίσει πια ν’ απολαμβάνω αυτό
το συναίσθημα. Μου έδινε μεγαλύτερη
χαρά απ’ όλες μαζί τις εγκόσμιες
απολαύσεις. Κάποτε όμως έφτασε μια
στιγμή που το ευχάριστο αυτό συναίσθημα
έγινε, μ’ ένα ρυθμό τόσο αργό που δεν
πρόλαβα να το καταλάβω, μια βασανιστική
και έμμονη σκέψη. Βασανιστική γιατί
ήταν έμμονη. Δε μπορούσα να την ξεφορτωθώ
ούτε λεπτό. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο
να σ’ ενοχλεί, μ’ έναν τρόπο παρόμοιο,
στ’ αυτιά, ή μάλλον στη μνήμη, κάποιο
γνωστό τραγούδι ή κάποιες ασήμαντες
φράσεις από κάποια όπερα. Κι αυτό το
βάσανο δε θα γινόταν μικρότερο ακόμα
κι αν το τραγούδι ήταν καλό ή η μελωδία
της όπερας όμορφη. Με τον ίδιο τρόπο
λοιπόν έπιανα συνέχεια τον εαυτό μου
να απασχολείται με την ασφάλειά μου και
να επαναλαμβάνει μ’ ένα χαμηλό ψίθυρο:
«Είμαι ασφαλής».
Μια μέρα, εκεί που βόλταρα στους δρόμους,
έπιασα τον εαυτό μου τη στιγμή που
μουρμούριζε τις ίδιες συνηθισμένες
λέξεις. Μ’ έπιασαν τα νεύρα μου και
χωρίς να το θέλω τις ξαναψιθύρισα έτσι:
«Είμαι ασφαλής – είμαι ασφαλής – εκτός
αν χαζέψω τόσο που να τα ομολογήσω όλα!»
Δεν πρόφτασα να προφέρω αυτές τις λέξεις
κι ένιωσα μια παγωμένη ανατριχίλα να
διαπερνά την καρδιά μου. Είχα μια σχετική
πείρα από τέτοιες κρίσεις διαστροφής
(που τη φύση τους έκανα τον κόπο να σας
εξηγήσω) και θυμόμουνα καλά πως κατάφερνα
πάντα να τις ξεπερνάω στα γρήγορα. Και
τώρα η τυχαία αυτή σκέψη πως ίσως να
χάζευα και να ομολογούσα το έγκλημά για
το οποίο ήμουνα ένοχος, στεκόταν μπροστά
μου σαν να ήταν το ίδιο το φάντασμα αυτού
που σκότωσα – και μου ‘κανε νεύμα να
τον ακολουθήσω. Στην αρχή έκανα μια
προσπάθεια να αποδιώξω αυτό τον εφιάλτη
της ψυχής μου. Επιτάχυνα το βήμα μου
ξανά και ξανά ακόμα περισσότερο – στο
τέλος έτρεχα. Ένιωθα μια τόσο έντονη
επιθυμία να ξεφωνίσω που με τρέλαινε.
Κάθε καινούργιο κύμα σκέψης με γέμιζε
με καινούργιο τρόμο γιατί, αλίμονο,
ήξερα καλά πως στην περίπτωσή μου, το
να σκέφτομαι σήμαινε πως έχανα το
παιχνίδι. Επιτάχυνα το βήμα μου. Τώρα
χροπηδούσα σαν τρελός ανάμεσα στον
κόσμο του δρόμου.
Στο τέλος, ο κόσμος τρόμαξε κι άρχισε
να με κυνηγάει. Τότε ήταν που ένιωσα που
με οδηγούσε η μοίρα μου. Αν μπορούσα να
ξεριζώσω τη γλώσσα μου, θα το είχα κάνει
– μα μια βραχνή φωνή αντήχησε στ’ αυτιά
μου – ένα βάναυσο χέρι μ’ άρπαξε απ’
τον ώμο. Γύρισα – προσπάθησα ν’ ανασάνω.
Για μια στιγμή ένιωσα όλο το μαρτύριο
της ασφυξίας. Δεν έβλεπα. Δεν άκουγα.
Ζαλίστηκα. Και τότε κάποιος αόρατος
δαίμονας, έτσι μου φάνηκε, μου ‘δωσε
μια με τη φαρδιά του παλάμη στην πλάτη.
Το μυστικό, που για χρόνια είχα κρυμμένο
στην ψυχή μου, πετάχτηκε έξω.
Λένε πως τα ‘λεγα όλα με πολύ καθαρή
άρθρωση, μα με κάποια έμφαση και βιασύνη
σαν να φοβόμουνα μη με διακόψουν πριν
τελειώσω τις κοφτές μα φορτισμένες
φράσεις που με οδήγησαν στο δήμιο και
στην κόλαση.
Αφού είπα όσα ήταν απαραίτητα για να
καταδικαστώ σε μια δίκη, έπεσα μπρούμυτα
λιπόθυμος.
Μα γιατί να πω άλλα; Σήμερα φορώ αυτές
τις αλυσίδες και βρίσκομαι εδώ. Αύριο
θα είμαι χωρίς δεσμά!
-Μα όμως που;
EDGAR ALLAN POE
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΜΙΑ
ΜΟΥΜΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Κ. ΚΟΡΟΝΤΖΗ 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου