.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Οι εχθροί του ανθρώπου της γνώσης – Carlos Castaneda


«Ζήτησα από τον Δον Χουάν να μου εξηγήσει τι εννοούσε λέγοντας άνθρωποι της γνώσης.
-Άνθρωπος της γνώσης είναι εκείνος που έχει ακολουθήσει με συνέπεια το δύσκολο δρόμο της μάθησης, είπε. Ένας άνθρωπος που χωρίς να βιάζεται αλλά και χωρίς να ξεστρατίζει έχει προχωρήσει όσο μπορεί στο ξεδιάλυμα των μυστικών της δύναμης και της γνώσης.
-Μπορεί ο καθένας να γίνει άνθρωπος της γνώσης;
-Όχι, δεν μπορεί ο καθένας.
-Τι πρέπει να κάνει κανείς για να γίνει άνθρωπος της γνώσης;
-Πρέπει να προκαλέσει σε αναμέτρηση και να νικήσει τους τέσσερις φυσικούς εχθρούς του.
Το να γίνεις άνθρωπος της γνώσης δεν έχει καμιά μονιμότητα. Στ' αλήθεια κανείς ποτέ δεν ΕΙΝΑΙ άνθρωπος της γνώσης. Μάλλον κάποιος ΓΙΝΕΤΑΙ άνθρωπος της γνώσης για μια πολύ σύντομη στιγμή, αφού νικήσει τους τέσσερις φυσικούς εχθρούς του.
...........
Όταν κάποιος αρχίσει να μαθαίνει, ποτέ δεν έχει ξεκαθαρισμένους στόχους. Οι επιδιώξεις του είναι λαθεμένες, οι προθέσεις του ακαθόριστες. Ελπίζει σε ανταμοιβές που ποτέ δεν θα υλοποιηθούν κι αυτό γιατί δεν ξέρει τίποτε από τις ταλαιπωρίες της μάθησης.
Σιγά σιγά αρχίζει να μαθαίνει' λίγο λίγο στην αρχή κι έπειτα ολο και περισσότερο. Και οι σκέψεις του αλληλοσυγκρούονται. Τα πράγματα που μαθαίνει δεν είναι ποτέ αυτά που είχε στο νου του ή αυτά που φανταζόταν κι έτσι αρχίζει να φοβάται. Η μάθηση ποτέ δεν είναι αυτό που περιμένεις. Κάθε βήμα της μάθησης είναι ένας νέος άθλος και ο φόβος που νιώθει αρχίζει να μεγαλώνει ανελέητα και πεισματικά. Ο σκοπός του μετατρέπεται σε πεδίο μάχης.
Κι έτσι έχει συναντήσει τον πρώτο από τους φυσικούς του εχθρούς. Το φόβο! Ένα εχθρό τρομακτικό, ύπουλο και δυσκολοκατάκτητο. Παραφυλάει κρυμμένος σε κάθε στροφή του δρόμου, ενεδρεύοντας, περιμένοντας. Και αν ο άνθρωπος, τρομοκρατημένος από την παρουσία του το βάλει στα πόδια, ο εχθρός του θα έχει βάλει ένα τέλος στην αναζήτησή του.
-Τι συμβαίνει στον άνθρωπο που τα παρατάει απ' το φόβο το;
-Δεν παθαίνει τίποτε εκτός του ότι ποτέ δε θα μάθει. Ποτέ δε θα γίνει άνθρωπος της γνώσης. Θα καταντήσει πιθανόν ένας θρασύδειλος ή ένας άκακος, φοβισμένος άνθρωπος. Όπως και να καταλήξει όπως ο άνθρωπος αυτός θα είναι νικημένος. Ο πρώτος του εχθρός θα έχει βάλει μια για πάντα ένα τέλος στους πόθους του.
-Και τι πρέπει να κάνει για να ξεπεράσει το φόβο του;
-Η απάντηση είναι πολύ απλή. Δεν πρέπει να τα παρατήσει. Πρέπει να αψηφήσει το φόβο του και ενάντια σ' αυτόν να συνεχίζει να προχωράει ολοένα και πιο μπροστά. Να είναι εντελώς φοβισμένος και παρόλ' αυτά να μη σταματήσει. Αυτός είναι ο κανόνας! Και θα 'ρθει η στιγμή που ο πρώτος εχθρός θα υποχωρήσει. Ο άνθρωπος αρχίζει να αισθάνεται σίγουρος για τον εαυτό του. Ο σκοπός του γίνεται πιο σταθερός. Η μάθηση παύει να είναι κάτι το τρομακτικό.
Όταν φτάσει η χαρούμενη αυτή στιγμή μπορεί ο άνθρωπος να πει χωρίς διασταγμό πως νίκησε τον πρώτο φυσικό του εχθρό.
-Αυτό συμβαίνει αμέσως Δον Χουάν ή σιγά σιγά;
-Γίνεται σιγά σιγά και όμως ο φόβος συντρίβεται ξαφνικά και γρήγορα.
-Ναι αλλα δεν θα ξανανιώσει φόβο ο άνθρωπος αν του συμβεί κάτι το καινούργιο;
-Όχι. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα κατανικήσει το φόβο ελευθερώνεται απ' αυτόν για την υπόλοιπη ζωή του, γιατί στη θέση του φόβου αποκτά τη διαύγεια, μια καθαρότητα σκέψης που σβήνει το φόβο. Τότε πλέον ο άνθρωπος γνωρίζει τις επιθυμίες του. Τότε ξέρει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του. Μπορεί να προβλέπει τα επόμενα βήματα της μάθησης και καταλαβαίνει το καθετί ξεκάθαρα. Τότε ο άνθρωπος νιώθει πως τίποτε δεν του είναι κρυφό.
Και να που συναντά το δεύτερο εχθρό του: Τη διαύγεια! Η διαύγεια της σκέψης, η τόσο δύσκολο να αποκτηθεί, μπορεί να εξαφανίζει το φόβο αλλά σε δεσμεύει.
Υποχρεώνει τον άνθρωπο να μην αμφιβάλλει ποτέ για τον εαυτό του. Του δίνει τη βεβαιότητα πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει γιατί διακρίνει ξεκάθαρα το καθετί. Και είναι άφοβος γιατί είναι βέβαιος. Τίποτε δεν τον σταματάει γιατί είναι ξεκάθαρος. Αλλά όλ' αυτά είναι λάθος' λες και κάτι λείπει. Αν υποχωρήσει σ' αυτή την απατηλή δύναμη, έχει υποταχθεί στο δεύτερο εχθρό του και έχει χειριστεί άσχημα τη μάθηση. Θα βιάζεται εκεί που πρέπει να δείχνει υπομονή ή θα αργοπορεί περιμένοντας εκεί που πρέπει να βιαστεί. Κι έτσι θα ασχολείται αδέξια με τη μάθηση μέχρι να καταλήξει ανήμπορος να μάθει οτιδήποτε άλλο.
-Τι γίνεται ο άνθρωπος που νικιέται μ' αυτό τον τρόπο Δον Χουάν; Πεθαίνει;
-Όχι, δεν πεθαίνει. Ο δεύτερος εχθρός του έχει βάλει τέρμα στην προσπάθειά του να γίνει ένας άνθρωπος της γνώσης. Αντί γι' αυτό ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ένας ζωηρός πολεμιστής ή γελωτοποιός. Κι όμως η διαύγεια που τόσο ακριβά πλήρωσε ποτέ δε θα μετατραπεί σε φόβο ή ασάφεια. Όσο ζει το μυαλό του θα είναι ξεκάθαρο, αλλά δε θα μάθει κι ούτε ποτέ θα ποθήσει κατιτί.
-Ναι, αλλά τι πρέπει να κάνει για να αποφύγει την ήττα;
-Πρέπει να κάνει ό,τι ακριβώς έκανε και με το φόβο. Πρέπει ν' αψηφίσει τη διαύγεια της σκέψης του και να τη χρησιμοποιήσει μόνο για να αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Πρέπει να περιμένει υπομονετικά και να υπολογίζει με προσοχή από πριν, κάθε καινούργια κίνηση. Και πάνω απ' όλα πρέπει να έχει πάντα στο μυαλό του πως αυτή η καθαρότητα είναι σχεδόν λάθος. Και θα 'ρθει κάποια στιγμή που θα καταλάβει πια πως η διαύγεια αυτή δεν ήταν παρά μια κηλίδα μπρος στα μάτια του. Έτσι θα έχει νικήσει το δεύτερο εχθρό του και θα έχει φτάσει εκεί που τίποτε δε μπορεί να τον βλάψει πια. Δε θα έχει κάνει λάθος. Αυτή θα είναι η πραγματική δύναμη.
Σ' αυτό το σημείο θα ξέρει πως η δύναμη που επιζητούσε τόσο καιρό είναι επιτέλους δική του. Μ' αυτή μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Η θέλησή του είναι νόμος. Καταλαβαίνει τα πάντα γύρω του. Αλλά συνάντησε κιόλας τον τρίτο εχθρό του. Τη δύναμη.

Η δύναμη είναι ο πιο ισχυρός από τους εχθρούς του. Και φυσικά το πιο εύκολο πράγμα είναι να της παραδοθεί. Γιατί πέρα απ' όλα αυτά ο άνθρωπος είναι στ' αλήθεια ακατανίκητος. Διατάζει' αρχίζει με το να εκτίθεται σε υπολογισμένους κινδύνους και φτάνει στο σημείο να φτιάχνει νόμους, γιατί στ' αλήθεια είναι πια κυρίαρχος.
Ένας άνθρωπος όταν έχει φτάσει σ' αυτό το στάδιο σπάνια αντιλαμβάνεται πως ο τρίτος εχθρός του τον πλησιάζει για να του επιτεθεί. Και ξαφνικά χωρίς καν να το καταλάβει, έχει χάσει στα σίγουρα πια τη μάχη. Ο εχθρός του τον έχει μεταβάλλει σε ένα σκληρό και ιδιότροπο άτομο.
-Τη δύναμή του τη χάνει;
-Όχι, ποτέ δεν πρόκειται να χάσει ούτε τη διαύγεια ούτε τη δύναμή του.
-Τι θα τον ξεχωρίζει τότε από ένα άνθρωπο της γνώσης;
-Ένας άνθρωπος που νικιέται από τη δύναμη, πεθαίνει χωρίς να μάθει ποτέ πως να τη χρησιμοποιεί. Η δύναμη δεν είναι τίποτε άλλο από ένα βάρος πάνω στη μοίρα του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν εξουσιάζει τη ζωή του και δεν ξέρει που και πότε να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του.
-Είναι μια ήττα από αυτούς τους εχθρούς τελειωτική;
-Και βέβαια είναι τελειωτική. Απ' τη στιγμή που ένας άνθρωπος κατανικηθεί από κάποιον απ' αυτούς τους εχθρούς δε μπορεί να κάνει τίποτε.
-Για παράδειγμα είναι δυνατόν ο άνθρωπος που έχει νικηθεί από τη δύναμη να μπορέσει να δει το λάθος του και να διορθώσει τη συμπεριφορά του;
-Όχι. Από τη στιγμή που θα υποκύψει τελείωσε μια για πάντα.
-Ναι, αλλά τι συμβαίνει αν τυφλωθεί προσωρινά από τη δύναμη και αργότερα την απαρνηθεί;
-Αυτό σημαίνει πως ο αγώνας του συνεχίζεται. Αυτό σημαίνει πως προσπαθεί ακόμα να γίνει άνθρωπος της γνώσης. Ένας άνθρωπος είναι νικημένος μόνο όταν δεν προσπαθεί πια, μόνο όταν έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του.
-Μα τότε Δον Χουάν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του στο φόβο για χρόνια και τελικά να τον κατακτήσει;
-Όχι. Αυτό δε μπορεί να συμβεί. Αν υποχωρήσει μπροστά στο φόβο ποτέ δε θα τον νικήσει, γιατί θα στραφεί μακριά απ'τη μάθηση και δε θα ξαναδοκιμάσει. Αλλα αν κυκλωμένος απ' το φόβο του, προσπαθεί επί χρόνια να μάθει, είναι αναπόφευκτο πως θα τον κατακτήσει γιατί ποτέ δε θα έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του στο φόβο.
-Πως μπορεί να νικήσει τον τρίτο του εχθρό(δύναμη), Δον Χουάν;
-Πρέπει προμελετημένα να τον προκαλέσει ανοιχτά. Πρέπει να φτάσει στο σημείο να συνειδητοποιήσει πως η δύναμή που φαινομενικά κατέκτησε δεν είναι στην πραγματικότητα ποτέ κτήμα του. Πρέπει πάντοτε να κινείται μέσα στα όριά του και να καταλάβει πως η διαύγεια της σκέψης του και η δύναμη, χωρίς τον έλεγχο πάνω στον εαυτό του, είναι κάτι παραπάνω από λάθος. Θα φτάσει σε ένα σημείο που όλα θα βρίσκονται υπό έλεγχο. Τότε θα ξέρει πως και πότε θα χρησιμοποιήσει τη δύναμή του. Και έτσι θα έχει νικήσει και τον τρίτο εχθρό του.
Τότε ο άνθρωπος θα βρίσκεται στο τέλος του ταξιδιού του για τη γνώση κι έτσι στα ξαφνικά χωρίς καμιά προειδοποίηση θα συναντήσει τον τελευταίο από τους εχθρούς του. Τα γηρατειά! Αυτός ο αντίπαλος που ποτέ δε θα μπορέσει να νικήσει απόλυτα αλλά μόνο να τον απωθήσει για λίγο.
Αυτή είναι η στιγμή που ο άνθρωπος δεν έχει πια άλλους φόβους, ούτε αυτή την ανυπόμονη καθαρότητα της σκέψης. Αυτή είναι η στιγμή που όλη η δύναμή του ελέγχεται απόλυτα αλλά όμως αυτή είναι και η στιγμή που νιώθει μια ακατανίκητη επιθυμία να ξεκουραστεί. Αν παραδοθεί εντελώς σ' αυτή του την επιθυμία να αναπαυτεί και να ξεχάσει, αν παραδοθεί στην κούραση θα έχει χάσει τον τελευταίο γύρο του και ο εχθρός του θα τον έχει κατατροπώσει και θα τον καταντήσει ένα αδύναμο γέρικο πλάσμα. Η επιθυμία του να αποσυρθεί θα παραμερίσει όλη του τη διαύγεια, τη δύναμη και τη γνώση.
Αλλά αν ο άνθρωπος πετάξει από πάνω του την κούρασή του και ζήσει ακολουθώντας μέχρι το τέλος τη μοίρα του, τότε, μπορεί να ονομαστεί άνθρωπος της γνώσης έστω και μόνο γι' αυτή τη μικρή χρονική στιγμή. Τότε που θα καταφέρει να απωθήσει τον τελευταίο ανίκητο εχθρό του. Αυτή η στιγμή της διαύγειας, της δύναμης και της γνώσης αρκεί».

Carlos Castaneda
Η διδασκαλία του Δον Χουάν
Μετάφραση: Άγγελος Μαστοράκης
Εκδόσεις Καστανιώτη 1977

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ – Marcel Mauss / Henri Hubert


Θέτουμε ως προσωρινή υπόθεση εργασίας ότι στις διάφορες κοινωνίες η μαγεία ανέκαθεν διακρινόταν επαρκώς από τα άλλα συστήματα κοινωνικών φαινομένων. Αν πράγματι ισχύει αυτό, όχι μόνο μπορούμε να πιστέψουμε ότι η μαγεία αποτελεί μια διακριτή τάξη φαινομένων, αλλά και ότι επιδέχεται έναν σαφή ορισμό. Τον ορισμό αυτό θα πρέπει να τον διαμορφώσουμε εμείς οι ίδιοι, αφού δεν μπορούμε να δεχτούμε ως «μαγικά» τα ενεργήματα που χαρακτηρίστηκαν ως τέτοια από αυτούς που τα τέλεσαν ή τα παρακολούθησαν. Γιατί αυτοί θεωρούν τα πράγματα από μια υποκειμενική σκοπιά που δεν είναι απαραίτητα και επιστημονική. Μια θρησκεία αποκαλεί μαγικά τα κατάλοιπα προγενέστερων μορφών λατρείας έστω και αν οι τελετουργίες αυτές τελούνται ακόμα κατά τρόπο θρησκευτικό. Αυτή η εκδοχή έχει ήδη επιβληθεί σε κάποιους επιστήμονες. Για παράδειγμα ένας λαογράφος της κλάσεως του [W.] Skeat θεωρεί μαγικές τις αρχαίες αγροτικές τελετουργίες των Μαλαισίων. Κατά τη γνώμη μας, ο όρος μαγεία πρέπει να αναφέρεται μόνο στα γεγονότα που θεωρούνται μαγικά από ολόκληρη την κοινωνία και όχι από ένα τμήμα της. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι κοινωνίες δεν είχαν πάντα μια σαφή αντίληψη της μαγείας τους και ότι η επίγνωση αυτή, όπου επιτεύχθηκε, απαίτησε μακρόχρονες διαδικασίες. Δεν αναμένουμε λοιπόν να ανακαλύψουμε ευθύς αμέσως του όρους ενός ιδεώδους ορισμού, ο οποίος δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο ως συμπέρασμα μιας μελέτης πάνω στις σχέσεις μαγείας και θρησκείας.
Η μαγεία περιλαμβάνει δρώντα πρόσωπα, πράξεις και αναπαραστάσεις. Ονομάζουμε μάγο το άτομο που τελεί μαγικές πράξεις, ακόμα και αν δεν είναι επαγγελματίας. Ονομάζουμε μαγικές αναπαραστάσεις τις ιδέες και τις δοξασίες που αντιστοιχούν στις μαγικές πράξεις. Όσο για τις ίδιες τις πράξεις σε σχέση με τις οποίες ορίσαμε τα υπόλοιπα στοιχεία της μαγείας, τις αποκαλούμε μαγικές τελετουργίες. Προέχει να διακρίνουμε από τώρα τις πράξεις αυτές από τις κοινωνικές πρακτικές με τις οποίες ενδέχεται να συγχέονται.
Οι μαγικές τελετουργίες και το σύνολο της μαγείας είναι κατά πρώτο λόγο φαινόμενα παραδοσιακά. Πράξεις που δεν επαναλαμβάνονται δεν είναι μαγικές. Όπως επίσης δεν είναι μαγικές οι πράξεις που δεν θεωρούνται δραστικές από ολόκληρη την κοινωνική ομάδα. Η μορφή των τελετουργιών είναι κατ’ εξοχήν μεταβιβάσιμη και κυρώνεται από την κοινή γνώμη. Κατά συνέπεια οι πράξεις που είναι αυστηρά ατομικές όπως λ.χ. οι ιδιαίτερες προλήψεις των χαρτοπαικτών, δεν μπορεί να ονομαστούν μαγικές.
Οι παραδοσιακές πρακτικές που ενδεχομένως συγχέονται με τις μαγικές πράξεις είναι: οι νομικές πράξεις, οι τεχνικές και οι θρησκευτικές τελετουργίες. Η μαγεία συνδέθηκε με το σύστημα της νομικής υποχρέωσης για το λόγο ότι σε πολλά μέρη υπάρχουν λέξεις και χειρονομίες που υποχρεώνουν και δεσμεύουν, επίσημες δηλαδή μορφές κύρωσης. Οι νομικές πράξεις έχουν συχνά ένα τελετουργικό χαρακτήρα και το συμβόλαιο, οι όρκοι, η θεοκρισία έχουν κατά κάποιον τρόπο μια μυστηριακή πλευρά. Ωστόσο οι πράξεις αυτές εμπεριέχουν κάποια τελετουργικά στοιχεία δίχως οι ίδιες να συνιστούν τελετουργίες. Στο μέτρο που έχουν μια ιδιαίτερη δραστικότητα, και κάνουν κάτι περισσότερο από το να εδραιώνουν συμβατικές σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, δεν είναι νομικές, αλλά μαγικές ή θρησκευτικές. Οι τελετουργικές πράξεις, αντίθετα, είναι από τη φύση τους ικανές να παράγουν κάτι άλλο από απλές συμβάσεις΄ είναι εξόχως δραστικές΄ είναι δημιουργικές, πράττουν. Οι μαγικές τελετουργίες μάλιστα γίνονται ιδιαίτερα αντιληπτές με αυτόν τον τρόπο. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε πολλές φορές αντλούν το όνομά τους από αυτόν ακριβώς το δραστικό χαρακτήρα τους: στην Ινδία, η λέξη που αντιστοιχεί καλύτερα στη λέξη τελετουργία είναι το karman, πράξη΄ η βασκανία είναι το κατ’ εξοχήν factum, krtya. Η γερμανική λέξη Zauber έχει την ίδια ετυμολογία, ενώ άλλες γλώσσες ακόμα χρησιμοποιούν για να προσδιορίσουν τη μαγεία λέξεις που η ρίζα τους σημαίνει πράττω.
Αλλά και οι τεχνικές δημιουργούν. Οι χειρονομίες που εμπεριέχουν θεωρούνται επίσης δραστικές. Από αυτήν την άποψη, το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας δυσκολεύεται να τις διακρίνει από τις τελετουργίες. Εξάλλου, δεν υπάρχει ούτε ένας σκοπός από αυτούς που επιτυγχάνουν επίπονα οι τέχνες και οι τεχνουργίες μας, που να θεωρείται ακατόρθωτος από τη μαγεία. Καθώς τείνουν προς τους ίδιους σκοπούς, συνεργάζονται κατά τρόπο φυσικό και ο συνδυασμός τους είναι μόνιμο φαινόμενο, που πραγματοποιείται όμως σε ποικίλες αναλογίες. Γενικά, στο ψάρεμα, στο κυνήγι και στη γεωργία, η μαγεία τοποθετείται στην υπηρεσία της τεχνικής και την επικουρεί. Άλλες τέχνες μπορούμε να πούμε πως είναι εξ ολοκλήρου εμβαπτισμένες στη μαγεία. Τέτοιες είναι η ιατρική και η αλχημεία στις οποίες η τεχνική πλευρά ήταν για πολύ καιρό σχεδόν αμελητέα, ενώ η μαγική πλευρά δέσποζε. Εξαρτιόνταν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό από τη μαγεία που φαίνεται σάμπως να αναπτύχθηκαν μέσα από τους κόλπους της. Η ιατρική πράξη όχι μόνο περιβάλλεται, ως τις μέρες μας σχεδόν, από θρησκευτικές και μαγικές συνταγές, προσευχές, επωδές, αστρολογικές προλήψεις, αλλά ακόμα και τα φάρμακα, οι δίαιτες του γιατρού, οι κινήσεις του χειρουργού συνιστούν ένα αληθινό πλέγμα συμβολισμών, συμπαθητικών, ομοιοπαθητικών και ετεροπαθητικών ενεργειών που στην πραγματικότητα συλλαμβάνονται ως μαγικές. Η δραστικότητα της τελετουργίας και της τέχνης δεν διακρίνονται, αλλά εμφανίζονται στο νου ταυτόχρονα και ενιαία.
Η σύγχυση είναι ακόμη πιο εύκολη όταν ο παραδοσιακός χαρακτήρας της μαγείας διαπλέκεται με τις τέχνες και τις τεχνικές. Οι αλληλουχίες των χειρονομιών του τεχνίτη και του μάγου είναι ομοιόμορφα ρυθμισμένες. Ωστόσο, οι τέχνες και η μαγεία διαχωρίστηκαν παντού, καθώς γινόταν αισθητή μια κάποια αδιόρατη διαφορά μεθόδου ανάμεσά τους. Στις τεχνικές το αποτέλεσμα νοείται ως προϊόν μιας μηχανικής διαδικασίας. Γνωρίζουμε ότι προκύπτει άμεσα από τον συντονισμό χειρονομιών, εργαλείων και φυσικών παραγόντων. Το αποτέλεσμα προκύπτει άμεσα από το αίτιο. Τα προϊόντα είναι ομοιογενή με τα μέσα: η ρίψη κινεί το ακόντιο και το μαγείρεμα γίνεται με τη φωτιά. Επιπλέον, η παράδοση υπόκειται στο συνεχή έλεγχο της εμπειρίας η οποία υποβάλλει σε δοκιμασία την αξία των τεχνικών γνώσεων. Μάλιστα η ύπαρξη των τεχνών εξαρτάται από την συνεχή αντίληψη αυτής της ομοιογένειας ανάμεσα στα αίτια και στα αποτελέσματα. Όταν μια πρακτική είναι ταυτόχρονα μαγική και τεχνική, το μαγικό μέρος είναι αυτό που διαφεύγει από αυτό τον ορισμό. Έτσι σε μια ιατρική πρακτική, οι λέξεις, οι επωδές, οι τελετουργικές ή αστρολογικές προδιαγραφές είναι μαγικές΄ εκεί κατοικούν οι απόκρυφες δυνάμεις και τα πνεύματα, εκεί βασιλεύει ένας ολόκληρος κόσμος ιδεών που προσδίδει στις κινήσεις, στις τελετουργικές χειρονομίες μια άκρως ειδική δραστικότητα που διαφέρει από τη μηχανική. Το απτό αποτέλεσμα των χειρονομιών δεν θεωρείται ως το πραγματικό αποτέλεσμα. Γιατί το δεύτερο ξεπερνά πάντα το πρώτο και, όπως είναι φυσικό, δεν ανήκουν στην ίδια τάξη΄ όταν, για παράδειγμα, προκαλούν βροχή αναταράσσοντας τα νερά μιας πηγής με ένα ραβδί. Εδώ βρίσκεται το ίδιον των τελετουργιών που μπορούμε να ονομάσουμε παραδοσιακές πράξεις μιας ιδιάζουσας δραστικότητας.

Καταλήξαμε στον ορισμό της τελετουργίας όχι όμως και στον ορισμό της μαγικής τελετουργίας την οποία πρέπει τώρα να διακρίνουμε από την θρησκευτική. Ο Frazer όπως είδαμε μας πρότεινε κάποια κριτήρια. Πρώτο κριτήριο: η μαγική τελετουργία είναι συμπαθητική. Αλλά αυτό είναι ανεπαρκές. Όχι μόνον υπάρχουν μαγικές τελετουργίες που δεν είναι συμπαθητικές, αλλά επιπλέον η συμπάθεια δεν αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα της μαγείας αφού υπάρχουν συμπαθητικές πράξεις και στη θρησκεία. Όταν ο αρχιερέας, στον ναό της Ιερουσαλήμ, στη γιορτή του Souccoth (Σκηνοπηγίας), έχυνε νερό πάνω στο βωμό με τα χέρια υψωμένα, είναι προφανές ότι τελούσε μια συμπαθητική τελετουργία με σκοπό να προκαλέσει βροχή. Όταν ο ινδουϊστής ιερουργός, κατά τη διάρκεια μιας επίσημης θυσίας, παρατείνει ή συντομεύει κατά βούληση τη ζωή του ιλαστηρίου θύματος ακολουθώντας την πορεία που συνοδεύει τη σπονδή, η τελετουργία του είναι κατ’ εξοχήν συμπαθητική. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, τα σύμβολα είναι σαφέστατα΄ η τελετουργία φαίνεται να δρα από μόνη της. Ωστόσο και στις δυο περιπτώσεις είναι κατ’ εξοχήν θρησκευτική: οι ιερουργοί που τις τελούν, οι χώροι, οι θεότητες που είναι παρούσες, η επισημότητα των πράξεων, οι προθέσεις των παρισταμένων στη λατρεία, δεν μας αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ως προς αυτό. Άρα, οι συμπαθητικές τελετουργίες μπορεί να είναι εξίσου μαγικές όσο και θρησκευτικές.
Το δεύτερο κριτήριο που πρότεινε ο Frazer είναι ότι η μαγική τελετουργία δρα συνήθως αυτόνομα, ότι καταναγκάζει, ενώ η θρησκευτική τελετουργία λατρεύει και συμφιλιώνει. Η μια έχει μια άμεση μηχανική δράση, η άλλη δρα έμμεσα μέσα από ένα είδος ευλαβικής πειθούς΄ αυτός που την τελεί είναι ένας πνευματικός μεσολαβητής. Όμως η διάκριση αυτή απέχει πολύ από το να είναι επαρκής΄ γιατί συχνά και η θρησκευτική τελετουργία καταναγκάζει και ο θεός, στις περισσότερες αρχαίες θρησκείες, ήταν ανίκανος να αποτρέψει το σκοπό μιας τελετουργίας που έγινε σύμφωνα με τους τύπους. Επιπλέον δεν είναι ακριβές, όπως άλλωστε θα δούμε, ότι όλες οι μαγικές τελετουργίες έχουν μια άμεση επίδραση, αφού στη μαγεία και πνεύματα υπάρχουν και θεοί κάνουν την εμφάνισή τους. Τέλος, το πνεύμα, θεός ή διάβολος, δεν υπακούει πάντοτε μοιραία στις προσταγές του μάγου, ο οποίος συχνά υποχρεώνεται να το ικετέψει με προσευχές.
Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε άλλα κριτήρια. Για να τα βρούμε, θα προχωρήσουμε προβαίνοντας διαδοχικά σε κάποιες διακρίσεις.
Ανάμεσα στις τελετουργίες, υπάρχουν ορισμένες που είναι αναμφίβολα θρησκευτικές: είναι οι επίσημες, δημόσιες, υποχρεωτικές, τακτικές τελετουργίες, όπως οι γιορτές και τα μυστήρια. Ωστόσο, υπάρχουν και τελετουργίες αυτού του τύπου τις οποίες ο Frazer δεν αναγνώριζε ως θρησκευτικές: γι’ αυτόν, όλες οι τελετές των Αυστραλών, οι περισσότερες από τις τελετές μύησης, εξαιτίας των συμπαθητικών τελετουργιών που περιλαμβάνουν, είναι μαγικές. Στην πραγματικότητα οι τελετουργίες των κλαν στους Arunta, οι λεγόμενες τελετουργίες intichiuma – οι φυλετικές τελετουργίες μύησης – έχουν ακριβώς τη σημασία, τη βαρύτητα και την ιερότητα που υποβάλλει η λέξη θρησκεία. Τα τοτεμικά είδη και οι τοτεμικοί πρόγονοι που παρίστανται σε αυτές τις τελετουργίες είναι από εκείνες τις δυνάμεις που εμπνέουν σεβασμό ή φόβο και η παρέμβαση των οποίων συνιστά για τον ίδιο τον Frazer ένδειξη θρησκευτικής πράξης. Γίνεται μάλιστα επίκληση σε αυτές και κατά τη διάρκεια των τελετών.
Υπάρχουν αντίθετα άλλες τελετουργίες που είναι κατά κανόνα μαγικές. Είναι οι κακόβουλες επωδές και γητειές΄ έτσι τις χαρακτηρίζουν μονίμως το δίκαιο και η θρησκεία. Αθέμιτες καθώς είναι, απαγορεύονται ρητά και τιμωρούνται. Εδώ η απαγόρευση δηλώνει κατά τρόπο τυπικό τον ανταγωνισμό ανάμεσα στη μαγική και τη θρησκευτική τελετουργία. Αυτή είναι που προσδίδει το μαγικό χαρακτήρα στις κακόβουλες επωδές και επήρειες, γιατί υπάρχουν θρησκευτικές τελετουργίες που είναι εξίσου βλαπτικές. Τέτοιες είναι ορισμένες περιπτώσεις devotio [καθοσίωσης], οι αναθεματισμοί κατά του εχθρού της πολιτείας, κατά του τυμβωρύχου ή του επίορκου και γενικά όλες οι τελετουργίες θανάτου που περιβάλλονται από εθιμικές απαγορεύσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι υπάρχουν επωδές που δεν είναι βλαπτικές παρά μόνο για εκείνους που τις φοβούνται. Το γεγονός της απαγόρευσης οριοθετεί ολόκληρη τη σφαίρα της μαγείας.
Τα δύο αυτά άκρα αποτελούν θα λέγαμε τους δύο πόλους της μαγείας και της θρησκείας: ο ένας πόλος είναι η θυσία και ο άλλος η μαγγανεία. Οι θρησκείες δημιουργούν πάντοτε κάποιο ιδεώδες προς το οποίο απευθύνονται οι ύμνοι, οι ευχές, οι θυσίες και το οποίο προφυλάσσουν οι απαγορεύσεις. Αυτές τις περιοχές, η μαγεία τις αποφεύγει. Τείνει προς την κακοποιό επήρεια γύρω από την οποία οργανώνονται οι μαγικές τελετουργίες και η οποία παρείχε ανέκαθεν στην ανθρωπότητα μια πρώτη αδρή και γενική αντίληψη για τη μαγεία. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, εκτείνεται μια συγκεχυμένη μάζα φαινομένων ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των οποίων δεν είναι άμεσα προφανής. Πρόκειται για πρακτικές που δεν είναι ούτε απαγορευμένες, ούτε επιβεβλημένες με κάποιο ειδικό τρόπο. Υπάρχουν θρησκευτικές πράξεις που είναι ατομικές και προαιρετικές, όπως υπάρχουν και μαγικές πράξεις που είναι θεμιτές. Είναι, αφενός οι περιστασιακές πράξεις λατρείας του ατόμου και αφετέρου οι μαγικές πρακτικές που συνδέονται με τεχνικές, όπως είναι για παράδειγμα η ιατρική. Ένας δικός μας χωρικός που εξορκίζει τους αρουραίους από τον αγρό του, ένας Ινδιάνος που ετοιμάζει τα πολεμικά του φάρμακα, ένας Φιλανδός που μαγεύει το κυνηγετικό του όπλο, επιδιώκουν σκοπούς καθόλα θεμιτούς και τελούν πράξεις καθόλα επιτρεπτές. Η συγγένεια της μαγείας με τη λατρεία του οίκου είναι τέτοια που στη Μελανησία λ.χ. η μαγεία περιλαμβάνεται στη σειρά των τελετουργικών που απευθύνονται στους προγόνους. Δεν αρνούμαστε τη δυνατότητα αυτών των συγκερασμών, πιστεύουμε μάλιστα ότι πρέπει να εμμείνουμε σε αυτούς, αφήνοντας έστω για αργότερα την εξήγησή τους. Προς το παρόν σχεδόν θα αποδεχτούμε τον ορισμό του Grimm, ο οποίος θεωρούσε τη μαγεία «ένα είδος θρησκείας που απευθυνόταν στις κατώτερες σφαίρες της οικιακής ζωής». Όμως όσο ενδιαφέρον και αν παρουσιάζει για μας η συνέχεια ανάμεσα στη μαγεία και τη θρησκεία, αυτό που τώρα προέχει πάνω απ’ όλα είναι να ταξινομήσουμε τα φαινόμενα, συνεπώς, να απαριθμήσουμε ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά βάσει των οποίων θα μπορούσαμε να τα αναγνωρίσουμε. Γιατί η συγγένειά τους δεν εμπόδισε τους ανθρώπους να συναισθανθούν τη διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη τελετουργιών και επομένως να τις τελούν με τρόπο που να φανερώνει ότι έχουν επίγνωση της διαφοράς. Πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε τα γνωρίσματα εκείνα που θα μας επιτρέψουν να κάνουμε την κατάλληλη ταξινόμηση.
Κατ’ αρχάς, οι μαγικές τελετουργίες και οι θρησκευτικές τελετουργίες έχουν συχνά διαφορετικά δρώντα υποκείμενα, δεν τελούνται από τα ίδια άτομα. Όταν κατ΄ εξαίρεση ο ιερέας τελεί μια μαγική πράξη, συμπεριφέρεται διαφορετικά από ό,τι όταν εκτελεί τα συνηθισμένα καθήκοντά του: γυρίζει την πλάτη στο βωμό, χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι αντί για το δεξί κ.ο.κ.
Υπάρχουν ωστόσο πολλά άλλα σημεία που πρέπει να κατατάξουμε. Κατ’ αρχάς η επιλογή του χώρου τέλεσης της μαγικής τελετουργίας. Αυτή δεν διεξάγεται γενικά μέσα στο ναό ή πάνω στον οικιακό βωμό΄ διεξάγεται συνήθως μέσα στα δάση, μακριά από τις κατοικίες, μέσα στη νύχτα, τη σκιά, ή τις απόκρυφες γωνιές του σπιτιού, δηλαδή κάπου απόμερα. Ενώ η θρησκευτική τελετουργία τα αποφεύγει. Ακόμα και όταν είναι θεμιτή, κρύβεται σαν την κακοποιό μαγγανεία. Ακόμα και όταν είναι αναγκασμένος να ενεργήσει μπροστά σε κοινό, ο μάγος προσπαθεί να ξεφύγει απ’ αυτό΄ η χειρονομία του γίνεται συγκαλυμμένη και τα λόγια του ακατάληπτα. Ο μάγος-θεραπευτής και ο χειροπράκτης που λειτουργούν μπροστά στην οικογενειακή συνάθροιση, ψελλίζουν μέσα από τα δόντια τις μαγικές τους επωδές, καλύπτουν επιδέξια τις κινήσεις τους και κρύβονται πίσω από προσποιητές ή πραγματικές εκστάσεις. Έτσι ενώ είναι μέσα στην κοινωνία, ο μάγος απομονώνεται, πόσο μάλλον όταν αποτραβιέται στα βάθη των δασών. Ακόμα και απέναντι στους συναδέλφους του κρατάει σχεδόν πάντα απόμακρη στάση, φυλάγεται. Η απομόνωση, όπως το μυστικό, είναι ένα σημείο που προσιδιάζει σχεδόν απόλυτα στη βαθύτερη φύση της μαγικής τελετουργίας, η οποία τελείται πάντα από ένα άτομο ή από άτομα που δρουν ιδιωτικά. Η πράξη και ο δράστης τυλίγονται μέσα σε ένα μυστήριο.
Τα διάφορα αυτά σημεία δεν κάνουν στην πραγματικότητα τίποτε άλλο από το να εκφράζουν την αθρησκεία της μαγικής τελετουργίας΄ είναι και τη θέλουν να είναι αντιθρησκευτική. Πάντως δεν ανήκει σε κάποιο από αυτά τα οργανωμένα συστήματα που ονομάζουμε λατρείες. Αντιθέτως μια θρησκευτική πρακτική, ακόμα και όταν είναι συγκυριακή ή προαιρετική, είναι πάντα προβλέψιμη, προδιαγεγραμμένη και επίσημη. Αποτελεί τμήμα κάποιας λατρείας. Τα δώρα που προσφέρονται στις θεότητες με την ευκαιρία ενός τάματος ή μιας εξιλαστήριας θυσίας για κάποια αρρώστια είναι πάντοτε, σε τελική ανάλυση, μια τακτή, υποχρεωτική, αναγκαία μάλιστα, απότιση τιμής, έστω και αν γίνεται οικειοθελώς. Η μαγική τελετουργία, αντίθετα, έστω και αν κάποτε είναι εκ των πραγμάτων περιοδική (όπως στην περίπτωση της αγροτικής μαγείας) ή αναγκαία, όταν αποβλέπει σε ορισμένους σκοπούς (στη θεραπεία για παράδειγμα), θεωρείται πάντα παράτυπη και ανορθόδοξη ή τουλάχιστον όχι τόσο ευυπόληπτη. Οι ιατρικές τελετουργίες, όσο και αν προβάλλονται ως χρήσιμες και θεμιτές, δεν ενέχουν την ίδια επισημότητα ούτε το ίδιο αίσθημα του εκπληρωμένου καθήκοντος που συνεπάγεται μια εξιλαστήρια θυσία ή ένα τάμα προς μια θεραπευτική θεότητα. Η προσφυγή στον μάγο-θεραπευτή, στον κάτοχο του φετίχ ή του πνεύματος, στο χειροπράκτη, στο μάγο, γίνεται από ανάγκη και όχι από ηθική υποχρέωση.
Έχουμε ωστόσο και παραδείγματα μαγικής λατρείας. Όπως είναι η λατρεία της Εκάτης στην ελληνική μαγεία, της Αρτέμιδος και του διαβόλου στη μαγεία του Μεσαίωνα και η όλη λατρεία ενός από τους σημαντικότερους θεούς των ινδουιστών, του Rudra-Shiva. Όμως πρόκειται εδώ για φαινόμενα που διαμορφώθηκαν δευτερογενώς και αποδεικνύουν απλούστατα ότι οι μάγοι συγκρότησαν για λογαριασμό τους μια λατρεία, με πρότυπο τις θρησκευτικές λατρείες.
Καταλήγουμε έτσι σε ένα προσωρινώς επαρκή ορισμό της μαγικής τελετουργίας. Ονομάζουμε λοιπόν μαγεία κάθε τελετουργία που δεν αποτελεί μέρος μιας οργανωμένης λατρείας, είναι ιδιωτική, απόκρυφη, μυστηριακή και τείνει προς το απαγορευμένο. Με τον ορισμό αυτό και λαμβάνοντας υπ’ όψη τα πρόσθετα στοιχεία της μαγείας που προαναφέραμε, έχουμε μια πρώτη προσέγγιση της έννοιας της μαγείας. Θα έγινε ίσως αντιληπτό ότι η μαγεία δεν ορίζεται από τη μορφή των τελετουργιών της, αλλά από τους όρους παραγωγής της, οι οποίοι σηματοδοτούν με τη σειρά τους τη θέση που κατέχουν οι τελετουργίες αυτές μέσα στο σύνολο των κοινωνικών εθίμων.

Marcel Mauss / Henri Hubert
Σχεδίασμα μιας Γενικής Θεωρίας Για τη Μαγεία
Μετάφραση Θεόδωρος Παραδέλλης
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2003


Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Σημειώσεις στο πλοίο – Claude Levi-Strauss


Για τους επιστήμονες, η αυγή και το λυκόφως είναι η επανάληψη του ίδιου φαινόμενου, οι Έλληνες είχαν επίσης την ίδια γνώμη αφού τα προσδιόριζαν με την ίδια λέξη που έπαιρνε διαφορετική χροιά ανάλογα με το αν ήταν βράδυ ή πρωί. Αυτή η σύγχυση εκφράζει ξεκάθαρα την κυρίαρχη φροντίδα για θεωρητικά επινοήματα και μαρτυρεί μια απόλυτη αδιαφορία για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα των πραγμάτων. Θα μπορούσε, ίσως, να θεωρηθεί σαν δυνατή η μετατόπιση ενός οποιουδήποτε σημείου της γης, με μια αδιαίρετη κίνηση, στη διαχωριστική γραμμή, μεταξύ της ζώνης όπου συγκεντρώνονται οι ηλιακές ακτίνες και αυτής που χάνονται για να ξαναγυρίσουν ύστερα. Όμως στην πραγματικότητα τίποτε δεν είναι πιο διαφορετικό από το βράδυ και το πρωί. Η ανατολή του ήλιου είναι ένα προανάκρουσμα, η δύση του μια έναρξη που εμφανίζεται στο τέλος αντί στην αρχή όπως στις παλιές όπερες. Το πρόσωπο του ήλιου προαναγγέλει τις στιγμές που θα επακολουθήσουν, σκοτεινό και πελιδνό όταν οι πρώτες ώρες του πρωινού θα είναι βροχερές, ρόδινο ξάστερο και απαλό όταν θα έχει λιακάδα. Όμως τη συνέχεια της ημέρας η αυτή δεν την προδικάζει. Κάνει μόνο μια μετεωρολογική πρόβλεψη και λέει: θα βρέξει ή θα κάνει καλό καιρό. Αλλά το ηλιοβασίλεμα διαφέρει. Πρόκειται για μια παράσταση με αρχή, μέση και τέλος. Αυτό το θέαμα προσφέρει ένα είδος εικόνας σε σμίκρυνση από τις μάχες, τους θριάμβους και τις ήττες που διαδέχτηκαν η μια την άλλη, στη διάρκεια των δώδεκα ωρών, με αργό ρυθμό και κατανοητό τρόπο. Η αυγή δεν είναι παρά η αρχή της ημέρας, το λυκόφως, μια επανάληψή της.
Να γιατί οι άνθρωποι προσέχουν το ηλιοβασίλεμα περισσότερο από την ανατολή του ηλίου. Η αυγή αποτελεί μια ένδειξη πρόσθετη στις ενδείξεις του θερμομέτρου, του βαρομέτρου και – για τους λιγότερο πολιτισμένους – των φάσεων της σελήνης, του πετάγματος των πουλιών ή των παλιρροϊκών ρευμάτων. Ενώ το ηλιοβασίλεμα τους εμπνέει γιατί μεταβάλλει σε μυστηριώδεις σχηματισμούς τις περιπέτειες του ανέμου, του κρύου, της ζέστης ή της βροχής, μέσα στις οποίες παραδέρνει το σώμα τους. Έπειτα οι αμυδρά διαγραφόμενοι αστερισμοί ανταποκρίνονται γι’ αυτούς, σε κάποια θρησκευτικά πιστεύω. Όταν ο ουρανός αρχίζει να φωτίζεται από το φέγγος του δειλινού (όπως σε μερικά θέατρα οι απότομοι φωτισμοί της ράμπας αναγγέλουν, αντί για τα τρία συνηθισμένα κτυπήματα, την έναρξη του έργου) ο χωρικός που περπατάει στο μονοπάτι στέκεται για λίγο, ο ψαράς συγκρατεί τη βάρκα του και ο άγριος, που κάθεται κοντά σε μια φωτιά που τρεμοσβήνει, χαμηλώνει το βλέμμα. Η θύμηση είναι μεγάλη ηδονή για τον άνθρωπο, αλλά μόνο όταν συνοδεύεται από τη μνήμη εκείνη που δεν αναπαράγει τα γεγονότα με την ακρίβεια που έγιναν, γιατί στους ανθρώπους αρέσει να θυμούνται τα περασμένα, λίγοι όμως θα δέχονταν να τα ξαναζήσουν με όλους τους κόπους και τους πόνους. Η ανάμνηση είναι η ίδια η ζωή αλλά με μια άλλη ποιότητα. Γι’ αυτό όταν ο ήλιος γέρνει προς τη στιλπνή και ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας, όμοιος με τον οβολό ενός ουράνιου φιλάργυρου, ή όταν ο δίσκος του τέμνει την κορυφή των βουνών σαν ένα σκληρό φύλλο με πριονωτές άκρες, ο άνθρωπος έχει, μέσα σε μια σύντομη φαντασμαγορία, την εξαιρετική αποκάλυψη των αδιαφανών δυνάμεων, των νεφών και των αστραπών των οποίων στο βάθος του εαυτού του και σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, είχε αόριστα διακρίνει τις σκοτεινές συγκρούσεις.
Έπρεπε λοιπόν να γίνουν αιματηροί αγώνες μέσα στις ψυχές. Γιατί η ηρεμία που επικρατούσε στις εξωτερικές καιρικές συνθήκες δεν δικαιολογούσε καμιά ατμοσφαιρική υπερβολή. Τίποτε δεν είχε σημαδέψει αυτή τη μέρα. Κατά τις 4 το απόγευμα – τότε ακριβώς που ο ήλιος έχοντας διαγράψει το μισό της διαδρομής του, χάνει ήδη την καθαρότητά του αλλά όχι ακόμα και τη λάμψη του, και που όλα διαλύονται σ’ ένα βαρύ χρυσωμένο φως που φαίνεται να συσσωρεύτηκε επίτηδες για να καλύψει κάποια προετοιμασία – ο Mendoza άλλαξε κατεύθυνση. Η ζέστη έμοιαζε να μεγαλώνει στην παραμικρή αναταραχή, που προκαλεί μια ελαφριά θαλασσοταραχή, γιατί η διαγραφόμενη, με την αλλαγή της κατεύθυνσης καμπύλη, ήταν τόσο λίγο αισθητή που μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα ανεπαίσθητο δυνάμωμα του κουνήματος του βαποριού. Κανείς άλλωστε δεν έδειξε να το πρόσεξε, γιατί η γεωμετρική αλλαγή πορείας δεν γίνεται καθόλου αντιληπτή σ’ ένα ταξίδι με πλοίο στο πέλαγος, αφού δεν υπάρχει κανένα τοπίο που να μαρτυρεί για την αργή μετάβαση από το ένα γεωγραφικό πλάτος στο άλλο, για το πέρασμα από τις ισόθερμες ζώνες και από τις βροχομετρικές καμπύλες. Πενήντα χιλιόμετρα γήινου δρόμου μπορούν να δώσουν την εντύπωση αλλαγής πλανήτη, αλλά 3.000 χιλιόμετρα ωκεανού παρουσιάζουν ένα αμετάβλητο πρόσωπο, τουλάχιστον για το μη ασκημένο μάτι. Καμιά φροντίδα δρομολογίου, και προσανατολισμού, καμιά γνώση για τις αόρατες αλλά παρούσες πίσω από τον στρογγυλεμένο ορίζοντα χώρες, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν φαινόταν να ταράζει το πνεύμα των ταξιδιωτών. Έμοιαζαν φυλακισμένοι μέσα σε στενά τοιχώματα για έναν αριθμό ημερών καθορισμένο από πριν, όχι γιατί είχαν να καλύψουν κάποια απόσταση αλλά για να αισθανθούν μάλλον εξαγνισμένοι από το προνόμιο του να έχουν μεταφερθεί από το ένα άκρο της γης στο άλλο, χωρίς να έχουν κάνει γι’ αυτό την παραμικρή σωματική προσπάθεια. Εντελώς αποβλακωμένοι από τα τεμπέλικα πρωινά στο κρεβάτι και τα χορταστικά γεύματα, που εδώ και καιρό, είχαν παύσει να αποτελούν μια αισθησιακή απόλαυση και γίνονταν μια προκαθορισμένη διασκέδαση (κι όταν ακόμα παρατεινόταν πέρα από τα συνηθισμένα) που μοναδικό της σκοπό είχε να γεμίσει τα κενά των ημερών.
Πέρα απ’ αυτά, τίποτε δεν μαρτυρούσε την προσπάθεια που απαιτούσε όλη αυτή η μετακίνηση. Βέβαια όλοι γνώριζαν ότι στο βάθος αυτού του μεγάλου κουτιού βρίσκονταν οι μηχανές και κάποιοι άνθρωποι που τις έκαναν να λειτουργούν. Αλλά δεν τους ενδιέφεραν οι επισκέψεις και οι ταξιδιώτες δεν εκδήλωναν την επιθυμία να πάνε να τους δουν, όσο για τους αξιωματικούς του πληρώματος δεν είχαν καμιά διάθεση να επιδεικνύουν τους μεν στους δε και αντίστροφα. Έτσι δεν απέμενε παρά να περιφέρεται κανείς στους εξωτερικούς χώρους του πλοίου όπου η δουλειά του μοναχικού ναύτη που μπογιάτιζε βιαστικά μια ανεμοδόχο, οι μελετημένες χειρονομίες των καμαρότων με τα φθαρμένα μπλε ρούχα τους, που μετέδιδαν μια αίσθηση υγρασίας στο διάδρομο των πρώτων θέσεων, ήταν και οι μοναδικές κινήσεις που μαρτυρούσαν για ένα θαλασσινό ταξίδι μιλίων, του οποίου μάντευε κανείς το ρυθμικό κύλισμα από τον αόριστο παφλασμό των κυμάτων κάτω από τη σκουριασμένη καρίνα του πλοίου.
Στις 17 και 40’ ο ουρανός , στα δυτικά, έμοιαζε να έχει κλείσει από ένα σύνθετο οικοδόμημα εντελώς οριζόντιο από κάτω, όμοιο με την επιφάνεια της θάλασσας από την οποία φαινόταν να αποσπάται με την παρεμβολή μιας χονδρής και αόρατης κρυστάλλινης πλάκας, διαγράφοντας ένα παράδοξο σε ύψος σχήμα που κάλυπτε τον ορίζοντα. Στην κορυφή του κρέμονταν αναρτημένα μέχρι το ζενίθ, ανατρέποντας έτσι το νόμο της βαρύτητας, ασταθή διαγράμματα με ραβδώσεις που τα έκαναν να μοιάζουν με σύννεφα και που θα ήταν, αν δεν ήταν τα ίδια τα σύννεφα που τους έμοιαζαν σε ότι έχει σχέση με τη στιλπνή και στρογγυλή επιφάνεια ενός σκαλιστού και επιχρυσωμένου ξύλου. Αυτός ο συγκεχυμένος σωρός που κάλυπτε τον ήλιο, ξεχώριζε με τα σκοτεινά του χρώματα και τις σπάνιες λάμψεις, εκτός από το επάνω τμήμα του απ’ όπου ξεπετάγονταν σπινθήρες.
Πιο ψηλά ακόμα στον ουρανό, κίτρινες ανταύγειες απλώνονταν με νωχελικούς ελιγμούς, σχεδόν άυλες μέσα σ’ αυτό το δίχτυ από φως.
Ακολουθώντας τη βόρεια κατεύθυνση του ορίζοντα, έβλεπε κανείς το κύριο μοτίβο να λεπταίνει και να χάνεται μέσα στα σύννεφα. Όμως πίσω του, πολύ μακριά, μια ολοφώτεινη γραμμή διαγραφόταν στην κορυφή. Στην πλευρά την πιο κοντινή στον ήλιο – που παρέμενε αόρατος – το φως στόλιζε αυτές τις ανάγλυφες παραστάσεις με δυνατά σε χρώμα τελειώματα. Πιο βόρεια, τα αποτυπώματα εξαφανίζονταν και δεν υπήρχε πια παρά η ίδια γραμμή θαμπή και επίπεδη που σβηνόταν στη θάλασσα.
Στα νότια η ίδια γραμμή συνεχιζόταν αλλά στεφανωμένη από μεγάλες συννεφένιες πλάκες, που κείτονταν όμοιες με κοσμολογικά μνημεία από πέτρες στις καπνισμένες κορυφές του στερεώματος.
Όταν γύριζε κανείς ανοιχτά την πλάτη στον ήλιο και κοιτούσε την ανατολή, διέκρινε επιτέλους δύο σωρούς, τον έναν πάνω στον άλλον, από σύννεφα απλωμένα κατά μήκος και που ξεχώριζαν από ένα είδος σκιάς, που δημιουργούσε η αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων στο βάθος, όπου διαγράφονταν στρογγυλεμένα σχήματα όμοια με τεράστιους μαστούς και κοιλιές αλλά που δεν έπαυαν να είναι ανάλαφρα και σεντεφένια από τις ροζ, μωβ και ασημένιες αντανακλάσεις.
Τον ίδιο χρόνο, πίσω από τους ουράνιους ύφαλους που έφραζαν τη Δύση, ο ήλιος προχωρούσε αργά. Σε κάθε καινούργια πτώση του, κάποια από τις ακτίνες του διαπερνούσε την αδιαφανή μάζα ή άνοιγε ένα πέρασμα από δρόμους που η χάραξή τους έκοβε το εμπόδιο σε κυκλικούς τομείς διαφορετικούς στο μέγεθος και στη χρωματική ένταση. Κατά καιρούς, το φως χανόταν σαν μια γροθιά που είχε κλείσει ένα συννεφένιο γάντι και που δεν άφηνε πια πέρασμα παρά σ’ ένα ή δυο δάχτυλα που τεντώνονταν προς τα έξω γεμάτα λάμψη, ή σαν ένα χταπόδι από φλόγες που προχωρούσε έξω από τα συννεφένια σπήλαια δημιουργώντας μια νέα φωτεινή αντανάκλαση.

Υπάρχουν δύο ολότελα ξεχωριστές φάσεις σ’ ένα ηλιοβασίλεμα. Στην πρώτη ο ήλιος είναι αρχιτέκτονας, στη δεύτερη (καθώς οι ακτίνες του φθάνουν πια αντανακλώμενες και όχι απ’ ευθείας) μετατρέπεται σε ζωγράφο. Από τη στιγμή που χάνεται πίσω από τον ορίζοντα, το φως χαμηλώνει δίνοντας έτσι διέξοδο σε όλο και πιο σύνθετους χρωματικούς συνδυασμούς. Γιατί αν το δυνατό φως της μέρας περιορίζει τη φαντασία, όμως μεταξύ της μέρας και της νύχτας υπάρχει θέση για μια αρχιτεκτονική τόσο φανταστική όσο και εφήμερη. Τη νύχτα πάλι όλα αυτά τα σχήματα διαλύονται σαν ένα μαγικό χρωματιστό παιχνίδι.
Στις 17 και 45’ ακριβώς σχηματίστηκε η πρώτη φάση. Ο ήλιος ήταν ήδη χαμηλά χωρίς να έχει ακόμα αγγίξει τον ορίζοντα. Όμως βγαίνοντας μέσα από τα νέφη, έσπασε σαν κρόκος αυγού γεμίζοντας φως τα σχήματα πάνω στα οποία έμοιαζε να είναι καρφωμένος. Αλλά το δυνατό αυτό φως υποχώρησε σύντομα. Τότε όλα τριγύρω έγιναν θολά και στο κενό που δημιουργήθηκε στη μέση και που συνόρευε από κάτω με τον ωκεανό και από πάνω με τα σύννεφα, μπόρεσε κανείς να διακρίνει μια οροσειρά νεφών, αόρατη στο εκθαμβωτικό φως που δέσποζε πριν από λίγο, αλλά ευδιάκριτη και σκοτεινή τώρα. Ταυτόχρονα από επίπεδη που ήταν στην αρχή άρχισε να αποκτά όγκο. Έτσι τα μικρά αυτά σταθερά στο σχήμα και μαύρα συννεφένια αντικείμενα περιπλανιόνταν, όμοια με αργόσχολους μετανάστες, μέσα από μια φαρδιά πλάκα στους τόνους του κόκκινου που – εγκαινιάζοντας τη φάση των χρωμάτων – ανέβαινε αργά από τον ορίζοντα προς τον ουρανό.
Σιγά-σιγά οι σκούροι όγκοι του βραδιού υποχώρησαν. Η μάζα, που στη διάρκεια της μέρας κάλυπτε τη δυτική πλευρά του ουρανού, έγινε όμοια μ’ ένα σφυρήλατο μετάλλινο φύλλο στη φλόγα μιας χρυσής φωτιάς που μετατράπηκε διαδοχικά σε ρόδινη και σε βυσινιά. Μέσα της στροβιλίζονταν ποικιλόμορφα σύννεφα γεμάτα λάμψη που χάνονταν σιγά-σιγά καθώς ανέβαιναν στο στερέωμα. Τότε αναρίθμητα συννεφένια δίχτυα κάλυψαν τον ουρανό. Έμοιαζαν σπαρμένα σε όλες τις κατευθύνσεις: οριζόντια, λοξά, κάθετα, γεμάτα ελιγμούς. Η βαθμιαία πτώση των ακτίνων του ήλιου (όμοια μ’ ένα δοξάρι γερμένο ή ισιωμένο έτσι, που μόλις να αγγίζει διαφορετικές χορδές), δημιουργούσε μια χρωματική κλίμακα ξεχωριστή και αυθαίρετη, θα έλεγε κανείς, για κάθε ακτίνα. Κάθε δίχτυ πρόσφερε την καθαρότητα, την ακρίβεια και την εύθραυστη ακαμψία ενός γυάλινου νήματος, μόνο που αυτό δε διαρκούσε πολύ, σαν η ύλη του, ζεσταμένη πάρα πολύ από την έκθεση σ’ έναν όλο φλόγες ουρανό, άρχιζε σιγά-σιγά να διαλύεται. Σκουραίνοντας στο χρώμα και χάνοντας την ατομικότητά του λέπταινε τόσο στο άπλωμα του μέχρι που εξαφανιζόταν από τη σκηνή, παραχωρώντας τη θέση του σ’ ένα καινούργιο φρεσκοπλεγμένο δίχτυ. Στο τέλος δεν υπήρχαν πια παρά συγκεχυμένοι και ακαθόριστοι χρωματισμοί σαν μια κούπα με χρωματικά υγρά διαφορετικής πυκνότητας τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, που άρχιζαν σιγά-σιγά να αναμιγνύονται παρά τη φαινομενική τους σταθερότητα.
Μετά απ’ αυτό, δύσκολα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει ένα θέαμα που έμοιαζε να επαναλαμβάνεται με εναλλαγές λεπτών και καμιά φορά δευτερολέπτων σε απομακρυσμένα σημεία του ουρανού. Στα ανατολικά, την ώρα που ο ήλιος από την αντίθετη πλευρά έτεμνε τον ορίζοντα, έβλεπε κανείς να αναφαίνονται απότομα, πολύ ψηλά και σε τόνους μωβ του οξειδίου, σύννεφα μέχρι τότε αόρατα. Η σκηνή εξελίχτηκε γρήγορα, πλουτίστηκε από λεπτομέρειες και αποχρώσεις, έπειτα όλα άρχισαν να χάνονται σε μια πλάγια κίνηση από τα δεξιά προς τα αριστερά σαν κάποιος να τα σκούπιζε μ’ ένα τρόπο αργό αλλά σταθερό. Μετά από ελάχιστο χρονικό διάστημα δεν υπήρχε παρά ο ξάστερος, στο μπλε χρώμα του σχιστόλιθου ουρανός, που άρχιζε να ροδίζει έτσι όπως διακρινόταν πάνω από συννεφένιες επάλξεις.
Από την πλευρά του ήλιου μια καινούργια φωτεινή γραμμή έλαμπε πιο ψηλά από την προηγούμενη, που είχε γίνει ακαθόριστη και συμπαγής σαν από τσιμέντο. Όταν οι κόκκινες ανταύγειες της άρχισαν να σβήνουν τότε οι χρωματικές ποικιλίες του Ζενίθ, που δεν είχαν ακόμα παίξει το ρόλο τους, απέκτησαν αργά όγκο. Χρυσές και απαστράπτουσες στη βάση τους, γίνονταν καστανές και μωβ στην κορυφή τους. Ταυτόχρονα η σύνθεσή τους έγινε ορατή σαν μέσα από μικροσκόπιο: διέκρινε κανείς χίλιες μικρές λεπτές συρμάτινες κλωστές όμοιες μ’ ένα σκελετό που συγκρατούσε τις παχουλές φόρμες τους.
Τώρα οι απ’ ευθείας από τον ήλιο ακτίνες είχαν εξαφανιστεί. Στον ουρανό δεν υπήρχαν πια παρά διάχυτα ρόδινα και κίτρινα χρώματα στους τόνους της γαρίδας, του σολωμού, του λιναριού, του άχυρου. Όμως κι αυτά σιγά-σιγά έσβησαν. Το ουράνιο τοπίο ξαναγεννιόταν σε μια χρωματιστή κλίμακα λευκών, μπλε και πράσινων. Όμως μικρές γωνιές του ορίζοντα απολαμβάνουν ακόμα μια εφήμερη και ανεξάρτητη ζωή. Στα αριστερά ένα αδιόρατο πέπλο επικύρωνε σαν από καπρίτσιο κάποιους μυστήριους και ακαθόριστους χρωματισμούς στο πράσινο που σιγά-σιγά έγιναν βαθυκόκκινοι, σκουροκόκκινοι, μωβ και μαύροι, μέχρι που έφθασαν να μοιάζουν με ζωγραφικά σχέδια από κάρβουνο πάνω σ’ ένα σπυρωτό χαρτί. Από πίσω το πρασινοκίτρινο χρώμα του ουρανού θύμιζε εκείνο των Άλπεων, ενώ η γραμμή που είχε χάσει τη λάμψη της διακρινόταν πάντα στον ορίζοντα. Στα δυτικά του ουρανού μικρές χρυσές οριζόντιες ραβδώσεις λαμπύριζαν για λίγο ακόμα, αλλά στο βορρά είχε πια σχεδόν νυχτώσει: οι συννεφένιες επάλξεις σε μεγέθη τεράστιων μαστών δεν πρόσφεραν παρά ασπρίζουσες καμπύλες σ’ ένα λευκό σαν από ασβέστη ουρανό.
Τίποτε δεν είναι πιο μυστηριώδες από τον τρόπο, ίδιο πάντα αλλά και απρόβλεπτο, με τον οποίο η νύχτα διαδέχεται την ημέρα. Το σημάδι της εμφανίζεται ξαφνικά στον ουρανό μ’ ένα αίσθημα αβεβαιότητας και αγωνίας. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τη μορφή, κάθε φορά διαφορετική, που η νύχτα θα πάρει για να εμφανιστεί. Μια ανεξιχνίαστη αλχημεία κατορθώνει να μετατρέψει κάθε χρώμα στο συμπληρωματικό του, ενώ το ίδιο αποτέλεσμα στην παλέτα επιτυγχάνεται όπως είναι γνωστό, με τη χρήση διαφορετικού, κάθε φορά, σωληνάριου. Όμως για τη νύχτα δεν υπάρχουν αξεπέραστοι χρωματικοί συνδυασμοί, γιατί ξέρει να εξαπατά το κοινό της: δεν θα έβρισκα τίποτε το παράξενο στον ουρανό που γίνεται από ροζ πράσινος αν είχα προσέξει ότι μερικά σύννεφα έγιναν ζωηρά κόκκινα, κάνοντας έτσι, από αντίθεση, να φαίνεται πράσινος ένας πολύ ροζ ουρανός, αλλά σε μια τόσο διακριτική απόχρωση που δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί σε ένταση την οξύτητα του κόκκινου, που παρ’ όλα αυτά πέρασε απαρατήρητο, ίσως γιατί η μετάβαση από το χρυσό στο κόκκινο προκαλεί μικρότερη έκπληξη από τη μετάβαση του ροζ στο πράσινο. Η νύχτα είχε λοιπόν κατορθώσει να εισβάλει με δόλο.
Έτσι οι ζεστοί στους τόνους του χρυσού και της πορφύρας, χρωματισμοί, με την πτώση της νύκτας, άλλαζαν στο αρνητικό τους και γίνονταν άσπροι και γκρίζοι. Πάνω από τη θάλασσα, η νυχτερινή πλάκα αποκάλυψε σιγά-σιγά ένα θαλασσινό τοπίο, τεράστια οθόνη από σύννεφα, όμοια στο μακρόστενο σχήμα τους με παράλληλες χερσονήσους, σαν μια επίπεδη ακτή που προεκτείνει τα αμμώδη βέλη της μέσα στη θάλασσα, ορατή από αεροπλάνο που πετά χαμηλά, σε πλάγια κλίση. Αυτή την ψευδαίσθηση την έκαναν εντονότερη οι τελευταίες ανταύγειες από το φως της μέρας πάνω στα συννεφένια αυτά σημεία που η ανάγλυφη όψη τους θύμιζε – σε άλλες ώρες – στέρεους βράχους. Τώρα όμως ο ήλιος φαινόταν σαν να μη μπορούσε πια να δουλέψει την από σκίες και φως γλυπτική του πάνω σε πορφύρες και γρανίτες αλλά σε εύθραυστες συννεφένιες ουσίες, διατηρώντας το ίδιο πάντα στυλ μέσα στην πτώση του.
Μέσα απ’ αυτά τα σύννεφα τα όμοια στη σύνθεσή τους με παράλιο τοπίο, καθώς ο ουρανός καθάριζε σιγά-σιγά, έβλεπε κανείς να διαγράφονται παραλίες, λιμνοθάλασσες, πλήθος νησάκια και ξέρες που είχαν κατακλυσθεί από τον σε πλήρη αδράνεια ουράνιο ωκεανό, όπως επίσης φιόρδς και λίμνες στο εσωτερικό. Γιατί ο ουρανός που περιέβαλε αυτή τη δαντελένια ακτή με τρόπο που θύμιζε ωκεανό, αφού ο ίδιος δίνει το χρώμα του στη θάλασσα που το αντανακλά, έκανε τον ουράνιο αυτό πίνακα να ανασυγκροτεί ένα μακρινό τοπίο πάνω στο οποίο ο ήλιος θα πλάγιαζε πάλι. Άλλωστε αρκούσε γι’ αυτό μια προσεκτική ματιά στη θάλασσα: δεν ήταν πια η φλογερή πλάκα του μεσημεριού, ούτε η ελαφρά ρυτιδωμένη επιφάνεια του απογεύματος. Οι σχεδόν οριζόντιες πια ακτίνες της μέρας δεν φώτιζαν παρά κυματάκια, που βρίσκονταν κοντά τους, αφήνοντας κατασκότεινη την υπόλοιπη επιφάνεια. Το νερό έπαιρνε έτσι μια ανάγλυφη όψη με σκιές καθαρές και σταθερές σαν από μέταλλο. Κάθε διαφάνεια είχε εξαφανιστεί.
Τότε η νύχτα διαδέχτηκε το βράδυ μ’ ένα τρόπο συνηθισμένο, αλλά, όπως πάντα, ανεξιχνίαστο και στιγμιαίο. Έτσι όλα άλλαξαν. Πρώτα στο αδιαφανές τμήμα του ουρανού στον ορίζοντα, έπειτα από πάνω, στις μελανοκίτρινες αποχρώσεις που γίνονταν μπλε προς το Ζενίθ, όπου διαλύονταν τα τελευταία σύννεφα της μέρας. Πολύ γρήγορα δεν απόμειναν πια παρά χλωμές και αδύνατες σκιές, φορείς ενός χωρίς φως διάκοσμου σε μια σκηνή, όπου όταν τελειώσει η παράσταση, αποκαλύπτει κανείς ξαφνικά τη φτώχεια, το εύθραυστο, και τον εφήμερο χαρακτήρα μιας «πραγματικότητας» που δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση βασισμένη σε κάποια φωτιστική απάτη ή σ’ ένα οπτικό παιχνίδι. Όπως πριν από λίγο ζούσαν και μεταβάλλονταν κάθε λεπτό, έτσι τώρα έμοιαζαν παγωμένα σ’ ένα αμετακίνητο και θλιβερό σχήμα, στο μέσον του ουρανού, όπου θα έσβηναν σε λίγο από το ανερχόμενο σκοτάδι.



Claude Levi-Strauss
Θλιβεροί Τροπικοί
Μετάφραση ΛΟΥΒΡΟΥ ΒΟΥΛΑ
Εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή 1979


Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΤΡΑΠΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΔΩΝ – ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ»


…Στην εντελώς συνειδητή διαλογιστική εργασία έρχονται να προστεθούν ορισμένες σύγχρονες αποκρυφιστικές τεχνικές, που απευθύνονται άμεσα στο ασυνείδητο. Η σφαίρα του ασυνείδητου αποτελεί ένα καινούργιο όρο για ένα κομμάτι του εαυτού μας γνωστό από την αρχαιότητα. Ο χώρος του αγκαλιάζει όλα όσα λειτουργούν μέσα μας χωρίς την επίγνωση ή την έγκρισή μας. Εκεί κρύβονται οι εμπειρίες του παρελθόντος και, όπως πολλοί υποστηρίζουν, η γνώση του μέλλοντος. Στην τελευταία περίπτωση, όμως, μιλάμε πια για υπερσυνείδητο, δηλαδή την περιοχή εκείνη της ψυχής που σχετίζεται με τον ανώτερο εαυτό.
Το ενδιαφέρον γι αυτόν τον ψυχικό χώρο ουσιαστικά προϋπήρχε, αλλά είχε νεκρωθεί για πολλές εκατονταετηρίδες. Πρόσφατα, όμως, αναζωπυρώθηκε πάνω σε μια νέα βάση, πολύ πιο τεκμηριωμένη, καθώς ο άνθρωπος κατέχει πλέον τη γνώση ενός μεγαλύτερου μέρους του εαυτού του. Οι ρίζες των σύγχρονων αποκρυφιστικών τεχνικών που σχετίζονται με το ασυνείδητο, βρίσκονται στην αρχαία Αίγυπτο και Ελλάδα. Οι αιγυπτιακές τελετουργίες και μυήσεις δεν αποτελούσαν απλά μια διαδικασία προετοιμασίας των πιστών για τη μεταθανάτια ζωή. Ούτε ο λαβύρινθος του Μίνωα είναι ένας μύθος για να πλουτίζει τη φαντασία των παιδιών. Και τα Ελευσίνια μυστήρια που, από ό,τι γνωρίζουμε, ένα μέρος τους εκτυλισσόταν σε δαιδαλώδεις, υπόγειες και σκοτεινές στοές, στόχευαν στην απόκτηση της ίδια εμπειρίας. Στα ίδια χνάρια βρίσκονται και τα Ορφικά Μυστήρια που σχετίζονται με τον Κάτω Κόσμο, τον Κρυφό και τον Άγνωστο. Όλες αυτές οι τελετές οδηγούσαν το μυημένο σε μια προσέγγιση του άγνωστου χώρου που ονομάζουμε ασυνείδητο και που φαίνεται τόσο φοβερός όταν δεν καταλαβαίνουμε την ταυτότητα και τη σκοπιμότητά του.
Οι επόμενοι αιώνες απομάκρυναν τον άνθρωπο από αυτή την επαφή, έστω και αν αρχικά, όπως υποστηρίζεται, οι πρώτοι Χριστιανοί διατηρούσαν την κληρονομιά των προγόνων τους με τις συμβολικές υπόγειες κατακόμβες.
Η απύθμενη ανάγκη για αυτοεξερεύνηση και γνώση της θεότητας ξαναζωντάνεψε μόλις πριν μερικές δεκαετίες και ολοένα γίνεται πιο επιτακτική. Οι κυριότερες σύγχρονες μέθοδοι που οδηγούν σε αυτή τη γνώση μέσω του ασυνείδητου, με στόχο την πληρέστερη κατανόηση όλου του εαυτού μας και όχι μόνο του συνειδητού, είναι κύρια οι λεγόμενες Δίοδοι και οι εργασίες Ατραπών. Το γενικό πλαίσιο εφαρμογής τους είναι η ομαδική συμμετοχή. Το άτομο δεν εργάζεται μόνο του, αλλά μέσα σε ένα ομαδικό σχηματισμό, όπου παίρνουν μέρος και άλλα μέλη που τα εμπιστεύεται. Έτσι νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια κατά τη διάρκεια της εφαρμογής, έχει τη χαρά του μοιράσματος της εμπειρίας με τους συντρόφους του και τέλος του δίνεται η ευκαιρία της επικοινωνίας και της ανταλλαγής απόψεων μετά το τέλος της άσκησης. Αυτό, βέβαια, δεν αποκλείει πάντοτε την πιθανότητα ατομικής εργασίας – η εμπειρία, όμως, της τελευταίας δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε κατά το ελάχιστο με την ποιότητα της πρώτης.
Ας αρχίσουμε με τις εργασίες Ατραπών. Πρόκειται πραγματικά για λειτουργία πάνω σε ένα συγκεκριμένο πεδίο. Η λέξη ατραπός φανερώνει κάποιο δρόμο, ο οποίος πρέπει να ακολουθηθεί πιστά κατά την εφαρμογή. Ο δρόμος αυτός έχει μια αρχή και ένα τέλος, η δε διαδρομή βοηθάει το άτομο να αποκτήσει την εμπειρία εκείνη για την οποία σχεδιάστηκε η Ατραπός. Η συγκεκριμένη διαδρομή δεν αποκλείει, αλλά δεν είναι και απαραίτητο τνα έχει κάποιο υλικό αντίστοιχο. Αυτές οι εργασίες συνήθως γίνονται μέσα στο νου με τη βοήθεια της δημιουργικής φαντασίας. Οι εικόνες χτίζονται βήμα-βήμα με τη βοήθεια κάποιου οδηγού, που μπορεί να είναι το μαγνητόφωνο ή κάποιο από τα μέλη της ομάδας, αν είναι εργασίες υπό καθοδήγηση. Κατά την εφαρμογή και μετά από μια λιγόλεπτη χαλάρωση, η ομάδα οδηγείται με τη βοήθεια συμβόλων και εικόνων στην επιλεγμένη Ατραπό. Τα σύμβολα και οι εικόνες, άψυχες και έμψυχες, είναι αστείρευτες πηγές ενεργειών και νοημάτων και στοχεύουν στο να αφυπνίσουν καταστάσεις που είναι ναρκωμένες μέσα στο άτομο. Μετά το τέλος της εργασίας και πάντα με τη βοήθεια του οδηγού επιστρέφει πίσω, φέρνοντας μαζί τους ό,τι αποκόμισε από αυτήν. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής γίνονται φανερά στις επόμενες εβδομάδες και γι αυτό η συχνή εξάσκηση δε συμβουλεύεται. Το άτομο πρέπει να έχει τον απαιτούμενο χρόνο για να σηκώσει το βάρος όσων αναδύονται από την εσωτερική του ύπαρξη. Μια υπερβολική υπερφόρτιση θα είχε πιο έντονα από το επιθυμητό αποτελέσματα, με τις θετικές και τις αρνητικές τους συνέπειες.
Κι εδώ, φυσικά, η χρήση οποιασδήποτε ναρκωτικής ουσίας είναι καταστροφική. Η εμπειρία και η συνειδητότητα που αποκτάται από την επίπονη και επίμονη προσπάθεια δεν είναι δυνατό να αντικατασταθεί με τίποτε.

Επιστρέφοντας πίσω στις εργασίες Ατραπών, θα αναφερθούμε σε ένα πιο προχωρημένο στάδιό τους, το οποίο προϋποθέτει πλήρη γνώση και κατάκτηση των εμπειριών της καθοδηγούμενης Εργασίας Ατραπού. Σε αυτό υπάρχει, επίσης, μια αρχή και ένα τέλος στο δρόμο που θα βαδιστεί, καθώς και τα απαραίτητα σύμβολα-κλειδιά. Αλλά τώρα το κάθε άτομο μέσα στην ομάδα αφήνεται μόνο του να ακολουθήσει την Ατραπό, ανακαλύπτοντας μέσα του τον εσωτερικό του οδηγό που θα το συνοδεύει στην απόκτηση της εμπειρίας. Αυτή η μέθοδος απαιτεί πολύχρονη πείρα σε παρόμοιες εφαρμογές.
Είναι γνωστοί τρεις τύποι Ατραπών: ο Ορφικός, ο Ερμητικός και ο Μυστικιστικός. Ο Ορφικός τύπος χρησιμοποιεί μυθολογικά στοιχεία, ο Ερμητικός γεωμετρικά σχήματα, ενώ ο Μυστικιστικός στηρίζεται στις «Πνευματικές Ασκήσεις» του Ιγνάτιου Λογιόλα, οι οποίες είναι βασισμένες σε σκηνές από τη ζωή του Χριστού.
Στο καββαλιστικό σύστημα υπάρχει η δυνατότητα να εφαρμοστούν και οι τρεις τύποι πάνω στις 22 Ατραπούς του Δέντρου της Ζωής, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθένα.
Οι Ατραποί που γίνονται πάνω στο Δέντρο, είναι στην ουσία ένα ταξίδι της Ψυχής από μια Σεφίρα σε μια άλλη, δηλαδή από μια κατάσταση συνείδησης σε μια άλλη. Κάτι που σχετίζεται άμεσα με τις 22 Κάρτες της Μεγάλης Αρκάνα των Ταρώ, οι οποίες βρίσκουν εδώ την αντιστοιχία τους.
Οι εργασίες Ατραπών έχουν εξασκηθεί πλατιά και επί πολύ χρόνο σε ορισμένους κύκλους της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα αποτελέσματά τους υπήρξαν πάντα θετικά, εφόσον ακολουθήθηκαν οι βασικές τους αρχές και βοήθησαν σημαντικά στη διερεύνηση, αποκάλυψη και γνώση του Ασυνείδητου Κόσμου.
Ακόμη, όμως, πλατύτερης εφαρμογής έτυχαν οι Δίοδοι. Οι Δίοδοι είναι ένα είδος νοητικών ασκήσεων και σχετίζονται άμεσα με τον πολυχρησιμοποιημένο στο εξωτερικό όρο «Μεταβαλόμενες Καταστάσεις Συνείδησης» (Altered States of Consciousness). Η εφαρμογή τους είναι επίσης, ως επί το πλείστον, ομαδική και στηρίζεται στην ανάπτυξη μιας διαφορετικής κατάστασης συνείδησης από αυτή που έχει το άτομο στη συνηθισμένη επαγγελματική ή προσωπική του ζωή. Πρόκειται για μια ανώτερη κατάσταση, που πετυχαίνεται μέσω ασκήσεων χαλάρωσης, ρυθμικών αναπνοών και οραματισμού που προηγούνται της κυρίως άσκησης. Μετά από μακρόχρονη πείρα, το άτομο αποκτά την ικανότητα να πέφτει σε ένα είδος έκστασης. Όσο πιο καλή η εξάσκηση, τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι και η εφαρμογή της Διόδου. Οι Δίοδοι δεν περιορίζονται απλά στη διερεύνηση του ασυνείδητου. Οι στόχοι τους είναι πολύ πιο ποικίλοι και πολύπλοκοι. Άλλοτε αποσκοπούν στην ενσωμάτωση ορισμένων στοιχείων που θα βοηθήσουν το άτομο θετικά στη ζωή του. Άλλοτε στην εναρμόνιση του ατόμου με το ρυθμό της φύσης και του σύμπαντος. Άλλοτε στην αφύπνιση των κέντρων ευαισθησίας, στην αφύπνιση της διόρασης ή της διακοής. Άλλοτε πάλι στρέφουν το άτομο στο προσωπικό του παρελθόν και, μέσω αναδρομών, ξεθάβουν και θεραπεύουν τραυματικές εμπειρίες του. Όλα αυτά κάνουν φανερή την έκταση δραστηριοτήτων και πεδίων που καλύπτουν. Έχουν ακόμη τη δυνατότητα να συμμετέχουν, καθώς και την αμοιβαία τους κατανόηση. Και μέσω αυτών προσφέρεται μια ευκαιρία για γνώση και κατανόηση των πλατύτερων μαζών των ανθρώπων και για μια καλύτερη συνεργασία σε όλους τους τομείς της ζωής, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Όσο πιο προχωρημένης φύσης είναι αυτές οι ασκήσεις, τόσο περισσότερο ασχολούνται με ομαδικότερες εμπειρίες.
Η μετέπειτα ανταλλαγή απόψεων και εντυπώσεων οδηγεί στη διασταύρωση τυχόν κοινών εμπειριών και στις τελικές εντυπώσεις που έχουν τα μέλη της ομάδας για τη συγκεκριμένη εφαρμογή. Η συλλογικότητα της διεξαγωγής αυτών των ασκήσεων παίζει καθοριστικό ρόλο στην αποτελεσματικότητά τους.
Όπως και στις εργασίες Ατραπών, έτσι και εδώ υπάρχει κάποιος οδηγός – συντονιστής. Αποκλείεται η περίπτωση του μαγνητόφωνου, καθώς η εποπτεία πρέπει να είναι ζωντανή και δημιουργική. Οι εικόνες που ακολουθούνται είναι – ανάλογα με την άσκηση – πάντα μιας ορισμένης σειράς και τα σύμβολα εκ των προτέρων καθορισμένα. Η πρωτοβουλία του ατόμου περιορίζεται συνήθως στην υποκειμενική εμπειρία και μόνο όποτε του ζητηθεί γίνεται πιο δημιουργική.
Μετά το τέλος της άσκησης τα άτομα επανέρχονται στην καθημερινή κατάσταση συνείδησης, φέρνοντας όμως μαζί τους και την εμπειρία που απεκόμισαν. Οι Δίοδοι και οι Εργασίες Ατραπού μοιάζουν με ονειρικές καταστάσεις, που διεξάγονται όμως όταν το άτομο είναι ξυπνητό. Το πλεονέκτημά τους έγκειται στο γεγονός ότι το άτομο δε χάνει τον έλεγχο του εαυτού του ούτε για μια στιγμή, ενώ ταυτόχρονα του δίνεται η ευκαιρία να αποκτήσει πολύτιμες εμπειρίες για τον εαυτό του και το περιβάλλον του.
Οι μέθοδοι αυτές δε χρησιμοποιούνται μόνο στους αποκρυφιστικούς κύκλους. Τυχαίνουν πλατιάς εφαρμογής και στην Ψυχανάλυση. Η σύγχρονη ψυχαναλυτική μέθοδος εφαρμόζει όλο και περισσότερο την ομαδική εργασία. Έτσι, τα άτομα αλληλοβοηθιούνται μεταξύ τους και δεν πέφτουν σε ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση από εκείνη που τους προσφέρει η μοναχική ξεκομμένη κοινωνία μας.
Οι πιο γενικές μορφές Διόδων εφαρμόζονται και μεταξύ σχετικών με την Ψυχολογία και Κοινωνιολογία ατόμων, με υγιή κατά το γενικό μέτρο ψυχικό κόσμο. Η επιδίωξη τους είναι η ανάπτυξη της Συνείδησης και η προσπάθεια να ανταποκριθούν καλύτερα και πιο ποιοτικά στα επαγγελματικά τους καθήκοντα: εκπαιδευτικά, συντονιστικά, επιμορφωτικά κ.λπ.


ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ»
ΦΩΤΕΙΝΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 1993