Στις 15 του Δεκέμβρη, σαλπάραμε από την
Εντγκαρτάουν για κυνήγι φάλαινας στον
Ειρηνικό Ωκεανό, αλλά στην πορεία,
έχοντας χάσει την κάτω αντένα της
μετζάνας, αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε
στο λιμάνι και αφού εφοδιαστήκαμε με
καινούργια και τη βιράραμε, σαλπάραμε
πάλι στις 19 και την ίδια μέρα ρίξαμε
άγκυρα στην Τρύπα του Χολμς. Την άλλη
μέρα, μιας και οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές,
σαλπάραμε, κι όταν πια είχαμε απομακρυνθεί
αρκετά από τη στεριά, απαλλάξαμε τον
πλοηγό από τα καθήκοντά του, ανοίξαμε
πανιά και κάναμε τα απαραίτητα σ’ αυτές
τις περιστάσεις, δηλαδή μαζέψαμε τις
άγκυρες, λασκάραμε και τυλίξαμε τους
κάβους, κ.λπ. Στις 21 Ιανουαρίου 1823,
δοκιμαστήκαμε από μια βαριά καταιγίδα
από τα βορειοδυτικά, κι αυτή δεν ήταν
παρά η πρώτη στον κατάλογο από τις
δυσκολίες που ήταν γραφτό μας να
αντιμετωπίσουμε. Καθώς αυτή ήταν η πρώτη
δοκιμασία μας στη ζωή του ναυτικού, το
σκηνικό που ξανοιγόταν μπροστά στα
μάτια μας, «καταμεσής μιας θύελλας που
έβγαζε ουρλιαχτά», ήταν ένα σκηνικό
εκπληκτικού μεγαλείου, συνάμα και
πραγματικού κινδύνου. Καθώς όμως το
πλοίο πήγαινε πρίμα, κι ο άνεμος ήταν
με το μέρος μας, το σκαρί κρατιόταν μια
χαρά μπρος απ’ τον άνεμο, με πυκνό
μουδάρισμα της κύριας γάμπιας και του
τρίγκου, αν και στη διάρκεια της
καταιγίδας, που κράτησε σαράντα οκτώ
ώρες, η θάλασσα συχνά απείλησε να μας
τουμπάρει, κάτι που αποτράπηκε χάρη
στους επιδέξιους χειρισμούς μας στο
τιμόνι. Στις 9 Ιανουαρίου καταφέραμε να
φτάσουμε στα Νησιά του Πράσινου
Ακρωτηρίου, που απείχαν είκοσι πέντε
μίλια προς τα νοτιοδυτικά, και στις 17
διασχίσαμε τον Ισημερινό. Στις 29 του
ίδιου μήνα είδαμε σπερμοφάλαινες,
κατεβάσαμε τις βάρκες μας και καταφέραμε
να πιάσουμε μια. Το λίπος της, όταν το
βράσαμε, μας απέδωσε 75 βαρέλια λάδι.
Συνεχίζοντας το ταξίδι μας, στις 23
Φεβρουαρίου περάσαμε τα Νησιά Φόκλαντ,
και γύρω στις 5 Μαρτίου καβατζάραμε το
μεγάλο ακρωτήρι της Νότιας Αμερικής,
το Ακρωτήρι Χορν, και κατευθυνθήκαμε
προς τον βορρά.
Άλλη μια φορά μόνο είδαμε φάλαινες πριν
πλησιάσουμε στα Νησιά Σάντουιτς, όπου
φτάσαμε την 1η Μαϊου νωρίς το πρωί.
Όταν προσεγγίζαμε το νησί της Χαβάης
γύρω στις 4 το απομεσήμερο, ο σκοπός της
πλατφόρμας μας ειδοποίησε πως είδε ένα
κοπάδι μαυρόψαρα στην απάνεμη πλευρά
της πλώρης. Σύντομα ανακαλύψαμε πως
επρόκειτο για κανό που έρχονταν να μας
προϋπαντήσουν. Η μπουνάτσα που έπεφτε
εκείνη τη στιγμή εκείνη τα εμπόδισε να
μας πλευρίσουν πριν νυχτώσει, κάτι που
έκαναν τελικά σε απόσταση πάνω από τρεις
λεύγες από τη στεριά. Μας πρόσφεραν πολύ
καλοδεχούμενες προμήθειες από πατάτες,
ζαχαροκάλαμο, γλυκοπατάτες, καρύδες,
μπανάνες, ψάρια κ.λπ., κι εμείς ανταποδώσαμε
με σιδερένια στεφάνια βαρελιών, καρφιά
και άλλα παρόμοια πράγματα. Αγκυροβολήσαμε
μακριά από την ακτή όλη την επόμενη
μέρα, και, αφού προμηθευτήκαμε αρκετά
λαχανικά και φρούτα, χαράξαμε πορεία
προς Οάχου, όπου φτάσαμε την άλλη μέρα.
Αράξαμε εκεί είκοσι τέσσερις ώρες,
ανοίξαμε πάλι πανιά για τις ακτές της
Ιαπωνίας, με συντροφιά το φαλαινοθηρικό
«Παλλάδιο» απ’ τη Βοστόνη και το
«Ποκαχόντας» απ’ το Φόλμαουθ. Χωρίσαμε
με τα δύο αυτά πλοία έπειτα από δύο
ημερών ταξίδι. Αφού αρμενίσαμε αρκετούς
μήνες στις θάλασσες της Ιαπωνίας και
μαζέψαμε 550 βαρέλια λάδι, χαράξαμε και
πάλι πορεία για τα Νησιά Σάντουιτς, για
ανεφοδιασμό με λαχανικά και άλλα.
Όσο ήμασταν στην Οάχου, έξι από τους
άντρες εγκατέλειψαν το πλοίο μες στη
νύχτα. Συλλάβαμε τους δύο και τους δέσαμε
με αλυσίδες, αλλά ο ένας βρήκε τρόπο να
απαλλαγεί από τα δεσμά του, ελευθέρωσε
και τον άλλο, και το έσκασαν μαζί.
Για να καλύψουμε τις θέσεις τους,
ναυτολογήσαμε τους παρακάτω: τον Σάιλας
Πέιν, τον Τζον Όλιβερ, τον Άντονι Χανσον,
έναν ιθαγενή της Οάχου, τον Ουίλιαμ
Χάμφρις, μαύρο φροντιστή, και τον Τόμας
Λίλιστον. Αφού εφοδιαστήκαμε με όσα
λαχανικά και φρούτα ήταν δυνατό να
συντηρηθούν, ανοίξαμε πάλι πανιά,
προβλέποντας – οι ανόητοι – ένα
επιτυχημένο ταξίδι, κι ότι σύντομα θα
είχαμε την ευτυχία να συναντήσουμε τους
φίλους μας. Αφήνοντας την Οάχου, τραβήξαμε
νότια του Ισημερινού, κι αφού ταξιδέψαμε
για λίγο ψάχνοντας για φάλαινες χωρίς
μεγάλη επιτυχία, στρίψαμε το τιμόνι με
κατεύθυνση το νησί Φάνινγκ, που βρίσκεται
σε νότιο πλάτος 3΄΄ 49’ και δυτικό μήκος
158’’ 29’. Ενώ πλέαμε στ’ ανοιχτά του
νησιού, συνέβη κάτι που – είτε λάβουμε
υπόψη μας την έλλειψη κινήτρων, είτε
την εν ψυχρώ και με αμείλικτη σκληρότητα
διάπραξή του –, όμοιό του δεν έχει συμβεί
συχνά. Μιλάμε για έλλειψη κινήτρων
γιατί, παρότι ορισμένα συμβάντα που θα
αναφέρουμε είχαν δώσει λαβή στο πλήρωμα
για δυσαρέσκεια, δεν είχε σημειωθεί
ωστόσο καμιά κατάχρηση εξουσίας ή
αυστηρή συμπεριφορά, που θα μπορούσε,
έστω και στο ελάχιστο, να δικαιολογήσει
ή να συγχωρέσει έναν τόσο βάρβαρο τρόπο
ανταπόδοσης και εκδίκησης. Στη διάρκεια
του ταξιδιού μας με προορισμό την Ιαπωνία
την περασμένη περίοδο, είχαν ακουστεί
πολλά παράπονα ανάμεσα στο πλήρωμα, που
είχαν να κάνουν με τον τρόπο κατανομής
και την ποσότητα του κρέατος που
αναλογούσε στον καθένα. Μερικές φορές
η ποσότητα ήταν παραπάνω από αρκετή για
τον αριθμό των αντρών, και άλλες φορές
δεν επαρκούσε για τις ανάγκες του
πληρώματος. Και είναι λογικό να υποθέσουμε
ότι οι πιο δυσαρεστημένοι εγκατέλειψαν
το πλοίο στην Οάχου.
Δεν αμφιβάλλουμε, ωστόσο, ότι ο αναγνώστης
θα θεωρήσει υπερβολικό το να επιχειρούμε
μιαν αχρείαστη δικαίωση της συμπεριφοράς
των αξιωματικών του «Υδρόγειος», που
σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν μια
εύλογη πειθαρχία, η οποία θα είχε ως
αποτέλεσμα την παράταση του ταξιδιού
προς όφελος όλων. Και ιδιαίτερα όταν
πληροφορηθεί ότι μερικοί από τους άντρες
που ναυτολογήθηκαν στην Οάχου, στη θέση
των λιποτακτών, ήταν ρεμάλια αφημένα
στην τύχη τους, που συχνά δέχονταν τις
αυστηρές επιπλήξεις των αξιωματικών,
και μάλιστα σε μια περίπτωση ένας από
δαύτους μαστιγώθηκε άγρια. Ας έχει ακόμη
υπόψη του, παρακαλούμε, ο αναγνώστης
ότι ο Σάμιουελ Μπ. Κόμστοκ, ο αρχηγός
της σπείρας που υποκίνησε την ανταρσία,
ήταν αξιωματικός (πηδαλιούχος λέμβου
για την ακρίβεια) και, κατά το έθιμο,
έτρωγε στην καμπίνα. Η συμπεριφορά και
η στάση του πλοιάρχου απέναντι σ’ αυτό
το άτομο υπήρξε πάντοτε ευπρεπής και
ευγενική, απόδειξη προθέσεων που,
δυστυχώς, από καιρό προοιωνίζονταν την
καταστροφή. Μερικοί από το πλήρωμα ήταν
αποφασισμένοι να εγκαταλείψουν το
πλοίο, φτάνει να πιάναμε σκάλα στο νησί
Φάνινγκ, και πιστεύουμε ότι είχαν
καταστρώσει σχέδιο απόδρασης. Όμως, την
αναγκαιότητα αυτής της απόδρασης πρόλαβε
η διάπραξη ενός εγκλήματος από εκείνα
που κάνουν την ανθρωπότητα να ανατριχιάζει.
Εκείνο τον καιρό ταξιδεύαμε συντροφιά
με το πλοίο «Λύρα» απ’ το Νιου Μπέντφορντ,
που ο καπετάνιος του είχε περάσει το
μεγαλύτερο μέρος εκείνης της ημέρας
πάνω στο δικό μας πλοίο, αλλά το απόβραδο
επέστρεψε στο δικό του. Είχε συμφωνήσει
με τον καπετάνιο μας ν’ ανάψει ένα φως,
ώστε τα δύο πλοία να κρατάνε επαφή μεταξύ
τους. Δεν θα ήταν ίσως περιττό να
εξοικειωθεί ο αναγνώστης με τον τρόπου
που οι φαλαιονοθήρες κρατάνε σκοπιά
στη διάρκεια της νύχτας. Τα φαλαιονοθηρικά
έχουν γενικά τρεις λέμβους, αν και μερικά
έχουν τέσσερις ή πέντε και μερικές φορές
ίσαμε έξι. Το «Υδρόγειος», ωστόσο, ανήκε
στην κατηγορία που έχουν τρεις. Ο
καπετάνιος, ο υποπλοίαρχος και ο δεύτερος
υποπλοίαρχος δεν φυλάνε σκοπιά, εκτός
κι αν υπάρχει λίπος για βράσιμο. Οι
πηδαλιούχοι που αναλαμβάνουν τη βάρδια
και τη διακυβέρνηση του πλοίου με το
αντίστοιχο πλήρωμα της δικής τους
λέμβου, στην περίπτωση αυτή χωρίζουν
τη νύχτα σε τρεις βάρδιες και ο καθένας
αναλαμβάνει από μια. Ο Σμιθ, λοιπόν, αφού
φύλαξε την πρώτη βάρδια, αντικαταστάθηκε
από τον Κόμστοκ (θα αναφερόμαστε σ’
αυτόν με το επίθετό του για να ξεχωρίζει
από τον αδερφό του, τον Τζόρτζ) και από
το πλήρωμα της μεσιανής βάρκας, και η
προηγούμενη βάρδια αποσύρθηκε κάτω
στις κουκέτες και τις μπράντες τους. Ο
Τζόρτζ Κόμστοκ που ανέλαβε το τιμόνι,
όσο διάστημα διαρκούσε το δικό του
κόλπο, πήρε διαταγή από τον αδερφό του,
που βλαστημούσε γιατί το πλοίο ήταν
πολύ κοντά στον άνεμο, να «κρατά γερά
το πλοίο». Όταν έληξε η βάρδιά του στο
τιμόνι, πήρε την κουδουνίστρα (ένα όργανο
που χρησιμοποιούν οι φαλαινοθήρες για
να σημάνουν τη λήξη της ώρας, της βάρδιας
κ.λπ.) κι άρχισε να την κουνάει. Τότε ο
Κόμστοκ πήγε προς το μέρος του και, με
τον πιο απότομο τρόπο τον διέταξε να
πάψει λέγοντάς του: «Έτσι και κάνεις
τον παραμικρό αναθεματισμένο θόρυβο
θα σε στείλω στο διάολο!» Άναψε μετά ένα
φανό και πήγε στο πηδάλιο. Ο Τζόρτζ,
αναστατωμένος απ’ αυτή την αφύσικη
συμπεριφορά του αδερφού του, πήρε πάλι
την κουδουνίστρα με σκοπό να ξεσηκώσει
κάποιον. Ο Κόμστοκ έτρεξε αμέσως να τον
εμποδίσει και με τις σατανικές απειλές
του πάγωσε τόσο το αίμα του τρεμάμενου
αδερφού του, ώστε, ακόμα κι αν ο τελευταίος
είχε τη δύναμη να ξεσηκώσει τα ανυποψίαστα
και καταδικασμένα θύματα που βρίσκονταν
κάτω, θα πλήρωνε με τη ζωή του το θράσος
του!
Ο Κόμστοκ απίθωσε τότε κάτι βαρύ πάνω
σ’ ένα μικρό πάγκο εργασίας κοντά στη
σκάλα που οδηγούσε στην τιμονιέρα.
Αργότερα αποδείχτηκε πως ήταν ένα
μαχαίρι φορτώματος, ένα όργανο που
χρησιμοποιούν οι φαλαινοθήρες για να
κόψουν το λίπος όταν το ανεβάζουν με το
παλάγκο, κάπου 4 πόδια μάκρος, 2 με 3 ίντσες
φάρδος, οπωσδήποτε πολύ κοφτερό και,
για μεγαλύτερη ευκολία στη χρήση του,
δίκοπο.
Για τις λεπτομέρειες αυτής της
ανατριχιαστικής ενέργειας θα βασιστούμε
στην περιγραφή του νεότερου Κόμστοκ,
που, όπως είπαμε, βρισκόταν στην κουβέρτα
εκείνη την ώρα, κι έμαθε αργότερα ορισμένα
πράγματα από τον αδερφό του, που μόνον
ο ίδιος μπορούσε να γνωρίζει. Ο Κόμστοκ
κατέβηκε στην καμπίνα μαζί με τον Σάιλας
Πέιν, τον Σαγκ Χάρμπορ, τον Τζον Όλιβερ
απ’ το Σίλντς της Αγγλίας, τον Ουίλιαμ
Χάμφρις, τον φροντιστή απ’ τη Φιλαδέλφεια,
και τον Τόμας Λίλιστον. Ο τελευταίος,
ωστόσο, δεν προχώρησε πέρα από τη σκάλα
που οδηγούσε στην καμπίνα, αλλά έφυγε
και έκανε πίσω. Σύμφωνα με τα λόγια του,
δεν πίστευε πως θα έβαζαν μπροστά το
σχέδιό τους, ώσπου τους είδε πράγματι
να κατεβαίνουν στην καμπίνα, όπου έφτασε
κι ο ίδιος, κατά τα λεγόμενά του,
προκειμένου να φανεί εξίσου γενναίος
με τους άλλους. Εμείς, όμως, πιστεύουμε
ότι δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να
βοηθήσει τους αχρείους. Ο Κόμστοκ χώθηκε
στην καμπίνα εντελώς αθόρυβα, ώστε να
μην τον πάρει είδηση ο άμοιρος που
κρατούσε το τιμόνι, και του έλαχε να
είναι ο πρώτος που πληροφορήθηκε πως ο
άλλος είχε αρχίσει το φονικό του έργο,
από τον ήχο που άφησε η βαριά τσεκουριά
και που τον άκουσε καθαρά.
Ο καπετάνιος κοιμόταν σε μια μπράντα
κρεμασμένη μέσα στην τιμονιέρα, γιατί
η προσωπική του καμπίνα ήταν αφόρητα
ζεστή. Ο Κόμστοκ τον πλησίασε κρατώντας
το τσεκούρι και του κατάφερε ένα χτύπημα
στο κεφάλι, που άνοιξε σχεδόν στα δύο
με το πρώτο χτύπημα! Αφού επανέλαβε το
χτύπημα, έτρεξε προς τον Πέιν, ο οποίος,
φαίνεται, περίμενε με το μαχαίρι που
περιγράψαμε ήδη να επιτεθεί στον
υποπλοίαρχο, μόλις θα έπεφτε νεκρός ο
καπετάνιος. Τη στιγμή εκείνη, καθώς ο
Πέιν έδωσε μια σπρωξιά στον υποπλοίαρχο,
εκείνος ξύπνησε, και φώναξε γεμάτος
τρόμο: «Τι! τι! τι!... είναι… ω! Πέιν! Ω!
Κόμστοκ!... Μη με σκοτώσεις, μη για το
Θεό!... Εγώ πάντα δεν ήμουν…» Εδώ τον
διέκοψε ο Κόμστοκ λέγοντας: «Ναι! Εσύ
ήσουν παλιοκάθαρμα, λες ψέματα σε βάρος
μου έξω απ’ το πλοίο, έτσι δεν είναι;
Ήρθ’ η ώρα να πέσεις στα γόνατα, π’
ανάθεμά σε, μα άργησες πολύ». Τότε ο
υποπλοίαρχος ορμάει και τον αρπάζει
απ’ τον λαιμό. Πάνω στη συμπλοκή, ο φανός
που κρατούσε ο Κόμστοκ έπεσε κάτω και
του ξέφυγε το τσεκούρι. Αλλά η θηλιά του
κυρίου Μπιτλ γύρο απ’ τον λαιμό του δεν
τον εμπόδισε να δώσει στον Πέιν να
καταλάβει πως είχε χάσει το όπλο του. Ο
τελευταίος έψαξε τριγύρω ώσπου το βρήκε
και το έδωσε στον Κόμστοκ, που κατάφερε
να χτυπήσει τον υποπλοίαρχο στο κεφάλι
και να του σπάσει το κρανίο. Ο δυστυχής
γκρεμίστηκε στο κελάρι, όπου έμεινε
βογκώντας ώσπου να τον αποτελειώσει ο
Κόμστοκ! Ο φροντιστής κρατούσε ένα φως
εκείνη τη στιγμή, ενώ ο Όλιβερ χτυπούσε
κι αυτός όποτε μπορούσε!
Ο δεύτερος και ο τρίτος υποπλοίαρχος,
δεμένοι μέσα στις καμπίνες τους,
βρίσκονταν στις κουκέτες τους ακούγοντας,
χωρίς να τολμούν να βγάλουν άχνα απ’
τον φόβο. Όντας ανίδεοι για την αριθμητική
δύναμη των στασιαστών και άοπλοι,
θεώρησαν καλύτερο να περιμένουν το
φρικτό μοιραίο, με την ελπίδα να τους
χαρίσουν τη ζωή.
Ο Κόμστοκ, αφήνοντας ένα φρουρό στην
πόρτα της καμπίνας του δεύτερου, ανέβηκε
στην κουβέρτα να ανάψει τη λάμπα στην
πυξιδοθήκη, γιατί είχε σβήσει πάλι
τυχαία. Εκεί, τον ρώτησε ο τρομοκρατημένος
αδερφός του, του οποίου την αγωνία δεν
θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε, αν
είχε κατά νου να χτυπήσει τον Σμιθ, τον
άλλο πηδαλιούχο. Απάντησε καταφατικά
και ρώτησε που βρισκόταν. Ο Τζορτζ, από
φόβο ότι θα στρώνανε αμέσως στο κυνήγι
τον Σμιθ, απάντησε πως δεν τον είχε δει.
Τότε ο Κόμστοκ, βλέποντας τον αδερφό
του να χύνει δάκρυα, τον ρώτησε άγρια:
«Για ποιο πράγμα μυξοκλαις;» «Φοβάμαι»,
απαντά ο Τζόρτζ, «μη με χτυπήσουν!» «Θα
τις φας σίγουρα από μένα, αν συνεχίσεις
να μιλάς έτσι!»
Όμως, το φονικό δεν είχε πάρει τέλος
ακόμη. Ο Κόμστοκ πήρε τον φανό του μέσα
στην καμπίνα κι άρχισε να προετοιμάζει
την επίθεση εναντίον του δεύτερου και
του τρίτου, δηλαδή του κυρίου Φίσερ και
του κυρίου Λάμπερτ. Αφού γέμισε δύο
μουσκέτα, έριξε μια φορά μέσα από την
πόρτα, προς τα κει που υπολόγιζε ότι θα
βρίσκονταν οι αξιωματικοί, κι έπειτα
ρώτησε αν είχε πληγωθεί κανείς απ’ τους
δύο! Απάντησε ο Φίσερ: «Ναι! Πληγώθηκα
στο στόμα!» Πριν ο Κόμστοκ πυροβολήσει
τον Φίσερ, τον ρώτησε ο Λάμπερτ αν είχε
σκοπό να τον σκοτώσει. Απάντησε φαινομενικά
αδιάφορος: «Α όχι, δεν νομίζω».
Άνοιξαν τότε την πόρτα, κι ο Κόμστοκ
όρμησε πάνω στον Λάμπερτ, αλλά δεν τον
πέτυχε και βρέθηκε πεσμένος μέσα στην
καμπίνα. Ο Λάμπερτ τον γράπωσε απ’ τον
λαιμό, αλλά του ξέφυγε. Ο Φίσερ κρατούσε
το τουφέκι και πρότεινε την ξιφολόγχη
προς την καρδιά του τέρατος! Όταν όμως
ο Κόμστοκ τον διαβεβαίωσε ότι, αν
παραδοθεί, θα του χαρίσει τη ζωή, ο
Λάμπερτ παραδόθηκε. Ο Κόμστοκ δεν έχασε
ούτε στιγμή και του τρύπησε το κορμί
πέρα για πέρα αρκετές φορές!
Έπειτα στράφηκε προς τον Φίσερ και του
είπε πως γι’ αυτόν δεν υπήρχε καμιά
ελπίδα! «Πρέπει να πεθάνεις», του λέει:
«Θυμήσου τον καυγά που μ’ έμπλεξες,
τότε που ταξιδεύαμε μαζί με το Εντερπράιζ
απ’ το Νάντακετ». Ο «καυγάς» που
υπαινισσόταν είχε ως εξής: Ο Κόμστοκ
πλησίασε τον Φίσερ για να παλέψει μαζί
του. Ο Φίσερ, όντας πιο αθλητικός τύπος
απ’ τον άλλον, τον έβαλε κάτω χωρίς
καμιά δυσκολία, οπότε ο Κόμστοκ,
παθιασμένος, τον χτύπησε. Τότε ο Φίσερ
τον άρπαξε και τον ξάπλωσε κάτω στην
κουβέρτα αρκετές φορές και με πολύ
σκληρό τρόπο.
Ο Κόμστοκ είχε ξεστομίσει τότε μερικές
άγριες απειλές, που ο Φίσερ δεν τους
έδωσε καμιά σημασία. Τώρα όμως έπεφταν
πάνω του με όλη τη φρίκη της πραγματικότητας.
Βλέποντας τον άσπλαχνο εχθρό του να
κωφεύει στις διαμαρτυρίες και τις
ικεσίες του, είπε: «Αν δεν υπάρχει ελπίδα,
ας πεθάνω τουλάχιστον σαν άντρας!» κι
έχοντας, κατά διαταγή του Κόμστοκ,
γυρίσει την πλάτη του, είπε με σταθερή
φωνή: «Είμαι έτοιμος!»
Τότε ο Κόμστοκ ακούμπησε την μπουκα του
όπλου του στο κεφάλι του και πυροβόλησε.
Αυτό έδωσε ακαριαία τέλος στη ζωή του
Φίσερ! Ο κύριος Λάμπερτ, όσο συνέβαιναν
αυτά, εκλιπαρούσε για τη ζωή του, κι ας
ήταν χωρίς αμφιβολία θανάσιμα πληγωμένος.
Ο Κόμστοκ στράφηκε προς το μέρος του
και είπε: «Είμαι ‘μοβόρος εγώ! Έχω
‘μοβόρικο χέρι και θα πάρω εκδίκηση!».
Και τον τρύπησε πάλι πέρα για πέρα με
μια ξιφολόγχη! Ο άμοιρος ικέτευσε τότε
για λίγο νερό. «Θα σου δώσω εγώ νερό»,
λέει ο Κόμστοκ, και βυθίζοντας άλλη μια
φορά την ξιφολόγχη μες στο κορμί του
τον παράτησε εκεί να ξεψυχήσει!
Φαίνεται λοιπόν πως αυτός ο αχρείος,
χειρότερος κι από δαίμονα, δολοφόνησε
με τα ίδια του τα χέρια τους πάντες!
Ευχαρίστως θα ξεπλέναμε από «τον
σκουπιδότοπο της μνήμης μας» κάθε
ανάμνηση εκείνης της αιματηρής νύχτας.
Ο ευσπλαχνικός αναγνώστης, ωστόσο, που
η ψυχή του αρρωσταίνει με την ανάγνωση
– όπως η δική μας με την αφήγηση – αυτής
της συφοριασμένης ιστορίας, δεν θα
αποδοκιμάσει, ελπίζουμε, τη δημοσιοποίηση
προς τον κόσμο αυτών των θλιβερών
γεγονότων. Αφού αξιωθήκαμε, χάρη στο
απέραντο έλεος της Θείας Πρόνοιας, να
ξαναγυρίσουμε στους κόλπους των
οικογενειών μας και στα σπίτια μας,
θεωρήσαμε καθήκον μας απέναντι στον
κόσμο να καταγράψουμε τη δική μας
«αβερνίκωτη ιστορία».
[Η ανταρσία που ξέσπασε στο πλοίο
«Υδρόγειος» (Globe),
τη νύχτα της 25ης Ιανουαρίου
του 1824, υπήρξε η πιο αιματηρή στην ιστορία
της αμερικανικής φαλαινοθηρίας. Ο
αρχηγός της, ο 20χρονος καμακιστής
Σάμιουελ Κόμστοκ, ήταν γιος ενός Κουάκερου
δάσκαλου του Ναντάκετ. Τα αίτια που την
προκάλεσαν παραμένουν ασαφή, αν και
ένας άλλος επιζών κατέθεσε ότι, την
ημέρα της ανταρσίας, ο πλοίαρχος Τόμας
Ουέρθ είχε μαστιγώσει κάποιον απ’ το
πλήρωμα για ανυπακοή. Λίγες μέρες αφότου
ξέσπασε η ανταρσία, οι δράστες της
φιλονίκησαν μεταξύ τους. Στις 28 Ιανουαρίου
ο Σάμιουελ Κόμστοκ έστειλε στην αγχόνη
τον Ουίλιαμ Χάμφρις, με τον ισχυρισμό
ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον ίδιο
και τον Σάιλας Πέιν. Το Υδρόγειος έφτασε
στην Ατόλη Μίλι, στα Νησιά Μάρσαλ του
κεντρικού Ειρηνικού στις 14 φεβρουαρίου.
Τρεις μέρες αργότερα ο Πέιν με τον Τζορτζ
Όλιβερ σκότωσαν τον Σάμιουελ Κόμστοκ.
Εκείνη τη νύχτα ο Τζορτζ Κόμστοκ μαζί
με πέντε άλλους ναυτικούς διέφυγαν με
το Υδρόγειος, για να φτάσουν στη Χιλή
έπειτα από τέσσερις μήνες σχεδόν. Στο
μεταξύ ο Πέιν άρχισε να μαστιγώνει και
να αλυσοδένει όσους ιθαγενείς των Νησιών
Μάρσαλ δεν ήταν της αρεσκείας του.
Εκείνοι ανταπέδωσαν στις 21 Φεβρουαρίου,
σκοτώνοντας όλους όσοι είχαν απομείνει
από το πλήρωμα, εκτός του Σάιρους Χάσι
(Cyrus Hussey,
περίπου 1805-1829) και του Ουίλιαμ Λέι
(William Lay,
περίπου 1805-;). Αυτοί οι δύο διασώθηκαν
από το Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών
την άνοιξη του 1827 και εξέδωσαν την δική
τους Αφήγηση της ανταρσίας (A
Narrative of
the Mutiny
On Board
the Ship
Globe).]
ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Α’ ΤΟΜΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
PETER
NEIL
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΑΝΤΕΛΗΣ
ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ 2004