Μέσα
στα πλαίσια του Πυθαγορικού συστήματος
περιλαμβάνονται διάφοροι κανόνες αποχής
και άλλες απαγορευτικές διατάξεις,
(«σύμβολα» ή «ακούσματα»), που πολλές
από αυτές έχουν αποδοθεί από μεταγενέστερους
συγγραφείς στον ίδιο τον Πυθαγόρα. Και
πραγματικά, η αποδοχή και υιοθέτηση
ορισμένων από τους κανόνες αυτούς θα
πρέπει να αναχθεί στο Διδάσκαλο αφού
μόνο ο ίδιος θα μπορούσε με το κύρος του
να τους επιβάλλει. Η αρχαιότητα των
«συμβόλων» ή «ακουσμάτων» αποδείχνεται
και από το γεγονός, πως ο Ηρόδοτος ήδη
ανάγει στους Αιγυπτίους την απαγόρευση
της ταφής μαλλίνων ειδών μαζί με τους
νεκρούς ή την εισαγωγή τους στους ναούς.
Απαγόρευση που τηρούσαν και οι Πυθαγόρειοι.
Έχει
υποστηριχθεί, πως τα «ακούσματα» ή
«σύμβολα» δεν αποτελούν παρά την απόρροια
της δοξασίας των Πυθαγορείων για τη
συγγένεια όλων των εμψύχων. Η ερμηνεία
αυτή, που είχε άλλοτε ευρεία αποδοχή,
έχει αρχαιότατη προέλευση και μπορεί
να αναχθεί σε αυτούς τούτους τους
Πυθαγορείους. Μετά το θάνατο του ιδρυτή
η αδελφότητα, φαίνεται, διασπάσθηκε σε
δύο πτέρυγες, από τις οποίες η μια, των
«Ακουσματικών» η «Πυθαγορείων», διατήρησε
και καλλιέργησε το εσωτερικό περιεχόμενο
της διδασκαλίας του, ενώ η άλλη, των
«Μαθηματικών», συγκέντρωσε την προσοχή
της στην επιστημονική του διδαχή.
Οι
συντηρητικοί Ακουσματικοί θεωρούσαν,
όπως δείχνει και το όνομά τους, τα
«ακούσματα» σαν την πεμπτουσία της
διδασκαλίας του ιδρυτή και τα τηρούσαν
με ευλάβεια. Οι «προοδευτικοί» και
επιστημονικά προσανατολισμένοι
«Μαθηματικοί», απέρριψαν το γράμμα
αυτών των κανόνων και προσπάθησαν να
τους αποδώσουν σημασία αλληγορική και
ηθική, προσπάθεια «εξευγενιστική» που
συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.
Η
αρχαιότερη αξιόπιστη μαρτυρία για τα
«ακούσματα» ανάγεται στον Αναξίμανδρο
τον Μιλήσιο, που έγραψε «Συμβόλων
Πυθαγορείων εξήγησιν». Αυτό δείχνει
πως η παράδοση σχετικά με αυτά ήταν
Προ-Πλατωνική και ακόμα, πως εφόσον
χρειάζονταν ήδη ερμηνεία στον 4ο π.Χ.
αιώνα, πρέπει να ήταν παλαιότερα και
ίσως να ανήκουν στην προκλασσική ή την
αρχαϊκή εποχή. Μια συλλογή ακουσμάτων,
αποδινόμενη στον Αριστοτέλη, έχει
διασωθεί από τον Ιάμβλιχο, που διαιρεί
τα ακούσματα αυτά σε τρεις ομάδες που
δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματα: «τι
έστιν», «τι μάλιστα» και «τι πρακτέον».
Ο
Ιάμβλιχος ακολουθεί τους Ακουσματικούς,
υποστηρίζοντας πως τα «ακούσματα»
πρέπει να τηρούνται άμεσα και κατά
γράμμα. Η άλλη τάση ερμηνείας, η έμμεση,
ακολούθησε δύο κατευθύνσεις, την
αλληγορική και την ιστορική. Σύμφωνα
με την πρώτη, τα «ακούσματα» δεν είναι
παρά «αινίγματα», που ζητούν τη λύση
τους: «...Ώστε... αυτόθεν έχειν φως και
χαρακτήρα τοις συνήθεσι το φραζόμενον,
τυφλόν και άσημον είναι τοις απείροις...».
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Αριστοτέλης
έδειξε ένα διαφορετικό δρόμο, ένα δρόμο
ιστορικής, πιο πολύ, ερμηνείας. Κατέδειξε
τις ομοιότητες των «ακουσμάτων» με
λαϊκές δοξασίες πρωτόγονων λαών, που
διατηρούν την πρακτική των προγόνων
τους. «...Καθάπερ έτι και νυν οι βάρβαροι»,
λέγει ο Ιάμβλιχος.
Ο
Αλέξανδρος Πολυΐστωρ, εξ άλλου, προσθέτει
το σημαντικό σχόλιο, πως οι Πυθαγορικοί
κανόνες αποχής ανταποκρίνονται στους
κανόνες των τυπικών μύησης στους ναούς.
Μαζί με το νέο τύπο ερμηνείας εμφανίζεται
και μια αλλαγή στην ορολογία. Η λ.
«άκουσμα», που μαζί της πηγαίνουν οι
όροι «ομακοείον» και «ομάκοοι»,
χρησιμοποιείται ως μοναδικός όρος για
τους Πυθαγορείους κανόνες μόνο στη
μονογραφία του Αριστοτέλους, ενώ έξω
από την Αριστοτελική παράδοση επικρατεί
η λ. «σύμβολο», που έχει την έννοια της
συμβολικής σημασίας. Στην πραγματικότητα
όμως, τα «σύμβολα» είναι αρχαιότερα από
οποιαδήποτε προσπάθεια «εξήγησης» και
πρέπει να αναχθούν στη σφαίρα των
μυστηριακών θρησκειών, όπου τα σύμβολα
αποτελούν «συνθήματα», «λέξεις διέλευσης»
δηλαδή των μυημένων. Στη χρησιμοποίηση
«συμβόλων» ως «συνθημάτων» από τους
Πυθαγορείους αναφέρεται ο Αριστόξενος:
«[Πυθαγόρας] ει τινα πύθοιτο των συμβόλων
αυτού κενοινωνηκότα ευθύς τε προσηταιρίζετο
και φίλου κατασκευάζειν». Κάθε είδος
κοινότητας, που τα μέλη της συνδέονται
με ένα κοινό «τυπικό», έχει την εσωτερική
της διδασκαλία, είτε για θρησκευτική ή
πολιτική εταιρεία πρόκειται, είτε για
συντεχνία, όπως ήταν η συντεχνία των
Ασκληπιάδων γιατρών. Το τελετικό τους
ερμηνεύεται πάντοτε με ένα «ιερό λόγο»,
ιερό με την έννοια του «ουχ όσιον λέγειν»,
του «απορρήτου» και για την αναγνώριση
των μελών μεταξύ τους χρησιμοποιούν
«συνθήματα». Αυτό ίσχυσε και στην
περίπτωση του Πυθαγορείου ομακοείου,
που είχε «απόρρητα», που δεν έπρεπε να
αποκαλυφθούν στους αμύητους: «Μη είναι
προς πάντας πάντα ρητά».
Στη
σύγχρονη εποχή, το βασικό υλικό των
«ακουσμάτων» συλλέχθηκε από τον Diels, η
ερμηνεία, όμως, της πραγματικής φύσης
τους επιχειρήθηκε για πρώτη φορά από
τον Boehm. Ο Boehm τα ταξινόμησε σύμφωνα με
το περιεχόμενό τους, αναζήτησε την
εμφάνισή τους στον ελληνικό και άλλους
πολιτισμικούς περίγυρους και επιχείρησε
την ερμηνεία τους με βάση τα ανθρωπολογικά
δεδομένα της εποχής του και ειδικότερα
τις απόψεις του Frazer. Η πιο βαρύνουσα
όμως και πιο πρόσφατη κριτική έχει γίνει
από τον Nilsson, ενώ μια ανθρωπολογική
ανάλυση του θέματος έκανε και ο δικός
μας Πηνιάτογλου. Οι εργασίες έδειξαν
το δρόμο για την κατανόηση των «ακουσμάτων»
ως φαινομένων πολιτισμικών, που μόνο
συμπτωματικά ήταν Πυθαγόρεια. Τον
πρωτόγονο, μαζικό χαρακτήρα τους τονίζει
και ο Guthrie, καθώς και ο Burkert.
Τα
«ακούσματα» ή «σύμβολα» δεν εικονίζουν
παρά κατακράτηση αρχαϊκού υλικού και
αποτελούν επιβίωση αρχαίων συνηθειών
ή προλήψεων, που πολλές απ' αυτές έχουν
μια παγκόσμια διάδοση. Είναι πολύ
παλαιότερα από τον Πυθαγορισμό και
παράλληλά τους ανευρίσκονται όχι μόνο
σε πρωτόγονες κοινωνίες, αλλά και στον
Όμηρο, τον Ησίοδο και τα Δελφικά θέσφατα.
Ο τύπος αυτός των επιτακτικά επιβαλλομένων
εντολών και απαγορεύσεων, που δεν
αποσκοπούν στο να ερμηνευθούν, αλλά να
τηρηθούν, είναι πρωτόγονος και ανάγεται
σ' αυτές τούτες τις ρίζες του θρησκευτικού
τελετουργικού τυπικού (ritual). Σ' αυτό που
κάποιος κάνει ή δεν κάνει, σ' αυτή την
«άσκηση» που ρυθμίζει κάθε εκδήλωση
της ζωής, εκδηλώνεται η ταυτότητα της
ομάδας, η συμμετοχή των μελών και ο
αποκλεισμός των ξένων. Έτσι, αναπόφευκτο
είναι το συμπέρασμα, πως τα «σύμβολα»
που υιοθετήθηκαν και συστηματοποιήθηκαν
από τον Πυθαγόρα, ήταν αυτά που ταίριαζαν
στη δική του κοσμοθεωρία και στον τρόπο
ζωής που αυτός επέλεξε και επέβαλλε
στους μαθητές του.
Τα
Πυθαγόρεια ταμπού σχετίζονται στενά
με τα τελετουργικά τυπικά, είτε προέρχονται
από αυτά, είτε έχουν θεσμοθετηθεί σαν
αντίδραση προς σ' αυτά. Έτσι, οι Πυθαγορικοί
κανόνες διαιτητικής αποχής, αρχικά και
για μακρό χρονικό διάστημα αποσκοπούσαν,
φαίνεται, μόνο στην προπαρασκευή για
το «ιερό γεύμα». Αυτό καταφαίνεται και
από το γεγονός, πως στα μυστήρια της
Δήμητρας και του Διονύσου τα πιο σημαντικά
ζώα θυσίας ήταν ακριβώς αυτά που, κατά
τον Αριστόξενο, προτιμούσε ο Πυθαγόρας:
«αλέκτορες», «έριφοι γαλαθήνοι» και
«αμνοί». Έτσι, η ωμοφαγία και η φυτοφαγία,
αν και φαίνονται διαφορετικές είναι
συμπληρωματικές – αποτέλεσμα του ίδιου
τυπικού.
Ο
Πυθαγορισμός, παρατηρεί ο Burkert, περιέχει
ένα ισχυρό μαγικό στοιχείο, που μερικές
φορές είναι δύσκολο να συμφιλιωθεί με
το διανοητικό του βάθος. Οι Έλληνες
διανοητές, που εργάσθηκαν στο μεταίχμιο
φιλοσοφίας και θρησκείας, βάσισαν
συνειδητά τη σκέψη τους πάνω σε ένα
υλικό παλαιών παραδοσιακών ιδεών, που
συχνά είχαν μια πρωτόγονη, ακατέργαστη
υφή και μεταβαλλόμενη, συχνά, σημασία.
Έτσι, στάθηκαν ικανοί να οικοδομήσουν
μερικές από τις πιο βαθυστόχαστες και
με πλατειά και διάρκειας επίδραση
διανοητικές αντανακλάσεις της ανθρώπινης
ζωής και της ανθρώπινης μοίρας.
Γενικά,
τα Πυθαγορικά «σύμβολα» ή «ακούσματα»
που διασώθηκαν ως τις μέρες μας από
διάφορους συγγραφείς, δεν ανήκουν στον
ίδιο τύπο κανόνων, αλλά μπορούν να
διακριθούν σε τρεις κατηγορίες:
1)
Μερικά είναι άμεσα ηθικά παραγγέλματα
ή αποτελούν αλληγορίες ή γρίφους, που
απηχούν τις θρησκευτικές, ηθικές ή
πολιτικές ιδέες των Πυθαγορείων: «Μη
λέγειν άνευ φωτός». «Γαμψώνυχον μηδέν
παράτρεφε». «Οδόντας μη καταγνύει»
κ.λπ.
2)
Άλλα «σύμβολα» αποτελούν θετικά μαγικά
παραγγέλματα (μαγγανείες): «Άμα βροντήση
της γης άψασθαι». «Σπεύδειν τοις θεοίς
κοντά το ους των εκπτωμάτων» κ.λπ.
3)
Τα περισσότερα, όμως, Πυθαγόρεια «σύμβολα»
δεν είναι, όπως προαναφέρθηκε, παρά
επιβιώσεις αρχαϊκών ταμπού, που
αντικατοπτρίζουν την αρχέγονη νοητικότητα
του ανθρώπου. Τα ταμπού, που σε κάποια
αρχαϊκή περίοδο της εξέλιξης της
ανθρωπότητας είχαν, κατά τον Frazer,
επικρατήσει σε όλη τη γη, πρέπει να
ενταχθούν μέσα στα πλαίσια της αρνητικής
μαγείας. Δεν αποσκοπούν, δηλαδή, στην
επίτευξη θετικού όφελους, αλλά στην
αποτροπή επαπειλούμενου κακού και μια
τέτοια σκοπιμότητα απηχούν και τα
Πυθαγόρεια «σύμβολα».
Η
αρχή τους ανάγεται στη συμπαθητική
μαγεία, που δέχεται την ύπαρξη μιας
στενής, σχεδόν φυσικής, σχέσης ανάμεσα
σε πράγματα και καταστάσεις, που για τη
λογική σκέψη δεν έχουν καμμιά τέτοια
σχέση. Χαρακτηρίζει την τοτεμική οργάνωση
της κοινωνίας, όπου η φυλή (το clan)
συνειδητοποιεί μια συγγένεια, ακόμα
και μια ταυτότητα, ανάμεσα σ' αυτή και
το τοτεμικό ζώο – σχέση που την επεκτείνει.
Ανάλογα
με τη φύση τους, τα Πυθαγορικά ταμπού
μπορούν να διακριθούν στις παρακάτω
μεγάλες κατηγορίες, κατά Πηνιάτογλου:
α.
Ταμπού ομοιοπαθητικής ή μιμητικής
μαγείας: «Από ολοκλήρου άρτου μη εσθίην»
(αποφυγή θραύσης, που επιδρώντας μιμητικά
θα μπορούσε, σύμφωνα με την προλογική
σκέψη, να προκαλέσει ευνουχισμό). «Άρτον
μη καταγνύειν» (η ίδια σημασία). «Μη
φορείν στενόν δακτύλιον» (με ομοιοπαθητική
δράση το δακτυλίδι καθηλώνει την ενέργεια
του ατόμου και παρεμποδίζει την ελεύθερη
βουλητική δράση του). «Θύειν χρη
ανυπόδητον» (για να επιτευχθεί άμεση
επαφή μετις χθόνιες δυνάμεις, πράγμα
άλλωστε που επεδίωκαν και οι «ανιπτόποδες
και χαμαιεύναι» Σελλοί). «Ζυγόν μη
υπερβαίνειν» (η υπέρβαση θα επηρέαζε
μιμητικά) κ.α.
β.
Ταμπού μεταδοτικής μαγείας ή επαφής:
«Τας τε λεωφόρους μη βαδίζειν» (αποφυγή
μίανσης από επαφήμε μιαρή τοποθεσία).
«Αλεκτρυόνος μη άπτεσθαι λευκού»
(αποφυγή μίανσης από επαφή με κάθαρμα).
«Ομωροφίους χελιδόνας μη τρέφειν» (η
ίδια σημασία). Ταμπού επαφής είναι κατ'
εξοχήν και τα γνωστά «σύμβολα». «Τα
στρώματα αεί συνδεδεμένα έχειν»,
«Αποχωρίσμασι και κουραίς μη εφίστασθαι»
και «Χύτρας ίχνος συγχείν εν τη τέφρα».
Ανάμεσα στον άνθρωπο και στην εικόνα
του υπάρχει ένας άρρηκτος δεσμός. Ο
δεσμός αυτός υφίσταται ακόμα και ανάμεσα
στον άνθρωπο και στα ίχνη του σώματός
του στο κρεββάτι, σε κάθε τι που υπήρξε
κάποτε μέρος του (όπως στα κομμένα μαλλιά
ή νύχια) ή ακόμα και στα κατάλοιπα του
φαγητού του. Οι «προεκτάσεις» του αυτές
δεν πρέπει να αφήνονται εκτεθειμένες,
γιατί αν πέσουν στα χέρια των εχθρών
του, αυτοί θα μπορούσαν να του προκαλέσουν
κακό, χρησιμοποιώντας τες για πράξεις
μεταδοτικής μαγείας.
γ.
Ταμπού μεικτής φύσης (ομοιοπαθητικής
και μεταδοτικής, σύγχρονα, μαγείας):
«Οξεία μάχαιραν απστρέφειν». «Πυρ
μαχαίρα μη σκαλεύειν». «Στέφανον μη
τίλλειν». «Πεσόντα μη αναιρείσθαι».
«Αποδημών της οικίας μη επιστρέφου»
κ.α.
δ.
Ταμπού διαιτητικά. Ένας περιορισμένος
αριθμός Πυθαγορείων ακουσμάτων μπορεί
να θεωρηθούν σαν διαιτητικά ταμπού και
να αποδοθούν, είτε στην Πυθαγόρεια
δοξασία για τη συγγένεια όλων των εμψύχων
– αναφορά στην οποία θα γίνει διεξοδικά
πιο κάτω –, είτε σε απηχήσεις τοτεμικών
απαγορεύσεων: «Μη μόνον των εμψύχων
απέχεσθαι». «Μη εσθίην όσα μη θέμις».
«Μη καρδίαν εσθίειν». «Απέχεσθαι κυάμων»
κ.α. Δεν πρέπει, όμως να γίνουν δεκτά
χωρίς καμμιά αμφισβήτηση τα διαιτητικά
ταμπού των Πυθαγορείων. Κι αυτό γιατί,
καθώς ο Αριστόξενος υποδείχνει, οι
αρχικοί Πυθαγόρειοι δνε γνώριζαν τίποτα
σχετικά με τη βρώση κρέατος ή κουκιών.
Πάντως ενώ η βρώση κρέατος ήταν αυστηρά
απαγορευμένη – τουλάχιστον μεταξύ των
νεότερων γενεών Πυθαγορείων –, στη
διάρκεια ορισμένων εορτών το τελετουργικό
τυπικό επέβαλε τη βρώση κρέατος. Αυτό
θα πρέπει να συσχετισθεί με το τοτεμικό
δείπνο, απ' το οποίο προήλθε ο οικονομικός
θεσμός της θυσίας με μετάληψη και που
στη διάρκειά του το απαγορευμένο κρέας
του τοτεμικού ζώου τρώγεται υποχρεωτικά
από όλα τα μέλη της τοτεμικής ομάδας.
ε.
Ταμπού γύρω από το όνομα του Πυθαγόρα.
Καθώς πολύ ορθά παρατηρεί ο Πηνιάτογλου,
το περίφημο «Αυτός έφα», με το οποίο
επιλύνονταν οι διαφορές, που αναφύονταν
ανάμεσα στις διάφορες τάσεις της
κοινότητας, αποτελεί απλή επιβίωση
αρχαιότατου ταμπού που αφορά στο όνομα.
Οι μαθητές δεν πρόφεραν το όνομα του
Διδασκάλου («άφατον όνομα») και έλεγαν
«Αυτός έφα», αντί «Πυθαγόρας έφα»,
ακολουθώντας την επικρατούσα στους
πρωτόγονους δοξασία, πως το όνομα
αποτελεί θεμελιώδες και αναπόσπαστο
συστατικό της προσωπικότητας και γι'
αυτό πρέπει να προστατεύεται από τους
εχθρούς που απειλούν τον φορέα του.
ΚΩΣΤΗΣ
ΜΠΑΛΛΑΣ
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ
ΚΑΙ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΙ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ 2001