.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Ο ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ – ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ] – JOHN MILTON


...Άλλη μερίς δυνάμεων, σε μοίρες και σε σμήνη
στεριοσυμπυκνωμένα, γενναίως αποδύονται
σε περιπέτεια τολμηρή, κόσμο να εξερευνήσουν
φαρδύ-πλατύ και θλιβερό, μήπως τυχόν το κλίμα
κατοικήση ανετώτερη μπορεί να προσπορίσει.
Κλίνουν λοιπόν στα τέσσερα την αεροπορεία
στις όχθες κατά μήκος των τέσσαρων της Κόλασης
ρεμμάτων, που εκβάλλουν το μισητό φορτίο τους
στη φλογισμένη λίμνη: το πρώτο Στύξ η στυγερή,
θανάσιμο που πλημμυρίζει μίσος, το ποτάμι.
Δεύτερο, ο γοερός της λύπης, μαύρος και βαθύς.
Αχέρων το ποτάμι. Ο Κωκυτός ο ποταμός
με τ' όνομα των θρήνων, των ηχηρών των κοπετών,
που σέρνοντας το ρεύμα του ακούγονται ολούθε,
τρίτος. Και τέταρτος, δριμύς Πυριφλεγέθων, διότι
σα χείμαρρος κατάφλεκτα ξεσπά τα κύματά του,
το πυρ του με μανία. Μακρυά απ' αυτά αργοκυλά
ήσυχο ποταμάκι. Λήθη που ονομάζεται,
της λησμονιάς το ρεύμα, υδάτινο λαβύρινθο
που σέρνει κι όποιος πίει, την πρότερη κατάσταση
του είναι και του βίου του ταχιά απολησμονάει,
μαζί και θλίψη και χαρά, πόθο και πόνο αντάμα.
Μια παγωμένη ήπειρος εκτείνεται πιο πέρα
από την ακροποταμιά, αγρία και ζοφώδης.
Ανεμοδίνες την χτυπάν ολοένα και χαλάζι
με καταιγίδες διηνεκείς την πλήττουν την ρημάζουν -
χαλάζι, που σε στέρεα γη ουδέποτε θα λειώνει,
αλλά σωρεύεται ψηλά και μοιάζει με ερείπια
αρχαϊκά, με πατωσιές τριγύρω στοιβαγμένα.
Πάγος όλα τα υπόλοιπα, βαθειά στρωμένο χιόνι,
ένας σαν Σερβωνίτιδα βαθύκολπος βαλτώδης
στη Δαμιέττη ανάμεσα και το Κάσιον όρος,
όπου ολόκληροι στρατοί βυθίστηκαν πνιγήκαν.
Ο παγωμένος άνεμος φλέγεται, καψαλίζει -
είναι το κρύο δριμύτατο σαν της φωτιάς την άψα.
Εκείθε καταφθάνουνε όλοι οι καταραμένοι,
σε χρονικά διαστήματα και χρονοπεριόδους,
από Ερινύες συρόμενοι με γαμψά ποδονύχια
και δοκιμάζουν σε σειρά των δυό δριμέων άκρων
την πικροτάτη εναλλαγή και τόσο πιο δριμεία,
όσο πιο αποτόμως τα δύο μεταβάλλονται.
Κοίτες μαινόμενης φωτιάς και μούδιασμα στον πάγο
την απαλή θερμότητα του αιθερικού τους είναι
σκληρά τη δοκιμάζουν. Εκεί και αργολειώνουνε
καθηλωμένοι, ακίνητοι, τριγύρω παγωμένοι
σε χρονικά διαστήματα. Μετά γοργά στη λάβρα!
Μπρος-πίσω διαπορθμεύονται στης Λήθης τις ανάβρες
κι η λύπη τους αυξάνεται, εύχονται και πασχίζουν
το ρεύμα της το θελκτικό να φτάσουν ως διαβαίνουν,
να πιουν μια στάλα, να χαθούν οι πόνοι κι οι οδύνες
μεσ' στη γλυκειά τη λησμονιά, μονοστιγμής κι αχ! κρίμα,
τόσο κοντά στις όχθες. Η Μοίρα αντιστέκεται,
εντούτοις, την προσπάθεια για να παρεμποδίσει,
βάνει φρουρό τη Μέδουσα με τη Γοργόνεια φρίκη,
προς το ρηχό το έμπα μπρος και το νερό ξερνάει
από μόνο του κάθε γεύση ουσίας ζωτικής,
όπως παλιά το ξέκοβε στου Τάνταλου τα χείλη.
Έτσι περιπλανώμενα, χαμένα, συγχισμένα
τα σμήνη τ' ανιχνευτικά, χλωμά και φρικιασμένα,
με ρίγη τουρτουρίζοντας, μάτια αποσβολωμένα,
κάναν πρώτη κατόπτευση και άνεση δεν βρήκαν
σε κλήρο αξιοθρήνητο πούχαν κληρονομήσει.
Πήγαιναν κι όλοι διάβαιναν, πότε φρικτή κοιλάδα
και ζοφερή, πότε κλαυθμών πεδίο και πετούσαν
πάνω από παγόβουνα και άλλοτε ηφαίστεια,
βράχια, σπηλιές, λίμνες, όρνιων φωλιές, έλη, τέλματα,
βάλτους, λασπότοπους, άντρα θηρών, θανάτου σκιές -
θανατερό ένα σύμπαν, που καταράστηκε ο Θεός,
λες και το δημιούργησε για το κακό το ίδιο,
το ενυπόστατο κακό – 'κει που η ζωή πεθαίνει,
που ο θάνατος διαβιεί και η Φύση εγεννοβόλα
διεστραμμένα εκτρώματα, πράγματα τερατώδη,
υπερμεγέθη φάσματα, βδελύγματα ογκώδη,
ανέκφραστα, χειρότερα απ' ό,τι μύθοι πλάσαν
ή ο φόβος εσκαρφίσθη: Γοργόνες, Ύδρες, Χίμαιρες.
Στο μεταξύ ο Σατανάς – Θεού και του ανθρώπου
ο αντικείμενος εχθρός – με πυρετώδεις σκέψεις
επακριβούς σχεδιασμού, νάτον, γοργές φτερούγες
κινά, σιμά της Κόλασης, τις πύλες, διερευνά,
την πτήση τη μοναχική που έχει αναλάβει.
Πότε ανιχνεύει τη δεξιά και πότε τη ζερβή νε
ακτή. Πότε ξυριστά μ' ίσιο φτερό τα βαθουλά.
Πότε υπερίπταται, τη φλογισμένη οροφή
την πυργωμένη υψηλά εγγίζει. Σάμπως μακριά
στα πέλαγα ξεκρίνεις στόλο αρμενίζοντα – θαρρείς
και κρέμεται απ' τα σύννεφα, που άνεμοι τον φέρνουν
του ισημερινού και Βεγγάλη παραπλέει
ή τας Μολούκας νήσους, την Τερνάτε, την Τιντόρε,
όπου τα καρυκεύματα εμπόροι μεταφέρουν
και που τα εμπορεύονται στη ρότα τους διαμέσου
του Ινδικού Ωκεανού, μέχρι το Ακρωτήρι
της Καλής ως λένε Ελπίδος και πλώρη βάζουν νύκτωρ
κατά τον Νότιο πόλο – έτσι φαντάζει από μακριά
ο υψιπέτης Δαίμων. Εντέλει, εμφανίζονται
τα σύνορα της Κόλασης, ψηλάθε τανυσμένα
προς τη φρικτή την οροφή, και τρεις φορές τριπλάσιες
της Κόλασης οι πύλες. Οι πρώτες τρεις από χαλκό,
τρεις σιδηρές κι οι άλλες τρεις 'πο γρανιτώδη βράχο,
όλως αδιαπέραστες με πυρ καταναλίσκον
σφηνοειδείς κυκλοτερώς. Προ των πυλών, δωκείθε,
τρομακτικές δυο μορφές αμφίπλευρα καθόνταν.
Η μια γυναίκας όμορφης έμοιαζε ως τη μέση.
Κατέληγε ακάθαρτη, φολιδωτή, ογκώδης,
τεράστια και οφιωτή, όφις αρματωμένος
με θανάσιμο κεντρί. Στη μέση της ολόγυρα
μπουλούκι από σκύλους, της Κόλασης λαγωνικά
αδιάλειπτα γαβγίζαν πλατύστομα σαν Κέρβεροι
θορυβωδώς με κρότο κώδωνος εκκωφαντικού.
Όταν πλαγιάζαν, έρποντας στη μήτρα της γυναίκας
φώλιαζαν κι άμα τίποτα τη λύσσα τους δεν σκούσαν,
γάβγιζαν όμως κι ούρλιαζαν αθώρητα, από μέσα.
Πολλά πιο λίγο μισητή η ερεθισμένη Σκύλλα,
λουόμενη στη θάλασσα, Καλάβρια που χωρίζει
απ' την τραχειά Σικελική ακτή της Τρινακρίας.
Πολλά πιο λίγο άσχημη η μάγισσα του σκότους,
η Εκάτη η κακάσχημη, που σύντας την καλούνε
στα κρύφια με ξόρκια κι απ' την οσμή του αίματος
βρεφών που θυσιάζουν, δελεασμένη έρχεται
καβάλα μέσω αέρος και στο χορό των μαγισσών
της Λαπωνίας χορεύει και με τις μαγγανείες τους,
σ' έκλειψη η σελήνη όσο ανατέλλει, αλλάζει.
Η άλλη μορφή – αν μορφή μπορείς να ονοματίσεις
'κείνο το τέρας, που τίποτε απάνω του, μέλος,
κάποιο άρθρο ή άρθρωση μπορούσες να διακρίνεις -
φάσμα, ειδάλλως, να κληθεί, τι με σκιανό συμμοιάζει,
για τον καθένα χωριστά, άλλος με άλλο μοιάζει:
μαύρο σα νύχτα στέκεται, σε δέκα Ερινύες
αγριωπό, τρομαχτικό σαν Κόλαση, κραδαίνει
ένα μακάβριο βέλος. Και για κεφάλι, νόμιζες,
πως έφερε στη θέση του, δεσποτική κορώνα.
Ο Σατανάς πλησίασε κι έχοντάς τον στο χέρι
το τέρας απ' τη θέση του κινήθη κατ' εκείνου,
με φρικαλέες δρασκελιές γοργά κι από τα ζάλα
τρεμούλιαξε η Κόλαση. Απτόητος ο Δαίμων,
να το θαυμάσει έκαμε παρά 'χε σκιαχτεί το.
Πάρεξ Θεού Πατρός και Υιού, κανέν εκ των πλασμάτων
ν' αξίζει δεν λογάριαζε κι όλως απαξιούσε.
Με βλέμμα περιφρόνησης, πρώτος πήρε τον λόγο:
“Τι είσαι, πούθε έρχεσαι, εκτρώματος φιγούρα,
που τόλμησες – παρ' ό,τι φάσμα φρικτό και θλιβερό,
το μούτρο σου να προβάλλεις το δύσμορφο – τον δρόμο μου
θέλοντας ν' αντικόψεις πιο πέρα, στι πέρα πύλες;
Να τις διαβώ προτίθεμαι, καλά το εννοώ δε,
νάσαι για τούτο βέβαιος και δεν θα σου ζητήσω
την άδεια. Παραμέρισε! ειδάλλως θα εισπράξεις
τα τέλη της βλακείας σου κι απόδειξη θα πάρεις,
να μάθεις να σεμνύνεσαι, ποτέ να μην τα βάζεις
με πνεύματα του Ουρανού, εσύ, Κόλασης θρέμμα.
…............

JOHN MILTON
Ο ΑΠΟΛΕΣΘΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Δ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: