.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) – LEON TOLSTOI




Αργά τη νύχτα γύρισε η σύζυγος. Μπήκε στα δάχτυλα, μα ο Ιβάν Ιλιτς την άκουσε: άνοιξε τα μάτια και τα ξανάκλεισε γρήγορα γρήγορα. Η Πρόσκοβνα Φιόντοροβνα θέλησε να διώξει το Γεράσιμο και να καθήσει η ίδια να κάνει συντροφιά στον άντρα της. Κείνος άνοιξε τα μάτια του και είπε:
-Όχι. Να φύγεις εσύ.
-Πονάς πολύ;
-Λίγο μ’ ενδιαφέρει.
-Να πάρεις όπιο.
Δέχτηκε και ήπιε. Κείνη έφυγε.
Ως τις τρεις βρισκόταν σε μια βασανιστική χαύνωση. Του φαινόταν πως ήθελαν με το ζόρι να τον κλείσουν μέσα σ’ ένα μακρόστενο μαύρο τσουβάλι, και τον σπρώχνουν όλο και πιο βαθιά, και δε μπορούν βαθύτερα. Κι αυτή η τρομερή δουλειά τον κάνει να υποφέρει πολύ. Κι αυτός και φοβάται, και θέλει να κατρακυλήσει εκεί, και παλεύει και βοηθάει. Και ξαφνικά ξεκολλάει και πέφτει, και ανανοήθηκε. Ο ίδιος πάντα Γεράσιμος κάθεται πάνω στο κρεβάτι, στα πόδια, λαγοκοιμάται ήσυχα, υπομονετικά. Μισογερμένος πίσω, βαστάζει στους ώμους του τα κοκκαλιάρικα πόδια με τις κάλτσες τους. Το ίδιο φως με το αμπαζούρ, και ο ίδιος πόνος που δε λέει να σταματήσει ούτε στιγμή.
-Φεύγα, Γεράσιμε, ψιθύρισε.
-Όχι, θα καθήσω ακόμη.
-Όχι, να φύγεις.
Πήρε τα πόδια του, ξάπλωσε με το πλευρό πάνω στο μπράτσο του, και λυπήθηκε τον εαυτό του. Περίμενε να φύγει ο Γεράσιμος και να μπει στο διπλανό δωμάτιο. Και τότε δε μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο – άρχισε να κλαίει σαν παιδί. Έκλαιγε για την ανημποριά του, για τη φοβερή μοναξιά του, για τη σκληρότητα των ανθρώπων, για τη σκληρότητα του Θεού, για την απουσία του Θεού.
«Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί μ’ έφερες εδώ; Γιατί, γιατί με βασανίζεις τόσο φριχτά;…»
Δεν καρτερούσε απάντηση κι έκλαιγε γιατί δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει απάντηση. Ο πόνος δυνάμωσε ξανά, μα κείνος δεν σάλεψε, δε φώναξε – μόνο που μονολογούσε μέσα του: «Χτύπα με, λοιπόν, χτύπα με! Μα για ποιο λόγο; Τι σου έκανα, γιατί;»
Ύστερα ησύχασε, έπαψε όχι μόνο να κλαίει, μα και ν’ αναπνέει κι έγινε όλος αφτιά: σα ν’ αφουγκραζόταν όχι κάποια φωνή που μιλούσε, αλλά τη φωνή της ψυχής, το περπάτημα των σκέψεων που γεννιόντουσαν μέσα του.
-Τι θέλεις; Να μην υποφέρω. Να ζήσω, απάντησε.
Και ξανά προσήλωσε την προσοχή του τόσο εντατικά που ακόμη και ο πόνος του έπαψε να τον ενοχλεί.
-Να ζήσεις; Και πώς να ζήσεις; Ρώτησε η φωνή της ψυχής.
-Ναι, να ζήσω όπως ζούσα πριν. Ωραία, ευχάριστα.
-Πως ζούσες πρωτύτερα ωραία και ευχάριστα; ρώτησε η φωνή. Κι άρχισε ο Ιβάν Ιλιτς να φέρνει στην φαντασία του τις πιο ευχάριστες στιγμές της ζωής του. Μα περίεργο πράγμα, όλες αυτές οι καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής του φαινόντουσαν τώρα τελείως διαφορετικές από τότε. Όλες – εκτός από τις πρώτες παιδικές αναμνήσεις. Τότε, στην παιδική ηλικία, ήταν κάτι το πραγματικά ευχάριστο που μ’ αυτό θα μπορούσε κανείς να ζήσει, αν ξαναγύριζε. Μα κείνος ο άνθρωπος που είχε δοκιμάσει αυτή την ευχαρίστηση δεν υπήρχε πια: όλες οι αναμνήσεις του αφορούσαν κάποιον άλλον, όχι αυτόν.
Πάνω που πλησίαζε η περίοδος που κατάληξε στη σημερινή του κατάσταση όλες οι παλιές χαρές διαλυόντουσαν σαν το χιόνι στον ήλιο για να μεταβληθούν σε κάτι μηδαμινό και συχνά απαίσιο.
Κι όσο πιο μακριά από την παιδική ηλικία, όσο πιο κοντά στο παρόν, τόσο πιο μηδαμινές και αμφίβολες γινόντουσαν οι χαρές – με αρχή τη Σχολή νομικής. Εκεί κάτι ήταν ακόμη πραγματικά όμορφο: εκεί υπήρχε κέφι, εκεί υπήρχε φιλία, εκεί υπήρχε ελπίδα. Μα στις ανώτερες τάξεις ήταν πιο σπάνιες οι ωραίες αυτές στιγμές. Αργότερα, στη διάρκεια της πρώτης υπηρεσίας του κοντά στον διοικητή του κυβερνείου, ξαναφάνηκαν οι ωραίες στιγμές: ήταν οι αναμνήσεις από τον έρωτά του για μια γυναίκα. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν, και οι χαρές λιγόστεψαν ακόμη πιο πολύ. Αργότερα λιγόστεψαν περισσότερο.
Ο γάμος… τόσο αναπάντεχος και απογοητευτικός, το μικροβόλο στόμα της γυναίκας του, και η ηδονή, η προσποίηση! Κι αυτή η θανάσιμη μονοτονία της υπηρεσίας κι αυτές οι σκοτούρες για χρήματα, και τα ίδια ένα χρόνο, και δύο, και δέκα, και είκοσι – κι όλο τα ίδια. Κι όσο πιο κάτω, τόσο πιο λίγη ζωή. «Σα να είχα κατέβει ομαλά τη βουνοπλαγιά νομίζοντας πως ανεβαίνω στο βουνό. Αυτό γινόταν. Για την κοινή γνώμη ανέβαινα στο βουνό, μα παράλληλα έφευγε η ζωή μου κάτω από τα πόδια μου… Και να, ετοιμάσου να πεθάνεις», σκεφτόταν.
Τι σημαίνει αυτό; Για ποιο λόγο; Δεν είναι δυνατό. Δεν μπορεί! – να είναι παράλογη, τόσο απαίσια η ζωή! Μα αν, αλήθεια, είναι τόσο απαίσια και παράλογη η ζωή, τότε γιατί να πεθαίνει και να πεθαίνει υποφέροντας; Κάτι πηγαίνει στραβά εδώ.
«Να μην έζησα, τάχα, έτσι όπως έπρεπε να ζήσω;» του πέρασε ξαφνικά από το νου. «Μα πως μπορεί να έγινε αυτό, αφού όλα τα έκανα όπως πρέπει;» μονολογούσε και βιάστηκε ν’ απορρίψει αυτή τη μοναδική λύση του αινίγματος της ζωής και του θανάτου σαν κάτι τελείως αδύνατο.
«Τι θέλεις τώρα; Να ζήσεις; Πώς να ζήσεις; Να ζήσεις όπως ζεις στο δικαστήριο όπου ο κλητήρας ανακοινώνει: «Το δικαστήριο συνεχίζει!...» Το δικαστήριο συνεχίζει, συνεχίζει το δικαστήριο, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Να το δικαστήριο! Μα εγώ δεν είμαι ένοχος! φώναξε θυμωμένος. Τι σας έκανα; Και σταμάτησε να κλαίει και, γυρίζοντας με το πρόσωπο κατά τον τοίχο, άρχισε να σκέφτεται συνέχεια το ίδιο πράγμα: γιατί, για ποιο λόγο όλη αυτή η αγωνία;
Μα όσο και νάσπαγε το κεφάλι του, απάντηση δεν έβρισκε. Και κάθε φορά που του γεννιόταν η σκέψη, και του γεννιόταν συχνά, πως όλ’ αυτά συμβαίνουν γιατί είχε άσχημα ζήσει, αμέσως θυμόταν πόσο ορθά είχε ζήσει κι έδιωχνε αυτή την παράξενη σκέψη.

***

Πέρασαν ακόμη δύο βδομάδες. Ο Ιβάν Ιλιτς δεν σηκωνόταν από τον καναπέ. Δεν ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι – προτιμούσε τον καναπέ. Μόνος, κατάμονος, με το πρόσωπο γυρισμένο σχεδόν συνέχεια κατά τον τοίχο βασανιζόταν από τους ίδιους αξεδιάλυτους φόβους, και τον τυραννούσαν οι ίδιες, χωρίς διέξοδο σκέψεις. Τι είν’ αυτό; Αλήθεια, είναι ο θάνατος; Και η εσωτερική φωνή του απαντούσε: ναι, αλήθεια. Γιατί αυτό το μαρτύριο; Και η φωνή απαντούσε: έτσι, για τίποτα. Ως εδώ, και πάρα πέρα τίποτα.
Από την αρχή-αρχή της αρρώστιας του, από τη μέρα που ο Ιβάν Ιλίτς πρωτοπήγε στο γιατρό, η ζωή του μοιράστηκε σε δύο αντίθετα ρεύματα, και το ένα αντικαθιστούσε το άλλο, από τη μια μεριά ήταν η απελπισία και η προσμονή του ακατανόητου και τρομερού θανάτου, από την άλλη – η ελπίδα και η στενή παρακολούθηση της λειτουργίας του οργανισμού του. Άλλοτε έβλεπε τα νεφρά του ή την απόφυση που είχαν αρνηθεί να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, κι άλλοτε ήταν μόνο ο ακατανόητος τρομερός θάνατος που απ’ αυτόν δεν ήταν δυνατόν με τίποτα να γλυτώσει.
Αυτά τα δύο ρεύματα από την αρχή της αρρώστιας διαδεχόντουσαν το ένα το άλλο. Μα όσο πιο πολύ προχωρούσε η αρρώστια, τόσο πιο αμφίβολες και φανταστικές γινόντουσαν οι σκέψεις για το νεφρό και τόσο πραγματική η συναίσθηση του επερχόμενου θανάτου.
Και ήταν αρκετό να θυμηθεί τι ήταν πριν τρεις μήνες και τι είναι τώρα. Να θυμηθεί πόσο ομαλά κατέβαινε την πλαγιά – για να πάει περίπατο κάθε πιθανότητα ελπίδας.
Τον τελευταίο καιρό της μοναξιάς όπου βρισκόταν ξαπλωμένος με το πρόσωπο γυρισμένο στον τοίχο, στη μάχη του καναπέ, της μοναξιάς μέσα σε μια πολυάνθρωπη πόλη και σε πολυάριθμους γνωστούς του και μέσα στο σπίτι του, μιας μοναξιάς που πιο μεγάλη δε μπορούσε να υπάρχει πουθενά: ούτε στο βυθό της θάλασσας, ούτε πάνω στη γη – τον τελευταίο λοιπόν καιρό αυτής της φοβερής μοναξιάς, ο Ιβάν Ιλίτς ζούσε μόνο με τη φαντασία του στο παρελθόν. Οι εικόνες από το παρελθόν του ερχόντουσαν στο νου του η μια ύστερα από την άλλη. Άρχιζαν από το πιο κοντινό παρελθόν κι έφταναν ως το πιο μακρινό, ως την παιδική ηλικία, και κει σταματούσαν. Του πρόσφεραν ας πούμε σήμερα να φάει γλυκό δαμάσκηνο, κι αμέσως θυμήθηκε τα δαμάσκηνα της παιδικής του ηλικίας, μαύρα και ζαρωμένα, με μια ιδιαίτερη γεύση – γαλλικά δαμάσκηνα που σας γεμίζουν το στόμα σάλιο μόλις δε μένει παρά το κουκούτσι τους: ε, αυτή η ανάμνηση του έφερνε ένα σωρό αναμνήσεις κείνης της εποχής – την παραμάνα, τον αδερφό, τα παιχνίδια. «Δε χρειάζεται να τα σκέφτομαι αυτά… πονάω πιο πολύ», διαλογιζόταν ο Ιβάν Ιλίτς και ξαναγύριζε στο παρόν. Ένα κουμπί στη ράχη του καναπέ, το μαροκέν ζαρωμένο γύρω από το κουμπί. «Το μαροκέν στοιχίζει ακριβά, και δεν κρατάει πολύ. Ο καυγάς ήταν απ’ αυτό θυμάμαι. Μα το μαροκέν ήταν άλλο, και άλλος ο καυγάς, τότε που σκίσαμε το χαρτοφύλακα του μπαμπά που μας τιμώρησαν, και η μαμά μας έφερε γλυκά». Και ξανά σταμάτησε στην παιδική ηλικία, και ξανά ο Ιβάν Ιλίτς πονούσε, και προσπαθούσε να διώξει την οπτασία και να σκεφτεί άλλα πράγματα.
Κι αμέσως ξανά, παράλληλα με το ρεύμα αυτό των αναμνήσεων, γεννιόταν στην ψυχή του το άλλο ρεύμα – των αναμνήσεων – η αρρώστια του και η επιδείνωσή της. Όσο πιο πίσω, τόσο περισσότερη ζωή. Περισσότερα ήταν και τα καλά στη ζωή, και περισσότερη ήταν και η ίδια η ζωή. Και το ένα και το άλλο συμπίπτανε. «Όπως το μαρτύριο χειροτερεύει συνέχεια, έτσι κι όλη η ζωή πήγε από το κακό στο χειρότερο, σκεφτόταν. Μόνο ένα φωτεινό σημείο εκεί, στο μακρινό παρελθόν, στην αρχή της ζωής, κι ύστερα όλο και πιο πολύ σκοτάδι κι όλο πιο γρήγορα…». Αντιστρόφως ανάλογα, δηλαδή με το τετράγωνο της απόστασης ως το θάνατο», μονολογούσε ο Ιβάν Ιλίτς. Κι αυτή η εικόνα της πέτρας που κατεβαίνει από ψηλά μ’ επιτάχυνση έπεσε πάνω στην ψυχή του. Η ζωή δεν ήταν παρά μια αλυσίδα από αυξανόμενα βάσανα που τεντώνεται, που τρέχει ολοένα και πιο γρήγορα προς το τέρμα, προς τη μοναδική λύση την πιο οδυνηρή. «Τρέχω, πετώ…». Τρανταζόταν, κουνιόταν, ήθελε ν’ αντισταθεί και με μάτια ξανά κουρασμένα από το κοίταγμα, ανίκανα πια να κοιτάζουν κείνο που ήταν μπροστά του, κοίταζε τη ράχη του καναπέ και καρτερούσε – καρτερούσε αυτή την τρομερή πτώση, τη χαριστική βολή και την εξουθένωση. «Είναι αδύνατο ν’ αντισταθώ, έλεγε μέσα του. Μα να μπορούσα τουλάχιστο να καταλάβω γιατί γίνεται αυτό. Μα και τούτο είναι αδύνατο να γίνει. Θα ήταν δυνατό να δώσω μια εξήγηση, αν έλεγα πως έζησα όχι έτσι όπως έπρεπε. Μα ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι δυνατό να το παραδεχτώ», μονολογούσε συνέχεια σαλεύοντας τα χείλη σ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, λες και κάποιος μπορούσε να βλέπει αυτό το χαμόγελο του και να ξεγελαστεί απ’ αυτό. Δεν υπάρχει εξήγηση! Μαρτύριο, θάνατος… Γιατί;»


LEON TOLSTOI
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΒΑΝ ΙΛΙΤΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε. - 1989


Δεν υπάρχουν σχόλια: