Οι
ξένοι παραγνωρίζουσι την γλώσσαν μας
μεγάλως. Την χωρίζουσιν, ούτως ειπείν,
από την αρχαίαν Ελληνικήν. Αρνούνται ή
αγνοούσι την παράδοσιν της ενότητάς
της. Δεν παραδέχονται την προφοράν μας.
Είναι
όθεν ευχάριστον διαπρεπής ξένος φιλόλογος
ως ο καθηγητής Βλάκη, ανήρ ευρωπαϊκής
φήμης, να λαμβάνη εν χερσί την υπεράσπισιν
της γλώσσης μας, και να δεικνύη αυτήν
εις τους ξένους ως αληθώς έχει και όχι
ως την φαντάζονται.
Η
προσωπικότης του Ιωάννου Στίουαρτ
Βλάκη, του περιφανούς Σκώτου φιλολόγου,
είναι τόσον γνωστή, ώστε δεν είναι ανάγκη
διά μακρών να τον συστήσω εις τον
αναγνώστην. Εγεννήθη εν Γλασκώβη της
Σκωτίας και νεόθεν έδειξε μεγαλοφυΐαν
περί τα φιλολογικά. Διέτριψεν εν πολλαίς
ηπειρωτικαίς χώραις. Εις Ελλάδα ήλθε
το 1853. Εξέμαθε κατά βάθος την Νεοελληνικήν
και συνέγραψε περί αυτής. Είναι είς των
κρατίστων ελληνιστών της συγχρόνου
Αγγλίας. Τω 1852 διωρίσθη καθηγητής της
Ελληνικής εν τω Πανεπιστημίω του
Εδιμβούργου. Εξέδωκε πολλά συγγράμματα
περί της αρχαίας ελληνικής γλώσσης.
Περί των άλλων του σπουδαιοτάτων έργων
(οία η μετάφρασις του Φάουστ, αι περί
ανατροφής πραγματείαι του) δεν θέλω
γράψη, όντων εκτός του προκειμένου.
Λαβών
αφορμήν εκ της μεταφράσεως του «Αμλέτου»,
υπό του λογίου Κερκυραίου κ. Πολυλά, ο
καθηγητής Βλάκη εδημοσίευσε κατ' αυτάς
εν τω αγγλικώ περιοδικώ «19ος Αιών»
άρθρον περί της μεταφράσεως ταύτης και
της νεοελληνικής γλώσσης. Εκ των
παρατηρήσεών του επί της γλώσσης μας
θα παραθέσω ολίγας ενταύθα.
Κατά
τον κ. Βλάκη ο Ελληνισμός ουδέποτε υπέστη
τας ισχυράς εκείνας ξενικάς επιρροάς
αίτινες σχηματίζουσι νέας γλώσσας. Οι
τέσσαρες αιώνες ούς το ελληνικόν έθνος
διετέλεσεν υπό ξενικόν ζυγόν ήτο μικρόν
διάστημα χρόνου διά τον σχηματισμόν
μιας γλώσσης. Η Νορμαννική κατάκτησις
της Αγγλίας έλαβεν οκτώ αιώνας διά να
μορφώση την μεταγενεστέραν αγγλικήν
γλώσσαν. Οι δε Νορμαννοί με όλας τας
καταπιέσεις των «έφεραν μετ' αυτών
στοιχεία κοινωνικής υπεροχής άτινα...
επί τέλους αντεκατέστησαν την εγχώριον
σαξωνικήν διάλεκτον του αγγλικού λαού
διά νέας γλώσσης... Εν Ελλάδι εγένετο το
εναντίον. Υπό την έποψιν αναπτύξεως ή
πολιτισμού η εν Κωνσταντινουπόλει
Τουρκική κυβέρνησις ουδέν στοιχείον
είχε κοινωνικής υπεροχής δυνάμενον να
αντιπράξη προς το μίσος όπερ φυσικώς
εμπνέει ξένη διοίκησις και εξ άλλου η
ταυτότης θρησκευτικού φρονήματος ήτις
υπό την δικαιοδοσίαν της Ρώμης, συνέτεινεν
εις την μίξιν του Σαξωνικού και Νορμαννικού
στοιχείου εν Αγγλία, έλλειπεν ολοτελώς
εν Ελλάδι. Απέχθεια ζωηροτάτη, έμφυτος
εις τε τον Μωαμεθανισμόν και τον
Χριστιανισμόν, κατέστησεν αδύνατον την
συγχώνευσιν μεταξύ κατακτητών και
κατακτηθέντων». Περί της Ενετικής
κυριαρχίας επί διαφόρων ελληνικών χωρών
ο κ. Βλάκη λέγει ότι ήτο «πάρα πολύ
μερική, και πάρα πολύ μακρυνή», ώστε να
δυνηθή να επενεργήση επί της γλώσσης.
Ο
καθηγητής μετά ταύτα λαμβάνει εν χωρίον
μεταγενεστέρου Ελλ. συγγράμματος και
εξετάζει αυτό. Το χωρίον είναι από
μετάφρασιν της Χαλιμάς εκδοθείσαν εν
Ενετία τω 1792. Το είδος της γλώσσης έχει
ως εξής· «Ευρίσκετο εις τα μέρη της
Περσίας ένας πλούσιος πραγματευτής.
Και είχε τούτο το προτέρημα να καταλαμβάνη
ταις γλώσσαις και την ομιλίαν των ζώων.
Μίαν ημέραν περιδιαβάζωντας... Ήσαν
δεμένα εις ένα παχνί ένας γάϊδαρος και
ένα βόϊδι κ.λπ. κ.λπ.».
«Ας
διατρέξωμεν τας γραμμάς ταύτας» λέγει
ο κ. Βλάκη «και ας παρατηρήσωμεν κατά
πόσον η δημώδης αύτη Ελληνική της 18ης
εκατονταετηρίδος διαφέρει από την
Αττικήν του Ξενοφώντος· διότι αναμφιβόλως
είναι ελληνική κατά πάντα, και ουχί νέα
γλώσσα έχουσα την αυτήν σχέσιν προς την
αρχαίαν Ελληνικήν οίαν η Ιταλική προς
την Λατινικήν. Γάϊδαρος αντί όνος, και
σπίτι αντί οίκος, από το Λατινικόν
hospitium, είναι αι μόναι δύο
καθαρώς μη κλασσικαί λέξεις εν τω όλω
παραγράφω... Βόϊδι μας διδάσκει δύο
πράγματα· πρώτον, ότι εν τη μεταγενεστέρα
Ελληνική, ως εν τη Ιταλική, υπάρχει ροπή
εις το να σφετερίζεται το υποκοριστικόν
την θέσιν του απλού ονόματος, και
δεύτερον, ότι η τελευταία συλλαβή, μη
τονιζομένη εν ταις τοιαύταις λέξεσι,
παραλείπεται, ως παιδί διά παιδίον, και
χωράφι διά χωράφιον, κ.λπ. Η δευτέρα
λέξις εκ της περικοπής μας, εις, δεικνύει
κυριώτατον ιδιωτισμόν της ομιλουμένης
Ελληνικής, ό εστί την έλλειψιν της
δοτικής πτώσεως και την αντικατάστασιν
του εν διά του εις εν πάση περιπτώσει
εν ή διαμονή εν μέρει τινί εμφαίνεται.
Η κατάχρησις αύτη ευρίσκεται και παρά
τοις Σκώτοις... Ο ιδιασμός ένας αντί είς
δεν είναι κατά πάσαν πιθανότητα τόσον
νεωτερισμός όσον είναι η αρχαία Δωρική
αρσενική κατάληξις των ονομάτων εις
...ας, ήτις φαίνεται ήτο τόσο οικεία εις
το ους του λαού ώστε συνήθως ευρίσκωμεν
πατέρας αντί πατήρ, βασιλέας αντί
βασιλεύς και περαιτέρω εν τη περικοπή
μας μετοχάς εν αις η κλασσική πληθυντική
αιτιατική σχηματίζει την αρσενικήν
ενικήν ονομαστικήν διά της καταλήξεως
...ας. Το οποίος διά το ος είναι ιταλισμός,
il quale. Εφύλαγε εκ του φυλάγω
είναι φυσική αλλαγή του φυλάσσω το γ εν
ταις τοιαύταις λέξεσιν είναι ριζικόν,
ενώ το σσ περιορίζεται εις τον ενεστώτα
και τον παρατατικόν. Το να καταλαμβάνη
είναι επιμονώτατα χαρακτηριστικόν της
μεταγενεστέρας ελληνικής συντάξεως,
του οποίου έχωμεν παραδείγματα εν τη
Καινή Διαθήκη, Ματθ. Ε' 29, και εν τοις
Βυζαντινοίς ιστορικοίς. Προέρχεται εκ
της απώλειας του απαρεμφάτου ού η φυσική
αναπλήρωσις είναι η υποτακτική με το
ίνα, όπερ συγκόπτεται εις να... Και ουκ...
χάζω είναι κοινή Ρωμαϊκή (Romaic)
«λέξις, ενεργητική μορφή του κλασσικού
χάζομαι». Το «χάζω» αυτό του καθηγητού
είναι το τόσον σύνηθες μας «χάνω». Περί
αυτού παρατηρεί ότι μετεβλήθη η έννοια
του ως μετεβλήθη επίσης η έννοια του
ρήματος «κάμνω» όπερ ήτο ουδέτερον παρά
τοις αρχαίοις. Ο καθηγητής σημειοί ότι
εν διαφόροις περιστάσεσιν «εκείνο το
οποίον φαίνεται μεταγενέστερα παραφθορά
είναι απλώς ποικιλία τις της κοινής
ελληνικής διαλέκτου, αρχαία όσον ο
Όμηρος. Δεμένα είναι παράδειγμα της
παραλείψεως του περιττού αναδιπλασιασμού
του παρακειμένου της μετοχής... Παχνί
είναι ή παραφθορά του υποκοριστικού
φάτνιον ή νεώτερος σχηματισμός εκ του
πήγνυμι. Εν τω ομιλούν... ευρίσκομεν
μαλακόν σχηματισμόν του αρχαίου Δωρικού
τρίτου πληθυντικού προσώπου εις ...οντί,
όστις εν τη μεταγενέστερα ελληνική
εξώρισεν ολοτελώς τον Αττικόν ...ουσι.
Εν τω ρήματι καλοτυχίζω συναντώμεν
ορθόν νέον σχηματισμόν όστις υπό πάσαν
έποψιν είναι άξιος να κληθή επέκτασις
και πλουτισμός της γλώσσης, ουχί
παραφθορά. Τοιούτου είδους νέα ρήματα
είναι πολύ κοινά εν τη μεταγενέστερα
Ελληνική. Εκτός του ...ίζω, αι καταλήξεις
...όνω, και ...αίνω συνειθίζονται. Το όπου
είναι αλλόκοτος κατάχρησις επιρρηματικού
αντί αναφορικού σχηματισμού. Εν τω
ενεστώτι στέκω (το στήκω της Καινής
Διαθήκης) έχωμεν νέαν μορφήν της παλαιάς
ρίζης στω, πηγάζουσαν εκ της χρήσεως
του κλασσικού παρακειμένου έστηκα. Η
μόνη άλλη σπουδαία παρατήρησις ήτις
μας μένει να κάμωμεν είναι ότι το του
μετά το λέγοντας (λέγοντάς του) αντικαθιστά
το τω και ότι εν γένει η συγκοπή του
αυτός εις τος απαντά ακαταπαύστως εν
τω μεταγενεστέρω Ελληνικώ λόγω».
Ως
βλέπομεν, την προσοχήν του καθηγητού
επισύρει κυρίως η δημώδης γλώσσα. Περί
της καθαρευούσης δεν έρχεται εις τας
αυτάς λεπτομέρειας. Διηγείται πόθεν
επήγασε, και αποδίδει κυρίως την ανάπτυξιν
αυτής εις την φιλοτιμίαν του ελληνικού
έθνους όπερ, αποκτήσαν την ελευθερίαν,
ηθέλησε να καθαρίση και να ανύψωση την
γλώσσαν του. Ο κ. Βλάκη φαίνεται φίλος
της καθαρευούσης, λέγει δε ότι ο μόνος
τρόπος υπάρξεως διά τε την δημώδη και
την καθαρεύουσαν εν Ελλάδι, είναι το
σύστημα των αγγλικών βουλών των Λόρδων
και των Κοινοτήτων, ήτοι, συνεργασία
δι' αμοιβαίων παραχωρήσεων. Τόσον ολίγον,
κατ' αυτόν η καθαρεύουσα διαφέρει από
την αρχαίαν ώστε «ο λόγιος όστις είναι
οικείος με τα άριστα κλασσικά Ελληνικά
δύναται να περάση από τον Πολύβιον και
Διόδωρον εις τον Τρικούπην (ομιλεί περί
του ιστορικού), Παπαρρηγόπουλον, και
άλλους της αυτής σχολής, πολύ ευκολώτερον
αφ' ό,τι δύναται» ο αναγνώστης του Βύρωνος
να συνειθίση το ύφος του αρχαίου Άγγλου
ποιητού Τσώσερ. Και ολίγον κατόπιν
προσθέτει ότι «ο αδέκαστος φιλόλογος...
δεν θα δυσκολευθή να αναγνώριση εν τη
μεταγενέστερα Ελληνική, όχι βάρβαρον
παραφθοράν... τείνουσαν εις νέαν γλώσσαν,
αλλά απλώς μίαν διαλεκτικήν τροπολογίαν
οία η αρχαία Δωρική και Αιολική». Αι
απώλειαι και ελλείψεις της νέας
αντισταθμίζονται διά χαρίτων τινών
ιδιαζουσών εις αυτήν.
Σχολιάζων
την γνώμην του κ. Πολυλά ότι η δημώδης
είναι πολύ κατάλληλος εις την ποίησιν,
ο κ. Βλάκη γράφει τα εξής:
«Είναι
δυνατόν η μάλλον καλλιεργημένη γλώσσα
να ποιή, χάριν ιδιαιτέρων εκφράσεων,
χρήσιν διπλών τύπων, ως εποίουν οι
Αθηναίοι οίτινες μετεχειρίζοντο κοινώς
την Δωρικήν εν ταις χορωδίαις, ή ως
δύνανται να ποιώσιν οι Σκώτοι
μεταχειριζόμενοι την μελωδικήν γλώσσαν
του Βουρνς ως την καταλληλοτέραν μορφήν
της Αγγλικής διά τον λυρικόν λόγον».
Οι
λόγοι ούτοι με ενθυμίζουσι μίαν
παρατήρησιν του Αριστοτέλους Βαλαωρίτου:
«Κατ'
εμέ δεν αμφιβάλλω από τούδε ότι η γλώσσα
του λαού θέλει είναι η γλώσσα της
ρωμαντικής, δημοτικής, ή λυρικής ποιήσεώς
μας. Πρέπει μάλιστα επισήμως να καθιερωθή
εις τον σκοπόν τούτον όπως οι δυνάμενοι
εισέλθωσιν αδιστάκτως εις την πορείαν
ταύτην πλουτίζοντες και μορφώνοντες
αυτήν. Εις την ιστορίαν των γλωσσών
είναι αναντίρρητον γεγονός ότι φράσεις
και λέξεις και ιδιωτισμοί αφιερώθηκαν
αποκλειστικώς εις την ποίησιν. Ημείς
ευτυχέστεροι των άλλων δυνάμεθα ακεραίαν
διάλεκτον να μεταχειρισθώμεν επί τούτω».
Ο
μέγας Βρεττανός φιλόλογος περαίνει με
τινας παρατηρήσεις περί της εσφαλμένης
προφοράς της ελληνικής γλώσσης εν
Αγγλία· ολόκληρον δε το άρθρον του
εμφαίνει ζωηροτάτην συμπάθειαν προς
τε το έθνος και την φιλολογίαν μας.
Δεν
είμαι εις θέσιν να κρίνω πόσην εντύπωσιν
τοιούτο άρθρον προξενεί επί του όλου
αγγλικού κοινού. Ότι όμως οι κόποι των
πεφωτισμένων ανδρών, οίτινες σπουδάζουσι
την Ελληνικήν γλώσσαν ως πρέπει να
σπουδάζηται, δηλαδή, ουχί ως γλώσσα
νεκρά αλλά ως ζώσα και πλήρης ακμής, ότι
οι κόποι αυτών, λέγω, δεν είναι μάταιοι,
λαμβάνομεν ενίοτε τρανάς αποδείξεις
οία η εσχάτως δηλωθείσα απόφασις της
συγκλήτου της Πανεπιστημιακής Σχολής
του Λίβερπουλ να συστήση τάξιν διά την
διδασκαλίαν της Νεοελληνικής, και να
προσλάβη διά την τάξιν ταύτην Έλληνα
διδάσκαλον.
(Πρωτοδημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» το 1891)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου