.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

Οντολογική θεώρηση του θανάτου – ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ


Η μόνη βεβαιότητα που μας συνέχει είναι η βεβαιότητα του θανάτου. Είδαμε όμως πως ο βέβαιος θάνατος μας έχει δύο όψεις. Η μια συνίσταται στον τερματισμό της βιολογικής μας υπόστασης, ενώ η άλλη στην ήδη θνήσκουσα ύπαρξή μας. Φαινομενικά, η απώτερη βεβαιότητα του θανάτου έρχεται πρώτη γιατί αυτό το θάνατο αντικρίζουμε καθημερινά. Όταν όμως προσεγγίζουμε τον επικείμενο θάνατό μας ως ένσαρκα όντα, καταλαμβανόμαστε από διάφορα συναισθήματα τα οποία μας δοκιμάζουν. Αν η εμβίωση ορισμένων καταστάσεων αποτελεί βεβαιότητα της χρονικότητάς μας, η διακοπή αυτής της προσωπικής ιστορίας μας θέτει στα χείλη το ερώτημα του τέλους, του ιστορικού τουλάχιστον τέλους της προσωπικής μας ζωής. «Δεν θα υπάρχουμε», ψιθυρίζουμε και αμέσως χανόμαστε στην αοριστία της στιγμής. «Υπάρχει επιβίωση; Δεν υπάρχει; Μηδενιζόμαστε; κ.ο.κ. Αυτές τις στιγμές παραλύει κάθε βεβαιότητα σχετική με την αμεσότητά μας και με τις άλλες έννοιες τις οποίες επεξεργαστήκαμε, γιατί μόνη βεβαιότητα είναι η βεβαιότητα του θανάτου. Διαπιστώνουμε έτσι πως οι παλιές αποδείξεις για την αθανασία της ψυχής είναι ανίσχυρες, αμφίβολες και απρόσωπες. Η αιχμή του προσωπικού φαίνεται οξύτερη και διαπερνάει αμείλικτα το είναι μας: μας παραλύει και εγείρει ταυτόχρονα εκείνο το βαθύτατο άγχος που μας ακροπελαγίζει στην ανυπαρξία. Ωστόσο, κανένας δε μπορεί να νιώσει την ανυπαρξία πριν απ' τον προσωπικό του θάνατο. Και ο Heidegger ακόμη όταν κάνει λόγο για το «Είναι-προς-θάνατον» εννοεί το είναι του όντος στη γενικότητά του. Δεν εγγίζει το ρίγος του προσωπικού θανάτου, την αιχμή αυτής της τραγικής αλήθειας. Ένα βιολογικό κατά τα φαινόμενα γεγονός αποδεικνύεται κατεξοχήν τραγικό, αφού ανατινάζει τη χρονικότητα της προσωπικής συνείδησης. Τα ζώα, στο κατώφλι της αντίληψης, εγγίζουν το θάνατο ακροθιγώς, δοκιμάζονται αφετηριακά, μα ξεχνούν ή αδιαφορούν σχεδόν αμέσως.
Αν εξετάσουμε τις περιπτώσεις θανάτου παιδιών, γονέων, αγαπημένων προσώπων ή φίλων, θα διαπιστώσουμε πως και σε αυτές τις περιπτώσεις η τραγικότητα προσεγγίζει τον προσωπικό θάνατο, σε τρόπο που μας είναι αδύνατο να ικανοποιηθούμε με τη βιολογική και μόνο ερμηνεία. Η προσωπική συνείδηση πλήττεται προσωπικά μεν με το άγχος, την αγωνία και το υπαρξιακό ρίγος, καθώς σκέπτεται τον προσωπικό της θάνατο, αλλά, παράλληλα, δοκιμάζεται από ψυχικό άλγος και οδύνη, όταν θρηνεί θάνατο αγαπημένου προσώπου (οι περιπτώσεις της πατρότητας και της μητρότητας είναι χαρακτηριστικότατες). Θα πείτε πως ο ψυχισμός μας δένεται τόσο πολύ με τη βιολογική μας υπόσταση που αδυνατούμε να συμβιβασθούμε με την ιδέα της εκμηδένισής μας ή με την απώλεια ενός αγαπημένου μας προσώπου. Και βέβαια υπάρχει λεπτή σχέση ανάμεσα στο βιολογικό και στο πνευματικό. Θα λέγαμε πως υπάρχει ενότητα η οποία διαλύεται με το θάνατο. Μέχρι το παρόν στάδιο των προβληματισμών μας όμως το είναι του θανάτου δεν έχει προσεγγισθεί ακόμη. Είναι βέβαια το άγχος και η αγωνία, ο πόνος και η οδύνη ισχυρές δοκιμασίες, αλλά για να φανεί το μήνυμά μας οφείλουμε να τις αποφλοιώσουμε απ' τα συναισθηματικά, εγωκεντρικά και ωφελιμιστικά τους στρώματα.
Ο μεν θάνατος των αγαπημένων προσώπων συνδέεται περισσότερο με την αγάπη και γι αυτό θα εξετασθεί στο επόμενο κεφάλαιο. Ο προσωπικός μας θάνατος όμως έχει ανάγκη από οντολογική εμβάθυνση την οποία θα προσεγγίσουμε αν μεταθέσουμε το πρόβλημα και το δούμε απ' τη δεύτερη όψη του, αν δηλαδή συλλάβουμε τους εαυτούς μας όχι απλά ως θνητά όντα αλλά ως θνήσκοντα όντα. Το είδαμε: είμαστε θνήσκοντα όντα και αυτή η πραγματικότητα θα μας σφραγίζει για πάντα.
Ταυτόχρονα όμως συμβαίνει και κάτι το εξίσου σημαντικό. Η θνήσκουσα κατάστασή μας παράγει το χρόνο μας, τη συγκεκριμένη χρονικότητά μας, κατά τρόπου που ο επισυμβαίνων θάνατός μας παράγει την ιστορία μας, τη συνειδητή μας σχέση με τον κόσμο. Το είναι του θανάτου μας είναι το είναι της χρονικότητάς μας. Ήδη αναλύσαμε το είναι είναι της χρονικότητάς μας και διαπιστώσαμε πως ενέχει ένα φθαρτό αλλά μεταστατό, αφού ο υλικός κόσμος υφίσταται αέναες μεταστάσεις. Οριακά όμως αυτές οι μεταστάσεις επιφέρουν το θάνατο του ιστορικά συνειδητού προσώπου.
Παράλληλα όμως η ένσαρκη ύπαρξή μας κομίζει το στοιχείο της αμεσότητας, την αρνητική μας αμεσότητα η οποία, με την εμπειρία, θα εκφρασθεί ως πρόσωπο. Το πρόβλημα επομένως συνίσταται στο αν η αρνητική μας αμεσότητα η οποία είναι άρρηκτα δεμένη με την ένσαρκη ύπαρξή μας μετέχει στο θνήσκοντα χαρακτήρα των υπολοίπων συνθετουσών του προσώπου. Αν ναι, ο άνθρωπος είναι τελεσίδικα θνήσκον ον το οποίο χάνεται και καταστρέφεται εξαιτίας της βιολογικής του σύνθεσης. Η αμεσότητά του θνήσκει και μαζί της όλη η ένσαρκη ύπαρξη. Τίποτε όμως δε μας βεβαιώνει ως προς την αλήθεια του παραπάνω συλλογισμού, δεδομένου ότι δεν έχουμε προσωπική εμπειρία του οριστικού μας θανάτου. Μπορούμε όμως να εμβαθύνουμε όσο μας είναι δυνατό στο είναι της θνήσκουσας κατάστασής μας, στο είναι της χρονικότητάς μας το οποίο όμως μας παραπέμπει σταθερά στο είναι της αμεσότητάς μας. Πάλι όμως προβάλλει μπροστά μας με την αμείλικτη αμεσότητά του ο χώρος και οι ιδιότητές του, το αειδές, το άχρονο, το ομογενές. Η έγχρονη συνείδηση τέμνεται κάθετα απ' το χώρο στον οποίο διαχέεται η αμεσότητά μας, το αμείωτο είναι μας δηλαδή. Έχουμε ήδη τονίσει πως το είναι της αμεσότητας μας είναι κατ' ουσίαν άρρητο, πως δεν εκφράζεται, παρά την επικουρία των ιδιοτήτων του χώρου. Η στιγμή του, η οριακή του χρονικότητα, είναι άτμητη και ταυτόχρονα εμπεριλαμβάνει το χώρο στην απολυτότητά του. Τι συμβαίνει; Όσο προσπαθούμε να εισέλθουμε στο είναι της στιγμής, σε ό,τι φαίνεται πως φυγαδεύει το θάνατο, αφού έχει κάποια άχρονη διάσταση και άμετρο περιεχόμενο, τόσο ζούμε το απερινόητο, το ανόριο, το ατελεύτητο. Συλλαμβάνουμε την αμεσότητά μας έξω από κάθε όριο, ως απόλυτη συνέχεια που απλώνεται άπειρα χωρίς την επικουρία των επί μέρους μεγεθών. Νιώθουμε πως είμαστε ολότητες. Η έννοια της ολότητας όμως δεν έχει ούτε αρχή, ούτε μέσο, ούτε τέλος, ούτε σχήμα, ούτε χρόνο. Στο μέτρο μάλιστα που προσπαθούμε να ελέγξουμε λογικά αυτή την κατάσταση περιπίπτουμε σε αντιφάσεις, γιατί καταφεύγουμε σε πεπερασμένα μεγέθη, σε εμπειρικές κατηγορίες οι οποίες έχουν θνήσκοντα χαρακτήρα.
Μήπως επομένως, το είναι της στιγμής που στηθοσκοπεί την αμεσότητά μας είναι η απ' την εσώτατη φύση μας σύλληψη της ιδέας του απείρου, όπως διατεινόταν με τον τρόπο του ο Descartes και άλλοι φιλόσοφοι; Ιδέα του απείρου δεν είναι η ίδια η φύση του απείρου αλλά τα ιδιώματά του τα οποία όμως δε νοούνται χωρίς τη χρονικότητα και το λόγο. Το σκοτεινό όμως έρεβος της άμεσης στιγμής δεν έχει ιδιώματα, δεν εκφράζεται, και το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι πως συναιρεί τις ιδιότητες του χώρου οι οποίες συνιστούν αρνητική εμπειρία, άμεση δηλαδή αντιληπτική επαγωγή χωρίς την προηγούμενη μαθητεία στα έκτατά μεγέθη.
Μήπως αυτή η κατάσταση είναι ο σπινοζικός θεός που συναιρεί χώρο και σκέψη σε ενότητα; Αν ναι, Θεός είναι η εξωτερικότητα και πάραυτα το είναι μας μετέχει στη φύση του θείου, με άμεση συνέπεια την αθανασία. Έτσι θα απαλλασσόμασταν για πάντα απ' την απόσταση ανάμεσα στο εγκόσμιο και στο υπερβατικό και θα ήμασταν σίγουροι ως προς την απρόσωπη αλλά αδιάψευστη αθανασία. Ωστόσο, αποδοχή του πανθεϊσμού θα πολλαπλασίαζε τα προβλήματα. Πως είναι δυνατό λ.χ. να ταυτίσουμε το είναι της αμεσότητάς μας με το χώρο, όταν ο τελευταίος είναι κάτι το διαφορετικό, το κάτοπτρο επιφανείας της το οποίο της πορίζει τις κατηγορίες του για να αυτοσυλληφθεί ως πληρωματική κενότητα; Ο χώρος δε ζει καταστάσεις τις οποίες ζούμε εμείς όταν εμβαθύνουμε στο είναι της στιγμής μας. Βέβαια, αυτές οι καταστάσεις είναι αρνητικές, αποφατικές και επομένως παρθενικές, αλλά αιχμαλωτισμένες στο χώρο, όσο κι αν ο τελευταίος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ο χώρος είναι άπειρος (α-πείρα) αλλά όχι άπειρος ως απόλυτος καθόσον εμπεριέχει τα εκτατά και διαστατά μεγέθη, χωρίς ωστόσο να μετέχει στις ιδιότητές τους. Κάπου όμως συναντιέται με τα διαστατά μεγέθη και αυτό φαίνεται στην ανθρώπινη ενόραση. Με την ενόραση κοινωνούμε άμεσα με το χώρο (αντίληψη) και με το αισθητό (αίσθηση), με το εκτατό δηλαδή και με το διαστατό.
Το είναι της αμεσότητάς μας δεν είναι επομένως ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος, παρόλο που εκφράζεται με αυτές τις έννοιες άμεσα και έμμεσα, αντίστοιχα. Για μια ακόμη φορά αναρωτιόμαστε ως προς την ταυτότητά του, γιατί οι αρνητικές διαπιστώσεις δεν ικανοποιούν και γιατί η απάντηση συνιστά οπωσδήποτε οντολογία του θανάτου.
Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να επισημάνουμε μια παραδοξότητα. Λέμε πως ο χώρος δεν έχει σχήμα (αειδής), αλλά, όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη σχήμα, τη δανειζόμαστε απ' την εμπειρία μας, απ' τις μορφές του αισθητού. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες ιδιότητες του χώρου. Αυτό σημαίνει πως ορίζουμε τις ιδιότητες του χώρου εκκινώντας απ' την εμπειρία μας, απ' τα πεπερασμένα μεγέθη. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια παράδοξη αλήθεια. Κάθε αρνητικός ορισμός προϋποθέτει τη θετικότητα και αντίστροφα. Το μέρος δεν ορίζεται χωρίς την προϋπόθεση του όλου. Το αδιάστατο δεν είναι δυνατό χωρίς την παρουσία του διαστατού, αλλά και το διαστατό είναι αδιανόητο χωρίς το αδιάστατο. Γι αυτό ούτε ο χώρος ούτε τα αισθητά είναι δυνατό να αποτελούν απόλυτες πραγματικότητες.
Έχουμε έτσι το δικαίωμα να υποστηρίξουμε πως ο χώρος και τα αισθητά είναι κάτοπτρα επιφάνειας και διαφάνειας του είναι της αμεσότητας το οποίο, ας προσέξουμε, επιφαίνεται εγκλωβισμένο στο χωρόχρονο. Είναι άλλη πραγματικότητα, μηδενική, αρνητική, ετέρα, ως προς το χώρο και ως προς τα αισθητά. Επιφαίνεται όμως διαμέσου των κατηγορημάτων τους.

Πως όμως; Ως άχρονο, αειδές κ.λπ. Διαμέσου του χώρου και ως χρονιζόμενη ύπαρξη διαμέσου των αισθητών; Το είναι της αμεσότητάς μας επομένως είναι έτερο ως προς το χώρο και ως προς το χρόνο, παρόλο που χωρείται και χρονίζεται, παρόλο που ορίζεται χωροχρονικά. Μήπως όμως ο χωρόχρονος είναι ο τρόπος φανέρωσης του απόλυτου Είναι; Παρόμοια ερώτηση είναι πολύ ενδιαφέρουσα αλλά ξεφεύγει απ' τα πλαίσια της προβληματικής μας, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται σε τούτο το κεφάλαιο.
Είναι όμως καιρός να επανέλθουμε στο είναι της αμεσότητάς μας και μάλιστα στη σχέση του με το θάνατο, στην οντολγία του θανάτου. Υπόκειται το είναι της αμεσότητάς μας στη φθορά και στο θάνατο. Είναι βέβαιο πως η έγχρονη κατάστασή μας είναι θνήσκουσα. Είναι επίσης φανερό πως η συνειδητή μας ζωή, πέρα απ' τη σωματικότητά μας, απειλείται με το θάνατο, αφού οι κτήσεις της, τα αποκτήματά της, είναι έγχρονα. Απογυμνωμένη η αρνητική μας αμεσότητα απ' τις έγχρονες ενδύσεις της, δε χωρείται στο χρόνο, δε χρονίζεται στο χώρο, γίνεται απόλυτη στιγμή, τόπος ακοινοποίητων καταστάσεων οι οποίες δε μπορούν να χαρακτηρισθούν βιώματα, αφού δεν υπάρχει πια εμπειρία. Πρόκειται για παρθενική απαρχή, για το μυστικό στοιχείο του ανθρώπινου είναι το οποίο δεν είναι δυνατό να προσεγγίσει καμιά εμπειρία. Συνιστά εγκλωβισμένη ολότητα η οποία εκρήγνυται στη στιγμή στην οποία ταυτίζονται οριακά τα ενάντια και τα διάφορα. Η «σοφή άγνοια» της στιγμής, του είναι της χρονικότητας, είναι αποφατική και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί θάνατος κάθε θετικότητας, απρόσιτη πραγματικότητα η οποία είναι πλήρωμα της θετικότητας, αφού αποτελεί την προϋπόθεση κάθε χωροχρονικού ανοίγματος. Οι διαλεκτικοί μας λένε πως ο θάνατος και η ζωή ταυτίζονται ή ακριβέστερα , αλληλοαναιρούνται σε μια υπέρτερη πραγματικότητα που δεν ορίζεται. Πρόκειται για το απόλυτο.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως το είναι της αμεσότητας, το αρνητικό ως προς κάθε εμπειρία μας, είναι η κατεξοχήν Ζωή και τροφοδοτεί τον έγχρονο θάνατό μας, το θάνατό μας ως θνητών όντων, χωρίς να αναλώνεται απ' αυτόν; Αν είναι έτσι, ο έγχρονος βίος μας, ως μαρτυρία του θνήσκοντος όντος, της θνήσκουσας ένσαρκης ύπαρξής μας, συνιστά αύξηση στη ζωή, παιδαγωγία διαμέσου των εμπειριών της φθοράς προς την αφθαρσία, προς την απόλυτη Ζωή. Οι παραπάνω σκέψεις μας οδηγούν σε έναν ευρύτερο προβληματισμό κατά τον οποίο ο θάνατος καθεαυτός είναι ασύλληπτος και αδιανόητος, αφού δεν είναι δυνατό να συλληφθεί απ' την αμεσότητά μας. Η αμεσότητά μας όμως δεν αφανίζεται κατά την ιστορική μας πορεία, κατά την έγχρονη βιωτή μας, αλλά τρέφει τον λογισμό μας, καθίσταται εμμεσοποιημένη αμεσότητα, πρόσωπο. Το πρόσωπο όμως έχει πολλά χθόνια στοιχεία, τις έννοιες και τις κατηγορίες τις οποίες πορίζεται απ' την κοινωνία του με το αισθητό. Αυτή η διάσταση του προσώπου είναι η θνήσκουσα διάστασή μας η οποία όμως δεν είναι αποκλειστικά θνήσκουσα. Ενέχει και την αμεσότητα, είναι χρονικότητα που κοσμείται με τη συνέχεια της στιγμής. Ο χρόνος είναι διαστιγμή και όχι σύνολο στιγμών.
Το πρόβλημα επομένως συνίσταται στο αν ο έγχρονος βίος ως θνήσκων είναι το άρμα της ζωής, αν δηλαδή κατά βάθος η οντολογία του θανάτου είναι και οντολογία της Ζωής, της απρόσβλητης αμεσότητάς μας.

Δεν απαιτείται να επικληθούμε παραψυχολογικά φαινόμενα, ούτε μαρτυρίες ανθρώπων που συνήλθαν μετά καθολική σχεδόν απώλεια των αισθήσεών τους για να επιψαύσουμε το μυστικό του θανάτου. Ούτε η επιστήμη ούτε η φιλοσοφική δεοντολογία μας το επιτρέπουν.
Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει, γιατί όσα προηγούνται δεν αποτελούν επαρκή και ικανοποιητική οντολογία του θανάτου. Κανένας δεν είναι σε θέση να αποδείξει πως η αμεσότητά μας είναι φθαρτή και πως αφανίζεται με το σωματικό μας θάνατο. Ούτε υπάρχει βεβαιότητα ως προς την επιβίωσή μας, καθόσον όλα τα επιχειρήματα προβάλλονται εκ του ασφαλούς, πριν δηλαδή τον οριστικό μας θάνατο.
Παρόλα αυτά, μπορούμε να εισχωρήσουμε στην οντολογική θεώρηση του θανάτου. Είπαμε πως είμαστε θνήσκοντα όντα. Σε τι συνίσταται όμως το θνητό της φύσης μας; Είδαμε πως η στιγμή ως συστατική και αμείωτη μονάδα της χρονικότητάς μας ενέχει την ανέκφραση αμεσότητά μας η οποία δεν τέμνεται. Η χρονικότητα επομένως δεν είναι σύνολο στιγμών, ούτε τμητό μέγεθος την έκταση του οποίου θα μπορούσαμε να ορίσουμε. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την αμεσότητά μας η οποία εκφράζεται ακριβώς με τη στιγμή. Η στιγμή και η αμεσότητα συμπίπτουν, ενέχοντας και την αδιάστατη διάσταση του χώρου, εκφράζουν την άπεφθη ολότητα η οποία όμως δε νοείται χωρίς τα εκτατά και διαστατά μεγέθη. Βέβαια, με τον όρο ολότητα εννοούμε το απερίτμητο και ανέκφραστο στοιχείο μας, το μυστικό, αλλά ταυτόχρονα διαπιστώνουμε πως αυτό το άρρητο στοιχείο δε μπορεί να νοηθεί χωρίς το χωρόχρονο, όπως ακριβώς και η στιγμή. Είναι εγκλωβισμένο στο χωρόχρονο, πορίζεται τις ιδιότητες του χώρου, κοινωνεί διαμέσου της σωματικότητάς μας με τα αισθητά και παράγει τη χρονικότητα. Συνεχόμενο στη χρονικότητα προσωποποιείται ως ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά παραμένει αδήριτη παρουσία. Η χρονικότητα αποκαλύπτει τη φθίνουσα και θνήσκουσα ύπαρξή μας, αλλά αυτή η αποκάλυψη της θνήσκουσας προσωπικότητάς μας είναι ταυτόχρονα και φανέρωση της άπεφθης ουσίας μας, είναι φανέρωση της ζωής. Ο θάνατος, ο καθημερινός και διαρκής θάνατός μας ως έγχρονων όντων είναι ταυτόχρονα και μαρτυρία ζωής.
Μήπως όμως η ζωή επικαλύπτει το θάνατο; Μήπως η στιγμή ακυρώνει οντολογικά τη χρονικότητα; Στα κρίσιμα ερωτήματα οφείλει να απαντήσει το είναι της στιγμής στο οποίο προσφεύγουμε συνεχώς, παρά το ότι αδυνατούμε να ορίσουμε. Αν όμως το συσχετίσουμε με τον έγχρονο βίο μας, με την χρονικότητά μας, θα δούμε πως όλες οι κατηγορίες και οι έννοιες τις οποίες ποριζόμαστε απ' το αισθητό αδυνατούν να νοηθούν χωρίς την ολότητα της αμεσότητας. Διαχέονται απόλυτα στην αμεσότητά μας και αναπροβάλλουν στην πραγματική τους διάσταση. Οι αισθητές ουσίες λ.χ. συνιστούν επί μέρους ολότητες οι οποίες είναι συλληπτές εξαιτίας της χωρικής ολότητας. Οι ιδιότητές τους, επίσης, όπως η συνέχεια, το σχήμα, η μορφή, κ.ο.κ. είναι συλληπτές εξαιτίας της αμεσότητας της αίσθησης και του χώρου. Γίνονται όμως συγκεκριμένες έννοιες στη σκέψη μας επειδή ακριβώς νοούνται απ' την αμεσότητά μας, αποτελώντας έτσι το ρητό περιεχόμενο της συνείδησής μας. Όλες επομένως οι έννοιες, για να συλληφθούν στη συγκεκριμένη τους διάσταση, προϋποθέτουν την ολότητα της άμεσης νόησης, την αμεσότητά μας δηλαδή η οποία εκφράζεται ως στιγμή. Χρονικότητα επομένως είναι η εμπειρία της διακοινωνίας ανάμεσα στην αίσθηση, στην αμεσότητά μας και στη νόηση, που καθίσταται λογισμός. Η αίσθηση παράγει το φυσικό χρόνο ο οποίος συλλαμβάνεται συνειδητά ως χρονικότητα διαμέσου της νόησης – λογισμού. Συνιστούν αναμφισβήτητα το θνήσκον στοιχείο της ένσαρκης παρουσίας μας. Η αμεσότητά μας επομένως αποτελεί το δήριτο στοιχείο το οποίο δε θνήσκει στα πλαίσια της θνήσκουσας ένσαρκης παρουσίας. Δε θνήσκει, γιατί αδυνατούμε να τη συλλάβουμε ως θνήσκουσα. Αντίθετα, απ' αυτήν εκπορεύονται όλες οι έννοιες και, το σημαντικότερο, η εμπειρία της ζωής μας με τα ποικίλα βιώματα.
Η θνήσκουσα συνείδηση αποκαλύπτει την αμεσότητα ως ζωή, ως άρρηκτη όμως ζωή, η οποία περιχωρείται με το θάνατο. Ο θάνατος όμως επιφέρει την καταστροφή της προσωπικής χρονικότητας. Ήδη καλούμαστε να εμβαθύνουμε σε αυτή την αλήθεια.


ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΕΚΟΔΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ 1988

Δεν υπάρχουν σχόλια: