.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Ριχάρδος ο Δεύτερος Ε' Σκηνή Ε' Πράξη – William Shakespeare



Έλεγα πως μπορώ να παρομοιάσω
τούτη τη φυλακή μου με τον κόσμο.
Μα επειδή μέσα στον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι,
και εδώ δεν υπάρχει άλλη ψυχή από εμένα,
δεν το πετυχαίνω.
Κι όμως θα το βρω.
Το μυαλό μου,
θα γίνει για το πνεύμα μου η γυναίκα.
Το πνεύμα μου ο πατέρας.
Κι
' από το γάμο αυτό,
θα ‘ρθει ένα γένος στοχασμών,
που ολοένα θα γεννούνε.
Κι όλοι αυτοί οι στοχασμοί
θα πλημμυρήσουν το μικρό τούτον κόσμο,
ταραγμένοι καθώς του κόσμου οι άνθρωποι.
Γιατί ευχαριστημένοι στοχασμοί δεν υπάρχουν.
Ακόμη κι οι καλύτεροι,
όπως οι στοχασμοί μας για τα Θεία,
είναι γεμάτοι δισταγμούς
και βάζουν ως και το Θείο το Λόγο
αντίθετα στον ίδιο το Θείο Λόγο, όπως:
«Αφήστε τα παιδιά να
'ρθούνε» από τη μια,
κι από την άλλη: «Είν
' έτσι δύσκολο να 'ρθει κανένας,
όπως να περάσει μια καμήλα από το μάτι της βελόνας»!
Στοχασμοί με φιλόδοξους σκοπούς
σχεδιάζουν θαύματα ακατόρθωτα:
πώς θα μπορούσαν τ
' αδύνατα αυτά νύχια
ν
' ανοίξουν ένα πέρασμα
μες από τα πετρένια του σκληρού τούτου κόσμου πλευρά,
τους άγριους τοίχους αυτής της φυλακής,
και μην μπορώντας,
πεθαίνουν από την ίδια τους την περηφάνια.
Στοχασμοί που γυρεύουν ησυχία
κολακεύονται, τάχα,
πως δεν είναι ούτε οι πρώτοι που ‘ναι σκλάβοι της τύχης,
ούτε θα ‘ναι κι οι τελευταίοι.
Σαν τους άθλιους αλήτες που δεμένοι στο στύλο,
αποξεχνούνε τη ντροπή τους
με τη σκέψη πώς κι άλλοι έχουν σταθεί
στον ίδιο στύλο όπως αυτοί
και βρίσκουν σ
' αυτόν το στοχασμό κάποια ανακούφιση,
βαστώντας τη δική τους δυστυχία
με τις πλάτες εκείνων
που υποφέρανε το ίδιο πριν απ
' αυτούς.
Κι έτσι εγώ, μόνος, παίζω πολλά πρόσωπα
και ούτ
' ένα απ' τα πολλά ευχαριστημένο.
Καμιά φορά είμαι βασιλιάς, και τότε
ή προδοσία με κάνει να ποθώ
τη ζωή του ζητιάνου.
Γίνομαι ζητιάνος,
Κι η ανυπόφορη στέρηση με πείθει
πως πιο καλά ήμουν βασιλιάς.
Και να: ξαναφορώ το στέμμα.
Μα σε λίγο,
θυμάμαι πώς μου το ‘χει πάρει ο Μπόλιμπροκ,
κι ευθύς δεν είμαι τίποτα.
Όμως ό,τι κι αν είμαι,
μήτε εγώ, μήτε κανένας άνθρωπος ποτέ,
θα ‘ναι ευχαριστημένος από τίποτα,
ώσπου να βρει την ησυχία του,
βλέποντας πως τίποτα δεν είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: