«Ανακυκών την τέφραν του παρελθόντος...»
Εις πάντας γνωστός ο μύθος και τα παθήματα
του ατυχέστατου των θνητών: του Οιδίποδος,
ώστε να είναι ανάγκη να δόσωμεν ενταύθα
σχετικήν αυτών περιγραφήν. Ας μας
επιτραπή μόνον ν’ αναμνήσωμεν εις τον
αναγνώστην εις μερικάς γραμμάς τα του
περιφήμου της Αρχαιότητος αινίγματος.
Εις μακρινούς και λησμονημένους χρόνους
ένα παράδοξον και μυστηριώδες θηρίον
– η Σφιγξ – είχεν εγκατασταθή έξωθεν
των Θηβών και κατέστη η μάστιξ των
κατοίκων και των συγκοινωνιών. Το θηρίον
αυτό προέβαλλε δύσλυτα προβλήματα εις
όλους τους πλησίον της φωλεάς του
διερχομένους διαβάτας και κατέτρωγεν
αυτούς εν περιπτώσει καθ’ ην δεν ηδύναντο
να δόσουν ικανοποιητικήν επ’ αυτών
απάντησιν.
Η Τύχη – τεκταινομένη κατά πολύ
μεγαλειτέρα του θανάτου κακά – ωδήγησε
και τον Οιδίποδα ενώπιον της Σφιγγός,
η οποία, πιστή εις την συνήθειάν της,
προέβαλλεν εις τον πολυπαθή ήρωα το
γνωστόν πρόβλημα: «Ποίον είναι το ζώον
εκείνο, το οποίον κατά μεν την πρωίαν
είναι τετράπουν, την μεσημβρίαν δίπουν
και το εσπέρας τρίπουν;»
Ο Οιδίπους ηννόησεν
ότι, το ζώον το «χαίρον» τας ιδιότητας
αυτάς, ήτο ο άνθρωπος, όστις κατά μεν
την παιδικήν ηλικίαν μεταχειρίζεται
«πόδας τε χείρας
τε» δια να κινηθή
(επομένως την πρωίαν είναι τετράπουν),
κατόπιν καθίσταται δίπουν και τέλος –
κατά την γεροντικήν ηλικίαν – (το
εσπέρας) λαμβάνει βοηθόν την ράβδον,
μεταβαλλόμενος εις τρίπουν. Και
τοιουτοτρόπως αι Θήβαι απηλλάγησαν της
Σφιγγός, διότι αύτη «ευθύς ως ενικήθη
υπό του Οιδίποδος, μη δυναμένη να υποφέρη
την ήτταν της, επνίγη!»
Εάν τώρα θελήση ν’ ανεύρη ο αναγνώστης
την απόκρυφον σημασίαν του παραδόξου
αυτού αινίγματος, πρέπει να προστρέξη
εις την θεμελιώδη αιτίαν, ήτις συντελεί,
ώστε ο παροδικός της Γης επισκέπτης να
διέρχηται δια των τριών αυτών περιόδων.
Ο άνθρωπος ευρίσκεται
ένεκα της υλικής αυτού συστάσεως και
της σαρκός του των αχαλινώτων επιθυμιών,
υπό την διαρκή της Βαρύτητος
επίδρασιν. Η δύναμις αυτή τον περιλαμβάνει
εις τας απεράντους και αμειλίκτους
αυτής αγκάλας από της στιγμής της
συλλήψεώς
του.
Όταν
το βρέφος γεννηθή, αρχίζει τον κατά της
βαρύτητος σκληρόν αγώνα. Κατά τας πρώτας
εβδομάδας η απαλότης και ασθένεια των
μυών του σώματος του καθιστώσιν αυτό
ανίκανον ν’ ανταπεξέλθη νικηφόρον προς
τον κληρονομικόν
αυτόν απηνή εχθρόν του. Το
βάρος
του σώματός του είναι ανώτερον των
δυνάμεών του. Και όταν το νήπιον προσπαθή
να κινηθή, κατ’ ανάγκην πρέπει να
μεταχειρισθή χείρας και πόδας, διότι
τούτο πράττον, ελαττώνει – υποστηριζόμενον
– σημαντικώτατα την επ’ αυτού ενέργειαν
της βαρύτητος.
Τέλος
παρερχομένουτου χρόνου και ισχυροποιουμένων
των μυών του σώματός του, μετά πολλά
αμφιταλαντεύσεις και προσπαθείας,
κατορθώνει να εύρη την δύναμιν και
ισορροπίαν, όπως κρατηθή επί των δύο
του ποδών: από της στιγμής αυτής αρχίζει
ο θρίαμβός του επί της βαρύτητος. Πλην
φευ! Ο θρίαμβος ούτος είναι όχι μόνον
παροδικός, αλλ’ ούτε καν μνείας άξιος.
Διότι το να κρατηθή επί μόνων των ποδών
του δεν σημαίνει άλλο ή την υποδούλωσιν
αυτού την τελειοτέραν εις την ακαταμάχητον
και διακρή αυτού αντίπαλον: κάθε βήμα,
που κάμνει, σημαίνει και νέαν δαπάνην
προς μεταφοράν
του σώματός του. Κάθε του κίνησις
σημαίνει νέον φόρον πληρωτέον εις την
βαρύτητα.
Ούτω
των πραγμάτων εχόντων ευκόλως
αντιλαμβάνεταί τις τον ρόλον, τον οποίον
παίζει η δύναμις αυτή, άνευ της οποίας
δεν δύναται να νοηθή ο υλικός κόσμος
εις την καθημερινήν του ανθρώπου ζωήν.
Εάν πεινώμεν,
τούτο κατά μέγιστον μέρος προέρχεται
εκ της ανάγκης, όπως αντικατασταθώσιν
αι ένεκα της βαρύτητος καταβληθείσαι
σημαντικώταται ανθρώπινοι δυνάμεις.
Ευρισκόμεθα
κατά ταύτα εις διαρκή κατά της μυστηριώδους
αυτής δυνάμεως πάλην, μέχρι της τελευταίας
μας πνοής. Όταν μεταβαίνωμεν εκάστην
εσπέραν προς κατάκλισιν, μια των
σπουδαιοτέρων αιτιών του ύπνου είναι
η ένεκα της ενεργείας αυτής προελθούσα
εξάντλησις καθ’ όλον το διάστημα της
ημέρας. Η κλίνη είναι εν των λαμπροτέρων
μέσων προς παροδικήν τουλάχιστον
ανακούφισιν κατά της αμειλίκτου αυτής
της ησυχίας του ανθρώπου εχθράς. Διότι
επί ταύτης δυνάμεθα να ελαττώσωμεν
σημαντικώτατα την εφ’ ημών ενέργειάν
της, ένεκα των πολλαπλών σημείων
υποστηρίξεων: εξαπλωνόμενοι ή μάλλον
κατακλινόμενοι ελαττούμεν σημαντικώτατα
– ουχί όμως εξ ολοκλήρου – την ενέργειαν
της βαρύτητος. Η κλίνη κατά ταύτα είναι
το συντελεστικώτατον και αποτελεσματικώτατον
όργανον δια την ανάπαυσιν και αναπλήρωσιν
των εξαντληθεισών εκ την κατά την ημέραν
ορθοστασίας, κινήσεως ή ατελούς αναπαύσεως
ανθρωπίνων δυνάμεων.
Αυτός
είναι ο λόγος δια τον οποίον εις τους
ασθενείς (τους μη έχοντας δηλαδή αρκετάς
δυνάμεις) ο ιατρός διατάσσει να
κατακλιθώσι: διότι η κλίνη υποβιβάζει
εις το ελάχιστον την επί του σώματος
ενέργειαν της βαρύτητος και τοιουτοτρόπως
αι εναπομείνουσαι εις τον ασθενή δυνάμεις
δεν εξαντλούνται ταχέως, αλλά
χρησιμοποιούνται, όπως κατορθώση ν’
αποκρούση την έφοδον και κακήν ενέργειαν
της ασθενείας. Το παράδοξον όμως είναι
ότι τούτο πράττοντες οι ιατροί το
πράττουσιν χωρίς να γνωρίζουν τον
πραγματικόν της κλίνης ρόλον, αλλ’
ακολουθούντες τυφλώς και αβασανίστως
την μυριετή της Ανθρωπότητος πείραν.
Εξ
αυτού και μόνου του γεγονότος θα ηδύνατο
κανείς ταχέως να συμπεράνη τον
σπουδαιότατον
και
πολυποίκιλον
ρόλον, που παίζει η βαρύτης επί της
υγείας του ανθρώπου, ρόλον τόσον ολίγον
μελετηθέντα!
Ο άνθρωπος υπείκων και πάλιν εις τα
κελεύσματα της πείρας, αλλ’ ουχί της
επιστημονικής υποδείξεως, ενστίκτως
εφεύρεν από αμνημονεύτων χρόνων τας
έδρας, τα καθίσματα, τους θρόνους και
παν μέσον προς ελάττωσιν της επιδράσεως
της βαρύτητος κατά το διάστημα της
ημέρας και της εγρηγόρσεως.
Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το αίνιγμα της
Σφιγγός. Ο άνθρωπος τέλος, αφού κατά την
νεανικήν και ανδρικήν του ηλικίαν εν
τη διαρκή δια την ζωήν και κατά της
βαρύτητος πάλην εξάντληση σημαντικάς
του δυνάμεις, αρχίζει να αισθάνηται
ολονέν και αυξανομένην την ολεθρίαν
επ’ αυτού της βαρύτος επίδρασιν. Το
σώμα του, το μόλις χθες ευθυτενές και
υπερήφανον, αρχίζει να κυρτούται. Οι
πόδες του υποτρέμουσι και μόλις είναι
ικανοί να υποβαστάζουν το βάρος του. Η
βακτηρία έρχεται εις επικουρίαν. Πικρά
φευ! παρηγορία. Ο θάνατος – ο αμείλικτος
θάνατος – πλησιάζει. Και τότε η βαρύτης
εξασκεί την τελευταίαν επ’ αυτού
επιρροήν. Αλλ’ εάν το πνεύμα του ανθρώπου
απαλλάσσηται του σώματος, είναι ζήτημα
εάν θραύη της βαρύτητος απολύτως τους
δεσμούς, οι οποίοι τόσον πνικτικώτεροι
και δισαπαλλακτικότεροι είναι, όσον ο
άνθρωπος εκείνος εβάρυνεν αυτό με υλικάς
– αντί αιθερίων – τροφάς και πράξεις.
Αι πρώται εξασφαλίζουν το ...Κάτω.
Αι άλλαι την πλήρη μυστηρίου του Ελληνικού
Αλφαβήτου λέξιν Άνω!
Αλλά και επί του γηίνου σώματος η βαρύτης
πολλάκις εξασκεί την απόλυτον κυριαρχίαν
της. Εις τα Μουσεία της Ευρώπης μέχρι
σήμερον ακόμη και ο έκπληκτος επισκέπτης
παρίσταται μάρτυς του παράδοξου τούτου
γεγονότος απέναντι των μωμιών – των
βαρέων μωμιών – τινές των οποίων
παρέδωσαν το πνεύμα προ τεσσάρων και
πέντε χιλιάδων ετών!
Όταν κανείς υπ’ αυτήν την έποψιν εξετάζη
το «Αίνιγμα της Σφιγγός» φέρεται εις
το να παραδεχθή, ότι η Σφιγξ, η τους
διαβάτας κατατρώγουσα, δεν είναι άλλο
ή η προσωποποίησις της Βαρύτητος, της
απηνούς αυτής Θεάς, η οποία κατατρώγει
– βραδέως, αλλ’ ασφαλώς – τας δυνάμεις
του ανθρώπου.
Ο απόρρητος ρόλος τον οποίον κυρίως
αύτη παίζει εις τον υλικόν κόσμον είναι
ρόλος τιμωρός: διότι εις αυτήν έχει
ανατεθή υπό των δημιουργικών του
Σύμπαντος Δυνάμεων η διαφύλαξις του
Δικαίου. Αλλοίμονον εις τον παραβάτην!
Οι δεσμοί της βαρύτητος κρατούσιν εν
φυλακή την Ψυχήν του μέχρις αποτίσεως
της αδικίας. Τούτο υπαινίσσονται αι
ακόλουθοι του θεοπνεύστου Πλάτωνος εν
τω Φαίδωνι μυστικιστικαί φράσεις:
«Εάν η ψυχή ήθελεν απαλλαγή του σώματος
μεμιασμένη και ακάθαρτος, ένεκα του
γεγονότος, ότι καθ’ όλην την ζωήν επί
της γης δεν εφρόντιζε περί ουδενός άλλου
ή της περιποιήσεως και ικανοποιήσεως
της σαρκός, μη δυνηθείσα να χαλιναγωγήση
τας ηδυπαθείας και επιθυμίας, μέχρι
τοιούτου βαθμού εμβεβυθισμένη εις την
απόλαυσιν των εγκοσμίων, ώστε να νομίζη
ότι κανέν άλλο πράγμα είναι αληθινόν
εκτός εκείνου, το οποίον έχει μορφήν
σώματος, το οποίον δηλαδή κανείς δύναται
δια της ΑΦΗΣ να αισθανθή, δια των οφθαλμών
να ίδη, να πίη ή να φάγη ή να το μεταχειρισθή
προς τα αφροδίσια, απεναντίας δ’ εκείνο
το οποίον οι οφθαλμοί δεν δύνανται να
ίδωσι, καθ’ ο άυλον, και το οποίον είναι
νοητόν μόνον δια της φιλοσοφίας, είναι
συνηθισμένη να το μισή, να το τρέμη και
να το αποφεύγη – τοιαύτη ψυχή δεν δύναται
ν’ αποχωρισθή του σώματος καθαρά και
απλή. Αφήνουσα το σώμα κατ’ ανάγκην
είναι τυλιγμένη με το σωματοειδές, με
το οποίον ευρίσκετο εις στενωτάτην
συνάφειαν, ώστε να γίνη τούτο σύμφυτον
αυτή.
»Το μίασμα τούτο της ψυχής είναι
στεροειδές, βαρύ, γεώδες και ορατόν. Ως
δ’ εκ του τοιούτου βάρους η ψυχή
έλκεται πάλιν εις τον ορατόν τόπον και
επειδή φοβείται το αόρατον, περιφέρεται
περί τα μνήματα και τους τάφους. Και εις
τους τοιούτους τύπους έχουν ακριβώς
παρατηρηθή ψυχών σκιώδη φαντάσματα, αι
οποίαι δεν απεχωρίσθησαν καθαραί του
σώματος, αλλ’ εξακολουθούσαι να μετέχουν
του ορατού, και δια τούτο ορώνται.
»Αύται δε δεν είναι βέβαια ψυχαί αγαθών
ανθρώπων, αλλά κακών και φαύλων
αναγκαζόμεναι να περιπλανώνται περί
εκείνους τους τόπους, εκτίνουσαι την
τιμωρίαν της προτέρας αυτών διαγωγής,
η οποία ήτο κακή. Πλανώνται δε μέχρι
της στιγμής, κατά την οποίαν εμβυθίζονται
και πάλιν εις το σώμα, ένεκα της
συνακολουθούσης σωματοειδούς επιθυμίας».
Δεν είναι δε μόνος ο Πλάτων, ο αποκαλύπτων
τοιαύτας περισπουδάστους αληθείας,
αλλά πας συγγραφεύς μεμυημένος εις τα
μυστήρια του Σύμπαντος. Παραθέτομεν
και τας ακολούθους του Χριστού αποκαλύψεις:
«Όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από
το ανθρώπινον σώμα, διέρχεται δι’
ανύδρων τόπων, ζητούν ανάπαυσιν χωρίς
να δύναται να την εύρη. Τότε λέγει: «θα
επιστρέψω εις τον οίκον μου, οπόθεν
εξήλθον, όταν όμως έλθη εις το σώμα του,
το ευρίσκει νεκρόν, σεσηπός, άχρηστον.
Τότε αναχωρεί και παραλαμβάνει μαζί
του άλλα ΕΠΤΑ πνεύματα πονηρότερα εαυτού
τα οποία εισέρχονται και κατοικούσι
και πάλιν εις το σώμα και τοιουτοτρόπως
τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου γίνονται
χείρονα των πρώτων».
ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ
ΤΟ ΕΙΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ
ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΥΠΟΛΑΝΘΑΝΟΝ
ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ
Ή ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ Ν. Ε.
ΠΡΕΑΡΗΣ
Β’ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΑΘΗΝΑ 2003