.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Η κάμπια – RUBEN DARIO



Σαν ν’ αναφερόταν στον Μπενβενούτο Τσελίνι και κάποιος να χαμογέλασε για τη διάσταση που είχε πάρη στη ζωή του μεγάλου τεχνίτη το γεγονός ότι κάποτε είδε μια σαλαμάνδρα, ο Ισάκιος Κοδομανός είπε:
«Μη χαμογελάτε. Σας ορκίζομαι πως έχω δει, όπως βλέπω τώρα εσάς, εάν όχι μια σαλαμάνδρα, σίγουρα μια κάμπια ή μια έμπουσα».
Θα σας διηγηθώ με λίγα λόγια το γεγονός.
Γεννήθηκα σε μια χώρα που, όπως σχεδόν σε όλη την Αμερική, εξασκούσαν την μαγική τέχνη και οι μάγοι επικοινωνούσαν με το αόρατο. Ο μυστηριώδης αυτόχθονας δεν εξαφανίστηκε με την εμφάνιση των κονκισταδόρων. Αντίθετα στη διάρκεια της αποικιοκρατίας με τον καθολικισμό αυξήθηκε η συνήθεια να επικαλούνται τις παράξενες δυνάμεις του δαιμονισμού και το κακό το μάτι. Στην πόλη που πέρασα τα πρώτα μου χρόνια μιλούσαν το θυμάμαι καλά, σαν να ήταν κάτι συνηθισμένο για εμφανίσεις διαβόλων, φαντασμάτων και ξωτικών. Για παράδειγμα, σε μια φτωχή οικογένεια που ζούσε κοντά στο σπίτι μου εμφανίστηκε το φάντασμα ενός στρατηγού της χερσονήσου σε έναν νεκρό και του φανέρωσε ένα θησαυρό θαμμένο στην αυλή. Ο νέος πέθανε εξαιτίας αυτής της παράξενης επίσκεψης, αλλά η οικογένεια του έγινε πλούσια, όπως πλούσιοι παραμένουν και μέχρι σήμερα οι απόγονοί του. Ένας επίσκοπος εμφανίστηκε σε έναν άλλο επίσκοπο, για να του υποδείξει το σημείο όπου θα έβρισκε ένα εκκλησιαστικό ντοκουμέντο παραχωμένο στα αρχεία της Μητρόπολης. Και θυμάμαι πολύ καλά ένα σπίτι, απ’ όπου ο διάβολος έφυγε από το παράθυρο παίρνοντας μαζί του μια γυναίκα. Η γιαγιά μου με βεβαίωσε για την νυχτερινή και φρικτή εμφάνιση ενός μοναχού χωρίς κεφάλι, και για την ύπαρξη ενός χεριού τριχωτού και τεράστιου που εμφανιζόταν μόνο του σαν μια υποχθόνια αράχνη. Όλα τούτα τα άκουσα σαν ήμουν παιδί. Αλλά αυτό που εγώ είδα και που εγώ άγγιξα έγινε στα δεκαπέντε μου χρόνια. Αυτό που εγώ είδα και ένιωσα από τον κόσμο με τις σκιές και τα σκοτεινά συμβάντα.
Σε κείνη την πόλη που θύμιζε κάποιες επαρχιακές πόλεις της Ισπανίας, όλοι οι γείτονες έκλειναν τις πόρτες τους στις οχτώ, ή το πολύ στις εννιά το βράδυ. Οι δρόμοι έμεναν έρημοι και σιωπηλοί. Δεν ακουγόταν άλλος θόρυβος εκτός από τις κουκουβάγιες που κούρνιαζαν στα γείσα ή τα σκυλιά που αλυχτούσαν τριγύρω.
Καθένας που θα αναζητούσε γιατρό ή ιερές, ή θα είχε κάποια άλλη νυχτερινή ανάγκη, έπρεπε να περάσει τους κακοτράχαλους και γεμάτους λακκούβες δρόμους με μοναδικό οδηγό τους φανούς πετρελαίου που τοποθετημένοι στους στύλους έριχναν το ισχνό τους φως.
Μερικές φορές ακούγονταν ήχοι μουσικής ή τραγουδιών. Ήσαν ισπανικές σερενάτες, άριες και ρομάντζες που συνόδευαν με κιθάρα, τα ρομαντικά γλυκόλογα του ερωτευμένου στην εκλεκτή του. Το τραγούδι ακουγόταν με ποικίλους τρόπους. Από μια μόνο κιθάρα ενός φτωχού τραγουδιστή, μέχρι από κουαρτέτο ή από εφτά άτομα. Πολλές φορές υπήρχε και ολόκληρη ορχήστρα με πιάνο, όταν κάποιος ανοιχτοχέρης επιθυμούσε να ηχήσει η μουσική κάτω από τα παράθυρα της δέσποινας του πόθου του.
Εγώ τότε ήμουν δεκαπέντε χρονών και είχα μεγάλη περιέργεια για τη ζωή και τον κόσμο. Και ένα από τα πράγματα που πιο πολύ λαχταρούσα ήταν να βγω στον δρόμο και να πάω με τους άλλους σε μια από αυτές τις σερενάτες. Αλλά πως να τα καταφέρω;
Η αδελφή της γιαγιάς μου που με ανέτρεφε σαν ήμουν παιδί, αφού έκανε την προσευχή της, φρόντιζε γυρίζοντας όλο το σπίτι να κλείνει καλά τις πόρτες, να παίρνει τα κλειδιά και να με αφήνει ξαπλωμένο αναπαυτικά κάτω από την κουνουπιέρα του κρεβατιού. Αλλά μια μέρα έμαθα πως θα γινόταν μια σερενάτα τη νύχτα. Και κάτι ακόμα: ένας από τους φίλους μου στην ίδια ηλικία με μένα θα ήταν παρών στη φιέστα που τις χάρες της μου τις ζωγράφισε με τα πιο δελεαστικά λόγια. Όλες τις ώρες της αναμονής, μέχρι τη νύχτα, τις πέρασα ανήσυχος χωρίς να συλλογιστώ ή να προετοιμάσω το σχέδιο της απόδρασής μου. Έτσι, σαν έφυγαν οι επισκέπτες της γιαγιάς – και ανάμεσά τους ένας ιερέας και δύο απόφοιτοι – που είχαν έρθει να συζητήσουν για πολιτική ή για να παίξουν χαρτιά, και μόλις τελείωσαν και οι προσευχές και όλος ο κόσμος ξάπλωσε, άλλο δεν σκέφτηκα παρά πως θα βάλω σε εφαρμογή το σχέδιό μου – δηλαδή να κλέψω το κλειδί της σεβάσμιας κυρίας.
Αφού πέρασαν τρεις ώρες, αυτό αποδείχτηκε εύκολο, επειδή γνώριζα που άφηνε τα κλειδιά και ακόμη επειδή γνώριζα που άφηνε τα κλειδιά και ακόμη πως εκείνη κοιμόταν ανυποψίαστη. Κάτοχος αυτού που έψαχνα και ξέροντας σε ποια πόρτα ταίριαζε κατάφερα να βγω στον δρόμο τη στιγμή που μακριά άρχισαν να ακούγονται τα ακόρντα από βιολιά, φλάουτα και βιολοντσέλα. Ένιωσα άντρας. Οδηγημένος από τη μελωδία έφθασα γρήγορα στο σημείο όπου δινόταν η σερενάτα. Ενώ οι μουσικοί έπαιζαν, οι σύντροφοί τους έπιναν μπίρες και λικέρ. Σε λίγο ένας ράφτης που έκανε τον τενόρο άρχισε να τραγουδάει πρώτα το «Στο φως της χλωμής σελήνης» και έπειτα το «Αναμνήσεις όταν η αυγή»... Μπαίνω σε τέτοιες λεπτομέρειες για να καταλάβετε πόσο ζωντανό μου έχει μείνει στη μνήμη ό,τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, την τόσο εξαιρετική για μένα. Από τα παράθυρα εκείνης της Δουλτσινέας αποφασίσαμε να πάμε σε κάποιας άλλης. Περάσαμε από την πλατεία της μητρόπολης. Και τότε... Έχω πει πως ήμουν δεκαπέντε χρονών, βρισκόμουν στον τροπικό της ζωής μου και μέσα μου ξυπνούσαν ακράτητες όλες οι απορίες της εφηβείας. Και από την άλλη μεριά η φυλακή του σπιτιού μου, απ’ όπου δεν έβγαινα παρά μόνο για να πάω στο σχολείο, εκείνη η επαγρύπνηση και εκείνα τα πρωτόγονα ένστικτα... αγνοούσα λοιπόν όλα τα μυστήρια. Έτσι πως να μην ήμουν ευχαριστημένος, όταν περνώντας από την πλατεία της Μητρόπολης μετά από την σερενάτα, είδα καθισμένη σε ένα πεζοδρόμιο, σαν σε όνειρο, μια γυναίκα τυλιγμένη στο μαντήλι της. Σταμάτησα.
Νέα; Γριά; Ζητιάνα; Τρελή; τι με ένοιαζε! Εγώ προχώρησα να αναζητήσω την αποκάλυψη της ποθητής περιπέτειας που τόσο επιθυμούσα.
Οι τραγουδιστές της σερενάτας ξεμάκραιναν.
Το φως από τα φανάρια της πλατείας έφθανε λιγοστό. Την πλησίασα και της μίλησα. Δεν λέω πως μίλησα με κουβέντες γλυκιές αλλά με λόγια φλογερά και βιαστικά. Καθώς δεν πήρα απάντηση έσκυψα και άγγιξα την πλάτη εκείνης της γυναίκας που δεν ήθελε να μου αποκριθεί, και έκανε ό,τι μπορούσε για να μην δω το πρόσωπό της. Ήμουν όλο υπαινιγμούς και περηφάνια. Και όταν πίστεψα πως κάτι είχα καταφέρει εκείνη η φιγούρα, γύρισε προς το μέρος μου, αποκάλυψε το πρόσωπό της και ω τρόμε, των τρόμων!
Εκείνο το πρόσωπο ήταν γλοιώδες και λιωμένο. Ένα αυτί κρεμόταν πάνω σε ένα μάγουλο κοκαλιάρικο και πυώδες. Μου ήρθε μια μυρωδιά σαπίλας. Από το κακάσχημο στόμα βγήκε ένα αποτρόπαιο γέλιο. Και σε λίγο εκείνο το «πράγμα» κάνοντας την πιο μακάβρια από τις γκριμάτσες έκανε ένα θόρυβο που ήταν κάπως έτσι: «Κχ, κχ, κχ!...»
Με τις τρίχες του κεφαλιού ανορθωμένες, έδωσα ένα μεγάλο σάλτο ουρλιάζοντας. Φώναξα τους άλλους.
Όταν έφθασαν κάποιοι από αυτούς που ήσαν στη σερενάτα, το «πράγμα» είχε εξαφανιστεί.
Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου, ολοκλήρωσε ο Ισάκιος Κοδομανός ότι αυτό που σας διηγήθηκα είναι απολύτως αληθινό.



RUBEN DARIO
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΑΤΩ 2013

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Η ΓΕΦΥΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ – MIRCEA ELIADE



Οι σαμάνοι όπως και οι νεκροί, έχουν να διασχίσουν κατά το ταξίδι τους στην Κόλαση μια γέφυρα. Όπως ο θάνατος, και η έκσταση συνεπάγεται μια «αλλοίωση» που ο μύθος μεταφράζει κατά πλαστικό τρόπο σε επικίνδυνο πέρασμα. Έχουμε συναντήσει σημαντικό αριθμό τέτοιων παραδειγμάτων. Επειδή θα επανέλθω σ’ αυτό το θέμα σ’ ένα ιδιαίτερο έργο, θα αρκεσθώ σε μερικές σύντομες παρατηρήσεις. Ο συμβολισμός της νεκρικής γέφυρας είναι παγκόσμια διαδεδομένος και ξεπερνάει την ιδεολογία και την σαμανική μυθολογία. Αυτός ο συμβολισμός, από τη μια μεριά με το μύθο μιας γέφυρας (ή ενός δένδρου, μιας κλιματίδας κλπ.) που ένωνε άλλοτε τη Γη με τον Ουρανό και χάρη στην οποία οι άνθρωποι επικοινωνούσαν άκοπα με τους θεούς και από την άλλη με τον μυητικό συμβολισμό «της στενής πόρτας» ή του «παράδοξου περάσματος» που θα διανθίσουμε με μερικά παραδείγματα. Έχομε να κάνουμε μ’ ένα μυθολογικό σύνδρομο του οποίου τα βασικότερα συστατικά στοιχεία θα ήταν τα εξής: 1) in illo tempore, στους παραδεισιακούς χρόνους της ανθρωπότητας, μια γέφυρα ένωνε τη Γη με τον Ουρανό και οι άνθρωποι περνούσαν από το ένα σημείο στο άλλο χωρίς να συναντήσουν εμπόδια γιατί δεν υπήρχε ο θάνατος 2) όταν κόπηκαν κάποτε οι εύκολες επικοινωνίες ανάμεσα στη Γη και στον Ουρανό, τη γέφυρα δεν την περνούσανε πια παρά μόνο «κατά πνεύμα», δηλαδή σα νεκροί ή σε έκσταση. 3) Το πέρασμα είναι δύσκολο, είναι δηλαδή γεμάτο εμπόδια και όλες οι ψυχές δεν καταφέρνουν να το περάσουν. Χρειάζεται να αντιμετωπίσουν τους δαίμονες και τα τέρατα που θα ήθελαν να κατασπαράξουν την ψυχή, ή ακόμα, στο πέρασμα των ασεβών, η γέφυρα γίνεται στενή σα λεπίδι ξυραφιού, κλπ. Μόνο οι «καλοί» και ειδικότερα οι μυημένοι διασχίζουν εύκολα τη γέφυρα (οι τελευταίοι γνωρίζουν κατά κάποιο τρόπο τον δρόμο, μια και έχουν υποστεί τον τυπικό θάνατο και την ανάσταση). 4) ορισμένοι προνομοιούχοι καταφέρνουν πάντως να την διασχίσουν ενώ είναι ακόμα ζωντανοί, είτε σε έκσταση, όπως οι σαμάνοι, είτε «δια της βίας» όπως μερικοί ήρωες, είτε, τέλος, «με παράδοξο τρόπο», με την «φρόνηση» ή με τη μύηση (θα γυρίσουμε σύντομα σ’ αυτό το «παράδοξο»).
Το σημαντικό γεγονός είναι ότι πολλά τυπικά θεωρείται πως «κατασκευάζουν» συμβολικά μια «γέφυρα» ή μια «σκάλα» και τούτο από την ίδια τη δύναμη του τυπικού. Αυτή η ιδέα έχει πιστοποιηθεί, παραδείγματος χάρη, στον συμβολισμό της βραχμανικής θυσίας (βλ. Ταιτιρίγυα Σαμχίτα, VI, 5, 3, 3. VI, 5, 4, 2. VI, 5, 8, 5, κλπ.). Όπως είδαμε, το σχοινί που συνδέει τις τελετουργικές σημύδες που στήνονται για τη σαμανική παράσταση ονομάζεται ακριβώς «γέφυρα» και συμβολίζει την ανάβαση του σαμάνου στον Ουρανό. Σε ορισμένες ιαπωνικές μυήσεις, οι υποψήφιοι είναι αναγκασμένοι να χτίσουν μια «γέφυρα» με επτά βέλη και επτά σανίδες. Τούτο το τυπικό πρέπει να παρομοιαστεί με τις σκάλες από μαχαίρια που αναρριχώνται οι υποψήφιοι κατά τη σαμανική τους μύηση και, γενικότερα, με τα μυητικά τυπικά της ανάβασης. Η έννοια όλων αυτών των τυπικών του «επικίνδυνου περάσματος» είναι η ακόλουθη: εγκαθιστούν μια επικοινωνία μεταξύ Ουρανού και Γης, προσπαθώντας να αποκαταστήσουν την «κοινωνικότητα» που ήταν ο νόμος in illo tempore. Από μια ορισμένη γωνία όλα τα μυητικά τυπικά επιζητούν την ανοικοδόμηση ενός «περάσματος» προς το αντίπερα και συνεπώς την κατάργηση της διακοπής των επιπέδων που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κατάσταση μετά την «πτώση».
Η ζωτικότητα του συμβολισμού της γέφυρας αποδεικνύεται επίσης από τον ρόλο που παίζει τόσο στην χριστιανική και ισλαμική αποκάλυψη όσο και στις μυητικές παραδόσεις του δυτικού μεσαίωνα. Το όραμα του Αποστόλου Παύλου μας δείχνει μια γέφυρα «στενή σαν τρίχα» που συνδέει τον κόσμο μας με τον Παράδεισο. Την ίδια εικόνα συναντάμε στους Άραβες συγγραφείς και μυστικιστές: η γέφυρα είναι πιο στενή κι από «τρίχα μαλλιών» και συνδέει τη Γη με τις αστρικές σφαίρες και τον Παράδεισο. Όπως ακριβώς και στις χριστιανικές παραδόσεις, οι αμαρτωλοί, ανίκανοι να τις διασχίσουν, καταποντίζονται στην Κόλαση. Η αραβική ορολογία υπογραμμίζει καθαρά τον χαρακτήρα της «δύσκολης προσπέλασης» της γέφυρας ή του «μονοπατιού». Οι μεσαιωνικοί θρύλοι μιλάνε για μια «γέφυρα κρύμμένη κάτω από το νερό» και για μια «γέφυρα-σπαθί» όπου ο ήρωας (Λάνσελοτ) πρέπει να περάσει με γυμνά χέρια και πόδια. Αυτή η γέφυρα είναι πιο «κοφτερή και από δρεπάνι» και το πέρασμα γίνεται «με πόνο και αγωνία». Ο μυητικός χαρακτήρας του περάσματος της γέφυρας-σπαθί επιβεβαιώνεται και από ένα άλλο γεγονός: πριν αρχίσει να την διασχίζει ο Λάνσελοτ διακρίνει δύο λιοντάρια στην απέναντι όχθη, αλλά όταν φθάσει, δεν βρίσκει πια παρά μια σαύρα: ο «κίνδυνος» χάνεται από το γεγονός ότι η μυητική δοκιμασία νικήθηκε. Στις υπερβόρειες παραδόσεις, ο Βαϊναμόινεν και οι σαμάνοι που ταξιδεύουν σε έκσταση προς τον άλλο κόσμο (Τουονάλα) πρέπει να διασχίσουν μια γέφυρα καμωμένη από σπαθιά και μαχαίρια.
Το στενό ή «δύσκολο πέρασμα» είναι ένα συνηθισμένο θέμα των νεκρικών και των μυητικών μυθολογιών (είναι γνωστή η αλληλεπίδραση και η συγχώνευση που προσβάλλει κατά καιρούς και τις μεν και τις δε). Στη Νέα Ζηλανδία, ο νεκρός πρέπει να περάσει από έναν πολύ περιορισμένο χώρο ανάμεσα σε δύο δαίμονες που προσπαθούν να τον πιάσουν. Αν είναι «ελαφρός», καταφέρνει να τον περάσει, αλλά αν είναι «βαρύς» πέφτει και γίνεται λεία των δαιμόνων. «Ελαφράδα» ή «ταχύτητα» – όπως στους μύθους όπου χρειάζεται να περάσει «πολύ γρήγορα» μέσα από τα σαγόνια ενός τέρατος – είναι πάντοτε ένας συμβολικός τύπος της «εξυπνάδας» και της «φρονιμάδας», σε τελευταία ανάλυση, της «υπεροχής» της μύησης. «Είναι δύσκολο να περάσεις πάνω στην καλοακονισμένη κόψη του ξυραφιού, λένε οι ποιητές για να εκφράσουν την δυσκολία του δρόμου (που οδηγεί στην ανώτατη γνώση) λέει η Κάθα Γιουπανισάντ (ΙΙΙ,14 μεταφ. Λουί Ρενού). Αυτός ο τύπος ρίχνει φως στον μυητικό χαρακτήρα της μεταφυσικής γνώσης. «Τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν!» (Ματθαίος VII,14).
Πραγματικά, ο συμβολισμός της «στενής πόρτας» και της «επικίνδυνης γέφυρας» είναι αλληλέγγυος με τον συμβολισμό αυτού που αποκαλέσαμε το «παράδοξο πέρασμα» γιατί μερικές φορές φαίνεται σαν ακατόρθωτο ή σαν μια κατάσταση χωρίς διέξοδο. Ας θυμηθούμε ότι οι υποψήφιοι σαμάνοι ή οι ήρωες ορισμένων μύθων βρίσκονται κάποτε σε μια θέση, φαινομενικά απελπιστική: πρέπει να περάσουν από εκεί όπου «η νύχτα και η μέρα συνναντιώνται» ή να βρουν μια πόρτα σ’ έναν τοίχο, ή ν’ ανέβουν στον Ουρανό από ένα πέρασμα που δεν μισανοίγει παρά για ένα λεφτό, να περάσουν ανάμεσα από δύο μυλόπετρες σε αδιάκοπη κίνηση, ανάμεσα σε δύο βράχους που αγγίζει ο ένας τον άλλο κάθε λεπτό, ή ακόμα μέσα από τα σαγόνια ενός τέρατος κλπ. Όπως το διέβλεψε ο Κουμαραζουάμυ, όλες αυτές οι μυθικές εικόνες εκφράζουν την ανάγκη της υπέρβασης των αντιθέτων, της κατάλυσης της πόλωσης που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη συνθήκη, για να φτάσει στην τελική πραγματικότητα. «Αυτός που θέλει να μεταφερθεί από τούτον τον κόσμο στον άλλο, ή να επιστρέψει, πρέπει να το κάνει στο «διάστημα» το μονοδιαστατικό και άχρονο που χωρίζει τις συγγενείς αλλά αντίθετες δυνάμεις μέσα από τις οποίες δεν μπορούμε να περάσουμε παρά στιγμιαία» (Κουμαρασουάμυ, Συμπληγάδες σ. 486). Μέσα στους μύθους, αυτό το «παράδοξο» πέρασμα υπογραμμίζει ακριβώς πως αυτός που καταφέρνει να το πραγματοποιήσει έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση: είναι ένας σαμάνος, ένας ήρωας ή ένα «πνεύμα», και πράγματι, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί το «παράδοξο» πέρασμα παρά μόνο αν είναι κανείς «πνεύμα».
Αυτά τα λίγα παραδείγματα φωτίζουν την λειτουργικότητα των μύθων, των τυπικών και των συμβόλων του «περάσματος» στην σαμανική ιδεολογία και στις σαμανικές τεχνικές. Διασχίζοντας σε έκσταση την «επικίνδυνη» γέφυρα που συνδέει τους δύο κόσμους και όπου μόνο οι νεκροί μπορούν ν’ αναμετρηθούν, ο σαμάνος, από τη μια μεριά αποδεικνύει ότι είναι «πνεύμα», ότι δεν είναι πια ανθρώπινο ον, και από την άλλη προσπαθεί να αποκαταστήσει την «επικοινωνία» που υπήρχε in illo tempore ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο και τον Ουρανό. Πραγματικά αυτό που σήμερα πραγματοποιούν οι σαμάνοι σε έκσταση, άλλοτε, στην αυγή του χρόνου, όλα τα ανθρώπινα όντα ήταν ικανά να το πραγματοποιήσουν in concreto: ανέβαιναν στον Ουρανό και ξανακατέβαιναν χωρίς να καταφεύγουν στον τρόμο. Η έκσταση ξανακάνει προσωρινά πραγματικότητα για έναν περιορισμένο αριθμό ατόμων, τους σαμάνους, την αρχέγονη κατάσταση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ως προς τούτο, η μυστικιστική εμπειρία των «πρωτόγονων» είναι μια επιστροφή στις ρίζες, μια αναδρομή στα μυστικά χρόνια του χαμένου παράδεισου. Για τον σαμάνο σε έκσταση, η Γέφυρα, το Δένδρο, η Κλιματίδα, το Σχοινί, κλπ. που in illo tempore ένωνε τη Γη με τον Ουρανό, ξαναβρίσκει για ένα λεπτό την πραγματικότητα και την επικαιρότητά της.


MIRCEA ELIADE
ΣΑΜΑΝΙΣΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΜΠΟΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ (ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ 1999)

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

ΑΠΟΛΛΩΝ – ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ



Η απλουστευτική μας τάση, ιδίως για έννοιες που δεν έχουν πια στον σύγχρονο κόσμο αντίκρυσμα ζωής, αλλά αποτελούν τυπικές γνώσεις, μας κάνει να βλέπουμε τον Απόλλωνα έναν θεό γαλήνιο και φωτεινό, πλαστικά ωραίον, νομοθέτη της ευρυθμίας, ενσαρκωτή του ορθού λόγου, τον κατ’ εξοχήν – δηλαδή τον πιο συμβατικό – «ελληνικό» θεό. Ο Νίτσε, που τον ξεχώρισε ως ιδέα για να τον αντιτάξει στον Διόνυσο, δεν είναι ίσως ανεύθυνος γι’ αυτή τη σχηματοποίηση. Στην πραγματικότητα, ο Απόλλων είναι θεός φοβερός.
Και μόνον ο μύθος της μητέρας του της Λητώς, που ετοιμόγεννη τριγύριζε αποδιωγμένη από τόπο σε τόπο, χωρίς να βρίσκει που να σταθεί να τον γεννήσει, γιατί όλοι φοβόνταν λέει τον τρομερό θεό που θα ερχόταν στο φως, και μόνον αυτός ο μύθος φτάνει για να μας δώσει μια νύξη του τι κρύβεται πίσω από το σύμβολο. Η ταύτιση του Απόλλωνος με τον ήλιο, το έκπαγλο κι αδυσώπητο σε χώρα μεσημβρινή φως, λέει πολλά. Ο θεός αυτός αναδίνει μια λάμψη που κεραυνώνει. Απόλλων και Άρτεμις, τα δυό αδέρφια, αναφέρονται συχνά ως θεοί του θανάτου – κι εδώ βλέπουμε την έννοια φως να παίρνει μια σημασία άλλη, μεταφυσική. Υπάρχει ένα φως που, όταν σε φωτίζει σε σκοτώνει. Ένα αφόρητο φως.
Το όνομα του Απόλλωνος να ετυμολογείται τάχα από το απολλύναι, και να σημαίνει την καταλυτική δύναμη της θεότητας; Μας φτάνει ν’ αναθυμηθούμε την τρομερή παράκρουση της Κασσάνδρας στον «Αγαμέμνονα», όταν την κυριεύει η προφητική μανία:
Απόλλων, Απόλλων,
Αγυιάτ’, απόλλων εμός.
Απωλέσας γαρ ου μόλις το δεύτερον (1).
Η παρουσία του θεού μέσα στη βασιλική σκλάβα, στο σκεύος αυτό εκλογής του, κατασπαράζει, παλαβώνει. Αυτόν επικαλείται η Ηλέκτρα στη φοβερή στιγμή της μητροκτονίας, στον Σοφοκλή: «Άναξ Άπολλον, ίλεως αυτοίν κλύε... Νυν δ’, ω Λύκει’ Άπολλον, εξ οίων έχω αιτώ, προπίτνω, λίσσομαι, γενού πρόφρων ημίν αρωγός τώνδε των βουλευμάτων». Η επίδραση του δελφικού θεού όμως δεν είναι ποτέ εγκληματική, με την έννοια της αδικίας. Είναι επίδραση τιμωρός κι αδυσώπητη. Νομοθέτης του ηθικού νόμου ο Απόλλων, απαιτεί για εξιλέωση όχι το αίμα του φονιά, όπως οι αρχέγονες Ερινύες, αλλά τον αγνισμό. Μόνο που μέσα στον αγνισμό, πολύ συχνά, περιέχεται και η θυσία του αίματος. Είναι αίτημα αυστηρό ο αγνισμός. Κάποιος πληρώνει.
Και είναι θεός της μαντικής ο Απόλλων, ξέρει τα μελλούμενα, βλέπει μακρυά, προβλέπει. Η παράκρουση που κυριεύει τους ιεροφάντες του είτε Πυθία είναι είτε Σίβυλλες είτε η Κασσάνδρα, υποδηλώνει τη μετάβαση σε μιαν άλλη κατάσταση, μεταρσίωση εκστατική, που είναι διασκελισμός του μεταίχμιου ανάμεσα στη ζωή της κοινής εμπειρίας και στην έλλαμψη των μυστικών. Έχουμε έτσι, καταμεσίς στον ελληνικό κόσμο, τη μαρτυρία για την ύπαρξη μιας άλλης αλήθειας, πέρα από την προσιτή στον καθένα, και που είτε αποτελεί διαίσθηση είτε υψηλή νοσταλγία, παραμένει έτσι ή αλλιώς μιά από τις βαθύτερες εκμυστηρεύσεις της αρχαίας ψυχής.
Τέλος, για να καταλάβουμε την έννοια, ή κάλλιο το σύστημα εννοιών κι εμπειρίας που κρύβεται κάτω από τ’ όνομα Απόλλων, ανάγκη ν’ απαλλαγούμε μια για πάντα από την παράσταση ενός Δωδεκάθεου ευτράπελου, διακωμωδημένου, όπως μας έχει επιπόλαια παραδωθεί. Ο θεός παίρνει πάντοτε την ποιότητα εκείνου που τον προφέρει. Σε κάθε εποχή, ο άνθρωπος την ίδια ιδέα του Αγνώστου, του άρρητου και ιερού, προσωποποίησε κάτω από τα διάφορα ονόματα θεοτήτων. Το θείο στη συνείδηση ενός ποιητή όπως ο Σοφοκλής, μπορεί να είναι – και είναι – ασύγκριτα υψηλότερο βίωμα από ό,τι στην συνείδηση ενός ανόητου ή τυπολάτρη ή εγωιστή Χριστιανού. Όταν λοιπόν συναντάμε στον «Οιδίποδα τύραννο» τη λέξη Απόλλων, ας ξεχνάμε το παιδικό Δωδεκάθεο, που είναι μια λαϊκή του καιρού της πρόληψη, κι’ ας ακούμε την μεγάλη φωνή που μας μιλάει πέρα από τις χιλιετηρίδες, για την φοβερότερη παρουσία που ένιωσε ποτέ στο πλευρό του ο άνθρωπος.


________________
1. Απόλλων,
Απόλλων οδηγέ κ’ η απώλειά μου,
α, τάχα που μ’ ωδήγησες; και σε ποια στέγη; (μεταφράζει ο Γρυπάρης)


ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΙΚΗ ΜΟΥΣΑ
ΔΟΚΙΜΙΟ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ 1989

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Όνειρο ( A Dream) – Edgar Allan Poe


Σε οράματα μέσα της μαύρης νύχτας
Μια χαρά που χάθηκε ονειρεύτηκα.
Όμως ένα όνειρο της μέρας με ζωή και με φως
Ραγισμένη άφησε την καρδιά μου.

Αχ! πόσο αξίζει τη μέρα ένα όνειρο
Για τον που στρέφει τα μάτια
Τριγύρω στα πράγματα, με ματιά
Που επιστρέφει στο παρελθόν;

Κείνο το άγιο όνειρο, το άγιο όνειρο,
Όταν οι άλλοι, όλοι με μάλωναν,
Μου έδωσε χαρά σαν την αγαπημένη λάμψη
Που οδηγεί ένα πνεύμα έρημο.

Τι κι αν το φως αυτό, μέσα στη νύχτα,
Και τη θύελλα, τόσο τρεμόσβηνε από μακριά -
Και τι άλλο θα υπήρχε με θάμπος αγνότερο
Κάτω από της Αλήθειας το αυγινό άστρο;

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΣ

---

In visions of the dark night
I have dreamed of joy departed—
But a waking dream of life and light
Hath left me broken-hearted.

Ah! what is not a dream by day
To him whose eyes are cast
On things around him with a ray
Turned back upon the past?

That holy dream—that holy dream,
While all the world were chiding,
Hath cheered me as a lovely beam
A lonely spirit guiding.

What though that light, thro' storm and night,
So trembled from afar—
What could there be more purely bright
In Truth's day-star?