.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Η κάμπια – RUBEN DARIO



Σαν ν’ αναφερόταν στον Μπενβενούτο Τσελίνι και κάποιος να χαμογέλασε για τη διάσταση που είχε πάρη στη ζωή του μεγάλου τεχνίτη το γεγονός ότι κάποτε είδε μια σαλαμάνδρα, ο Ισάκιος Κοδομανός είπε:
«Μη χαμογελάτε. Σας ορκίζομαι πως έχω δει, όπως βλέπω τώρα εσάς, εάν όχι μια σαλαμάνδρα, σίγουρα μια κάμπια ή μια έμπουσα».
Θα σας διηγηθώ με λίγα λόγια το γεγονός.
Γεννήθηκα σε μια χώρα που, όπως σχεδόν σε όλη την Αμερική, εξασκούσαν την μαγική τέχνη και οι μάγοι επικοινωνούσαν με το αόρατο. Ο μυστηριώδης αυτόχθονας δεν εξαφανίστηκε με την εμφάνιση των κονκισταδόρων. Αντίθετα στη διάρκεια της αποικιοκρατίας με τον καθολικισμό αυξήθηκε η συνήθεια να επικαλούνται τις παράξενες δυνάμεις του δαιμονισμού και το κακό το μάτι. Στην πόλη που πέρασα τα πρώτα μου χρόνια μιλούσαν το θυμάμαι καλά, σαν να ήταν κάτι συνηθισμένο για εμφανίσεις διαβόλων, φαντασμάτων και ξωτικών. Για παράδειγμα, σε μια φτωχή οικογένεια που ζούσε κοντά στο σπίτι μου εμφανίστηκε το φάντασμα ενός στρατηγού της χερσονήσου σε έναν νεκρό και του φανέρωσε ένα θησαυρό θαμμένο στην αυλή. Ο νέος πέθανε εξαιτίας αυτής της παράξενης επίσκεψης, αλλά η οικογένεια του έγινε πλούσια, όπως πλούσιοι παραμένουν και μέχρι σήμερα οι απόγονοί του. Ένας επίσκοπος εμφανίστηκε σε έναν άλλο επίσκοπο, για να του υποδείξει το σημείο όπου θα έβρισκε ένα εκκλησιαστικό ντοκουμέντο παραχωμένο στα αρχεία της Μητρόπολης. Και θυμάμαι πολύ καλά ένα σπίτι, απ’ όπου ο διάβολος έφυγε από το παράθυρο παίρνοντας μαζί του μια γυναίκα. Η γιαγιά μου με βεβαίωσε για την νυχτερινή και φρικτή εμφάνιση ενός μοναχού χωρίς κεφάλι, και για την ύπαρξη ενός χεριού τριχωτού και τεράστιου που εμφανιζόταν μόνο του σαν μια υποχθόνια αράχνη. Όλα τούτα τα άκουσα σαν ήμουν παιδί. Αλλά αυτό που εγώ είδα και που εγώ άγγιξα έγινε στα δεκαπέντε μου χρόνια. Αυτό που εγώ είδα και ένιωσα από τον κόσμο με τις σκιές και τα σκοτεινά συμβάντα.
Σε κείνη την πόλη που θύμιζε κάποιες επαρχιακές πόλεις της Ισπανίας, όλοι οι γείτονες έκλειναν τις πόρτες τους στις οχτώ, ή το πολύ στις εννιά το βράδυ. Οι δρόμοι έμεναν έρημοι και σιωπηλοί. Δεν ακουγόταν άλλος θόρυβος εκτός από τις κουκουβάγιες που κούρνιαζαν στα γείσα ή τα σκυλιά που αλυχτούσαν τριγύρω.
Καθένας που θα αναζητούσε γιατρό ή ιερές, ή θα είχε κάποια άλλη νυχτερινή ανάγκη, έπρεπε να περάσει τους κακοτράχαλους και γεμάτους λακκούβες δρόμους με μοναδικό οδηγό τους φανούς πετρελαίου που τοποθετημένοι στους στύλους έριχναν το ισχνό τους φως.
Μερικές φορές ακούγονταν ήχοι μουσικής ή τραγουδιών. Ήσαν ισπανικές σερενάτες, άριες και ρομάντζες που συνόδευαν με κιθάρα, τα ρομαντικά γλυκόλογα του ερωτευμένου στην εκλεκτή του. Το τραγούδι ακουγόταν με ποικίλους τρόπους. Από μια μόνο κιθάρα ενός φτωχού τραγουδιστή, μέχρι από κουαρτέτο ή από εφτά άτομα. Πολλές φορές υπήρχε και ολόκληρη ορχήστρα με πιάνο, όταν κάποιος ανοιχτοχέρης επιθυμούσε να ηχήσει η μουσική κάτω από τα παράθυρα της δέσποινας του πόθου του.
Εγώ τότε ήμουν δεκαπέντε χρονών και είχα μεγάλη περιέργεια για τη ζωή και τον κόσμο. Και ένα από τα πράγματα που πιο πολύ λαχταρούσα ήταν να βγω στον δρόμο και να πάω με τους άλλους σε μια από αυτές τις σερενάτες. Αλλά πως να τα καταφέρω;
Η αδελφή της γιαγιάς μου που με ανέτρεφε σαν ήμουν παιδί, αφού έκανε την προσευχή της, φρόντιζε γυρίζοντας όλο το σπίτι να κλείνει καλά τις πόρτες, να παίρνει τα κλειδιά και να με αφήνει ξαπλωμένο αναπαυτικά κάτω από την κουνουπιέρα του κρεβατιού. Αλλά μια μέρα έμαθα πως θα γινόταν μια σερενάτα τη νύχτα. Και κάτι ακόμα: ένας από τους φίλους μου στην ίδια ηλικία με μένα θα ήταν παρών στη φιέστα που τις χάρες της μου τις ζωγράφισε με τα πιο δελεαστικά λόγια. Όλες τις ώρες της αναμονής, μέχρι τη νύχτα, τις πέρασα ανήσυχος χωρίς να συλλογιστώ ή να προετοιμάσω το σχέδιο της απόδρασής μου. Έτσι, σαν έφυγαν οι επισκέπτες της γιαγιάς – και ανάμεσά τους ένας ιερέας και δύο απόφοιτοι – που είχαν έρθει να συζητήσουν για πολιτική ή για να παίξουν χαρτιά, και μόλις τελείωσαν και οι προσευχές και όλος ο κόσμος ξάπλωσε, άλλο δεν σκέφτηκα παρά πως θα βάλω σε εφαρμογή το σχέδιό μου – δηλαδή να κλέψω το κλειδί της σεβάσμιας κυρίας.
Αφού πέρασαν τρεις ώρες, αυτό αποδείχτηκε εύκολο, επειδή γνώριζα που άφηνε τα κλειδιά και ακόμη επειδή γνώριζα που άφηνε τα κλειδιά και ακόμη πως εκείνη κοιμόταν ανυποψίαστη. Κάτοχος αυτού που έψαχνα και ξέροντας σε ποια πόρτα ταίριαζε κατάφερα να βγω στον δρόμο τη στιγμή που μακριά άρχισαν να ακούγονται τα ακόρντα από βιολιά, φλάουτα και βιολοντσέλα. Ένιωσα άντρας. Οδηγημένος από τη μελωδία έφθασα γρήγορα στο σημείο όπου δινόταν η σερενάτα. Ενώ οι μουσικοί έπαιζαν, οι σύντροφοί τους έπιναν μπίρες και λικέρ. Σε λίγο ένας ράφτης που έκανε τον τενόρο άρχισε να τραγουδάει πρώτα το «Στο φως της χλωμής σελήνης» και έπειτα το «Αναμνήσεις όταν η αυγή»... Μπαίνω σε τέτοιες λεπτομέρειες για να καταλάβετε πόσο ζωντανό μου έχει μείνει στη μνήμη ό,τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, την τόσο εξαιρετική για μένα. Από τα παράθυρα εκείνης της Δουλτσινέας αποφασίσαμε να πάμε σε κάποιας άλλης. Περάσαμε από την πλατεία της μητρόπολης. Και τότε... Έχω πει πως ήμουν δεκαπέντε χρονών, βρισκόμουν στον τροπικό της ζωής μου και μέσα μου ξυπνούσαν ακράτητες όλες οι απορίες της εφηβείας. Και από την άλλη μεριά η φυλακή του σπιτιού μου, απ’ όπου δεν έβγαινα παρά μόνο για να πάω στο σχολείο, εκείνη η επαγρύπνηση και εκείνα τα πρωτόγονα ένστικτα... αγνοούσα λοιπόν όλα τα μυστήρια. Έτσι πως να μην ήμουν ευχαριστημένος, όταν περνώντας από την πλατεία της Μητρόπολης μετά από την σερενάτα, είδα καθισμένη σε ένα πεζοδρόμιο, σαν σε όνειρο, μια γυναίκα τυλιγμένη στο μαντήλι της. Σταμάτησα.
Νέα; Γριά; Ζητιάνα; Τρελή; τι με ένοιαζε! Εγώ προχώρησα να αναζητήσω την αποκάλυψη της ποθητής περιπέτειας που τόσο επιθυμούσα.
Οι τραγουδιστές της σερενάτας ξεμάκραιναν.
Το φως από τα φανάρια της πλατείας έφθανε λιγοστό. Την πλησίασα και της μίλησα. Δεν λέω πως μίλησα με κουβέντες γλυκιές αλλά με λόγια φλογερά και βιαστικά. Καθώς δεν πήρα απάντηση έσκυψα και άγγιξα την πλάτη εκείνης της γυναίκας που δεν ήθελε να μου αποκριθεί, και έκανε ό,τι μπορούσε για να μην δω το πρόσωπό της. Ήμουν όλο υπαινιγμούς και περηφάνια. Και όταν πίστεψα πως κάτι είχα καταφέρει εκείνη η φιγούρα, γύρισε προς το μέρος μου, αποκάλυψε το πρόσωπό της και ω τρόμε, των τρόμων!
Εκείνο το πρόσωπο ήταν γλοιώδες και λιωμένο. Ένα αυτί κρεμόταν πάνω σε ένα μάγουλο κοκαλιάρικο και πυώδες. Μου ήρθε μια μυρωδιά σαπίλας. Από το κακάσχημο στόμα βγήκε ένα αποτρόπαιο γέλιο. Και σε λίγο εκείνο το «πράγμα» κάνοντας την πιο μακάβρια από τις γκριμάτσες έκανε ένα θόρυβο που ήταν κάπως έτσι: «Κχ, κχ, κχ!...»
Με τις τρίχες του κεφαλιού ανορθωμένες, έδωσα ένα μεγάλο σάλτο ουρλιάζοντας. Φώναξα τους άλλους.
Όταν έφθασαν κάποιοι από αυτούς που ήσαν στη σερενάτα, το «πράγμα» είχε εξαφανιστεί.
Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου, ολοκλήρωσε ο Ισάκιος Κοδομανός ότι αυτό που σας διηγήθηκα είναι απολύτως αληθινό.



RUBEN DARIO
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΑΤΩ 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: