.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ο Μπένι και η Λίλιθ – Barbara Black Loltuv



Η τρομακτική δύναμη μιας αποπλάνησης από τη Λίλιθ απεικονίζεται στο μυστικιστικό παραμύθι του Μπένι, που κοιμόταν μόνος από τότε που είχε πεθάνει η γυναίκα του:

Μέσα στη νύχτα ο Μπένι ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σπίτι του, σαν σε βαθύ τάφο. Ίσα που ανέπνεε και ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, καθώς ξάπλωνε ανάμεσα στα βρώμικα κουρέλια, αναμαλλιασμένος και απλωμένος σαν κουφάρι.
Έσμιξε τα χέρια στο σκοτάδι προσπαθώντας να πιαστεί από κάπου για να μην πέσει. Μια δυσωδία αναδύθηκε από αυτόν και τα σάλια έτρεχαν από το στόμα του.
Έτρεχαν τα σάλια του Μπένι, του άγιου της γενιάς του.
Ξέμπλεξε τα χέρια του και τα άπλωσε στο σκοτάδι, αλλά αμέσως τα τράβηξε πίσω.
Φαίνεται πως ο Μπένι άγγιξε κάποιον δίπλα από το κρεβάτι του.
Κοίταξε διαπεραστικά στο δωμάτιο. Πραγματικά, κάποιος στεκόταν όχι μακριά του, μια μορφή άκαμπτη, μια ψηλή, ζεστή φιγούρα.
Ο Μπένι ανακάθησε τρομαγμένος.
Φαινόταν καθαρά μια θηλυκή παρουσία, της οποίας οι γλουτοί και τα στήθη διαγράφονταν από το στενό μαύρο ύφασμα.
Τη ρώτησε μαλακά:
«Τι κάνεις εδώ;»
Δεν απάντησε. Σιγά, αβίαστα, βάδισε προς την πόρτα όπου γύρισε, τον αντίκρυσε και παρέμεινε να στέκεται σε αυτή τη θέση.
Μια κίτρινη λάμψη διαχύθηκε στο δωμάτιο σαν λεπτή σκόνη.
«Μπένι», είπε, «κάποτε με φώναξες».
Η φωνή της ήταν καυτή, χαλάρωνε και έκανε το σώμα του να γέρνει προς το μέρος της.
«Εγώ;»
«Ναι, μια φορά, όταν ήσουν ακόμη μικρός».
Ο Μπένι χάιδεψε τα μπερδεμένα γένια του.
«Εγώ; Όταν ήμουν μικρός;»
«Ναι, ναι Μπένι, χάζευες τις αγελάδες στο λιβάδι, είχες μεγάλο φουσκωμένο στομάχι και μοσχαρίσια μάτια. Θυμάσαι; Όποτε ένας ταύρος ζήταγε μια αγελάδα έτριβες τα χέρια σου, έκλαιγες στενοχωρημένος και άρχιζες να μετράς στα δάχτυλά σου για να δεις σε πόσα χρόνια θα παντρευτείς».
Ο Μπένι άρχιζε να θυμάται, αλλά δεν ήθελε να απαντήσει.
«Μπένι τότε με κάλεσες... Αλλά δεν έρχομαι σε μικρά παιδιά» και πρόσθεσε χαμογελώντας: «Τώρα είσαι ένας μοναχικός, ενήλικος άνδρας... Όμορφος και αξιαγάπητος! Θέλω να ακουμπήσω το κεφάλι μου στο νεανικό σου στήθος... Θέλω να με αγκαλιάσουν τα θερμά σου χέρια, αγάπη μου! Θέλω να νιώσω τη φρέσκια μυρωδιά του σώματός σου...»
Τα μοσχαρίσια μάτια του Μπένι μεγάλωσαν περισσότερο στο σκοτάδι. Τραύλισε:
«Γυναίκα, μάλλον λάθος κάνεις».
«Δες», φώναξε εκστατικά, «Είσαι ο μοναδικός άνδρας για μένα! Κοίταξε το δροσερό νεανικό μου σώμα...»
Και χωρίς άλλη λέξη άρχισε να βγάζει τα ρούχα της.
«Μπένι, τα ισχύα μου είναι ακόμη αγνά, παρθένα, σφιχτά και οι μηροί μου είναι ευλύγιστοι και ίσιοι... Οι θηλές των μαστών μου είναι σκληρές και τα στήθη μου δεν τα βύζαξε ποτέ παιδί... δεν τα βύζαξε ποτέ... δεν τα βύζαξε ποτέ...»
Και έκλαιγε με πάθος, έκλαιγε, έλαμπε, και το γυμνό της κορμί άστραφτε στο κίτρινο σκοτάδι, σαν τις φολίδες ερπετού.
Ο Μπένι άκουσε τη φωνή που παρέλυε και στο κίτρινο ημίφως την είδε, τη Λίλιθ, να στέκεται στην πόρτα ελαφρά γερμένη, με τα χέρια πάνω από το κεφάλι, πλαισιωμένη από το κούφωμα της πόρτας.
Ο Μπένι άρπαξε τις πλευρές του κρεβατιού και έσφιξε τα δόντια του. Ένιωθε να έλκεται προς αυτή. Τον έπιασε δύσπνοια, ξαφνικά ούρλιαξε και μια ξένη φωνή ακούστηκε από μέσα του.
«Έξω! Έξω από το σπίτι μου!»
Άρχισε να της πετά τα κουρέλια και τα μαξιλάρια.
«Μακριά, τέρας!»
Έφτυσε, έσκισε τη φανέλα του, πήδηξε μονομιάς από το κρεβάτι και συγχυσμένος άρχισε να χτυπά το κεφάλι και το στήθος του.
Η Λίλιθ στεκόταν στην πόρτα σιωπηλή, κοιτάζοντας υπομονετικά στο σκοτάδι, με ένα βαθύ χαμόγελο στα χείλη της. Περίμενε να ηρεμήσει ο Μπένι.
«Πόρνη! Χάσου!»
Ο Μπένι αντιλήφθηκε πως στεκόταν γυμνός μπροστά στη γυναίκα. Έτσι ξαναπήδησε στο κρεβάτι, τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω του, έκλεισε τα μάτια και στράφηκε προς τον τοίχο.
Βογγούσε χαμηλόφωνα.
Η Λίλιθ, αφού κάθησε για λίγο σιωπηλή, πήγε κλεφτά προς το μέρος του και γαργάλησε απαλά τη μασχάλη του.
Ο Μπένι δάγκωσε τα χείλη του, καθώς η ευχαρίστηση διαπέρασε κάθε μόριο του σώματός του. Δεν ήθελε να γυρίσει, αλλά σιγά-σιγά σταμάτησε να κλαψουρίζει.
Η Λίλιθ κάθησε στην άκρη του κρεβατιού, χαμογέλασε και άρχισε να γαργαλάει τις πατούσες του.
Ήταν τόσο απολαυστικό που τον ζάλιζε.
Ο Μπένι γνώριζε πως η Λίλιθ καθόταν δίπλα του, γι’ αυτό συγκρατούσε τα γέλια του και καθόταν βουβός σαν κούτσουρο.
Άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά του και τα λεπτά δάχτυλά της κατσάρωναν τις ανακατωμένες τρίχες. Δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο, γύρισε προς το μέρος της, και τα λεπτά κιτρινισμένα δόντια του έτριξαν από τα γλυκά του βασανιστήρια.
Γέλασε αμήχανα δείχνοντας τα δόντια του σαν γέρο τράγος: «Αγάπη, γλύκα μου...!»
Η Λίλιθ είπε: «Το όμορφο πρόσωπό σου με τρελαίνει Μπένι αγάπη μου! Μη μου χαμογελάς έτσι!»
Ξαφνικά ο Μπένι συνειδητοποίησε πως ήταν η Λίλιθ και άρχισε να γελά και να τρίζει περισσότερο τα δόντια του για να τη διώξει.
Αυτή απομακρύνθηκε από το κρεβάτι.
«Βρώμα!»
Πήδηξε πίσω της παρατώντας τα κουρέλια στην έξαψή του, αλλά κατάφερε να του ξεφύγει.
«Θα σε πιάσω Λίλιθ», φώναξε «θα σε πιάσω».
Όρμησε πίσω της μέσα στο κίτρινο φως, σαν άνεμος, αγκομαχώντας, φωνάζοντας, ώσπου σε μια γωνία της έπιασε με το δεξί του χέρι.
Βύθισε τα καφέ, βρώμικα δάχτυλά του στο λευκό κορμί της και έριξε την ανακατωμένη γενειάδα του στο πρόσωπό της. Η Λίλιθ πήγε να τον αποφύγει, αλλά την πίεσε κοντά του και ούρλιαξε με αφρισμένα χείλη.
«Ντέμπορα, ω εσύ Ντέμπορα!»
Επειδή Ντέμπορα ονομαζόταν η νεκρή γυναίκα του.
Η Λίλιθ προσπάθησε να αντισταθεί. Το απολάμβανε, αλλά αντιστεκόταν. Ξαφνικά άρπαξε τη βρώμικη γενειάδα του και τον φίλησε τόσο άγρια στα λεπτά διψασμένα χείλη, που ο Μπένι σχεδόν λιποθύμησε. Τον σήκωσε στους ζεστούς ώμους της και τον κουβάλησε στο κρεβάτι του...
«Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου! Και ο κόκορας δεν λάλησε!»
Το δωμάτιο σκοτείνιασε, η ανάσα τους ενώθηκε, φλόγες άστραφταν στο σκοτάδι και γλοιώδη μέλη σφίγγονταν γύρω από το σώμα, με πράσινα μάτια και μια αμυδρή λάμψη... Δεν υπάρχει σωτηρία, ω Θεέ!
Και ο Μπένι πάλευε, δεν ήξερε με ποιον, έπεσε κάτω και άπλωσε τα χέρια του στο σκοτάδι να πιάσει κάτι, όρμησε στο κρεβάτι μα στο δωμάτιο επικρατούσε ησυχία και κανείς δεν υπήρχε εκεί.
Το αίμα σταμάτησε στις φλέβες του, έπηξε, πάγωσε.
Η Λίλιθ, η δροσερή νεαρή Λίλιθ, η γυναίκα του Σατανά, τον σκότωσε.
Η πρώτη γυναίκα του Αδάμ...


Barbara Black Loltuv
Λιλιθ, η γυναίκα πριν από την Εύα
Μετάφραση Θεόδωρος Σιαφαρίκας
Εκδόσεις Ιάμβλιχος 1991

Δεν υπάρχουν σχόλια: