Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
...Η γλώσσα των ποιητών είναι ζώσα
μεταφορά. Επισημαίνει τις μέχρι πριν
ακατανόητες σχέσεις των πραγμάτων, τις
καθιστά αιώνιες, έως ότου οι λέξεις που
τις αναπαριστούν με το πέρασμα του
χρόνου γίνουν σημεία αναλογιών, κατηγορίες
ιδεών...
...Ο ποιητής μετέχει στο αιώνιο, το
απέραντο και το ένα. Στη σκέψη του χρόνος,
τόπος και αριθμός δεν υφίστανται...
...Σκοπός του ποιητή δεν είναι να θεωρεί
μόνον το παρόν ως έχει... αλλά μέσα στο
παρόν να διακρίνει το μέλλον. Οι σκέψεις
του δεν είναι παρά οι σπόροι των λουλουδιών
και των καρπών του μέλλοντος χρόνου...
...Το ποίημα είναι καθολικό, εμπεριέχει
το σπέρμα μιας αναλογίας, προς κάθε τι
που είναι δυνατόν να υπάρξει, σε όλες
τις πιθανές παραλλαγές της ανθρώπινης
φύσης...
...Ένας άλλος καθρέφτης ικανός να
ξανακάνει ωραίο εκείνο που έχει φθαρεί,
είναι η ποίηση...
...Η ποίηση αφαιρεί απ’ τα πράγματα το
πέπλο της συνήθειας. Αποκαλύπτει την
κρυμμένη τους ομορφιά. Που αυτή είναι
η απώτατη ουσία του κόσμου...
...Για να είναι κανείς αγαθός με τη
βαθύτερη έννοια, θα πρέπει να μπορεί να
φαντάζεται με ένταση και πληρότητα...
...Η ποίηση δρα επί της αιτίας... Γιατί
η ποίηση είναι το σπαθί της αστραπής
που δεν μπαίνει ποτέ στη θήκη...
...Η ποίηση από το ένα μέρος και το
συμφέρον του ατόμου από το άλλο, είναι
ο Θεός και ο Διάβολος του κόσμου...
...Γιατί η ποίηση είναι η τέλεια και
ακριβής στιγμή, ο ροδαμός των πραγμάτων...
...Δημιουργεί ανάλογα για μας μιαν
άλλην ύπαρξη μέσα στην ύπαρξή μας.
Γινόμαστε κάτοικοι ενός άλλου κόσμου,
που μπροστά του ο πραγματικός μοιάζει
χαώδης...
...Ο νους βρίσκεται σ’ ένα δικό του
χώρο και μπορεί να φτιάξει «έναν Παράδεισο
από Κόλαση ή μια Κόλαση από Παράδεισο».
Η ποίηση μας απαλλάσσει από την κατάρα
να είμαστε δέσμιοι των τυχαίων γεγονότων
του περιβάλλοντος...
...Οι ποιητές είναι ιεροφάντες μιας
ακατανόητης έμπνευσης... Είναι οι ίδιες
τους οι λέξεις ικανές να εκφράζουν ακόμη
κι εκείνο που βρίσκεται πέραν απ’ ό,τι
ο νους συλλαμβάνει...
...Γιατί η ποίηση είναι ατελεύτητη φορά
προς το φως το φυσικό που είναι ο λόγος
και το φως το Άκτιστον που είναι ο Θεός...
Η τύχη με πλατειά φτερά, η τύχη από
πλάνη έχοντάς μου φέρει μαζί με άλλους
στίχους τη χαρούμενη χώρα της ξαφνικά,
μα ξαφνικά καθώς επιτέλους ανέπνεα
ευτυχισμένος, ατέλειωτες μικρές κροτίδες
στην ατμόσφαιρα με ανατίναξαν και ύστερα
μαχαίρια αναβλύζοντα από παντού με
τρυπούσαν με χτυπήματα τόσο καλά που
ξανάπεφτα στο σκληρό έδαφος της πατρίδας
μου για πάντα δική μου τώρα.
Η τύχη με τα ψάθινα φτερά, η τύχη
ανυψώνοντάς με για μια στιγμή πάνω από
τις αγωνίες και τους αναστεναγμούς,
ένας σωρός σχηματισμένος από χίλιους,
κρυμμένος χάρις στην αφηρημάδα μου μέσα
στον κονιορτό ενός ψηλού βουνού, ένας
σωρός φτιαγμένος στον αγώνα μέχρι
θανάτου από πάντοτε, ξαφνικά πέφτοντάς
μας επάνω σαν μια βολίδα, ξανάπεφτα στο
σκληρό έδαφος του παρελθόντος για πάντα
παρόν τώρα.
Η τύχη ακόμα μια φορά, η τύχη με δροσερά
σεντόνια περισυλλέγοντάς με μέ γλύκα,
καθώς γελούσα σε όλα γύρω μου, διαμοιράζοντας
όλα όσα κατείχα, ξαφνικά κυριευμένος
δεν ξέρει κανείς από τι ελθούσα από κάτω
και από πίσω, ξαφνικά, σαν μια τροχαλία
ξεκρέμαστη, αιωρούμουν, ήταν ένα πελώριο
πήδημα, και ξανάπεφτα στο σκληρό έδαφος
του πεπρωμένου μου, πεπρωμένο για πάντα
δικό μου τώρα.
Η τύχη ακόμα μια φορά, η τύχη με γλώσσα
λαδένια, έχοντας πλύνει τις πληγές μου,
η τύχη σαν μια κόμη που πιάνεις και που
θα έπλεκες μαζί με τα μαλλιά σου
συνεπαίρνοντάς με και ενώνοντάς με
αδιάρρηκτα με εκείνη ξαφνικά, όπως ήδη
κολυμπούσα στη χαρά, ξαφνικά ο θάνατος
ήλθε και είπε: «Είναι καιρός. Έλα». Ο
Θάνατος για πάντα. Ο Θάνατος τώρα.
Είχα έναν Ελβετό φίλο, που τον λέγανε
Jacques Dingue. (Σ.τ.μ. dingue στα γαλλικά σημαίνει
βλαμμένος). Ζούσε στο Περού σε υψόμετρο
4.000 μέτρων. Εδώ και μερικά χρόνια, έφυγε
για να εξερευνήσει αυτές τις περιοχές
κι είχε πέσει θύμα της γοητείας μιας
παράξενης Ινδιάνας, που τον είχε
κυριολεκτικά τρελάνει με την άρνησή
της να του δοθεί. Σιγά σιγά είχε εξασθενήσει
τόσο, που ούτε από την καλύβα που είχε
εγκατασταθεί δεν έβγαινε. Ένας Περουβιανός
γιατρός που τον είχε συνοδέψει ως εκεί,
τον περιποιόταν για να του γιατρέψει
μια μαλάκυνση, την οποία έκρινε ως
ανίατη!
Κάποια
νύχτα, μια επιδημία γρίπης, ξέσπασε στη
μικρή ινδιάνικη φυλή που φιλοξενούσε
τον Jacques Dingue. Όλοι ανεξαιρέτως έπεσαν
θύματα της γρίπης και από τους διακόσιους
ιθαγενείς, εκατόν εβδομήντα οχτώ πέθαναν
μέσα σε λίγες μέρες. Πολύ σύντομα ο
Περουβιανός γιατρός γύρισε σαν τρελός
στη Λίμα... Ο φίλος μου εν τω μεταξύ,
κόλλησε κι αυτός την αρρώστια κι
ακινητοποιήθηκε από τον πυρετό. Λοιπόν,
όλοι οι νεκροί Ινδιάνοι είχαν από ένα
ή περισσότερα σκυλιά, τα οποία σε πολύ
μικρό χρονικό διάστημα μείνανε με
μοναδική τροφή τους κυρίους τους.
Κατατρώγανε τα πτώματα κι ένα από αυτά
έφερε μέσα στην καλύβα του Dingue το κεφάλι
της Ινδιάνας, την οποία είχε ερωτευτεί
ο φίλος μου... Την αναγνώρισε αμέσως και
οπωσδήποτε θα δοκιμάστηκε από μια έντονη
συγκίνηση, γιατί ξαφνικά γιατρεύτηκε
από την τρέλα του κι από τον πυρετό.
Ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, λοιπόν, και
παίρνοντας το γυναικείο κεφάλι από τα
δόντια του σκύλου, διασκέδαζε με το να
το πετά στην άλλη άκρη της καλύβας και
να φωνάζει στο ζώο να του το φέρει πίσω.
Τρεις φορές ξανάρχισε αυτό το παιχνίδι,
το σκυλί ξανάφερνε το κεφάλι κρατώντας
το με τα δόντια του από τη μύτη, αλλά,
την τρίτη φορά ο Jacques Dingue το
πέταξε πιο δυνατά κι έσκασε στον τοίχο,
οπότε προς μεγάλη του χαρά, ο ποιητής
μπόρεσε να πιστοποιήσει πως τα μυαλά,
που είχανε πεταχτεί έξω από το κρανίο
δεν παρουσίαζαν παρά μονάχα μια περιέλιξη,
με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ένα
σχήμα που θα μπορούσε κανείς να το δει
σαν ένα ζευγάρι κωλομέρια!
Ο Ωλν προχωρούσε ξυστά στους τοίχους,
κοιτάζοντας πίσω του, με βλέμμα γεμάτο
υποψία, κάθε τέσσερα βήματα. Μόλις είχε
κλέψει τη χρυσή καρδιά του μπαρμπα-Μιμίλ.
Φυσικά είχε αναγκαστεί να ξαντεριάσει
λίγο τον ανθρωπάκο και κυρίως να του
ανοίξει το θώρακα μ’ ένα κλαδευτήρι,
αλλά όταν το έπαθλο είναι μια χρυσή
καρδιά δεν πρέπει να διστάζεις πάνω
στην εκλογή των μέσων.
Όταν είχε κάνει τριακόσια μέτρα, έβγαλε
επιδεικτικά το κασκέτο του κλέφτη που
φορούσε, το πέταξε σ’ έναν υπόνομο και
το αντικατέστησε με το μαλακό καπέλο
του τίμιου ανθρώπου. Το βήμα του έγινε
σταθερό. Ωστόσο, η χρυσή καρδιά του
μπαρμπα-Μιμίλ, ακομα αχνιστή, τον
ενοχλούσε, γιατί χτυπούσε δυσάρεστα
μέσα στην τσέπη του. Εξάλλου, θα του
άρεσε να τη χαζέψει με την ησυχία του,
γιατί ήταν μια καρδιά που η θέα της σου
ξανάδινε κουράγιο να συνεχίσεις τις
κακίες.
Μια γουμενιά παραπέρα, σ’ έναν υπόνομο
ανώτερων διαστάσεων από τον πρώτο, ο
Ωλν ξεφορτώθηκε το ρόπαλο και το
κλαδευτήρι. Τα δυό όργανα ήταν σκεπασμένα
με κολλημένα μαλλιά και αίμα, και καθώς
ο Ωλν ήταν πολύ σχολαστικός, υπήρχαν
δίχως αμφιβολία, κι ένα σωρό δακτυλικά
αποτυπώματα. Κράτησε τα ρούχα του, γεμάτα
γλοιώδες αίμα, γιατί οι περαστικοί δεν
έχουν οπωσδήποτε την απαίτηση από ένα
δολοφόνο να ντύνεται σαν όλο τον κόσμο
και πρέπει να σεβόμαστε και τον κώδικα
του επαγγέλματος.
Στο σταθμό των ταξί, διάλεξε ένα πολύ
φανταχτερό που θα μπορούσε κανείς εύκολα
να το αναγνωρίσει, μια παλιά Μπερνατσίτσι
του 1923 με σουβλερό πισινό, μονόφθαλμο
σοφέρ και τον πίσω προφυλακτήρα
μισοβουλιαγμένο. Το κόκκινο σα
φραγκοστάφυλο και κίτρινο χρώμα του
καπό από ριγέ σατέν πρόσθετε μια αξέχαστη
νότα στο σύνολο. Ο Ωλν μπήκε μέσα.
-Για που το βάλαμε πατριώτη; ρώτησε ο
σοφέρ, ρώσος από την Ουκρανία, αν κρίνουμε
από την προφορά του.
-Κάνε το γύρο του τετραγώνου... είπε ο
Ωλν.
-Πόσες φορές;
-Όσες χρειάζεται για να σε πάρουν χαμπάρι
οι μπάτσοι.
-Α! Α!... σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο σοφέρ.
Ωραία... λοιπόν... για να δούμε... μα δεν
είναι δυνατό να υπερβώ το όριο ταχύτητας,
θα πάω από αριστερά, εντάξει;
-Έγινε, είπε ο Ωλν.
Κατέβασε τη σκεπή και κάθισε όσο πιο
ψηλά μπορούσε για να φαίνεται το αίμα
στα ρούχα του. Αυτό, σε συνδυασμό με το
καπέλο του τίμιου ανθρώπου, θα απόδειχνε
ότι είχε κάτι να κρύψει.
Έκαναν το γύρο δώδεκα φορές, μέχρι που
πέρασε ένα από τα κυνηγετικά πόνεϋ με
πινακίδα της αστυνομίας. Το πόνεϋ ήταν
βαμμένο σε γκρίζο του σιδήρου και το
ελαφρό αμάξι από ξύλο ιτιάς που τραβούσε,
είχε το θυρεό της πόλης. Το πόνεϋ μύρισε
τη Μπερνατσίτσι και χλιμίντρισε.
-Εντάξει, είπε ο Ωλν, μας πήραν στο κυνήγι.
Πιάσε δεξιά γιατί δεν πρέπει να
ριψοκινδυνέψουμε να πατήσουμε κανένα
πιτσιρίκι.
Για να μπορεί να τους ακολουθεί το πόνεϋ
δίχως να κουράζεται, ο σοφέρ ρύθμισε
την ταχύτητά του στο μίνιμουμ. Απαθής
ο Ωλν τον κατεύθυνε. Πλησίασαν τη συνοικία
με τα ψηλά σπίτια.
Ένα δεύτερο πόνεϋ, βαμμένο κι εκείνο
γκρίζο, ήρθε σε λίγο να βρει το πρώτο.
Όπως και το άλλο αμάξι, έτσι κι αυτό
περιείχε ένα μπάτσο με μεγάλη στολή. Οι
δύο μπάτσοι, από το ένα αμάξι στο άλλο,
συσκέφτηκαν ψιθυριστά δείχνοντας τον
Ωλν με το δάχτυλο, ενώ τα πόνεϋ κάλπαζαν
πλάι πλάι, με το ίδιο βήμα, ανασηκώνοντας
τα πόδια και κουνώντας το κεφάλι σα
μικρά περιστέρια.
Βλέποντας ένα κτίριο που η όψη του τού
φάνηκε ευνοϊκή, ο Ωλν είπε στο σοφέρ να
σταματήσει και πήδηξε ανάλαφρα στο
πεζοδρόμιο, περνώντας πάνω από την πόρτα
του ταξί, για να μπορέσουν οι μπάτσοι
να δουν καθαρά το αίμα πάνω στα ρούχα
του.
Έπειτα χώθηκε στο κτίριο και πήγε στη
σκάλα της υπηρεσίας.
Δίχως να βιαστεί, ανέβηκε μέχρι το
τελευταίο πάτωμα. Εκεί ήταν οι
κρεβατοκάμαρες των υπηρετριών. Ο
διάδρομος, στρωμένος με εξάγωνα πλακάκια
από τερακότα, ενοχλούσε την όρασή του.
Υπήρχαν δυό διάδρομοι, αριστερά και
δεξιά. Ο αριστερός έβλεπε στην εσωτερική
αυλίτσα ανάμεσα στα λουτρά και τις
τουαλέτες. Πήρε αυτόν. Ένας φεγγίτης,
αρκετά ψηλός, βρέθηκε ξαφνικά να χάσκει
μπροστά του. Ένα εσκαμπό σαν αστέρι ήταν
τοποθετημένο από κάτω. Ο Ωλν είχε αρχίσει
ν’ ακούει τα βήματα των μπάτσων ν’
αντηχούν στη σκάλα. Σκαρφάλωσε ζωηρά
στη στέγη.
Εκεί σταμάτησε για να πάρει ανάσα πριν
από την απαραίτητη καταδίωξη. Ο αέρας
που καταβρόχθισε σε μεγάλη ποσότητα,
θα του φαινόταν χρήσιμος στην κάθοδο.
Κάλπασε στη στέγη που έγερνε απαλά. Στην
άκρη της απόκρημνης κατηφοριάς, σταμάτησε
και γύρισε, με την πλάτη στο κενό, έπειτα
έσκυψε και χρησιμοποίησε τα δυό του
χέρια για να προσγειωθεί στα δυό του
πόδια στην υδρορροή.
Προχώρησε κατά μήκος της τσίγκινης,
σχεδόν κάθετης πλευράς. Κάτω, η αυλίτσα
φαινόταν μικροσκοπική, με πέντε
σκουπιδοτενεκέδες στη σειρά, μια παλιά
σκούπα σαν πινέλο και ένα κιβώτιο με
σπασμένα αντικείμενα.
Έπρεπε να κατέβει κατά μήκος του τοίχου
και να μπει σ’ ένα από τα λουτρά του
διπλανού κτιρίου. Υπήρχαν γι’ αυτό το
σκοπό άγκιστρα σφηνωμένα στον τοίχο,
έπειτα κρεμόσουν με τα δυό χέρια από το
παράθυρο κι έκανες έλξη. Το επάγγελμα
του δολοφόνου δεν είναι κι εύκολο. Ο Ωλν
ξεκίνησε πάνω στα σκουριασμένα κάγκελα.
Πάνω ψηλά οι μπάτσοι έκαναν φασαρία κι
έτρεχαν γύρω γύρω στη στέγη με τα
παπούτσια τους, για να συμμορφωθούν με
το τυπικό σχέδιο καταδιώξεων που είχε
εκπονήσει η διεύθυνση της αστυνομίας.
Η πόρτα ήταν κλειστή γιατί οι γονείς
του Γλυκάκια είχαν βγει κι ο Γλυκάκιας
φύλαγε το σπίτι ολομόναχος. Στα έξι σου
χρόνια δεν προλαβαίνεις ακόμα να βαρεθείς
μέσα σ’ ένα διαμέρισμα όπου μπορείς να
βρεις ποτήρια για σπάσιμο, κουρτίνες
για κάψιμο, χαλιά για μελάνωμα, και
τοίχους που μπορείς να σκεπάσεις με
δακτυλικά αποτυπώματα σε κάθε απόχρωση,
με την ενδιαφέρουσα επάλειψη χρωμάτων
που το σύστημα Μπερτιγιόν παρουσιάζει
σαν ακίνδυνη. Όπου υπάρχει επιπλέον ένα
λουτρό, βρύσες, πραματάκια που επιπλέουν...
και για να κόβεις φελλούς, η ξυριστική
μηχανή του πατέρα σου, μ’ ένα όμορφο
ολόισιο ξυραφάκι.
Ακούγοντας φωνές από την αυλή στην οποία
έβλεπε το λουτρό, ο Γλυκάκιας τράβηξε,
για να βλέπει καλύτερα, τα μισάνοιχτα
παντζούρια. Μπροστά στη μύτη του, δυό
χοντρά αντρικά χέρια αγκιστρώθηκαν στο
πέτρινο περβάζι. Το κεφάλι του Ωλν,
κατακόκκινο από την προσπάθεια,
εμφανίστηκε στα γεμάτα ενδιαφέρον μάτια
του Γλυκάκια.
Αλλά ο Ωλν είχε υπερεκτιμήσει τις
γυμναστικές του ικανότητες και δε
μπόρεσε να βρεθεί πάνω με την πρώτη. Τα
χέρια του κράταγαν γερά κι αφέθηκε να
κρεμαστεί τεντώνοντας τα μπράτσα για
να ξαναβρεί την ανάσα του.
Γλυκά ο Γλυκάκιας σήκωσε το ξυράφι που
κρατούσε ακόμα και περπάτησε την
καλοακονισμένη λεπίδα στις άσπρες και
τεντωμένες αρθρώσεις του δολοφόνου. Τα
χέρια ήταν πολύ χοντρά.
Η χρυσή καρδιά του μπαρμπα-Μιμίλ τράβαγε
τον Ωλν προς το έδαφος με όλη της τη
δύναμη και τα χέρια του αιμορραγούσαν.
Ένας ένας οι τένοντες έσπασαν σα μικρές
χορδές κιθάρας. Με κάθε σπάσιμο αντηχούσε
μια αδύναμη νότα. Έμεναν στο περβάζι,
δέκα αναιμικοί φάλαγγες. Από τον καθένα
έτρεχε λίγο αίμα. Το κορμί του Ωλν έξυσε
το πέτρινο τοίχωμα, έκανε γκελ στην
προεξοχή του πρώτου ορόφου και έπεσε
στο παλιό κιβώτιο. Δεν είχαν παρά να τον
αφήσουν εκεί. Οι σκουπιδιάρηδες τον
πήραν την άλλη μέρα.