Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Από παιδί ακόμη είχα μια φαντασίωση,
μια επιθυμία: να γράψω κάτι, ένα ποίημα
ίσως, για την ακρογιαλιά – αυτή τη γεμάτη
υποδηλώσεις διαχωριστική γραμμή, συνάμα
όμως και σημείο επαφής, σταυροδρόμι,
όπου σμίγουν δύο στοιχεία: το στερεό με
το υγρό. Αυτό το κάτι, το περίεργο και
φευγαλέο (όπως αναμφίβολα, γίνονται στο
τέλος όλες οι αντικειμενικές μορφές
για το υποκειμενικό πνεύμα), που σημαίνει
πολύ περισσότερα απ’ όσα μας δείχνει
εκ πρώτης όψεως, όσο μεγαλόπρεπη κι αν
είναι η όψη αυτή. Που ανακατεύει το
πραγματικό με το ιδεώδες, με τρόπο που
το ένα γίνεται μέρος του άλλου. Για ώρες
και μέρες στο Λονγκ Άιλαντ της νιότης
μου αλλά κι αργότερα, όταν άρχισα να
αντρώνομαι, είχα στοιχειώσει με την
παρουσία μου τις παραλίες του Ρικαουέι
ή του Κόνι Άιλαντ, ή πέρα στ’ ανατολικά
τις παραλίες του Χάμπτον και το Μόντοκ.
Μια φορά στο Μόντοκ ήτανε (πλάι στον
παλιό φάρο, με θέαμα μοναδικό τα ξεσπάσματα
της θάλασσας προς κάθε κατεύθυνση ως
εκεί που έφτανε το μάτι μου), θυμάμαι
πολύ καλά ότι ένιωσα πως πρέπει μια μέρα
να γράψω ένα βιβλίο με θέμα αυτό το υγρό,
μυσταγωγικό στοιχείο. Έπειτα, αναθυμάμαι
πως μου ήρθε η ιδέα ότι, αντί για ένα
ξεχωριστό λυρικό, επικό ή φιλολογικό
εγχείρημα, η ακροθαλασσιά θα έπρεπε να
είναι μια αόρατη επίδραση, ένας διάχυτος
μετρητής και ευεργέτης για μένα, μες
στη σύνθεσή μου. (Μια μικρή συμβουλή για
νέους συγγραφείς. Δεν είμαι βέβαιος ότι
δεν ακολούθησα ασυναίσθητα τον ίδιο
κανόνα και για άλλες δυνάμεις επιρροής
εκτός από τις θάλασσες και τις παραλίες
– αποφεύγοντας στη μέση οποιασδήποτε
προσπάθειας να τις υμνήσω ποιητικά, ως
κάτι το πολύ μεγάλο για να του δώσω μορφή
–, πολύ ικανοποιημένος σε περίπτωση
που μπορούσα να δείξω με έμμεσο τρόπο
ότι συναντηθήκαμε και γίναμε ένα, έστω
και για μια φορά, που ήταν όμως αρκετή.
Ότι έχουμε πράγματι απορροφήσει ο ένας
τον άλλον και καταλάβει ο ένας τον
άλλον).
Υπάρχει ένα όνειρο, μια εικόνα, που για
χρόνια ερχόταν αθόρυβα μπροστά μου κατά
διαστήματα (κάποτε αρκετά μεγάλα, αλλά
οπωσδήποτε πάνω στην ώρα) και πιστεύω
πραγματικά ότι, όσο κι αν είναι αποκύημα
της φαντασίας μου, έχει επηρεάσει σε
μεγάλο βαθμό την πρακτική πλευρά της
ζωής μου, οπωσδήποτε τα γραπτά μου, που
τα διαμόρφωσε και τα χρωμάτισε. Δεν
είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο
από μια λωρίδα ατέλειωτης άσπρης και
καφετιάς αμμουδιάς. Άλλοτε σκληρή,
άλλοτε πάλι απαλή, φαρδιά, με τον ωκεανό
αιώνια και μεγαλόπρεπα να κυλάει πάνω
της, τη μια με σιγανό συγκρατημένο
σάρωμα, με σούσουρο και σφύριγμα κι
αφρούς την άλλη, με πάμπολλα μπαμ και
μπουμ σαν της γκρανκάσας. Τούτη η σκηνή,
τούτη η εικόνα εδώ και χρόνια εμφανίζεται
μπροστά μου. Καμιά φορά ξυπνώ τη νύχτα.
Την ακούω και τη βλέπω ολοκάθαρα.
Η απλότητα των αρχικών διηγήσεων των
μη ανεπτυγμένων λαϊκών μυθολογιών
βρίσκεται σε αντίθεση προς τους βαθιά
αλληγορικούς μύθους του κοσμογονικού
κύκλου. Διακρίνεται καθαρά σε αυτές η
όχι και ιδιαίτερα επίμονη προσπάθεια
εμβάθυνσης στα μυστήρια που βρίσκονται
πίσω από τα πέπλα του χώρου και του
χρόνου. Μέσα από τον αδιαφανή τοίχο του
άχρονου εισέρχεται και αποκαλύπτεται
μια σκιώδης δημιουργική φιγούρα, η οποία
σχηματοποιεί τον κόσμο των μορφών. Η
εποχή της μοιάζει με όνειρο στη διάρκεια,
τη ρευστότητα και την περιβάλλουσα
δύναμή της. Η γη δεν έχει ακόμη
στερεοποιηθεί. Πρέπει να γίνουν και
άλλα πολλά για να μπορέσει να κατοικηθεί
από τους μελλοντικούς ανθρώπους.
Οι Μαυροπόδαροι Ινδιάνοι στη Μοντάνα
διηγούνται πως ο Γέροντας ταξίδευε
παντού. Δημιουργούσε ανθρώπους και
ρύθμιζε καταστάσεις.
«Ήρθε από το νοτιά και καθώς τραβούσε
προς το βορρά έφτιαχνε ζώα και πουλιά.
Αρχικά δημιουργούσε διάφορα πράγματα,
ποτάμια εδώ κι εκεί, με καταρράκτες,
χρωμάτιζε που και που το έδαφος κόκκινο
– δηλαδή έφτιαχνε τον κόσμο έτσι όπως
τον γνωρίζουμε σήμερα. Έφτιαξε το
Γαλακτερό Ποταμό (τον Τέτον) και
διασχίζοντάς τον κουράσθηκε, γι’ αυτό
ανέβηκε σε ένα λόφο και ξάπλωσε να
αναπαυθεί. Καθώς βρισκόταν ξαπλωμένος
ανάσκελα στο έδαφος και με ανοιχτά τα
χέρια, σημείωσε με πέτρες το σχήμα του
σώματος, του κεφαλιού, των ποδιών, των
χεριών και όλων των μερών του. Αφού
ξεκουράστηκε, συνέχισε το δρόμο του στα
βορεινά. Ξαφνικά σκόνταψε σε ένα λοφίσκο
και έπεσε στα γόνατα. Τότε είπε: “Δεν
είναι σωστό να σκοντάφτουν οι άλλοι
πάνω σου”. Έτσι έστησε εκεί δύο μεγάλους
κορμούς που τους ονόμασε Γόνατα – έτσι
λέγονται ακόμη και σήμερα. Συνέχισε το
ταξίδι του και πιο πέρα, με μερικούς
βράχους που είχε κουβαλήσει μαζί του,
έχτισε του Λόφους της Όμορφης Χλόης...
»Μια μέρα ο Γέροντας αποφάσισε πως θα
έπρεπε να δημιουργήσει μια γυναίκα και
ένα παιδί. Τους έφτιαξε και τους δύο από
πηλό – τη γυναίκα και το παιδί της.
Έπλασε πρώτα τον πηλό και αφού του έδωσε
ανθρώπινη μορφή, είπε: “Πρέπει να γίνετε
άνθρωποι”. Μετά τον σκέπασε, τον άφησε
και έφυγε. Το άλλο πρωί επέστεψε, έβγαλε
το σκέπασμα και είδε πως τα πήλινα
σχήματα είχαν αλλάξει κάπως. Το δεύτερο
πρωινό είχαν αλλάξει περισσότερο και
το τρίτο ακόμη πιο πολύ. Το τέταρτο
πρωινό έβγαλε το σκέπασμα, κοίταξε τις
μορφές και τους ζήτησε να σηκωθούν και
να περπατήσουν έτσι και έκαναν. Προχώρησαν
μέχρι το ποτάμι μαζί με το Δημιουργό
τους και εκείνος τότε τους είπε πως
ονομαζόταν Νάπι, ο Γέροντας.
»Καθώς στέκονταν στην όχθη, η γυναίκα
μίλησε. “Και τι θα γίνει; Θα ζούμε αιώνια;
Δε θα τελειώσουν όλα κάποτε;” Ο Γέροντας
απάντησε: “Αυτό ούτε που το σκέφτηκα.
Πρέπει να αποφασίσουμε. Θα πάρω αυτό το
κόκκαλο από βίσωνα και θα το ρίξω στο
ποτάμι. Αν επιπλεύσει, οι άνθρωποι θα
ξανάρχονται στη ζωή τέσσερις μέρες μετά
το θάνατό τους. Θα πεθαίνουν μόνο για
τέσσερις μέρες. Αν όμως το κόκκαλο
βυθιστεί, το τέλος τους θα είναι οριστικό”.
Πέταξε το κόκκαλο στο ποτάμι και αυτό
επέπλευσε. Τότε η γυναίκα έσκυψε, πήρε
μια πέτρα και είπε: “Όχι! Θα πετάξω αυτή
την πέτρα στο ποτάμι. Αν επιπλεύσει, θα
ζούμε αιώνια, αν όμως βυθιστεί, οι
άνθρωποι θα πρέπει να πεθαίνουν, γιατί
αλλιώς θα μεταφέρουν αιώνια τις λύπες
τους ο ένας για τον άλλο”. Η γυναίκα
έριξε την πέτρα στο νερό και αυτή
βυθίστηκε. “Ορίστε, διάλεξες. Η ζωή τους
θα έχει τέλος”, δήλωσε ο Γέροντας».
Η κατανομή του κόσμου, η δημιουργία του
ανθρώπου, και η απόφαση σχετικά με το
θάνατο είναι τυπικά θέματα των μύθων
του πρωταρχικού δημιουργού. Είναι όμως
αρκετά δύσκολο να ξέρουμε πόσο σοβαρά
ή με ποια έννοια γίνονταν πιστευτές
αυτές οι ιστορίες. Ο μυθολογικός τύπος
χρησιμοποιεί μάλλον την έμμεση παρά
την άμεση αναφορά, είναι σαν ο Γέροντας
να έχει πράξει και έτσι και αλλιώς.
Πολλές από τις διηγήσεις που κατατάσσονται
στην κατηγορία εκείνων που αναφέρονται
στην καταγωγή του ανθρώπινου γένους
και του κόσμου, μοιάζουν περισσότερο
με δημοφιλή παραμύθια παρά με βιβλία
γένεσης. Τέτοιες διασκεδαστικές
μυθοπλασίες είναι κοινές και στους
ανεπτυγμένους και στους πρωτόγονους
πολιτισμούς. Οι απλοϊκοί άνθρωποι μπορεί
να επεξεργαστούν τις προκύπτουσες
εικόνες με υπερβολική σοβαρότητα, αλλά
κύρια δεν μπορεί να ειπωθεί πως
αναπαριστούν κάποιο δόγμα ή τον τοπικό
«μύθο». Στους Μαορί, για παράδειγμα,
στους οποίους υπάρχει η ιστορία ενός
αυγού που ρίχθηκε από ένα πουλί στην
πρωταρχική θάλασσα. Το αυγό έσπασε και
ξεπήδησαν από μέσα του ένας άνδρας, μια
γυναίκα, ένα αγόρι, μια κοπέλα, ένα
γουρούνι, ένας σκύλος και ένα κανό.
Μπήκαν όλοι μαζί στο κανό και κατευθύνθηκαν
προς τη Νέα Ζηλανδία. Πρόκειται, όπως
φαίνεται, για μια παρωδία του κοσμικού
αυγού. Από την άλλη, οι Καμτσατκάν
διακηρύσσουν με κάθε σοβαρότητα, πως
αρχικά ο Θεός έμενε στον ουρανό, αλλά
μετά κατέβηκε στη γη. Καθώς περιφερόταν
με τα χιονοπάπουτσά του, το νέο έδαφος
δημιουργείτο κάτω από τα πόδια του σαν
λεπτός και εύκαμπτος πάγος. Από τότε,
όμως, η στεριά έγινε ανώμαλη. Υπάρχει
βέβαια και η διήγηση των Κιργκίτζ της
Κεντρικής Ασίας, σύμφωνα με την οποία,
όταν οι δύο πρώτοι άνθρωποι που φρόντιζαν
ένα μεγάλο βόδι, έμειναν για αρκετό
καιρό χωρίς νερό και κόντευαν να πεθάνουν
από τη δίψα, το ζώο έσκαψε το έδαφος με
τα μεγάλα του κέρατα και τους έφερε
νερό. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν
οι λίμνες της χώρας των Κιργκίτζ.
Στους μύθους και τις λαϊκές διηγήσεις
σαν υπόλογος για τις αρρώστιες και τις
δυσκολίες που υπάρχουν από αυτή την
πλευρά του πέπλου, εμφανίζεται αρκετά
συχνά μια κωμική μορφή, η οποία συνέχεια
δρα αντίθετα προς τον καλόγνωμο δημιουργό.
Οι Μελανήσιοι της Νέας Βρετανίας μιλούν
για ένα σκοτεινό πλάσμα, «αυτόν που
πρώτος υπήρχε εκεί», που ζωγράφισε στο
έδαφος δύο αρσενικές μορφές, γρατζούνισε
το δέρμα του και πιτσίλισε με το αίμα
του τις δύο φιγούρες. Έκοψε δύο μεγάλα
φύλλα και τις σκέπασε με αυτά. Ο Το
Καμπινάνα και ο Το Καρβούβου.
Ο Το Καμπινάνα ξεκίνησε μόνος του,
ανέβηκε σε ένα κοκοφοίνικα με λαμπερές
κιτρινωπές καρύδες, έκοψε δύο χωρίς να
έχουν ακόμη ωριμάσει και τις έριξε στο
έδαφος. Οι καρύδες έσπασαν και έγιναν
δύο όμορφες κοπέλες. Ο Το Καρβούβου
θαύμασε τις γυναίκες και ρώτησε τον
αδελφό του πως τα κατάφερε. «Ανέβα σε
έναν κοκοφοίνικα», τον συμβούλεψε ο Το
Καμπινάνα, «κόψε δύο άγουρους καρπούς
και ρίξε τους στο έδαφος». Το Το Καρβούβου,
όμως έριξε τους καρπούς ανάποδα, με την
κορυφή προς τα κάτω, και οι γυναίκες που
βγήκαν είχαν άσχημες πλακουτσωτές
μύτες.
Μια μέρα ο Το Καμπινάνα σκάλισε σε ξύλο
ένα ψάρι Θουμ και το έριξε στον ωκεανό
να κολυμπήσει και από εκείνη τη στιγμή
και μετά έγινε ένα ζωντανό ψάρι. Το ψάρι
Θουμ οδηγούσε στη στεριά τα ψάρια
Μαλιβάρα και έτσι ο Το Καμπινάνα απλά
τα μάζευε από την ακτή. Ο Το Καρβούβου
θαύμασε το ψάρι Θουμ και θέλησε να
φτιάξει και αυτός ένα. Αλλά μπερδεύτηκε
και δημιούργησε ένα σκυλόψαρο, το οποίο
αντί να οδηγεί τα ψάρια Μαλιβάρα στην
ακτή, τα έτρωγε. Πήγε τότε κλαίγοντας
στον αδελφό του και είπε: «Μακάρι να μην
είχα φτιάξει αυτό το ψάρι. Το μόνο που
κάνει είναι να τρώει όλα τα άλλα». «Τι
ψάρι είναι αυτό;» ρώτησε εκείνος.
«Σκυλόψαρο», απάντησε. «Πραγματικά
είσαι σιχαμερός», φώναξε ο αδελφός του.
«Τα κατάφερες έτσι ώστε οι θνητοί
απόγονοί μας να υποφέρουν. Το ψάρι σου
θα καταβροχθίζει όλα τα άλλα, μαζί και
ανθρώπους».
Πίσω από αυτή την ανοησία, μπορούμε να
δούμε πως η μια αιτία (το σκοτεινό πλάσμα
που κόβεται για να τρέξει αίμα) αποδίδει
στο κοσμικό πλαίσιο δυαδικά αποτελέσματα
– καλά και κακά. Όμως η ιστορία δεν είναι
τόσο απλή όσο φαίνεται. Επιπλέον, στην
παράξενη λογική του τελευταίου διαλόγου
υποδηλώνεται η μεταφυσική προΰπαρξη
του πλατωνικού αρχέτυπου του σκυλόψαρου.
Πρόκειται για μια θεώρηση που έχει
κληροδοτηθεί σε κάθε μύθο. Συμπαντικός,
επίσης, είναι ο τύπος του ανταγωνιστή,
του αντιπροσώπου του κακού, στο ρόλο
του γελωτοποιού. Οι διάβολοι – γλεντοκόποι,
κουφιοκέφαλοι, μα έξυπνοι και πονηροί
σύμβουλοι – πάντοτε είναι παλιάτσοι.
Μολονότι μπορεί να θριαμβεύουν στον
κόσμο του χώρου και του χρόνου, όταν η
προοπτική μετατίθεται στην υπέρβαση,
τότε οι ίδιοι και το έργο τους απλά
εξαφανίζονται. Είναι αυτοί που λαθεμένα
αντιλαμβάνονται τη σκιά για ουσία.
Συμβολίζουν τις αναπόφευκτες ατέλειες
του βασιλείου των σκιών και για όσο
χρόνο παραμένουμε σε αυτή την πλευρά
του πέπλου δεν είναι δυνατό να
παραγκωνιστούν.
Οι Μαύροι Τάταροι της Σιβηρίας λένε πως
όταν ο δημιουργός Παζιάνα σχεδίασε τα
πρώτα ανθρώπινα πλάσματα, κατάλαβε πως
δεν ήταν σε θέση να τους προσδώσει και
το ζωογόνο πνεύμα. Έπρεπε λοιπόν να
ανέβει στον ουρανό και να προμηθευτεί
ψυχές από τον Κουντάι, τον υπέρτατο Θεό.
Στο διάστημα της απουσίας του άφησε
έναν άτριχο σκύλο για να φυλάει τις
μορφές που είχε κατασκευάσει. Μόλις
έφυγε, κατέφθασε ο δαίμονας Έρλικ και
είπε στο σκύλο: «Δεν έχει καθόλου τρίχωμα.
Θα σου χαρίσω χρυσαφένιο αν μου δώσεις
αυτά τα άψυχα κορμιά». Ο σκύλος
ικανοποιήθηκε από την υπόσχεση του
Έρλικ και έδωσε στον πλανευτή τα κορμιά
που φύλαγε. Ο Έρλικ τα γέμισε με το σάλιο
του, μα μόλις αντικρυσε το θεό που
πλησίαζε το έσκασε. Ο Θεός είδε τι έγινε
και γύρισε τα κορμιά των ανθρώπων τα
μέσα έξω. Αυτός είναι και ο λόγος που
έχουμε σάλια και ακαθαρσίες στα σωθικά
μας.
Οι λαϊκές μυθολογίες συνεχίζουν την
ιστορία της δημιουργίας μόνον από τη
στιγμή που οι υπερβατικές εκπορεύσεις
διασπώνται σε χωροχρονικές μορφές.
Παρόλα αυτά, σε σχέση με τις εκτιμήσεις
των ανθρώπινων περιστάσεων, δε διαφέρουν
από τις μεγάλες μυθολογίες. Τα συμβολικά
πρόσωπά τους ανταποκρίνονται σε
σπουδαιότητα – συχνά μάλιστα και στη
συμπεριφορά και στην πράξη – σε αυτά
των ανώτερων εικονοπλασιών, και ο
θαυμαστός κόσμος στον οποίο κινούνται
είναι ακριβώς ο κόσμος των μεγαλύτερων
αποκαλύψεων: ο κόσμος και η περίοδος
ανάμεσα στο βαθύ ύπνο και την εγρήγορση,
η ζώνη όπου το Ένα διασπάται στα πολλά
και τα πολλά επανασυντίθενται στο Ένα.
Η εσωτερικά στραμμένη ζωή ξεκινά, ανάμεσα
σε άλλα, και από το νευραλγικό ερώτημα
«Ποιος είμαι στην πραγματικότητα;» Και
ο άνθρωπος που το διατυπώνει βρίσκεται
μπροστά σ’ ένα μεγάλο μυστήριο. Απάντηση
δεν μπορεί να δώσει, για τον απλό λόγο
ότι δεν ξέρει ποιος είναι. Κι ωστόσο, ως
τη στιγμή που «κάτι» τον αναγκάζει να
υποβάλει αυτό το ερώτημα στον εαυτό
του, είχε την εντύπωση ότι ήξερε ποιος
ήταν.
Ώστε, λοιπόν, αναρωτιέται με έκπληξη
τώρα, ποιος ζούσε μέσα μου όλα αυτά τα
χρόνια, ποιος πονούσε, ποιος χαιρόταν,
ποιος σκεπτόταν, ποιος είχε έλξεις και
απώσεις;
Για άλλη μια φορά βρίσκεται μπροστά στο
κενό. Το μυστήριο πυκνώνει. Μα είναι
δυνατό να μην ξέρει ποιος είναι; Κι όμως
τα γεγονότα αυτό μαρτυρούν. Για μια
στιγμή, επιχειρεί να πειστεί ότι είναι
ο πόνος, η χαρά του, η σκέψη του, οι έλξεις
του οι απώσεις του. Αλλά σύντομα βλέπει
που οδηγήθηκε. Στη ροή. Όλα αυτά είναι
φευγαλέα, ζουν για λίγο και ύστερα
χάνονται μέσα στη λήθη. Γι’ αυτό βρίσκει
αστεία τη σκέψη ότι θα μπορούσε να είναι
μια «ιδέα» ή ένα συναίσθημα, πολύ
περισσότερο επειδή ταυτόχρονα διαπιστώνει
ότι, μολονότι δεν ξέρει ποιος είναι,
ωστόσο, τώρα που αρχίζει να ενδιαφέρεται
για το θέμα, έχει την εντύπωση ή την
άμεση αίσθηση μιας μόνιμης παρουσίας
μέσα του, που μπροστά της ξετυλίγεται
η ταινία των σκέψεων, συναισθημάτων,
αισθήσεων και τα λοιπά.
Προσπαθεί να δει το σχήμα και τη μορφή
αυτής της παρουσίας και βρίσκεται
μπροστά σε τρίτο αδιέξοδο. Του είναι
αδύνατο να διακρίνει μορφή και σχήμα.
Πανικοβάλλεται. Είναι δυνατό να είναι
άμορφος; Αν δεν έχει μορφή είναι σαν να
μην υπάρχει. Μέχρι τώρα, είχε συνηθίσει
να αντιλαμβάνεται τη μέσα ζωή σαν μορφή.
Οι ιδέες του είχαν μορφή, τα συναισθήματά
του το ίδιο, ακόμα και οι αισθήσεις του.
Εδώ ίσως να κοντοσταθεί για να βεβαιωθεί
αν οι αισθήσεις έχουν πραγματικά μορφή
και σχήμα. Για πρώτη φορά διαπιστώνει
ότι δεν έχουν. Νιώθει έκπληξη. Την έκπληξη
την ακολουθεί ένα είδος ανακούφισης.
Ώστε, λοιπόν, μπορεί κανείς να ζει άνετα
με άμορφες καταστάσεις. Μόνο που θα
ήθελε τόσο να μπορούσε να «δει» ποιος
είναι.
Τελικά συμβιβάζεται με την πραγματικότητα
της άμεσης αίσθησης ενός παράγοντα μέσα
του που δεν είναι ούτε οι σκέψεις, ούτε
τα συναισθήματα ούτε οι αισθήσεις του.
Ωστόσο, η ακαθοριστία της όλης υπόθεσης
τον ενοχλεί. Φαντάζεται να τον ρωτούν:
«Ποιος είσαι πραγματικά, πέρα από τις
σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου και το
σώμα σου;» κι αυτός να μην μπορεί να
δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση. Τι να
τους πει; «Ξέρετε είμαι μια άμορφη και
ακαθόριστη αίσθηση παρουσίας μέσα μου;»
Είναι αδιανόητο. Αυτά είναι για εσωτερική
κατανάλωση.
Του περνάει η σκέψη να πάει ένα βήμα πιο
πίσω μέσα του μήπως και βρει κάποιον ή
κάτι άλλο που να μπορέσει να «δει» αυτή
την παρουσία ή τουλάχιστον να νιώσει.
Ενοχλείται ιδιαίτερα από το γεγονός
ότι δεν μπορεί να της αποδώσει συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά. Κάνει ένα βήμα πιο πίσω
αλλά διαπιστώνει ότι το βήμα έγινε
ακριβώς από τον παράγοντα που τον έχει
τόσο προβληματίσει.
Η προσπάθεια τον κούρασε. Καταπιάστηκε
με τις συνηθισμένες ασχολίες του και
το βράδυ ένιωσε την ανάγκη να ξαναγυρίσει
στο ίδιο θέμα. Τότε αναρωτήθηκε που ήταν
αυτή η παρουσία όλες αυτές τις ώρες. Την
είχε νιώσει καθόλου; Με έκπληξη διαπίστωσε
ότι δεν την είχε νιώσει. Ήταν απούσα από
τη ζωή του.
Τον κατέλαβε κάτι σαν πανικός. Δηλαδή
αυτό σήμαινε ότι «δεν υπήρχε» πάντα.
Όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, όλες τις
στιγμές της ζωής του. Μια αίσθηση
συνέπειας και ειλικρίνειας τον ανάγκασε
να ομολογήσει την ωμή αλήθεια. Ναι, το
γεγονός ήταν ότι η «παρουσία» δεν ήταν
πάντα παρούσα μέσα του. Τη θέση της την
έπαιρναν διάφορες σκέψεις, συναισθήματα
και αισθήσεις που δρούσαν στην απουσία
της.
«Μα τι έκανα και την έχασα;» αναρωτήθηκε.
«Ίσως να μην έκανα τίποτα για να την
κρατήσω», κατέληξε. «Την άφησα να πέσει
σε ύπνο θανάτου. Νομίζω ότι από τη στιγμή
που έκανα αυτές τις συνειδητοποιήσεις,
η ευθύνη της αφύπνισής της πέφτει επάνω
μου».
Μένει σκεφτικός για λίγο κι ύστερα
φωτίζεται το βλέμμα του, καθώς περνάει
από το νου του η Ευαγγελική ρήση:
«Γρηγορείτε». Τη βρίσκει πολύ σχετική.
Η μια σκέψη φέρνει την άλλη επάνω στην
οθόνη, ενώ η παρουσία είναι τώρα
αφυπνισμένη, δίνοντάς του την αίσθηση
ότι υπάρχει, όχι σαν σκέψη, σαν συναίσθημα,
σαν σώμα, αλλά σαν υπόσταση πέρα απ’
όλ’ αυτά.
Και αυτή η υπόσταση, η άπιαστη, η άμορφη,
η ακαθόριστη, είναι αυτός ο ίδιος, αυτός
κι όχι άλλος, κάτι το μοναδικό κι
ανεπανάληπτο.
Τελικά, ο άνθρωπός μας φωτίζεται: «Μα
αυτό είμαι ΕΓΩ», αναφωνεί. «Και αυτό το
Εγώ δεν είναι πάντα παρόν. Συχνά πέφτει
στον θάνατο, στην ανυπαρξία. Μα είναι
φοβερό να μην υπάρχει ο άνθρωπος σαν
Εγώ ενώ υπάρχουν πλήθος σκέψεις,
συναισθήματα και αισθήσεις. Αυτά τα
τρία τα έχουν και τα ζώα, απ’ ό,τι ξέρω,
αν και σε περιορισμένη κλίμακα. Εκείνο
που δεν έχουν, πάλι απ’ ό,τι ξέρω, είναι
το ΕΓΩ».
Αυτές οι διαπιστώσεις προκαλούν κάτι
σαν σεισμική δόνηση μέσα του. Όχι για
τίποτα άλλο, αλλά επειδή έχει τώρα
διαπιστώσει ποιο είναι το καθαρά
ανθρώπινο στοιχείο, εκείνο που δεν ανήκε
ούτε στο ζωικό, ούτε στο πλανητικό
βασίλειο. Ένα ΕΓΩ, που το νιώθει μάλιστα
κανείς σαν μοναδικό κι ανεπανάληπτο,
ανήκει αποκλειστικά σε ένα ανθρώπινο
ον και σε κανένα άλλο.
Τότε, αρχίζει να καταλαβαίνει γιατί δεν
θα μπορούσε να κάνει καμμιά έρευνα είτε
των επάνω είτε των κάτω κόσμων μέσα του
αν πρώτα δεν αφύπνιζε, μόνιμα και σταθερά,
το Εγώ. Διαφορετικά, ποιος θα έκανε την
έρευνα; Η σκέψη, το συναίσθημα ή το σώμα;
Όλη η μέχρι τότε ζωή του, του φαίνεται
άσκοπη. Νιώθει ότι δεν είναι τίποτα άλλο
από ένα πλοίο χωρίς κυβερνήτη, αλλά με
ναύτες και λοστρόμους που δεν ξέρουν
την τέχνη του πλοηγού. Τη μια στιγμή
παίρνει το τιμόνι ο ένας ναύτης, την
άλλη ο άλλος κι ο καθένας τους δίνει στο
πλοίο τη ρότα που του υπαγορεύει η
διάθεση της στιγμής.
Ένα ποίημα του Έντγκαρ Πόε μας δίνει το
κλειδί της παράξενης στάσης του απέναντι
στη γυναίκα, μιας στάσης καμωμένης από
μια περιπαθή κλίση και μαζί από μια
τρομαγμένη αντιπάθεια.
Θέλω να πω για το Ουλαλούμ
αυτό το αστρικό και επιτάφιο ποίημα που
το ‘γραψε κάτω από την άμεση επίδραση
του θανάτου της Βιρτζίνια.
Θυμάται ο καθένας πως
σ’ αυτό το ποίημα ο ποιητής βλέπει τον
εαυτό του να περιπλανιέται με την ψυχή,
την ψυχή του, ανάμεσα «σε μια τιτανική
δενδροστοιχία από κυπαρίσσια» μια νύχτα
του Οκτώβρη. Ένα άστρο υψώνεται στον
ορίζοντα. Είναι η Αφροδίτη. Κι ο ποιητής
θέλει να πορευτεί προς το άστρο. Η ψυχή,
τρομαγμένη, τον συγκρατεί. Μα αυτός,
δίχως τη θέλησή της προχωρεί. Ωστόσο,
στο τέλος της δενδροστοιχίας, «τους
σταματά η πόρτα ενός τάφου», που είναι
ο τάφος της αγαπημένης νεκρής του ποιητή.
Ουλαλούμ!
Είναι τόσο διάφανος
ο συμβολισμός του ποιήματος αυτού, ώστε
συγγραφείς, αμύητοι στην ψυχανάλυση,
μπόρεσαν αμέσως να τον ξεδιαλύνουν.
Μια πεθαμένη γυναίκα
εμπόδιζε τον Έντγκαρ να βαδίσει προς
το φυσιολογικό έρωτα, τον φυσικό και
τον ψυχικό, που συμβολίζεται από το
άστρο της Αφροδίτης.
Ο Χέρβι Άλεν, ο πιο
έγκυρος βιογράφος του Πόε, βλέπει σ’
αυτή την πεθαμένη, τη Βιρτζίνια. Εμείς,
όμως, ξέρουμε πως ο τάφος του Ουλαλούμ
έκλεινε κι άλλες πεθαμένες γυναίκες.
Κάτω από τη Βιρτζίνια
ήταν η Φράνσις Άλαν. Και κάτω απ’ αυτήν
η Ελένη Στάναρντ. Και ολότελα στο βάθος,
η μεγάλη κι αποφασιστική νεκρή, η μητέρα
του ποιητή Ελίζαμπεθ Άρνολντ. Αυτή και
μόνη, στην πορεία του γιου της προς το
άστρο της Αφροδίτης, θα είχε αρκετή
δύναμη για να του σταθεί, νικηφόρα,
εμπόδιο στο ένστικτο και στη φύση και
να τον κάνει να
σταματήσει.
Η ίδια πρόσκαιρη
οφθαλμαπάτη, παίρνοντας τη μεταβίβαση
για το πρωτότυπό της, υπαγόρευσε στον
Μποντλέρ την ερμηνεία του για την
παράξενη διαγωγή του Έντγκαρ Πόε την
παραμονή του γάμου του με την κυρία
Ουίτμαν. Είναι γνωστό πως την ώρα που
οι άδειες του γάμου ήταν έτοιμες και η
κυρία Ουίτμαν είχε βάλει όρο του γάμου
να μην ξαναπιεί ο Πόε αλκοόλ από κει και
πέρα, τούτος φανερώθηκε μπροστά της σε
κατάσταση μέθης, ή, τουλάχιστον, με μια
βιαιότητα που παράσταινε ένα κακό
μεθύσι. Ο Μποντλέρ έγραψε πως ο Πόε το
έκανε τούτο επίτηδες, για ν’ αποφύγει
αυτό το γάμο και να μείνει πιστός στη
μνήμη της αγαπημένης του Βιρτζίνια. Ο
ίδιος συλλογισμός θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί γι την εξήγηση της
τελευταίας του φυγής την παραμονή του
γάμου του με την κυρία Σελτον.
Μα και στα δύο αυτά
περιστατικά, είναι κάτι που χρειάζεται
διόρθωση. Δεν είναι συνειδητά που ο Πόε
φέρθηκε έτσι, μα σπρωγμένος από κίνητρα
σκοτεινά και ασυνείδητα. Και την αφοσίωση
αυτή την κρατούσε, όχι για τη Βιρτζίνια,
την τελευταία από τις νεκρές, που
θρηνούσε, μα για τη μητέρα του την
Ελίζαμπεθ, την πρώτη χρονολογικά από
τις πεθαμένες που το πένθος τους ήταν
μοιραίο να το κρατήσει σ’ όλη του τη
ζωή.
Αληθινά, η ζωή του
Έντγκαρ Πόε πέρασε ολάκερη σ’ ένα αιώνιο
πένθος. Δικαιολογημένο, λοιπόν, το πως
πέρασε ολάκερη τη ζωή του μαυροντυμένος
σαν τον κόρακά του. Επάνω απ’ όλες τις
ώρες της ζωής του αντηχούσε το περίφημο
«Nevermore», το
ποτέ πια, που
γεμίζει το διάλογο του πουλιού με τον
θρηνητικό εραστή της Ελεονόρας.