Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Έχω συχνά αναρωτηθεί κατά πόσο η
πλειονότητα της ανθρωπότητας κοντοστέκεται
ποτέ για να στοχαστεί σχετικά με τη
σποραδικά τιτάνια σημασία των ονείρων,
και για τον απροσδιόριστο κόσμο στον
οποίο ανήκουν.
Αν και κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους
τα νυκτερινά μας οράματα δεν είναι ίσως
τίποτε παραπάνω από αμυδρές και
φαντασιώδεις ανακλάσεις των εμπειριών
της ξυπνητής μας ζωής, παραμένει ωστόσο
– παρά τον Φρόυντ και τους παιδαριώδεις
συμβολισμούς του – ένα συγκεκριμένο
ποσοστό ο υπερκόσμιος κι αιθέριος
χαρακτήρας των οποίων δεν επιτρέπει
καμία συνηθισμένη ερμηνεία. Η απροσδιόριστα
συναρπαστική και ανησυχητική επιρροή
των ονείρων αυτών υποδηλώνει ότι πιθανώς
να πρόκειται για κάποιες φευγαλέες
ματιές μας προς μια σφαίρα νοητικής
υπόστασης που δεν είναι λιγότερο
σημαντική από την υλική ζωή μας, και που
ωστόσο χωρίζεται από τη ζωή από ένα
σχεδόν αδιαπέραστο φράγμα.
Με βάση την πείρα μου, δεν μπορώ να
αμφιβάλλω ότι ο άνθρωπος, όταν χάνει τη
γήινη συνείδησή του, όντως περιπλανιέται
σε κάποιο άλλο, ασώματο είδος ζωής πολύ
διαφορετικής φύσης από τη ζωή που
ξέρουμε, και από την οποία μονάχα οι πιο
αχνές και δυσδιάκριτες αναμνήσεις
παραμένουν όταν ξυπνάμε. Από αυτές τις
θολές και αποσπασματικές αναμνήσεις
μπορούμε να συνάγουμε πολλά, κι ωστόσο
ν’ αποδείξουμε λίγα. Μπορούμε να
μαντέψουμε ότι στα όνειρα, η ζωή, η ύλη
και η ζωτικότητα, όπως η γη γνωρίζει
αυτά τα πράγματα, δεν είναι απαραιτήτως
σταθερά. Κι ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν
υπάρχουν με την έννοια που τα αντιλαμβάνεται
ο ξυπνητός μας εαυτός. Έρχονται στιγμές
που πιστεύω ότι αυτή η λιγότερο υλική
ζωή μας είναι η περισσότερο αληθινή
ζωή, και ότι η μάταιη παρουσία μας σε
τούτη τη χωμάτινη σφαίρα δεν είναι παρά
μόνον ένα δευτερεύον ή απλώς εικονικό
φαινόμενο...
It was a quiet way —
He asked if I was his —
I made no answer of the Tongue
But answer of the Eyes —
And then He bore me on
Before this mortal noise
With swiftness, as of Chariots
And distance, as of Wheels.
This World did drop away
As Acres from the feet
Of one that leaneth from Balloon
Upon an Ether street.
The Gulf behind was not,
The Continents were new —
Eternity it was before
Eternity was due.
No Seasons were to us —
It was not Night nor Morn —
But Sunrise stopped upon the place
And fastened it in Dawn.
***
Ήταν ένας ήσυχος δρόμος -
Ρώτησα αν ήμουν γι' αυτόν -
Δεν έβγαλα μιλιά απ' το Στόμα
Μόνο έγνεψα ναι με τα Μάτια -
Κι Αυτός τότε μ' έβαλε επάνω
Στον ήχο αυτόν του θανάτου
Με γρηγοράδα, σαν των Αρμάτων
Κι απόσταση σαν των Τροχών -
Ο Κόσμος αυτός όλο έφευγε
Σαν Χωράφια κάτω απ' τα πόδια
Όταν σκύβεις από 'να Αερόστατο
Πάνω σ' ένα δρόμο του Αιθέρα.
Πίσω μας ο Κόλπος δεν ήταν,
Οι Ήπειροι ήσαν καινούργιες -
Η Αιωνιότητα ήταν μπροστά
Η Αιωνιότητα αναμενόταν -
Ούτε Εποχές ήσαν για μας -
Νύχτα δεν ήταν ούτε Πρωί -
Η Ανατολή μόνο στάθηκε πάνω απ' τον τόπο
Και τον καθήλωσε σε Χαραυγή -
EMILY DICKINSON Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΟΜΕΝΩΝ ΕΠΟΧΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΚΩΣΤΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΩΠΙΑ
Όταν τον Δεκέμβριο του 1629, στήθηκε το
νέο πιεστήριο μέσα στο ίδιο το σπίτι
του Κέπλερ, στρώθηκε (μαζί με τον βοηθό
του, τον Μπαρτς, τον οποίο είχε παντρέψει
εκβιαστικά με την κόρη του την Σουζάνα)
σε μια αποδοτική επιχείρηση, την έκδοση
εφημερίδων(1) για τα έτη 1629-36. Από τότε
που είχαν βγει οι Ροδόλφειοι Πίνακες,
οι αστρολόγοι όλης της Ευρώπης
συναγωνίζονταν στην δημοσίευση εφημερίδων
και ο Κέπλερ ανυπομονούσε, όπως έλεγε,
«να τρέξει κι αυτός στην κούρσα», στην
πίστα των αγώνων δηλαδή που είχε
κατασκευάσει ο ίδιος. Στο μεταξύ όμως
είχε αρχίσει να τυπώνει ένα παλιό και
αγαπητό πνευματικό τέκνο του, το Somnium –
το όνειρο ενός ταξιδιού στο φεγγάρι. Το
είχε γράψει πριν από είκοσι χρόνια κι
από καιρό σε καιρό του πρόσθετε και
μερικές σημειώσεις που έφτασαν τελικά
να ξεπεράσουν σε όγκο το αρχικό κείμενο.
Το Somnium έμεινε ατελείωτο. Ο Κέπλερ πέθανε
πριν τελειώσει το τύπωμα και δεν
δημοσιεύτηκε παρά μετά τον θάνατό του,
το 1634. Είναι το πρώτο έργο επιστημονικής
φαντασίας με την σύγχρονη έννοια,
διαφορετικό από το παραδοσιακό είδος
της φανταστικής ουτοπίας που υπήρχε
από την εποχή του Λουκιανού μέχρι τον
Καμπανέλλα. Η επίδρασή του πάνω στους
συγγραφείς που θα έγραφαν κάποτε για
διαπλανητικά ταξίδια ήταν σημαντική –
από την Ανακάλυψη ενός Νέου Κόσμου του
Τζων Ουίλκινς και από τον Χένρυ Μουρ
μέχρι τον Σάμουελ Μπατλερ, τον Ιούλιο
Βερν και τον Τζ. Ουέλς.
Το Somnium ανοίγει μ’ ένα πρελούδιο γεμάτο
από αυτοβιογραφικούς υπαινιγμούς. Το
παιδί Δουράκοτους ζούσε με την μητέρα
του Φιολχίλντα στην Ισλανδία «που οι
αρχαίοι ονόμαζαν Θούλη»(2). Πατέρας του
ήταν ένας ψαράς που είχε πεθάνει εκατόν
πενήντα χρονών, όταν το αγόρι ήταν μόνο
τριών. Η Φιολχίλντα πουλούσε βότανα
στους περαστικούς ναυτικούς, ραμμένα
μέσα σε μικρά σακούλια από τομάρι
κριαριού και κουβέντιαζε με τους
δαίμονες. Όταν το παιδί έγινε δεκατεσσάρων
χρονών, άνοιξε, περίεργο, ένα απ’ αυτά
τα σακούλια και τότε η μάνα του, πάνω
στο θυμό της, το πούλησε σ’ ένα καπετάνιο
που ταξίδευε σε μακρινά μέρη. Ο καπετάνιος
το εγκατέλειψε στο νησί του Χθην όπου
τα πέντε επόμενα χρόνια ο Δουράκοτους,
μελέτησε την επιστήμη της αστρονομίας
κάτω από την διδασκαλία του Τύχο ντε
Μπράχε. Όταν γύρισε σπίτι του η μετανοιωμένη
μητέρα του επικαλέσθηκε – σαν ένα είδος
τρατάρισμα – ένα από τα φιλικά δαιμόνια
της Λαβάνια(3) – της σελήνης – που με
την συνοδεία τους μπορούσαν και ταξίδευαν
εκλεκτοί θνητοί σ’ αυτόν τον πλανήτη.
Αφού έκανε ορισμένα μαγικά, η μητέρα
μου κάθησε πλάι μου επιβάλλοντας σιωπή
με το απλωμένο χέρι της. Δεν είχαμε
προφτάσει να σκεπάσουμε, όπως έπρεπε,
τα κεφάλια μας μ’ ένα ύφασμα όταν μια
βραχνή, απόκοσμη φωνή, άρχισε να ψιθυρίζει
στην Ισλανδική γλώσσα τα ακόλουθα...
Εδώ κλείνει το πρελούδιο. Το ταξίδι,
εξηγούσε ο δαίμονας, δεν ήταν δυνατόν
να γίνει παρά μόνο στην έκλειψη της
σελήνης και γι’ αυτό έπρεπε να συμπληρωθεί
μέσα σε τέσσερις ώρες. Τον επιβάτη τον
κινούσαν τα πνεύματα, εξαρτιόταν όμως
και από τους φυσικούς νόμους. Σ’ αυτό
το σημείο, η επιστήμη άρπαζε την σκυτάλη
από τα χέρια της φαντασίας:
Το πρώτο σοκ (της επιτάχυνσης), είναι
και το χειρότερο, γιατί τινάζεται στον
αέρα σαν από μια έκρηξη μπαρούτι... Γι
αυτό θα πρέπει να ναρκώνεται από πριν
με οποιούχα(4). Τα μέλη του πρέπει να
προστατεύονται προσεκτικά για να μην
του ξεριζωθούν, γιατί ο κραδασμός
μεταδίδεται σ’ όλα τα μέρη του σώματός
του. Τότε θα συναντήσει νέες δυσκολίες,
τρομακτικό κρύο και δυσκολία στην
ανάσα... Όταν συμπληρωθεί το πρώτο μέρος
του ταξιδιού γίνεται μετά ευκολότερο,
γιατί αναμφίβολα σ’ ένα τόσο μακρινό
ταξίδι, το σώμα ξεφεύγει από την μαγνητική
δύναμη της γης και μπαίνει στην δύναμη
της σελήνης που παίρνει τώρα πια το
απάνω χέρι. Σ’ αυτό το σημείο ελευθερώνουμε
τον ταξιδιώτη και τον αφήνουμε ν’
αντιδράσει μόνος του: σαν την αράχνη θα
τεντώνεται και θα κουβαριάζεται και θα
προωθείται με την δική του πια δύναμη.
Γιατί καθώς οι μαγνητικές δυνάμεις της
γης και της σελήνης θα το έλκουν και οι
δύο μαζί, θα το κρατάν μετέωρο και το
αποτέλεσμα θα είναι σαν να μην τον
τραβούσε καμιά απ’ αυτές. Κι έτσι, στο
τέλος, η μάζα του θα στραφεί μονάχη της
προς την σελήνη.
Στην Astronomia Nova ο Κέπλερ είχε πλησιάσει
τόσο πολύ κοντά στην έννοια της παγκόσμιας
έλξης που αναγκάζεται κανείς να υποθέσει
ότι κάποιο ψυχολογικό μπλοκάρισμα τον
έκανε να την απορρίψει. Στο απόσπασμα
που παρέθεσα μόλις τώρα, δεν την παίρνει
μονάχα σαν δεδομένη αλλά και διατυπώνει,
με μια αληθινά εκπληκτική διορατικότητα,
την ύπαρξη μιας «ζώνης μηδέν βαρύτητας»
– τον εφιάλτη αυτό της επιστημονικής
φαντασίας. Αργότερα στο Somnium θα έκανε
κι άλλο ένα βήμα προς την ίδια κατεύθυνση
υποθέτοντας εαρινές παλίρροιες στην
σελήνη που οφείλονταν στην συνδυασμένη
έλξη ήλιου και γης.
Αφού τελειώνει το ταξίδι, ο Κέπλερ
προχωρεί στην περιγραφή των συνθηκών
της σελήνης. Μια σεληνιακή ημέρα, από
την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου,
κρατάει δεκαπέντε περίπου μέρες και
τόσο κρατάει και η σεληνιακή νύχτα –
γιατί το φεγγάρι κάνει ένα μήνα για να
γυρίσει μια φορά γύρω από τον άξονά του
και χρειάζεται τον ίδιο ακριβώς χρόνο
για να συμπληρώσει και τον κύκλο του
γύρω από την γη. Σαν αποτέλεσμα, στρέφει
την ίδια πάντα όψη του προς την γη που
οι φεγγαρο-υπάρξεις ονομάζουν «βόλβα»
τους (από το revolvere που πάει να πει γυρίζω).
Αυτό το μέρος του φεγγαριού το ονομάζουν
Παραβόλβα ήμιση και το άλλο Προβόλβα
ήμισυ. Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο
τους είναι η διάρκεια του έτους τους
που αποτελείται από δώδεκα μέρες και
δώδεκα νύχτες, και οι τρομακτικές
διαφορές που προκύπτουν στην θερμοκρασία
τους – τσουρουφλιστές μέρες, ξυλιασμένες
νύχτες. Κοινές έχουν ακόμα τις παράξενες
κινήσεις του έναστρου ουρανού τους –
στον οποίο οι πλανήτες τρέχουν ακατάπαυστα
πίσω μπρος λόγώ των περιφορών της σελήνης
γύρω από το βόλβα. Αυτή η στην κυριολεξία
και των δύο εννοιών της «σεληνιασμένη»
αστρονομία που αναπτύσσει με την γνωστή
ακριβολογία του ο Κέπλερ, είναι μια
σκέτη απόλαυση. Κανείς πριν απ’ αυτόν
(κι απ’ όσο γνωρίζω κανείς και μετά απ’
αυτόν) δεν επιχείρησε κάτι παρόμοιο.
Όταν όμως έρχεται σ’ αυτό καθαυτό το
φεγγάρι τα πράγματα γίνονται πολύ
ζοφερά.
Χειρότερα την έχουν οι Προβόλβοι. Οι
μακριές νύχτες τους δεν γίνονται ανεκτές,
όπως στα άλλα ημισφαίρια, από την παρουσία
του τεράστιου βόλβα, γιατί όπως είναι
πολύ φυσικό, οι Προβόλβα δεν βλέπουν τη
γη. Οι νύχτες τους είναι «γεμάτες πάγο
και χιόνι, μέσα σε λυσσασμένους, παγωμένους
ανέμους». Οι μέρες που τις ακολουθούν
δεν είναι καλύτερες: για δεκαπέντε μέρες
ο ήλιος δεν εγκαταλείπει καθόλου τον
ουρανό, ζεσταίνοντας τον αέρα σε μια
θερμοκρασία «δεκαπέντε φορές πιο ζεστή
από της Αφρικής μας».
Οι
Παραβόλβα την έχουν κάπως καλύτερα
γιατί το τεράστιο βόλβα απαλαίνει τις
νύχτες τους αντανακλώντας κάποιο φως
και κάποια ζέστη του ήλιου. Η επιφάνεια
του βόλβα είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερη
του φεγγαριού και μένει πάντα στην ίδια
θέση στον ουρανό «σαν νατανε καρφωμένο»,
μεγαλώνει όμως και μικραίνει από πανβόλβα
σε νέο βόλβα όπως και η σελήνη μας. Όταν
έχει πανβόλβα η Αφρική φαίνεται σαν
ένας ανθρώπινος μπούστος μέχρι τους
ώμους. Η Ευρώπη, ένα κορίτσι με μακρύ
φόρεμα, σκύβει να τον φιλήσει ενώ με το
τεντωμένο προς τα πίσω μαρκύ χέρι της
καλεί κοντά του ένα γάτο έτοιμο να
πηδήξει(5).
Τα
βουνά της Λαβάνια είναι πολύ πιο ψηλά
από της γης. Το ίδιο και τα φυτά και τα
πλάσματα που την κατοικούν. «Η ανάπτυξη
γίνεται γρηγορότερα. Όλα είναι βραχύβια
γιατί το κορμί αναπτύσσεται σ’ ένα
τεράστιο όγκο... Ανάπτυξη και φθορά
συντελούνται μέσα σε μια μόνο μέρα». Τα
όντα μοιάζουν περισσότερο με γιγαντιαία
φίδια. «Οι Προβόλβα δεν έχουν μόνιμες
και ασφαλείς κατοικίες. Διασχίζουν μέσα
σε μια μόνο μέρα ολόκληρο τον κόσμο
τους, σε ορδές, ακολουθώντας τα νερά που
τραβιούνται είτε με τα πόδια τους, που
είναι ψηλότερα απ’ αυτά που έχουν οι
γκαμήλες μας, είτε με φτερά, είτε με
πλοία». Μερικοί είναι δύτες κι αναπνέουν
πολύ αργά για να μπορούν να προστατεύονται
από τον καφτερό ήλιο στον πάτο, στα
βαθειά νερά. «Όσοι μένουν στην επιφάνεια
ψήνονται από τον μεσημεριανό ήλιο και
χρησιμεύουν σαν τροφή των νομαδικών
ορδών που πλησιάζουν... Άλλοι, που δεν
μπορούν να ζήσουν χωρίς ν’ αναπνέουν,
αποσύρονται σε σπηλιές στις οποίες το
νερό φθάνει μέσα από μακρυά κανάλια,
για να κρυώσει σιγά σιγά στον μακρύ
δρόμο του και να μπορούν να το πιουν.
Όταν όμως πλησιάζει η νύχτα βγαίνουν
να κυνηγήσουν». Το δέρμα τους είναι
γεμάτο πόρους και σαν σφουγγάρι. Όταν
όμως ένα πλάσμα παγιδευτεί χωρίς να το
καταλάβει στην ζέστη της ημέρας, το
δέρμα του τσουρουφλίζεται και σκληραίνει
και το βράδυ πέφτει. Κι όμως, είναι
περίεργο, αλλά αγαπάνε να λιάζονται
στον ήλιο του μεσημεριού – κοντά στις
ρωγμές τους όμως για να μπορούν να κάνουν
μια γρήγορη και ασφαλή υποχώρηση.
Σ’
ένα σύντομο συμπλήρωμα επιτρέπει στους
Παραβόλβα να έχουν πόλεις ασφαλισμένες
μέσα σε κυκλικά τείχη – τους κρατήρες
της σελήνης. Αυτές οι πόλεις όμως δεν
τον ενδιαφέρουν παρά μόνο από την καθαρά
μηχανική πλευρά της κατασκευής τους.
Το βιβλίο τελειώνει με μια μπόρα που
ξυπνάει τον Δουράκοτους από τον εφιάλτη
του των προϊστορικών γιγαντιαίων ερπετών
για τα οποία ο Κέπλερ δεν είχε, φυσικά
καμιά ιδέα. Δεν είναι αξιοπερίεργο που
εμπνεύσθηκε ο Χένρυ Μουρ από το Somnium κι
έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Insomnium
Philosophicum. Την διασκεδαστικότερη όμως
παράφραση του Κέπλερ την έκανε ο Σάμουελ
Μπάτλερ στο «Ο Ελέφας στο Φεγγάρι».
Είπε – Οι Κάτοικοι της Σελήνης
Που σαν καφτός λάμπει το Μεσημέρι ο
Ήλιος
Ζούνε αλήθεια σ’ υπόγεια Κελάρια
Οχτώ μίλια βαθειά κι ογδόντα γύρω
(Π’ αμέσως ταμπουρώνονται
Απ’ Ήλιο και Εχθρούς)
Γιατί είναι Λαός πιο ευγενικός
Από κειούς τους άξεστους τους χωρικούς
που βρέθηκαν
Στην Άνω Μερά να ζούνε
Που λέγονται Προβόλβα και που
Ανοιχτό έχουν μαζί τους Πόλεμο
Παρ’ όλο που το Somnium είχε γραφτεί στο
μεγαλύτερο μέρος του από παλιά,
καταλαβαίνει κανείς πολύ άνετα για ποιο
λόγο ήταν το τελευταίο βιβλίο που δούλεψε
και που ήθελε να δει τυπωμένο. Όλοι οι
δράκοι που είχαν κυκλώσει τη ζωή του –
από την μάγισσα Φιολχίλντα και τον
χαμένο τον άντρα της μέχρι τα ταλαίπωρα
ερπετά πλάσματα που πετούσαν ασταμάτητα
αποβάλλοντας τ’ αρρωστημένο πετσί
τους, τόσο πρόθυμα όμως πάντοτε να
ζεσταθούν κάτω από έναν απάνθρωπο ήλιο,
βρίσκονται όλα εκεί, στημένα μέσα σ’
ένα κοσμικό σκηνικό επιστημονικής
ακρίβειας και σπάνιας αυθεντικής
ομορφιάς. Όλα τα έργα του Κέπλερ και
όλες οι ανακαλύψεις του ήταν πράξεις
κάθαρσης. Τι πιο φυσικό από το να κλείσει
το τελευταίο του μέσα σ’ ένα όργιο
φαντασίας;
_____________
1. Οι «Εφημερίδες» δίνουν λεπτομερείς
πληροφορίες γύρω από τις κινήσεις ενός
πλανήτη σ’ ένα δεδομένο χρόνο, ενώ οι
«πίνακες» δίνουν μονάχα το γενικό
σχεδιάγραμμα πάνω στο οποίο βασίζονται
οι υπολογισμοί.
2. Ο Κέπλερ διάλεξε το όνομα Δουρόκοτους
γιατί ακουγόταν Σκωτσέζικο «και η Σκωτία
βρίσκεται στον Ισλανδικό ωκεανό»,
«Φιόλξ» ήταν το όνομα της Ισλανδίας που
είχε βρει σ’ έναν παλιό χάρτη.
3. Από το Lavanah το Εβραϊκό όνομα της
Σελήνης (Lavan = λευκό).
4. Προτάθηκε πρόσφατα πως οι ταξιδιώτες
του διαστήματος θα πρέπει ν’
αναισθητοποιούνται στην διάρκεια της
αρχικής επιτάχυνσης.
5. Το πίσω μέρος του κεφαλιού ήταν το
Σουδάν, το πηγούνι του η Αλγερία. Το
κεφάλι του κοριτσιού ήταν η Ισπανία, το
ανοιχτό στόμα του στην Μαλάγκα, το
πηγούνι του στην Μούρτσια. Το ένα χέρι
του ήταν η Ιταλία, το άλλο η Αγγλία κι
αυτό καλούσε την Σκανδιναβική γάτα.
Το όνομά του σημαίνει “εκείνος που
φρίσσει”. Έλλη σημαίνει “η σπινθηροβολούσα”.
Ο Φρίξος εβοηθήθη από την μητέρα του
Νεφέλην. Κι εδώ η Νεφέλη είναι η επιθυμία
του, το συναίσθημά του, το θυμικόν του.
Εκαβαλλίκεψε τον κριόν, τον εαυτόν του,
την κατωτέραν τετρακτύν, που είχε
χρυσόμαλλον δέρμα, δηλαδή ήταν λαμπερή.
Ο Φρίξος ήταν μύστης βαθύς. Επέταξε στο
διάστημα, δηλαδή εμπήκε σε νέαν κατάστασιν.
Μαζί του ήταν και η λαμπερή, η Έλλη. Μα
αυτή εχάθηκε. Επνίγηκε. Έφυγε απ’ επάνω
του. Η κατωτέρα του, η χοϊκή συνείδησις
εχάθηκε. Κι έμεινε μόνο με την ανωτέρα
συνείδησιν. Είχε δηλαδή φτάσει στη
θέωσι.
Έφτασε στην Αίαν (Α-ΖΑ). Αυτή η λέξις,
φανερώνει με τις δύο της συλλαβές, το
ύψιστον σημείον της θέωσεως. Α = θεός,
ΖΑ = γήινος. Εθυσίασε τον κριόν, τον
εαυτόν του. Το λαμπερό δέρμα το εχάρισε
στον βασιλιά Αιήτη (Α-ΖΑ-ΤΑ). Για τον
ίδιον η κατωτέρα τετρακτύς ήταν τελείως
άχρηστη.
Ο Φρίξος έζησεν ανάμεσα στους αθανάτους.
Ήταν γιος του Αθάμα (ΑΤ-ΑΜΟΝ). Πόσο μοιάζει
αυτή λέξις με την λέξιν ΑΔΑΜ που ήταν
ΜΙ-ΝΥ-Α ή Μίνως. Δηλαδή είχε τον τίτλο
των βασιλιάδων της Κρήτης. Αυτό μας
λέγει ότι ήταν μύστης, όπως φαίνεται
ότι ήσαν τότε όλοι οι βασιλιάδες. Ας μη
λησμονούμεν ότι οι διάδοχοι του
Αιγυπτιακού βασιλείου έπρεπε να περάσουν
την Σχολήν των Πυραμίδων για ν’ αποκτήσουν
τον βασιλικόν τίτλον.
2)ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Η
ιστορία είναι πολύ περιπεπλεγμένη,
κυρίως από τους νεωτέρους, που
επαναλαμβάνοντάς την, της επρόσθεσαν,
της αφαίρεσαν και την ετροποποίησαν.
Αρχηγός ήταν ο Ιάσων (ΖΑ-ΣΑ) ανεψιός του
Πελία (ΠΕΛ-Α-ΖΑ ή Πελασγού).
Η
εκστρατεία είναι γεγονός. Είμαι βέβαιος
γι’ αυτό. Ο Ζάσα εμάζεψε τους φίλους
του με τους οποίους είχε μαθητεύσει στη
σχολή του σοφού Χείρωνα. Ήσαν όλοι του
μύσται γιατί σοφία της εποχής εκείνης
ήταν ο Αποκρυφισμός, η γνωριμία με τους
αγνώστους στο πολύ κοινό (και έως σήμερα
ακόμη) νόμους της Φύσεως.
Αυτοί
εφεύραν και τα ιστία. Η Αθηνά-σοφία του
οδήγησε σ’ αυτή τη σπουδαία για την
εποχήν εκείνη, εφεύρεσι, ψιθυρίζοντας
στον νουν τους το κάθε τι.
Σκοπός
του ταξειδιού τους ήταν η περιπλάνησις
σε μακρινές χώρες και η ανακάλυψις
καλών, για την εποχήν, τοπων προς
αποικισμόν. Στις ώρες της ΣΙΩΠΗΣ, είχαν
δη την χώραν Αίαν, χώρα θαυμαστή για τον
πλούτο και τη σοφία του βασιλιά της
Αιήτη (Α-ΖΙΑ-ΤΑ). Κι είχαν ιδή την προνοητική
νομοθεσίαν του και την ευτυχισμένην
ζωή των κατοίκων του βασιλείου του.
Είχαν όμως ως σκοπόν τους και κάτι άλλο.
Κι ετράβηξαν σ’ αυτήν.
Στην
Σαμοθράκην τους υποδέχθησαν οι Κάβειροι,
για τους οποίους ομιλήσαμε πιο πριν,
και οι οποίοι ήσαν τέλειοι μύσται. Οι
Κάβειροι τους εφιλοξένησαν και τους
εδώρισαν ασκιά με κρασί και νερό. Το
κρασί ήταν τότε καθαρός χυμός σταφυλιού
και εχρησιμοποιείτο για τόνωσι του
οργανισμού. Τους εφοδίασαν ακόμη και
με πολλά παξιμάδια και σταφίδες. Και
έτσι εφοδιασμένοι οι Αργοναύτες
επροχώρησαν στον Ελλήσποντο. Σ’ ένα
μέρος, τότε η θάλασσα ήταν πολύ στενή.
Οι Αργοναύτες με τη μυστική τους δύναμι,
με ηχητικούς κραδασμούς, όπως ο Ιησούς
του Ναυή, όπως ο Αμφίων και ο Ζήθος,
εκρημνισαν τους βράχους του στενού
εκείνου κι η θάλασσα διευρύνθη. Το στενό
αυτό ήταν οι Συμπληγάδες Πέτρες.
Από
λιμανάκι σε λιμανάκι, ύστερα από μηνών
ταξείδι, έφθασαν στον Αίαν (Α-ΖΑ).
Αντιγράφω
από την Μυθολογίαν. «Ο
Ιάσων σπεύδει να ζητήση από τον Αιήτην
τον θησαυρόν δια τον οποίον είχεν
εκστρατεύσει. Ο βασιλεύς υπόσχεται να
παραιτηθή του πολυτίμου δέρατος, εάν ο
Θεσσαλός ήρως εξέλθη νικητής της
προτεινομένης δοκιμασίας. Ο Ιάσων
οφείλει να ζεύξη εις τι άρμα δύο ταύρους,
δώρον του Ηφαίστου, ταύρους χαλκόποδας
και πυρόνοους. Οφείλει να αροτριάση δι’
αυτών αγρόν τινα αφιερωμένον εις τον
Άρην και να τον σπείρη με τους οδόντας
του δράκοντος Κάδμου».
Εξήγησις:
Κάδμος ίσον ΚΑΤ-ΑΜΟΝ. Το Κ εμπήκε για
ευφωνίαν. Αλλά ΑΤ σημαίνει Θεόν που
κατέρχεται προς την Γην. ΑΤ-ΑΜΟΝ (ή ΑΔΑΜ)
σημαίνει θεόν πεσμένον αλλά που δεν
παύει να είναι θεός, είναι δηλαδή
άνθρωπος. Συνεπώς τα δόντια του Κάδμου
είναι τα δόντια ενός πεσμένου θεού, και
σημαίνουν κακές σκέψεις, τις σκέψεις
του χοϊκού ανθρώπου, του κακού. Τα δύο
πυρίπνοα βώδια που έπρεπε να ζεύξη είναι
τα δύό ζωτικά ρευστά του ανθρωπίνου
σώματος.
Να
καλλιεργήση τον αγρόν του Άρεως: Σημαίνει
να αναγάγη τα δύο ρευστά στον εγκέφαλον,
ενώ την ίδια στιγμή οφείλει να καλλιεργήση
μέσα του και να βελτιώση τις κακές
σκέψεις. Δηλαδή να μπορή να αυτοκαθαρισθή,
να γνωρίση Εαυτόν, για να λυτρωθή. Αν
μπορέση ο ΖΑ-ΣΑ να τις νικήση τις κακές
αυτές σκέψεις (που θα εξέπεμπε ο Α-ΖΑ-ΤΑ)
μόνος του, τότε θα ήταν πραγματικά άξιος
για τη γνώση ενός ανωτέρου μυστικού
νόμου, θα ήταν δηλαδή άξιος για ανώτερα
επιτεύγματα.
Η
Μήδεια (ΜΑ-ΤΙ-ΓΙΑ δηλαδή η γυναίκα η
θεϊκή) που ήταν γνώστης, μύστης, αγάπησε
τον ΖΑ-ΣΑ, τον οποίον έβλεπεν από μικρή,
στις ώρες του Διαλογισμού της και –
γυναίκα ίσως ήταν ξενομανής – επρόδωσε
τον πατέρα της. Εθέλχθηκε από την
ωραιότητα της σωματικής μορφής. Έτσι
εβοήθησε τον ΖΑ-ΣΑ να κατορθώση ό,τι δεν
μπορούσε μόνος του.
Με
τη δύναμί της τον εβοήθησε να καστρέψη
τις κακές σκέψεις που εδημιούργησε στον
νουν του ο πατέρας της: φιλοδοξίες,
ματαιοδοξίες, σαρκικές επιθυμίες άγριες,
ικανοποιήσεις αισθήσεων, εγωισμόν.
Ο
Α-ΖΑ-ΤΑ
(Αιήτης) έβλεπε
τι εγινόταν. Είχεν ανεπτυγμένο το τρίτο
μάτι. Έβλεπε το ρεύμα της δυνάμεως που
έφτανε στον ΖΑ-ΣΑ. Παρηκολούθησε το
ρεύμα και είδε ότι ερχόταν από την κόρη
του.
Αυτός
είναι ο λόγος για τον οποίον αρνήθηκε
στον ΖΑ-ΣΑ το ανώτερο μυστικό. Τον εύρισκε
προσωπικά ανάξιον γι’ αυτό. Και κανείς
νουνεχής άνθρωπος δεν δίδει ποτέ λεπίδα
ξυρίσματος στα χέρια βρέφους.
Η
ΜΑ-ΤΙ-ΓΙΑ όμως, γυναίκα ήταν, του φανέρωσε
το μυστικό, «το χρυσόμαλο δέρας», κι
έφυγε μαζί του.
Στο
ταξίδι τους – ακολούθησαν το δρόμο του
πηγαιμού – του ανέπτυξε το κάθε τι: Ο
πατέρας της ήταν μύστης, κι οι νόμοι του
σοφοί για το κράτος του, αλλ’ αυτοί οι
νόμοι έδιδαν πάρα πολλήν ευτυχία στο
λαό, και τον έκαναν άβουλο. Κι η ευτυχία
κατά την ΜΑ-ΤΙ-ΓΙΑ, βρίσκεται στον αγώνα
για την απόκτησιν των αγαθών, των
οποιονδήποτε αγαθών, και όχι στην
απόλαυσιν αγαθών ετοιμασμένων από
άλλους.
Ο
πατέρας της άλλο δεν είχε στον νου του
παρά να της δώση τις γνώσεις και να της
διδάξη την τέχνη για τελειοποίησι,
παραγνωρίζοντας την γυναικεία της φύσι.
Η ΜΑ-ΤΙ-ΓΙΑ προτιμούσε τον δρόμον της
πάλης μέσα στη ζωή, για τη ζωή.
Κατά
τις σημερινές μας αντιλήψεις η ΜΑ-ΤΙ-ΓΙΑ
βρισκόταν στον ορθό δρόμο, κι ας έπεφτε.
Η πτώσις θα ήταν γι’ αυτήν μάθημα
σκληρόν, αλλά συνειδητό, όπως κι η πτώσις
του Ασώτου της παραβολής.
Τα
παρακάτω του μύθου έχουν περιπλακή από
τους νεωτέρους.
Η
ΜΑ-ΤΙ-ΓΙΑ σιγά-σιγά έπεφτε στη μαγεία
για να ικανοποιήση τις σωματικές και
ψυχικές της ορέξεις που εξύπνησαν σαν
δράκοντες, σαν κάπροι, σαν λιοντάρια.
Έγινε γυναίκα όπως όλες, αλλά επίφοβη
σε όλους.
Ο
ΖΑ-ΣΑ την άφησε. Του ήταν δύσκολο να
συζήση μαζί της. Αυτή θανάτωσε με τις
μαγικές της δυνάμεις και τον Πελίαν,
και την Γλαύκην, που θα γινόταν μνηστή
του ΖΑ-ΣΑ. Αυτός είναι ο θανατηφόρος
πέπλος που αναφέρει ο μύθος, για τον
οποίον όμως δεν επιτρέπεται να μιλήσω.
Ο
ΖΑ-ΣΑ είδε τότε πόσον τρομερά εγωιστική
γυναίκα ήταν. Μετά, αποδιωγμένη από
όλους, εγύρισε ξανά στην Ασία.
Το
χρυσόμαλλον δέρμα ήταν ο τρόπος της
εκσωματώσεως (δέρμα ίσον χοϊκόν σώμα),
που εγνώριζεν ο σοφός Α-ΖΑ-ΤΑ. Στην Ελλάδα
δεν ήξεραν αυτόν τον τρόπον. Κι αν ήξεραν
δεν τον εδίδασκαν. Γι’
αυτό και στην Ελλάδα δεν υπήρξαν και
μαύροι μάγοι, δηλαδή άνθρωποι με τεράστιες
δυνάμεις, που να τις χρησιμοποιούν για
προσωπικές τους ικανοποιήσεις. Το Θείον
είχε ως πρόγραμμά του την ανάπτυξιν του
χοϊκού εγκεφάλου στην Ελλάδα αναφορικά
με την σκέψιν και το κάλλος. Γι’ αυτό
και υπήρχαν τόσες Αποκρυφιστικές Σχολές,
τόσοι Μίνωες και τόσοι ναοί. Χωρίς αυτές
τις Σχολές δεν θα έφθανε ποτέ η σκέψι
στην Ελλάδα στο ύψιστο σημείον όπου την
έφθασαν ένας Πλάτων και όπου ποτέ κανένας
άλλος δεν έφθασεν, εκτός από τον Ιωάννη
τον Θεολόγο.