.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Η σημαία του Άρμστρονγκ – Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος



Και ξαφνικά Τον είδε!… Ήταν στην κορυφή ενός λόφου που έμοιαζε με κρατήρα, σε μιαν απόσταση που δεν μπορούσε να προσδιορίση εύκολα, πίσω από μιαν αιχμηρή πέτρα, με τα χέρια όπως πάντα καρφωμένα πάνω στο ξύλο και το κεφάλι γερμένο στον ώμο…
Είναι Αυτός, σκέφτηκε ο Άρμστρονγκ, και προχώρησε προς τον λόφο. Ήμουν σίγουρος πως θα Τον εύρισκα εδώ, ήμουν ολότελα σίγουρος γι’ αυτό! Φώναξε με χαρά και τάχυνε το βήμα του, σκαρφαλώνοντας πάνω στα βράχια.
Ο Άλλος κρύφτηκε πίσω απ’ την πέτρα, και περίμενε.
Άλλωστε, ποιον λοιπόν θάβρισκα εδώ, αν όχι Αυτόν; ξανασκέφτηκε με πεποίθηση ο αστροναύτης, πασχίζοντας σύγκαιρα να υπολογίση την απόσταση που τον χώριζε απ τον κρατήρα.
Και μονομιάς θυμήθηκε πως κάπου αλλού είχε ζήσει πάλι την ίδια στιγμή, κ’ έτρεχε με το ίδιο αβέβαιο βήμα να Τον συναντήση, πίσω ακριβώς από μίαν αιχμηρή πέτρα, στην κορυφή ενός λόφου, χωρίς ωστόσο να μπορέση να Τον φτάση ποτέ, γιατί πρόφταινε και Τον έπαιρνε ο Κεντυρίων να Τον κρύψη κάπου αλλού, σ’ άλλο λόφο, σ’ άλλη πόλη, σ’ άλλο χωριό – και τώρα σ’ άλλο πλανήτη – με τα χέρια καρφωμένα στο ξύλο και το κεφάλι γερμένο στον ώμο.
Ίσως αυτή τη φορά να Τον φτάσω – ίσως νάναι η φορά που  π ρ έ π ε ι  να Τον φτάσω, συλλογίστηκε ο αστροναύτης, ενώ σύγκαιρα θυμόταν πως κι άλλη φορά είχε προφέρει την ίδια ακριβώς φράση, κάνοντας την ίδια ακριβώς κίνηση, την ίδια πάντα προσπάθεια να Τον φτάση, στο ίδιο ακριβώς μέρος, σ’ εκείνο που είχε ταχθή εξυπαρχής να Τον συναντήση, ανεξάρτητα από κάθε προηγούμενη συνάντηση, χωρίς ωστόσο να το καταφέρη ποτέ, γιατί πρόφταινε και Τον έπαιρνε ο Κεντυρίων, για να Τον πάη σ’ άλλο προκαθωρισμένο μέρος, πέρα από κάθε προηγούμενο μέρος, από κάθε προηγούμενη συνάντηση…
- Κύριε, Κύριε, φώναξε ο αστροναύτης, κουνώντας απελπισμένα τα χέρια του, καθώς ο Κεντυρίων απήρχετο, μα η φωνή πάγωνε στα χείλη του, και απέστρεφε το πρόσωπό του και έφευγε, με την ίδια πάντα αίσθηση, με την ίδια πάντα βεβαιότητα: ότι είχε διαβλέψει καλά, ότι είχε κατανοήσει καλά το Βλέμμα του Άλλου, που τον προέτρεπε να σκοτώση τον Κεντυρίωνα, ν’ αποφασίση πια να σκοτώση τον Κεντυρίωνα, για να να μπορέσουν να συναντηθούν επί τέλους – πάνω απ’ τον επόμενο λόφο, τον επόμενο κρατήρα, τον επόμενο πλανήτη…
Και μονομιάς κατάλαβε ότι ήρθε πια η στιγμή να σκοτώση τον Κεντυρίωνα, τώρα, όπως πάντα, τώρα, όπως κάθε φορά που σκότωνε τον Κεντυρίωνα, κ’ έμεναν μόνοι, πάνω στο φαλακρό λόφο, την φαλακρή πόλη, τον φαλακρό πλανήτη, έτοιμοι να συναντηθούν – όπως είχε ταχθή εξυπαρχής, χωρίς τον Κεντυρίωνα.
Έπρεπε να το είχα κάνει από την πρώτη φορά, σκέφτηκε ικανοποιημένος ο αστροναύτης, την πρώτη φορά που είχα έρθει σε τούτον τον πλανήτη, κάθε πρώτη φορά που είχα έρθει σε τούτον τον πλανήτη κ’ εύρισκα τον Κεντυρίωνα μαζί Του, πάνω στο λόφο…
Άπλωσε τα χέρια του και πιάστηκε σταθερά απ’ την αιχμηρή πέτρα. Επί τέλους είχε φτάσει κοντά στον κρατήρα, μπρος απ’ την αιχμηρή πέτρα, έτοιμος πια να σκοτώση τον Κεντυρίωνα, που  κρυβόταν  όπως πάντα πίσω απ’ τον Άλλον, και του λόγχιζε κάθε τόσο τα πλευρά, κ’ ύστερα Τον σήκωνε σαν εξαπτέρυγο, τον φόρτωνε στον ώμο του σαν σημαία, και τον έστηνε σ’ άλλο λόφο, σ’ άλλο κρατήρα, σ’ άλλον πλανήτη, σ’ όλους τους λόφους και σ’ όλους τους πλανήτες των ανθρώπων…
Και ξαφνικά Τον είδε!… Ήταν στην κορυφή ενός λόφου, σε μιαν απόσταση που δεν μπορούσε να προσδιορίση εύκολα, πίσω ακριβώς απ’ την  αιχμηρή πέτρα, με τα χέρια όπως πάντα καρφωμένα πάνω στο ξύλο και το κεφάλι γερμένο στον ώμο – μόνος, χωρίς τον Κεντυρίωνα, ένα είδος εξαπτέρυγου, ένα είδος ματωμένης σημαίας, εγκαταλελειμμένος πάνω στο λόφο, πάνω στην απεραντοσύνη του άδειου πλανήτη, περιμένοντας πάντα τον Λυτρωτή Του.
Και τότε, όπως κάθε φορά, όπως όλες τις φορές που τον συναντούσε μόνο Του σε κάθε βήμα, σε κάθε λόφο, σε κάθε πλανήτη ο αστροναύτης θυμήθηκε πως ήταν ο ίδιος ο Κεντυρίων!…
Πήρε τη σημαία και την κάρφωσε πάνω στο Βράχο!
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ [τ. Α’]
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ 1987

Δεν υπάρχουν σχόλια: