.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

ΜΙΑ ΤΑΧΕΙΑ ΣΥΝΤΟΜΙΑ ΜΟΥ ΔΥΟ ΛΟΓΩΝ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

 

Θάθελα κάτι για την  ποίηση νάλεγα – μα δεν μπορώ, δε φτάνει τούτη η χουμάτινη  και παράχορδη φωνή μου. Θα τόλεγα σαν κάλεσμα της αινιγματικής ερημιάς μας, κάτι σαν διαμαρτυρία μας, στη στυγερή διαταράχτριά μας – τη Ζωή.

Ήμαν ήσυχος και κανείν εγώ δεν πείραζα.
Ήμαν προύμυτος, και γω βύζαινα χάος…
…………………………………………………………… 
…………………………………………………………… 
Και νάρθει άξαφνα να μου γαργαλήσει τη μύτη μου
- η ζωή - μ’ ένα λιανό ριγανόξυλο;
ω, τι φάρσα!
…………………………………………………………….
…………………………………………………………….
Έκτοτες κάθομαι και νυστάζω – ζητώντας το!
Έκτοτες (για να το ξαναπώ) κλειω τα μάτια…

Κάτι το «παραμικρό» έχει συμβεί:
Αυτή η απάτητη και τρομερή περιοχή, ο εαυτός μας – είναι μια terra incognita, όπου δεν ξέρεις πούθε θα σούρθει ένα μήνυμα (ο παρθένος αριθμός, το σημείο ή το σύνθημα) από που θα σ’ έβρει αυτηνής το κάλεσμά της… Το σουρρεαλιστικά – πως – νοούμενο και «τρίτο μάτι» λεγόμενο (το ένστιχτο), αναστραφέν απ’ την ανθρώπινη σύμβαση, δεν θωρει πια στα όξω. Κλειστό (ξυπνοί όντας μας) ανοίγει – κοιμιστοί – προς τα εντός μας. Και βλέπει… Είναι καταπληκτική – εν τοις μπερδέμασι – η βλεψική  φωτοχυσία του, αυτοί, οι σαν τεράστιου φακού, συμπαντικοί «κατοπτρισμοί» του. Οποία παμμέγιστη και φοβερή αυλαία που εσύρθη! Οι «συνειρμικές» σκηνοθεσίες του (απ’ τον… ουραίο έως τον «τετράνθρωπο» και απ’ αυτόν μέχρι το πνεύμα) αντί – όπως θα λέγαμε – επί πτερύγων ανέμου, αυτές μετριούνται μόνον με έτη – του φωτός! Κι εμείς το λέμε τούτο ό ν ε ι ρ α. Τώρα αν πράγματι αυτό είναι «όνειρο» και όχι η μόνη αληθινή ζωή και πεπρωμένη (που τη ζούμε μεις στα προύμυτα…) ενώ η ξύπνια είναι τ’ ονείρου, ου της παρούσης συντομίας μου, και ου των ικανοτήτων των δικών μου. Το αυτοματικό (δια την πολλήν αυτού αληθινότητα). Το παρανοϊκό (δια την συνέπειάν του την άκραν) είναι στις πράξεις, στα λόγια και στις σκέψεις μας, σαν μια «δαχτυλοδειξία» μας (των ψεύτικων…), σαν μια επαυτοφώρω σύλληψή μας (της σύμβασης…) κρύβεται στο πιο μας μικρότερο τσεπάκι. Και οι όροι αντιστρέφονται: κυρίαρχος, ο τρομερός νοικοκύρης μας (το ένστιχτο) – αυτός διατάσσει πια και γίνεται, αυτός ποιεί τον οίκον αυτού τρέμειν… Αυτά. Και επειδή η ζωή είναι ωραία, ο άνθρωπος θάκανε πολλές τούμπες στη χλόη, αν, το αναμεταξύ μας άνομο συμφέρον δεν τον έκανε από κωμωδό – «κορυφαίον» και από Ντάντε – Θεόκριτο…
Το δυστύχημα είναι ότι και τα όνειρα ποτέ δεν είναι «σαν όνειρα» ωραία. Το σχήμα είναι ψεύτικο. Διότι κανέναν δεν έχει λόγο ο άνθρωπος να είναι ωραία τα όνειρά του. Η επί Γης ιστορία του, από το λυκαυγές των πρωτόζωων έως τα ζωγραφιστά Χερουβείμ του, από τον ποτέ του «τετράνθρωπο» μέχρι της ύψωσής του «στα δυο του», ο ανελέητος αγώνας του (της επιβίωσής του) στη φύση, τίποτα δεν του κληροδότησε ευχάριστο, ώστε να ξεχνάει – πόθεν ήρθε…
Γι’ αυτό κοιμάται και πετάγεται (το «ριγανόξυλο» που είπαμε). Γι’ αυτό παραμιλάει στα όνειρά του – ενώ στα «ξύπνα» του όλο ψεύδεται… Και γι’ αυτό όλο εκπέμπει εκείνο το SOS προς το ΤΙΠΟΤΑ…
Έκτοτες (για να – το ξαναπιώ) κλειω τα μάτια…


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
Άπαντες στίχοι 1936-1970
Φιλολογική επιμέλεια ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΩΣΤΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ 2010

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Το Μονοπάτι είναι η Καθημερινή Ζωή – Ζεν

 


- Τι είναι το μονοπάτι; ρώτησε ο Τζόσου, τον Νάνσεν.
- Η καθημερινή ζωή είναι το μονοπάτι, απάντησε ο Νάνσεν.
- Μπορεί να μελετηθεί; ρώτησε ο Τζόσου.
- Αν προσπαθήσεις να μελετήσεις, θα βρεθείς πολύ μακριά από αυτό, απάντησε ο Νάνσεν.
- Αν δεν μελετήσω, ρώτησε ο Τζόσου, πως μπορώ να ξέρω ότι αυτό είναι το μονοπάτι;
- Το μονοπάτι, είπε ο Νάνσεν, δεν ανήκει στον κόσμο της αντίληψης ούτε στον κόσμο της μη αντίληψης. Η γνώση είναι μια αυταπάτη και η μη γνώση αναισθησία. Αν θέλεις να φτάσεις στο αληθινό μονοπάτι πέρα από κάθε αμφιβολία, τοποθετήσου μέσα στην ίδια ελευθερία, όπως ο ουρανός. Μην το ονομάζεις ούτε καλό ούτε μη καλό.
Στα λόγια αυτά ο Τζόσου φωτίστηκε.

Σχόλιο του Μούμον: ο Νάνσεν μπόρεσε να λιώσει  τις παγωμένες αμφιβολίες του Τζόσου αμέσως τη στιγμή που ο Τζόσου έκανε τις ερωτήσεις του.
Αμφιβάλλω να ο Τζόσου έφτασε στο σημείο που είχε φτάσει ο Νάνσεν. Χρειαζόταν 30 ακόμα χρόνια μελέτης.

Την άνοιξη, χιλιάδες λουλούδια. Το φθινόπωρο, ένα μισό φεγγάρι.
Το καλοκαίρι μια δροσερή αύρα. Το χειμώνα το χιόνι θα σε συνοδεύει.
Αν άχρηστα πράγματα δεν κρέμονται από το μυαλό σου,
Κάθε εποχή είναι μια όμορφη εποχή για σένα.


ΒΟΥΔΙΣΜΟΣ 
ΖΕΝ 
ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Συλλογή και Μετάφραση Ευάγγελος Γραμμένος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ 1977

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Περί Θανάτου – Κωστής Παπαγιώργης



Κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη…
Τζέιμς Τζόις, Οδυσσέας

Άπειροι αυτοί που πέφτουν και κοιμούνται τον αξύπνητο. Πεθαίνουν στις μάχες και στους ωκεανούς, στον αέρα, στο διάστημα και στις μεγάλες λεωφόρους. Πεθαίνουν στα σπίτια τους και στα εργοστάσια. Πεθαίνουν περπατώντας ή σε στιγμές αφροδίσιας παραφοράς. Πεθαίνουν στις κλινικές και στα νοσοκομεία. Πεθαίνουν από δηλητήριο, πιστόλι ή μαχαίρι, από ξένα ή από δικά τους χέρια. Πεθαίνουν θέλοντας και μη. Το φαινόμενο είναι τόσο οικείο και καθημερινό ώστε ενδιαφέρει μονάχα τους στατιστικολόγους. Αρκεί όμως, σαν κάννη, να το στρέψει κανείς προς  τον εαυτό του για να γίνει εν ριπή οφθαλμού σκάνδαλο. Πεθαίνουν οι άλλοι, η ανώνυμη μάζα ή τα πιο κοντινά πρόσωπα – αλλά κι εγώ;
Μολονότι όλη η νεκρή ανθρωπότητα το μαρτυράει εν χορώ, ο θάνατος παραμένει για τον άνθρωπο κάτι απαράδεκτο και ακατανόητο. Γενικά την  κρυπτική της βαθύτητα η ζωή την οφείλει πιθανώς στο ότι την διάγουμε ολόκληρη, ή το  μεγαλύτερο μέρος  της, με τη βασανιστική σκέψη μιας στιγμής που είναι απολύτως αδύνατο να βιώσουμε. Εξ ου και οι αμήχανες εκφράσεις: «έχασε τη ζωή του», «πεθαίνει» κτλ. Κανείς δεν χάνει  τη ζωή του… Κανείς δεν πεθαίνει σε ενεστώτα… Τη στιγμή του θανάτου ο άνθρωπος δεν υπάρχει. Ακόμα και στην τελευταία του στιγμή δε «χάνει» ούτε «πεθαίνει» - απλώς ανήκει στη ζωή.
Όσο λογικό δαιμόνιο κι αν διαθέτει ο θνητός, του είναι αδύνατο να κατανοήσει το πέρασμα  από την παρουσία στην απουσία, να δεχτεί την ελάχιστη στάχτη που αφήνει το καμένο  του κορμί. Σαν τερατώδης άρνηση της ζωής, ο θάνατος παραμένει το απροσπέλαστο. Κανείς ζωντανός δεν τον γνωρίζει κι όσοι τον «γνώρισαν» δεν μπορούν πια να μας μιλήσουν. Σκοτεινός ορίζοντας στις ακυρώσεις της ζωής, αλλά και αθέατη σκιά πίσω από κάθε μας πράξη, απειλεί σιωπηλά και στη σιωπή καταδικάζει όσους τον «βιώνουν».
Αυτή την αλλόκοτη μη βιωσιμότητα του θανάτου ο Επίκτητος τη χαρακτήριζε πολύ απλά: ουδέν προς ημάς. Δεν μας αφορά. Τι νόημα έχει για τον άνθρωπο κάτι που όσο ζει αδυνατεί να το γευτεί και μόλις το δοκιμάσει κεραυνοβολείται για πάντα; Η στωική απάθεια δεν θέλει να δει ότι, παρά το  ανέφικτο της εξήγησής του, ο θάνατος – ως σκέψη, φόβος, όριο του μέλλοντος, σαρδόνιος γέλως – αναστατώνει  τη ζωή γιατί  γελοιοποιεί τα ερείσματά της. Την μεταμορφώνει σε απίθανη παρωδία της ευτυχίας, γιατί αφαιρεί από την  ύπαρξη του  θνητού κάθε πειστικό νόημα. Προς τι η παρουσία, όταν ισοβίως βιώνεται σε μια κατάσταση πολιορκίας με προεξοφλημένη έκβαση; Τι ποντοπορία είναι αυτή που έχει σίγουρο το ναυάγιο;
Το ουδέν προς ημάς έχει κάτι από τις ιδιοφυείς παιδικές αντιδράσεις. Αντίθετα, η  θνητή  ύπαρξη φαίνεται να βρίσκει τη σοβαρότητά της από τη στιγμή που κατορθώνει να συλλαβίζει το σκοτεινό υδατόσημο που ενέχει. Τότε η ζωή μοιάζει συνταγμένη με τα ιερογλυφικά του θανάτου. Πρόκειται για μια συνταρακτική διττογραφία που, όταν γίνει συνείδηση, πειθαναγκάζει τον  κάθε θνητό να φοράει κατάσαρκα, μέσα από την κατά  κόσμο στολή, το σάβανό του. Όσες φορές κι αν το πούμε δεν αρκούν. Υπάρχει το μέγα βασίλειο των νεκρών. Το ισχυρότερο αντίδοτο της έπαρσης.
Θέλοντας και μη οι πάντες ζουν με το εξιτήριο στο χέρι. Γι’ αυτό ακριβώς οι θρησκείες έχουν το μεταφυσικό δίκιο με το μέρος τους. Η δημαγωγία της αθανασίας της ψυχής, ονομάζοντας τη ζωή απλό πέρασμα, γέφυρα, εξορκίζει το θάνατο γιατί τον κάνει  μεσοσταθμό και όχι τέρμα. Με παρόμοιες υποσχέσεις, που έχουν άπειρες δυνατότητες πειθούς ώστε να αντέξουν όσο και ο ανθρώπινος τρόμος, όχι μόνο νικιέται ο θάνατος, αλλά και η ζωή αποκτά κύρος. Κάθε στιγμή,  αντί να γίνεται μια επιπλέον ρωγμή  στην ύπαρξη, παίρνει νόημα αιωνιότητας. Και νυν και αεί.
Ακόμα και οι σπουδαγμένοι στα δώδεκα σκαμνιά – της γνώσης, του πόνου, της ταπείνωσης – αναγνωρίζουν τη μέγιστη πειθώ της ρητορικής του μετά θάνατον. Συνάδουν κι αυτοί στο ρυθμό του «δώστε μου αυτό που δεν έχω». Μέχρι πότε όμως;
Έστω κι αν το ψέμα είναι το αλάτι της αλήθειας, έρχεται μια στιγμή που κουράζουν αφόρητα τόσο το ψέμα όσο και η αλήθεια. Αιώνες αναμονής και άγονης υπακοής άρκεσαν για να μετατρέψουν την πίστη στην αθανασία της ψυχής ή στη θνητή της μοίρα από θρησκευτικό πρόβλημα σε θέμα ύφους. Ποιος ενδιαφέρεται πια για το στοίχημα του  Πασκάλ; Αφού με ένα «πιθανόν» ή ένα «ίσως» αλλάζει κυριολεκτικά νόημα ο κόσμος, με τη βοήθεια ενός απλού «όχι» μπορεί κανείς να βρει την ελευθερία του.
Ο θάνατος έχει την  ίδια συμπεριφορά με το φαρμάκι. Σε μικρές δόσεις όχι μόνο δε σκοτώνει, αλλά δίνει δύναμη. Το δάσος από τα ξύλα του καίγεται, λέει το φαρμάκι, και η ζωή από ζωή πεθαίνει. Πεθαίνει κανείς επειδή έζησε. Τίποτε άλλο. Όσε φανταστικές κλίμακες κι αν πλάσουμε για να γλυτώσουμε από τον κόσμο, στο τέλος βαραίνει η πίκρα του Αχιλλέα και ο νόστος του για τον θνητό βίο.
Απόφαση ή στάση ζωής, αυτή η σκέψη αναγκάζει όλο το βίο να καταγίνεται στη διευκρίνηση του «τίποτε άλλο». Όποια μάτια κι αν δανειστούμε βλέπουμε πάντα δι’ εσόπτρου εν αινίγματι. Γι’ αυτό και όλοι οι δρόμοι υπόσχονται μελλοντολογώντας. Φυσικοποιώντας το θάνατο – πεθαίνουμε σαν τις γάτες, σαν τα φύλλα, σαν τα σκουλήκια – η φύση καταλήγει να γίνει αίνιγμα. Μετατρέποντάς τον σε μετεμπειρικό όραμα, ο κόσμος ξεπέφτει σε συμπτωματική ιλαροτραγωδία. Εξορθολογίζοντάς τον (ό,τι είναι ο ύπνος για τον άνθρωπο, είναι ο θάνατος για το είδος) φτάνουμε να λέμε πράγματα που το κόστος της αληθοφάνειάς τους είναι κατά πολύ ανώτερο από την αλήθειά τους. Γενικά κάθε επινοημένη οδός, αντί να πασχίζει για τη συντομία, επιμηκύνεται ατελεύτητα με απώτερη σκοπιμότητα να αποκρύψει το τέρμα. Όσο για τη γνωστή διέξοδο, να στραφεί κανείς προς τη ζωή για να μοιάσει με τους άλλους, δείχνει γρήγορα το ιταμό της πρόσωπο. Είτε διαλύεται σε απροσωπία, είτε κατανοεί ότι όσο βαθύτερα στη ζωή, τόσο βαθύτερα στο θάνατο.
Αλλά δεν ισχυριζόμαστε ότι η  ανθρωπότητα  ζει αποκλειστικά με ερμηνείες. Πριν από κάθε εξήγηση, αλλά και μετά από κάθε εξήγηση, τον πρώτο λόγο έχει η αμεσότητα που εξασφαλίζει με συντριπτικό ποσοστό ψήφο  εμπιστοσύνης. Το αθεμελίωτο είναι κι αυτό θεμέλιο. Έτσι το αίσθημα του τερατωδώς εξαπατημένου που έχει κάθε θνητός, όταν στα μισά του βίου του (nel mezzo del camin di nostra vita) ανακαλύπτει ότι ζει-για-να-πεθάνει ή έστω ζει-και-θα-πεθάνει, με τις αναρίθμητες προσαρμογές, από ριζική απελπισία καταντά πορωμένος σχετικισμός. Τότε ο σοβαροφανής τραγέλαφος διαπρέπει. Με λεπτότατες λοβοεκτομές, που παραδόξως πάντα πετυχαίνουν, η φημισμένη κλινική του αυτονόητου συντηρητισμού δρέπει τις δάφνες της καθυποταγής. Η μόνη μεταφυσική είναι πια η αποφυγή του ανεξήγητου. Η καθημερινότητα βιώνεται ως παρακαμπτήριος. Όλα συμπλέκονται μέσα σε αυτό το απατηλό υφάδι. Εκτός βέβαια από τη μία, την εξ ορισμού αβελόνιαστη κλωστή.
Μέσα στην κοινωνία της κακής πίστης, μέσα στην ανοστανάλατη ζωή που τρώει το κουτόχορτο ατελώνιστο – ω κοινωνική επιτυχία! ω λαμπρή σταδιοδρομία! ω όνειρα που γίνατε πραγματικότητα! - παρά να ψάχνει, με κίνδυνο φυσικά, να βρει το σπάνιο γκρεμνόχορτο, ο μεθυσμένος φέρνει το γκρεμνόχορτο μέσα του. Δεν είναι πάντα ο χαρισματικό. Δεν έχει τη σοβαρότητα η οποία κατέχει  το ασφαλές ένστικτο της αλήθειας. Τις περισσότερες φορές το τάλαντό του είναι αρνητικό. Δεν δημιουργεί. Υπονομεύει και υπονομεύεται. Ωστόσο έχει το λαμπρό κύρος της αθλιότητάς του ώστε  στις μοναδικές εξάρσεις του να μπορεί να αφουγκράζεται την μαύρη musica humana.
Αξίζει ασφαλώς να πούμε εδώ ότι η μέθη δεν έχει σχέση με τις χαζοπαρέες που, στεφανωμένες με τα φτηνά άνθη της φλυαρίας, υποκαθιστούν τη χλιαρή τους φύση με την δανεική έξαρση  του ακλοόλ και εγκαταλείπουν πολύ πριν αρχίσει η καθαυτό τελετή. Το μεθύσι, ό,τι κι αν λέει η παράδοση αιώνων, δεν είναι πράγμα της χαράς. Μοιάζει με τη θάλασσα: άλλοι την ταξιδεύουν και την κολυμπούν, κι άλλοι πάνε στα νερά της να πνιγούν. Όπως λοιπόν χωρίζουμε τον δημοσιογράφο από τον συγγραφέα, τον καθ’ έξη φουστανάκια από τον ερωτευμένο, επιβάλλεται μια βασική διάκριση εκείνων που πίνουν για να έρθουν στο κέφι από τον – ας πούμε τη λέξη – επαγγελματία μέθυσο.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με την πασίγνωστη ατμόσφαιρα του πανηγυριού, του γάμου, της πολυπρόσωπης συντροφιάς που χρησιμοποιεί το αλκοόλ σαν παυσίπονο και μεγεθυντικό μετασχηματιστή της απόλαυσης. Κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει αυτά τα (ομηρικής καταγωγής) ξεφαντώματα. Μέσα τους πάλλει η  ψυχή της κοινότητας. Τους λείπει όμως η πένθιμη εσωτερικότητα που διακρίνει την κατάσταση του αληθινού μέθυσου. Ο τελευταίος δεν πίνει για να ξεχάσει – αντίθετα με το πιοτό ανασταίνεται η μνήμη του. Προπάντων δεν πίνει με μέτρο από φόβο μήπως ξεπεράσει τα όρια. Ίσα ίσα τα όρια είναι που τον ενοχλούν. Πίνει απολύτως. Αχόρταγα και βάρβαρα, όπως έγραφε για τον Πόε ο Μποντλερ. Και μέσα στην ακόρεστη  διψομανία του, με την επικουρία της τύχης, συναντά ένα βέβηλο  νεύμα που ψάχνει τα ανύπαρχτα ριζώματα.
Όπως ο μαθητευόμενος σαμάνος δέχεται να τον φτύνει ο δάσκαλός του στο στόμα και καταπίνει το σάλιο του για να μυηθεί στους δρόμους των δυστυχιών και της κόλασης, ο μέθυσος πίνει κι αυτός το σάλιο του Θεού του. Κάθε πότος κρύβει μύηση και ως τέτοια απαιτεί μακρόχρονη άσκηση. Θα πρέπει να σβήσουμε από τη μνήμη μας το άχαρο θέαμα των ανθρώπων που υποκύπτουν αμέσως στο αλκοόλ με τα πρώτα ποτήρια. Αυτούς που χάνουν τον κόσμο γύρω τους, ζαλίζονται, εμέσουν, κλαίνε, λιποθυμούν. Σαν το χέρι του παλιού εργάτη, που δε φουσκαλιάζει πια γιατί έχει τους κάλους του, η πολύχρονη συνήθεια έχει θωρακίσει τον μέθυσο  από αυτούς τους κινδύνους. Δεν τον κάνει Σωκράτη. Αντίθετα τον προετοιμάζει για την τελική κατάρρευση, η οποία όμως δεν είναι ανάξια αδιαθεσία, αλλά πανάρχαιος πόνος. 
Να γιατί δεν επιτρέπει  ποτέ στον εαυτό του να εγκαταλείψει το μεθύσι του στην απλή ζάλη, στον χαμηλό πυρετό. Ο σκοπός του, γιατί εξάπαντος υπάρχει σκοπός στο ποτό, είναι να φτάσει στη μέθη, στο (θλιβερό) ναυάγιο. Τα μάτια των άλλων σε ετούτες τις ώρες είναι το μόνο βαρόμετρο. Όσο ανεβαίνει ο οίκτος στις ψυχές τους, τόσο αυτός  κατεβαίνει στα έγκατά του. Γίνεται κουρέλι. Πληγώνει τον ανύποπτο  αέρα γύρω  του. Δεν τον κρατάνε τα πόδια του. Στην ουσία δεν τον κρατάει τίποτα.  Στις ακραίες εντάσεις του δε γνωρίζει ούτε τη μάνα που τον γέννησε. Εντούτοις μέσα του, κατά θυμόν, εξακολουθεί να τρεμοπαίζει ένα πελιδνό φως (συνθηματικά χτυπήματα σε μια θύρα, βουβή συνομιλία με την απόγνωση). Κατρακυλώντας από τις πληθωρικές εγκαρδιότητες της αρχής σε μιαν αντικοινωνικότητα αγίου, ταξιδεμένος σύρριζα στη νύχτα, τολμάει  να πει με χειρονομία αρχιερατική: Ίδε ο άνθρωπος!
Θα έλεγε κανείς ότι οι λίγες ώρες  της μέθης συγκεφαλαιώνουν ολόκληρη τη ζωή. Αρχίζει κι αυτή με αμήχανα γέλια και λειψά φερσίματα. Σιγά σιγά γίνεται έφηβη και ψυχανεμίζεται τη δύναμη. Η προσωπικότητα πολλαπλασιάζεται, γεμίζει πτυχές, για να φτάσει σε ένα σημείο όπου το μυαλό φουντώνει κανονικά σαν πυρκαγιά. Βλέπει τότε κανείς μέσα από τους μικρούς φεγγίτες των ματιών του μεθυσμένου τις φλόγες που γλείφουν την αρχιτεκτονική του κρανίου  του. Είναι η στιγμή  που όλα μπορεί να γίνουν. Κι όπως κάθε πυρκαγιά, δεν αργεί πολύ να κοπάσει. Επέρχεται τότε μια καθολική κατάρρευση, που έχει πολλά από τα γνωρίσματα του θανάτου. Είπαν τον θάνατο αποτυχία, ναυάγιο, κατασυντριβή – ό,τι δηλαδή είναι η μέθη στην ευγενή (και γι’ αυτό άθλια) εκδοχή της.
Ο μέθυσος είναι θιασώτης του διαμπάξ. Το τελευταίο ποτήρι δεν προλαβαίνει ποτέ να το πιει. Γι’ αυτό και κάθε σχετικός πότος, κάθε μέτρο και συγκρατημός μοιάζουν στα μάτια του με την τρέλα εκείνου που ανάβει το λυχνάρι για να δει τον ήλιο. Η ροπή του, σαν καταραμένος ίμερος, κατατείνει στην πλήρη  απογύμνωση. Να γίνει σαν τον θάνατο, έξω από κατηγορίες και εξηγήσεις. Τότε επαληθεύεται ότι τα δανεικά ρούχα ζεστασιά δεν πιάνουν. Ό,τι προσφέρεται στη μέθη είναι δανεικό ρούχο. Και ειδικά η μέριμνα για την υγεία, αυτή η θεά που αργά ή γρήγορα παραδίνεται στα χέρια των γιατρών. 
Σαν τον θάνατο που δεν ολοκληρώνει τίποτα, δε δικαιώνει, δεν κάνει φιλίες ούτε δίνει αποκρίσεις, η μέθη που όντως σέβεται τον εαυτό της φτάνει  σε ένα σημείο αυτοδιάλυσης όπου όλος ο κόσμος κρέμεται από ένα στάχυ. Άθυρμα αθύρματος. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να αυτοχειροτονείσαι σε μύστη του θανάτου και να κρίνεις, αν όχι να εκδικείσαι τη ζωή. Ο μεθυσμένος δεν θέλει να βγάλει από  μέσα του το αλκοόλ, αλλά τον κόσμο. Το σύμπαν ολόκληρο μαζί με την συντετριμμένη του ύπαρξη. Όπως η  εσχατολογία στην αντιστροφή της  γίνεται σκατολογία, ο μεθυσμένος, διάκονος κι αυτός της υπέρβασης, δραπετεύει από το είναι με το μόνο τρόπο που διαθέτει: προκαλώντας γενική συσκότιση. Εκεί είναι η νύχτα μέσα στη νύχτα. Καμιά ιστορική αύρα δε θροΐζει, καμιά παλίρροια του νοήματος δεν ανεβαίνει.
Μια τέτοια απόκληρη ψυχή δεν έχει αξίες, δεν παράγει έργο, δε μεριμνά. Ακόμα και η αυτοσυντήρηση σφαδάζει μέσα της φιμωμένη. Αρχαϊκά σχήματα την τυραννούν και μέσα από τα ασυνάρτητα λόγια της μπορεί  κανείς να διακρίνει κάποιες μυστηριακές φρικιάσεις, που δεν τιμούν ποτέ τις νηφάλιες ψυχές. Η σκέψη της αεροσέρνεται σαν λαβωμένη  ελευθερία που σπαταλιέται άγονα, γιατί η σπατάλη είναι η  ίδια η δύναμή της.
Το θεμελιακό σε αυτή τη βάρβαρη γιορτή του αυτοαφανισμού είναι ότι το μεθύσι δεν έχει δικό του μυαλό. Άρα δεν μπορεί να σκεφτεί με δικό του κεφάλι. Ο πόλεμος που στήνει έχει σκοπό να γκρεμίσει το φρούριο του νου, να σύρει αυτή την εξουσία ποδοπατώντας την. Έτσι εξηγείται η γοερή διάθεση αυτοτιμωρίας που προδίδουν τα νεύματα του μεθυσμένου. Στο βάθος της μέθης υπάρχει πάντα ένα πομπώδες θυσιαστήριο, που αναμένει τον σφαγιασμό της αυτοσυνείδησης.
Ύπαρξη χωρίς ξεχωριστή μοίρα και ολοκλήρωση, χωρίς κανέναν ηρωισμό, μια ψυχή μέσα σε μια φτυσιά, όπως θα έλεγε ο Σιοράν, ο μεθυσμένος έχει τη δική του αυτοκτονία. Δεν τσακίζεται πέφτοντας από τα ύψη, δε γίνεται φονιάς του εαυτού του, προτιμά την καθημερινή αυτοκτονία, όπως αυτοχειρία είναι η όποια ζωή που καθημερινά μικραίνουν οι προθεσμίες της: καθ’ εκάστην ημέραν αυτοαναλίσκεται ο βίος και μέρος αυτού καταλείπεται έλαττον. Από μέρα σε μέρα και από μποτίλια σε μποτίλια τω εγγυτέρω του θανάτου εκάστοτε γίγνεσθαι. 
Κάθε Παρασκευή θάβει μια Πέμπτη και κάθε μεγαλοβδομάδα μια μικρή, κάθε Απρίλης θάβει κάποιον Μάρτη και κάθε χρόνος κάποιον άλλο χρόνο, ο αιώνας θάβει τον αιώνα και μέχρι την έλευση του μεγάλου ενιαυτού το μαύρο γάλα προσμένει να γαλουχήσει τις γενιές των θνητών. Αλλά η μέθη δεν πρέπει  να πέφτει στα χέρια των γυναικών και των εφήβων. Οι γυναίκες μεθάνε μόνο με έρωτα, ενώ η ήβη δεν έχει ικανή υποψία της νύχτας. Οι ευγένειές της έχουν τον σφυγμό των θετικών πλευρών της  ζωής. Μόνο ο άντρας που είναι αληθινά βασάνης, τιμωρημένος από τη σκέψη και την ηδονή, μπορεί να πετάει τις σάρκες του στα όρνια. Γι’ αυτόν μιλάει ο στίχος του Μποντλέρ: χωρίς φόβο και τύψη θα γείρω καταγής να κοιμηθώ  σαν το σκυλί.


Κωστής Παπαγιώργης 
Περί  Μέθης
Εκδόσεις Καστανιώτη 1990

Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Τελευταία Θέληση - Friedrich Nietzsche



Να πεθαίνουμε έτσι,
όπως παλιά τον είδα να πεθαίνει –,
τον φίλο που βλέμματα και λάμψεις
θεϊκές έρριχνε πάνω στη σκοτεινή νεότητά μου:
– ζωηρός και βαθύς,
ένας χορευτής μέσα στη μάχη –,

ο πιο χαρούμενος απ’ όλους τους πολεμιστές,
ο σοβαρώτερος απ’ όλους τους νικητές,
πάνω στη μοίρα του στήνοντας μια μοίρα,
σκληρός, στοχαστικός, προβλεπτικός –:
τρέμοντας που νικούσε,
αλαλάζοντας που πεθαίνοντας νικούσε –:

προστάζοντας την ώρα που πέθαινε,
– και πρόσταξε να τον αφανίσουν…

Να πεθαίνουμε έτσι,
όπως παλιά τον είδα να πεθαίνει:
νικώντας, αφανίζοντας…


Friedrich Nietzsche
ΟΙ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΙ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ