Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Είναι βέβαιο ότι ήταν τόσος σαγηνευτικός ο ήχος τους
Που δυσκόλως θα ξεχασθεί.
Εις το δάσος αυτή την εορτή της δύσης της καλοκαιρινής
Η πανσέληνος φωτίζει τα βουνά από ψηλά απόκοσμα
Ποιος δύναται να τα αποτυπώσει και να μην χαθούν
Που έχουν όλα, άπαντα, ήδη βουλιάξει στον θάνατο.
Και δεν θ’ αργήσει η ώρα που ούτε εσένα ούτε εμένα
Θα βρεθεί άνθρωπος να πει ότι μας γνώρισε, ότι μας θυμάται
Θα κατοικούν άλλοι θνητοί εδώ
Δεν θα λείπουμε σε κανέναν.
Επιθυμούμε τον Έσπερο
Και το πρώτο της νυκτός νεφέλωμα να περιμένουμε.
Δεν θα αργήσουμε να γνωρίσουμε την ανθοφορία και το τέλος της
Εις του Θεού τον Μέγα Κήπο.
Hermann Hesse Ωριμάζοντας Γινόμαστε Όλο και Νεότεροι Μετάφραση από τα Γερμανικά Γιώτα Λαγουδάκου Απόδοση Ποιημάτων Βασίλης Καλαμάρας Εκδόσεις Καστανιώτη 2001
Πίσω από τα μυστικά που ξεσκεπάζονται φανταζόμαστε ότι υπάρχουν μυστικά ακόμα πιο βαθιά κρυμμένα, υποπτευόμαστε ότι κάθε «αποκάλυψη» που κάνουν τα Μέσα κρύβει αλήθειες βαθύτερα θαμμένες και πιο τρομακτικές. Ένας από τους σπουδαίους σκοπούς του Διαφωτισμού ήταν να περιορίσει, ή και να εξαλείψει, ό,τι κρυμμένο ή απόκρυφο υπήρχε στη γνώση για τα πράγματα και τους ανθρώπους. Σκοπός του ήταν να μη μένει πια τίποτα κρυφό, να ξεσκεπάζονται τα πάντα, θέτοντας ως δεδομένο ότι τα πάντα είναι αποκαλύψιμα. Για τους προπαγανδιστές του ορθολογισμού, τους στρατευμένους ή πολιτικοποιημένους καρτεσιανούς του 18ου αιώνα, το ζήτημα ήταν όχι μόνο να ξεμπερδεύουν με τα μυστικά, αλλά και να καταργήσουν το μυστήριο. Το ουτοπικό τους πρόγραμμα να γίνει κάθε πράγμα ορατό πραγματοποιήθηκε ιστορικά μεταστρεφόμενο στο αντίθετό του: αντί να εξαφανιστεί, το μυστήριο απλώς υποχώρησε, ενώ ταυτόχρονα το αόρατο συνέχιζε να αποτελεί τον ίσκιο του ορατού, διπλασιάζοντας κατά κάποιον τρόπο το πεδίο του ορατού. Παράλληλα, το αόρατο το κατοικούσαν πλάσματα απειλητικά, κακοπροαίρετα όντα που δρούσαν δήθεν από κοινού για λόγους ανομολόγητους. Κοντολογίς, το καινούριο αόρατο, που γέννησε η απόπειρα του ορθολογισμού να καταργήσει το αόρατο, δεν ανήκε πια στην τάξη του υπεραισθητού. Το φαντασιακό της «μυστικής εταιρείας», το γεμάτο από ομάδες «συνενόχων», «κομπάρσων» ή «έμπιστων», τους οποίους συνδέουν συμφωνίες και σχέδια ή προγράμματα δράσης είναι ενδεικτικό για κάτι τέτοιο. Από εδώ και πέρα το αόρατο δεν ήταν πια απολύτως απρόσιτο: όσο καλά φυλαγμένα κι αν ήταν τα μυστικά της «μυστικής εταιρείας», μπορούσε πάντα να τα διαβλέψει κανείς και να τα φέρει στην επιφάνεια. Το υπερβατικό ενυπήρχε πια στο υπαρκτό, το «επέκεινα» το εντόπιζες πια στο «ένθεν» του αντιλήψιμου, στα κατώγια, στις πίσω αυλές ή στα κατακάθια της κοινωνίας που εκκοσμικευόταν και εξορθολογιζόταν. Η αόρατη πραγματικότητα, όμως, δεν βρισκόταν μονάχα στον πυθμένα του κοινωνικού συστήματος, αλλά προβαλλόταν και στις ανώτερες σφαίρες της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής εξουσίας. Αυτή η φανταστική προβολή, που εμπλέκεται σε όλους τους συνωμοσιολογικούς τρόπους θέασης των πραγμάτων κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, στηρίζεται σε δύο αξιώματα: 1) η αληθινή εξουσία είναι κρυφή και 2) η αληθινή εξουσία έχει τη δύναμη να κρύβει την αλήθεια ή να σκεπάζει την πραγματικότητα. Εν ολίγοις, αυτό που κάθε εξουσία μάς επιτρέπει να δούμε ή να διαβλέψουμε αποκρύπτει το πραγματικό και αληθινό της πρόσωπο, εξαπατώντας έτσι τους πολίτες, λες και είναι στη φύση της εξουσίας να ψεύδεται και να εξαπατά. Οι ανησυχητικές κρυφές δραστηριότητες μοιάζουν τότε να κατανέμονται εξίσου επάνω (πρόκειται για την κρυμμένη όψη της εξουσίας, τα κρυφά ανώτερα κέντρα όπου δρουν οι «αόρατοι Κυβερνήτες») και κάτω (οι «μυστικές εταιρείες» που τις λένε ανατρεπτικές και οι πραγματικοί Αρχηγοί τους). Έτσι είναι εφικτό να κατασκευαστεί διανοητικά μια μεγάλη σκευωρία, την οποία και καλύπτει άκρα μυστικότητα: οι «αόρατοι Κυβερνήτες» και οι «άγνωστοι Ανώτεροι» συμμαχούν για να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Αν η φαντασία είναι, πρώτα απ’ όλα, η ικανότητα να ερμηνεύει κανείς τα σημεία και τις αθέατες αντιστοιχίες τους, η ικανότητα να αποκρυπτογραφεί τα ιερογλυφικά του κόσμου, μια γιγάντια διεργασία της φαντασίας άρχισε στα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση - τη μεγάλη ανατροπή μέσα από κρυμμένες αιτίες και κακόβουλες προθέσεις, λες και η αλληλουχία των γεγονότων που την παρήγαγαν να ήταν απλώς η πραγμάτωση ενός προγράμματος δράσης το οποίο είχε επιμελώς προετοιμαστεί και κρατηθεί μυστικό. Η ιδέα της σκευωρίας εισχωρούσε στο πεδίο των έγκυρων ιδεολογιών, ενώ το απόκρυφο εισορμούσε ξανά μέσα από τις «αποκρυφιστικές επιστήμες», οι οποίες ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα είχαν βαφτιστεί «αποκρυφισμός». Αν αληθεύει, σύμφωνα με τη λογική υπόθεση του Claude Lefort, ότι τη νεότερη δημοκρατία χαρακτηρίζει μια θεμελιώδης καινοτομία, η αποϊεροποίηση της εξουσίας, η οποία εμφυσά αβεβαιότητα και απροσδιοριστία εκεί όπου θριάμβευε κάποτε η απολυτότητα του θεμελίου,(7) το άτομο στη δημοκρατική κοινωνία φαντάζεται το μέλλον και χάνει την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια που του παρείχε η «θρησκεία της προόδου»,μην μπορώντας πια να ξεφύγει από την ανησυχία την οποία επιβάλλει το όραμα ενός απρόβλεπτου μέλλοντος.(8) Καθώς ανοίγονται δυνατότητες, το αίσθημα της πολυπλοκότητας και η αντίληψη της αδυναμίας προβλεπτικότητας οξύνονται, βαθαίνοντας την ανησυχία. Καθόσον οι νεότερες δημοκρατικές κοινωνίες είναι κοινωνίες πλουραλιστικές, όπου διασαλεύονται τα κριτήρια της βεβαιότητας, οι ατομικές και συλλογικές επιλογές γίνονται αποφασιστικής σημασίας τόσο στο επίπεδο της πολιτικής όσο και στο επίπεδο της ηθικής δράσης. Στην εποχή της αβεβαιότητας οι πολίτες είναι καταδικασμένοι να είναι ελεύθεροι. Τις επιλογές τους δεν τις υπαγορεύουν πια εξ ουρανού επιταγές. Η νεότερη πλουραλιστική δημοκρατία, θέτοντας ως κανόνα την αόριστη αναρώτηση για τον εαυτό της, το νόημα και την αξία της, απελευθέρωσε τις διαβρωτικές δυνάμεις της αμφιβολίας. Ασφαλώς, οι Νεότεροι επινόησαν στρατηγήματα για να ελέγχουν την αμφιβολία. Η αμφιβολία, όμως, έδειξε επαρκώ ς ότι μπορούσε να ξεφεύγει από το φίμωτρο της «μεθοδικής αμφιβολίας». Εντούτοις, η υπερβολική αμφιβολία, που επεκτείνεται σε κάθε τομέα, είναι ό,τι αφαιρεί από το ορθολογικά σκεπτόμενο (raisonneur)(9) άτομο κάθε λόγο ύπαρξης επιτρέποντας στον μηδενισμό να αναδυθεί.(10) Από τη στιγμή που δεν υπάρχουν απόλυτα θεμέλια για να δώσουν νόημα στη δράση, ο πειρασμός να αφεθούμε στη λογική της υποψίας είναι μεγάλος. Από την αβεβαιότητα την οποία δεν θέλουμε να παραδεχτούμε γεννιέται η υποψία, που πρέπει να τη νοήσουμε ως ερώτημα ή αναρώτηση για τις αιτίες των ανθρώπινων συμφορών: Ποιος κρύβεται από πίσω; Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι; Η υποψία, όμως, έχει την τάση να είναι αόριστη, απεριόριστη και ακαθόριστη. Χωρίς τέρμα και χωρίς σύνορα. Λόγω του αγχογόνου χαρακτήρα της ωθεί τους φιλύποπτους στην αναζήτηση σφαιρικών και οριστικών απαντήσεων που δίνουν τέλος στην κάθε αμφιβολία. Μια πιθανή, και για πολλούς ικανοποιητική, απάντηση είναι το ότι οι συμφορές της ανθρωπότητας οφείλονται σε συνωμοσίες ή σε μια μεγάλη συνωμοσία. Όλα εξηγούνται επιτέλους και τα πνεύματα ηρεμούν μπροστά στη βεβαιότητα που προσφέρει η προφάνεια της συνωμοσίας. Τα πνεύματα, όμως, μπορεί και να εξάπτονται: η πίστη σε συνωμοσίες σημαίνει ταυτόχρονα πίστη στη δυνατότητα να σταματήσουν, όταν επιτέλους κάποιος τις φανερώσει, όταν κάποιος ξεσκεπάσει το κρυφό σχέδιο των συνωμοτών και αποκαλύψει τα πρόσωπά τους. Έτσι τελικά αμυνόμαστε έναντι της απειλής ή και εξαλείφουμε τις πηγές της. Η καταφυγή στην ιδέα της συνωμοσίας επιτρέπει, επομένως, σε όσους τη διακηρύσσουν ως δόγμα, να γνωρίζουν «την αιτία των συμφορών τους», ενώ ταυτόχρονα τους εγγυάται ότι μπορούν αντιδράσουν, να αντιταχθούν μάλιστα στη διαβολική αιτία - αν, βέβαια, προσδιορίσουν και κατονομάσουν δημοσίως τους υπεύθυνους ή τους ενόχους. Στην ιδεολογία της συνωμοσίας θα αναγνωρίσουμε μια λειτουργία γνωστική (παρέχει «γνώση» όσον αφορά τους υπεύθυνους για το Κακό) και μια λειτουργία πρακτική ή πραγματιστική (μας δίνει τα μέσα να εξαλείψουμε με τρόπο μαγικό τις συμφορές του κόσμου). Εκτός αυτού, το δόγμα της συνωμοσίας εξαλείφει τη μη προβλεψιμότητα της Ιστορίας: δίνει εύκολα την αίσθηση ότι μπορούμε να ελέγχουμε το παρόν, να προβλέπουμε το μέλλον και να ξεσκεπάζουμε τις παγίδες του μέλλοντος με βάση μια δήθεν γνώση των βαθύτερων αιτίων στην πορεία του κόσμου. Ύψιστη ψευδαίσθηση, ασφαλώς, αλλά πραγματική αίσθηση ότι υπάρχει η δυνατότητα για διανοητικό έλεγχο της ακολουθίας των γεγονότων. Η ιδέα της συνωμοσίας αποτελεί ισχυρό μέσο για να προκόψει ξανά βεβαιότητα σε μια εποχή από την οποία η βεβαιότητα λείπει σε όλα τα επίπεδα - της σκέψης, της δράσης και της δημιουργίας.
Από τη σκοπιά των κυβερνώντων, οι συνωμοσίες είναι καταρχάς εγχειρήματα ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης: η κατεξοχήν ανατρεπτική συνωμοσία στους νεότερους χρόνους είναι η επαναστατική συνωμοσία για την κατάκτηση της εξουσίας. Πρόκειται για συνωμοσία της οποίας οι πρωταγωνιστές αποτελούν μέλη μιας δραστήριας μειονότητας. Από τη σκοπιά, όμως, των μειονοτήτων που συνωμοτούν, οι συνωμοσίες είναι συνωμοσίες καταστολής που οργανώνει η υπάρχουσα εξουσία, γιατί η εξουσία μοιραία οργανώνει ενάντια στην απειλή αντι-συνωμοσίες στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας». Τα παιχνίδια της συνωμοσίας είναι παιχνίδια ανατροπής και αντι-ανατροπής («καταστολής») με στόχο την εξουσία - παιχνίδια που ανοίγουν τον ολέθριο ακένωτο ασκό της ανταγωνιστικής πάλης. Ο πολιτικός κόσμος εντός του οποίου βρίσκονται ερριμένοι οι πολίτες των νεότερων πλουραλιστικών κοινωνιών μπορεί, επομένως, να χαρακτηριστεί συνοπτικά «μακιαβελικός» εφόσον διέπεται από συγκρουόμενες δυνάμεις και από αντίρροπα συμφέροντα με κεντρικό διακύβευμα την εξουσία. Η πίστη στο κοινό καλό δεν αποτελεί πια θεμέλιο της πολιτικής δράσης, είναι παρούσα μόνο στα ρητορικά τεχνάσματα των νεότερων δημαγωγών, που νοιάζονται μονάχα για την κατάκτηση ή τη διατήρηση της εξουσίας με κάθε μέσο. Τίποτα δεν συνδέει πια τα μέλη της πολιτικής κοινωνίας πέρα από τις ανταγωνιστικές και συγκρουσιακές διαδράσεις μέσα σε έναν χώρο αξιολογικώς επίπεδο: οι μιμητικές ενέργειες εγωιστικών φορέων, οι οποίοι παρακινούνται από τα αλληλοαποκλειόμενα συμφέροντά τους, έρχονται να αντικαταστήσουν την ενοποιητική αναφορά σε μια δέσμη κοινών αξιών. Τα καλέσματα για υπέρβαση, για ό,τι δηλαδή υπερβαίνει τους συσχετισμούς δυνάμεων, ηχούν ως κενά λόγια. Τα υψηλά ιδανικά και οι ωραίες φράσεις είναι απλώς εργαλεία στον αγώνα για την εξουσία και μέσα για εξαπάτηση. Αυτός ακριβώς είναι ο κόσμος που περιγράφουν τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, εν μέρει προϊόν λογοκλοπής ενός διαλόγου στην κόλαση μεταξύ Μακιαβέλι και Μοντεσκιέ(11), διαλόγου ο οποίος μας βάζει σε σκέψεις και όπου μόνον οι λόγοι που αποδίδονται στον Μακιαβέλι εκφράζονται διά στόματος του «Σοφού της Σιών»: ο «Σοφός» απευθύνεται στους ομοίους του και παρουσιάζει συνοπτικά την άποψή τους για τον κόσμο και το κατακτητικό τους πρόγραμμα.(12) Το πρόγραμμα αυτό υπερβαίνει τα όρια του κλασικού μακιαβελισμού: δεν σταματάει στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας, αλλά αποβλέπει στη διακυβέρνηση του κόσμου. Η υπερβολική έκταση του κατακτητικού σχεδίου αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του πλαστογραφήματος όπου συντήκονται ο νεότερος μύθος της παγκόσμιας συνωμοσίας και η «ρεαλιστική» ή «απομαγευμένη» θεώρηση της πολιτικής που κληροδότησε ο Μακιαβέλι στους Νεότερους. Τον χώρο της πολιτικής καταλαμβάνουν πια εξ ολοκλήρου οι ποικίλες εκδοχές άσκησης της βίας και οι τακτικές της πανουργίας. Τα ηθικά θεμέλια της πολιτικής δράσης υποσκάπτονται, η υπερβατική φύση του Νόμου εκλείπει. Κάθε εξουσία γίνεται επίφοβη μα και άδικη. Ο κόσμος γεμίζει κακοποιές δυνάμεις για τις οποίες κανείς δεν πιστεύει ότι μπορούν να ελεγχθούν από τους θεματοφύλακες του Καλού. Πρόκειται για κόσμο που φοβίζει. Το αόρατο που τρομοκρατεί επιστρέφει με τις καταστροφές και τις σφαγές της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων Πολέμων, που μοιάζουν να στερούνται νοήματος και τις οποίες ακολουθούν άλλες επαναστάσεις και άλλοι πόλεμοι. Το βιβλίο του αβά Barruel προσφέρει εκ των υστέρων την πιο εύκολα αφομοιώσιμη εξήγηση: επρόκειτο για συνωμοσία Ιακωβίνων, μασόνων και ιλλουμινιστών. Είναι οι πρώτες εμπειρίες του νεότερου κόσμου για το τι γίνεται υπό τη σκέπη των μεγάλων και υψηλών ιδεών (ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, ανεξιθρησκεία, πρόοδος): επινοούνται ο απόλυτος εχθρός και οι εξολοθρευτικοί πόλεμοι. Αυτές οι εμπειρίες επαναλαμβάνονται κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεπώς μετά ακολουθούν τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών για να εξηγήσουν δήθεν τα πάντα. Το ουσιαστικό είναι να κατανοηθούν τα γεγονότα σφαιρικά. Αυτοί οι φόβοι, αυτοί οι τρόμοι ή οι αγωνίες, που συνδέονται με την είσοδο σε μια νεωτερικότητα που φοράει το μυθικό έστω πέπλο της ατελεύτητης προόδου, αποτυπώνονται στο φανταστικό. Το λογοτεχνικό αυτό είδος το γεννάει η ρομαντική αντίδραση στον εξορθολογισμό του κόσμου και παράλληλα ο αποκρυφισμός, η νεότερη εκδοχή του εσωτερισμού κατά τον 19ο αιώνα.(13) Με τα λογοτεχνικά και εικαστικά του μοτίβα(14) εκφράζει αισθητικά τις ανθρώπινες ανησυχίες και προσδίδει ποιητική διάσταση στην αβεβαιότητα. Η επιστημονική φαντασία τρόμου, που αρχίζει να εμφανίζεται στα τέλη του ίδιου αιώνα, θα προσθέσει τα δικά της ψευδοεπιστημονικά σκοτάδια στα αντιεπιστημονικά σκοτάδια του φανταστικού. Οι πολίτες των δημοκρατικών κοινωνιών βρίσκονται έτσι μπροστά σε ένα θεμελιώδες δίλημμα: να επιλέξουν την αβεβαιότητα, να επιλέξουν την επιλογή, διατρανώνοντας έτσι -μέσα σε κλίμα άβολο- την ελευθερία τους, ή να κάνουν τα πάντα για να ακυρώσουν την αβεβαιότητα, καταφεύγοντας σε μια απόλυτη βεβαιότητα η οποία, όσο καθησυχαστική κι αν είναι, αποτελεί αναπόφευκτα αυταπάτη. Όσοι επιλέγουν να επιλέγουν και να ενεργούν εντός της αβεβαιότητας, χωρίς να καταφεύγουν στον κόσμο των ξαναζεσταμένων δογμάτων, επιτελούν πράξεις τις οποίες μπορούμε να χαρακτηρίσουμε «ηθικές». Για να λέμε την αλήθεια, η διάκριση ανάμεσα σε πολιτική και ηθική σβήνει μέσα στη δράση όπου ιδανικά στρατεύεται η θέληση του πολίτη και εκδηλώνεται η ελευθερία του. Αντί να αποτελεί εμπόδιο για την ηθική πράξη, η αβεβαιότητα φαίνεται να συνιστά όρο δυνατότητάς της. Ακολουθώντας τον John Dewey, ορισμένοι θα υποθέσουν ότι το ηθικό ερώτημα αναδύεται σε ιδιαίτερες καταστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον κλονισμό των συνηθισμένων μας πίστεων και τη συνακόλουθη αβεβαιότητα, καταστάσεις όπου στο υποκείμενο προσφέρονται παράλληλα πιθανές δυνατότητες. Αποτέλεσμα η σύγκρουση. Ο Dewey τόνισε ακριβώς αυτή τη βασική για την ηθική πράξη διάσταση, την οποία χαρακτήριζε ως «το στοιχείο αβεβαιότητας και σύγκρουσης που προσιδιάζει σε όποια κατάσταση μπορεί να ονομαστεί ηθική με την κυριολεκτική σημασία του όρου».(15) Το να δέχεσαι ότι υπάρχει κάτι αβέβαιο ή και κάτι απροσδιόριστο ή αδύνατον να το γνωρίσεις, το να αναγνωρίζεις ότι τα γεγονότα συνδέονται με μια λογική του συμπτωματικού και του πιθανού και όχι με μια λογική του αναγκαίου, και, τέλος, το να παραδέχεσαι ότι υπάρχει κάτι απρόβλεπτο καταστρέφει το δόγμα της ιστορικής αναγκαιοκρατίας, που βασίζεται στην ιδέα της ορθολογικής βεβαιότητας, η οποία με τη σειρά της θεμελιώνει το δόγμα της γνώσης ως δυνάμει εξουσίας. Το να παίρνει κανείς στα σοβαρά ταυτόχρονα το πολύπλοκο, το τυχαίο, την αβεβαιότητα και τη μη προβλεψιμότητα σημαίνει καταρχάς ότι παραδέχεται κάποια μη γνώση («δεν ξέρουμε»). Σημαίνει επίσης ότι αναγνωρίζει πως ο αποπροσανατολισμένος άνθρωπος είναι χωρίς πυξίδα, χωρίς σημεία αναφοράς. Σημαίνει, τέλος, ότι ξέρει πως δεν είναι τα πάντα κατορθωτά, πως η ανθρώπινη επιθυμία για έλεγχο συγκρούεται με κάτι ανεξέλεγκτο. Να τι πρέπει να αναγνωρίσουμε. Αυτή, όμως, η θαρραλέα αναγνώριση των ορίων δεν μας οδηγεί άραγε, στην πράξη, να διαπιστώνουμε και να έχουμε κατά νου ότι ενδέχεται να μη βρούμε το νόημα της Ιστορίας ή μάλλον ότι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την έλλειψη νοήματός της, με ή χωρίς νοσταλγία; Το 1916, στην αρχή του έργου του για τη θεωρία του μυθιστορήματος, ο Lukács δεν έκρυβε τη νοσταλγία του για μια ανθρώπινη ύπαρξη τακτοποιημένη με βάση ευανάγνωστα κανονιστικά πρότυπα και αυταπόδεικτες αξίες: «Ευτυχισμένοι οι καιροί που μπορούν να διαβάζουν στον έναστρο ουρανό τον χάρτη των δρόμων οι οποίοι τους ανοίγονται και τους οποίους πρέπει να ακολουθήσουν!»(16) Όσοι πιστεύουν στη συνωμοσία είναι στην πραγματικότητα νοσταλγοί της κατανόησης του κόσμου. Βρίσκουν ένα ανεστραμμένο υποκατάστατο «έναστρου ουρανού» μέσα στα σκοτάδια και τα υπόγεια της Ιστορίας. Μπορούν να ανασυστήσουν μέσα από τα αμφίβολα αρχεία των συνωμοτικών ομάδων τον διαβολικό χάρτη των κακών δρόμων που πρέπει ακριβώς να μην ακολουθήσουν και νιώθουν τη διφορούμενη απόλαυση να μπορούν να στηλιτεύουν, να καταγγέλλουν, να καταδικάζουν στο όνομα του Καλού.
___________________________ 7. Για τη «διάλυση των σημείων αναφοράς της βεβαιότητας» που συνεπάγεται «η αντιεξουσιαστική ιδέα» της νεότερης δημοκρατίας, βλ. Lefort, 1986. σσ. 25-29. 8. Βλ. Taguieff, 2000, σσ. 93-137, 382-403, και 2004a, σσ. 27 κ.ε., 259 κ.ε. 9. «Σκεπτόμενο με συλλογισμούς» (ratiocinateur)j έλεγε ο Hegel. 10. Για το ζήτημα του μηδενισμού, το οποίο εννοείται ότι δεν μπορώ να προσεγγίσω σοβαρά εδώ, βλ. Souche-Dagues, 1996· Rosen, 1995· Taguieff, 2000, κεφάλαια 1-2, 6-7. 11. Dialogue aux Enfers entre Machiavel et Montesquieu. Πρόκειται, βέβαια, για το περίφημο έργο του Maurice Joly (Joly, 1854/1987). 12. Bλ. την κριτική μελέτη για τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών (Taguieff, 2004b, σσ. 427-473), όπου υποδεικνύονται, με συρραφή παραθεμάτων, τα «μακιαβελικά» δάνεια τα οποία αντλεί ο πλαστογράφος από τον Διάλογο του Maurice Joly. 13. Βλ. Viatte, 1928 και 1942· Wilson (Colin). 1973, τόμ. 2. σσ. 5-50 και 2003, σσ. 415-456· Faivre, 1986 και 1996. 14. Βλ. ιδίως Brion, 1968 (1961)· Vax, 1965- Caillois, 1965· Todorov, 1970-1976· Trousson, 1987. 15. Dewey, 1994, σ. 156. 16. Lukács, 1989, σ. 19. Pierre-André Taguieff ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ
… οι παλιοί δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν κατά τη σύνταξη των διατριβών τους κύρια την ερμητική καβάλα, την οποία αποκαλούσαν επίσης γλώσσα των πουλιών, γλώσσα των θεών, χαρούμενη επιστήμη ή χαρούμενη γνώση. Με αυτόν τον τρόπο ήταν ικανοί να κρύβουν από τους ασεβείς τις αρχές της επιστήμης τους επενδύοντάς τες με έναν καβαλιστικό μανδύα. Αυτό είναι ένα αναμφισβήτητο και πολύ γνωστό γεγονός. Μα αυτό που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν γενικά είναι ότι η γλώσσα από την οποία οι συγγραφείς δανείζονταν τους όρους τους είναι τα αρχαία ελληνικά, γλώσσα μητρική σύμφωνα με την πλειονότητα των μαθητών του Ερμή. Ο λόγος για τον οποίο δεν παρατηρούμε την καβαλιστική επέμβαση οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι τα γαλλικά προέρχονται άμεσα από τα ελληνικά. Συνεπώς όλες οι λέξεις που επιλέχτηκαν στη γαλλική γλώσσα για να καθορίσουν ορισμένα μυστικά έχουν τις ελληνικές ορθογραφικές ή φωνητικές αντιστοιχίες τους και αρκεί να γνωρίζουμε τις τελευταίες για να ανακαλύψουμε αμέσως το ακριβές, επανατοποθετημένο νόημα των πρώτων. Διότι αν τα γαλλικά είναι πράγματι ελληνικά στη βάση τους, το νόημά τους τροποποιήθηκε στο πέρασμα των αιώνων καθώς απομακρύνονταν από την πηγή τους και αυτό πριν ακόμη υποβληθούν στην ριζική μεταμόρφωση της Αναγέννησης, παρακμής κρυμμένης κάτω από το όνομα μεταρρύθμιση. Η παράθεση κρυμμένων ελληνικών λέξεων κάτω από γαλλικούς αντίστοιχους όρους όμοιας χροιάς, μα με περισσότερο ή λιγότερο φθαρμένο νόημα, επιτρέπει στον ερευνητή να εισχωρήσει εύκολα στις ενδόμυχες σκέψεις των δασκάλων και του δίνουν το κλειδί για το ερμητικό ιερό. Αυτό είναι το μέσο που έχουμε χρησιμοποιήσει κατά το υπόδειγμα των αρχαίων και στο οποίο θα καταφεύγουμε συχνά κατά την ανάλυση των συμβολικών έργων που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας. Χωρίς αμφιβολία πολλοί φιλόλογοι δεν μοιράζονται την ίδια γνώμη με μας και θα παραμείνουν πεπεισμένοι, μαζί με τον περισσότερο κόσμο, ότι η γαλλική γλώσσα είναι λατινικής προέλευσης, μόνο και μόνο επειδή έλαβαν αυτή την αρχική θεωρία στα θρανία του σχολείου. Εμείς οι ίδιοι πιστεύαμε και για πολύ καιρό δεχόμασταν αυτό που διδασκόταν από τους δασκάλους μας ως την έκφραση της αλήθειας. Μόνο αργότερα ερευνώντας τις αποδείξεις για αυτή τη συμβατικά αποδεκτή προέλευση, έπρεπε να αναγνωρίσουμε την ματαιότητα των προσπαθειών μας και να απορρίψουμε το λάθος που γεννήθηκε από την κλασσική προκατάληψη. Σήμερα τίποτε δεν μπορεί να υπονομεύσει την πίστη μας, επιβεβαιωμένη πολλές φορές από την επιτυχία που αποκτήθηκε στην τάξη των υλικών φαινομένων και των επιστημονικών αποτελεσμάτων. Γι’ αυτό και βεβαιώνουμε αποφασιστικά, χωρίς να αρνούμαστε την εισαγωγή λατινικών στοιχείων στη γλώσσα μας από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ότι η γλώσσα μας είναι ελληνική, ότι είμαστε Έλληνες, ή πιο συγκεκριμένα Πελασγοί. Στους υποστηρικτές του νεολατινισμού όπως οι Gaston Paris, Littre, Menage, αντιτίθενται σήμερα οξυδερκέστεροι δάσκαλοι, με ανοιχτό και ελεύθερο πνεύμα, όπως οι Hins, J. Lefbvre, Louis de Fourcaud, Granier de Cassagnac, ηγούμενος Espagnolle (J.- I. Dartois) κ.ά. Και παίρνουμε εκούσια θέση δίπλα τους γιατί ξέρουμε ότι, παρά τα προφανή, είδαν δίκαια, έκριναν σωστά και ακολουθούν τον απλό και ευθύ δρόμο της αλήθειας, τον μόνο ικανό στο να οδηγήσει σε μεγάλες ανακαλύψεις. «Το 1872, γράφει ο J.- I. Dartois(1), ο Granier de Cassagnac, σε ένα θαυμάσια μελετημένο και με ευχάριστο στυλ έργο με τίτλο: Ιστορία της προέλευσης της γαλλικής γλώσσας, υπέδειξε την κενολογία της νεολατινικής άποψης, η οποία υποκρίνεται πως αποδεικνύει ότι τα γαλλικά είναι εξελιγμένα λατινικά. Έδειξε ότι αυτή δεν ήταν υποστηρίξιμη, ότι σοκάρει την Ιστορία, την κοινή λογική και ότι, τελικά η γλώσσα μας την αρνείται(2)… Μερικά χρόνια αργότερα, ο M. Hins απέδειξε με τη σειρά του, σε μια πολύ καλά τεκμηριωμένη εργασία που δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό της Γλωσσολογίας, ότι όλα τα έργα του νεολατινισμού μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε μόνο μια συγγένεια των αποκαλούμενων νεολατινικών γλωσσών με τα λατινικά και όχι μια άμεση σύνδεσή τους με αυτά. Τελικά ο J. Lefebvre, σε δύο αξιοθαύμαστα και πολυδιαβασμένα άρθρα, δημοσιευμένα τον Ιούνιο του 1892 στο περιοδικό «Nouvelle Revue», συνέτριψε τη νεολατινική άποψη από την αρχή ως το τέλος αποδεικνύοντας ότι ο ηγούμενος Espanoglle στο βιβλίο του «Η προέλευση των γαλλικών» είχε δίκιο, ότι η γλώσσα μας, όπως είχε μαντέψει ο μεγαλύτερος λόγιος του 16ου αιώνα, ήταν ελληνική και ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία στην Γαλατία κάλυψε τη γλώσσα μας με ένα μόνο λεπτό στρώμα λατινικών, χωρίς να αλλάξει με κανένα τρόπο το πνεύμα της. Ο συγγραφέας προσθέτει περαιτέρω: «τι θα μας έλεγε ο νεολατινισμός αν του ζητούσαμε να μας εξηγήσει πως οι Γαλάτες, οι οποίοι ήταν τουλάχιστον επτά εκατομμύρια κάτοικοι, μπορούσαν να ξεχάσουν την εθνική τους γλώσσα και να μάθουν μια άλλη, ή μάλλον να αλλάξουν τη λατινική γλώσσα σε γαλατική γλώσσα, πράγμα που είναι πιο δύσκολο, πως οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι, που στην πλειοψηφία τους δεν μιλούσαν λατινικά και είχαν τοποθετηθεί σε οχυρωμένα στρατόπεδα χωρισμένα μεταξύ τους με απέραντες εκτάσεις, ήταν παρόλα αυτά ικανοί να γίνουν δάσκαλοι των γαλατικών φυλών και να τους διδάξουν την γλώσσα της Ρώμης, πραγματοποίησαν δηλαδή με τους Γαλάτες ένα θαύμα που οι άλλες ρωμαϊκές λεγεώνες δεν ήταν ικανές να πραγματοποιήσουν πουθενά αλλού, ούτε στην Ασία, ούτε στην Ελλάδα, ούτε στα Βρετανικά νησιά, πως τελικά οι Βάσκοι και οι Βρετόνοι πέτυχαν να διατηρήσουν τις γλώσσες τους, ενώ οι γείτονές τους, οι κάτοικοι της Bearn, Maine και Anjou έχασαν την δική τους και εξαναγκάστηκαν να μιλούν λατινικά;» Αυτή η ένσταση είναι τόσο σοβαρή, ώστε ανέλαβε να την απαντήσει ο Gaston Paris, κεφαλή της σχολής του νεολατινισμού. «Εμείς οι νεολατινιστές, λέει κατ’ ουσίαν, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να λύσουμε τις δυσκολίες που μπορούν να εγείρουν η λογική και η ιστορία. Μας ενδιαφέρει μονο το φιλολογικό γεγονός και αυτό το γεγονός δεσπόζει της ερώτησης, εφόσον αποδεικνύει, από μόνο του, τη λατινική καταγωγή των γαλλικών, ιταλικών και ισπανικών». «...Σίγουρα», απαντά ο Lefebvre, «το φιλολογικό γεγονός θα ήταν αποφασιστικό αν ήταν ορθό και δεόντως εδραιωμένο, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Με όλες τις δυνατές λεπτότητες του κόσμου, ο νεολατινισμός δεν καταφέρνει στην πραγματικότητα παρά μόνο να διαπιστώνει αυτή την τετριμμένη αλήθεια, ότι υπάρχει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα λατινικών λέξεων στη γλώσσα μας. Αυτό όμως δεν έχει αμφισβητηθεί ποτέ από κανέναν». Όσο για το φιλολογικό γεγονός που επικαλέστηκε μα με κανένα τρόπο δεν απέδειξε ο Gaston Paris, προσπαθώντας να αιτιολογήσει την άποψή του, ο J.I. Dartois δείχνει την ανυπαρξία του, βασισμένος πάνω στα έργα του Petit- Radel. «Στο υποτιθέμενο λατινικό φιλολογικό γεγονός», γράφει, «μπορούμε να αντιτάξουμε το αποδεδειγμένο ελληνικό φιλολογικό γεγονός. Αυτό το νέο φιλολογικό γεγονός, το μόνο αληθινό, το μόνο αποδείξιμο, είναι κεφαλαιώδους σημασίας, εφόσον αποδεικνύει χωρίς αμφιβολία ότι οι φυλές που εποίκισαν τη δυτική Ευρώπη ήταν αποικίες Πελασγών και αυτό επιβεβαιώνει η όμορφη ανακάλυψη του Petit-Radel. Γνωρίζουμε ότι ο ταπεινόφρων λόγιος παρουσίασε το 1802 ενώπιον του Ινστιτούτου μια αξιοσημείωτη εργασία, με σκοπό να αποδείξει ότι τα πολυεδρικά μεγαλιθικά μνημεία που βρίσκονται στην Ελλάδα, Ιταλία και Γαλλία, ακόμα και στην καρδιά της Ισπανίας και τα οποία αποδίδονταν στους Κύκλωπες ήταν έργα των Πελασγών. Αυτή η απόδειξη έπεισε το Ινστιτούτο και καμιά αμφισβήτηση δεν έχει εγερθεί από τότε για την προέλευση αυτών των μνημείων. Η γλώσσα των Πελασγών ήταν τα αρχαϊκά Ελληνικά, που αποτελούντο κυρίως από την αιολική και τη δωρική διάλεκτο και είναι ακριβώς αυτή η μορφή των ελληνικών που συναντάμε παντού στη Γαλλία, ακόμα και στην παριζιάνικη αργκό».
________________________ 1. J.- I. Dartois, Le Neo-latinisme (Ο Νεολατινισμός) Παρίσι, Societe des Auteurs-Editeurs 1909, σελ. 6 2. «Τα λατινικά, σύνθεση αδιάντροπη των στοιχειωδών γλωσσών της Ασίας, ένας απλός όμως γλωσσολογικός ενδιάμεσος, ένα είδος κουρτίνας τραβηγμένης μπροστά από την σκηνή του κόσμου, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας εκτεταμένος δόλος, ευνοούμενος από ένα φωνητικό σύστημα διαφορετικό από το δικό μας, που κάλυπτε τις κλοπές του και που θα πρέπει να δημιουργήθηκε, σύμφωνα με τον Allia, κατά τη διάρκεια της κατοχής της φυλής των Senons (390-345 π.Χ.)». A. Champrosay, Les Illumines de Cabarose, Παρίσι, 1920, σελ. 54.
Fulcanelli Οι Φιλοσοφικές Οικίες Μετάφραση Ιωάννης Σωτηριάδης Εκδόσεις Διμελή 2018