.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Ένα ποίημα είναι μια πόλη - Charles Bukowski

Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους και υπονόμους
γεμάτη αγίους, ήρωες, ζητιάνους, παλαβούς,
γεμάτη κοινοτοπίες και ποτά,
γεμάτη βροχή αστραπές και περιόδους
ξηρασίας, ένα ποίημα είναι μια πόλη εμπόλεμη.
ένα ποίημα είναι μια πόλη που ρωτάει γιατί το ρολόι,
ένα ποίημα είναι μια πόλη παραδομένη στη φωτιά.
ένα ποίημα είναι μια πόλη κατεχόμενη,
τα κουρεία της γεμάτα με κυνικούς μπεκρήδες.
ένα ποίημα είναι μια πόλη όπου ο Θεός διατρέχει
τους δρόμους με άλογο, γυμνός, σαν τη Λαίδη Γκοντίβα,
εκεί που σκύλοι γαβγίζουν μες στη νύχτα, κυνηγώντας
τη σημαία, ένα ποίημα είναι μια πόλη ποιητών,
σχεδόν όλοι όμοιοι μεταξύ τους,
και ζηλιάρηδες, και πικρόχολοι…
ένα ποίημα είναι τώρα αυτή η πόλη,
50 μίλια πιο πέρα από το πουθενά,
στις 9.09 το πρωί,
η γεύση του ποτού και του τσιγάρου,
δίχως αστυνόμους, δίχως εραστές στους δρόμους,
αυτό το ποίημα, αυτή η πόλη, τις πόρτες της κλείνει,
οχυρωμένη, σχεδόν αδειανή,
πένθιμη δίχως δάκρυα, γερνώντας δίχως λύπηση,
τα άγρια βουνά,
ο ωκεανός σαν φλόγα μαβιά,
ένα φεγγάρι που τη δόξα του στερείται,
μια αμυδρή μουσική από τσακισμένα παράθυρα…
ένα ποίημα είναι μια πόλη, ένα ποίημα είναι ένα έθνος,
ένα ποίημα είναι ο κόσμος…
και τώρα τούτο βάζω κάτω από το μικροσκόπιο
ο παλαβός εκδότης να το αξιολογήσει,
και η νύχτα είναι αλλού
και γριές κατάκοπες στέκονται στη σειρά,
στις εκβολές οι σκύλοι σε παράταξη,
οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες,
καθώς ασήμαντοι άνθρωποι κομπάζουν
για πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν.


Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ - Karl Marx

Αν τα ανθρώπινα αισθήματα, πάθη, κλπ., δεν είναι απλά ανθρωπολογικά φαινόμενα με τη (στενότερη) έννοια, πραγματικά της ύπαρξης αλλά μόνο (της πραγματική επειδή φύσης), το οντολογική αντικείμενό κι αν επιβεβαιώνονται τους επιβεβαίωση υπάρχει γι’ αυτά ως αισθητό αντικείμενο, τότε είναι σαφές πως:
1. Σε καμιά περίπτωση δεν έχουν απλά και μόνον έναν τρόπο επιβεβαίωσης, αλλά κατά μείζονα λόγο ο διακριτός χαρακτήρας της ύπαρξής τους, της ζωής τους, συνίσταται στον διακριτό τρόπο της επιβεβαίωσής τους. Ο τρόπος με τον οποίο το αντικείμενο υπάρχει γι’ αυτά είναι ο ιδιαίτερος τρόπος ικανοποίησής τους.
2. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η αισθητή επιβεβαίωση είναι άμεση ανάλωση του αντικειμένου σαν ανεξάρτητη ύπαρξη (όπως συμβαίνει στην τροφή, την πόση, την επεξεργασία του αντικειμένου, κλπ.), είναι επιβεβαίωση του αντικειμένου.
3. Στο μέτρο που ο άνθρωπος, κι ως εκ τούτου η ικανότητά του να αισθάνεται, κλπ., είναι ανθρώπινα, η επιβεβαίωση του αντικειμένου από οποιονδήποτε άλλον ισοδυναμεί με την ικανοποίησή του.
4. Μόνο μέσω της μεταποιητικής δραστηριότητας- π.χ., μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας- η οντολογική ουσία του ανθρωπίνου πάθους κατορθώνει την ύπαρξη, την ολοκλήρωση και τον ανθρώπινο χαρακτήρα της. Ως εκ τούτου η ανθρώπινη επιστήμη είναι από μόνη της ένα προϊόν της πρακτικής δραστηριότητας του ανθρώπου.
5. Το νόημα της ατομικής ιδιοκτησίας -πέρα από την αποξένωση- είναι η ύπαρξη ουσιωδών αντικειμένων για τον άνθρωπο, ως αντικείμενα που μπορούν να του προσφέρουν απόλαυση, αλλά και ως αντικείμενα μέσω των οποίων μπορεί να δράσει. Κατέχοντας την ιδιοκτησία που του επιτρέπει να αγοράζει οτιδήποτε, κατέχοντας την ιδιοκτησία που του επιτρέπει να οικειοποιείται όλα τα αντικείμενα, το χρήμα είναι λοιπόν το αντικείμενο της κατεξοχήν κατοχής. Η καθολικότητα της ιδιοκτησίας του είναι η παντοδυναμία της ύπαρξής του. Γι’ αυτό εκτιμάται ως παντοδύναμο. Το χρήμα είναι ο μαστροπός που φέρνει σε επαφή την ανθρώπινη ανάγκη με το αντικείμενό της, τη ζωή του με τα μέσα της ζωής τους. Όμως αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα σε μένα και στη ζωή μου, μεσολαβεί επίσης ανάμεσα στην ύπαρξη των άλλων ανθρώπων και σε μένα. Για μένα το χρήμα είναι ο άλλος.

«Κατάλαβέ το, διάολε!
Χέρια, ποδάρια, κεφάλι, πισινά,
είναι δική σου περιουσία.
Γιατί να τα δουλεύεις σαν να ’ναι δανεικά;
Πες, λόγου χάρη, πως πληρώνω την αξία
έξι αλόγων. ∆εν θα έχω κάθε λόγο να θεωρούμαι
απόλυτος αφέντης τους; Τα καβαλάω κανονικά,
σαν κύριος, και κινούμαι
με πόδια είκοσι τέσσερα· προσωπικά».
               Γκαίτε: Φάουστ (Μιλάει ο Μεφιστοφελής)

Ο Σαίξπηρ στον Τίμωνα τον Αθηναίο:
«Χρυσάφι; Κατακίτρινο, αστραφτερό, πολύτιμο χρυσάφι; Όχι, Θεοί, νωθρός δεν είμαι εγώ πιστός! ... Τόσο χρυσάφι θα κάνει άσπρο το μαύρο, άσχημο τ’ όμορφο, σωστό το λάθος, σπουδαίο το χυδαίο, νέο το παλιό, γενναίο το δειλό... Μα, τι; Αυτό θα σας αρπάξει παπάδες κι υπηρέτες, θα τραβήξει το μαξιλάρι κάτω απ’ τα κεφάλια των καθωσπρέπει ανθρώπων. Αυτός ο κίτρινος σκλάβος φτιάχνει και παύει νόμους, ενόχους αθωώνει, κάνει ευλογία την ευλογιά, παίρνει τους κλέφτες και τους δίνει αξία, υπόληψη και λόγο προεστού. Αυτός μέχρι που βρίσκει γαμπρό στη χήρα την γριά. Αυτήν που βγαίνει απ’ το νοσοκομείο με τα σπυριά της να ξερνούν βρώμα φρικτή και να ξερνάς μπροστά τους, την στολίζει, τη μυρώνει, σαν λουλούδι ανοιξιάτικο την κάνει. Ε, χώμα εσύ καταραμένο, πόρνη της ανθρωπότητας, εσύ που κάνεις να σπαράζονται οι όχλοι των εθνών».
Και λίγο αργότερα:
«Ε, γλυκέ βασιλοκτόνε, αγαπημένη διχόνοια του γονιού με το παιδί! Ένδοξε μαγαριστή του άμωμου κρεβατιού, του Υμεναίου! Άρη ακατανίκητε! Πάντα νέος, πάντ’ ανθηρός, ερωτικός, περίβλεπτος μνηστήρας, λιώνεις με την πορφύρα σου το αγνό χιόνι που σκεπάζει την ποδιά της Άρτεμης! Θεέ, ορατέ, πραγματικέ, που σμίγεις τα πιο απίθανα και ξέρεις να μιλάς του καθενός την γλώσσα! Αχ, πώς αγγίζεις τις καρδιές! Να, επαναστάτησαν οι σκλάβοι σου, οι άνθρωποι. Βάλε, μεγαλοδύναμε, τα κτήνη αυτά ν’ αλληλοσπαραχτούν για την κυριαρχία!»
Ο Σαίξπηρ περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο την πραγματική φύση του χρήματος. Για να τον κατανοήσουμε, ας αρχίσουμε, πρώτα-πρώτα, αναπτύσσοντας το χωρίο του Γκαίτε.
Αυτό που μου δίνεται με τη μεσολάβηση του χρήματος - αυτό για το οποίο μπορώ να πληρώσω (το οποίο το χρήμα μπορεί να αγοράσει δηλ.) - είναι Εγώ ο ίδιος, ο κάτοχος του χρήματος. Το μέγεθος της δύναμης του χρήματος είναι το μέγεθος της δύναμής μου. Οι ιδιότητες του χρήματος είναι και δικές μου ιδιότητες -εμού του κατόχου του- ιδιότητες και θεμελιώδεις δυνάμεις. Έτσι, ό,τι είμαι και είμαι ικανός να γίνω, σε καμιά περίπτωση δεν καθορίζεται από την ατομικότητά μου. Είμαι άσχημος, αλλά μπορώ να αγοράσω την πιο όμορφη γυναίκα. Συνεπώς δεν είμαι άσχημος, γιατί η επίπτωση της ασχήμιας - η αποτρεπτική της δύναμη - ακυρώθηκε από το χρήμα. Εγώ, σύμφωνα με τα ατομικά χαρακτηριστικά μου, είμαι κουτσός, όμως το χρήμα με εξοπλίζει με είκοσι τέσσερα πόδια. Γι’ αυτό δεν είμαι κουτσός. Είμαι κακός, ανέντιμος, έκλυτος, ηλίθιος; Το χρήμα το εκτιμούν οι πάντες. Συνεπώς και τον ιδιοκτήτη του. Το χρήμα είναι το υπέρτατο αγαθό και άρα κάτοχος κάθε αγαθού. Επιπλέον, το χρήμα με απαλλάσσει από το πρόβλημα της ανεντιμότητας. Τώρα θεωρούμαι εντιμότατος. Είμαι ανεγκέφαλος, αλλά το χρήμα είναι ο πραγματικός εγκέφαλος όλων των πραγμάτων. Πώς μπορεί να είναι ανεγκέφαλος ο ιδιοκτήτης τους; Εξάλλου, μπορώ ν’ αγοράσω έξυπνους ανθρώπους που θα με υπηρετούν. Μήπως αυτός που έχει δύναμη πάνω στους έξυπνους δεν είναι πιο έξυπνος απ’ τον πιο έξυπνο; Εγώ που, χάρη στο χρήμα, μπορώ να ικανοποιήσω όλους τους ανθρώπινους πόθους μου, δεν κατέχω όλες τις ανθρώπινες ικανότητες; Συνεπώς, το χρήμα μου δεν μεταμορφώνει τις ανικανότητές μου σε ικανότητες;
Αν το χρήμα είναι ο δεσμός μου με την ανθρώπινη ζωή, ο δεσμός μου με την κοινωνία, τη φύση και τους άλλους ανθρώπους, δεν είναι δεσμός όλων των δεσμών; ∆εν μπορεί να λύσει και να δέσει όλα τα δεσμά; Και, ως εκ τούτου, δεν είναι επίσης το καθολικό μέσο κάθε διαχωρισμού; Στην πραγματικότητα, το νόμισμα μας χωρίζει και μας δένει, είναι ο… χημικός καταλύτης της κοινωνίας.
Ο Σαίξπηρ τονίζει δύο ιδιότητες του χρήματος:
1. Είναι ορατή θεότητα: η μεταμόρφωση όλων των ανθρώπινων και φυσικών ιδιοτήτων στα αντίθετά τους, η καθολική ανατροπή και παραμόρφωση όλων των πραγμάτων. Τα πιο απίθανα πράγματα συνδυάζονται, έρχονται σε επαφή.
2. Είναι η πόρνη και ο προαγωγός των ανθρώπων και των εθνών.
Η ανατροπή και παραμόρφωση όλων των ανθρώπινων και φυσικών χαρακτηριστικών, ο συνδυασμός των πιο απίθανων πραγμάτων - η ιερή δύναμη του χρήματος - έγκειται στο γεγονός πως αλλοτριώνει τον άνθρωπο, τον αποξενώνει από τον φυσικά και ανθρώπινα διαμορφωμένο εαυτό του. Το χρήμα είναι η παραμόρφωση του ίδιου του ανθρωπίνου είδους.
Αυτό που είμαι ανίκανος να κάνω ως άνθρωπος, και για το οποίο συνεπώς όλες οι φυσικές δυνάμεις μου δεν είναι κατάλληλες, μπορώ να το κάνω μέσω του χρήματος. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το χρήμα μετατρέπει τις δυνάμεις μου σε κάτι που δεν είναι καθαυτές. Σαν να λέμε, τις μετατρέπει στα αντίθετά τους.
Αν θέλω ένα συγκεκριμένο φαγητό ή θέλω να πάρω την ταχυδρομική άμαξα, επειδή δεν είμαι αρκετά δυνατός ώστε να πάω με τα πόδια στον προορισμό μου, το χρήμα μου εξασφαλίζει το φαγητό και την ταχυδρομική άμαξα. Σαν να λέμε, μετατρέπει την επιθυμία μου από κάτι που ανήκει στο βασίλειο της φαντασίας, την μεταφέρει από την στοχαστική, φανταστική ή επιθυμητή ύπαρξη, στην αισθητή, πραγματική ύπαρξη: από τη φαντασία στη ζωή, από τη φανταστική ύπαρξη στην πραγματική ύπαρξη. Η πραγματική δημιουργική δύναμη στην υλοποίηση αυτής της σκέψης είναι το χρήμα.
Αναμφίβολα, η ίδια διάθεση υπάρχει και σ’ αυτόν που δεν διαθέτει χρήμα. Αλλά η διάθεσή του είναι απλά ένα πλάσμα της φαντασίας χωρίς ύπαρξη, χωρίς καμιά επίπτωση σ’ εμένα – τον τρίτο παράγοντα - και τους άλλους, πράγμα που σημαίνει πως για μένα παραμένει μη πραγματική, χωρίς αντικείμενο. Η διαφορά ανάμεσα στην πραγματική διάθεση, που βασίζεται στο χρήμα, και στην ανυπόστατη διάθεση, που έχει βάση την ανάγκη, την επιθυμία, τον πόθο μου, κ.λπ., είναι η διαφορά ανάμεσα στο Είναι και την Σκέψη, ανάμεσα στην ιδέα - που απλά υπάρχει μέσα μου - και στην ιδέα που υπάρχει ως πραγματικό αντικείμενο, έξω από εμένα.
Αν δεν έχω χρήματα για να ταξιδέψω, δεν έχω ανάγκη - πραγματική και πραγματοποιήσιμη - να ταξιδέψω. Αν έχω φυσική διάθεση για σπουδές, αλλά δεν διαθέτω το απαραίτητο χρήμα, δεν έχω καμιά διάθεση - πραγματική, αληθινή – για σπουδές. Από την άλλη, αν δεν έχω καμιά πραγματική διάθεση για σπουδές, αλλά έχω την επιθυμία και το απαραίτητο χρήμα, έχω μια πραγματική διάθεση. Το χρήμα ως εξωγενές, καθολικό μέσο και δυνατότητα (μη απορρέουσα από τον άνθρωπο ως άνθρωπο ή από την ανθρώπινη κοινωνία ως κοινωνία) μετατροπής μιας εικόνας σε πραγματικότητα και της πραγματικότητας σε απλή εικόνα, μεταμορφώνει τις πραγματικές ουσιώδεις δυνάμεις του ανθρώπου και της φύσης σε αφηρημένες έννοιες και, ως εκ τούτου, σε ατέλειες και βασανιστικές χίμαιρες, όπως άλλωστε και τις πραγματικές ατέλειες και χίμαιρες - ουσιώδεις δυνάμεις που δεν έχουμε στην πραγματικότητα, που υπάρχουν μόνο στη φαντασία του ατόμου – σε πραγματικά ουσιώδεις δυνάμεις και ικανότητες. Στο φως αυτού του χαρακτηριστικού και μόνο, το χρήμα αποτελεί εν γένει παραμόρφωση της προσωπικότητας, που τη μετατρέπει στο αντίθετό της, αντικαθιστά τα χαρακτηριστικά της με τα αντίθετά τους.
Έτσι, το χρήμα παρουσιάζεται σαν παραμορφωτική δύναμη που στρέφεται ενάντια στο άτομο, τους κοινωνικούς δεσμούς, κ.λπ., που αξιώνουν να είναι αυτοτελείς οντότητες. Το χρήμα μεταμορφώνει την πίστη σε απιστία, την αγάπη σε μίσος, το μίσος σε αγάπη, την αρετή σε αχρειότητα, την αχρειότητα σε αρετή, τον υπηρέτη σε κύριο, τον κύριο σε υπηρέτη, την ηλιθιότητα σε διάνοια και τη διάνοια σε ηλιθιότητα.
Συνεπώς το χρήμα, ως υπαρκτή και πραγματική ιδέα της αξίας, ανατρέπει και συγχύζει όλα τα αντικείμενα - φέρνει τον κόσμο πάνω κάτω - όλες τις φυσικές και ανθρώπινες ιδιότητες.
Αυτός που μπορεί να αγοράσει αξιοπρέπεια είναι αξιοπρεπής. Κι ας μην είναι παρά ένα γουρούνι. Καθώς το χρήμα δεν μπορεί να αντικατασταθεί από καμιά επιμέρους ικανότητα, από κανένα επιμέρους αντικείμενο, από καμιά επιμέρους ανθρώπινη ουσιώδη δύναμη, αλλά μόνο από τον συνολικό αντικειμενικό κόσμο του ανθρώπου και της φύσης, από την σκοπιά του ιδιοκτήτη του συνεπώς χρησιμεύει για την αντικατάσταση κάθε ικανότητας από κάθε άλλη ικανότητα, κάθε αντικειμένου από κάθε άλλο αντικείμενο, ακόμα και από τα αντίθετά τους: είναι η συναδέλφωση των πιο απίθανων πραγμάτων. Ενοποιεί τις αντιθέσεις.
Αν δούμε τον άνθρωπο ως άνθρωπο και την σχέση του με τον κόσμο ως ανθρώπινη, τότε την αγάπη μόνο με αγάπη μπορείς να την ανταλλάξεις, την πίστη μόνο με πίστη, κ.λπ. Αν θέλεις να απολαύσεις την τέχνη, πρέπει να καλλιεργηθείς. Αν θέλεις να ασκήσεις επιρροή σε άλλους ανθρώπους, πρέπει να ενδιαφέρεις και να εμψυχώνεις τους άλλους ανθρώπους. Κάθε σχέση σου με τον άνθρωπο και τη φύση πρέπει να παίρνει μια ειδική έκφραση που να αντιστοιχεί στο αντικείμενο της επιθυμίας σου, στην πραγματική προσωπική ζωή σου. Αν αγαπάς χωρίς η αγάπη σου να βρίσκει ανταπόκριση, είναι σαν να μην παράγει αγάπη η αγάπη σου. Αν, παρά το γεγονός πως εκφράζεσαι ως εραστής, δεν μπορείς να καταστήσεις τον εαυτό σου αντικείμενο αγάπης, τότε η αγάπη σου είναι ανίσχυρη: μια δυστυχία.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ



Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Τραγούδι / Song – Edgar Allan Poe

Σ’ είδα στο γάμο σου – σαν τότε
      κοκκίνισαν τα μάγουλά σου,
κι ας σ’ αγαπούσε όλος ο κόσμος,
      κι ας ήταν η ευτυχία μπροστά σου.

Και κάποια φλόγα του ματιού σου
      (ό,τι κι αν σήμαινεν αυτό)
απ’ όλη εγώ την ομορφιά σου
      μονάχα μπόρεσα να δω.

Μια κοριτσίστικη ήταν ίσως
      αυτό ντροπή περαστική – 
αν κι άναψε μια φλόγα πιο άγρια
      μέσα σ’ αυτόν που σ’ είχε δει

στο γάμο σου, όταν (πως μπόρεσαν;)
      κοκκίνισαν τα μάγουλά σου,
κι ας σ’ αγαπούσε όλος ο κόσμος,
      κι ας ήταν η ευτυχία μπροστά σου.

                         ***

I saw thee on thy bridal day—
      When a burning blush came o’er thee,
Though happiness around thee lay,
      The world all love before thee:

And in thine eye a kindling light
      (Whatever it might be)
Was all on Earth my aching sight
      Of Loveliness could see.

That blush, perhaps, was maiden shame—
      As such it well may pass—
Though its glow hath raised a fiercer flame 
      In the breast of him, alas!

Who saw thee on that bridal day,
      When that deep blush would come o’er thee,
Though happiness around thee lay;
      The world all love before thee.
                                                                                         1827
Edgar Allan Poe
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG 2015

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Τα έθιμα του Δωδεκαημέρου – ΧΡΗΣΤΟΣ Δ. ΛΑΖΟΣ

Όπως είναι γνωστό, η μελέτη  των ηθών και εθίμων  του ελληνικού λαού, προσπάθεια στην οποία συνέβαλαν πολλοί κατά καιρούς και όχι μόνο  στον προηγούμενο αιώνα (20ος), ήταν αναγκαίο  να αποκτήσει μιαν ιδιαίτερη  εκπροσώπηση ως επιστήμη. Έτσι στα 1918, με πρωτοβουλία του πατέρα της Ελληνικής Λαογραφίας, του καλαματιανού Νικόλαου Πολίτη, ιδρύεται το Λαογραφικό Αρχείο, το οποίο ενσωματώθηκε στη δικαιοδοσία της Ακαδημίας Αθηνών όταν αυτή ιδρύθηκε το 1926. Όμως για να είναι εμφανής ο σκοπός του Κέντρου Λαογραφίας, όπως  ονομάστηκε, πήρε την ονομασία Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας  Αθηνών. Έτσι τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού, τα πιο ανθεκτικά και συνδετικά στοιχεία του έθνους (ο Ηρόδοτος  μιλάει για ήθη ομότροπα μαζί με όμαιμον και ομόγλωσσον), βρήκαν τη στέγη που ήταν αναγκαία για την  εκτεταμένη έρευνα, καταγραφή και συγκέντρωσή τους.
Από μια πολύ χαρακτηριστική  και σημαντική  συνέντευξη του σύγχρονου και μεγάλου λαογράφου μας, του Κρητικού (από το Ηράκλειο) Γιώργου  Αικατερινίδη, σχετικά με όσα ερευνώ στο παρόν έργο, - συνέντευξη την οποία παραθέτω κάπως εκτεταμένα διότι είναι ιδιαίτερα επικεντρωμένη (συμπτωματικά) στο θέμα μας – αντλούμε πολλά στοιχεία(1).

Συνέντευξη Γιώργου Αικατερινίδη

-Η Λαογραφία είναι συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής Παράδοσης;
Βεβαίως. Είναι η συνέχεια της πολιτιστικής μας παράδοσης η οποία συνεχίζεται ελεύθερα στους αγροτικούς και ποιμενικούς πληθυσμούς  μ’ ένα πλέγμα πράξεων, λόγου και ενεργειών, που αποτελεί μια έκφραση εσωτερικού κόσμου και μια αναγκαιότητα  για την επιβίωση μέσα στη φύση με τις συνθήκες που επικρατούσαν παλαιότερα, τις καιρικές κ.λπ.
-Και με τις ανάγκες βέβαια που είχε ο κάθε λαός… Πιστεύω ότι σημαντικός είναι και ο ρόλος των κλιματολογικών συνθηκών, αλλά και των διαφόρων περιστασιακών γεγονότων που βίωσε στη διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής ένας λαός.
Ακριβώς! Ενώ τα ίδια αίτια μπορούν να δημιουργήσουν τα ίδια αποτελέσματα (και τα έθιμα είναι αποτελέσματα ψυχικών διεργασιών κ.λπ.), υπάρχει τόση διαφοροποίηση των ιδίων αποτελεσμάτων από λαό σε λαό, ώστε τα ήθη και τα έθιμα του είναι απ’ τα κύρια γνωρίσματα της εθνικής  πολιτιστικής του ταυτότητας.
-Ποια έθιμα έχουμε σήμερα  στην Ελλάδα τα οποία  και κληρονομήσαμε από τους Αρχαίους Έλληνες;
Είναι πάρα πολλά τα έθιμα και πολλές φορές τονίζω ότι θα αντιληφθούμε τη σημασία αυτών των εθίμων αν σκεφθούμε ότι πριν γίνουμε χριστιανοί υπήρξαμε ως  Έλληνες.
Πολλά έθιμα της Αρχαιότητας έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα ντυμένα μ’ έναν χριστιανικό μανδύα. Αν πάμε στις Άγιες Μέρες των Χριστουγέννων ή του Δωδεκαημέρου γενικότερα, θα ακούσουμε τα κάλαντα, τα τραγούδια που τραγουδούν τα παιδιά από πόρτα σε πόρτα και ξυπνούν τον κόσμο για την γιορτή που έρχεται, τα  οποία είναι ανάλογα μ’ αυτά που είχαμε στην Αρχαιότητα.
Θ’ αναφερθώ  επίσης στο Χελιδόνισμα, ένα τραγούδι που τραγουδούν τα παιδιά την 1η Μαρτίου ακόμη και σήμερα στη Βόρεια Ελλάδα, και υποδέχονται το χελιδόνι και μ’ αυτό και τον ερχομό της Άνοιξης. Το ίδιο ακριβώς έθιμο είχαμε και στη Ρόδο τον  2ο μ.Χ. αιώνα  σύμφωνα με παλαιότερη πάλι συνήθεια, και τότε τα παιδιά τραγουδούσαν ένα όμοιο τραγούδι.
Ας φύγουμε απ’ τα κάλαντα και ας πάμε στα χοιροσφάγια. Αυτές τις ημέρες συνηθίζεται να σφάζουμε τους χοίρους. Υπάρχει μια ολόκληρη ιεροτελεστία ως προς τη σφαγή, δηλαδή θυμιατίζεται το ζώο πριν το σφάξουν, το δε αίμα του χρησιμοποιείται για μαγικο-θρησκευτικούς σκοπούς κ.λπ., και ξερουμε ότι τα χοιροσφάγια απηχούν μια αρχαία θρησκευτική εκδήλωση προς τιμήν του Κρόνου. Εάν προχωρήσουμε  σ’ άλλα έθιμα, βλέπουμε αρχέγονες δοξασίες στις συνήθειες, στα έθιμα που υπάρχουν σήμερα γύρω απ’ το αναμμένο τζάκι του Δωδεκαημέρου.  Να θυμίσω ότι Δωδεκαήμερο είναι η περίοδος απ’ την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια. (Τότε λέμε ότι εμφανίζονται οι καλικάντζαροι πάνω στη γη και φεύγουν μετά τον αγιασμό  του ιερέα). Αυτή η φωτιά λοιπόν στο αναμμένο τζάκι απηχεί αρχαιότατες λατρευτικές δοξασίες. Έχουμε το γνωστό δόγμα ότι το πυρ, το ύδωρ αγνίζει. Έχουμε πάρα πολύ βαθιές τις ρίζες σ’ αυτά τα έθιμα, όπως είναι τα χτυπήματα με χλωρά κλαδιά που συνηθίζουμε σε διάφορα μέρη της  Ελλάδας τις ημέρες αυτές του Δωδεκαημέρου, κυρίως την Πρωτοχρονιά. Χτυπάει λοιπόν ο ένας τον άλλο με χλωρά κλαδιά, πιστεύοντας ότι έτσι μεταδίδεται η θαλερότητα που κρύβεται μέσα στα φυτά αυτά.
Αλλά και τα λατρευτικά ψωμιά που  έχουμε, όπως το Χριστόψωμο και η  Βασιλόπιτα την Πρωτοχρονιά, προέρχονται από αρχαιότατες ελληνικές συνήθειες. Πρέπει να συσχετισθούν με τον εορταστικό άρτο της Ελληνικής Αρχαιότητας, που προσφερόταν στους θεούς ως απαρχή σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, ιδίως στα Θαλύσια και τα Θαργήλια. Διευκρινίζω  ότι στην αρχαιότητα είχαμε τον Θαλύσιο και και Θαργήλιο άρτο, που προσφερόταν από τους πρώτους καρπούς της γης στους θεούς για να τους ευχαριστήσουν γι’ αυτά που έδωσαν και να τους παρακαλέσουν να δώσουν και πάλι νέα σοδειά. Αυτό το έθιμο συνεχίζεται και σήμερα στον ελλαδικό χώρο  και ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, όπου απ’ το πρώτο σιτάρι της χρονιάς κάνουν ένα κουλούρι και το πηγαίνουν και το τοποθετούν στη βρύση (κρήνη) σαν προσφορά στο στοιχείο που ενοικεί εκεί.
Ανάλογο είναι και ένα άλλο πολύ γνωστό έθιμο. Την ημέρα δηλαδή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου, πηγαίνουν στην εκκλησία τα πρώτα σταφύλια της χρονιάς, για να τα ευλογήσει ο ιερέας και να μοιραστούν στη συνέχεια στο εκκλησίασμα.
Επιζεί λοιπόν ολοζώντανο  και ακμαιότατο το  έθιμο των αρχαίων, απαρχών, όπως παραδίδουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς. Η προσφορά δε στο Διόνυσο υπάρχει πάντα με τη μορφή της ευωχίας, και τούτο το πνεύμα το Διονυσιακό το βρίσκουμε  σε πολλές εκδηλώσεις και ιδίως σε αυτές της λαϊκής λατρείας, στα δρώμενα όπως τα λέμε, που μια αντιπροσωπευτική μορφή τους παρουσιάζουν οι μεταμφιέσεις που γίνονται τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, και πάλι ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα και τον Πόντο. Στον Πόντο έχουμε τα μωμογέρια, στη δε Βόρεια Ελλάδα έχουμε τους Αράπηδες, τα μπαμπούγερα και άλλους μεταμφιεσμένους με άλλα διάφορα ονόματα.
Αυτές οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου διασώζουν μια αρχαιότατη παράδοση, και μάλιστα ο Νικόλαος Πολίτης όταν γράφει για την υπόθεση των καλικαντζάρων υποστηρίζει ότι την ιδέα των μυθολογικών αυτών πλασμάτων υπέβαλαν στη λαϊκή φαντασία ακριβώς οι αλλόκοτοι  μεταμφιεσμένοι του Δωδεκαημέρου.
Ως έθιμο δηλαδή οι μεταμφιεσμένοι προϋπήρχαν της πίστης για τους καλικάντζαρους. Βέβαια εδώ πρέπει να θυμηθούμε ότι  στη χρονική  περίοδο που αντιστοιχεί στο χριστιανικό Δωδεκαήμερο τελούνταν  πολυάριθμες παγανιστικές γιορτές, απ’ τα κύρια χαρακτηριστικά των οποίων ήταν και οι μεταμφιέσεις. Τις εκδηλώσεις αυτές δεν μπόρεσαν να  εκτοπίσουν προπάντων στην ύπαιθρο οι χριστιανικές εορτές, όπως τα Χριστούγεννα κ.λπ., που τοποθετήθηκαν γι’ αυτό το λόγο στις ημέρες εκείνες από την Εκκλησία. Έτσι διαιωνίστηκαν και οι μεταμφιέσεις, παρά την σφοδρή αντίδραση  που υπήρξε και συνεχίζονται τα έθιμα μέχρι  σήμερα δίδοντάς  μας ακριβώς μια εκπληκτική περίπτωση συνέχειας ενός αρχαίου εθίμου.
-Τι  άλλο έχετε να μας πείτε για τα έθιμα του Δωδεκαημέρου;
Γενικότερα πρέπει  να  τονίσουμε ότι το Δωδεκαήμερο πλαισιώνεται από πλουσιότατη εθιμολογία που προσδίδει ιδιαίτερο πανηγυρικό τόνο, όχι μόνο στις μεγάλες γιορτές, δηλαδή  Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια, αλλά και στις ενδιάμεσες ημέρες τη περιόδου αυτής.
Παλαιότερα ήταν εντονότερα παρών και ένας δεισιδαιμονικός φόβος  για νυχτερινά παράξενα όντα και αστρικές επιδράσεις, επειδή η περίοδος αυτή συμπίπτει  με μια κρίσιμη καμπή του ετήσιου κύκλου του Ήλιου. Έχουμε δηλαδή  τις χειμερινές τροπές.
Επίσης το Δωδεκαήμερο με τις εορταστικές αργίες του ήταν  και μια περίοδος ανάπαυλας ιδιαίτερα για τους γεωργούς, ύστερα από την  εντατική εργασία της σποράς που προηγήθηκε. Μιλήσαμε ήδη για τα κάλαντα,  για τα χοιροσφάγια, για το χριστόψωμο όσον αφορά τα Χριστούγεννα. Για την Πρωτοχρονιά αναφερθήκαμε σύντομα στην βασιλόπιτα και είπαμε ότι διασώζει μια  αρχαία  παράδοση. Επίσης, μιλώντας για την πρωτοχρονιά θα  αναφερθούμε στο γνωστό «ποδαρικό». Κοιτάζουμε ποιος θα μπει στο σπίτι κατά την ημέρα εκείνη και θα πρέπει να είναι τυχερός, για να φέρι πλούτο  αλλά και τη χαρά, το γούρι σε όλο το σπίτι  για τον καινούριο χρόνο που αρχίζει. Στα ιδιαίτερα έθιμα της Πρωτοχρονιάς κυριαρχεί η κοινή αντίληψη ότι καθετί που γίνεται στην αρχή μιας νέας περιόδου θα ισχύσει σε ολόκληρο το διάστημά της. Έτσι εξηγούνται και πολλά έθιμα όπως είναι το ποδαρικό. Επίσης αναφερθήκαμε στα χτυπήματα που γίνονται με χλωρά κλαδιά, μεταδίδοντας έτσι την ικμάδα που έχουν, σ’ αυτόν που δέχεται το χτύπημα. Απ’ τη δοξασία αυτή μπορούμε να εξηγήσουμε και το έθιμο με το αγριοκρόμμυδο, αυτό ου φύεται στην ύπαιθρο, με τον μεγάλο βολβό που κατά τόπους λέγεται μποντζίκι, ασκελετούρα, αγιοβασιλίτσα κ.ά. Το  επιστημονικό του όνομα είναι Σκίλλη η θαλασσία.  Είναι αυτοφυές βολβοφόρο  φυτό,  που έχει εντυπωσιακή  μακροβιότητα και μπορεί να ζει ακόμη και αποσπασμένο από το έδαφος, γι’ αυτό και το φέρνουμε μέσα στο σπίτι και σε όσους κατοικούν σε αυτό. Αλλά και τα γλυκίσματα που παρασκευάζουμε τις ημέρες αυτές αποβλέπουν σ’ αυτόν  το σκοπό, να είναι δηλαδή πάντα χαρούμενη και γλυκιά η ζωή στο σπίτι. Πολλά είναι κατά τόπους τα έθιμα.
Θα ήθελα να αναφερθώ εν συντομία και στα Φώτα, που έχουν και αυτά μια εκπληκτική εθιμολογία. Σε όλους βέβαια είναι γνωστό ότι στη χριστιανική λατρεία,την παραμονή ο ιερέας γυρίζει στα σπίτια, με το λεγόμενο Πρώτο Αγιασμό και αγιάζει όλους τους χώρους. Παλαιότερα πίστευαν  ότι μ’ αυτόν τον τρόπο έφευγαν και οι καλικάντζαροι από τα σπίτια. Οι καλικάντζαροι κατά τη λαϊκή παράδοση φεύγουν και με τη στάχτη του Δωδεκαημέρου. Όλο το Δωδεκαήμερο έπρεπε να καίει άσβεστο το πυρ στο τζάκι (εστία), και μάλιστα η φωτιά αυτή ήταν πιο αποτελεσματική όταν προερχόταν από ξύλα αγκαθωτά ή με δύο ξύλα το ένα πάνω στο άλλο, οπότε έχουμε το λεγόμενο πάντρεμα της φωτιάς. Τη στάχτη αυτή του Δωδεκαημέρου την κρατούσαν, αλλά και την κρατούν ακόμη οι νοικοκυρές σε ορισμένα μέρη και ξημερώνοντας τα Θεοφάνεια βγαίνουν και ραντίζουν το  σπίτι γύρω γύρω, ώστε να διώξουν μακριά κάθε κακό.
-Ας επιστρέψουμε λίγο κ. Αικατερινίδη στο ποδαρικό. Γιατί θέλουμε ο άνθρωπος που κάνει ποδαρικό στο σπίτι μας να μπαίνει με  το δεξί;
Η έννοια του δεξιού ανάγεται σε μια γνωστή αρχέγονη πίστη και πρέπει  να ανατρέξουμε σε έθιμα και δοξασίες που έχουν σχέση  με την Ανατολή του Ηλίου κ.λπ. Η δοξασία για το δεξιό  είναι πολύ παλιά και είναι χαρακτηριστικό ότι ο Επίσκοπος Νύσσης, Γρηγόριος τον 4ο μ.Χ. αιώνα παραδίδει στους Βυζαντινούς, ότι την 1η Ιανουαρίου «δεξιάς τινάς συντυχίας επετήδευον», πρόσεχαν πάντοτε  να συναντήσουν ή να δεχθούν στο σπίτι τους πρόσωπο που, όπως νόμιζαν, θα τους έφερνε ευτυχία.
Ήθελα να σταθώ και στα Θεοφάνεια, επειδή αναφερθήκατε στην αρχή, και πολύ σωστά, σε έθιμα που έχουν αρχαιοελληνική καταγωγή. Έχουμε λοιπόν στα Θεοφάνεια ένα πολύ ωραίο έθιμο, στα παραθαλάσσια μέρη, τη ρίψη του Σταυρού στο νερό από τον ιερέα και τον συναγωνισμό των νέων για το ποιος θα τον ανασύρει από τη θάλασσα, για να δεχθεί στη συνέχεια τις ευχές του ιερέα και τις τιμές των συγχωριανών του. Έχουμε όμως και ένα άλλο σημαντικό έθιμο σε διάφορα μέρη της Ελλάδος.  Την ημέρα δηλαδή των Θεοφανείων πλένουν τις εικόνες και τα γεωργικά εργαλεία στη θάλασσα, τα ποτάμια ή τις λίμνες. Βεβαίως το έθιμο αυτό μας θυμίζει τα Αρχαία Πλυντήρια, που ήταν μια γιορτή προς τιμήν της Παλλάδος Αθηνάς. Μπορούμε επομένως μετά βεβαιότητος να πούμε ότι είναι ένα έθιμο με αρχαιότατη ελληνική καταγωγή.
Ο παραδοσιακός κύκλος του Δωδεκαημέρου είναι πλουσιότατος, τα έθιμα είναι πολλά και κατά τόπους με διάφορες παραλλαγές, και ο κύκλος αυτός επεκτείνεται και στις επόμενες ημέρες, που είναι η γιορτή του Αγίου Ιωάννου, οπότε και πάλι έχουμε πολλά έθιμα σαν συνέχεια αυτού του Δωδεκαημέρου, και κλείνει ο  κύκλος αυτός στις 8 Ιανουαρίου με τη λεγόμενη Γυναικοκρατία, που ίσως σας είναι γνωστή.
-Ναι, είναι γνωστή η εορτή αυτή και συνήθως τελείται στη Βόρεια Ελλάδα.
Εδώ  έχουμε ένα θρακικό έθιμο που γίνεται στις περιοχές των Σερρών, της Ξάνθης, της Ροδόπης και του Έβρου. Την ημέρα αυτή οι γυναίκες έχουν κάθε αρμοδιότητα ως προς τη διοίκηση του σπιτιού, κάνουν δηλαδή ό,τι οι άνδρες στην καθημερινή ζωή. Ντυμένες με ανδρικά ρούχα πηγαίνουν και στα καφενεία με τις συνήθειες των ανδρών και αλίμονο σε όποιον άνδρα τολμήσει να βγει έξω από το σπίτι και να κυκλοφορήσει στους δρόμους του χωριού. Οι δε άνδρες είναι υποχρεωμένοι κατά την ημέρα εκείνη να κάνουν όλες τις δουλειές ενός νοικοκυριού.
Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι σε όλα αυτά τα έθιμα διασώζονται γονιμικές τελετές, όπως ήταν τα Αλώα και τα Θεσμοφόρια, που ήταν γιορτές όχι μόνον για την ευφορία της Γης αλλά και της ευγονίας των γυναικών, για να γεννούν οι γυναίκες εύκολα και υγιή παιδιά. Έτσι  βλέπουμε και πάλι μια επιβίωση (έστω και με τροποποιημένα κάποια στοιχεία) μιας αρχαιότατης ελληνικής παράδοσης. Σημασία έχει ότι σήμερα, έχουμε τα δρώμενα, τα λεγόμενα ευετηρικά δρώμενα, δηλαδή δρώμενα τα οποία αποβλέπουν στην ευετηρία. Η λέξη ευετηρία είναι σύνθετη από τις λέξεις ευ, που σημαίνει καλός, και έτος, και σημαίνει καλοχρονιά. Έτσι και σήμερα τα περισσότερα δρώμενα έχουν ένα χαρακτήρα ευετηρικό. Το στοιχείο αυτό προκύπτει και από τα κουδούνια που φορούν οι μεταμφιεσμένοι και έχουν ένα στοιχείο αποτροπής του κακού ως ηχητικό αντικείμενο, αλλά κυρίως από μιμητικές παραστάσεις, όπως είναι το εικονικό όργωμα και η εικονική σπορά. Σε αυτό το έθιμο οι μεταμφιεσμένοι τραβάνε το αλέτρι και ένας άλλος μεταμφιεσμένος γεωργός οργώνει. Και εδώ νομίζω είναι εμφανέστατος ο χαρακτήρας και ο επιδιωκόμενος σκοπός αυτών των δρώμενων. Είναι πλούσιος,  είναι εκπληκτικός αυτός ο εθιμικός κύκλος των Ελλήνων, απλώς  δεν είναι πολύ γνωστός σε ανθρώπους που ζουν μακριά από την ύπαιθρο. Στο πλαίσιο αυτών των ημερών έχουμε και τις εκπληκτικές μεταμφιέσεις ιδίως στην περιοχή της Δράμας, όπου όλα αυτά τα δρώμενα αναβιώνουν κάθε χρόνο. Και δεν αναβιώνουν ως μορφή θεατρική ή αναπαραστατική, αλλά σαν μια έκφραση ψυχικής ανάγκης όλων  των τελεστών. Δηλαδή πιστεύουν ότι αυτά τα έθιμα, αυτά τα δρώμενα πρέπει να γίνουν, διότι αν δεν γίνουν η χρονιά θα είναι κακή. Η δοξασία η οποία υποβάλλει και επιβάλλει όλα αυτά παραμένει  ολοζώντανη ακόμη και σήμερα.
Από όσα αναφέρθηκαν, τόσο γλαφυρά, αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε γιατί επέμεινα στην παράθεση μεγάλου τμήματος αυτής της συνέντευξης. Ένας απέραντος πλούτος που δυστυχώς ευκαιριακά γίνεται γνωστός, κυρίως όταν έχουμε Απόκριες, φαινόμενο πανελλαδικό με τις τόσο πολλές εκδηλώσεις. Θα πρέπει να γίνεται συχνότερη αναφορά στα θαυμάσια αυτά έθιμα και ελπίζω ότι μικρή συνεισφορά  έχει η παρούσα εργασία. Θα παραθέσω στοιχεία για κάποια από τα έθιμα που αναφέρει  ο Γ. Αικατερινίδης, όπως το χελιδόνισμα, τα χοιροσφάγια, τους ανθρωπόμορφους άρτους καθώς και άλλα πολλά, μια επιλογή καθαρά προσωπική, τα οποία με έχουν εντυπωσιάσει και για τα οποία έχω κάνει κατά καιρούς περιληπτικές δημοσιεύσεις.

______________________ 
(1)Η συνέντευξη δόθηκε στον Ελληνικό ρ/σ στο Σικάγο, στην εκπομπή «Έψιλον εν Δελφοίς» με τον Στάμο Π. Τσακίρη και εκπέμφθηκε σε όλο τον κόσμο μέσω του Internet radio «www.helenicradio.com». Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Αέροπος, τεύχος 35 (Γαμηλιών-Ανθεστηριών) [Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2001], σελ. 8-11. Η αποφώνηση έγινε από τον Αντώνιο Ρούσση.
Χρήστος Δ. Λάζος
Παγανιστικά Έθιμα στο Χριστιανισμό
Εκδόσεις Ιάμβλιχος 2007

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Τῆς κοκόνας τὸ σπίτι - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δὲν ἦτον δρόμος πλέον περαστικὸς εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Ἀδύνατον νὰ μὴν ἐπερνοῦσε κανεὶς ἀπ᾽ ἐκεῖ ὅστις θὰ ἀνέβαινεν εἰς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν ἢ ὅστις θὰ κατέβαινεν εἰς τὴν κάτω. Λιθόστρωτον ἀνηφορικόν, ἀπὸ κάτω ἀπ’ τῆς Σταματρίζαινας τὸ σπίτι ἕως ἐπάνω εἰς τὸν ναὸν τῆς Παναγίας τῆς Σαλονικιᾶς. Χίλια βήματα, κάθε βῆμα καὶ ἆσθμα. Ἐφούσκωνεν, ἐκοντανάσαινε κανεὶς διὰ ν’ ἀναβῇ, ἐγλιστροῦσε διὰ νὰ καταβῇ.
Ἅμα ἐπάτει τις εἰς τὸ λιθόστρωτον, ἀφοῦ ἄφηνεν ὀπίσω του τὸ μαγαζὶ τοῦ Καψοσπύρου, τὸ σπίτι τοῦ Καφτάνη καὶ τὸ παλιόσπιτον τοῦ γερο-Παγούρη μὲ τὴν τοιχογυρισμένην αὐλήν, εὑρίσκετο ἀπέναντι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Χατζῆ Παντελῆ, μὲ τὸν αὐλόγυρον σύρριζα εἰς τὸν βράχον. Κάτω ἔχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλῶν σκοτοδίνην, σημειούμενος ἀπὸ ὀλίγους ἕρποντας θάμνους ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐφαίνοντο εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτὸς ἐκείνης ὡς νὰ ἦσαν κακοποιοὶ ψηλαφῶντες καὶ ἀναρριχώμενοι ἢ καὶ σκαλικάντζαροι ἐλλοχεύοντες καὶ καραδοκοῦντες ὣς νὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ εἰσβάλουν εἰς τὰς οἰκίας διὰ τῶν καπνοδόχων. Τὸ κῦμα ὑποκώφως ἐφλοίσβιζεν εἰς τὰ κράσπεδα τοῦ κρημνοῦ, καὶ ἀκούραστος βορρᾶς φυσῶν ἀπὸ προχθές, μαλακώσας τὴν ἑσπέραν ταύτην, ἐξήπλωνε τὲς ἀποθαλασσιές του ἕως τὸν μεσημβρινὸν τοῦτον μικρὸν λιμένα, ὁ παγκρατὴς χιονόμαλλος βασιλεὺς τοῦ χειμῶνος.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τοῦ δρόμου, ἀριστερὰ εἰς τὸν ἀνερχόμενον, δίπλα εἰς τὸ σπίτι τοῦ γερο-Παγούρη, καὶ ἀντικρίζουσα μὲ τὸ τοῦ Χατζῆ Παντελῆ, ὑψοῦτο ἀτελείωτος οἰκοδομή, μὲ τέσσαρας τοίχους ὀρθοὺς μέχρι τοῦ πατώματος, μὲ τὰς ξυλώσεις χασκούσας ἕως τῆς ὀροφῆς, μὲ τὴν στέγην καταρρέουσαν, μὲ φαιοὺς καὶ φθειρομένους τοὺς τοίχους, τὴν ὁποίαν ἡ ἐγκατάλειψις, ὁ ἄνεμος καὶ ἡ βροχὴ εἶχον καταστήσει ἐρείπιον καὶ χάλασμα. Τὰ παιδία, ὅσα κατήρχοντο τὴν μεσημβρίαν ἀπὸ τὸ ἓν σχολεῖον καὶ ὅσα ἀνήρχοντο τὴν ἑσπέραν ἀπὸ τὸ ἄλλο, διὰ νὰ ἀφήσωσι τὰ βιβλία εἰς τὴν οἰκίαν, κλέψωσι τεμάχιον ἄρτου ἀπὸ τὸ ἑρμάριον καὶ τρέξωσιν ἀκράτητα διὰ νὰ παίξωσιν εἰς τὸν αἰγιαλόν, τῆς ἔρριπτον ἀφθόνους πέτρας, διὰ νὰ τὴν ἐκδικηθῶσι τὴν ἡμέραν δι’ ὅσον τρόμον τοὺς ἐπροξένει τὴν νύκτα, ὅταν ἐτύχαινε νὰ περάσωσιν. Οἱ παπάδες, ὅταν ἐπέστρεφαν τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων ἐν σώματι ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ δημάρχου, μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τὰς φωτιστήρας των, ἁγιάζοντες οἰκίας, δρόμους καὶ μαγαζιά, καὶ διώκοντες τοὺς σκαλικαντζάρους, ἐλησμόνουν νὰ ρίψωσι μικρὰν σταγόνα ἁγιασμοῦ καὶ εἰς τὴν ἄτυχην ἐγκαταλελειμμένην οἰκίαν, τὴν ὁποίαν δὲν εἶχε χαρῆ ὁ οἰκοκύρης ὅστις τὴν ἔκτισε, καὶ ἥτις δὲν εἶχεν ἀξιωθῆ ν’ ἀπολαύσῃ τὴν οἰκοκυράν της. Τοιαύτη οἰκία ἑπόμενον ἦτο νὰ γίνῃ κατοικητήριον τῶν φαντασμάτων, ἄσυλον ἴσως τῶν βρυκολάκων, καὶ ἴσως ὁρμητήριον καὶ τόπος συγκεντρώσεως τῶν τυράννων τῆς ὥρας ταύτης, τῶν σκαλικαντζάρων.
Δὲν εἶχεν ἀξιωθῆ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν οἰκοκυράν της. Ὁ καπετὰν Γιαννάκος ὁ Συρμαής, ἀνὴρ αἰσθηματικὸς καὶ γενναῖος, «μερακλὴς» ὅσον κανεὶς ἄλλος ἐκ τῶν συγχρόνων του, εἶχεν ἐρωτευθῆ ποτε εἰς τὸ Σταυροδρόμι τὴν κοκόνα Ἀννίκαν, ὡραίαν, ὑψηλήν, μὲ χρυσόξανθα μαλλιά, λευκὴν καὶ μὲ χαρακτῆρας λεπτοτάτους, μὲ βλέμμα τὸ ὁποῖον κάτι ἔλεγε στὴν καρδιά. Ὁ πλοίαρχος ἠρραβωνίσθη ἐν τῇ Βασιλευούσῃ, καὶ κατῆλθε μὲ τὸ καράβι εἰς τὴν πατρίδα, ὅπου παρήγγειλε νὰ τοῦ κτίσουν, μὲ σχέδιον κομψὸν καὶ ἀσύνηθες ἕως τότε εἰς τὴν πολίχνην, τὴν μικρὰν ὡραίαν οἰκίαν, σκοπεύων μὲ τὸ πρῶτον ταξίδιον νὰ φέρῃ ἔπιπλα ἀπὸ τὴν Βενετίαν, διὰ νὰ εὐτρεπίσῃ, νὰ στολίσῃ τὴν νεόκτιστον οἰκίαν καὶ τὴν κάμῃ ἀξίαν τῆς ἁβρᾶς κοκόνας, τὴν ὁποίαν ἐμελέτα νὰ φέρῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν. Ἀλλ᾽ ἡ οἰκία δὲν ἔμελλε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ κοκόνα δὲν ἔμελλε νὰ κατέλθῃ. Ἡ κοκόνα, ὀκτὼ μῆνας μετὰ τὴν μνηστείαν, ἀπέθνησκε φθισικὴ εἰς τὸ Σταυροδρόμι, καὶ ἡ οἰκία ἔμεινεν ἀτελείωτη, ἔρημη καὶ ἄχαρη, ἀνὰ τὸν λιθόστρωτον ἀνηφορικὸν δρόμον, σιμὰ εἰς τὸν κρημνώδη βράχον. Ὡς ἀόρατος δὲ ἐπιγραφὴ ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς καταρρεούσης οἰκίας, ὡς ἀόριστος τραγικὴ εἰρωνεία ἐπὶ τῆς τύχης της, ἔμενε τὸ ὄνομα «τῆς Κοκόνας τὸ Σπίτι».

Μνημούρια τοῦ Φερίκ-κιοΐ κι ὁλόρθα κυπαρίσσα,
ἔχασα τὴν ἀγάπη μου καὶ λαχταρῶ περίσσα.

Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 185... δύο παιδία κατήρχοντο μὲ ζωηρὰ βήματα τὸ λιθόστρωτον καὶ οἱ πόδες των, ἀσυνήθιστοι εἰς τὰ πέδιλα τὰ ὁποῖα εἶχον φορέσει ἴσως ἐκτάκτως τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ἔκαμνον μέγαν κρότον ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους. Ἀμφότεροι ἐκράτουν ἐλαφρὰς ράβδους. Ὁ εἷς ἐκράτει φανὸν μὲ τὴν ἄλλην χεῖρα. Ἦτο ἑβδόμη ὥρα. Νὺξ ἀστροφεγγὴς καὶ ψυχρά. Σφοδρὸς ἄνεμος κατήρχετο παγετώδης ἀπὸ τὰ χιονισμένα βουνά. Ὁ ἄνεμος ἔκαμνε τὰ σφικτοκλεισμένα παράθυρα καὶ τὰς κλειδομανδαλωμένας θύρας νὰ στενάζωσιν ὑπὸ τὴν ψυχρὰν πνοήν του. Τὰ παιδία ἐμάλωναν ὡς δύο γνήσιοι φίλοι.
―Ἐγὼ εἶδα π’ σo’ ’δωκε ἕνα εἰκοσιπενταράκι, βρὲ Ἀγγελή, ἔλεγε τὸ ἕν.
―Ὄχι, μὰ τὸ θεριό, ἔλεγε τὸ ἄλλο· μιὰ πεντάρα μo’ ’δωκε. Νά τηνε.
Καὶ ἐδείκνυε μεταξὺ τῶν δακτύλων του μίαν πεντάραν.
―Ὄχι, ἐπέμενε τὸ ἄλλο, τὸ ὁποῖον ἐκράτει τὸ φανάριον. Τὸ εἶδα ἐγὼ ποὺ ἦταν εἰκοσιπενταράκι· δὲ μὲ γελᾷς.
―Ὄχι, μὰ τὴν παναγίδα, βρὲ Νάσο. Μιὰ πεντάρα, σοῦ λέω.
― Μ’ ἀφήνεις νὰ σὲ ψάξω;
― Θὰ σ’ πέσῃ τὸ φανάρι.
Διὰ μιᾶς ὁ Νάσος ἄφησε τὸ φανάρι καταγῆς καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ψάξῃ τὸν Ἀγγελήν. Εἶχον λάβει τὸ μέτρον, ἐπειδὴ δὲν ἐνεπιστεύοντο ἀλλήλους (ἦσαν δεκαετεῖς τὴν ἡλικίαν), εὐθὺς ἅμα κατήρχοντο ἀπὸ ἑκάστην τῶν οἰκιῶν, ὅπου ἀνέβαινον κ’ ἐτραγουδοῦσαν τὰ Χριστούγεννα, νὰ κάμνωσιν εὐθὺς μερίδιον πεντάρα καὶ πεντάρα καὶ κανεὶς ἐκ τῶν δύο νὰ μὴν εἶναι κάσα μέχρι τέλους τῆς ἐπιχειρήσεως. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν φορὰν ὁ Νάσος εἶχεν ὑποπτευθῆ τὸν Ἀγγελήν. Ἐν τῇ θέρμῃ τῆς λογομαχίας των, εἶχον λησμονήσει ὅτι ἔφθασαν ἤδη εἰς τὸ στενὸν τοῦ λιθοστρώτου, τοῦ ἄγοντος εἰς τὴν ἐπάνω συνοικίαν, καὶ εὑρίσκοντο ὑποκάτω εἰς τὸ σπίτι τῆς κοκόνας, ὅπου ἔβγαιναν φαντάσματα. Ἐκεῖ εἶχον σταματήσει καὶ ὁ Νάσος ἤρχισε νὰ ψάχνῃ τὸν Ἀγγελήν.
Ὁ Ἀγγελής, ἐνόσῳ ὁ ἄλλος ἠρεύνα τὰ θυλάκια τῆς περισκελίδος του, ἵστατο ἀδιάφορος, ἀλλ’ ἅμα ἡ χεὶρ ἀνῆλθε καὶ ἤρχισε νὰ ψαύῃ τὸν κόλπον, ἔπιασεν ὁ ἴδιος τὸ γελέκον του ἀριστερὰ πρὸς τὴν μέσην, καὶ τὸ ἔσφιγγε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του, ἐμποδίζων τὴν χεῖρα τοῦ φίλου του νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ.
― Δὲν μ᾽ ἀφήνεις νὰ σὲ ψάξω!
― Ἄφησέ με! δὲν ἔχω τίποτε.
― Εἶσαι ψεύτης!
Ὁ Ἀγγελὴς ὕψωσε ἀπειλητικὴν χεῖρα.
― Εἶσαι ψεύτης καὶ κλέφτης!
Ἐλαφρὸς κόλαφος ἠκούσθη, καὶ συγχρόνως φωνὴ παραδόξου ὄντος μελανοῦ τὴν ὄψιν, μὲ μαλλιὰ ἀνατσουτσουρωμένα, μὲ ἀλλόκοτα ράκη ὡς ἐνδυμασίαν, ἀντήχησε:
― Τί μαλώνετε, βρέ;
Τὰ δύο παιδία ἀφῆκαν συγχρόνως διπλῆν πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ ἐδοκίμασαν νὰ τραπῶσιν εἰς φυγήν, ἀφήνοντα τὸ φανάριον καταγῆς. Ἀλλὰ τὸ παράδοξον ὂν μὲ τὸν πόδα ἀνέτρεψε τὸ φανάριον, τὸ ὁποῖον ἔσβησεν εὐθύς, καὶ μὲ τὰς δύο χεῖρας συνέλαβεν ἀπὸ τοὺς βραχίονας τὰ δύο τρέμοντα παιδία.
― Ποιὸς εἶναι κάσα, βρέ;
Τὰ δύο παιδία ἤσπαιρον κ’ ἐδοκίμαζαν νὰ φύγουν.
― Μὴ φοβᾶστε, δὲ σᾶς τρώω. Δῶστε μου τοὺς παράδες σας, γιὰ νὰ μὴ μαλώσετε καὶ σκοτωθῆτε. Καλὰ ποὺ βρέθηκα ἐδῶ καὶ σᾶς γλύτωσα.
Ἔψαξε τὲς τσέπες τῶν δύο παιδίων, καὶ συγχρόνως τὰ ἔσυρε πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου τῆς κατηρειπωμένης οἰκίας ὁπόθεν εἶχεν ἐξέλθει, ὡς φαίνεται, τὸ παράδοξον ὄν. Ἐκεῖ ἔβαλε τὸν Νάσον ὑπὸ κράτησιν ὄπισθεν τῆς θύρας, ὠχύρωσε τὸ ἄνοιγμα μὲ τὸ ἴδιον σῶμά του καὶ ἔψαξεν ἐν ἀνέσει τὸν Ἀγγελήν. Εὗρε δεκαπέντε ἢ εἴκοσι πεντάρες καὶ δεκάρες εἰς τὰ θυλάκια. Εἶτα ἔψαξε τὸν Νάσον, εὗρεν ἄλλα τόσα καὶ εἰς αὐτοῦ τὸ θυλάκιον. Ἀκολούθως ἀπέπεμψε τὰ δύο παιδία.
― Πηγαίνετε τώρα, καὶ μὴ φοβᾶσθε. Ἄλλη φορὰ νὰ μὴ μαλώνετε.
Ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ πῶς νὰ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα, ἐκείνην τὴν χρονιά. Ἦτο συνήθως ἄεργος, καὶ οἱ τεμπέλικες μικροδουλειές, τὰς ὁποίας ἐξετέλει κάποτε, πότε κουβαλῶν νερὸ μὲ τὴν στάμναν εἰς τὰς οἰκίας, πότε ὑπηρετῶν τοὺς κηπουρούς, τοὺς ἁλωνιστὰς καὶ τοὺς ἐργάτας τῶν ἐλαιοτριβείων, πότε βοηθῶν τοὺς γριπάρηδες εἰς τὴν ἀνέλκυσιν τοῦ μακροῦ ἀτελειώτου γρίπου ἐπὶ τῆς μεγάλης ἄμμου εἰς τὸν αἰγιαλόν, δὲν τὸν εἶχαν «σηκώσει» κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο. Τί νὰ κάμῃ; Πῶς νὰ περάσῃ, τέτοια χρονιάρα μέρα; Τί ἐσοφίσθη;
Τῆς κοκόνας τὸ σπίτι, τὸ ὁποῖον ἐφοβοῦντο τὰ παιδία τῆς πολίχνης, καὶ τὸ ὁποῖον δὲν ἁγίαζαν οἱ παπάδες ὅταν κατήρχοντο ἀπὸ τὴν ἄνω συνοικίαν μὲ τοὺς σταυρούς, ἦτο κατάλληλος σταθμὸς διὰ νὰ κρυβῇ κανεὶς καὶ νὰ περάσῃ ὡς σκαλικάντζαρος, ἐπειδὴ τὸ ἐκαλοῦσαν οἱ μέρες, ἀφοῦ μάλιστα χάριν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν θὰ τὸ ἔκαμνε καὶ ὁ Παλούκας. Ἀπ᾽ ἐκεῖ θὰ ἐπερνοῦσαν ὅλα τὰ παιδία τῆς κάτω ἐνορίας, δηλαδὴ τὰ δύο τρίτα τῶν παιδιῶν τοῦ χωριοῦ, εἰς τὸ γύρισμά των ἀπὸ τὴν ἐπάνω ἐνορίαν, ὅτε θὰ εἶχαν ἱκανὰ κέρματα εἰς τὰ θυλάκιά των. Ὁ Παλούκας δὲν ἐσκέφθη περισσότερον.
Ἔλαβε παλαιὸν σιδηροῦν τηγάνιον, ἐμουντζουρώθη ὅλος εἰς τὸ πρόσωπον - μετέθεσε, τὸ ἐπ’ αὐτῷ, δύο μῆνας πρωιμώτερα τὴν Ἀποκριάν - ἐφόρεσε παλαιὰ ράκη τὰ ὁποῖα ἐπρομηθεύθη κάπου, καὶ ἀπελθών, ἅμα ἐνύκτωσεν, ἐξεκάρφωσεν ἀθορύβως τὰς παλαιὰς σανίδας, τὰς σχηματιζούσας χιαστὶ πρόχειρον φραγμὸν εἰς τὸ ἰσόγειον τῆς ἐρήμου οἰκίας τῆς κοκόνας, καὶ ἐχώθη μέσα. Μίαν ὥραν ὕστερον κατῆλθε διὰ τοῦ λιθοστρώτου, ἡ πρώτη συνωρὶς τῶν ᾀδόντων παιδίων, ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελής. Εἴδομεν πῶς ἦλθαν βολικὰ τὰ πράγματα καὶ πῶς ὁ Παλούκας κατώρθωσε μάλιστα νὰ περάσῃ ὡς εἰρηνευτὴς μεταξὺ τῶν παιδίων ποὺ ἐμάλωναν.
Ἀφοῦ ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελὴς ἐτράπησαν εἰς φυγήν, αἰσθανόμενοι φεῦγον τὸ ἔδαφος ὑπὸ τοὺς πόδας των, κατῆλθον ἄλλα παιδία, εἶτα ἄλλα. Ὁ Παλούκας ἤκουε μακρόθεν τὸν κρότον τῶν βημάτων των, τὰς εὐθύμους φωνάς των, καὶ ἐψιθύριζε:
― Μᾶς ἔρχεται ἄλλη ζυγιά.
Ἡ τελευταία ζυγιά ἥτις κατῆλθε, συνίστατο ἀπὸ τὸν Στάμον καὶ ἀπὸ τὸν Ἀργύρην, δύο φρονίμους παῖδας. Οὗτοι δὲν ἐμάλωναν, ἀλλ’ ἐσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τί νὰ τὰ κάμουν τὰ λεπτὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἐμάζωναν ἐκείνην τὴν βραδιάν.
― Νὰ φτιάσωμε κ’ ἕνα σκεπαρνάκι, βρέ.
― Νὰ κόψουμε μιὰ λεύκα.
― Νὰ πάρουμε φλαμούρι, νὰ κάμουμε καράβι.
― Νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὸν πεῦκο τ’ Ἀλμπάνη τὴν καρίνα καὶ τὰ στραβόξυλα.
―Ἐσὺ θὰ εἶσαι μαραγκός κ’ ἐγὼ πρωτομάστορας.
― Βρέ! καλῶς τοὺς μαστόρους, ἠκούσθη ἔξαφνα μία φωνή.
Ὁ Παλούκας εἶχεν ἐξορμήσει, τρίτην ἢ τετάρτην φοράν, ἀπὸ τὴν κρύπτην του.
Ὁ Στάμος καὶ ὁ Ἀργύρης ἀφῆκαν πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ ἠθέλησαν νὰ φύγουν. Ἀλλ’ ὁ Παλούκας ἐφήρμοσε τὴν μέθοδόν του, καὶ τοὺς ἐλήστευσε.
― Εἶναι ἄλλη ζυγιά; ἠρώτησεν εἶτα.
Τὰ παιδία τὸν ἐκοίταζαν μὲ ἀπλανῆ ὄμματα, ἀπολιθωμένα ἀπὸ τὸν φόβον. Ἀλλ’ ὁ Στάμος, ὅστις ἦτο δωδεκαετὴς καὶ ξυπνητός, ἐνόησεν ἐν τῷ μεταξὺ ὅτι δὲν ἦτο φάντασμα. Ὁ φόβος του ἐμετριάσθη, καὶ μετέδωκε θάρρος καὶ εἰς τὸν Ἀργύρην.
― Εἶναι κι ἄλλη ζυγιά; ἐπανέλαβεν ἀκαταλήπτως ὁ παράδοξος ἄνθρωπος.
― Τί ζυγιά; ἠδυνήθη ν’ ἀρθρώσῃ ὁ Στάμος.
― Εἶναι ἄλλα παιδιὰ νὰ κατεβοῦν, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά;
― Δὲ ξέρω, εἶπεν ὁ Στάμος.
Τὴν φορὰν ταύτην ὁ Παλούκας εἶχεν ὀλιγωρήσει νὰ σβήσῃ τὸν φανόν, διότι ἐκ τῆς μέχρι τοῦδε πείρας του ἐπείσθη ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀνεγνώριζαν τὰ παιδία. Ἀλλ’ ὁ Στάμος τὸν ἐκοίταξε τόσον καλά, ὥστε «ἐγύριζε μὲς στὸ νοῦ του» ὅτι κάποιος ἦτον καὶ δὲν ἀπεῖχε πολὺ τοῦ νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ.
― Πέστε μου, βρέ, ἂν εἶναι κι ἄλλη ζυγιά, ἐπέμεινεν ὁ Παλούκας.
― Δὲ ξέρουμε, ἐπανέλαβεν ὁ Στάμος.
Τέλος ὁ Παλούκας ἀφῆκε τὰ παιδία ἐλεύθερα.
Παρῆλθον δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας, καὶ γενναῖον πετροβόλημα ἤρχισε νὰ δέρνῃ τὴν στέγην, τὰς ξυλώσεις, καὶ τὰς δοκοὺς τοῦ ἀφατνώτου πατώματος τῆς ἐρήμου οἰκίας. Πολλοὶ λίθοι, μὲ ὑπόκωφον δοῦπον, διερχόμενοι διὰ τῶν δοκῶν, καὶ ἄλλοι διὰ τῆς θύρας ἔπιπτον εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ ἰσογείου.
Στράτευμα παιδίων εἶχεν ἐξορμήσει ἀπὸ τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τριακόσια ἢ τετρακόσια βήματα ἀπέχοντος, καὶ ἐξετέλει φοβερὰν ἔφοδον κατὰ τοῦ ἀσύλου τοῦ Σκαλικαντζάρου.
Τὰ πρῶτα ληστευθέντα παιδία, ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελής, ἀφοῦ ἔφθασαν ἀσθμαίνοντα εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν τὴν ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ, μὴ ἔχοντα πλέον διὰ τί πρᾶγμα νὰ μαλώσωσιν, ἔκαμαν ἀγάπην. Μετὰ φιλικωτάτην δὲ συζήτησιν ἐκ συμφώνου, ἀπεφάνθησαν ὅτι τὸ παράδοξον ὄν, τὸ ὁποῖον τοὺς ἐπῆρε τὰ λεπτά, ἀφοῦ δὲν τοὺς ἐπῆρε οὔτε τὴν φωνὴν οὔτε τὸν νοῦν των, θὰ εἰπῇ ὅτι δὲν ἦτον φάντασμα, οὔτε βρικόλακας, καὶ ἀφοῦ δὲν ἐδοκίμασε νὰ τοὺς φάγῃ, θὰ εἰπῇ ὅτι δὲν ἦτον οὔτε σκαλικάντζαρος. Τί ἄλλο θὰ ἦτον λοιπόν; Θὰ ἦτον ἄνθρωπος, χωρὶς ἄλλο.
Ἡ δευτέρα ζυγιὰ τῶν παιδίων ἔφθασε μετ’ οὐ πολύ, εἶτα ἡ τρίτη καὶ ἡ τετάρτη. Ὅλα τὰ ὁμοιοπαθῆ παιδία δὲν ἤργησαν νὰ συνεννοηθῶσιν ὁμοῦ. Τέλος ὁ Στάμος, ὅστις ἦλθε τελευταῖος μετὰ τοῦ Ἀργύρη, ἐπρότεινε καὶ ὅλοι ἐψήφισαν νὰ ἐκτελέσωσι τακτικὴν νυκτερινὴν ἔφοδον κατὰ τῆς οἰκίας.
Ὁ Παλούκας, τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐδίσταζε, καὶ εἶχεν ἀποφασίσει πλέον ν’ ἀποσυρθῇ, ἀφοῦ εἶχε κάμει ἀρκετὴν λείαν, ὅση θὰ ἤρκει διὰ νὰ μεθύσῃ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων, ὡς καὶ τὴν ἡμέραν τῶν Ἐπιλοχίων καὶ τὴν τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἀκόμη. Ἐνῷ δὲ ἦτο ἕτοιμος νὰ φύγῃ καὶ πάλιν ἔμενεν, ἐπῆλθεν ἡ πρώτη πυκνὴ χάλαζα τῶν λίθων.
― Νά μιὰ ζυγιά! ἐφώναξε φιλέκδικος ὁ Στάμος.
― Νά μιὰ ζυγιά! ἐπανέλαβον ἐν χορῷ τὰ παιδία.
Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον ἂν ἀπεφάσιζεν ὁ Παλούκας νὰ φύγῃ, θὰ ἦτο ἤδη ἐκτὸς βολῆς. Δυστυχῶς ἦτο ἀργὰ τώρα.
Ἀπεφάσισε ν’ ἁρπάξῃ μίαν σανίδα καὶ μεταχειριζόμενος αὐτὴν ὡς σπάθην ἅμα καὶ ὡς ἀσπίδα νὰ ἐκτελέσῃ ἔξοδον διασχίζων τὰς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ. Ἀλλὰ δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τὸν ἔκαμε νὰ ὀπισθοδρομήσῃ μὲ δύο πληγὰς εἰς τὴν κνήμην καὶ εἰς τὸν βραχίονα.
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! ἐφώναξεν ἀδιάλλακτος ὁ Στάμος.
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! ἠλάλαξαν τὰ παιδία.
Ὁ Παλούκας ἐκόλλησεν εἰς τὴν ἐσωτέραν γωνίαν τοῦ ἰσογείου, στηρίξας τὰ νῶτα εἰς τὸν τοῖχον, ζαρωμένος ὑπό τινα δοκὸν τοῦ πατώματος, σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον βαλμένην. Ἀλλὰ κ’ ἐκεῖ, μέγας λίθος, κτυπήσας ἐπὶ τοῦ τοίχου, ἐλόξευσε καὶ τὸν ἔπληξε μετὰ μετρίας βίας εἰς τὸν ὦμον.
― Βρέ! ἀπὸ σπόντα, ἐμορμύρισε γελῶν ἀκουσίως ὁ Παλούκας.
Εὐτυχῶς δι’ αὐτόν, οἱ ἐχθροὶ δὲν ἀπεφάσισαν νὰ ἔλθωσιν ἕως τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου. Λείψανον φόβου ὑπῆρχεν ἀκόμη, φαίνεται, εἰς τὸ βάθος τοῦ παιδικοῦ θράσους.
Τέλος, ἐπειδὴ ἡ μάχη παρετείνετο, ὁ Παλούκας, μετὰ φρόνιμον σκέψιν, ἀπεφάσισε ν᾽ ἀναρριχηθῇ εἰς τὸν τοῖχον (ἐγνώριζε ποῦ ὑπῆρχαν ὀπαὶ ἀπὸ τὰ ἰκρία καὶ τὲς ξυλωσιὲς τῆς οἰκοδομῆς) πατῶν ἀπὸ ὀπὴν εἰς ὀπήν. Τὸ ἔκαμε ταχέως καὶ ἐπιτυχῶς, καὶ ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὸ πάτωμα, ἀόρατος εἰς τὸν ἐχθρὸν ὄπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου, ἀποφασιστικῶς ἐπήδησεν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐντὸς τοῦ ἐδάφους τῆς αὐλῆς τοῦ γερο-Παγούρη.
Ἦτον ὣς δύο μπόγια ὑψηλά, ὄχι περισσότερον. Διότι τὸ ἔδαφος ἦτο ὑψηλότερον κατὰ τρεῖς ἢ τέσσαρας σπιθαμὰς ἔσωθεν τοῦ αὐλογύρου.
Ὁ Παλούκας ἔπεσε βαρύς, ἐκτύπησεν εἰς τὸ γόνυ, ἀνετράπη, ἀνωρθώθη, ἔψαυσε τὰ μέλη του, καὶ βεβαιωθεὶς ὅτι δὲν τοῦ εἶχε σπάσει κανὲν κόκαλον, ἐτράπη εἰς φυγήν, τρέχων πρὸς τὸ ἄλλο μέρος τοῦ αὐλογύρου, ὅπου ἤξευρεν ὅτι ὁ περίβολος ἐκλείετο ἀπὸ ἁπλοῦν φράκτην, συγκοινωνῶν πρὸς τὴν αὐλὴν συγγενικῆς οἰκίας.
Ὁ δοῦπος τῆς πτώσεώς του ἠκούσθη ἐκεῖθεν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς.
Ὁ Στάμος ἐφώναξε «ἐμπρός!» καὶ δοκιμάσας τὸ μάνδαλον τῆς θύρας τοῦ αὐλογύρου, εἶδεν ὅτι ἡ θύρα ἦτο ἀνοικτή. Εἰσώρμησε πρῶτος καὶ τὰ ἄλλα παιδία τὸν ἠκολούθησαν.
Ἡ φυγὴ τοῦ Παλούκα συνωδεύθη, ἐκτὸς τοῦ δούπου τῆς πτώσεώς του, καὶ ἀπὸ ἄλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτὰ τοῦ εἶχαν πέσει ἀπὸ τὴν τσέπην.
Ὁ Παλούκας δὲν ἐγύρισεν ὀπίσω νὰ τὰ μαζέψῃ.
Ὁ Ἀγγελής, ἓν τῶν παιδίων, ἤκουσε ζωηρότατα τὸν μεταλλικὸν κρότον, ἀγροίκησε πολὺ καλὰ τὸ μέρος εἰς τὸ ὁποῖον εἶχον πέσει τὰ κέρματα, καὶ κύψας καὶ ψηλαφῶν ἤρχισε νὰ τὰ μαζώνῃ μὲ τὴν φούχταν, ἐνῷ τὰ ἄλλα παιδία ἔτρεχαν κατόπιν τοῦ φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους καὶ κράζοντα:
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! Νά κι ἄλλη ζυγιά!
Κρότος παραθύρου ἀνοιγομένου ἠκούσθη ἤδη εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ γερο-Παγούρη, ὅστις ἀκούσας τὴν ἀκατανόητον ἔφοδον, τὴν γενομένην τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸν αὐλόγυρόν του, ἤνοιγε τὸ παράθυρον καὶ ἠρώτα ἔκπληκτος:
― Τί εἶναι; Τί τρέχει; Ποιὸς εἶναι; Ποιοὶ εἶστε; Ἔ! δὲν ἀκοῦτε!
Ἐνῷ ὁ Ἀγγελὴς εἶχε μαζέψει ἤδη ὅλα τὰ λεπτὰ ὅσα ηὗρε, καὶ ἔφευγεν ὀπίσω διὰ τῆς μεσημβρινῆς θύρας, καὶ τὰ ἄλλα παιδία πέραν τοῦ βορεινοῦ φράκτου, κατεδίωκον εἰς τὸν βρόντο τὸν Παλούκαν, ὅστις εἶχε γίνει ἄφαντος ἤδη, ἐπαναλαμβάνοντα:
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! Νά κι ἄλλη ζυγιά! 

Πηγή: https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A4%CE%B7%CF%82_%CE%BA%CE%BF%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CF%84%CE%BF_%CF%83%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B9