I
Thy soul shall find itself alone
’Mid dark thoughts of the gray tombstone—
Not one, of all the crowd, to pry
Into thine hour of secrecy.
II
Be silent in that solitude,
Which is not loneliness—for then
The spirits of the dead who stood
In life before thee are again
In death around thee—and their will
Shall overshadow thee: be still.
III
The night, tho’ clear, shall frown—
And the stars shall look not down
From their high thrones in the heaven,
With light like Hope to mortals given—
But their red orbs, without beam,
To thy weariness shall seem
As a burning and a fever
Which would cling to thee for ever.
Thy soul shall find itself alone
’Mid dark thoughts of the gray tombstone—
Not one, of all the crowd, to pry
Into thine hour of secrecy.
II
Be silent in that solitude,
Which is not loneliness—for then
The spirits of the dead who stood
In life before thee are again
In death around thee—and their will
Shall overshadow thee: be still.
III
The night, tho’ clear, shall frown—
And the stars shall look not down
From their high thrones in the heaven,
With light like Hope to mortals given—
But their red orbs, without beam,
To thy weariness shall seem
As a burning and a fever
Which would cling to thee for ever.
IV
Now are thoughts thou shalt not banish,
Now are visions ne’er to vanish;
From thy spirit shall they pass
No more—like dew-drop from the grass.
V
The breeze—the breath of God—is still—
And the mist upon the hill,
Shadowy—shadowy—yet unbroken,
Is a symbol and a token—
How it hangs upon the trees,
A mystery of mysteries!
***
Α’
Θα μείνει μοναχή η ψυχή σου
κι εντάφιες σκέψεις θα ’ν’ μαζί σου –
δεν βλέπει από το πλήθος τώρα
τη μυστική σου ούτε ένας ώρα.
Β’
Σώπασε μες στην ερημιά
που όμως δεν είναι μοναξιά:
τα πνεύματα των πεθαμένων
που γνώρισες μες στη ζωή
γύρω σου στέκουν και σε σκιάζουν
με τη δική τους προσταγή.
Γ’
Η ανέφελη θα σκοτεινιάσει
νύχτα και τ’ άστρα από ψηλούς
θρόνους ουράνιους δεν σκορπάνε
φως σαν ελπίδα στους θνητούς.
Μα μες στην κούραση θα νιώσεις
τους κύκλους τους τούς πορφυρούς
Δ’
Σαν πυρετό και σαν φωτιά
που θα σε καίει παντοτινά –
τα οράματα δεν θα σ’ αφήσουν
αυτά και οι σκέψεις δεν θα σβήσουν
από τον νου σου, τώρα πια,
όπως στη χλόη σβήνει η δροσιά.
Ε’
Σβήνει η αύρα – η ανάσα του Θεού –
κι η ομίχλη που κυλά παντού
πάνω στους λόφους ησκιερή
είναι ένα σύμβολο βαθύ –
κοίτα τα δέντρα πως κυκλώνει
και τι μυστήριο που τα ζώνει!
Edgar Allan Poe
Ποιήματα Τα Νεανικά
Μετάφραση Γιώργος Βαρθαλίτης
Εκδόσεις Gutenberg 2015
Ποιήματα Τα Νεανικά
Μετάφραση Γιώργος Βαρθαλίτης
Εκδόσεις Gutenberg 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου