.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Οι σκάλες – Don DeLillo

Ο Μαξ Στένερ δείχνει βαριεστημένος. Κάθεται στην καρέκλα του, την πολυθρόνα, τα μάτια του με δυσκολία τα κρατάει ανοιχτά.
«Οι σκάλες. Επιστρέφοντας από το πλήθος μες στους δρόμους. Εδώ και τώρα. Μετρώντας τις  σκάλες. Συνήθιζα να το κάνω όταν ήμουν παιδί. Δεκαεπτά σκαλοπάτια είχα να μετρώ. Αλλά μερικές φορές ο αριθμός άλλαζε ή έτσι νόμιζα. Μετρούσα λάθος; Ο κόσμος συρρικνωνόταν ή επεκτεινόταν; Αυτό ήταν τότε. Οι άνθρωποι σήμερα μου λένε ότι δεν μπορούν να με φανταστούν σαν παιδί. Μαξ μ’ έλεγαν; Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη. Άλλο ένα πράγμα που δεν μπορούν να φανταστούν. Μητέρα, αδελφός, αδελφή. Χωρίς θυμωμένα πλήθη, χωρίς ψηλά κτήρια. Δεκαεπτά σκαλοπάτια. Ήμασταν ενοικιαστές, δεύτερος όροφος ενός διώροφου σπιτιού κάποιου. Εννέα σκαλοπάτια δίπλα από το γκαράζ και μετά οκτώ ακόμα ως το διαμέρισμά μας. Ένα παιδί που ονομάζεται Μαξ. Και ξάφνου, να ‘μαι πατέρας, άνδρας, που η δουλειά του τον φέρνει σε πολυτελείς πύργους για να επιθεωρήσει υπόγεια, κλιμακοστάσια, στέγες, ψάχνοντας και βρίσκοντας παραβιάσεις του κανονισμού δόμησης. Λατρεύω  τις παραβιάσεις. Δικαιολογεί όλα τα συναισθήματά μου για τα πάντα σχεδόν. Εδώ και τώρα, αυτές τις κρίσιμες ώρες, απέφευγα ανθρώπους και έδωσα σπρωξιές σ’ αυτόν το δρόμο και σε αυτό το κτήριο και βρήκα το κλειδί του σπιτιού μου και ξεκλείδωσα την μπροστινή πόρτα και δεν χρειάστηκε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου, δεν αξίζει καν να το πω, ότι οι ανελκυστήρες δεν λειτουργούν, και άρχισα να ανεβαίνω αργά τις σκάλες, κοιτάζοντας κάτω σε κάθε σκαλοπάτι, όροφο, τον όροφο, και κατάλαβα σε κάποιο σημείο ότι το χέρι μου ήταν στο κάγκελο και αποφάσισα ότι δεν το ήθελα εκεί και απλώς ανέβηκα και μέτρησα, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, όροφο τον όροφο. Θα ήθελα να πω ότι ζούσα ξανά εκείνα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά το μυαλό μου ήταν λίγο πολύ κενό. Μόνο τα σκαλοπάτια και οι αριθμοί, τρίτος όροφος, τέταρτος όροφος, πέμπτος όροφος, πάνω και πάνω και πάνω, και μετά τελικά έσπρωξα την πόρτα προς το διάδρομο κι έβγαλα το κλειδί του διαμερίσματος μέσα από το τσαλακωμένο μαντίλι στην τσέπη μου, και τώρα που είμαι εδώ δεν νομίζω ότι πρέπει να ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτή την μακροσκελή χαζή περιγραφή της ανόδου οκτώ ορόφων από τις σκάλες, επειδή η τρέχουσα κατάσταση μας λέει ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πούμε εκτός από ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι, κάτι που κανένας από εμάς δεν θα το θυμάται ούτως ή άλλως».


Don DeLillo
Η Σιωπή
Μετάφραση Ζωή Μπέλλα-Αρμάου
Εκδόσεις Gutenberg 2020


Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Κιόλας - Charles Baudelaire

Εκατό φορές ο ήλιος είχε κιόλας αναβλύσει, ακτινοβόλος ή θλιμμένος, απ’ τον πελώριο κάδο της θάλασσας που οι άκρες του μόλις διακρίνονταν. Εκατό φορές είχε ξαναβουτήξει σπινθηροβόλος ή σκυθρωπός, μέσα στο πελώριο βραδινό λουτρό του. Εδώ και πολλές μέρες, μπορούσαμε ν’ ατενίζουμε την άλλη μεριά του στερεώματος και ν’ αποκρυπτογραφούμε το ουράνιο αλφάβητο στους αντίποδες. Και κάθε ταξιδιώτης βογκούσε και γόγγυζε. Θα λέγαμε ότι καθώς πλησιάζαμε στη στεριά ερεθιζόταν η οδύνη τους. «Πότε λοιπόν», έλεγαν, «θα πάψουμε να κοιμόμαστε έναν ύπνο που τον ταράζει το κύμα, και τον αναστατώνει ένας άνεμος που ροχαλίζει πιο δυνατά από μας; Πότε θα μπορέσουμε να φάμε κρέας που να μην είναι αλμυρό όπως το αισχρό στοιχείο που μας κουβαλάει πάνω του; Πότε θα μπορέσουμε να χωνέψουμε σε μια ακίνητη πολυθρόνα;
Υπήρχαν άλλοι που σκέφτονταν τις εστίες τους, που νοσταλγούσαν τις άπιστες και άχαρες γυναίκες τους, και τα φωνακλάδικα βλαστάρια τους. Όλοι ήταν τόσο ξετρελαμένοι από την εικόνα της απούσας γης, που θα έτρωγαν, νομίζω, χορτάρι με περισσότερο ενθουσιασμό απ’ τα ζώα.
Επιτέλους μια παραλία σχηματίστηκε. Και είδαμε, πλησιάζοντας, ότι ήταν μια γη υπέροχη, εκθαμβωτική. Είχαμε την εντύπωση ότι οι μουσικές της ζωής ξεχύνονταν από κει σε ένα αόριστο μουρμουρητό, κι ότι απ’ αυτές τις ακτές, τις τόσο πλούσιες σε κάθε είδους βλάστηση, αναδιδόταν, σε πολλές λεύγες, απόσταση, μια εξαίσια μυρωδιά λουλουδιών και φρούτων.
Αμέσως όλοι έγιναν χαρούμενοι, όλοι εγκατέλειψαν την κακή τους διάθεση. Όλες οι φιλονικίες ξεχάστηκαν, όλες οι αδικίες συγχωρέθηκαν αμοιβαία. Οι μονομαχίες που είχανε συμφωνηθεί διαγράφτηκαν απ’ τη μνήμη κι όλες οι μνησικακίες πετάξανε σαν καπνοί.
Εγώ μόνο ήμουνα θλιμμένος, ακατανόητα θλιμμένος. Όμοιος με ιερέα που του απέσπασαν τη θεότητα του, δεν μπορούσα, χωρίς μια σπαρακτική πίκρα, ν’ αποχωριστώ αυτήν τη θάλασσα που είναι τόσο τρομακτικά γοητευτική, αυτήν τη θάλασσα με την τόσο άπειρη ποικιλία της μέσα στην τρομερή απλότητά της, και που μοιάζει να περιέχει μέσα της και να παριστάνει με τα μάτια της, με τις περπατησιές της, τους θυμούς της και τα χαμόγελά της, τις διαθέσεις, τις αγωνίες  και τις εκστάσεις των ψυχών που έζησαν, που ζουν και που θα ζήσουν!
Και λέγοντας αντίο σ’ αυτή την ασύγκριτη ομορφιά ένοιωθα απογοητευμένος μέχρι θανάτου. Και γι’ αυτό, όταν όλοι οι σύντροφοί μου είπαν: Επιτέλους!» δεν μπόρεσα παρά να φωνάξω: «Κιόλας!»
Ωστόσο, ήταν η στεριά, η στεριά με τους θορύβους της, τα πάθη της, τις ανέσεις της, τις γιορτές της. Ήτανε μια γη πλούσια και θαυμάσια, γεμάτη υποσχέσεις, που μας έστελνε ένα μυστηριώδες άρωμα ρόδου και μόσχου, κι απ’ όπου οι μουσικές της ζωής έφταναν ως εμάς σαν ένα ερωτικό μουρμουρητό.


Charles Baudelaire
Η Μελαγχολία του Παρισιού
Μικρά Πεζά Ποιήματα
(Le Spleen de Paris)
Μετάφραση Στέργιος Βαρβαρούσης
Εκδόσεις Ερατώ 1985

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

Ο Εκατόνταρχος του Ευαγγελίου – Δημήτριος Πολυχρόνης



Ο εκατόνταρχος του οποίου τον δούλο θεράπευσε ο Ιησούς Χριστός, γίνεται αφορμή για την ανάπτυξη μιας ανάλογης διδασκαλίας περί του λόγου.
Ως γνωστόν, όταν εισήλθε ο Κύριος στην Καπερναούμ, ένας Ρωμαίος εκατόνταρχος τον παρακάλεσε να θεραπεύσει έναν ασθενή δούλο του. Κι όταν ο Ιησούς συγκατετέθη να πάει στο σπίτι του, εκείνος του απάντησε τα εξής:

«Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις υπό την στέγη μου. Πες ένα λόγο και θα ιαθεί ο δούλος μου. Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος με εξουσία και έχω υπό τας διαταγάς μου στρατιώτες και λέγω στον ένα “πήγαινε” και πηγαίνει, και στον άλλον “έλα” και έρχεται. Και λέγω στον υπηρέτη μου “κάνε αυτό” και το κάνει».
Και ο Ιησούς του απαντά: «Ας γίνει όπως πιστεύεις
». (Ματθ. 8:5-13)

Κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης περικοπής συνήθως προβάλλεται και τονίζεται η ταπεινοφροσύνη και η πίστις του εκατόνταρχου. Τούτο μεν είναι αληθές, αλλ’ αποτελεί ένα επίπεδο ερμηνείας. Σε ένα άλλο επίπεδο, δια στόματος του εκατόνταρχου αποκαλύπτεται το μυστήριο της ισχύος του λόγου. Τα λόγια του προς τον Κύριο έχουν την εξής σημασία:

«Εάν εγώ ως απλός άνθρωπος του κόσμου, έχω μίαν ισχύ λόγου, ώστε να πραγματοποιείται το θέλημά μου στον κοινωνικό περίγυρο όπου ζω, πόσο μάλλον Συ, Κύριε, που είσαι ο Ίδιος ο Θείος Λόγος, στον Οποίον οφείλουν την ύπαρξη τα πάντα!»

Αυτή την Ισχύ του Θείου Λόγου επικαλείται ο εκατόνταρχος, δίδοντάς μας μία ακόμη Θεουργική κλείδα.

Δημήτριος Πολυχρόνης
Θεουργία 
Η Ιερά Τέχνη των Μυστών
Δεύτερη έκδοση 2021


Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

Στο κουτί το Εβένινο μέσα κοιτάμε – Emily Dickinson

 

Στο κουτί το Εβένινο μέσα κοιτάμε
Μ’ ευλάβεια, τα χρόνια σαν έχουν περάσει -
Τη βελούδινη σκόνη φυσώντας
Που τόσα καλοκαίρια το ‘χει σκεπάσει!

Ένα γράμμα κρατάμε στο φως -
Ο καιρός – το ‘χει πια – Κιτρινίσει -
Να διαβάσουμε λέξεις σβησμένες
Σαν Κρασί που μας είχαν κεντρίσει!

Ένα Άνθος με ξεραμένα τα πέταλα
Ίσως βρούμε ανάμεσα στα άλλα -
Ένα πρωί, χρόνια πίσω κομμένο -
Από χέρι αβρό – μα πια πεθαμένο!

Μια μπούκλα, ίσως, από κρόταφο
Που έχει η πίστη μας ξεχάσει -
Ένα μπιχλιμπίδι, ίσως, αντίκα -
Σε δέσιμο μόδας που ‘χει περάσει!

Και μετά τα βάζουμε ήρεμα πίσω - 
Και φεύγει όλη η έγνοια του πια -
Ωσάν το μικρό Κουτί από Έβενο
Να μην ήταν δική μας δουλειά! 

***

In Ebon Box, when years have flown
To reverently peer,
Wiping away the velvet dust
Summers have sprinkled there!

To hold a letter to the light —
Grown Tawny now, with time —
To con the faded syllables
That quickened us like Wine!

Perhaps a Flower's shrivelled check
Among its stores to find —
Plucked far away, some morning —
By gallant — mouldering hand!

A curl, perhaps, from foreheads
Our Constancy forgot —
Perhaps, an Antique trinket —
In vanished fashions set!

And then to lay them quiet back —
And go about its care —
As if the little Ebon Box
Were none of our affair!

c. Summer 1860                    Unpublished Poems 1935
Emily Dickinson
Η Ποιήτρια των επομένων εποχών
Μετάφραση Κώστας Ιωάννου
Δεύτερη Δίγλωσση Έκδοση
Εκδόσεις Κρωπία 2000