Ο Μαξ Στένερ δείχνει βαριεστημένος. Κάθεται στην καρέκλα του, την πολυθρόνα, τα μάτια του με δυσκολία τα κρατάει ανοιχτά.
«Οι σκάλες. Επιστρέφοντας από το πλήθος μες στους δρόμους. Εδώ και τώρα. Μετρώντας τις σκάλες. Συνήθιζα να το κάνω όταν ήμουν παιδί. Δεκαεπτά σκαλοπάτια είχα να μετρώ. Αλλά μερικές φορές ο αριθμός άλλαζε ή έτσι νόμιζα. Μετρούσα λάθος; Ο κόσμος συρρικνωνόταν ή επεκτεινόταν; Αυτό ήταν τότε. Οι άνθρωποι σήμερα μου λένε ότι δεν μπορούν να με φανταστούν σαν παιδί. Μαξ μ’ έλεγαν; Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη. Άλλο ένα πράγμα που δεν μπορούν να φανταστούν. Μητέρα, αδελφός, αδελφή. Χωρίς θυμωμένα πλήθη, χωρίς ψηλά κτήρια. Δεκαεπτά σκαλοπάτια. Ήμασταν ενοικιαστές, δεύτερος όροφος ενός διώροφου σπιτιού κάποιου. Εννέα σκαλοπάτια δίπλα από το γκαράζ και μετά οκτώ ακόμα ως το διαμέρισμά μας. Ένα παιδί που ονομάζεται Μαξ. Και ξάφνου, να ‘μαι πατέρας, άνδρας, που η δουλειά του τον φέρνει σε πολυτελείς πύργους για να επιθεωρήσει υπόγεια, κλιμακοστάσια, στέγες, ψάχνοντας και βρίσκοντας παραβιάσεις του κανονισμού δόμησης. Λατρεύω τις παραβιάσεις. Δικαιολογεί όλα τα συναισθήματά μου για τα πάντα σχεδόν. Εδώ και τώρα, αυτές τις κρίσιμες ώρες, απέφευγα ανθρώπους και έδωσα σπρωξιές σ’ αυτόν το δρόμο και σε αυτό το κτήριο και βρήκα το κλειδί του σπιτιού μου και ξεκλείδωσα την μπροστινή πόρτα και δεν χρειάστηκε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου, δεν αξίζει καν να το πω, ότι οι ανελκυστήρες δεν λειτουργούν, και άρχισα να ανεβαίνω αργά τις σκάλες, κοιτάζοντας κάτω σε κάθε σκαλοπάτι, όροφο, τον όροφο, και κατάλαβα σε κάποιο σημείο ότι το χέρι μου ήταν στο κάγκελο και αποφάσισα ότι δεν το ήθελα εκεί και απλώς ανέβηκα και μέτρησα, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, όροφο τον όροφο. Θα ήθελα να πω ότι ζούσα ξανά εκείνα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά το μυαλό μου ήταν λίγο πολύ κενό. Μόνο τα σκαλοπάτια και οι αριθμοί, τρίτος όροφος, τέταρτος όροφος, πέμπτος όροφος, πάνω και πάνω και πάνω, και μετά τελικά έσπρωξα την πόρτα προς το διάδρομο κι έβγαλα το κλειδί του διαμερίσματος μέσα από το τσαλακωμένο μαντίλι στην τσέπη μου, και τώρα που είμαι εδώ δεν νομίζω ότι πρέπει να ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτή την μακροσκελή χαζή περιγραφή της ανόδου οκτώ ορόφων από τις σκάλες, επειδή η τρέχουσα κατάσταση μας λέει ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πούμε εκτός από ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι, κάτι που κανένας από εμάς δεν θα το θυμάται ούτως ή άλλως».
«Οι σκάλες. Επιστρέφοντας από το πλήθος μες στους δρόμους. Εδώ και τώρα. Μετρώντας τις σκάλες. Συνήθιζα να το κάνω όταν ήμουν παιδί. Δεκαεπτά σκαλοπάτια είχα να μετρώ. Αλλά μερικές φορές ο αριθμός άλλαζε ή έτσι νόμιζα. Μετρούσα λάθος; Ο κόσμος συρρικνωνόταν ή επεκτεινόταν; Αυτό ήταν τότε. Οι άνθρωποι σήμερα μου λένε ότι δεν μπορούν να με φανταστούν σαν παιδί. Μαξ μ’ έλεγαν; Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη. Άλλο ένα πράγμα που δεν μπορούν να φανταστούν. Μητέρα, αδελφός, αδελφή. Χωρίς θυμωμένα πλήθη, χωρίς ψηλά κτήρια. Δεκαεπτά σκαλοπάτια. Ήμασταν ενοικιαστές, δεύτερος όροφος ενός διώροφου σπιτιού κάποιου. Εννέα σκαλοπάτια δίπλα από το γκαράζ και μετά οκτώ ακόμα ως το διαμέρισμά μας. Ένα παιδί που ονομάζεται Μαξ. Και ξάφνου, να ‘μαι πατέρας, άνδρας, που η δουλειά του τον φέρνει σε πολυτελείς πύργους για να επιθεωρήσει υπόγεια, κλιμακοστάσια, στέγες, ψάχνοντας και βρίσκοντας παραβιάσεις του κανονισμού δόμησης. Λατρεύω τις παραβιάσεις. Δικαιολογεί όλα τα συναισθήματά μου για τα πάντα σχεδόν. Εδώ και τώρα, αυτές τις κρίσιμες ώρες, απέφευγα ανθρώπους και έδωσα σπρωξιές σ’ αυτόν το δρόμο και σε αυτό το κτήριο και βρήκα το κλειδί του σπιτιού μου και ξεκλείδωσα την μπροστινή πόρτα και δεν χρειάστηκε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου, δεν αξίζει καν να το πω, ότι οι ανελκυστήρες δεν λειτουργούν, και άρχισα να ανεβαίνω αργά τις σκάλες, κοιτάζοντας κάτω σε κάθε σκαλοπάτι, όροφο, τον όροφο, και κατάλαβα σε κάποιο σημείο ότι το χέρι μου ήταν στο κάγκελο και αποφάσισα ότι δεν το ήθελα εκεί και απλώς ανέβηκα και μέτρησα, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, όροφο τον όροφο. Θα ήθελα να πω ότι ζούσα ξανά εκείνα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά το μυαλό μου ήταν λίγο πολύ κενό. Μόνο τα σκαλοπάτια και οι αριθμοί, τρίτος όροφος, τέταρτος όροφος, πέμπτος όροφος, πάνω και πάνω και πάνω, και μετά τελικά έσπρωξα την πόρτα προς το διάδρομο κι έβγαλα το κλειδί του διαμερίσματος μέσα από το τσαλακωμένο μαντίλι στην τσέπη μου, και τώρα που είμαι εδώ δεν νομίζω ότι πρέπει να ζητήσω συγγνώμη γι’ αυτή την μακροσκελή χαζή περιγραφή της ανόδου οκτώ ορόφων από τις σκάλες, επειδή η τρέχουσα κατάσταση μας λέει ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πούμε εκτός από ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι, κάτι που κανένας από εμάς δεν θα το θυμάται ούτως ή άλλως».
Don DeLillo
Η Σιωπή
Μετάφραση Ζωή Μπέλλα-Αρμάου
Εκδόσεις Gutenberg 2020