.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Η ΑΡΚΑΔΙΑ – Ο ΑΡΚΑΔΙΚΟΣ ΕΡΜΗΣ – Ο ΠΑΝ – THADDEUS ZIELINSKI

Το έμβρυο του ερμητισμού πρέπει να το αναζητήσουμε στη χώρα, η οποία κατά την ομόφωνη μαρτυρία της αρχαιότητας ήταν και πατρίδα του ίδιου του Ερμή – στην Αρκαδία και μάλιστα σ’ εκείνη την περιοχή της όπου βρίσκεται το πιο ψηλό βουνό της – στην Κυλλήνη. Όσοι έτυχαν, ταξιδεύοντας προς την Κόρινθο και προς την Αθήνα, να πλεύσουν στον Κορινθιακό κόλπο, αυτόν το θαυμάσιο γαλάζιο ποταμό που περνάει μεταξύ των παράλληλων οροσειρών της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου,οπωσδήποτε θυμούνται την Κυλλήνη, που η χιονοσκέπαστη κορυφή της τόσο έντονα ξεχωρίζει απ’ όλη τη νότια γλύκα τής γύρω φύσης για τον ταξιδιώτη, από τη ζεστή αναπνοή της επιφάνειας της θάλασσας που διασχίζει το πλοίο του. Η Κυλλήνη είναι ο φρουρός της Αρκαδίας και ταυτόχρονα το σύμβολό της. Και πράγματι, εκείνη η ειδυλλιακή εικόνα της Αρκαδίας, που έγινε πασίγνωστη σε μας χάρη στα βουκολικά του 18ου αιώνα καθόλου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι αρχαίοι τη γνώριζαν ως χώρα σκληρή, με παρατεταμένους χειμώνες, άφθονους σε χιόνια, με βουνά σκεπασμένα από πυκνά δάση βελανιδιών, όπου βρίσκουν καταφύγιο διάφορα άγρια θεριά, ιδιαίτερα αρκούδες. Στις τελευταίες η Αρκαδία οφείλει και τ’ όνομά της (από το άρκτος). Τα ποτάμια της Αρκαδίας μόνο στο δυτικό μέρος της έχουν κανονική έξοδο στη θάλασσα, ενώ στο ανατολικό που εξετάζουμε τώρα καταλήγουν στις εγκάρσιες οροσειρές, μέσα από τις οποίες σκάβουν αόρατο, υπόγειο δρόμο: είναι οι λεγόμενες καταβόθρες που προκαλούσαν προληπτικό φόβο στους κατοίκους της χώρας και κατά την αρχαιότητα και κατά τους νεώτερους χρόνους. Μερικές φορές, προτού εξαφανιστεί στην καταβόθρα, ο ποταμός δημιουργεί λίμνες. Μια απ’ αυτές είναι η περίφημη Στυμφαλία λίμνη στη ρίζα της Κυλλήνης. Εννοείται ότι οι καταβόθρες θεωρούνταν είσοδοι στον τρομερό Κάτω Κόσμο. Η Στυμφαλία θεωρείτο ένα πραγματικό πρόπυλο του Άδη. Κάποτε εδώ ζούσαν οι φοβερές Στυμφαλίδες όρνιθες που απήγαγαν τις ψυχές, ώσπου τις εξολόθρεψε με τα βέλη του ο ήρωας – ελευθερωτής Ηρακλής. Ακόμα πιο γνωστός ήταν άλλος ένας ποταμός στα περίχωρα της Κυλλήνης που έπεφτε στην άβυσσο από τον απόκρημνο τρομερό βράχο στον λαβύρινθο των άγριων βουνών. Γι’ αυτό και τον ονόμασαν Στύγα, νομίζοντας ότι το ρεύμα του πιο κάτω αποτελεί το στυγερό ποταμό του Κάτω Κόσμου, όπου οι σκιές πλέουν στην αιώνια απαρηγόρητη κατοικία τους. Το νερό του θεωρείτο θανατηφόρο για τους ανθρώπους και γι’ αυτό το χρησιμοποιούσαν – παρόμοια με τα μεσαιωνικά ordalia(1) – για τους πιο ιερούς και φοβερούς όρκους. Και ακόμα ένας άλλος θρύλος συσχετιζόταν με αυτό το νερό: έλεγαν ότι αυτό μπορεί  να διαλύει μέσα του διάφορα μέταλλα. Ως συνέπεια βλέπουμε – και ακριβώς σ’ αυτό συνίσταται η σημασία αυτού του θρύλου – ότι το νερό της Στύγας προκάλεσε ενδιαφέρον επίσης στους φυσιοδίφες – χημικούς. Στους νεώτερους καιρούς θέλησαν να δοκιμάσουν και την αξιοπιστία του. Ο περίφημος Νιμπούρ έχει υποθέσει ότι το νερό της Στύγας περιέχει θειώδη άλατα, όμως συμπαράσταση στην υπόθεσή του δεν βρήκε. Το 1813 ο Δανός αρχαιολόγος Broendstadt, επιθυμώντας να δώσει ριζική λύση σ’ αυτό το πρόβλημα, μετέφερε στην Κοπεγχάγη ένα σφιχτά κλεισμένο μπουκάλι στύγιο νερό, όμως το αποτέλεσμα της ανάλυσης ήταν απογοητευτικό: το νερό ήταν συνηθισμένο.
Παρακάτω ο αναγνώστης θα καταλάβει γιατί θεωρήσαμε σκόπιμο ν’ αναφερθούμε στις χημικές ιδιότητες του στύγιου νερού, τώρα, όμως, ας επιστρέψουμε στην περιγραφή που αρχίσαμε. Οι κάτοικοι «της Χώρα των Αρκούδων» δεν ήταν γεωργοί: μέχρι και την ιστορική εποχή τούς πείραζαν ότι τρέφονται με το φυσικό προϊόν των δασών τους – τα βελανίδια. Σιτάρι η σκληρή χώρα τους δεν παρήγαγε, οι πράσινες βουνοπλαγιές, αν δεν ήταν σκεπασμένες με δάση, χρησιμοποιούνταν για βοσκή. Οι Αρκάδες, όσοι δεν ζούσαν από το κυνήγι, ήταν βοσκοί. Η ζωή των βοσκών με τους ανοιχτούς χώρους της και τη απραξία ρέπει προς την ποίηση. Εκεί, στη χιονισμένη κορυφή της Κυλλήνης ο ουρανός αγγίζει τη γη, εκεί ο θεός του ουρανού Δίας γονιμοποίησε τη θεά Γη, την οποία οι Αρκάδες αποκαλούσαν απλώς «Μανούλα» - Μαία. Γιος του Δία και της Μαίας ήταν ο Κυλλήνιος Ερμής. Από τον Ερμή προέρχεται το κάθε ον, γι’ αυτό και τον λάτρευαν στην Κυλλήνη ως σύμβολο της δημιουργικής δύναμης της φύσης. Στην ουσία του ο Ερμής ήταν πανδεχής αρκαδικός θεός, όμως στις ιδέες περί αυτού το σημαντικότερο ήταν ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθορίστηκαν από την ιδιότυπη καθημερινή ζωή των Αρκάδων. Ακριβώς γι’ αυτό ο Ερμής ήταν ο θεός-προστάτης της ποιμενικής ζωής. Τον παρουσίαζαν συνήθως ως τον πλέον επιθυμητό επισκέπτη των βοσκών, που τους φέρνει πίσω το παραστρατημένο πρόβατο (Ερμής Κριοφόρος)… Και όμως σ’ αυτή του την υπόσταση ο Ερμής αντιμετώπισε κάποιου είδους συναγωνισμό: οι γείτονες ακολουθούσαν με πολύ ζήλο τη λατρεία του Καρνείου Απόλλωνα, ο οποίος ως Νόμιος Απόλλωνας ήταν επίσης θεός των βοσκών. Οι Αρκάδες όμως δεν στενοχωρήθηκαν: ο θεός τους ήταν «καλύτερος». Και να, για να ενισχύσουν την πεποίθηση αυτή οι αοιδοί τους έπλασαν τον ύμνο για το πως ο Ερμής, ενώ ήταν ακόμα βρέφος, απήγαγε με επιτυχία από τον Απόλλωνα ολόκληρο κοπάδι αγελάδων. Με αυτή την πράξη το κύρος του θεού-συναγωνιστή κλονίστηκε παντελώς: και βέβαια, αν ο Απόλλωνας δεν κατάφερε να φυλάξει το κοπάδι του, ήταν ριψοκίνδυνο να του εμπιστευθούν τα δικά τους κοπάδια.
Μόλις τώρα αναφέρθηκα στους αοιδούς. Και πράγματι, υπήρχαν τέτοιοι στην Αρκαδία. Το τραγούδι είναι ο μοναδικός καρπός της ενατενιστικής ζωής. Τα μονότονα, μακρόσυρτα άσματά τους οι Αρκάδες βοσκοί τα συνόδευαν παίζοντας το πρωτόγονο έγχορδο όργανο, με ηχείο το καβούκι της κούφιας χελώνας (χέλυς). Είναι αυτονόητο ότι αυτό το όργανο έγινε δώρο του ίδιου του Ερμή, που κα’ αυτόν τον τρόπο πέτυχε και σε αυτή την περίπτωση να νικήσει τον Απόλλωνα. Όμως εννοείται ότι πιο σημαντικό από το παίξιμο στο έγχορδο όργανο ήταν το ίδιο το περιεχόμενο του τραγουδιού, η τέχνη του να προσαρμόζονται οι λέξεις και οι σκέψεις στη μουσική, και αυτή την τέχνη χάρισε στον άνθρωπο ο Ερμής: γι’ αυτό και η τέχνη της «εξήγησης» (ερμηνεύειν) πήρε απ’ αυτόν το όνομά της, ενώ ο ίδιος ο θεός ως δωρητής και προστάτης του λόγου πήρε το τιμητικό επίθετο Λόγιος.
Αυτή ήταν η φροντίδα του Ερμή για τους λάτρεις του στη ζωή, που παρέμεινε, όμως, και μετά το θάνατο. Έχω μνημονεύσει ήδη τις μυστηριώδεις καταβόθρες της Αρκαδίας που προκαλούσαν στους ανθρώπους τη σκέψη για την άμεση γειτνίαση του κόσμου και των σκιών. Υπό της επίδραση αυτής της γειτνίασης έγινε κάτι ανεπανάληπτο στις θρησκείες των ελληνικών φυλών – υποτέθηκε ότι ο Ερμής συνοδεύει τις ψυχές και στον Κάτω Κόσμο σκίζοντας έτσι το παραπέτασμα που, για όλους τους άλλους θεούς και τους ανθρώπους, χωρίζει τον έναν κόσμο από τον άλλον. Ο Ερμής λατρευόταν γι’ αυτό και ως Ψυχοπομπός. Κατείχε τη χρυσή ράβδο, που ανάγκαζε τις ψυχές να τον ακολουθούν στους σκοτεινούς δρόμους εκεί, όπου κρύβεται η Στύγα, εκεί, όπου φεύγουν τα νερά της Στυμφαλίας λίμνης. Ναι, αυτή είναι η πανίσχυρη ράβδος! Αρκεί ν’ αγγίξει με αυτή ο Ερμής τον ξύπνιο, κι αυτός αμέσως βυθίζεται στον ύπνο: αρκεί ν’ αγγίξει τον κοιμούμενο κι αυτός αμέσως ξυπνάει. Πράγματι όντας μεσίτης μεταξύ των δύο κόσμων, κατέχει όλη αυτή τη μυστική δύναμη που κρύβεται στα έγκατα της γης, στην κατοικία του θανάτου και του ύπνου. Εξ ου και η θεώρηση του Ερμή ως θεού της γοητείας και της μαγείας. Ο αναγνώστης μαντεύει, βέβαια, ότι αυτή η χρυσή ράβδος του είναι ο πρόδρομος εκείνου του μαγικού ραβδιού που η επιτακτική του κίνηση έδινε δύναμη και υπόσταση στα ξόρκια όλων των μάγων και των γητευτών των μεταγενέστερων εποχών.
Να ποια ήταν με λίγα λόγια η σημασία του Ερμή στην πατρίδα του, την Αρκαδία. Είναι, όμως, γνωστό ότι η λατρεία του δεν περιορίστηκε σ’ αυτήν. Η Αρκαδία δεν μπορούσε να αναθρέψει όλα τα παιδιά της. Μη έχοντας γι’ αυτά αρκετό ψωμί στην κυριολεξία, τα έστελνε έξω, σ’ όλες τις περιοχές του ελληνικού και του μη ελληνικού κόσμου. Ο οδοιπόρος ήταν στην αρχαιότητα – ιδιαίτερα στις πρώιμες εποχές της – πλάσμα λίγο πολύ χωρίς δικαιώματα. Στις πόλεις τον προστάτευε ο Ξένιος Δίας, στους δρόμους, όμως κανένας. Και να που οι Αρκάδες άρχισαν να προσεύχονται στον Ερμή τους για να τους «συνοδεύει» ευνοϊκά στις οδοιπορίες τους. Έτσι, λοιπόν, απέκτησε ο Ερμής άλλη μια σημασία ως θεός που παρέχει την ασφάλεια στους μεγάλους δρόμους, στις σχέσεις των ανθρώπων και μετέπειτα και των κρατών μεταξύ τους. Η χρυσή ράβδος του έγινε σύμβολο των ταξιδιών και του εμπορίου και κράτησε μέχρι σήμερα αυτή τη σημασία. Όμως τι ζωή ζούσαν αυτοί οι Αρκάδες; Τη ζωή των τυχοδιωκτών: ό,τι τους στέλνει ο θεός – ο ίδιος ο Ερμής, δηλαδή – είναι καλό γι’ αυτούς. Αν σήμερα χρειαστεί να διασκεδάσουν και να προκαλέσουν τη συμπόνια των ακροατών, θα τους ευλογήσει με το χάρισμα της ευγλωττίας. Αν αύριο χρειαστεί να πουλήσουν με κέρδος το πράγμα που αγόρασαν πάμφθηνα, θα ευνοήσει το εμπόριο ο Ερμής. Αν βρουν κάποτε κάτι καλό, το εύρημα το στέλνει ο Ερμής, εξ ου και το όνομά του – έρμαιον. Και αν η φτώχεια εξαναγκάζει σε κλοπή – ο Ερμής συγχωρεί τους κλέφτες. Κατεβαίνουμε σιγά-σιγά σ’ έναν εκχυδαϊσμένο κύκλο αντιλήψεων, μα τι να κάνουμε: οι Αρκάδες, τυχοδιώκτες εκτός των συνόρων της πατρίδας τους, δεν είχαν και την καλύτερη φήμη. Αυτό το γεγονός απεικονίζεται και στον πανελλήνιο Όλυμπο: εδώ η θέση του Ερμή είναι καθαρά υπηρεσιακή και αντιστοιχεί στη θέση των Αρκάδων λατρών του που έφυγαν από την πατρίδα τους και αναλάμβαναν περιφρονημένες δουλειές.
Αλλά και τι δεν διηγούνταν για τα δώρα του θεού τους οι Αρκάδες, άμα κατάφερναν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους με μια φούχτα χρυσό! Τότε και η αλήθεια έπαιρνε τη γεύση του παραμυθιού, ενώ ο Ερμής, ο δωρητής της ευγλωττίας και του πονηρού νου, δε ζητούσε καν να τηρούν αυστηρά την αλήθεια. Για τους πιο πετυχημένους τυχοδιώκτες κυκλοφορούσαν ολόκληροι κύκλοι θρύλων. Και πρώτα απ’ όλα για δύο απ’ αυτούς. Ο ένας ήταν ο γιος του Ερμή, ο πιο μεγάλος σ’ όλο τον κόσμο κλέφτης και απατεώνας Αυτόλυκος (Αυτό-λύκος, «ο ίδιος ο λύκος»). Ο Όμηρος λέει γι’ αυτόν: «όλους τους ανθρώπους ξεπέρασε στην τέχνη να κλέβει και να δίνει ψεύτικους όρκους, τους οποίους του συγχωρούσε ο Ερμής», δηλαδή του έδωσε μια για πάντα την άδεια να εκμεταλλεύεται για κακό το όνομά του στους όρκους. Μπορούμε μόνο να υποθέτουμε τι διηγήσεις κυκλοφορούσαν γι’ αυτόν και για τις απατεωνιές του. Η παράδοση μάς διέσωσε μόνο ένα ίχνος που δείχνει ότι αυτός ήταν πατριάρχης όλων των αρχικλεφτών και στα δυτικο-ευρωπαϊκά και στα ρώσικα παραμύθια. Αυτό το ίχνος είναι η ιστορία για το πως απέκτησε την αντάξια σύντροφο της ζωής του στο πρόσωπο της Μήστρας (ένα προφανές όνομα από μήδομαι, η σημασία του οποίου είναι «έξυπνη») που ήξερε να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρείχε χρήματα στον πατέρα της: μετατρέπεται σε άλογο, ο πατέρας την πουλάει και αυτή επιστρέφει πίσω στην αληθινή μορφή της. Μια φορά η Μήστρα πουλήθηκε στον Αυτόλυκο, ο οποίος εννοείται, βγήκε πιο πονηρός από τον γέρο, αλλά και τον έκανε, ως ανταμοιβή, πεθερό του.
Ο άλλος ήρωας, ευνοούμενος του Ερμή, είναι ο πολυμήχανος Οδυσσέας… Αλλά αυτός ήταν ο βασιλιάς της Ιθάκης, θαλασσοπόρος, πορθητής της Τροίας – τι μπορεί να πει κανείς! Μάλιστα, έτσι ήταν και στο έπος του Ομήρου, ο οποίος – ίσως ύστερα από μερικές μεταμορφώσεις – δέχτηκε να εξευγενίσει την εικόνα αυτού του παλιού Αρκάδα περιπλανώμενου. Και το ότι ο Οδυσσέας ήταν αρχικά τέτοιος, το θυμούνταν πολύ καλά οι Αρκάδες, που τον θεωρούσαν ιδρυτή της πόλης του Φενεού, ο οποίος γειτονεύει με το βουνό Κυλλήνη και τη Στυμφαλία λίμνη. Ναι, αυτός ήταν ο πανάρχαιος ευνοούμενος του αρκαδικού Ερμή ή πιο σωστά ο ίδιος ο Ερμής, η γήινη υπόστασή του. Γι’ αυτό και ο Ερμής τον προστατεύει στην «Οδύσσεια», γι’ αυτό η μητέρα του, η Αντίκλεια, λέγεται η κόρη του Αυτόλυκου, γι’ αυτό και η κατάβαση του στον Κάτω Κόσμο, σύμφωνα με τον Αισχύλο, έλαβε χώρα στην καταβόθρα της Στυμφαλίας λίμνης. Προ πολλού ήδη έχουμε αρνηθεί την άποψη ότι ο Όμηρος παρασταίνει τις πιο παλιές μορφές των ελληνικών μύθων: ότι αυτοί πέρασαν στον Όμηρο από το χωνευτήρι του ιωνικού πολιτισμού στις μικρασιατικές αποικίες, ενώ οι αρχικές μορφές τους διατηρήθηκαν στην κυρίως Ελλάδα, όντας δεμένες με τις λατρείες που τις έσωσαν από την λησμονιά και την παραμόρφωση.
Η παλιά μυθολογική ταύτιση του Οδυσσέα με τον Ερμή μάς βοηθάει να καταλάβουμε ένα παράδοξο που προβλημάτιζε τόσο τους αρχαίους όσο και τους νεώτερους μυθολόγους και μάλιστα τη γενεαλογία, κατά την οποία ο περίφημος αρκαδικός τραγόμορφος θεός Παν παρασταίνεται ως γιο του Ερμή και της Πηνελόπης. Ακόμα και με αυτό, όμως, η ουσία του παράξενου «θεού» δεν εξηγείται. Για να την καταλάβουμε πρέπει να βυθιστούμε στην απλοϊκή τραχύτητα των πρωτόγονων αντιλήψεων, όταν το θαυμάσιο ένστικτο των ζώων έκανε να τα θεωρούν όχι κατώτερα, αλλά ανώτερα πλάσματα σε σχέση με τον αδύναμο και απροστάτευτο άνθρωπο. Οι Αρκάδες βοσκοί, για τους οποίους οι κατσίκες ήταν οι τροφοί και οι ευεργέτισσες τους, φαντάζονταν το θεό τους ως τράγο. Νομίζω, μάλιστα ότι αυτή ήταν και η αρχική μορφή της αρκαδικής θρησκείας που προηγήθηκε και του ίδιου του ερμητισμού. Με την ενθρόνιση του τελευταίου ως μιας πιο προχωρημένης μορφής θρησκείας, εμφανίστηκε η ανάγκη να συσχετιστούν και οι δύο θεότητες μεταξύ τους και τότε η πιο φυσική λύση ήταν να γίνει ο Παν γιος του Ερμή. Ο παμπάλαιος ραψωδός, στον οποίο οφείλουμε ένα από τα αρχαιότερα τεκμήρια για τον Πάνα, ο συντάκτης του «Ομηρικού» ύμνου προς τιμή του, χωρίς να του λείπει το χιούμορ, έλυσε το πρόβλημά του: πολύ χαριτωμένα παρουσιάζει το φόβο της καημένης λεχούς με το που είδε το τραγοπόδαρο και το κερασφόρο μωρό της. Τράπηκε σε φυγή για να γλυτώσει, αλλά ο Ερμής δεν εξεπλάγη, τύλιξε το βρέφος σε δέρμα λαγού και ξεκίνησε για τον Όλυμπο για να μοιράσει με τους θεούς τη χαρά του. Και πράγματι, οι θεοί χάρηκαν και το βρέφος το «ονόμασαν Πάνα, διότι έχει ευφράνει τις καρδιές των πάντων». Στη μετάφραση, η λογική εξαφανίζεται: ο ραψωδός το κύρι όνομα Παν το εξηγεί με το «παν» - τα πάντα. Παρ’ ότι η ετυμολογία αυτή είναι αποτυχημένη (γεν. πτ. Πανός σίγουρα δεν μπορεί να έχει τίποτα κοινό με την γεν. πτ. Παντός), αυτή έγινε πολύ δημοφιλής, όμως, οι πιο ερευνητικοί απόγονοι δεν ήσαν πλέον ικανοποιημένοι με την αφελή εξήγηση του Ομηρίδη-ραψωδού. Ο θεός των βοσκών και των κοπαδιών, ο θεός της άγριας φύσης θέλει, ασφαλώς, μια βαθύτερα νοηματική, μια πανθεϊκή ερμηνεία. Αυτόν άρχισαν να βλέπουν ως πάνθεο, ως αντιπροσώπευση της φύσης στο σύνολό της. Ως αποτέλεσμα αυτών των αναζητήσεων δημιουργήθηκε ήδη την εποχή της πάλης του χριστιανισμού με την ειδωλολατρεία ο πασίγνωστος θρύλος για «το θάνατο του Μεγάλου Πάνα». Αλλά και ο θριαμβεύων χριστιανισμός δεν παρέδωσε στη λησμονιά τον ειδωλολατρικό «πάνθεο»: πιστός στην τάση του να μετατρέπει τις νικημένες θεότητες σε δαιμόνια ανήγαγε και το ζωόμορφο Πάνα σε πνεύμα του σκότους και του κακού. Οι αρχαιότερες εικόνες του διαβόλου αναμφίβολα πλησιάζουν το τραγοπόδαρο κερασφόρο τέρας, στη θέα του οποίου η ίδια του η μητέρα έφυγε τρέχοντας από την κλίνη της γέννας.
Αυτή ήταν η παράξενη μοίρα που περίμενε στο μέλλον την περίεργη θεότητα της Αρκαδίας.

_____________ 
1. Ordalia – μεσαιωνική λατινική λέξη (από το γερμ. Urteil «Κρίση», σύγκρ. αγγλ. Ordeal) η οποία έγινε όρος στις μελέτες επάνω στην ιστορία της θρησκείας και σημαίνει διάφορες δοκιμασίες στη διάρκεια «θείας δίκης». Βλ. π.χ. Σοφοκλή «Αντιγόνη», 264-265 – δοκιμασία «δια πυρός και σιδήρου». (Σημ. του μεταφραστή)


THADDEUS ZIELINSKI
ΕΡΜΗΣ Ο ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ
και οι αρκαδικές απαρχές του
Μετάφραση OLEG TSYBENKO 
Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ 2001

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Κισμέτ – Rainer Maria Rilke

Φαρδυκορμος και βαρύς, ο Κραλ ο δυνατός καθότανε στην άκρη του δρόμου με το αυλακωμένο από τις ρόδες των κάρων χωματόστρωμά του. Η Τζάνα καθόταν πάνω στις φτέρνες της, δίπλα του. Κρατούσε το παιδικό πρόσωπό της ανάμεσα στα ηλιοκαμένα χέρια της και περίμενε, με τα μάτια ορθάνοιχτα, κατασκοπευτικά, σιωπηλή. Κοίταζαν κ' οι δυο το φθινοπωριάτικο βράδυ. Μπροστά τους, στο άχρωμο και κακομοίρικο λιβάδι, ήταν σταματημένη η πράσινη καρότσα· ένα μάλλινο παρδαλόχρωμο ύφασμα κυμάτιζε απαλά πάνω από την πόρτα της. Ελαφρός, γαλαζωπός καπνός υψωνόταν από τη στενή τσίγκινη καπνοδόχο του και διαλυόταν στο ριγιλό αέρα. Πιο πέρα, πάνω στους χωματόλοφους που έμοιαζαν σάν μακρουλά, ομαλά κύματα, το άλογο της καρότσας, κουρασμένο, ήταν σαν να κορφολογούσε με μικρές, γρήγορες δαγκωματιές, το λίγο θερισμένο άχυρο που απόμενε. Από καιρό σε καιρό σταματούσε, σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε με τ’ αγαθά, υπομονετικά μάτια του, μέσα στο βράδυ, όπου άναβαν κι αλληλοχαιρετιούνταν τα μικρά παράθυρα του χωριού.
—Ναι, είπε ο Κραλ ο δυνατός, μ' ένα ύφος άγριας απόφασης. Εξαιτίας σου είναι εδώ.
Η Τζάνα δεν είπε τίποτα.
—Αλλιώς, τι θα 'ρχόταν να κάμει 'δω πέρα, ο Προκόπ; πρόσθεσε ο Κραλ, με κάποια ακαθόριστη διάθεση.
Η Τζάνα σήκωσε τους ώμους, ξερίζωσε με ζωηρή κίνηση κάμποσους μακρούς μίσχους ενός ασημένιου αγριόχορτου, και, ευθυμώντας, τα πήρε ανάμεσα στα λευκά και στιλπνά δόντια της. Σιωπηλή πάντα, έμοιαζε να μετρά τα φώτα του χωριού.
Η καμπάνα του εσπερινού σήμανε εκεί κάτω.
Το μικρό, ασθενικό σήμαντρο έβιαζε την κίνησή του, σαν να 'θελε να ξεμπερδεύει το γρηγορότερο. Ο ήχος σταμάτησε απότομα, και θα 'λεγε κανείς πως στον αέρα είχε μείνει αιωρούμενο ένα παράπονο. Η μικρή Τσιγγάνα έριξε τα όμορφα μπράτσα της προς τα πίσω κι ακούμπησε στο χώμα. Άκουε το δισταχτικό τραγούδι των γρύλων και την κουρασμένη φωνή της αδερφής της που τραγουδούσε ένα νανούρισμα μέσα στην καρότσα.
Για μερικά λεπτά τέντωσαν κ' οι δυο τους το αυτί. Ύστερα, το παιδί άρχισε να κλαίει μέσα στην καρότσα, με μακρόσυρτους, απελπισμένους λυγμούς. Η Τζάνα γύρισε το κεφάλι προς τον Τσιγγάνο και του είπε, κοροϊδευτικά:
—Τι περιμένεις και δεν πας να βοηθήσεις τη γυναίκα σου, Κραλ; Το παιδί κλαίει.
Ο Κραλ φούχτωσε το χέρι του κοριτσιού:
—Για σένα ήρθε ο Προκόπ, μούγκρισε, γι' απάντηση.
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι με σκοτεινό ύφος.
—Το ξέρω.
Τότε, ο Κραλ ο δυνατός άρπαξε και το άλλο της χέρι και το πίεσε πάνω στο χώμα. Η Τζάνα ήταν σαν σταυρωμένη. Δάγκωσε τα χείλη της ίσαμε να ματώσουν, για να μη φωνάξει. Έσκυψε πάνω της απειλητικός. Η Τζάνα δεν έβλεπε τίποτα πια από το φθινοπωρινό βράδυ. Δεν έβλεπε παρά αυτόν μόνο, με τους φαρδιούς και δυνατούς ώμους του. Ήταν τόσο μεγάλος, καθώς έσκυβε από πάνω της, που της έκρυψε την καρότσα, το χωριό και το φαρδύ, πελιδνό ουρανό. Έκλεισε μια στιγμή τα μάτια της και σκέφτηκε: «Κραλ σημαίνει βασιλιάς. Ναι, κ' είναι ένας βασιλιάς, πραγματικά».
Μα την ίδια στιγμή ένιωσε τον τσουχτερό πόνο στους καρπούς των χεριών της, σαν ντροπή. Αναπήδησε, λευτερώθηκε μ' ένα βίαιο τίναγμα από τα χέρια του κι ορθώθηκε μπροστά στον Κραλ, με μανιασμένα μάτια, που πετούσαν σπίθες.
—Τι θέλεις; ρώτησε υπόκωφα αυτός.
Η Τζάνα χαμογέλασε.
—Να χορέψω.
Σήκωσε τα όμορφα, λεπτού κοριτσιού, μπράτσα της και τα στριφογύρισε αργά κ' ελαφρά, κ' ήταν σάμπως τα μελαμψά χέρια της να μεταμορφώνονταν σε φτερούγες. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, πολύ βαθιά, αφήνοντας να κυματίζουν τα μαύρα και βαριά μαλλιά της, και χάρισε το αινιγματικό χαμόγελό της στο πρώτο άστρο που φάνηκε.
Τα γυμνά πόδια της, με τους λεπτούς αστραγάλους, σαν να 'ψαχναν να βρούνε το ρυθμό· μέσα στο νεανικό κορμί της υπήρχε μια λαχτάρα για λίκνισμα και χάδια, συνειδητής χαράς κι ακούσιας εγκατάλειψης, όπως θα πρέπει να νιώθουν τα λουλούδια με τους λεπτούς μίσχους, όταν τ' ακραγγίζει το βράδυ.
Ο Κραλ στεκόταν μπροστά της με τρεμάμενα γόνατα. Κοίταξε το χλομό μπρούντζο των γυμνών ώμων του κοριτσιού. Κι αόριστα ένιωθε: Η Τζάνα χορεύει τον έρωτα.
Κάθε πνοή του ανέμου που περνούσε μέσα από τα λιβάδια έμοιαζε να συγχέεται με τις κινήσεις της, σαν ένα ανάλαφρο χάδι, κι όλα τα λουλούδια έβλεπαν στο πρώτο τους όνειρο, ότι όμοια έγερναν και ταλαντεύονταν κι αυτά. Η Τζάνα πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον Κραλ κ' έσκυβε προς το μέρος του τόσο παράξενα, που τα μπράτσα του άντρα έμοιαζαν παραλυμένα από το άφωνο κοίταγμα. Στεκόταν εκεί σαν σκλάβος, ακούγοντας να χτυπά η καρδιά του.
Η Τζάνα τον ακράγγιζε σαν πνοή, κ' η φλόγα της τόσο κοντινής κίνησής της έφτανε σαν κύμα σ' αυτόν. Ύστερα, η Τζάνα απομακρύνθηκε, χαμογέλασε, με μιαν έκφραση νικητήριας υπερηφάνειας, και σκέφτηκε: «Δεν είναι, όσο να πεις, βασιλιάς».
Ο Τσιγγάνος συνερχόταν σιγά-σιγά και την ακολουθούσε σαν να 'ταν καμιά οπτασία του ονείρου του, πασπατευτά και κρυφά. Ξαφνικά, σταμάτησε. Κάτι έμπαινε κι ανακατευόταν στη λικνιστική κίνηση της Τζάνα. Ένα αλαφρό και κυματιστό τραγούδι που έμοιαζε να 'χει φωλιάσει απ' ώρα μέσα στο χορό της και που, βγαίνοντας, σαν μέσα από ένα μακρύ ύπνο, έμοιαζε ν' ανθίζει με όλο πιο πλούσιους και πιο ολοκληρωμένους ρυθμούς. Η χορεύτρια δίστασε. Όλες οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές, πιο μαλακές, σαν να βρισκόταν σ' ενέδρα. Άθελά τους, τα μάτια τους στράφηκαν προς την ίδια κατεύθυνση κ' είδαν τον Προκόπ που ερχότανε. Η λεπτή σιλουέτα του νεανικού κορμιού του σχεδιαζόταν πάνω στο αργυρόγκριζο σούρουπο. Περπατούσε, σαν ασύνειδα, με ναρκωμένο βήμα, κι αντλούσε τους ήχους του γλυκού τραγουδιού του από ένα χωριάτικο φλάουτο. Τον είδαν να πλησιάζει. Ξαφνικά, ο Κραλ όρμησε προς το μέρος του κι άρπαξε το φλάουτο από τα χείλη του. Ο Προκόπ, μ’ ετοιμότητα πνεύματος, άδραξε με τ' αντρίκια χέρια του τα μπράτσα τού επιτιθέμενου, τα έσφιξε με δύναμη και δέχτηκε μ' ερωτηματικό μάτι το εχθρικό και φλογερό βλέμμα του Κραλ.
Οι δυο άντρες στέκονταν έτσι, πρόσωπο με πρόσωπο. Γύρω τους απόλυτη σιωπή. Η πράσινη καρότσα έμοιαζε να κοιτάζει την περιοχή με την αβέβαιη λάμψη των φεγγιτών της, σάμπως με λυπημένα, γιομάτα αναμονή, μάτια.
Χωρίς να βγάλουν λέξη, οι δυο Τσιγγάνοι παράτησαν το σφίξιμο. Ο Κραλ με πεισματωμένο θυμό, κι ο νέος, αντίκρυ του, με μιαν απαλά ερωτηματική συγκατάθεση στα σκοτεινά μάτια του. Κάτω από τα βλέμματα των δυο αντρών, η Τζάνα είχε παραλύσει. Της φάνηκε πως έπρεπε να πάει στον Προκόπ, να τον αγκαλιάσει και να τον ρωτήσει: «Από πού έρχεται αυτό το τραγούδι;». Μα δεν είχε τη δύναμη. Κάθισε πάλι στις φτέρνες της, στην άκρη του δρόμου, ακίνητη, σαν παιδί που κρυώνει, και σώπαινε. Τα χείλη της σώπαιναν. Τα μάτια της σώπαιναν.
Οι άντρες στάθηκαν κάμποσο έτσι, κ' ύστερα ο Κραλ έριξε στον άλλο ένα εχθρικό και προκλητικό βλέμμα κ' έφυγε. Ο Προκόπ έμοιαζε να διστάζει. Η Τζάνα είδε τα λυπημένα μάτια του νεαρού Τσιγγάνου να την αποχαιρετούν. Ρίγησε. Ύστερα, η λεπτή και λυγερή σιλουέτα άρχισε να σβήνει, ίσαμε που χάθηκε προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Κραλ. Η Τζάνα άκουσε τα βήματα να χάνονται μέσα στα λιβάδια. Κράτησε την ανάσα της, τεντώνοντας τ’ αυτί μέσα στη νύχτα.
Μια ριπή ανέμου, ζεστή κ' ειρηνική, διέτρεξε τον κάμπο, σαν ανάσα κοιμισμένου παιδιού. Όλα ήταν φωτεινά κ' ήσυχα· κι από τη μεγάλη κείνη σιωπή αποσπούνταν οι ελαφροί ήχοι της ανήλικης νύχτας: το θρόισμα των γέρικων φιλυρών, μια αθώρητη νεροσυρμή, και το βαρύ πέσιμο ενός ώριμου μήλου μέσα στο φθινοπωριάτικο χορτάρι.


Rainer Maria Rilke
ΕΒΑΛΝΤ ΤΡΑΓΚΥ και άλλα διηγήματα
Μετάφραση ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ O.E 1987


Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Ένας Θεολόγος στο Θάνατο – Jorge Luis Borges

 
Οι άγγελοι μου έχουν πει πως, όταν πέθανε ο Μελάγχθων, του διέθεσαν στον άλλο κόσμο ένα σπίτι απατηλά πανομοιότυπο μ’ εκείνο που είχε στη Γη. (Το ίδιο συμβαίνει με όλους σχεδόν τους νεοφερμένους στην αιωνιότητα, και γι’ αυτό νομίζουν πως δεν είναι νεκροί. Τα έπιπλα ήταν ακριβώς τα ίδια: το τραπέζι, το γραφείο με τα συρτάρια του, η βιβλιοθήκη. Όταν ο Μελάγχθων ξύπνησε στη νέα του κατοικία, ξανάπιασε τις συγγραφικές του δραστηριότητες σαν να μην ήταν πτώμα, και συνέχισε να γράφει για πολλές μέρες περί της δια της πίστεως δικαιώσεως· κι ως συνήθως, ούτε λέξη περί φιλανθρωπίας. Οι άγγελοι πρόσεξαν αυτή την παράλειψη κι έστειλαν κάποιους για να τον ρωτήσουν. Ο Μελάγχθων τους είπε: «Έχω αποδείξει κατά τρόπο αδιαφιλονίκητο ότι η ψυχή μπορεί να αποστεί της φιλανθρωπίας, κι ότι, για να γίνει δεκτή στους ουρανούς, η πίστη αρκεί». Αυτά τα ‘λεγε με έπαρση, χωρίς να ξέρει ότι είχε πεθάνει κι ότι η θέση του δεν ήταν στους ουρανούς. Όταν οι άγγελοι άκουσαν αυτά που τους είπε, τον εγκατέλειψαν. Μετά από λίγες εβδομάδες, τα έπιπλα άρχισαν να φαίνονται όλο και πιο αχνά ώσπου έγιναν αόρατα, εκτός απ’ την καρέκλα, το τραπέζι, τα χαρτιά και το μελανοδοχείο. Συν τοις άλλοις, οι μεν τοίχοι του κελιού σκεπάστηκαν με ασβέστη, το δε πάτωμα, μ’ ένα κιτρινωπό βερνίκι. Όσο για τα ρούχα του, γίνονταν όλο και πιο φτωχικά. Πάντως, συνέχιζε να γράφει, αλλά επειδή επέμενε να είναι κατά της φιλανθρωπίας, μεταφέρθηκε σ’ ένα υπόγειο εργαστήρι, όπου υπήρχαν κι άλλοι θεολόγοι σαν και δαύτον. Έμεινε εκεί κλεισμένος πολλές μέρες, κι όταν άρχισε ν’ αμφιβάλλει για τη θέση του, τον άφησαν να γυρίσει. Τώρα τα ρούχα του ήταν από ακατέργαστο δέρμα, αλλά εκείνος προσπάθησε να φανταστεί πως όλα αυτά που είχε ζήσει ήταν μια παραίσθηση, οπότε συνέχισε να εξαίρει την πίστη και να υποτιμά τη φιλανθρωπία. Ένα βράδυ, ένιωσε ψύχρα. Τότε, έφερε ένα γύρο όλο το σπίτι και διαπίστωσε πως τα άλλα δωμάτια δεν αντιστοιχούσαν πια σ’ εκείνα της επί της γης κατοικίας του. Ένα απ’ αυτά ήταν γεμάτο με άγνωστα όργανα· ένα άλλο είχε συρρικνωθεί τόσο πολύ, ώστε δεν μπορούσες ούτε να μπεις· ένα άλλο μπορεί να μην είχε αλλάξει, αλλά τώρα, τα παράθυρα κι οι πόρτες του έβγαζαν σε θεόρατους αμμόλοφους. Το δωμάτιο του βάθους ήταν γεμάτο ανθρώπους που τον λάτρευαν και που του επαναλάμβαναν ότι κανένας θεολόγος δεν ήταν τόσο σοφός όσο αυτός. Αυτή η λατρεία τον χαροποίησε, αλλά, επειδή αρκετοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είχαν πρόσωπο, ενώ μερικοί άλλοι έμοιαζαν με πεθαμένους, κατέληξε να τους αντιπαθήσει και να μην τους έχει εμπιστοσύνη. Τότε αποφάσισε να γράψει ένα εγκώμιο της φιλανθρωπίας, αλλά ό,τι έγραφε μια μέρα, το ‘βρισκε σβησμένο την επόμενη. Κι αυτό γιατί τα ‘γραφε χωρίς να τα πιστεύει. Δεχόταν πολλές επισκέψεις από ανθρώπους που είχαν μόλις πεθάνει, αλλά ντρεπόταν να τους δεχτεί σ’ ένα τόσο φτωχό σπίτι. Για να τους κάνει να πιστέψουν πως βρισκόταν στους ουρανούς, τα κανόνισε μ’ έναν μάγο απ’ αυτούς στο δωμάτιο του βάθους, κι αυτός τους εξαπατούσε με ομοιώματα γαλήνης και λαμπρότητας. Μόλις οι επισκέπτες έφευγαν (καμιά φορά, και λίγο πιο πριν), η φτώχεια κι ο ασβέστης έκαναν ξανά την εμφάνισή τους.
Τα τελευταία νέα από τον Μελάγχθωνα λένε πως ο μάγος κι ένας από τους απρόσωπους τον πήγαν στους αμμόλοφους, και τώρα είναι υπηρέτης των δαιμόνων.

Από το Arcania Coelestia του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ.

Jorge Luis Borges
Άπαντα Πεζά
[Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας (1935) «Και τα λοιπά»]
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2005

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Περί του τι σημαίνουν τα χρώματα Λευκό και Γαλάζιο – Francois Rabelais

Το άσπρο λοιπόν σημαίνει χαρά, ευτυχία κι ευφροσύνη και δεν είναι αβάσιμη αυτή η σημασία, αλλά σωστή και δίκαιη, πράγμα που μπορείτε να επιβεβαιώσετε, αν, εγκαταλείποντας τις προκαταλήψεις σας, θελήσετε ν’ αφουγκραστείτε αυτά που πρόκειται να σας εκθέσω τώρα.
Ο Αριστοτέλης λέει πως, αν θεωρήσουμε δύο πράγματα αντίθετα στο είδος τους, όπως καλό και κακό, αρετή και διαφθορά, κρύο και ζεστό, μαύρο και άσπρο, ηδονή και πόνο, χαρά και πένθος και ούτω καθεξής, και τα ζευγαρώσουμε έτσι ώστε το αντίθετο του ενός είδους ν’ αντιστοιχεί λογικά στο αντίθετο ενός άλλου, προκύπτει ότι το άλλο μέρος της αντίθεσης συνταιριάζεται με την έννοια που απόμεινε. Παράδειγμα: αρετή και διαφθορά είναι έννοιες αντίθετες σ’ ένα είδος. Το ίδιο είναι το καλό και το κακό. Αν ένα από τα αντίθετα του πρώτου είδους ταιριάζει στο ένα από το δεύτερο είδος, όπως η αρετή στο καλό, αφού είναι γνωστό πως η αρετή είναι καλή, το ίδιο θα ισχύσει και για τις δύο εναπομείνασες έννοιες, που είναι η διαφθορά και το κακό, γιατί η διαφθορά είναι κακή.
Αφού αυτός ο κανόνας της λογικής, έγινε κατανοητός, πάρτε ετούτα τα δύο αντίθετα: χαρά και λύπη, και στη συνέχεια το άσπρο και μαύρο, που από τη φύση τους είναι αντιθετικά. Αν λοιπόν είναι αποδεκτό ότι το μαύρο σημαίνει πένθος, δίκαια το λευκό θα σημαίνει χαρά.
Κι αυτή η σημασία δεν έχει επιβληθεί από ανθρώπινη αυθαιρεσία, αλλά έγινε αποδεκτή από κοινή παραδοχή, την οποία οι φιλόσοφοι ονομάζουν jus gentium, δηλαδή οικουμενικό δίκαιο ισχυρό για όλες τις χώρες.
Όπως καλώς γνωρίζετε, όλοι οι λαοί, όλα τα έθνη (εξαιρώ τους αρχαίους Συρακούσιους και μερικούς Αργείους που είχαν στραβό μυαλό), όλες οι γλώσσες, για να δηλώσουν και να εξωτερικεύσουν τη λύπη τους, φορούν ρούχα μαύρα και κάθε πένθος μεταφράζεται με το μαύρο. Αυτή η πανθομολογούμενη παραδοχή δεν έγινε δίχως η φύση να την αιτιολογήσει με κάποιο επιχείρημα ή κάποια εξήγηση, που ο καθένας να είναι σε θέση να καταλάβει αμέσως και μόνος του, δίχως να χρειάζεται να το διδαχθεί προκαταβολικά από κανέναν άλλο – πράγμα που ονομάζουμε φυσικό δίκαιο.
Για τους ίδιους λόγους, η φύση ώθησε όλον τον κόσμο να εννοεί με το λευκό χρώμα χαρά, γλέντι, ευτυχία, ηδονή κι απολαύσεις.
Σε καιρούς περασμένους, οι Θράκες και οι Κρήτες σημάδευαν τις καλότυχες και χαρωπές μέρες με άσπρες πέτρες, ενώ τις θλιβερές και κακότυχες με μαύρες.
Η νύχτα δεν είναι μήπως απαίσια, θλιβερή και μελαγχολική; Είναι μαύρη και σκοτεινή λόγω στέρησης. Το φεγγάρι δεν χαροποιεί όλη τη φύση; Είναι λευκότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Για να σας το αποδείξω, θα μπορούσα να σας παραπέμψω στο βιβλίο του Λαυρέντιου Βάλλα κατά του Μπάρτολου, η μαρτυρία όμως του Ευαγγελίου θα σας ικανοποιήσει: ο Ματθαίος λέει στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος: Vestimenta ejus facta sunt alba sicut lux, «τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως» (ΙΖ´ 2). Κι εκείνη η φωτεινή λευκότητα άφηνε να διαφαίνονται η ιδέα και η απεικόνιση των αιώνιων απολαύσεων για τους τρεις αποστόλους του. Γιατί με τη λάμψη του φωτός όλοι οι θνητοί αναγαλλιάζουν, όπως μαρτυρούν τα λόγια εκείνης της γριάς, που δίχως ένα δόντι στο στόμα της, έλεγε ακόμα: Bona lux! Γλυκό φως! Και ο Τωβίας (Τωβίτ. Ε´) απάντησε, όταν ο άγγελος Ραφαήλ τον χαιρέτησε, όταν πια είχε χάσει την όρασή του: «Ποια χαρά θα μπορούσα να έχω εγώ, που δε βλέπω το φως τ’ ουρανού;» Ντυμένοι με αυτό το ίδιο χρώμα, οι άγγελοι μαρτύρησαν τη χαρά όλης της οικουμένης για την Ανάσταση του Σωτήρα (Ιωάννης Κ´ 12 [: «δύο  αγγέλους εν λευκοίς καθεζόμενους»]) και την Ανάληψη του (Πράξεις των Αποστόλων, Α´ 10 [: «και ιδού άνδρες περειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή»]). Με παρόμοια ενδυμασία είδε ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ντυμένους τους πιστούς στην επουράνια και μακάρια Ιερουσαλήμ (Αποκάλυψη Δ´, 4 [:«πρεσβυτέρους περιβεβλημένους εν ιματίοις λευκοίς»] και Ζ´ 13[: «οι περιβεβλημένοι τας στολάς τας λευκάς»]).
Διαβάστε την ιστορία της αρχαιότητας, τόσο την ελληνική όσο και την ρωμαϊκή. Θα βρείτε ότι η πόλη Άλβα (πρώτο αχνάρι της Ρώμης) οικοδομήθηκε και πήρε το όνομά της, επειδή εκεί βρέθηκε μια λευκή γουρούνα.
Θα μάθετε πως όταν είχε βγει ψήφισμα ότι ο στρατηγός που είχε καταγάγει νίκη σε βάρος των εχθρών όφειλε να εισέλθει εν θριάμβω στη Ρώμη, έμπαινε ανεβασμένος σ’ ένα άρμα που έσερναν λευκά άλογα. Το ίδιο ίσχυε και για εκείνον που έμπαινε επευφημούμενος. Γιατί κανένα σημάδι ούτε χρώμα άλλο από το λευκό δεν μπορούσε να εκφράσει με μεγαλύτερη βεβαιότητα τη χαρά της άφιξής τους.
Θα μάθετε πως ο Περικλής, στρατηγός των Αθηναίων, αποφάσισε πως εκείνο το σώμα των στρατιωτών του που θα τραβούσε στην τύχη ασπροφάσουλα θα περνούσε όλη τη μέρα με χαροκόπια, διασκεδάσεις και ξεκούραση την ώρα που οι υπόλοιποι θα πολεμούσαν. Χιλιάδες άλλα παραδείγματα και παραθέματα θα μπορούσα να σας αναφέρω σχετικά άλλα δεν είναι εδώ ο τόπος.
Εφόσον θα έχετε καταλάβει αυτό, θα μπορείτε να λύσετε ένα πρόβλημα που ο Αλέξανδρος Αφροδισεύς θεώρησε άλυτο: «Γιατί ο λέων, που με την κραυγή και τον βρυχηθμό του κατατρομάζει όλα τα ζώα, το μόνο που φοβάται και σέβεται είναι ο λευκός πετεινός; Γιατί (όπως λέει ο Πρόκλος στο βιβλίο του De Sacrificio et Magia) η παρουσία των αρετών του ήλιου, οργάνου όπου εναποθηκεύεται όλο το γήινο και το κοσμικό φως, έχει μεγαλύτερη σημασία κι επίδραση στον άσπρο κόκορα απ’ ότι στο λιοντάρι, τόσο εξαιτίας του χρώματός του, όσο κι εξαιτίας των ειδικών ιδιοτήτων και χαρακτηρισμών του. Ακόμα καλύτερα, λέει πως συχνά εμφανίστηκαν διάβολοι, που έχοντας πάρει τη μορφή λεόντων εξαφανίστηκαν μεμιάς, όταν βρέθηκαν μπροστά σε λευκό κόκορα.
Αυτή είναι η εξήγηση, γιατί οι Γαλάτες, δηλαδή οι Γάλλοι (που ονομάστηκαν έτσι γιατί είναι από φυσικού τους λευκοί σαν το γάλα – όπως λένε οι Έλληνες) φέρουν πρόθυμα λευκά φτερά στα καπέλα τους. Είναι πράγματι από τη φύση τους ευχάριστοι, άδολοι, ευπροσήγοροι και πολυαγαπημένοι και διάλεξαν για σύμβολο και λάβαρο τους το λουλούδι που ξεπερνάει όλα τ’ άλλα σε λευκότητα τον κρίνο.
Αν ρωτάτε πως από το λευκό χρώμα η φύση μας δίνει να καταλάβουμε χαρά κι ευφροσύνη, θα σας απαντήσω πως αυτό συμβαίνει κατ’ αναλογία και φυσική ταυτότητα. Γιατί – όπως το λευκό τεμαχίζει και διαχέει εξωτερικά την όραση, διαλύοντας εμφανώς τα οπτικά πνεύματα, σύμφωνα με τη γνώμη του Αριστοτέλη στο έργο του Προβλήματα, και την άποψη των προοπτικολόγων (πράγμα που βλέπετε από την εμπειρία σας, όταν περνάτε βουνά σκεπασμένα με χιόνι, οπότε παραπονιόσαστε ότι δεν μπορείτε να δείτε καλά, όπως ο Ξενοφών γράφει πως συνέβη στους ανθρώπους του κι ο Γαληνός εκθέτει δια μακρών στον δέκατο βιβλίο του έργου του Περί των Μελών του Σώματος και της Λειτουργίας τους) – κατά τον ίδιο τρόπο η καρδιά, υπό την επήρεια μιας πρωτόγονης χαράς διαχέεται στο εσωτερικό του σώματος και υφίσταται μια προφανή διάλυση των ζωικών πνευμάτων. Αυτή η διάλυση είναι δυνατό να ενταθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε η καρδιά αποστερείται της τροφοδοσίας της και, κατά συνέπεια, η ζωή σβήνει από τέτοια υπερβάλλουσα χαρά, όπως λέει ο Γαληνός στο δωδέκατο βιβλίο της Μεθόδου, στο πέμπτο βιβλίο Περί της Έδρας των Συναισθημάτων, στο δεύτερο βιβλίο Περί των Αιτίων των Συμπτωμάτων. Κατά τις μαρτυρίες του Μάρκου Τούλλιου [Κικέρωνα] στο πρώτο βιβλίο των Τουσκουλανών Διατριβών, του Βέρριου, του Αριστοτέλη, του Τίτου Λίβιου (που αναφέρει παρόμοια περίπτωση μετά τη μάχη των Καννών), του Πλίνιου (στο έβδομο βιβλίο και στα επόμενα), αυτό θα πρέπει να έτυχε παλιά στον Διαγόρα τον Ρόδιο, στον Χίλωνα, στον Σοφοκλή, στον Διονύσιο, τύραννο των Συρακουσών, στον Φιλιππίδη, στον Φιλήμονα, στον Πολυκράτη, στον Φιλιστίωνα, στον Μάρκο Γιουβέντιο και σε άλλους που πέθαναν από χαρά. Κι όπως λέει ο Αβίκεννας (στο δεύτερο βιβλίου τού Κανόνα και στο έργο του Περί των Δυνάμεων της Καρδιάς) σχετικά με τη ζαφορά, η οποία τόση απόλαυση φέρνει στην καρδιά, ώστε την αποστερεί από ζωή, λόγω άμετρης διάλυσης και διαστολής, αν πάρει κανείς υπερβολική δόση. Συμβουλευτείτε σχετικά τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα, στο πρώτο βιβλίο των Προβλημάτων, κεφάλαιο δεκαεννιά. Όπερ έδει δείξαι.
Μια στιγμή όμως! Εισέρχομαι βαθύτερα σ’ αυτό το θέμα απ’ ότι καθόρισα στην αρχή, θα μαζέψω λοιπόν τα πανιά εδώ και θα βάλω στην άκρη τα υπόλοιπα για ένα βιβλίο ολοκληρωτικά αφιερωμένο σε αυτή την υπόθεση. Θα πω μόνο με μια λέξη πως το γαλάζιο σημαίνει σίγουρα τον ουρανό κι επουράνια πράγματα, κατά τον ίδιο τρόπο όπου το λευκό σημαίνει χαρά κι ευχαρίστηση.


Francois Rabelais
ΓΑΡΓΑΝΤΟΥΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑΓΚΡΥΕΛ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ 2018

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

(Παραλογή, 1993) [ΙΙΙ] – Μιχάλης Γκανάς

– Εσύ δεν θα πεθάνεις.

– Μάζεψε τη φωτιά.

– Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.

– Όχι. Κοίταξε μην καείς.

– Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;

– Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.

– Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;

– Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.

Σύρε να παίξεις.

– Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.

– Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.

– Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.

– Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.

– Πόσο μεγάλος θα ’μαι;

– Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.

Μπορεί κι αγγόνια.

– Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;

– Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.

– Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…

Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Κι ούτε θα πεθάνεις.

Θα πεθάνεις;

– Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.

– Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.

– Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;

Σ’ ακούω. Ψεύτη.

Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Η Όμορφη Κοκκινομάλλα – Guillaume Apollinaire

 

Στέκομαι εδώ μπροστά σας, ένας άντρας λογικός

Γνωρίζοντας τη ζωή και από τον θάνατο όσα μπορεί ένας ζωντανός να γνωρίζει

Έχοντας γευτεί τους πόνους και τις χαρές του έρωτα

Κατά καιρούς γνωρίζοντας πώς να εκφράσει τις ιδέες του

Γνωρίζοντας πολλές γλώσσες

Έχοντας κάνει τα ταξίδια του

Έχοντας δει τον πόλεμο σε Πυροβολικό και Πεζικό

Με πληγωμένο κεφάλι τρυπανισμένο υπό χλωροφόρμιο

Έχοντας χάσει τους καλύτερους του φίλους στον εφιάλτη της μάχης

Γνωρίζω όσα μπορεί ένας άνθρωπος να γνωρίζει τόσο για τα παλιά όσο και για τα καινούργια

Και δίχως να μ’ απασχολεί αυτός ο πόλεμος σήμερα

Μεταξύ μας και για μας φίλοι μου

Κρίνω αυτόν τον ατέλειωτο καβγά ανάμεσα στην παράδοση και τη φαντασία

Μια διαμάχη μεταξύ Τάξης και Περιπέτειας

Εσείς, που το στόμα σας είναι φτιαγμένο κατ’ εικόνα του στόματος του Θεού

Ένα στόμα που είναι το ίδιο τάξη

Να είστε επιεικείς σαν μας συγκρίνετε

Με όσους είναι η τελειότητα της τάξης

Εμάς που γυρεύουμε παντού την περιπέτεια

Δεν είμαστε εχθροί σας

Θέλουμε να σας δώσουμε απέραντα και παράξενα βασίλεια

Όπου οι ανθοί του μυστηρίου είναι εκεί για να τους κόψει ο καθείς

Σε αυτούς τους τόπους είναι νέες φωτιές χρώματα πρωτοφανέρωτα

Το χάος από χίλιες οφθαλμαπάτες

Που πρέπει να πραγματωθούν

Θέλουμε να εξερευνήσουμε την καλοσύνη την πελώρια χώρα όπου όλα είναι βουβά

Καθώς και τον χρόνο που μπορεί να αποδιωχθεί ή να ξανακληθεί

Λυπηθείτε εμάς που πάντα πολεμούμε στα σύνορα

Του απείρου και του μέλλοντος

Λυπηθείτε τα λάθη μας λυπηθείτε τις αμαρτίες μας

Τώρα μάς έρχεται το καλοκαίρι η βίαιη εποχή

Και η νιότη μου είναι νεκρή σαν την άνοιξη

Ω ήλιε αυτός είναι ο καιρός της φλεγόμενης Λογικής

Και περιμένω

Να ακολουθήσω τη γλυκιά κι ευγενή μορφή

Που εκείνη παίρνει πάντα ώστε εγώ και μόνο να μπορώ να την αγαπήσω

Έρχεται και με τραβά προς τη μεριά της όπως μαγνήτης τα ρινίσματα

Έχει τη γοητευτική θωριά

Μιας αξιολάτρευτης κοκκινομάλλας

Τα μαλλιά της θαρρείς κι είναι φτιαγμένα από χρυσάφι

Μια όμορφη αστραπή που αστράφτει κι αστράφτει κι αστράφτει

Ή εκείνες οι φλόγες που χορεύουν

Σε τριαντάφυλλα που μαραίνονται

Γελάστε όμως γελάστε μαζί μου

Άντρες από όλο τον κόσμο ιδίως άνθρωποι από εδώ

Διότι είναι τόσα που δεν τολμώ να σας πω

Τόσα που δεν θα μ’ αφήνατε να σας πω

Λυπηθείτε με

 

Μετάφραση Μαρία Ξυλούρη

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

ΔΑΙΔΑΛΟΣ - ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Μοίρα στον 'Ικαρο ήταν να πετάξει
και να χαθεί… Τι, ως ήβρε σταφνισμένες
τις φοβερές της λευτεριάς φτερούγες
απ’ τον τρανό πατέρα του μπροστά του,
η νιότη έριξε μόνη το κορμί του
στον κίντυνο, κι αν ίσως δεν μπορούσε
το μυστικό, το αγνό τους να ‘βρει ζύγι!
Και συνταράζει αρίζωτους ανθρώπους
στον πόνο, συνταράζει τις γυναίκες,
πάνω απ’ το μέγα πέλαγο να βλέπουν
εφηβικό κορμί σαν ένας γλάρος
ν’ ανεμοδέρνεται όρθιο και, ξάφνου,
να χάνεται απ’ τα μάτια τους.
Και τότε,
τη θάλασσα όλη, λες, σαν ένα δάκρυ
τη συλλογιούνται ατέλειωτο, σα θρήνο
πυκνό πολύ, που, τ’ όνομα του εφήβου
ως λέει και ξαναλέει, από το ίδιο
παίρνει ψυχή και νόημα κι άξιον ήχο…
Μ’ αν άντρας που, απ’ τη πρώτην ελικία του,
είπε ουρανός και γη πως ήταν ένα,
και στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή του.
κ’ είπε που η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα να θρέψει κι ο ουρανός.
αν άντρας
που είδε πως όλα σε ταφής εικόνα
τ’ ανθρώπινα είναι, κ’ οι ψυχές και τα έργα.
κι όπως στ’ αγάλματα έλυσε και χέρια
και πόδια, να βαδίζουν μοναχά τους
στους δρόμους του φωτός, αναλογίστη
και τις καρδιές να λύσει των ανθρώπων.
κι ως, με τρανά κορμιά δεντρών, καράβι
εστέριωσε θεϊκό, το φόρτωσε όλο
όχι μ’ ελέφαντα, ήλεχτρο, ή χρυσάφι,
μα, ξεδιαλέοντας ένα κ’ ένα, μ’ όλους
τους Ήρωες, για τ’ αθάνατα ταξίδια
τα μυθικά.
αν άντρας που κλεισμένος
στη φυλακή πόχτισε ο ίδιος - όπως
η κάμπια υφαίνει μόνη της τον τάφο
‘που θα κλειστεί, απ’ το θάνατο ζητώντας
ν’ αλλάξει φύση σύρριζα – νειρεύτη,
στα βάθυ του Λαβυρίνθου, φτερούγες
πως φύτρωναν στους ώμους του, κι αγάλι
αγάλι η πλήθια αγρύπνια του μετρήθη
με τ’ όνειρο, και βγήκε αυτή νικήτρια.
σν είδε πάλι, ξάφνου, ολόγυρά του
όχλος θαμπός τη φοβερή του Τέχνη,
που ‘χε σημάδι της το Θεό, να θέλει
μιας γνώμης ακαμάτρας το στολίδι
να γίνει.
αν και βαρύ και δουλεμένο
κορμί από μόχτο απέραντον, εζώστη
τις φτερούγες σαν άρματα, και υψώθη
αργά - και ανηφορούσε τους ανέμους
θερίζοντας τους ήσυχα, όπως κόβει
με το δρεπάνι ο θεριστής μπροστά του
στη γη μεγάλα κύματα απ’ αστάχυ -
πιο πάνω κι από τον όχλο, κι από το κύμα
που το παιδί του σκέπασε, πιο πάνω
κι απ’ του πένθους τα σύνορα, να σώσει
με την ψυχήν του την ψυχή του κόσμου.
μπορεί κι αρίζωτοι άνθρωποι στον πόνο
μπορεί πικρές κι αδύναμες γυναίκες,
που στα νεκροστολίσματα μονάχα
ή απάνω στα νεκρόδειπνα μεράζουν
τα λόγια τους, να πούν:
“σκληρός πατέρας.
κι αν προς τη δύση αρχίναγε να γέρνει,
το φοβερό ξακλούθησε ταξίδι,
την έρμη ζωή του θέλοντας να σώσει.”
κι άλλοι μπορούν να πουν:
“τον κόσμο αφήνει
και στις στρωτές συνήθειες των ανθρώπων,
πράματ’ αδύνατα ζητώντας.”
Τέτοια
να πουν μπορεί…
Μα εσύ, τρανέ πατέρα,
πατέρα όλων εμάς όπου σε εικόνα
ταφής, από την πρώτην ελικιά μας,
έχουμε ιδεί τα πάντα και, ή με λόγο
ή με σμιλάρι, με την πνοή μας όλη
απάνω απ’ το ρυθμό το σαρκοφάγο
να υψωθούμε αγωνιόμαστε.
ω πατέρα,
που και για μας γη κι ουρανός είν’ ένα,
και στιά του κόσμου η ίδια η συλλογή μα,
και λέμε η γη να σμίξει με τ’ αστέρια
μπορεί, ως βαθύ χωράφι με χωράφι,
στάχνα να θρέψει κι ο ουρανός.
πατέρα,
τις ώρες που βαραίνει στην καρδιά μας
της ζωής η πίκρα μ’ όλο της το βάρος,
και δε σηκώνει η νιότη την ορμή μας,
μα η Θέληση που απάνω κι από τους τάφους
ορθή αγρυπνά, τι στο δικό της μάτι
και η θάλασσα ρηχή, που τους πνιγμένους
σφιχτοκρατάει και δεν τους δίνει πίσω,
ρηχή και η γη όπου οι νεκροί κοιμούνται.
τις ώρες του όρθρου, που μοχτούμε ακόμα.
σαν κ’ οι νεκροί κ’οι ζωντανοί πλαγιάζουν
στον ίδιο ανόνειρο ή βαριόνειρο ύπνο,
μη σταματάς να υψώνεσαι μπροστά μας
σκαλώνοντας με αργές, στρωτές φτερούγες
τον ουρανό της Σκέψης μας ολοένα,
Δαίδαλε αιώνιε, απόκοσμος Εωσφόρος!

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ορφικά και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Νέα Εστία, στο τεύχος της 15ης Ιουνίου του 1938.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Η χρηματιστηριακή απάτη - JOHN ALLEN PAULOS

 
Σύμβουλοι χρηματιστηριακών επενδύσεων υπάρχουν παντού, και μάλλον μπορείτε να βρείτε κάποιον που να λέει σχεδόν οτιδήποτε θα θέλατε να ακούσετε. Συνήθως είναι κατηγορηματικοί, δίνουν την εντύπωση αυθεντίας και μιλούν μια παράξενη γλώσσα με «puts», «calls», «Ginnie Maes» και ομόλογα zero coupons*. Η ταπεινή μου πείρα λέει ότι στην πραγματικότητα οι περισσότεροι δενξέρουν τι λένε, αλλά κάποιοι ενδεχομένως ξέρουν.
Εάν είχατε λάβει με το ταχυδρομείο, από κάποιο χρηματιστηριακό σύμβουλο, επί έξι εβδομάδες στη σειρά έξι ορθές προβλέψεις για το δείκτη ορισμένων μετοχών και σας ζητούσαν να πληρώσετε για την έβδομη αντίστοιχη πρόβλεψη, θα πληρώνατε; Ας υποθέσουμε ότι ενδιαφέρεστε πράγματι να κάνετε κάποιου είδους επένδυση, και ας υποθέσουμε επίσης ότι αντιμετωπίζετε αυτό το ζήτημα πριν από την κατάρρευση των μετοχών που έγινε στις 19 Οκτωβρίου του 1987. Εάν θα ήσαστε διατεθειμένος να πληρώσετε για την έβδομη πρόβλεψη (ή ακόμη και εάν δεν είσαστε), σκεφτείτε την ακόλουθη κομπίνα.
Ένας επίδοξος χρηματιστηριακός σύμβουλος χτυπάει ένα λογότυπο σε επιστολόχαρτο πολυτελείας και στέλνει 32.000 επιστολές σε πιθανούς ενδιαφερόμενους για επένδυση σε μετοχές. Οι επιστολές μιλάνε για τον πολύπλοκο ηλεκτρονικό υπολογιστή της εταιρείας του, τη χρηματιστική του πείρα και τις εσωτερικές του διασυνδέσεις. Σε 16.000 απ' αυτές τις επιστολές προβλέπει άνοδο του δείκτη
ορισμένων μετοχών και στις άλλες 16.000 προβλέπει πτώση. Ανεξάρτητα από το αν ο δείκτης σημειώνει άνοδο ή πτώση, ακολουθεί δεύτερη επιστολή, αλλά μόνο προς τα 16.000 άτομα που έλαβαν αρχικά τη σωστή «πρόβλεψη». Σε 8.000 από αυτούς οι επιστολές προβλέπουν άνοδο για την επόμενη εβδομάδα και στις άλλες 8.000 πτώση. Ό,τι κι αν συμβεί τώρα, 8.000 άτομα θα έχουν λάβει δύο σωστές προβλέψεις. Και πάλι, μόνο σ' αυτά τα 8.000 άτομα στέλνονται επιστολές σχετικά με την πορεία του δείκτη την επόμενη εβδομάδα: 4.000 προβλέπουν άνοδο, 4.000 πτώση. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, 4.000 άτομα έχουν λάβει τώρα τρεις συνεχείς σωστές προβλέψεις.
Αυτό συνεχίζεται μερικές φορές ακόμη, μέχρις ότου 500 άτομα να έχουν λάβει έξι συνεχείς σωστές «προβλέψεις». Τότε σ' αυτά τα 500 άτομα υπενθυμίζεται η επιτυχία και τους δηλώνεται ότι για να συνεχίσουν να παίρνουν αυτή την πολύτιμη πληροφόρηση για έβδομη εβδομάδα, θα πρέπει καθένας τους να συνεισφέρει 500 δολάρια. Εάν πληρώσουν όλοι, ο σύμβουλός μας εισπράττει 250.000 δολάρια. Εφόσον αυτό γίνεται εν γνώσει του δράστη και με πρόθεση εξαπάτησης συνιστά παράνομη κομπίνα. Ωστόσο θεωρείται αποδεκτό εφόσον το κάνουν εν αγνοία τους ειλικρινείς αλλά αδαείς εκδότες χρηματιστηριακών πληροφοριακών δελτίων, ή κομπογιαννίτες γιατροί ή τηλεοπτικοί ευαγγελιστές. Υπάρχει πάντα αρκετή τυχαία επιτυχία ώστε να δικαιώνεται σχεδόν οτιδήποτε για κάποιον που θέλει να πιστεύει.
Ένα άλλο πολύ διαφορετικό πρόβλημα διαφαίνεται σε τέτοιες χρηματιστηριακές προβλέψεις και φαντασιώδεις εξηγήσεις της επιτυχίας. Επειδή είναι διαφορετικής μορφής, συχνά μη συγκρίσιμες και πολυάριθμες, κανείς δεν μπορεί να τις χρησιμοποιήσει όλες. Αυτοί που θα δοκιμάσουν την τύχη τους και δεν θα τα πάνε καλά, συνήθως δεν θα μιλήσουν για την εμπειρία τους. Αλλά θα υπάρξουν πάντοτε ορισμένοι που θα τα πάνε εξαιρετικά καλά, κι αυτοί θα ορκίζονται μεγαλοφώνως για την αποτελεσματικότητα όποιου συστήματος ακολούθησαν. Σύντομα, άλλοι θα τους μιμηθούν, κι έτσι θα γεννηθεί μία μόδα που, παρ' ότι αβάσιμη, θα ευδοκιμήσει για ένα διάστημα.
Υπάρχει μια ισχυρή γενική τάση να ξεδιαλέγουμε και ν' αφήνουμε στην άκρη τις κακές και αποτυχημένες περιπτώσεις και να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στις καλές και επιτυχημένες. Τα καζίνα ενθαρρύνουν αυτή την τάση φροντίζοντας, για κάθε εικοσάρικο που κερδίζει κανείς στο μηχανάκι, ν' αναβοσβήνουν τα φώτα και να κουδουνίζουν τα κέρματα στον μεταλλικό δίσκο. Βλέποντας όλα τα φώτα κι ακούγοντας όλα τα κουδουνίσματα δεν είναι δύσκολο να σας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι όλοι κερδίζουν. Οι χασούρες και οι αποτυχίες είναι σιωπηλές. Το ίδιο ισχύει για τα διατυμπανιζόμενα μεγάλα κέρδη στο χρηματιστήριο σε σύγκριση με τις σχετικά αθόρυβες χρηματιστηριακές καταστροφές, καθώς και γι' αυτούς που θεραπεύουν με την πίστη και θεωρούν επιτυχία τους οποιαδήποτε τυχαία βελτίωση, αλλά αρνούνται κάθε ευθύνη όταν λόγου χάρη ο τυφλός που διακόνευαν γίνεται στη συνέχεια κουτσός.
Αυτό το φαινόμενο του ξεδιαλέγματος είναι πολύ διαδεδομένο και εμφανίζεται με πολλούς τρόπους. Σχεδόν όποια διάσταση κι αν εξετάσει κανείς, η μέση τιμή ενός μεγάλου αριθμού μετρήσεων είναι περίπου η ίδια με τη μέση τιμή ενός μικρού αριθμού μετρήσεων, ενώ η ακραία τιμή ενός μεγάλου αριθμού μετρήσεων είναι πολύ πιο ακραία από αυτή ενός μικρού αριθμού. Για παράδειγμα, η μέση στάθμη νερού ενός ποταμού για μια περίοδο είκοσι πέντε ετών θα είναι περίπου η ίδια με τη μέση στάθμη νερού για μια περίοδο ενός έτους, αλλά η χειρότερη πλημμύρα σε μια περίοδο είκοσι πέντε ετών, θα είναι μάλλον κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που θα συμβεί σε ένα έτος. Ο μέσος επιστήμονας στο μικροσκοπικό Βέλγιο είναι συγκρίσιμος με τον μέσο επιστήμονα των ΗΠΑ, παρόλο που ο καλύτερος επιστήμονας των ΗΠΑ, θα είναι κατά κανόνα καλύτερος από τον καλύτερο του Βελγίου (θα αγνοήσουμε εδώ τους προφανείς παράγοντες περιπλοκής και τα προβλήματα ορισμού που ανακύπτουν).
Και λοιπόν; Επειδή οι άνθρωποι συνήθως συγκεντρώνουν την προσοχή τους στους νικητές και τα ακραία φαινόμενα, είτε πρόκειται για τον αθλητισμό είτε για τις τέχνες είτε για τις επιστήμες, υπάρχει διαρκώς μια τάση να υποβαθμίζουμε τους σημερινούς πρωταθλητές, καλλιτέχνες και επιστήμονες συγκρίνοντάς τους με τις πλέον εξαιρετικές περιπτώσεις. Μια ανάλογη εντύπωση είναι ότι τα διεθνή νέα είναι συνήθως χειρότερα από τα εθνικά νέα, τα οποία με τη σειρά τους είναι συνήθως χειρότερα από τα τοπικά νέα, τα οποία είναι χειρότερα από τα νέα της γειτονιάς σας. Οι επιζώντες μιας τοπικής τραγωδίας παρουσιάζονται συνήθως στην τηλεόραση να λένε κάτι όπως: «Δεν μπορώ να καταλάβω. Τίποτε παρόμοιο δεν είχε συμβεί εδώ μέχρι σήμερα».
Μια τελευταία εκδήλωση των παραπάνω: πριν από την έλευση του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, οι μουσικοί, οι αθλητές κ. ά., μπορούσαν να διαμορφώνουν αφοσιωμένα τοπικά ακροατήρια, αφού αποτελούσαν ό,τι καλύτερο έφταναν να δουν ποτέ οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους. Σήμερα τα ακροατήρια, ακόμη και στις αγροτικές περιοχές, δεν είναι πλέον τόσο ικανοποιημένα από τους τοπικούς καλλιτέχνες και απαιτούν ταλέντα διεθνούς επιπέδου. Με αυτή την έννοια, τα μαζικά μέσα έκαναν καλό στα ακροατήρια και κακό στους καλλιτέχνες.

_________________
* Όροι χρηματιστηριακών πράξεων για την πώληση και την αγορά μετοχών.



JOHN ALLEN PAULOS
ΑΡΙΘΜΟΦΟΒΙΑ - Ο μαθηματικός αναλφαβητισμός και οι συνέπειες του
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΙΒΙΕΡΑΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 1991

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Ο Walt Whitman, ο εγκέφαλός του, ο Henry David Thoreau και ο Nathaniel Hawthorne - Paul Auster


 
Το επόμενο απόγευμα, ντυμένος ακόμα μια φορά σαν αλήτης, ο Μπλου περιμένει τον Μπλακ στο ίδιο σημείο. Αποφασισμένος να παρατείνει τη συζήτηση περισσότερη ώρα, τώρα που κέρδισε την εμπιστοσύνη του Μπλακ, ο Μπλου ανακαλύπτει ότι το πρόβλημα δεν είναι πια στα χέρια του, όταν ο ίδιος ο Μπλακ δείχνει προθυμία να καθυστερήσει. Τώρα πια η μέρα έχει προχωρήσει, δεν είναι ακόμη σούρουπο ούτε και απόγευμα είναι πια, είναι η ώρα του ημίφωτος, των αργών αλλαγών, των τούβλων που γυαλίζουν και των ίσκιων. Αφού χαιρετήσει εγκάρδια τον αλήτη και του δώσει άλλο ένα νόμισμα, ο Μπλακ διστάζει για μια στιγμή, σαν να αναρωτιέται αν πρέπει να πάρει τη μεγάλη απόφαση, κι έπειτα λέει: «Σου είπε ποτέ κανείς ότι μοιάζεις με τον Γουόλτ Γουίτμαν;»
«Ποιον Γουόλτ;» ρωτά ο Μπλου που θυμάται να παίξει τον ρόλο του.
«Τον Γουόλτ Γουίτμαν. Έναν φημισμένο ποιητή».
«Όχι» λέει ο Μπλου. «Δεν μπορώ να πω πως τον ξέρω».
«Δεν θα μπορούσες να τον ξέρεις» λέει ο Μπλακ. «Δεν ζει πια. Αλλά η ομοιότητα είναι αξιοπρόσεκτη».
«Λοιπόν, ξέρεις τι λένε;» κάνει ο Μπλου. «Ο καθένας έχει κάπου τον σωσία του. Δεν βλέπω γιατί ο δικός μου δεν μπορεί να είναι ένας νεκρός».
«Το αστείο είναι» συνεχίζει ο Μπλακ «ότι ο Γουόλτ Γουίτμαν δούλευε σ’ αυτόν τον δρόμο. Εδώ ακριβώς τύπωσε το πρώτο του βιβλίο, όχι μακριά από το σημείο όπου στέκεσαι».
«Μη μου πεις» λέει ο Μπλου και κουνά σκεπτικός το κεφάλι του. «Αυτό σε κάνει να σταθείς και να σκεφτείς, έτσι;»
«Υπάρχουν κάποιες παράξενες ιστορίες για τον Γουίτμαν» λέει ο Μπλακ, γνέφοντας στον Μπλου να καθίσει στο σκαλοπάτι του κτιρίου πίσω τους, πράγμα που εκείνος κάνει, και έπειτα κάνει το ίδιο και ο Μπλακ, και ξαφνικά οι δυο τους βρίσκονται μαζί εκεί έξω, μέσα στο καλοκαιρινό φως, κουβεντιάζοντας σαν δυο παλιοί φίλοι περί ανέμων και υδάτων.
«Ναι» συνεχίζει ο Μπλακ και υποκύπτει στην αδυναμία της στιγμής «κάμποσες πολύ παράξενες ιστορίες. Η μια αφορά τον εγκέφαλο του Γουίτμαν, για παράδειγμα. Σ’ όλη του τη ζωή ο Γουίτμαν πίστευε στην επιστήμη της φρενολογίας, ξέρεις, να διαβάζεις τη δομή του κρανίου. Αυτό ήταν πολύ δημοφιλές εκείνον τον καιρό».
«Δεν μπορώ να πω ότι άκουσα ποτέ κάτι τέτοιο» απαντά ο Μπλου.
«Εντάξει, δεν έχει σημασία» λέει ο Μπλακ. «Το κυριότερο είναι ότι ο Γουίτμαν ενδιαφερόταν για εγκεφάλους και κρανία, πίστευε ότι μπορούν να σου πουν οτιδήποτε για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Τέλος πάντων, όταν ο Γουίτμαν κειτόταν νεκρός στο Νιου Τζέρσεϊ πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια, συμφώνησε να τους αφήσει να του κάνουν νεκροψία μετά τον θάνατό του».
«Πώς μπορούσε να συμφωνήσει σ’ αυτό μετά τον θάνατό του;»
«Α, καλό το ερώτημα. Δεν το είπα σωστά. Ήταν ακόμη ζωντανός όταν συμφώνησε. Απλώς ήθελε να ξέρουν οι άλλοι ότι δεν τον ένοιαζε αν θα τον άνοιγαν αργότερα. Αυτή, θα μπορούσες να πεις, ήταν η τελευταία του επιθυμία».
«Περίφημα τελευταία λόγια».
«Σωστά. Βλέπεις, πολλοί πίστευαν ότι ήταν μεγαλοφυΐα και ήθελαν να κοιτάξουν τον εγκέφαλό του για να βρουν τι το ξεχωριστό είχε. Έτσι, την επομένη του θανάτου του, ένας γιατρός έβγαλε τον εγκέφαλο του Γουίτμαν –τον έκοψε κατευθείαν από το κεφάλι του– και τον έστειλε στην Αμερικανική Εταιρεία Ανθρωπομετρικών Μελετών, προκειμένου να μετρηθεί και να ζυγιστεί».
«Σαν ένα τεράστιο κουνουπίδι» πετάχτηκε ο Μπλου.
«Ακριβώς. Σαν ένα μεγάλο ζαρζαβατικό. Εδώ όμως η ιστορία αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρουσα. Ο εγκέφαλος φτάνει στο εργαστήριο και, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμάζονται να δουλέψουν πάνω σ’ αυτόν, ένας από τους βοηθούς τον ρίχνει στο πάτωμα».
«Κι αυτός διαλύθηκε;»
«Και βέβαια διαλύθηκε. Ένας εγκέφαλος δεν είναι πολύ σκληρός, ξέρεις. Σκορπίστηκε ολόγυρα κι αυτό ήταν όλο. Σκούπισαν τον εγκέφαλο του μεγαλύτερου ποιητή της Αμερικής και τον πέταξαν
µαζί µε τα σκουπίδια».
Ο Μπλου που θυμάται ότι πρέπει να ανταποκρίνεται στον ήρωα που ενσαρκώνει, αφήνει μερικά λαχανιασμένα γελάκια, μια καλή απομίμηση της ευθυμίας ενός γέρου. Ο Μπλακ γελά κι αυτός, και τώρα πια η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει τόσο πολύ που θα πίστευε κανείς ότι αυτοί οι δυο είναι φίλοι από παλιά.
«Είναι όμως θλιβερό να σκέφτεται κανείς τον φουκαρά τον Γουόλτ στον τάφο του» λέει ο Μπλακ. «Ολομόναχος, χωρίς καθόλου εγκέφαλο».
«Όπως ακριβώς το σκιάχτρο» λέει ο Μπλου.
«Σίγουρα» λέει ο Μπλακ. «Όπως ακριβώς το σκιάχτρο του παραμυθιού στη χώρα του Οζ».
Άλλο ένα δυνατό χάχανο κι ο Μπλακ λέει: «Έπειτα είναι κι η ιστορία από την εποχή που ο Θορό επισκέφτηκε τον Γουίτμαν. Είναι κι αυτή μια καλή ιστορία».
«Άλλος ποιητής αυτός;»
«Όχι ακριβώς. Αλλά εξίσου μεγάλος συγγραφέας. Είναι αυτός που πήγε να ζήσει μόνος του στα δάση».
«Ω, ναι» κάνει ο Μπλου μη θέλοντας να επιδείξει υπερβολική άγνοια.
«Κάποιος μου μίλησε έναν καιρό γι’ αυτόν. Αυτός αγαπούσε πολύ τη φύση. Αυτόν δεν εννοείς;»
«Ακριβώς» απαντά ο Μπλακ. «Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό. Ήρθε για λίγο από τη Μασαχουσέτη και πήγε για μια επίσκεψη στον Γουίτμαν στο Μπρούκλιν. Την προηγουμένη όμως ήρθε εδώ ακριβώς στην οδό Όραντζ».
«Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος;»
«Ήταν η εκκλησία Πλίμουθ. Ήθελε να ακούσει τον λόγο του Χένρι Γουόρντ Μπίτσερ».
«Θαυμάσιο μέρος» λέει ο Μπλου, με τη σκέψη του στις ευχάριστες ώρες που έχει περάσει στην αυλή με το γρασίδι. «Κι εμένα μ’ αρέσει να πηγαίνω εκεί».
«Πολλοί μεγάλοι άντρες πήγαιναν εκεί» λέει ο Μπλακ. «Ο Αβραάμ Λίνκολν, ο Κάρολος Ντίκενς, όλοι τους κατηφόριζαν τον δρόμο και έμπαιναν στην εκκλησία».
«Φαντάσματα».
«Ναι, γύρω μας υπάρχουν φαντάσματα».
«Και η ιστορία;»
«Αυτή είναι στ’ αλήθεια πολύ απλή. Ο Θορό και ο Μπρόνσον Άλκοτ, ένας φίλος του, πήγαν στο σπίτι του Γουίτμαν στη λεωφόρο Μιρτλ, και η μητέρα του Γουόλτ τούς έστειλε στη σοφίτα, την οποία εκείνος μοιραζόταν με τον καθυστερημένο αδελφό του Έντι. Τα πάντα ήταν θαυμάσια. Έσφιξαν τα χέρια τους, αντάλλαξαν χαιρετισμούς και τα λοιπά. Αλλά τότε, ενώ κάθισαν να συζητήσουν τις απόψεις τους για τη ζωή, ο Θορό και ο Άλκοτ αντιλήφθηκαν ένα γεμάτο δοχείο νυκτός καταμεσής στο πάτωμα. Ο Γουόλτ δεν έδωσε καμιά σημασία, αλλά οι δυο τύποι από τη Νέα Αγγλία το θεώρησαν δυσάρεστο να συνεχίζουν την κουβέντα με ένα δοχείο γεμάτο περιττώματα απέναντί τους. Τελικά, κατέβηκαν στο σαλόνι και συνέχισαν εκεί την κουβέντα τους. Αντιλαμβάνομαι, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια μικρή λεπτομέρεια. Ωστόσο, όταν δυο μεγάλοι συγγραφείς συναντώνται, δημιουργείται ιστορία και το σημαντικό είναι να αναφέρουμε με ειλικρίνεια όλα τα γεγονότα. Εκείνο το δοχείο νυκτός, βλέπεις, μου θυμίζει τα μυαλά στο πάτωμα. Κι αν σταθείς να το σκεφτείς, υπάρχει κάποια ομοιότητα στη μορφή. Τα εξογκώματα και οι σπασμοί. Υπάρχει μια συγκεκριμένη σχέση. Μυαλά και άντερα, το εσωτερικό ενός ανθρώπου. Λέμε πάντα ότι προσπαθούμε να διεισδύσουμε σε έναν συγγραφέα και να κατανοήσουμε καλύτερα το έργο του. Όταν όμως βουτήξεις κατευθείαν σ’ αυτόν, δεν έχεις να βρεις πολλά εκεί μέσα ή τουλάχιστον αυτά δεν δια​φέρουν και πολύ από ό,τι θα βρεις σε οποιονδήποτε άλλον».
«Δείχνεις να ξέρεις πολλά γι’ αυτά τα πράγματα» λέει ο Μπλου που αρχίζει να χάνει τη συνοχή των επιχειρημάτων του Μπλακ.
«Αυτό είναι το χόμπι μου» λέει ο Μπλακ. «Μ’ αρέσει να ξέρω πώς ζουν οι συγγραφείς, ιδίως οι Αμερικανοί συγγραφείς. Αυτό με βοηθά να καταλάβω κάποια πράγματα».
«Κατάλαβα» λέει ο Μπλου. Δεν κατάλαβε γρι όμως. Με κάθε λέξη που λέει ο Μπλακ, εκείνος πιάνει τον εαυτό του να αντιλαμβάνεται όλο και λιγότερα.
«Πάρε τον Χόθορν» λέει ο Μπλακ. «Στενός φίλος του Θορό και ίσως ο πρώτος πραγματικός συγγραφέας που είχε ποτέ η Αμερική. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του στο Σάλεμ, κλειδαμπαρώθηκε σ’ ένα δωμάτιο και δεν ξεμύτισε αποκεί για δώδεκα χρόνια».
«Και τι έκανε εκεί μέσα;»
«Έγραφε ιστορίες».
«Αυτό ήταν όλο; Απλώς έγραφε;»
«Το γράψιμο είναι μια μοναχική δουλειά. Κυριεύει τη ζωή σου. Κατά μια έννοια, ο συγγραφέας δεν έχει δική του ζωή. Ακόμα κι όταν είναι παρών, στην πραγματικότητα δεν είναι».
«Άλλο ένα φάντασμα».
«Ακριβώς».
«Μυστηριώδες ακούγεται».
«Είναι. Ο Χόθορν όμως έγραψε σπουδαίες ιστορίες κι εμείς τώρα εξακολουθούμε να τις διαβάζουμε, ύστερα από εκατό χρόνια και βάλε. Σε μια απ’ αυτές, ένας άντρας που τον λένε Γουέικφιλντ αποφασίζει να κάνει ένα αστείο στη γυναίκα του. Της λέει ότι θα φύγει σε επαγγελματικό ταξίδι για λίγες μέρες, αντί όμως να φύγει από την πόλη, πηγαίνει εκεί κοντά, νοικιάζει ένα δωμάτιο και απλώς περιμένει να δει τι θα συμβεί. Δεν μπορεί να πει στα σίγουρα γιατί το κάνει, αλλά το κάνει έτσι ακριβώς. Περνούν τρεις τέσσερις μέρες, εκείνος όμως δεν νιώθει ακόμη έτοιμος να γυρίσει στο σπίτι του και μένει στο νοικιασμένο δωμάτιο. Οι μέρες γίνονται βδομάδες, οι βδομάδες μήνες. Μια μέρα ο Γουέικφιλντ κατηφορίζει τον παλιό του δρόμο και βλέπει το σπίτι του με πένθιμο στολισμό. Πρόκειται για την κηδεία του και η γυναίκα του έχει γίνει μια μοναχική χήρα. Τα χρόνια περνούν. Κάθε τόσο διασταυρώνεται με τη γυναίκα του στην πόλη και μια φορά, στη μέση ενός μεγάλου πλήθους, κυριολεκτικά πέφτει πάνω της. Αυτή όμως δεν τον αναγνωρίζει. Περνούν κι άλλα χρόνια, πάνω από είκοσι, και σιγά σιγά ο Γουέικφιλντ γερνά. Μια βροχερή νύχτα του φθινοπώρου, καθώς κάνει μια βόλτα στους άδειους δρόμους, τυχαίνει να περάσει από το παλιό του σπίτι και να ρίξει μια ματιά από το παράθυρο. Μια όμορφη ζεστή φωτιά είναι αναμμένη στο τζάκι κι εκείνος συλλογιέται: τι ευχάριστο που θα ήταν αν βρισκόμουν εκεί τώρα, να κάθομαι σε μια απ’ αυτές τις άνετες πολυθρόνες κοντά στη φωτιά αντί να στέκομαι εδώ έξω στη βροχή. Κι έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού και χτυπά την πόρτα».
«Κι έπειτα;»
«Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι το τέλος της ιστορίας. Το τελευταίο πράγμα που βλέπουμε είναι η πόρτα που ανοίγει και ο Γουέικφιλντ να μπαίνει στο σπίτι με ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του».
«Και δεν μαθαίνουμε ποτέ τι λέει στη γυναίκα του;»
«Όχι. Αυτό είναι το τέλος. Ούτε λέξη παραπάνω. Εκείνος όμως ξαναγύρισε στο σπίτι του, αυτό τουλάχιστον το ξέρουμε, και παρέμεινε ένας στοργικός σύζυγος μέχρι τον θάνατό του».
Τώρα πια ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει πάνω από τα κεφάλια τους και η νύχτα πλησιάζει γοργά.
Μια τελευταία ρόδινη λάμψη μένει στη δύση, αλλά η μέρα έχει πια τελειώσει. Η νύχτα πέφτει και στη συζήτηση των δυο αντρών. Ο Μπλακ σηκώνεται από τη θέση του και απλώνει το χέρι του στον Μπλου.
«Ήταν πολύ ευχάριστο που κουβέντιασα μαζί σου» λέει. «Δεν φανταζόμουν ότι θα καθόμασταν τόση ώρα εδώ».
«Δική μου η ευχαρίστηση» λέει ο Μπλου ανακουφισμένος που η συζήτηση τελείωσε, επειδή ξέρει ότι σε λίγο η γενειάδα του θα αρχίσει να γλιστρά και ο ίδιος να ιδροκοπά από την καλοκαιρινή ζέστη και τον εκνευρισμό του.
«Λέγομαι Μπλακ» λέει ο Μπλακ σφίγγοντας το χέρι του Μπλου.
«Εγώ Τζίµι» λέει ο Μπλου. «Τζίµι Ρόουζ».
«Αυτή την κουβεντούλα μας θα τη θυμάμαι για πολύ καιρό, Τζίµι Ρόουζ» λέει ο Μπλακ.
«Κι εγώ το ίδιο» λέει ο Μπλου. «Μου έδωσες την αφορμή να σκεφτώ πολλά».
«Ο θεός να σ’ ευλογεί, Τζίμι Ρόουζ» λέει ο Μπλακ.
«Ο θεός να ευλογεί κι εσένα, κύριε» απαντά ο Μπλου.
Κι έπειτα, με μια τελευταία χειραψία, φεύγουν προς αντίθετες κατευθύνσεις, ο καθένας τους συνοδευόμενος από τις σκέψεις του.

Paul Auster
Η Τριλογία της Νέας Υόρκης [Φαντάσματα]
Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο 2013

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ - The Love-Song of J. Alfred Prufrock - T. S. Eliot

« Εάν πίστευα ότι η απάντησή μου δίνεται
σε κάποιο πρόσωπο που ίσως γυρνούσε στον κόσμο,
αυτή η φλεγόμενη γλώσσα θα σταματούσε να τρεμοπαίζει
Αλλά αφού, από εκείνα τα βάθη, κανείς δεν έχει
ακόμη επιστρέψει ζωντανός, εάν αυτά που ακούω είναι αληθή,
Χωρίς φόβο δυσφήμησης απαντώ»
Δάντης Κόλαση (XXVΙΙ,61-66) Μετάφραση Στρατής Φάβρος

Πάμε λοιπόν εσύ κι εγώ,
καθώς απλώνεται το δειλινό στην ουρανό
Σαν ναρκωμένος με αιθέρα ασθενής στο χειρουργείο.
Πάμε, μέσ’ από κάποια μισοέρημα στενά,
Αποτραβιούνται τα μουρμουρητά τα σιγανά
Των χωρίς ησυχία
Νυχτών σε μιας βραδιάς φτηνά ξενοδοχεία
Και ρεστοράν με πριονίδια και κελύφη από στρείδια :
Στενά, που σαν συζήτηση ανιαρή τραβάνε
Με στόχο δόλιο να σε πάνε
Σε μια ανυπόφορη αμφιβολία …
Ω, μη ρωτάς «Τι είναι αυτή η σκέψη;»
Ας κάνουμε, έλα, την επίσκεψη.

Μες στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και για τον Μικελάντζελο μιλάνε.
Η κίτρινη ομίχλη που τη ράχη της τρίβει στα τζάμια,
Η κίτρινη ομίχλη που τρίβει το μουσούδι της στα τζάμια,
Γλείφτηκε στις γωνιές του απογεύματος,
Και χασομέρησε στις λίμνες κάτω απ’ τις υδρορροές
Άφησε πάνω της να πέσει η αιθάλη απ’ τις καπνοδόχους,
Γλίστρησε απ’ την ταράτσα μ’ έναν πήδο ξαφνικά,
Και, βλέποντας πως ήταν ένα ήπιο βράδυ του Οκτώβρη,
Γύρω απ’ το σπίτι κουλουριάστηκε κι αποκοιμήθηκε βαθιά.

Κι αλήθεια, θα υπάρξει χρόνος
Για την κίτρινη καπνιά που γλιστρά κατά μήκος του δρόμου
Τρίβοντας τη ράχη της πάνω στα τζάμια
Θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς
Θα υπάρξει χρόνος να καταστρέψεις και να δημιουργήσεις,
Και χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες των χεριών
Που υψώνονται και σου σεβίρουν μια ερώτηση στο πιάτο
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα,
Και χρόνος για αμέτρητα διλήμματα,
Και για εκατοντάδες θεωρήσεις κι αναθεωρήσεις,
Πριν απ’ το τσάι και τα βουτήματα.

Μες στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και για τον Μικελάντζελο μιλάνε.

Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Να αναρωτηθώ «Τολμώ; Τολμώ;»
Χρόνος για να γυρίσω, τα σκαλιά να κατεβώ,
Μ’ ένα σημείο φαλακρό στη μέση του κρανίου μου –
(Θα πουν: «Α, πώς αδυνατίζουν τα μαλλιά του!»)
Το πρωινό παλτό μου, το κολάρο μου σφιγμένο κάτω απ’ το πιγούνι,
Ο λαιμοδέτης μου πλούσιος και σεμνός, στερεωμένος όμως
από μια απλή καρφίτσα –
(Θα πουν: «Μα πόσο είναι αδύνατα τα χέρια και τα πόδια του!»)
Τολμώ
Να ενοχλώ το σύμπαν;

Σε μια στιγμή υπάρχει χρόνος
Για αποφάσεις κι αναθεωρήσεις που μια στιγμή θα ανατρέψει.

Διότι γνωρίζοντάς τα ήδη όλα αυτά, γνωρίζοντάς τα όλα αυτά –
Γνωρίζοντας τ’ απογεύματα, τ’ απομεσήμερα, τα πρωινά,
Έχω μετρήσει τη ζωή μου με κουταλάκια του καφέ
Γνωρίζω τις φωνές που χάνονται σε θανάσιμης πτώσης εφέ
Πίσω απ’ τη μουσική, από ένα μακρινό δωμάτιο.
Λοιπόν, πώς θα τολμούσα;

Κι έχω ήδη γνωρίσει τα μάτια, γνωρίζοντάς τα όλ’ αυτά –
Τα μάτια που σε καθηλώνουν σε μια φράση τυπική,
Κι εφόσον είμαι τυπικός και ισορροπώ πάνω σε μια καρφίτσα,
Κι εφόσον είμαι καρφιτσωμένος και συστρέφομαι στον τοίχο,
Λοιπόν, πώς θ’ άρχιζα
Να φτύνω τα υπολείμματα των ημερών μου και των τρόπων;
Και θα τολμούσα πώς;

Κι έχω ήδη γνωρίσει τα χέρια, γνωρίζοντάς τα όλ’ αυτά –
Χέρια με μπρασελέ και άσπρα και γυμνά
(Μα κι απλωμένα στο φως της λάμπας, με χνούδι ανοιχτόχρωμο!)
Να’ ναι το άρωμα από φουστάνι
Που έτσι να παρεκτρέπομαι μα κάνει;
Χέρια αφημένα στο τραπέζι, ή τυλιγμένα σ’ ένα σάλι.
Πώς θα τολμούσα, λοιπόν;
Και πώς θα άρχιζα;

Θα πω, έχω περάσει, σούρουπο από δρομάκια
Και είδα τον καπνό που ανεβαίνει απ’ τις πίπες
Μοναχικών ανθρώπων, με πουκάμισα, γερμένων στα παράθυρα;
Θα πρέπει να’ μουν δυο τραχιές δαγκάνες οστρακόδερμου
Που διατρέχουν τον πυθμένα σιωπηλών ωκεανών.

Και το απομεσήμερο, τ’ απόγευμα κοιμάται τόσο ειρηνικά!
Κατευνασμένο από δάχτυλα μακριά,
Σε νάρκη… κουρασμένο… ή προσποιούμενο αδιαθεσία,
Απλωμένο στο δάπεδο, εδώ, ανάμεσα σε σένα και σε μένα.
Θα’ πρεπε μετά το τσάι και τα κέικ και τ’ αναψυκτικά
Να’ χω το σθένος να εξωθήσω τη στιγμή στην κρίση της;
Όμως, κι αν θρήνησα και νήστεψα, και θρήνησα και προσευχήθηκα,
Κι αν είδα το κεφάλι μου (που φαλακραίνει)
φερμένο πάνω σ’ ένα δίσκο,
Δεν είμαι προφήτης – κι εδώ δεν έχει και μεγάλη σημασία.
Έχω δει τη στιγμή που τρεμοσβήνει η μεγαλοσύνη μου,
Κι έχω δει τον αιώνιο Θυρωρό να μου κρατάει το παλτό, χασκογελώντας,
Και, για να μην πολυλογώ, φοβήθηκα.

Και θ’ άξιζε, μετά απ’ όλα αυτά,
Μετά απ’ τα φλυτζάνια, τη μαρμελάδα, το τσάι,
Μέσα στις πορσελάνες, μέσα στις κουβέντες μας,
Θα άξιζε, ενώ
Πρέπει να καταπιώ μ’ ένα χαμόγελο το θέμα,
Το σύμπαν να συνθλίψω σ’ ένα μπολ,
Να το αλείψω σε μια αμφιβολία ανυπόφορη, θα άξιζε
Να πω: «Είμαι ο Λάζαρος, έρχομαι από τους νεκρούς,
Έρχομαι να σας πω τα πάντα, θα σας πω τα πάντα»-
Αν έλεγες, ταχτοποιώντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι:
«Αυτό δεν είναι αυτό που εννοούσα,
Δεν είναι αυτό καθόλου»
Και θ’ άξιζε εντέλει,
Θ’ άξιζε,
Μετά τα ηλιοβασιλέματα και τις αυλόπορτες και τους ψιχαλισμένους δρόμους,
Μετά τις νουβέλες και τα φλυτζάνια, μετά τις φούστες που σέρνονται στο πάτωμα-
Κι αυτό, και τόσα άλλα;-
Είναι αδύνατον να πω τι εννοώ ακριβώς!
Όμως, σαν κάποιος προβολέας μαγικός που διαπερνώντας τα νεύρα σκιαγραφεί σε μια οθόνη:
Θα άξιζε
Ταχτοποιώντας ένα μαξιλάρι ή ρίχνοντας μια σάρπα,
Και στρέφοντας προς το παράθυρο αν έλεγες:
«Αυτό δεν είναι αυτό,καθόλου,
Δεν είν’ αυτό που εννοούσα!»

Όχι! Δεν είμαι ο Πρίγκηψ Άμλετ, ούτε και είχα πρόθεση να είμαι
Είμαι ένας αξιωματούχος παραστάτης, ένας που θα κάνει
Να σημειωθεί μια πρόοδος, ν’ αρχίσει μια σκηνή ή δυο,
Τον πρίγκηπα να συμβουλέψει, αναμφίβολα εργαλείο βολικό,
Ευλαβικό, ευτυχές που χρησιμοποιείται,
Πολιτικός, προσεχτικός και λεπτολόγος
Όλο ψηλές προτάσεις, όμως λίγο αμβλύνους
Καμιά φορά, πραγματικά, σχεδόν γελοίος –
Καμιά φορά, σχεδόν, ο Γελωτοποιός.

Γερνάω… Γερνάω…
Θα γυρίσω των παντελονιών μου τα μπατζάκια.
Θα χτενίσω προς τα πίσω τα μαλλιά μου; Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Θα φορέσω άσπρο κοστούμι φανελένιο και θα περπατώ στην παραλία.
Έχω ακούσει τις σειρήνες, μία προς μία, να τραγουδούν.

Δε νομίζω πως θα τραγουδήσουνε για μένα.

Να καλπάζουνε στην ακροθαλασσιά, πάνω στα κύματα τις έχω δει
Να χτενίζουνε την άσπρη χαίτη των κυμάτων που ανεμίζει
Όταν ο αέρας τα νερά, λευκά και μελανά, αναρριπίζει.

Στης θάλασσας τα δώματα, με τα θαλασσοκόριτσα
Τα τυλιγμένα φαιοπόρφυρες φυκιάδες, ξεχαστήκαμε
Κι ώσπου να μας ξυπνήσουνε ανθρώπινες φωνές, πνιγήκαμε.


T.S.Eliot
Ποιήματα
Μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη
Εκδόσεις Printa 2008



S`io credesse che mia risposta fosse
A persona che mai tornasse al mondo,
Questa fiamma staria senza piu scosse.
Ma perciocchè giammai di questo fondo
Non tornò vivo alcun, s’i’odo il vero,
Senza tema d’infamia ti rispondo
Dante Inferno (XXVII, 61-66)

Let us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
Like a patient etherized upon a table;
Let us go, through certain half-deserted streets,
The muttering retreats
Of restless nights in one-night cheap hotels
And sawdust restaurants with oyster-shells:
Streets that follow like a tedious argument
Of insidious intent
To lead you to an overwhelming question. . .
Oh, do not ask, «What is it?»
Let us go and make our visit.

In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.

The yellow fog that rubs its back upon the window-panes
The yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes
Licked its tongue into the corners of the evening
Lingered upon the pools that stand in drains,
Let fall upon its back the soot that falls from chimneys,
Slipped by the terrace, made a sudden leap,
And seeing that it was a soft October night
Curled once about the house, and fell asleep.

And indeed there will be time
For the yellow smoke that slides along the street,
Rubbing its back upon the window-panes;
There will be time, there will be time
To prepare a face to meet the faces that you meet;
There will be time to murder and create,
And time for all the works and days of hands
That lift and drop a question on your plate;
Time for you and time for me,
And time yet for a hundred indecisions
And for a hundred visions and revisions
Before the taking of a toast and tea.

In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.

And indeed there will be time
To wonder, «Do I dare?» and, «Do I dare?»
Time to turn back and descend the stair,
With a bald spot in the middle of my hair—
[They will say: «How his hair is growing thin!»]
My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,
My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—
[They will say: «But how his arms and legs are thin!»]
Do I dare
Disturb the universe?
In a minute there is time
For decisions and revisions which a minute will reverse.

For I have known them all already, known them all;
Have known the evenings, mornings, afternoons,
I have measured out my life with coffee spoons;
I know the voices dying with a dying fall
Beneath the music from a farther room.
So how should I presume?

And I have known the eyes already, known them all—
The eyes that fix you in a formulated phrase,
And when I am formulated, sprawling on a pin,
When I am pinned and wriggling on the wall,
Then how should I begin
To spit out all the butt-ends of my days and ways?
And how should I presume?

And I have known the arms already, known them all—
Arms that are braceleted and white and bare
[But in the lamplight, downed with light brown hair!]
Is it perfume from a dress
That makes me so digress?
Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.
And should I then presume?
And how should I begin?
. . . . .

Shall I say, I have gone at dusk through narrow streets
And watched the smoke that rises from the pipes
Of lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows? . . .

I should have been a pair of ragged claws
Scuttling across the floors of silent seas.
. . . . .

And the afternoon, the evening, sleeps so peacefully!
Smoothed by long fingers,
Asleep . . . tired . . . or it malingers,
Stretched on the floor, here beside you and me.
Should I, after tea and cakes and ices,
Have the strength to force the moment to its crisis?
But though I have wept and fasted, wept and prayed,
Though I have seen my head (grown slightly bald) brought in upon a platter,
I am no prophet–and here’s no great matter;
I have seen the moment of my greatness flicker,
And I have seen the eternal Footman hold my coat, and snicker,
And in short, I was afraid.

And would it have been worth it, after all,
After the cups, the marmalade, the tea,
Among the porcelain, among some talk of you and me,
Would it have been worth while,
To have bitten off the matter with a smile,
To have squeezed the universe into a ball
To roll it toward some overwhelming question,
To say: «I am Lazarus, come from the dead,
Come back to tell you all, I shall tell you all»
If one, settling a pillow by her head,
Should say, «That is not what I meant at all.
That is not it, at all.»

And would it have been worth it, after all,
Would it have been worth while,
After the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,
After the novels, after the teacups, after the skirts that trail along the floor—
And this, and so much more?—
It is impossible to say just what I mean!
But as if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen:
Would it have been worth while
If one, settling a pillow or throwing off a shawl,
And turning toward the window, should say:
«That is not it at all,
That is not what I meant, at all.»
. . . . .

No! I am not Prince Hamlet, nor was meant to be;
Am an attendant lord, one that will do
To swell a progress, start a scene or two
Advise the prince; no doubt, an easy tool,
Deferential, glad to be of use,
Politic, cautious, and meticulous;
Full of high sentence, but a bit obtuse;
At times, indeed, almost ridiculous—
Almost, at times, the Fool.

I grow old . . . I grow old . . .
I shall wear the bottoms of my trousers rolled.

Shall I part my hair behind? Do I dare to eat a peach?
I shall wear white flannel trousers, and walk upon the beach.
I have heard the mermaids singing, each to each.

I do not think they will sing to me.

I have seen them riding seaward on the waves
Combing the white hair of the waves blown back
When the wind blows the water white and black.

We have lingered in the chambers of the sea
By sea-girls wreathed with seaweed red and brown
Till human voices wake us, and we drown.

[1915]