.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Μπαλάντα των κυράδων του παλιού καιρού - Francois Villon



Πού να 'ναι -να μου πει μπορεί κανείς-
Η ξακουστή ομορφιά της Ρώμης Φλόρα[1] ,
Η Αρχιπιάδα[2], η ξαδέρφη της Θαΐς[3]
Που ακούστηκε όπου γης χωριό και χώρα;
Κι η Ηχώ[4] η αντιλαλούσα, που 'χε δώρα
Ομορφιάς, που γυναίκα άλλη καμιά
Ανθρώπου δεν απόχτησε ως με τώρα;
Μα τα χιόνια πού να είν' τα περσινά;
Πού βρίσκεται η τετράσοφη Ελοΐς,
Που ο Πέτρος Εμπαγιάρ[5], σε μαύρην ώρα,
Γι' αυτή ευνουχίστη και στο Σαιν Ντενίς
Έθαψε τη ζωή του ρασοφόρα;
Κι η Ρήγισσα[6], που αφού έκαμε τη γνώρα
Του Μπουριντάν, την άνομη, βαθιά
Τον έριξε στη Σέν, πού να 'ναι τώρα;
Μα τα χιόνια πού να είν' τα περσινά;
Βασίλισσα Λευκή[7], άστρο της αυγής,
Που γλυκοτραγουδούσες ποθοφόρα,
Μπέρτα μεγάποδη[8], Μπιετρίς, Αλίς[9],
Αρεμβουργίς που 'χες της Μαιν τη χώρα,
Ιωάννα[10], που στη Ρουένη λευκοφόρα
Οι Άγγλοι σε κάψανε μαρτυρικά,
Στ' όνομα της Παρθένας, πού είστε τώρα;
Μα τα χιόνια πού να είν' τα περσινά;
Πρίγκιπα, όπου κι αν ψάξεις κι όσην ώρα
Του κάκου· δεν τις βρίσκεις πουθενά,
Κι αυτήν την επωδό ξέχασ' τη τώρα:
Μα τα χιόνια πού να είν' τα περσινά;

____________________

1. Φλόρα. Ρωμαία εταίρα, ξακουστή για την ομορφιά της, φιλενάδα του Πομπήιου.

2. Αρχιπιάδα. Πρόκειται για τον Αλκιβιάδη, που το μεσαίωνα οι περισσότεροι νόμιζαν πως ήταν γυναίκα, κι ανάφεραν τ' όνομά του μ' ένα σωρό παραλλαγές, όπως π.χ. Althipiades, Arthibiades, Alcipiades κ.ά. Φαίνεται πως ο Βιγιόν του δίνει τ' όνομα Archipiada, επειδή το βρίσκει πιο ταιριαστό για γυναίκα.

3. Θαΐς. Αθηναία εταίρα, φιλενάδα του Μεγάλου Αλέξαντρου, και μετά το θάνατό του γυναίκα του βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίου.

4. Ηχώ (μυθολ.). Η πεντάμορφη Νύμφη που αγάπησε με πάθος τον ωραίο Νάρκισσο, κι έλιωσε σιγά σιγά από το μαράζι της, επειδή εκείνος περιφρόνησε τον έρωτά της.

5. Πέτρος Εμπαγιάρ. Φαίνεται πως αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του άμοιρου εραστή της Ελοΐς. Σιγά σιγά όμως παραλλάχτηκε και κατέληξε στη μορφή που το ξέρουμε σήμερα Abailard (Αβαιλάρδος). Αυτό το συμπεραίνουμε από το ότι σε καμιά παλιά έκδοση δεν αναφέρεται με το όνομα Abailard αλλά Esbaillat, Esbaillayt και Esbaillard.Γεννήθηκε στα 1079 κοντά στη Νάντη, στο χωριό Παλέ. Αφού πήρε τη στοιχειώδη μόρφωση από τον πατέρα του, πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει φιλοσοφία και φιλολογία. Εκεί, νεότατος ακόμα, αναδείχτηκε και δοξάστηκε σα θεολόγος και σα σχολαστικός φιλόσοφος, κι ίδρυσε δική του σχολή. Τότες ερωτεύτηκε την όμορφη κι εξαιρετικά μορφωμένη μαθήτριά του Ελοΐς, ανιψιά κάποιου παπά Φυλμπέρ, και την παντρεύτηκε κρυφά από το θείο της. Εκείνος όμως, σαν έμαθε τις ερωτικές τους σχέσεις και μην ξέροντας πως είχαν παντρευτεί, έγινε έξω φρενών, και για να εκδικηθεί την προσβαλμένη οικογενειακή του τιμή, μπήκε μια νύχτα μαζί μ' άλλους συγγενείς του στην κάμαρα του Εμπαγιάρ, κι αφού τον έδεσαν του 'κοψαν τα γεννητικά του όργανα. Ύστερ' απ' αυτή του τη συφορά, ο δυστυχισμένος Εμπαγιάρ αποτραβήχτηκε στο Μοναστήρι του Σαιν Ντενίς, η δε άμοιρη Ελοΐς κλείστηκε στο μοναστήρι των Μπενεντικτίν στο Αρζαντέιγι. Μα ούτε η συφορά τους ούτε ο χωρισμός τους μπόρεσαν να σβήσουν τη φλογερή και γιομάτη από ηθικό μεγαλείο αγάπη του τραγικού αυτού αντρόγυνου· κι αυτό μας το μαρτυράει η αλληλογραφία τους, μοναδικό στην τελειότητά του δείγμα αισθηματικής ανταπόκρισης. Στα 1142 πέθανε ο Εμπαγιάρ στο αββαείο του Άγιου Μάρκελλου κοντά στη Σαλόν· κι ύστερ' από δώδεκα χρόνια πέθανε κι η Ελοΐς, στο μοναστήρι του Παράκλητου.

6. Kι η Ρήγισσα, που αφού έκαμε τη γνώρα, κτλ. Στην εποχή του Βιγιόν οι Παριζιάνοι μαζεύονταν, το βράδυ ύστερ' από το δείπνο, παρέες παρέες, στις ταβέρνες για να κουτσοπιούν και να φλυαρήσουν. Στις ταβερνίστικες λοιπόν αυτές συγκεντρώσεις συνήθιζαν να πίνουν στην υγεία της βασίλισσας Λευκής ή της βασίλισσας της Ναβάρρας. Η πρόποση αυτή ήταν κοροϊδευτική, προπάντων για τη βασίλισσα της Ναβάρρας. Κατά τα λεγόμενά τους, η βασίλισσα Ιωάννα της Ναβάρρας είχε μεταβάλλει τον πύργο του Νελ (Tour de Nesl) που βρισκόταν κοντά στη Σεν (Σηκουάνα) σε θέατρο των νυχτιάτικων γλεντιών της. Έστηνε, λέει, εκεί καρτέρι στους διαβάτες, κι όταν κανένας της γουστάριζε τον βούταγε, κι αφού γλεντούσε μαζί του διάταζε και τον έπνιγαν στο ποτάμι. Προπάντων γουστάριζε τους φοιτητές. Κάποτε λοιπόν νοστιμεύτηκε τον Μπουριντάν, το διάσημο φιλόσοφο του 'ζησε το 14ον αιώνα, κι αφού τον έμπασε στον πύργο της και τον γλέντησε, διάταξε και τον έριξαν στη Σεν. Μα αυτός τα κατάφερε να βγει κολυμπώντας, κι έτσι γλίτωσε από το πνίξιμο. Ο Βιγιόν είναι ο πιο παλιός συγγραφέας που αναφέρει αυτήν την παράδοση, χωρίς όμως να δείχνει πως την πιστεύει κιόλας. Ούτε αναφέρει το όνομα της βασίλισσας που πέταξε τον Μπουριντάν στη Σεν. Η παράδοση αυτή αποδείχτηκε ανυπόστατη ιστορικά, μα ο λαός εξακολούθησε να την πιστεύει, και δε χόρταινε να διηγιέται και ν' ακούει τη σκανταλιάρικη αυτή ιστορία.

7. Βασίλισσα Λευκή. Εννοεί, δίχως άλλο, τη βασίλισσα Λευκή της Καστίλιας, μητέρα του Άγιου Λουδοβίκου. Ο βασιλιάς Τιμπώ της Ναβάρρας, που την αγαπούσε, είχε συνθέσει γι' αυτήν τα λόγια και τη μουσική τραγουδιών που, κατά την παράδοση, η λυγερόφωνη αυτή βασίλισσα τα τραγουδούσε συνοδεύοντάς τα με το λαούτο της.

8. Μπέρτα μεγάποδη. Κόρη του Καριμπέρ, κόμητα της Λαόν, γυναίκα του βασιλιά των Φράγκων Πεπίνου, και μητέρα του Καρλομάγνου. Το παρανόμι Μεγάποδη το χρωστούσε, καθώς λένε, στ' ότι το ένα της πόδι ήταν μεγαλύτερο από τ' άλλο.

9. Μπιετρίς, Αλίς. Πολλές γυναίκες ονομαστές στο μεσαίωνα λέγονταν έτσι· γι' αυτό είναι αδύνατο να εξακριβωθεί ποιες απ' αυτές είχε υπόψη του ο Βιγιόν. Αρεμβουργίς. Ήταν κόρη και μοναδική κληρονόμος του Ηλία ντε λα Φλες, κόμητα της Μαιν.

10. Ιωάννα. Εννοεί την Ιωάννα ντ' Αρκ, τη Γαλλίδα ηρωίδα, που αφού με την αντρεία της νίκησε τους Άγγλους στο Παταί, έπεσε στα χέρια τους προδομένη από τους Βουργουνδούς, και κάηκε απ' αυτούς στη Ρουένη ζωντανή, το 1431, σε ηλικία δεκαεννιά χρονώ, με την κατηγορία πως ήταν μάγισσα κι αιρετική.

Μπαλλάντες και άλλα ποιήματα
Εισαγωγή Μετάφραση Σχόλια Σπύρος Σκιαδαρέσης
Επιμέλεια Αλέξης Ζήρας
Εκδόσεις Πλέθρον

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Ιστορία χωρίς ηθικό δίδαγμα - Julio Cortázar



Ένας άνδρας πουλούσε φωνές και λέξεις και πήγαινε καλά, παρόλο που συναντούσε πολύ κόσμο που διαφωνούσε για τις τιμές και ζητούσε να τις κατεβάσει. Ο άνδρας υποχωρούσε σχεδόν πάντοτε, κι έτσι μπόρεσε να πουλήσει πολλές φωνές πλανόδιων πωλητών, μερικούς στεναγμούς που αγόραζαν κυρίες εισοδηματίες, και λέξεις για διαφημίσεις, σλόγκανς, κάρτες επιχειρηματιών κι άλλους τέτοιους εξυπνακισμούς.
Στο τέλος ο άνδρας κατάλαβε ότι είχε φτάσει η ώρα να ζητήσει ακρόαση απ' τον τύραννο της χώρας, που ήταν σαν όλους τους συναδέλφους του, και που τον δέχτηκε περιτριγυρισμένος από στρατηγούς, υπουργούς και φλιτζάνια καφέ.
- Ήρθα να σας πουλήσω τα τελευταία σας λόγια, είπε ο άνδρας. Είναι πολύ σημαντικά γιατί εκείνη τη στιγμή θα τα χάσετε, ενώ αντίθετα σας συμφέρει να τα πείτε όταν θα βρίσκεστε στη δύσκολη αυτή θέση, για να σχηματίσετε αναδρομικά την εντύπωση του ιστορικού πεπρωμένου.
- Μετάφρασε τι λέει, διέταξε ο τύραννος το μεταφραστή του.
- Μιλάει στα αργεντίνικα, Εξοχότατε.
- Στα αργεντίνικα; Και γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα;
- Καταλάβατε πολύ καλά, είπε ο άνδρας. Επαναλαμβάνω ότι ήρθα να σας πουλήσω τα τελευταία σας λόγια.
Ο τύραννος σηκώθηκε όρθιος, όπως συνηθίζεται σ' αυτές τις περιπτώσεις, και, κρύβοντας την ταραχή του, διέταξε να συλλάβουν τον άνδρα και να τον βάλουν στα ειδικά μπουντρούμια που πάντα υπάρχουν σ' αυτά τα κυβερνητικά καθεστώτα.
- Κρίμα, είπε ο άνδρας, ενώ τον παίρνανε. Στην πραγματικότητα θα θελήσετε να πείτε τα τελευταία σας λόγια όταν έρθει εκείνη η στιγμή, και θα σας ήταν απαραίτητο να τα πείτε για να δημιουργήσετε εύκολα την εντύπωση αναδρομικά του ιστορικού πεπρωμένου. Αυτό που εγώ θα σας πουλούσα είναι αυτό που εσείς θα θελήσετε να πείτε. Δεν υπάρχει καμία απάτη. Αλλά αφού δεν δέχεστε το παζάρεμα και δεν θα ξέρετε απ' τα πριν αυτά τα λόγια, όταν έρθει η στιγμή που θα πρέπει να ξεστομιστούν για πρώτη φορά, εσείς φυσικά δεν θα μπορείτε να τα πείτε.
- Γιατί δεν θα μπορώ να τα πω αν είναι αυτά που θα πρέπει να θέλω να πω; ρώτησε ο τύραννος, μπροστά από ένα ακόμη φλιτζάνι καφέ.
- Γιατί ο φόβος δεν θα σας αφήσει, είπε λυπημένα ο άνδρας. Καθώς θα είστε με μια θηλιά στο λαιμό, φορώντας ένα πουκάμισο και τρέμοντας από φόβο κι απ' το κρύο, θα χτυπάνε τα δόντια σας και δεν θα μπορέσετε ν' αρθρώσετε λέξη. Ο δήμιος κι οι παρευρισκόμενοι, μεταξύ των οποίων θα είναι και μερικοί απ' αυτούς τους κυρίους, θα περιμένουν από υποχρέωση, ένα δυο λεπτά, αλλά, όταν απ' το στόμα σας βγει μόνο ένα κλαψούρισμα ανάμεσα στο λόξιγκα και τις ικεσίες συγχώρεσης (γιατί αυτά θα τα αρθρώσετε χωρίς προσπάθεια), θα χάσουν την υπομονή τους και θα σας κρεμάσουν.
Θιγμένοι οι παρευρισκόμενοι, και κυρίως οι στρατηγοί, μαζεύτηκαν γύρω από τον τύραννο για να του ζητήσουν να διατάξει αμέσως τον τουφεκισμό του άνδρα. Αλλά ο τύραννος, που ήταν - χλωμός - σαν - το - θάνατο, τους πέταξε έξω και κλείστηκε σ' ένα δωμάτιο με τον άνδρα για ν' αγοράσει τα τελευταία του λόγια.
Στο μεταξύ οι στρατηγοί κι οι υπουργοί, προσβλημένοι απ' τον τρόπο που τους φέρθηκε ο τύραννος, σχεδίασαν μια εξέγερση και το επόμενο πρωί τον συνέλαβαν ενώ έτρωγε σταφύλια στο αγαπημένο του κιόσκι. Για να μην μπορέσει να πει τα τελευταία του λόγια τον σκότωσαν επί τόπου με μια σφαίρα. Μετά βάλθηκαν να ψάχνουν τον άνδρα, που είχε εξαφανιστεί απ' το κυβερνητικό μέγαρο, και δεν άργησαν να τον βρουν καθώς περιδιάβαινε στην αγορά πουλώντας φωνές στους μικροπωλητές. Αφού τον έβαλαν σ' ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο, τον μετέφεραν στη φυλακή και τον βασάνισαν για να αποκαλύψει ποια θα ήταν τα τελευταία λόγια του τυράννου. Καθώς δεν μπόρεσαν να του αποσπάσουν καμιά ομολογία, τον σκότωσαν με κλοτσιές.
Οι πλανόδιοι πωλητές που είχαν αγοράσει απ' τον άνδρα φωνές συνέχισαν να διαλαλούν στις γωνιές, και μία απ' αυτές χρησίμεψε αργότερα σαν σύνθημα της αντεπανάστασης που αποτέλειωσε τους στρατηγούς και τους υπουργούς. Μερικοί, πριν πεθάνουν, σκέφτηκαν λανθασμένα ότι στην πραγματικότητα όλ' αυτά αποτελούσαν μια σειρά από ανόητες παρεξηγήσεις κι ότι οι λέξεις κι οι φωνές ήταν πράγματα που σίγουρα μπορούν να πουληθούν αλλά όχι ν' αγοραστούν, όσο παράλογο κι αν φαίνεται.
Κι όλοι σάπισαν, ο τύραννος, ο άνδρας κι οι στρατηγοί κι οι υπουργοί, όμως οι φωνές αντηχούσαν πότε πότε στις γωνιές.



Julio Cortázar
Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα
Μετάφραση Ελένη Χαρατσή
Εκδόσεις  Ύψιλον

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Why Takis is Malakas?

Το μυστήριο της μάσκας – GENEVIEVE ALLARD & PIERRE LEFFORT

http://intruder1901.blogspot.com/2010/09/blog-post_5788.html

Ουσιαστικός λόγος ύπαρξης μιας μάσκας είναι το να πάρει ένα πρόσωπο, να το προσαρμόσει σε μια συμπεριφορά και να το κάνει να περάσει για κάποιο άλλο. Έτσι δημιουργείται μια αυταπάτη, θέλουμε να περνάμε για άλλον ή ακόμα καλύτερα θέλουμε να γνωρίσουμε αυτόν τον άλλο. Κατά τον Claude Levi-Strauss(1) «όπως οι μύθοι έτσι και οι μάσκες δεν μπορούν να ερμηνευθούν αυτεξούσια τους ούτε σαν ξεχωριστά αντικείμενα... κάθε τύπος μάσκας συνδέεται με μύθους που σκοπό τους έχουν να εξηγήσουν τη θρυλική ή υπερφυσική τους καταγωγή». Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που θελήσαμε να υιοθετήσουμε μια τέτοια μέθοδο ταξινόμησης που να μη διαχωρίζει το υλικό αντικείμενο από τη λειτουργία του. Πολύ γρήγορα είδαμε να εμφανίζεται το φαινόμενο της ετερότητας, που ουσιαστικά μας είναι έμφυτο. Έτσι η μάσκα είναι ένα σύνολο αλήθειας και ψεύδους, ειλικρίνειας και πλάνης.
Είναι βέβαιο ότι ο άνθρωπος επιζητούσε πάντα να φοράει μάσκα και ότι οι θρησκείες ήθελαν πάντα να καταργούνε τις μάσκες. Πρακτικά δεν υπάρχουν καθόλου μάσκες στην ισλαμική θρησκεία, ενώ οι χριστιανικές θρησκείες είδαν συχνά, στη μασκοφορία, την επανεμφάνιση χθονίων δοξασιών ή ακόμα και σατανικών ή δαιμονιακών. Σ' αυτές τις δύο ουσιαστικές παρατηρήσεις προστίθεται και μια τρίτη. Είναι βέβαιο ότι η μάσκα υπάρχει σε όλες τις χώρες και όχι μόνο στις λιγότερο ανεπτυγμένες.
Κατά ένα γενικό τρόπο, η μάσκα που λέγεται μοντέρνα εμπεριέχει, στενά συνδεδεμένους, και τους τρεις ορισμούς που έγιναν το αντικείμενο των συλλογισμών μας σ' ολόκληρο τούτο το έργο. Η μάσκα που συναντάται στη σύγχρονη ζωή έχει σαν σκοπό την απόκρυψη. Από τη στιγμή που χρησιμοποιεί κανείς ένα τεχνητό χαρακτήρα για να κρύψει ή να μετριάσει ένα συναίσθημα, μια χειρονία ή μια πράξη, υπάρχει «δόλος». Και τότε, μια μάσκα-υποκριτής έχει συχνά μια άλλη λειτουργία που καταλήγει ή στο να μεταμορφώνει ή στο να τρομάζει. Η μεταμόρφωση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής και επαγγελματικής μας ζωής. Οποιαδήποτε κι αν είναι η ασχολία, ο βαθμός, η θέση ή το αξίωμα, η μάσκα μπαίνει κυριολεκτικά στο πετσί μας. Από το ρόλο της εξαρτάται η συμπεριφορά μας και ο τρόπος με τον οποίο θα επιβληθούμε μέσα σ' έναν κόσμο όπου οι παγίδες είναι μόνιμες και η επίθεση διαρκής.
Μας έχουν μάθει ότι το ράσο δεν κάνει τον παπά. Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια: δεν αρκεί να φορέσει κανείς μια στολή για να αποκτήσει όλες τις ιδιότητες του αντίστοιχου λειτουργήματος. Αντιθέτως, φορώντας κάποιος μια μάσκα μπορεί να ανατρέψει μια κατάσταση και μόνο χάρη σ' ένα είδος υπέρβασης ανάμεσα στον μασκοφόρο και σ' εκείνον που αυτός μιμείται μπορεί αυτή η μάσκα -το ράσο- να κάνει «τον παπά». Έστω και αν είναι το ίδιο ράσο, δεν είναι ο ίδιος ο παπάς, για τον οποίο όμως παπά μπορούν να υπάρξουν πολλά ράσα. Μια μεταμόρφωση είναι ήδη μια ένταξη. Έγινε ένα τρομερό βήμα και ξαφνικά «το να φαίνεται κανείς, είναι το να είναι κανείς». Δεν θα έπρεπε να βγάλουμε βιαστικά συμπεράσματα απ' αυτή την παροιμία, πρέπει απλώς να έχουμε συνείδηση του γεγονότος ότι μια μάσκα μπόρεσε να δώσει τη θέση της σε άλλες μάσκες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όσο πιο μεγάλη είναι η απόκρυψη, τόσο πιο σπουδαίο είναι το αποτέλεσμα. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η μάσκα που αποκρύπτει είναι πιο διαδεδομένη στα ελεύθερα επαγγέλματα, εκεί ακριβώς όπου παρεμβαίνει κάποιος κοινωνικός ρόλος με όλα τα πλεονεκτήματα που αποκτήθηκαν από τις γνωριμίες. Εκεί η ψυχολογία επιβάλλει με όλη της τη λεπτότητα μια αληθινή πειθαρχία συμπεριφοράς, απαραίτητη για να αναδειχθεί κάποιος σε διάφορους τομείς: αυτό απαιτεί μια μεγάλη αυτοκυριαρχία και βαθιά γνώση του άλλου. Χρειάζεται μια αξιοσημείωτη νοημοσύνη για να κατανοήσει κανείς, να υπολογίσει, να κρίνει, να ξέρει να μαντεύει τι κρύβει ένα πρόσωπο που υποκρίνεται, πόσες ελπίδες είναι κρυμμένες και πόσες φοβίες είναι μεταμφιεσμένες, πόσες αλήθειες, χαρές και πόνοι κρύβονται πίσω από το καμουφλάζ! Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κανείς στην κοινωνική κλίμακα, τόσο πιο πολύ υπεισέρχεται ο παράγοντας «υποκρισία» και «ο φορέας» γίνεται, συχνά, περισσότερο «μίμος» παρά λόγος. Τότε εμφανίζεται ένα κάποιο «φλέγμα» και βρίσκεται κανείς με μια μάσκα χάρη στην οποία είναι δυνατόν να εξαφανίσει εντέχνως τόσο τα προτερήματα όσο και τα ελαττώματα και τις ατέλειες.
Με τη μοντέρνα μάσκα ο άνθρωπος παίζει τον κύριο ρόλο σ' αυτή τη μεγάλη κωμωδία, την ανθρώπινη κωμωδία. Κατά τον Georges Buraud(2) «το να θέλεθς να πείσεις του άλλους είναι το να φοράς μια μάσκα. Το να φέρεις μια μάσκα είναι το να πείθεις τον εαυτό σου. Φοράμε μάσκα εξωτερικά, επειδή ακριβώς φοράμε αυτή τη μάσκα εσωτερικά. Η πειθώ, μεγάλη τέχνη της ζωής, είναι η ίδια η τέχνη της μάσκας».
Ο δραστήριος άνθρωπος ξέρει, εντελώς φυσιολογικά, να φοράει την εσωτερική του μάσκα. Έχει ανάγκη να συνθέτει, για τον εαυτό του, ένα πρόσωπο διαφορετικό για κάθε μια από τις περιστάσεις της ζωής του. Ο ομιλητής πρέπει να πείθει το ακροατήριό του. Ο μαέστρος χειρίζεται με μεγάλη επιδεξιότητα τη μπαγκέτα του. Υπάρχουν πάντως άνθρωποι αδρανείς για τους οποίους η μάσκα δεν υπάρχει και ίσως να μην υπήρξε ποτέ, θα θέλαμε να αναφέρουμε εδώ ότι όλοι αυτοί στο σύνολό τους δεν έχουν κανένα ιδανικό για τη ζωή τους και αφήνονται να ζουν χωρίς ν' αντιστέκονται. Ας παραδεχτούμε ότι πρόκειται για μια εξαίρεση και ότι σ' αυτή την περίπτωση η μάσκα τους είναι εκείνη της πλήρους αδιαφορίας, εκείνη ενός ζώου που δεν προσπαθεί, ή τουλάχιστον όχι πια, ούτε καν να αμυνθεί.
Φορώντας κάποιος μάσκα, ακινητοποιεί το πρόσωπό του και αυτή ακριβώς η ακινησία εκδηλώνει μια πρόθεση. Ξαναβρίσκουμε εδώ τη σαγήνη, μία από τις πλευρές του μιμητισμού των ζώων, θεωρία που παρουσίασε ο Roger Caillois, με τα μάτια του μπούφου και τα πελώρια μάτια ορισμένων άλλων πτηνών. Εκείνο που έχουν προσάψει στη σκηνική μάσκα είναι ότι αυτή ακινητοποιεί το βλέμμα του ηθοποιού, όμως υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να ειπωθούν πάνω σ' αυτό, γιατί, μ' ένα στερεότυπο πρόσωπο, ο ηθοποιός πρέπει ν' αναλώνεται σε λόγια και κινήσεις για να μην παραμένει στατικός. Η μπαγκέτα του μαέστρου ζωντανεύει χάρη στο δυναμισμό εκείνου που είναι όλος δοσμένος στη μουσική και πολλές φορές μάλιστα κλείνει τα μάτια ώστε να διαποτίζεται ολόκληρος από τα αισθήματα που του εμπνέει αυτή η μουσική.
Έτσι η μελέτη της συμβολικής της μοντέρνας μάσκας επιτρέπει να εμφανίζονται στον άνθρωπο πολλαπλές προσωπικότητες, καινούργιες πάντα πτυχές του αληθινού μας Εγώ, μια ειλικρινής αντανάκλαση του βάθους των αισθημάτων μας.
Οι διάσημοι άνδρες απεικονίζονται συχνά με τη μάσκα του προσώπου τους (ο Μπετόβεν), των χεριών τους (ο Σοπέν), του βάθους της ματιάς τους (ο Μπεργκσόν), της μεγάλης αρχηγικής τους ικανότητας (Κλεμανσώ), και πάρα πολλοί άλλοι που ο χώρος δεν μας επιτρέπει να τους αναφέρουμε. Κι από αυτές τις στερεότυπες φιγούρες προσδιορίζεται ο καθένας: ο Μπετόβεν που θα συνθέσει μια συμφωνία, ο Σοπέν θα καθήσει στο πιάνο του, ο Μπεργκσόν θα μιλήσει για τη δημιουργική φαντασία και ο Κλεμανσώ θα δώσει διαταγές. Είναι ακριβώς η αναστροφή που αναφέραμε προηγουμένως: η μάσκα είναι φορέας της κίνησης. Φοράει κάποιος μάσκα για να διατάξει όπως επίσης και για να υπακούσει ή να υποταχθεί. Φοράει κάποιος μάσκα για να πάρει μια σοβαρή απόφαση.
Θα μπορούσαμε να πούμε και άλλα: η μπαταρία που κάνει την καρδιά να χτυπάει δεν είναι μια μάσκα ζωής; Για πολλούς μαθητές που η σκέψη τους πετάει συχνά πάνω από τα σύννεφα, το φεγγάρι γίνεται αφορμή για ονειροπόληση! Παντού η μάσκα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του περιβάλλοντός μας. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα άτομο χωρίς μάσκα δεν θα είχε θέση στον κόσμο μας, παρωδώντας έτσι την περίφημη ρήση του Claude Farrere: «Εκείνον που δεν προσαρμόζεται στην εποχή του, η εποχή του τον καταδικάζει σε θάνατο».
Χρησιμοποιήσαμε, με πολλή φυσικότητα, τον όρο «άνθρωπος με μάσκα» επειδή η μάσκα έχει μια καταγωγή πολύ βαθιά μέσα μας. Είναι ριζωμένη στο υποσυνείδητό μας και δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε. Μπορούμε να εκφράσουμε τέσσερις ακόμα αλήθειες:
1) Στα παιδιά αρέσει να φορούν μάσκα και εκτός της Αποκριάς. Εδώ πρόκειται για μια τάση εκφυλισμού της μάσκας.
2) Οι γυναίκες φτιάχνουν ένα τεχνητό πρόσωπο όταν καλλωπίζονται ή μακιγιάρονται. Αυτό γίνεται για να «αποκαταστήσουν τις ανεπανόρθωτες φθορές των χρόνων» της Ιεζαβέλ, μητέρας της Αθαλίας; ή για να αποκτήσουν ένα μοντέρνο «τύπο»;
3) Οι οπαδοί της ΚΚΚ (Κου Κλουξ Κλαν), στις επίσημες τελετές φορούν μια μεγάλη κουκούλα που έχει τρύπες στο ύψος των ματιών. Επίσης, διάφορες αιρέσεις θέλουν τα μέλη τους ντυμένα με μια κουκούλα ή κάποιο άλλο καθορισμένο ρούχο. Αλλά θεωρούμε ότι σ' αυτή την περίπτωση πρόκειται μάλλον για στολή παρά για μάσκα.
4) Σ' όλες σχεδόν τις χώρες γίνονται μασκαράτες και καρναβάλια με χορούς μασκοφόρων για να παραστήσουν την επάνοδο της άνοιξης, ή για να διασκεδάσουν πριν από την περίοδο της σαρακοστής ή της νηστείας, ή, απλώς για να ξαναζωντανέψουν θεατρικά παιχνίδια και διασκεδάσεις.
Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά περισσότερα για τη μάσκα και τα πλεονεκτήματά της! Η μάσκα διατηρεί το μυστήριό της...





_____________
(1) Claude Levi-Strauss, Ο δρόμος της μάσκας, εκδ. Χατζηνικολή.
(2) Georges Buraud, Les masques, που αναφέραμε ήδη.



Η ΜΑΣΚΑ
GENEVIEVE ALLARD – PIERRE LEFFORT
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΖΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Μια νύχτα τρόμου – Πωλ Λουί Κουριέ



Ταξίδευα κάποτε στην Καλαβρία, ένα τόπο μοχθηρών ανθρώπων που, όπως πιστεύω, μισούν τους πάντες και ιδιαίτερα τους Γάλλους. Το γιατί, θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο να σας το εξηγήσω, φτάνει όμως να σας πω ότι μας εχθρεύονται θανάσιμα κι ότι όποιος πέφτερι στα χέρια τους δεν έχει να λέει ότι καλοπέρασε.
Είχα για συντροφιά μου έναν έφηβο που το πρόσωπό του – παίρνω όρκο, ήταν ολόιδιο μ' εκείνου του κυρίου που είχαμε συναντήσει στο Κίνσυ, θυμάστε, κι ίσως ακόμη ομορφότερο – δεν το λέω για να σας τραβήξω την προσοχή αλλά γιατί έτσι είναι.
Σ' εκείνα τα βουνά οι δρόμοι είναι απόκρημνοι. Τ' άλογά μας προχωρούσαν με δυσκολία. Ο νέος πήγαινε πρώτος. Ένα μονοπάτι που του φάνηκε συντομότερο και πιο βατό μας έκανε να ξεστρατίσουμε. Το λάθος ήταν δικό μου. Έπρεπε να 'χα εμπιστευτεί ένα μυαλουδάκι είκοσι χρονών; Κι ενώ έπεφτε το σούρουπο, εμείς προσπαθούσαμε να βρούμε το δρόμο μας μέσα στο δάσος, όσο όμως προσπαθούσαμε τόσο περισσότερο μπερδευόμασταν κι ήταν πια πίσσα σκοτάδι όταν φτάσαμε μπροστά σ' ένα ύποπτο και ζοφερό σπίτι. Μπήκαμε όχι χωρίς φόβο, ωστόσο τι μπορούσαμε να κάνουμε; Βρήκαμε μια ολάκερη οικογένεια ανθρακωρύχων στο τραπέζι. Μας κάλεσαν αμέσως να τους συντροφέψουμε. Ο φίλος μου δε δίστασε καθόλου: ριχτήκαμε λοιπόν στο πιοτό και το φαΐ. Ή τουλάχιστον εκείνος γιατί εγώ εξέταζα το μέρος και τις φυσιογνωμίες των οικοδεσποτών μας. Έμοιαζαν βέβαια με ανθρακωρύχους όμως το σπίτι είχε την όψη οπλοστασίου. Δεν έβλεπε κανείς τίποτε άλλο παρά όπλα, πιστόλια, σπαθιά, δίκοπα και κυνηγετικά μαχαίρια. Όλα αυτά με στενοχωρούσαν κι αντιλήφθηκα ότι κι εγώ στενοχωρούσα την ομήγυρη. Ο σύντροφός μου αντίθετα είχε γίνει ένα με την οικογένεια, γελούσε και συζητούσε μαζί τους και με μια απερισκεψία που έπρεπε να είχα προβλέψει, δήλωσε αμέσως από που ερχόμασταν, που πηγαίναμε κι ότι είμαστε Γάλλοι. Για σκεφτείτε! Ανάμεσα στους πιο θανάσιμους εχθρούς μας, μόνοι, μακριά απ' το δρόμο μας, μακριά από κάθε βοήθεια! Κι έπειτα, για να μην παραλείψει τίποτε που θα βοηθούσε στην καταστροφή μας, άρχισε να παρασταίνει τον πλούσιο και τους έταξε λαγούς με πετραχείλια για τις υπηρεσίες τους. Ύστερα μίλησε για το βαλιτσάκι του, παρακαλώντας να το φροντίσουν και να το βάλουν στο κεφάλι του κρεβατιού του σαν προσκεφάλι. Ω, νεολαία! Νεολαία! Είσαι για λύπηση! Θα νόμιζε κανείς ότι μεταφέραμε τα διαμάντια του στέμματος. Αυτό που τον ένοιαζε τόσο πολύ για το βαλιτσάκι του ήταν τα γράμματα της ερωμένης του.
Όταν τέλειωσε το δείπνο μας άφησαν. Οι οικοδεσπότες μας κοιμόντουσαν στο κάτω πάτωμα, εμείς στο πάνω, εκεί που είχαμε φάει. Ένα πατάρι, γύρω στα τρία μέτρα απ' το δάπεδο, όπου ανέβαινε κανείς από μια σκάλα, θα ήταν η κρεβατοκάμαρά μας. Ήταν κάτι σα φωλιά όπου για να φτάσουμε έπρεπε να συρθούμε κάτω από δοκάρια γεμάτα προμήθειες για όλο το χρόνο. Ο σύντροφός μου ανέβηκε μόνος και, μισοκοιμισμένος κιόλας, ξάπλωσε με το κεφάλι του πάνω στο πολύτιμο βαλιτσάκι. Εγώ, έχοντας αποφασίσει να μην κοιμηθώ, έριξα ξύλα στη φωτιά και κάθισα κοντά της.
Η νύχτα είχε σχεδόν περάσει χωρίς κανένα επεισόδιο, κι άρχισα να νιώθω ήρεμος. Τότε, όταν πια το χάραμα, δε θ' αργούσε, άκουσα τον οικοδεσπότη και τη γυναίκα του να μιλούν και να λογομαχούν από κάτω. Κολλώντας το αφτί μου στην καμινάδα που επικοινωνούσε με το κάτω δωμάτιο, άκουσα ολοκάθαρα αυτές τις λέξεις απ' τον άντρα: «Λοιπόν, για να δούμε, πρέπει να τους σκοτώσουμε και τους δύο;» Σ' αυτό η γυναίκα του απάντησε «Ναι». Κι ύστερα δεν άκουσα τίποτ' άλλο.
Πως να συνεχίσω; Έμεινα με κομμένη την ανάσα, παγωμένος σα μάρμαρο. Αν με βλέπατε, δύσκολα θ' αποφασίζατε αν ήμουν ζωντανός ή νεκρός. Θεέ μου! Τώρα που το σκέφτομαι! Οι δυό μας, σχεδόν άοπλοι, εναντίον δώδεκα ή δεκαπέντε που είχαν ένα σωρό όπλα! Κι ο φίλος μου πτώμα απ' τη νύστα και την κούραση! Να τον φώναζα ή να έκανα θόρυβο, δεν το τολμούσα. Πάλι να φύγω μόνος, ήταν αδύνατο. Το παράθυρο δεν ήταν ψηλό, στον κήπο όμως υπήρχαν δυό τεράστια σκυλιά που ούρλιαζαν σα λύκοι. Μπορείτε να φανταστείτε την αγωνία μου. Όταν πέρασε ένα ατέλειωτο τέταρτο, άκουσα κάποιον ν' ανεβαίνει τις σκάλες κι απ' τη χαραμάδα της πόρτας είδα τον πατέρα, με τη λάμπα στο ένα χέρι κι ένα απ' τα μακριά μαχαίρια του στο άλλο. Ανέβηκε με τη γυναίκα πίσω του ενώ εγώ είχα κρυφτεί πίσω απ' την πόρτα. Την άνοιξε αλλά πριν μπει άφησε κάτω τη λάμπα που την πήρε η γυναίκα του. Ύστερα μπήκε μέσα, ξιπόλητος, ενώ απέξω η γυναίκα του του είπε χαμηλόφωνα, σκεπάζοντας το φως της λάμπας με το χέρι της: «Πρόσεχε, μην κάνεις θόρυβο».
Ο άντρας της έφτασε στη σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι, τη σκαρφάλωσε με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια του και, φτάνοντας στο ύψος του κρεβατιού – ο άμοιρος νέος κειτόταν με το λαιμό του γυμνό – πήρε με το ένα χέρι το μαχαίρι και με το άλλο – ω! - άρπαξε ένα κομμάτι χοιρινό που κρεμόταν απ' την οροφή, έκοψε μια φέτα, και ξαναβγήκε απ' το δωμάτιο όπως είχε έρθει. Η πόρτα έκλεισε, η λάμπα εξαφανίστηκε, κι εγώ έμεινα μόνος με τις σκέψεις μου.
Μόλις ξημέρωσε, όλη η οικογένεια ήρθε με φωνές να μας ξυπνήσει όπως είχαμε ζητήσει. Μας έφεραν κάτι να φάμε, ένα θαυμάσιο πρωινό, σας βεβαιώνω. Εκτός των άλλων το αποτελούσαν και δυό κοκόροι που, όπως μας είπε ο οικοδεσπότης, θα τρώγαμε τον ένα και θα παίρναμε μαζί μας τον άλλο. Όταν τους είδα κατάλαβα την έννοια εκείνης της απαίσιας φράσης «Πρέπει να τους σκοτώσουμε και τους δύο;» και νομίζω πως έχετε αρκετή εξυπνάδα για να μαντέψετε κι εσείς τι σήμαινε.



ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΔΙΑΦΟΡΟΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1982

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Ο τελευταίος χορός του πολεμιστή – Carlos Castaneda



...Με κοίταξε σα να 'θελε να δει το αποτέλεσμα των λόγων του επάνω μου.
«Αυτό είναι το μέρος που θα πεθάνεις», είπε με απλή φωνή.
Αναταράχτηκα νευρικά, αλλάζοντας θέση, κι εκείνος χαμογέλασε.
«Θα πρέπει να ρθώ μαζί σου σ' αυτόν το λόφο πολλές φορές», είπε. «Και κατόπιν θα πρέπει να έρχεσαι μόνος σου ώσπου να κορεσθείς απ' αυτόν, ώσπου ο λόφος να σε διαποτίσει ολόκληρο. Θα καταλάβεις μόνος σου πότε θα γίνει αυτό. Πάντως, αυτή η κορφή, όπως είναι τώρα θ' αποτελέσει στο μέλλον το μέρος του τελευταίου σου χορού».
«Τι εννοείς λέγοντας ο τελευταίος μου χορός, Δον Χουάν;»
«Το μέρος αυτό είναι ο τελευταίος σου σταθμός», είπε. «Θα πεθάνεις εδώ, αδιάφορο αν θα βρίσκεσαι εδώ ή όχι. Κάθε πολεμιστής έχει ένα δικό του μέρος για να πεθάνει, ένα μέρος της δικής του προτίμησης που είναι γεμάτο από αξέχαστες αναμνήσεις και σημαδεμένο από σημαντικά γεγονότα. Ένα μέρος όπου έχει παραστεί μάρτυρας θαυμαστών πραγμάτων, όπου του έχουν αποκαλυφθεί μυστικά, κι όπου έχει τοποθετήσει το απόθεμα της προσωπικής του δύναμης.
»Ο πολεμιστής είναι υποχρεωμένος να επιστρέφει στο μέρος της προτίμησής του, κάθε φορά που αιχμαλωτίζει δύναμη, για να την αποθηκέψει εκεί. Επιστρέφει πραγματικά, πεζοπορώντας ή διαμέσου του ονείρου.
»Και τελικά, μια μέρα, όταν ο γήινος χρόνος του τελειώσει και νιώσει το άγγιγμα του θανάτου του στον αριστερό του ώμο, το πνεύμα του, που είναι πάντα έτοιμο, πετάει στο μέρος της προτίμησής του κι εκεί ο πολεμιστής χορεύει μέχρι να πεθάνει.
»Κάθε πολεμιστής έχει έναν ξεχωριστό τύπο, μια ξεχωριστή στάση δύναμης την οποία τελειοποιεί σ' ολόκληρη τη ζωή του. Πρόκειται για ένα είδος χορού, για μια σειρά κινήσεων που κάνει ο πολεμιστής κάτω από την επίδραση της προσωπικής του δύναμης.
»Αν ο πολεμιστής που πεθαίνει έχει περιορισμένη δύναμη, ο χορός του είναι σύντομος. Αν η δύναμή του είναι μεγάλη, ο χορός του είναι εξαίσιος. Ανεξάρτητα όμως από το αν η δύναμή του είναι μικρή ή μεγάλη, ο θάνατος πρέπει να σταθεί και να επιβεβαιώσει τον τελευταίο σταθμό του πολεμιστή στη γη. Ο θάνατος δεν μπορεί να πλήξει τον πολεμιστή που αναμετράει τον μόχθο της ζωής του για τελευταία φορά, μέχρι που να τελειώσει τον χορό του».
Τα λόγια του Δον Χουάν μου έφεραν ρίγος. Η ησυχία, το λυκόφως, το εξαίσιο τοπίο, όλα έμοιαζαν να έχουν τοποθετηθεί εκεί για να πλαισιώσουν την εικόνα του τελευταίου χορού του πολεμιστή.
«Μπορείς να με διδάξεις αυτό το χορό παρόλο που δεν είμαι πολεμιστής;» ρώτησα.
«Κάθε άνθρωπος που κυνηγάει τη «δύναμη» πρέπει να μάθει αυτό το χορό», είπε. «Δεν μπορώ όμως να σου τον διδάξω εγώ. Σύντομα μάλλον θα έχεις ένα άξιο αντίπαλο και τότε θα σου δείξω την πρώτη κίνηση της «δύναμης». Θα πρέπει να προσθέσεις και άλλες κινήσεις μόνος σου από κει και πέρα. Καθεμιά απ' αυτές τις νέες κινήσεις πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας πάλης με τη «δύναμη». Έτσι, η στάση του σώματος, η φόρμα που υιοθετεί ο πολεμιστής, είναι στην πραγματικότητα η ιστορία της ζωής του, ένας χορός που αναπτύσεται όσο εκείνος αναπτύσσει την προσωπική του δύναμη».
«Στέκεται πραγματικά ο θάνατος για να δει έναν πολεμιστή να χορεύει;»
«Ο πολεμιστής είναι μονάχα άνθρωπος. Ένας ταπεινός άνθρωπος. Δεν μπορεί να ανατρέψει τα σχέδια του θανάτου. Αλλά το τέλειο πνεύμα του, που έχει συσωρεύσει δύναμη ύστερα από εκπληκτικά κατορθώματα, μπορεί σίγουρα να συγκρατήσει τον θάνατό του για μια στιγμή, μια στιγμή αρκετά μεγάλη που θα του επιτρέψει να χαρεί για τελευταία φορά αναπολώντας την δύναμή του. Μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για μια χειρονομία που ο θάνατος κάνει μονάχα σ' εκείνους που έχουν τέλειο πνεύμα».
Ένιωσα μια ανησυχία να με πλημμυρίζει ολόκληρο και άρχισα να μιλώ μόνο και μόνο για ν' απαλλαγώ απ' αυτή. Τον ρώτησα να είχε γνωρίσει πολεμιστές που είχαν πεθάνει και με ποιο τρόπο ο τελευταίος τους χορός επηρέασε το θάνατό τους.
«Παράτα το αυτό», έκανε ο Δον Χουάν απότομα. «Ο θάνατος είναι μια τεράστια υπόθεση. Είναι κάτι περισσότερο απο το να κλωτσάς τα πόδια σου και να μουδιάζεις».
«Θα χορέψω κι εγώ στο θάνατό μου, Δον Χουάν;»
«Σίγουρα. Κυνηγάς τη «δύναμη» παρόλο που δεν ζεις σαν πολεμιστής ακόμα. Σήμερα ο ήλιος σου έδωσε έναν οιωνό. Οι καλύτερες δουλειές της ζωής σου θα γίνουν προς το τέλος της μέρας. Προφανώς δεν σου αρέσει το γεμάτο νεανικό σφρίγος φως του πρωινού. Δεν σε τραβάει το πρωινό ταξίδι. Προτιμάς τον ήλιο που βασιλεύει, κιτρινωπός και μειλίχιος. Δεν σου αρέσει η λάμψη. Προτιμάς την ανταύγεια.
«Θα 'ρθεις λοιπόν και θα χορέψεις στο θάνατό σου πάνω εδώ, σ' αυτή την κορφή, στο τέλος της ημέρας. Και καθώς θα χορεύεις τον τελευταίο χορό σου, θα ιστορείς τους αγώνες σου, τις μάχες που κέρδισες και τις μάχες που έχασες. Θα μιλήσεις για τις χαρές και για τα βάσανα που πέρασες αναζητώντας την προσωπική σου δύναμη. Ο χορός σου θα ιστορεί τα μυστικά και τα θαυμάσια πράγματα που αντιμετώπισες στη ζωή σου. Και ο θάνατός σου θα κάθεται εδώ και θα σε παρακολουθεί να χορεύεις.
»Ο ήλιος που θα βασιλεύει, θα λούζει το σώμα σου με φως χωρίς να το καίει, όπως έγινε σήμερα. Ο αέρας θα 'ναι ήρεμος και γλυκός και η κορφή του λόφου σου θα τρέμει. Καθώς θα ζυγώνεις προς το τέλος του χορού σου, θα κοιτάξεις τον ήλιο γιατί δεν θα τον ξαναδείς ποτέ ούτε ξύπνιος ούτε στο όνειρό σου, και τότε ο θάνατός σου θα δείξει προς το νοτιά. Προς την απεραντοσύνη».



Carlos Castaneda
Ταξίδι στο Ιξτλάν
Μετάφραση Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
Εκδόσεις Καστανιώτη 1978

Βλέμμα που καθηλώνει




Photo by Roger
Photo by © Giane Portal
Photo by Chris Yarzab
Photo by jasonfarmer
Photo by © Eleonora P.
Photo by jasonfarmer
Photo by © wazabees
Photo by Laura Bittner
Photo by © PinkyRabbit
Photo by © JMEphotos
Photo by Ryusuke

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Η δοκιμασία – Φραντς Κάφκα



Είμαι υπηρέτης, αλλά δουλειά δεν υπάρχει για μένα εδώ. Είμαι φοβισμένος και δεν κάνω βήμα προς τα μπρος, δεν μπαίνω καν στην ίδια γραμμή με τους άλλους, αλλά αυτό είναι μόνο η μια αιτία της απραξίας μου, και μπορεί κιόλας να μην έχει να κάνει τίποτα με την απραξία μου, η ουσία πάντως είναι, πως δεν καλούμαι για υπηρεσία, άλλοι έχουν κληθεί και δεν το έχουν επιδιώξει περισσότερο από μένα, ίσως και να μην είχαν ούτε την επιθυμία να κληθούν, ενώ εγώ τουλάχιστον την αισθάνομαι μερικές φορές πολύ έντονα.
Έτσι λοιπόν κάθομαι ξαπλωμένος στο ξυλοκρέβατό μου στην κάμαρα των υπηρετών, κοιτάζω τα δοκάρια ψηλά στην οροφή, αποκοιμιέμαι, ξυπνάω και ξανακοιμάμαι. Καμιά φορά πηγαίνω απέναντι στο καπηλειό, που σερβίρουν μια ξυνή μπύρα, έχει τύχει κιόλας να χύσω το ποτήρι μου από αηδία, μετά όμως ξαναπίνω. Μου αρέσει να κάθομαι εκεί, γιατί πίσω από το κλειστό παραθυράκι, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός από κανέναν, μπορώ να ατενίζω τα παράθυρα του οίκου μας. Δεν μπορείς να δεις και πολλά πράγματα εκεί προς την πλευρά του δρόμου, θαρρώ μόνο τα παράθυρα των διαδρόμων και φυσικά όχι εκείνων των διαδρόμων, που οδηγούν στις κατοικίες των κυρίων. Αλλά είναι δυνατό και να κάνω λάθος, κάποιος το είχε ισχυριστεί κάποτε, χωρίς μάλιστα να τον ρωτήσω γι' αυτό, και η γενική εντύπωση, που δίνει αυτή η πλευρά του σπιτιού, το επιβεβαιώνει. Σπάνια μόνο ανοίγονται τα παράθυρα, κι αν γίνει καμιά φορά αυτό, το κάνει κάποιος υπηρέτης, που ακουμπάει τότε στο παραπέτο και κοιτάζει για λίγο κάτω. Πρόκειται λοιπόν για διαδρόμους, όπου δεν θα τον αιφνιδιάσει κανείς. Εξάλλου δεν γνωρίζω αυτούς τους υπηρέτες, οι μόνιμα εκεί πάνω απασχολούμενοι υπηρέτες κοιμούνται αλλού, όχι στην κάμαρά μου.
Κάποτε, καθώς μπήκα στο καπηλειό, είδα στη θέση μου στο παρατηρητήριο να κάθεται κάποιος άλλος. Δεν τολμούσα να κοιτάξω καλά και δοκίμασα από την πόρτα να στρίψω και να φύγω. Αλλά ο επισκέπτης με φώναξε κοντά του και αποδείχτηκε, πως κι αυτός ήταν υπηρέτης, που κάπου τον είχε κάποτε πάρει το μάτι μου, χωρίς όμως να έχω μιλήσεςι μέχρι τώρα μαζί του.
«Γιατί θέλεις να φύγεις; Κάθησε κάτω και πιες! Κερνάω». Κάθησα λοιπόν. Με ρώτησε μερικά πράγματα, δεν ήξερα να του απαντήσω, ναι, δεν καταλάβαινα καν τις ερωτήσεις. Γι' αυτό του είπα: «Ίσως να μετανιώνεις τώρα, που με κάλεσες, γι' αυτό φεύγω», κι έκανα να σηκωθώ. Άπλωσε όμως το χέρι του πάνω από το τραπέζι και με τράβηξε κάτω: «Μείνε», μου είπε, «ήταν μονάχα μαι δοκιμασία. Όποιος δεν απαντά στις ερωτήσεις, έχει περάσει τη δοκιμασία”.


ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
Το Σινικό Τείχος
και άλλα διηγήματα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΜΒΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Η πανίδα των καθρεφτών – Χόρχε Λούις Μπόρχες



Ο πατήρ Φοντέκκιο της Κοινωνίας του Ιησού σχεδίασε σ' έναν απ' τους τόμους των Lettres edifiantes et curieuses, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το πρώτο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα, μια μελέτη για τις προλήψεις και τις πλάνες των κοινών ανθρώπων της Καντώνας. Στο προκαταρτικό σχεδίασμα σημείωσε ότι το ψάρι ήταν ένα πλάσμα που έλαμπε και κινιόταν γρήγορα και που δεν είχε πιάσει ποτέ του κανείς, αν και πολλοί έλεγαν ότι το είχαν δει στα βάθη των καθρεφτών. Ο πατήρ Φοντέκκιο πέθανε το 1736 κι έτσι το έργο που άρχισε έμεινε ατέλειωτο. Κάπου 150 χρόνια αργότερα, ο Χέρμπερτ Άλλεν Τζιλς ανέλαβε να τελειώσει το έργο, που είχε μείνει στη μέση. Σύμφωνα με τον Τζιλς, λοιπόν, η πίστη στο ψάρι αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου θρύλου, που φτάνει μέχρι τους μυθικούς χρόνους του Κίτρινου Αυτοκράτορα.
Τον καιρό εκείνο, ο κόσμος των καθρεφτών κι ο κόσμος των ανθρώπων δεν ήταν όπως σήμερα, απλώς ξεκομμένοι ο ένας απ' τον άλλο. Ήταν επιπλέον τελείως διαφορετικοί. Ούτε τα όντα, ούτε τα χρώματα, ούτε τα σχήματα ήταν τα ίδια. Και τα δυο βασίλεια, των καθρεφτών και των ανθρώπων, ζούσαν αρμονικά. Μπορούσες να πας και να 'ρθεις μέσα απ' τους καθρέφτες. Είχαν μεγάλη δύναμη, αλλά στο τέλος ενός αιματηρού πολέμου υπερίσχυσαν τα μαγικά όπλα του Κίτρινου Αυτοκράτορα. Απέκρουσε τους εισβολείς, τους φυλάκισε μέσα στους καθρέφτες και τους ανάγκασε να επαναλαμβάνουν σαν μέσα σε κάποιο όνειρο τις ανθρώπινες πράξεις. Τους απογύμνωσε απ' τη δύναμή τους κι απ' τη μορφή τους και τους περιόρισε στην εκτέλεση απλών δουλικών αντανακλάσεων. Θα 'ρθει, όμως, μια μέρα που θα λύσουν τα μαγικά ξόρκια.
Το πρώτο που θα ξυπνήσει θα είναι το ψάρι. Θα δούμε βαθιά μέσα στον καθρέφτη μιαν αμυδρή γραμμή που θα έχει ένα χρώμα εντελώς διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο χρώμα. Ύστερα θ' αρχίσουν να σαλεύουν κι άλλα σχήματα. Σιγά σιγά θα διαφέρουν από μας, θα πάψουν να μας μιμούνται. Θα ορμήσουν μέσα απ' τα φράγματα του γυαλιού και του μετάλλου και δε θα νικηθούν αυτήν την φορά. Στο πλευρό των πλασμάτων των καθρεφτών θα πολεμήσουν τα πλάσματα του νερού.
Στο Γιουνάν δε μιλούν για το ψάρι, αλλά για την τίγρη του καθρέφτη. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι λίγο πριν γίνει η επιδρομή, θ' ακούσουν την κλαγγή των όπλων να 'ρχεται απ' τα βάθη των καθρεφτών.



ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
Με συνεργασία Μαργαρίτας Γκουερέρο
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΩΝ ΟΝΤΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LIBRO 1983

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ - Νίκος Καββαδίας


Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
-μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο-
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

ΟΙ ΓΕΦΥΡΑΙΟΙ – ΠΑΥΛΟΣ ΣΠ. ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ



Το επίθετο «γεφυραίος» γενικώς δηλώνει (σημαίνει) τον ανήκοντα ή αναφερόμενο σε κάποια γέφυρα. Τη λέξη «γέφυρα» συνήθως την ετυμολογούν σα σύνθεση της φράσεως «γη επί ύδωρ». Κατά την άποψή μου πρόκειται για σύνθεση των λέξεων «γη» και «φύρω» (= βωμολοχώ, όπως ακριβώς γινόταν στους Γεφυρισμούς), πρβλ. και ρ. ολοφύρομαι, με τροπή του αι σε ε, όπως συμβαίνει π.χ. στο παράγωγο γεώδες απ' τη λέξη «γαία» (βλ. και την ονομασία Εκγαί, που σημαίνει όριον, στο εδάφιο Ιησ. Ναυή Ι, 27).
Η ονομασία Γέφυρα σήμαινε τρία τινά στους Έλληνες:
1.-την πόλη Τανάγρα της Βοιωτίας απ' όπου εξεδιώχθησαν οι Γεφυραίοι και που παλιότερα λεγόταν Ποιμανδρία.
2.-την θεά Δήμητρα (βλ. και Γεφυραίαν Δηώ) κατά τους Γεφυραίους.
3.-την απόσταση μεταξύ Αθηνών – Ελευσίνος.
Οι Γεφυρείς ήταν αρχαίος δήμος της Αττικής κοντά στην Ιερά Οδό, εκεί που συναντούσε τον ποταμό Κηφισό (κοντά στον σημερινό Άγιο Σάββα). Επισήμως θεωρούνται γηγενείς Αθηναίοι, που δεν είχαν σχέση με τους ετερόχθονους Γεφυραίους. Ωστόσο ο Κ. Μπίρης αποδίδει την ονομασία της οδού Γεφυραίων στους γνωστούς Γεφυραίους απ' τη Φοινίκη (διάβαζε Εβραίους) κι υπάρχει κι η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία οι Γεφυραίοι κατοικούσαν ακριβώς στους Γεφυρείς.
Απ' όλα αυτά προκύπτει ότι το επίθετο «γεφυραίος» ειδικώς δηλώνει (σημαίνει) τον ανήκοντα ή αναφερόμενο στη θεά Γέφυρα, δηλ. στη Δήμητρα, που λάτρευαν οι Γεφυραίοι. Οι αναφορές, που έχουμε για τους Γεφυραίους, μας τους παρουσιάζουν σα λαό με ιδιάζουσες τελετές και με θρησκευτικά έθιμα άγνωστα τους μη ανήκοντες στο γένος τους.
Ξέρουμε πάντως πως είχαν ιερό της Δήμητρας Αχαίας* και λάτρευαν τη Γεφυραία Δηώ. Οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν εγκατεστημένοι στην Αττική μέσω ιδιαιτέρων συμφωνιών, μετά την αποπομπή τους από τη Βοιωτία.
Ιδιαιτέρως όμως Γεφυραίοι ονομάζονταν από παληά οι αρχιερείς των Αθηναίων, που είχαν κυρίως καθήκοντα αρχειοφυλάκων, άρα ήσαν αντίστοιχοι προς τους ποντίφηκες της Ρώμης, ιδιαίτερα τον Pontifex Maximus, τον σημερινό Πάπα.
Η ονομασία Ποντίφηξ (pontifex) βγαίνει από τη σύνθεση των λέξεων pontis (γενική της λ. pons = γέφυρα, που προέρχεται από την Παλαιοελληνική λέξη «πόντος» = θάλασσα), και το ρήμα facio = κατασκευάζω, άρα «ποντίφηκας» σημαίνει γεφυροποιός, ή ευρύτερα γεφυραίος. Η αρχαιότατη και ιδιαίτερης πολιτικής σημασίας αλήθεια ( = κρίσιμον σημείον) της φυλάξεως των αρχείων από το Ιερατείο τονίζεται στο 23, Α του Τίμαιου (έργου του Πλάτωνος), όπου αναφέρεται:
«πάντα γεγραμμένα εκ παλαιού τηδ' εστίν εν τοις ιεροίς και σεσωσμένα», δηλ. «όλα (όσα συνέβησαν) είναι καταγεγραμμένα από παληά (και) βρίσκονται μέσα στους ναούς (όπου) και έχουν διασωθή» (ενν. απο τη λήθη των επερχομένων ή την οποιαδήποτε φθορά). Βλ. επίσης στον Ηρόδοτο (Β: Ευτέρπη, σ. 58 παρ. 143) τη σχετική έννοια «πίρωμις».
Η αναφερόμενη στο ίδιο βιβλίο ταυτότητα της Αθηνάς με τη Νηίθ της Σαΐδος ενισχύει τις κατ' αρχήν υποψίες, ότι αιγύπτιοι ιερείς της Αθηνάς από τη Σαΐδα, καλούμενοι Γεφυραίοι, κατείχαν τα αρχεία των αρχαίων Αθηναίων ή Κραναών, με ό,τι τούτο συνεπάγεται για την ιστορική λογοκρισία και τη διαστρέβλωση ή εξαφάνιση της πραγματικότητας και των αληθινών γεγονότων.
Η παρεμβολή άλλωστε του αιγυπτιακού ιερατείου στα ελληνικά πράγματα είναι έκδηλη και πασίδηλη, τουλάχιστον στην περίπτωση της ιδρύσεως του μαντείου της Δωδώνης** αφ' ενός και των μυστηρίων των Σκιροφορίων, που η αρχή τους ανάγεται στον μάντιν Σκίρον της Δωδώνης.
Ιδιαιτέρως όμως η γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Διός με χειρουργική επέμβαση του Ηφαίστου = Φθα παραπέμπει ευθέως στην πασίγνωστη τεχνική των βασιλικών τρυπανιστών της Υψηλής Πύλης ή Περ Αά (= Φαραώ).

Μια υποσημείωση στις Όρνιθες του Αριστοφάνους

Η μοίρα των Γεφυραίων, σα νομάδων, να περιφέρωνται και γενικώς να περιπλανώνται (βλ. έργο «Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος») θυμίζει τη μοίρα, πρακτική και τακτική των αποδημητικών πτηνών. Τα πτηνά, καλούμενα γενικώς όρνεα (προς ρ. Όρνυμι = πετάω προς ρ. Αίρομαι) και ειδικώς όρνιθες (τα κατοικίδια, κυρίως οι κόττες) κρυπτογραφούνται στο βιβλίο Godmakers (= Οι Θεοποιοί) του Fr. Herbert (με κεντρικό ήρωα τον Όρν) και αποκρυπτογραφούνται στο βιβλίο «Αιώνια ζωή» του Ζακ Ατταλί σαν Εβραίοι ή (κατ' αυτόν) Σιβ, με μια αναφορά στις όρνιθες (συγκεκριμένα στους παπαγάλους = ψιττακούς) να διατρέχη όλο το μυστηριακό και νοσταλγικό καμβά του μυθιστορήματός του***.
Φαίνεται πως και οι δύο συγγραφείς έχουν εμπνευσθή από τις Όρνιθες του Αριστοφάνους, ενός νεφελοκοκκυγιακού – όπως θα λέγαμε σήμερα – ή ουτοπικού σχεδιασμού, που κατευθύνεται στην ίδρυση μιας ουράνιας πολιτείας για τα πτηνά (όρνιθες), που θα λέγεται Νεφελοκοκκυγία.
Η φράση «κοκκυβόας όρνις» για τον πετεινό, σε σχέση με την περίφημη φράση στο Ευαγγέλιο «πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις», παραπέμπει στην αρχαία διαπίστωση «εχειροτόνησαν γαρ με κόκκυγές γε τρεις» (Αρστφ. Αχ. 598), που επιβιώνει στη σύγχρονη φράση – παροιμία «τρεις κι ο κούκος». Το γνωστό μας κικιρρίκου είναι η Παλαιοελληνική λ. κίκιρρος (= αλέκτωρ), που εμφανίζεται με την συντομευμένη μορφή κίκκα = κότα (αλεκτρίς) και κικκός = κόκκορας (αλεκτρυών).
Ωστόσο η λ. κικκός σημαίνει και τον κλέφτη (στα L. Clepta) ή φωρ (στα L. Furax) και η λ. κίκους τον νέον τέττιγα.
Το ότι η λ. κίκκη σημαίνει: 1) την από των αιδοίων δυσοσμία και 2) τη συνουσία, σε σχέση με τη λ. οχείον ( = κάτι σχετικό με συνουσία) που σημαίνει επίσης τον κόκκορα, δείχνει την ουσία (και το ζητούμενο) των γεφυρισμών, που χαρακτηρίζει την έκφραση του Αριστοφάνους, και κατατείνει στον τονισμό της δημιουργικότητας μέσα από τα όργανα, που χρησιμοποιούν τα πρωτεύοντα θηλαστικά για τη διαιώνιση του είδους τους. Έτσι η λ. κόκκος σημαίνει σαν έννοια Α:
1) την κοχενίλλη, το ζωύφιο της δρυός, που δίνει την κόκκινη βαφή
2) το κόκκινο χρώμα
3) το γυναικείο μόριο
4) τους όρχεις (στον πληθυντικό: κόκκοι)
Στη συνέχεια η λ. κόκκυξ σημαίνει, σαν έννοια Β:
1) το πουλί που ξέρουμε σαν κούκκο
2) το ιερό πτηνό της Ήρας, που κάθεται στο σκήπτρο της (πρβλ. κοκκοβάρη = γλαυξ = κριγή, η κουκουβάγια της Αθηνάς)
3) τον τραυλό, σαν παρωνύμιο του Βάττιος
4) είδος ιχθύος, που ο ψόφος του μοιάζει με του κούκκου
5) τον όλυνθο, είδους σύκου που ωριμάζει πρόωρα
(πρβλ. την Όλυνθο, πόλη στη Χαλκιδική, σύμμαχο των Αθηναίων, και τις επιθέσεις του Φιλίππου Β' εναντίον της, με την προσέγγιση του Φιλίππου στον Βαρθολομαίο ή Ναθαναήλ, που κάθεται κάτω από τη συκιά)
6) το ιερόν οστούν, απ' όπου αρχίζουν οι 33 σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης
7) σημάδι πάνω στον ώμο του ίππου (αντιπρβλ. ζέαν στο Κεφ. 13: ο Μυστικός Δείπνος)
Στη συνέχεια η λ. κοκκύαι (ή κοκύαι) σημαίνει, σαν έννοια Γ, 1) τους προγόνους (στα ιωνικά), σαν «ήδη κεκομμένους» και 2) την ανεμώνη, συνώνυμη λ. της κοκκυγίας, ώστε ο συνδυασμός Β3 & Β4 με το Γ2 παραπέμπει στον κοκκύτη, την ενοχλητική και επικίνδυνη ασθένεια, που την καταπολεμούσαν με την ειδική ουσία της ανεμώνας ή αγριοπαπαρούνας.
Ο συνδυασμός Γ1 προς Α3 προς Β2 προς Β5 δείχνει τη λειτουργικότητα της Ήρας, σαν κυρίας (lady) του νομίμου γάμου, με το περιεχόμενο της 1ης Εντολής: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε».
Περαιτέρω η λ. κοκκίς, σαν έννοια Ε, σημαίνει: 1) τον αίγειρο 2) τις κόκκινες εμβάδες και 3) την κεγχραμίδα του σύκου.
Επομένως η Νεφελοκοκκυγία αναλύεται στις έννοιες Νεφέλη (βλ. Γ1 ως μήτηρ του Φρίξου και της Έλλης) και κοκκυγία (βλ. Γ2), προκειμένου ο νυμφίος Πισθέταιρος να ενωθή με τη Βασιλεία (βλ. ΧV: Το κείμενο της Ρωσέττης) υπό την επιτήρηση του έποπος Τηρέως (πρβλ. έποπα στο Ζαχ. Ε' 9 προς τις αποτρεπτικές εντολές του παλαιοδιαθικικού κειμένου: «βδελύξεσθε» (Λευ. ΙΑ, 19) και «ου φάγεσθε» (Δευτ. ΙΔ, 17)



________________
* Βλ. και θεότητα Αχιγιάβα στην Μ. Ασία προς Αχιγιάβα – οι Έλληνες (βλ. και «Πελασγικά» Θωμόπουλου) στη γλώσσα της Μ. Ασίας.
** Ο Ζευς τιμώμενος στα Νάια της Δωδώνης ως Νάιος, μας θυμίζει τη λ.νάγια, συνώνυμη της λ. κόμπρα, δηλ. το φίδι που παριστάνεται σαν ουραίον (uraeus) στο στέμμα του Φαραώ, τον «δράκοντα (= φίδι) τον μέγαν»(Ιεζ. ΚΘ', 3). Βλέποντας πως στο κείμενο της Ρωσέτης τα «βασίλεια» συνάπτονται με την ασπίδα, πρέπει να υποθέσουμε πως η λ. ασπίς σημαίνει την κόμπρα, φίδι που θεωρείται (η ασπίς) ιθαγενές της Λιβύης, όπως και η έφα ιθαγενές της αιγυπτιακής ερήμου.
*** Η έννοια της Γέφυρας, στην Κανά (= κόκκινο ή κόκκος) αποτελεί καθοριστικό και καταλυτικό στοιχείο στο βιβλίο του Ατταλί. Οι κωδικοί SY και UR βασίζονται στην ιδιοτυπία των 22 γραμμάτων του εβραϊκού αλφαβήτου (3 Μητέρες, 7 Διπλά και 12 Απλά) ή καρτών της Μ. Αρκάνας (βλ. Ε: Παράρτημα, Κείμενο VIII περί Αρτέμιδος).

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Πως μπορέσαμε να ζήσουμε χωρίς αυτές τις εφευρέσεις????


ΑΥΓΟΣΠΑΣΤΗΣ 
¿Πως μπορέσαμε να ζησουμε τοσο καιρο χωρις αυτο το τοσο χρησιμο? 
ΠΑΝΤΟΦΛΕΣ ΜΕ ΦΩΣ 
Απαραιτητο για την νυχτερινη τουαλέττα 

 
 
  
ΡΟΥΧΟ ΓΙΑ ΜΩΡΟ ΜΕ ΞΕΣΚΟΝΟΠΑΝΟ 
Το μωρο κυλιέται ελεύθερα και συγχρόνως βοηθάει στην καθαριοτητα 

 
 
 
  
ΜΑΝΤΗΛΙ ΠΟΥ ΜΑΖΕΥΕΙ ΤΙΣ ΜΙΞΕΣ 
Elemental evolutión αγαπητέ Watson 

 
 
  
ΑΝΕΜΙΣΤΗΡΑΣ ΓΙΑ SPAGUETTI 
Πριν γινοταν χρησιμοποιώντας τους πνεύμονες. 

 
 
 
  
ΡΟΜΠΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΙΑ ΜΑΥΡΙΣΜΑ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ 
Εσυ εχεις απλό μαυρισμα? 

 
 
 
  
ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ ΜΕ PUZZLE 
Σταματα να χτυπαει οταν το φτιάχνεις: ξεχνα το απλο χτύπημα και συνέχεια του υπνου 

 
 
  
ΚΙΝΗΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ 


 
 
  
ΚΑΘΙΣΜΑ ΓΙΑ ΑΝΤΡΕΣ 


  
  
ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ REMOTE CONTROL

 
 
  
ΘΗΚΗ ΓΙΑ ΜΠΑΝΑΝΑ 
¿…η  εισαι απο εκεινους που μεταφερουν τα παντα σε σακούλες οπως οι γιαγιαδες? 

KAΛΤΣΕΣ ΜΕ ΘΕΡΜΑΝΣΗ 
ΜΕ ΕΠΙΠΛΕΟΝ $ 100, ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΛΙΠ 

 
 
  
ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΟ ΚΑΘΙΣΜΑ ΤΟΥΑΛΕΤTAΣ  
Τι μονο να τρώμε στο φως των κεριων 

 
 
  
ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ ΜΕ ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ 


 
 
 
  
ΧΑΡΤΙ ΤΟΥΑΛΕΤΤΑΣ ΜΕ ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΑ 
Πρακτικο, χρησιμο και εαν δεν υπάρχει λυση… 

 
 
 
  
ΑΝΤΡΙΚΕΣ ΤΟΥΑΛΕΤΤΕΣ 
Πισω απο το δεντρο ειναι το καλυτερο μερος, αυτη ειναι η εκδοχη  2.0 

 
  
ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΟ KEYBOARD 


 
 
 
  
ΟΛΙΚΗ ΟΜΠΡΕΛΑ 
Nεες λυσεις σε παλια προβληματα 


ΖΩΝΗ ΜΕ ΜΕΤΡΗΤΗ ΔΙΑΙΤΑΣ 

 
 
  
ΜΕΤΑΦΟΡΕΑΣ ΓΑΤΩΝ 
T
 
 
 
  
ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΟ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ 


 

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ – ANANDA K. COOMARASWAMY



Το νόημα του θανάτου ειναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με το νόημα της ζωής. Η ζωική μας εμπειρία σχετίζεται μόνο με το σήμερα, αλλά η διάνοιά μας λαμβάνει υπ' όψη της επίσης το αύριο. Ως εκ τούτου, στον βαθμό που η ζωή μας είναι διανοητική, και όχι μόνο αισθησιακή, ενδιαφερόμαστε αναπόφευκτα για το ερώτημα: τι γινόμαστε «εμείς» την επαύριο του θανάτου μας; Αυτό, προφανώς, είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί μόνον εφόσον έχουμε ορίσει το τι ή ποιοί είμαστε «εμείς» τωρα, θνητοί ή αθάνατοι. Η βασιμότητα του ερωτήματος εξαρτάται άμεσα από την ιδέα που έχουμε σχηματίσει, αφενός όσον αφορά τη «διφυή» φύση του ανθρώπου, και αφετέρου από την αντίληψή μας όσον αφορά το είναι δίχως περιορισμούς.
Το σύνολο της παράδοσης της Αιωνίου Φιλοσοφίας, Ανατολικής και Δυτικής, αρχαίας και σύγχρονης, προβαίνει σε έναν σαφή διαχωρισμό της ύπαρξης από την ουσία, του γίγνεσθαι από το είναι. Η ύπαρξη αυτού του «διφυούς» ανθρώπου ο οποίος μιλά για τον εαυτό του λέγοντας «εγώ», είναι διαδοχή στιγμών συνειδητότητας, οι οποίες διαρκώς μεταβάλλονται. Με άλλα λόγια, αυτός ο άνθρωπος δεν παραμένει ποτέ ο ίδιος μέσα στη διαδοχή του χρόνου. Γνωρίζουμε μόνο το παρελθόν και το μέλλον, ποτέ το παρόν, και έτσι δεν υπάρχει χρονική στιγμή για την οποία να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ανήκει στον εαυτό μας, ή σε οποιαδήποτε άλλη έκφραση του «είναι». Αμέσως μόλις ρωτήσουμε τι είναι, έχει «γίνει» κάτι άλλο. Και αν κάνουμε το λάθος να εκλαμβάνουμε αυτήν την αδιάκοπη διαδοχή σαν πραγματική ύπαρξη, αυτό οφείλεται απλώς και μόνο στο γεγονός ότι οι αλλαγές που συντελούνται από τη μια στιγμή στην άλλη είναι συνήθως τόσο ανεπαίσθητες ώστε δεν υποπίπτουν στην αντίληψή μας.
Τα παραπάνω ισχύουν τόσο για την ψυχή όσο και για το σώμα. Η συνειδητότητά μας είναι ένα ρεύμα, κάθε τι ρέει, και «δεν μπορείς να μπεις ποτέ δυο φορές στον ίδιο ποταμό». Επιπλέον, ιδωμένο από ατομική σκοπιά, κάθε ρεύμα συνειδητότητας έχει μια αρχή και συνεπώς θα έχει και ένα τέλος. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια ατομική συνείδηση είναι δυνατό να επιβιώσει της διάλυσης του σώματος (καθώς μάλιστα γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια ποικιλία αδιόρατων υποστατικών φορέων της συνείδησης εκτός της χονδροειδούς «ύλης» που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας), είναι προφανές ότι μια τέτοιου είδους «επιβίωσης της προσωπικότητας» στον χρόνο δεν μας παρέχει καμμιά απόδειξη ότι η συγκεκριμένη ύπαρξη μπορεί να διαρκέσει αιώνια. Το σύμπαν, όσους πολλαπλούς «κόσμους» κι αν φανταστούμε ότι περιέχει (παραδείγματος χάριν τόπους συν-πιθανοτήτων), μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνον ως περιβάλλων χώρος, ποτέ όμως σαν κάτι εκτός χρόνου. Για παράδειγμα δεν μπορούμε να ρωτήσουμε «τι έκανε ο Θεός προ της δημιουργίας του κόσμου», γιατί ο κόσμος και ο χρόνος είναι έννοιες σύμφυτες και δεν νοούνται χωριστά. Εάν υποθέσουμε ότι το σύμπαν είχε μια αρχή, υποθέτουμε επίσης ότι θα έχει κι ένα τέλος, όταν ο χρόνος και ο χώρος θα πάψουν να υφίστανται. Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε υπάρχει χωροχρονικά αργά ή γρήγορα θα φθάσει σ' ένα τέλος. Τονίζουμε ιδιαίτερα αυτό το σημείο επειδή είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι πνευματιστικές «αποδείξεις» της επιβίωσης της προσωπικότητας, ακόμα κι αν έχουν κάποια βασιμότητα, δεν αποτελούν καθόλου αποδείξεις αθανασίας, αλλά μόνο μιας επιμήκυνσης της προσωπικής υπάρξης. Το να συμπεράνουμε μια τέτοιου είδους επιβίωσης της προσωπικότητας μετά θάνατον, σημαίνει απλώς ότι μεταθέτουμε το πρόβλημα.
Το σύνολο της παράδοσης για την οποία μιλάω θεωρεί λοιπόν -συμφωνώντας ως έναν βαθμό με τις «υλιστικές» ή «μηδενιστικές» θεωρίες- ότι γι' αυτόν τον «τάδε άνθρωπο», που έχει συγκεκριμένο όνομα, χαρακτηριστικά και ιδιότητες, δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα αθανασίας. Η ύπαρξή του υπό οποιεσδήποτε συνθήκες είναι αδιάκοπα μεταβαλλόμενη, και «κάθε αλλαγή είναι θάνατος». Σε κάθε αυθεντικό πνευματικό χώρο, θεωρείται παρομοίως ότι δεν υπάρχει «καμμιά (ατομική) συνείδηση μετά θάνατον». Οτιδήποτε έχει γεννηθεί πρέπει να πεθάνει, οτιδήποτε σύνθετο πρέπει να διασπαστεί, και θα ήταν άχρηστο να θρηνήσουμε ό,τι είναι σύμφωνο με τη φύση των παραγμάτων.
Αλλά το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Είναι αλήθεια ότι τίποτα εκ φύσεως θνητό δεν μπορεί να γίνει αθάνατο, άσχετα με το αν η χρονική του διάρκεια είναι μεγάλη ή μικρή. Εν τούτοις, η παράδοση επιμένει ότι θα έπρεπε να «γνωρίζουμε τον εαυτό μας», να γνωρίζουμε τι και ποιοί είμαστε. Συγχέοντας την προαίσθηση του αληθινού Είναι μας με την καθημερινή συνειδητότητα, έχουμε λησμονήσει τους εαυτούς μας. Η περίπτωση, πράγματι, είναι μια περίπτωση αμνησίας και λάθους ταυτότητας. Ας ξαναθυμηθούμε ότι ένα «πρόσωπο» είναι πρωταρχικά μια μάσκα, μια μεταμφίεση, ότι «όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή θεάτρου», και ότι θα ισοδυναμούσε με παιδαριώδη παράνοια να υποθέσουμε ότι τα πρόσωπα του δράματος είναι αυτά καθευατά τα «πραγματικά πρόσωπα» των ίδιων των ηθοποιών. Από την παραδοσιακή άποψη το Καρτεσιανό cogito ergo sum είναι μια απόλυτη ανακολουθία και ένα κυκλοτερές επιχείρημα. Γιατί στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να πούμε «cogito» αλλά «cogitatur». «Εγώ» ούτε σκέπτομαι ούτε βλέπω, αλλά υπάρχει ένας Άλλος μέσα μου ο οποίος βλέπει, ακούει, σκέπτεται και δρα μέσα από μένα. Μια Ουσία Φωτιάς, Πνεύματος ή Ζωής, που δεν είναι περισσότερο δική μου απ' ότι δική σου, αλλά που ποτέ αυτή η ίδια δεν γίνεται οποιοσδήποτε. Μια Αρχή που εμπνέει και ζωοποιεί το ένα σώμα κατόπιν του άλλου, και που εκτός αυτής τίποτ' άλλο δεν μετοικεί, μια Αρχή που ποτέ δεν γεννήθηκε και ποτέ δεν πεθαίνει, παρότι προϊσταται κάθε γέννησης και θανάτου («ούτε σπουργίτι δεν πέφτει στο έδαφος...»). Αυτή είναι μια Ζωή που διάγεται dove s' appunta ogni ubi ed ogni quande, ένας τόπος χωρίς διαστάσεις, ένα τώρα χωρίς διάρκεια, του οποίου η εμπειρική γνώση είναι αδύνατη, και το οποίο μπορεί να γνωσθεί μόνο α-μέσως. Αυτή η Ζωή δεν είναι παρά το «Πνεύμα» που «παραδίδουμε» κατά τη στιγμή του θανάτου, όταν το πνεύμα επιστρέφει στην πηγή του και η σκόνη στη σκόνη.
Όλες οι παραδόσεις ανέκαθεν επιβεβαίωναν ότι «υπάρχουν δύο μέσα μας». Οι θνητές και αθάνατες «ψυχές» του Πλάτωνα, οι Νεφές και Ρουάχ του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού, η «ψυχή» και η «Ψυχή της ψυχής» του Φίλωνα, ό,τι παρίσταναν οι Αιγύπτιοι με τον Φαραώ και το Κα, ο εξωτερικός και εσωτερικός Σοφός των Κινέζων, ο εξωτερικός και εσωτερικός άνθρωπος του Χριστιανισμού, η ψυχή και το Πνεύμα, ο «εαυτός» και ο «αθάνατος Εαυτός του εαυτού» της Βεδάντα, όλα αποτελούν απεικονίσεις της ίδιας αλήθειας. Από τη μια υπάρχει η ψυχή, ο εαυτός, ή η ζωή που ο Χριστός απαιτεί από εμάς να «μισήσουμε» και να «απαρνηθούμε» εάν πρόκειται να τον ακολουθήσουμε, και από την άλλη η ψυχή ή ο εαυτός που δύναται να σωθεί. Αφενός μας δίνεται η προσταγή «γνώθι σαυτόν», και αφετέρου μας αποκαλύπτεται «Αυτό (ο Αθάνατος Εαυτός του εαυτού) είσαι εσύ». Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι: προς ποιον πρέπει να πορεύομαι; προς τον εαυτό ή προς τον Αθάνατο Εαυτό;
Από την απάντηση αυτού του ερωτήματος, εξαρτάται και η απάντηση στην ερώτηση: Τι συμβαίνει στον άνθρωπο μετά θάνατον; Είναι σίγουρα προφανές, απ' όσα έχουν ειπωθεί ως τώρα, ότι αυτή είναι μια διφορούμενη ερώτηση. Αναφορικά με ποιον γίνεται η ερώτηση; Αναφέρεται στον άνθρωπο ή στον Άνθρωπο; Στην περίπτωση του πρώτου, μπορούμε να απαντήσουμε απλώς ρωτώντας: Τι υπάρχει από αυτόν που θα μπορούσε να επιβιώσει διαφορετικά παρά σαν κληρονομιά στους απογόνους του; Και στην περίπτωση του δεύτερου ρωτώντας επίσης: Τι υπάρχει σε αυτόν που θα μπορούσε να πεθάνει; Εάν σε τούτη τη ζωή – καθώς «άπαξ και εκπνεύσει ο χρόνος η ευκαιρία σου έχει χαθεί» - έχουμε καταφέρει να θυμηθούμε τον Εαυτό μας, τότε όντως «Αυτό είσαι εσύ», αλλά εάν όχι, τότε «η καταστροφή είναι μεγάλη».
Εάν έχουμε γνωρίσει εκείνον τον Άνθρωπο, τότε μπορούμε να αναφωνήσουμε μαζί με τον Απ. Παύλο, «ζω δε ουχί πλέον εγώ, αλλ' ο Χριστός ζη εν εμοί». Όποιος είναι σε θέση να το πει αυτό, ή οτιδήποτε ισοδύναμο σε οποιαδήποτε διάλεκτο μιας άλλης γλώσσας, είναι ότι ονομάζεται στην Ινδία Τζιβάν-μούκτα, δηλαδή ένας «ελεύθερος άνθρωπος εδώ και τώρα». Αυτός ο άνθρωπος, ο Παύλος, ανήγγειλε τον δικό του θάνατο. Τα λόγια «ιδέτε έναν νεκρό περιπατούντα», θα μπορούσαν να έχουν ειπωθεί γι' αυτόν. Τι απομένει απ' αυτόν όταν το σώμα πάψει να αναπνέει, εκτός από τον Χριστό; Ο ίδιος ο Χριστός έχει πει: «Ουδείς ανέβη εις τον ουρανόν ειμή ο καταβάς εκ του ουρανού, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ».
«Η βασιλεία του Θεού δεν είναι για κανέναν άλλον, παρά μόνο για τους τελείως νεκρούς» (Meister Echart). Άρα λοιπόν, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου διδασκάλου, «η (ατομική) ψυχή πρέπει να πεθάνει». Γιατί τι άλλο σημαίνει το να «μισήσουμε» και να «απαρνηθούμε» εαυτούς; Δεν είναι αλήθεια ότι «όλες οι Γραφές διαλαλούν μεγαλοφώνως την ελευθερία από τον εαυτό»;
Με ποιον τρόπο ο άνθρωπος γίνεται αιώνιος; Η παραδοσιακή απάντηση δίνεται στα λόγια του Τζαλαλουντίν Ρουμί και του Άγγελου Σιλέσιου: «Πέθανε πριν πεθάνεις». Μόνο οι νεκροί γνωρίζουν τι σημαίνει να είσαι νεκρός.



ANANDA K. COOMARASWAMY
[ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ]
ΜΕΤΟΙΚΗΣΗ ΜΕΤΕΜΨΥΧΩΣΗ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ & ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΝΑΣΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1993