Φτάσαμε σ' έναν ήλιο τόσο διάφανο και ανάριο που δεν είναι σίγουρο καν αν υπάρχει...
«Ποια είναι αλήθεια η φύση, η ουσία... το χαρακτηριστικό της ύπαρξης; Όχι δεν εννοώ της ζωής, αλλά κυριολεκτικά αυτής της ίδιας της ύπαρξης. Τι είναι εκείνο που κάνει κάτι να υπάρχει, και κάτι να μην υπάρχει;Τι σημαίνουν τελικά αυτές οι λέξεις, που τόση κατάχρηση τους κάνουμε καθημερινά; Αν συμφωνήσουμε με την αντίληψη του Μπεργκσόν, ότι δεν μπορούμε να δεχτούμε καν την ιδέα της ανυπαρξίας – μια και δεν μπορεί να υπάρχει... ανυπαρξία – τότε ποιο νόημα έχει πάλι η λέξη “ύπαρξη”; Με τι μπορούμε να την αντιπαραθέσουμε για να έχουμε κάποια διάκριση, κάποια αναγκαία αντίθεση;
Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι η μοίρα κάθε τέτοιας ανάλυσης είναι καταδικασμένη να καταλήγει σε ασυνάρτητες εκφράσεις σαν τις παραπάνω. Δυστυχώς, αυτό δεν καταργεί το αρχικό θεμελιώδες ερώτημα. Απόδειξη ο ήρωας του επόμενου διηγήματος που προσπάθησε ν' ακολουθήσει τις σχετικές συνέπειες ως το τέλος.
Τώρα που το σκέφτομαι... Ποιο τέλος;» Γιώργος Μπαλάνος
Τον είχαν βρει να τριγυρίζει άσκοπα στους δρόμους και δεν είχαν καταφέρει ακόμη να μάθουν ούτε τ' όνομά του. Κανένας δεν τον είχε αναζητήσει, ούτε στο αστυνομικό τμήμα όπου έμεινε για κανά εικοσιτετράωρο, ούτε στην ψυχιατρική κλινική όπου βρισκόταν τώρα. Ο γιατρός τον κοίταξε σκεφτικά. Κι όμως... δε φαινόταν αλήτης... δεν έδειχνε για άνθρωπος χωρίς κανέναν στον κόσμο. Ο γιατρός δεν μπορούσε να το καταλάβει...
Ο άγνωστος ήταν μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι ατενίζοντας ίσια μπροστά, ανέκφραστα, χωρίς να δίνει καμια σημασία στο γιατρό δίπλα του, λες κι ο τελευταίος δεν υπήρχε καν. Ο γιατρός τον κοίταξε για λίγες στιγμές ακόμη, εξεταστικά, με κάτι παραπάνω από επαγγελματικό ενδιαφέρον. Ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση...
Ο άγνωστος φορούσε ένα ακριβό, καλοραμμένο κοστούμι όταν τον έφεραν οι αστυνομικοί. Τα παπούτσια και τα υπόλοιπα ρούχα του ήταν της ίδιας κλάσης. Τα χέρια του δεν έδειχναν άνθρωπο που δούλευε μ' αυτά για να βγάλει το ψωμί του. Δεν πρέπει να ήταν συνηθισμένα σε πιο βαρύ εργαλείο από το χρυσό στυλό που είχε στην τσέπη του. Το πρόβλημα ήταν ότι αυτό ήταν και το μοναδικό αντικείμενο που είχε στην τσέπη του. Κανένα στοιχείο, κανένα χαρτί, τίποτα που να δείχνει ποιος ήταν.
Στην αρχή οι αστυνομικοί που τον σταμάτησαν στο δρόμο σκέφτηκαν ότι ήταν μεθυσμένος, μετά ότι είχε πάθει ανμησία, μετά ότι ήταν τρελός. Έτσι, κάποτε, έφτασε στην ψυχιατρική κλινική. Είχε σχεδόν τρελάνει τους αστυνομικούς, πριν τον κουβαλήσουν εκεί, με τις παράξενες απαντήσεις του στις ερωτήσεις τους. Για μια στιγμή είχαν φανταστεί ότι τους κορόιδευε.
Τον είχαν ρωτήσει ποιος ήταν.
“Δεν είμαι”, είχε απαντήσει εκείνος, με άχρωμη, ουδέτερη προφορά. Η φωνή του έδειχνε άνθρωπο μορφωμένο, χωρίς όμως να προδίδει και την καταγωγή του.
“Μας κοροιδεύετε, κύριε;” τον αγριοκοίταξε ο αστυνομικός που είχε κάνει την ερώτηση. Η εμφάνιση του αγνώστου τον έκανε να μην του μιλήσει στον ενικό, τουλάχιστον όχι ακόμη.
“Δεν μπορώ να κοροιδέψω κάτι που δεν υπάρχει”, αποκρίθηκε ο άλλος με τον ίδιο τρόπο.
“Τι δεν υπάρχει;” ρώτησε σαστισμένα ο αστυνομικός. Δεν ήξερε αν έπρεπε να θυμώσει ή όχι. Η απάντηση του φάνηκε προσβλητική, αλλά στον τόνο της φωνής δεν υπήρχε καμία περιφρόνηση ή κοροϊδία. Ήταν μια απλή δήλωση. “Τι δεν υπάρχει;” ρώτησε πάλι.
“Τίποτε” απάντησε ο άλλος.
“Και, δηλαδή, τι είμαι εγώ εδώ;” ρώτησε απότομα ο αστυνομικός. Είχε αποφασίσει ότι μάλλον θα έπρεπε να θυμώσει με τον άλλο.
“Δεν είσαι πουθενά”, είχε απαντήσει ο άγνωστος αδιάφορα.
“Τι θες να πεις τώρα; Πας γυρεύοντας να σε κλείσουμε μέσα;” φούντωσε τώρα ο αστυνομικός.
Ο άλλος δεν έδειξε να προσέχει την αλλαγή στον ενικό. “Δεν υπάρχει «μέσα»”, ήταν η αδιάφορη απάντησή του.
Ο αστυνομικός άρχισε να υποψιάζεται ότι είχε να κάνει με τρελό. Κατά παράξενο τρόπο, η σκέψη τον καθησύχασε. Η τρέλα ήταν κάτι που το καταλάβαινε. Είχε δει πολλά με τα μάτια του τόσα χρόνια στην υπηρεσία. Ο άγνωστος δεν ήταν δική του δουλειά. Υπήρχαν γιατροί για τέτοιες περιπτώσεις παλαβών.
Φυσιολογικά ο γιατρός δε θα τον δεχόταν έτσι εύκολα στην κλινική. Δεν ήξερε αν ο άλλος ανήκε σε κανένα ασφαλιστικό ταμείο... αν υπήρχε κάποιος να πληρώσει το λογαριασμό... αλλά κάτι στον άγνωστο είχε ξυπνήσει μέσα του το επαγγελματικό ενδιαφέρον, και κάτι παραπάνω. Και στο κάτω-κάτω, ο τύπος φαινόταν άνθρωπος που το φυσούσε το χρήμα. Αν μάθαιναν ποιος ήταν, σίγουρα δεν θ' αντιμετώπιζαν πρόβλημα πληρωμής. Έτσι φώναξε μια νοσοκόμα.
“Ετοιμάστε, παρακαλώ, το κρεβάτι στο θάλαμο 7 για τον κύριο...;” είπε, και μετά κοντοστάθηκε κοιτάζοντας με παραπλανητική αφέλεια τον άγνωστο. Αλλά το κόλπο δεν έπιασε. Ο άγνωστος ούτε απάντησε, ούτε άλλαξε έκφραση. Ο γιατρός έκανε μια μοιρολατρική κίνηση με τους ώμους του. Δεν είχε και καμιά ιδιαίτερη ελπίδα ότι θα έπιανε αυτό το απλό κόλπο.
Για την ώρα ο ανώνυμος άντρας θα έμενε γνωστός ως “ο άρρωστος του θαλάμου 7”.
Τώρα, λίγες μέρε αργότερα, ο γιατρός στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι του αρρώστου στο θάλαμο 7, χωρίς να έχει καταφέρει να μάθει τίποτα περισσότερο για τον άγνωστο. Κανένας δεν είχε μπορέσει ν' ανακαλύψει ποιος ήταν. Τα μόνα που είχαν γίνει γνωστά γι' αυτόν ήταν τα τυπικά πορίσματα των ιατρικών εξετάσεων ρουτίνας, των εργαστηριακών αναλύσεων, και τα κλινικά συμπτώματα της ακαθόριστης ψυχιατρικής πάθησης από την οποία προφανώς υπέφερε. Ο γιατρός εξέτασε τα σχετικά χαρτιά για μια ακόμη φορά, σαν να περίμενε να διαβάσει κάτι ανάμεσα στις γραμμές, κάτι που δεν υπήρχε εκεί...
Κάτι που δεν υπήρχε... για έναν άρρωστο που επέμενε ότι δεν υπήρχε πουθενά, ποτέ. Ταίριαζε!
Ο φάκελος του αρρώστου δεν ήταν ιδιαίτερα κατατοπιστικός, ακόμη και για έναν ψυχίατρο. Σωματικά ο άλλος ήταν υγιής. Καμία οργανική πάθηση του νευρικού συστήματος, καμία ορμονική διαταραχή, με φυσιολογικές νευρολογικές αντιδράσεις και φυσιολογικό εγκεφαλογράφημα. Αυτό, βέβαια, δε σήμαινε και πολλά πράγματα. Μια γνήσια ψυχιατική περίπτωση σπάνια παρουσιάζει οργανικά παθολογικά ευρήματα στα οποία θα μπορούσε να αποδοθεί το πρόβλημα. Από ψυχιατρικής πλευράς όμως...
Ο άλλος ήταν ψυχικά άρρωστος, αυτό ήταν φανερό. Αλλά τι είχε; Ο γιατρός δεν ήταν καν σίγουρος κατά πόσο ο βολικά γενικός όρος “ψύχωση”, που υπήρχε στον φάκελο του αρρώστου, ήταν ο κατάλληλος για την περίπτωση. Ο γιατρός αναστέναξε. Η αβεβαιότητα της κλινικής διάγνωσης και η ασάφεια των όρων στην ψυχιατρική ήταν παροιμιώδεις, και αιτία συνεχών πειραγμάτων από τους συναδέλφους των άλλων ειδικοτήτων. Δεν ήταν λίγοι άλλωστε οι γιατροί, το ήξερε, που δε θεωρούσαν καν γιατρούς τους ψυχιάτρους, ούτε επιστήμη την ψυχιατρική. Φυσικά το επαγγελματικό φιλότιμο δεν τον άφηνε να το παραδεχτεί αυτό, αλλά ήξερε ότι είχαν ένα κάποιο δίκιο.
Τουλάχιστον η ψυχιατρική θεράπευε ή τουλάχιστον έλεγχε πολλά συμπτώματα στις ψυχικές νόσους. Κατά πόσο όμως θεράπευε και την ίδια την αρρώστια, αυτό ήταν άλλο θέμα. Αλλά και η συμπτωματική θεραπεία, κάτι ήταν κι αυτό.
Στην περίπτωση αυτή ο γιατρός είχε πρόβλημα ακόμη και με την απλή, έστω και αυθαίρετη, διάγνωση. Έπρεπε ν' αποφασίσει σε ποια κατηγορία ψυχικών νόσων να εντάξει τούτον τον άρρωστο και μετά ν' αποφασίσει για τη θεραπευτική αγωγή που θ' ακολουθούσε – τη θεραπεία των συμπτωμάτων έστω. Θα έπρεπε να εντοπίσει τουλάχιστον κάποιο σύνδρομο. Η τελευταία ήταν μια ωραία λέξη για ένα τεράστιο σύνολο συμπτωμάτων που εντυπωσίαζε οποιονδήποτε δεν ήταν ψυχίατρος.
Ο ίδιος, ως ψυχίατρος, ήξερε ότι το “σύνδρομο” ήταν απλώς άλλο ένα από τα πολλά ονόματα της άγνοιας. Είχαν και οι άλλες ειδικότητες παρόμοιες βολικές λέξεις εκτός από το “σύνδρομο”: ίωση, ρευματικά, λοίμωξη, νευραλγία ήταν μερικές μονάχα από τις άδειες λέξεις που χρησιμοποιούσαν όταν κανένας δεν ήξερε τι έχει ο άρρωστος πέραν του ότι υπέφερε από κάτι.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο γιατρός αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα. Η πρώτη του εντύπωση ήταν ότι είχε να κάνει μ' εκείνη την ομάδα συνδρόμων – να τη πάλι αυτή η λέξη: - που λέγεται σχιζοφρένεια. Ο επίμονος αρνητισμός του αρρώστου τουλάχιστον έδειχνε μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση. Ως πρώτη διάγνωση είχε γράψει στο μπλοκ του εκείνη τη σοβαρή μορφή που περιέργως ονομάζεται “Απλή Σχιχοφρένεια”, αν και δεν είναι διόλου απλή. Μετά πρόσθεσε στη διάγνωση την κατατονική της παραλλαγή... μετά τη σχιζοθυμική... Έβαλε ένα ερωτηματικό δίπλα από κάθε κατηγορία... Ύστερα τα έσβησε όλα εκνευρισμένος. Η ασθένεια του αγνώστου δεν έπρεπε να είναι σχιζοφρένεια. Τουλάχιστον όχι κάποιας τυπικής μορφής.
Το πρόβλημα ήταν ότι ο άγνωστος δεν παρουσίαζε κανένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της ψύχωσης. Οι σκέψεις του είχαν φυσιολογικούς συσχετισμούς και διασυνδέσεις. Οι απαντήσεις του έδειχναν ότι πρόσεχε φυσιολογικά και καταλάβαινε τις ερωτήσεις που του γίνονταν, και απαντούσε ανάλογα. Η προσωπικότητά του φαινόταν ανέπαφη. Οι νοητικές του ικανότητες το ίδιο... Μήπως έπασχε από καταθλιπτική ψύχωση; Όχι, όχι. Αδιάφορα από τα ποικίλα παρόμοια χαρακτηριστικά, η πείρα του γιατρού αρνιόταν να δεχτεί ότι εδώ είχε να κάνει με μια περίπτωση σχιζοφρένειας ή κατάθλιψης.
Και οι κλινικές εξετάσεις δεν είχαν δείξει νευροπαθολογικά ευρήματα και έτσι δε βοηθούσαν στη διαφορική διάγνωση.
Ο γιατρός κόντευε να τρελαθεί - μια λέξη “ταμπού”, που ποτέ δε χρησιμοποιούσε στις επαγγελματικές συζητήσεις ή, πολύ περισσότερο, με τους ασθενείς του. Σύντομα και άλλοι γιατροί της κλινικής ενδιαφέρθηκαν για τον περίεργο άρρωστο, αλλά οι διάφορες γνώμες τους, συχνά αντικρουόμενες, έκαναν ακόμη πιο αβέβαιη τη διάγνωση.
“Δεν καταλαβαίνω τίποτε”, μουρμούρισε ο γιατρός μεγαλόφωνα χωρίς να το θέλει – και αμέσως κοκκίνισε αμήχανα, επίσης χωρίς να το θέλει, γιατί μονάχα οι πελάτες του και οι ηθοποιοί στη σκηνή μιλούσαν μόνοι τους μεγαλόφωνα, όχι οι ψυχίατροι.
“Δεν υπάρχει τίποτε για να καταλάβεις, γιατρέ”, άκουσε από δίπλα του μια φωνή. Είχε ξεχάσει! Δεν ήταν μόνος στο θάλαμο, και ο άρρωστος τον είχε ακούσει.
Η παρατήρηση πρόδινε μια φυσιολογική επαφή με το περιβάλλον, ένα λογικό συνειρμό και συσχετισμό ερώτησης-απάντησης... φτάνει μόνο να μην υπήρχε αυτή η παράξενη αρνητικότητα έναντι κάθε έννοιας ύπαρξης. Και ο άγνωστος ασθενής φαινόταν καλλιεργημένο άτομο...
“Κόγκιτο έργκο σουμ”, σχολίασε ο γιατρός, επίτηδες στα λατινικα. Και μετά πρόσθεσε κάπως αμήχανα: “Θυμήθηκα τα λόγια του Ντεκάρτ, ξέρετε”.
“Σκέφτομαι, άρα υπάρχω”, είπε ο άρρωστος, μεταφράζοντας τη φράση με την ίδια πάντα άχρωμη φωνή. Και μετά, εντελώς απρόσμενα, έκανε μια ερώτηση – την πρώτη ενεργή αντίδραση που παρατηρούσε απ' αυτόν ο γιατρός:
“Γιατρέ... υπάρχει ο Ντεκάρτ;” Ο γιατρός δεν κατάλαβε στην αρχή. Η ερώτηση ήταν μάλλον ασυνάρτητη, λαθεμένη, τουλάχιστον ως προς το χρόνο του ρήματος. Μετά, κατάλαβε το αληθινό της νόημα, και ανατρίχιασε. Υπήρχαν σκοτεινά βάθη πίσω της. Και για πρώτη φορά διέκρινε κάποια έκφραση στο πρόσωπο του αρρώστου. Για πρώτη φορά τα μάτια του άλλου ήταν καρφωμένα στα δικά του. Μάτια γκριζογάλαζα σαν τον ουρανό. Και πίσω τους έχασκε το ίδιο άδειο και απύθμενο χάος.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας άρρωστος επηρέαζε τον ψυχίατρό του. Αλλά ο γιατρός δεν ήταν από τους ανθρώπους που το βάζουν εύκολα κάτω.
“Υπήρξε. Στο παρελθόν”, απάντησε. Κάτι στον κοφτό, επιθετικό τόνο της φωνής του δεν ταίριαζε σε γιατρό.
“Και το παρελθόν υπάρχει; Υπάρχει τώρα;”, επέμεινε ο άλλος.
Α, δεν ήταν τίμιο τούτο το παιχνίδι με τις λέξεις! Υπήρχε κάτι το αδυσώπητο στο ερώτημα, κάτι που έκανε ρίγη ανατριχίλας να ταξιδέψουν στη σπονδυλική στήλη του γιατρού. Πως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το παρελθόν υπήρχε τώρα; Δεν υπήρχε βέβαια. Μόνο έμμεσες ενδείξεις υπήρχαν ότι υπήρξε κάποτε ένα παρελθόν. Αποδείξεις όχι. Έπρεπε να δεχτεί κανείς μερικά αξιώματα πριν παραδεχτεί ότι υπήρξε το παρελθόν, και τ' αξιώματα δεν έχουν ούτε χρειάζονται αποδείξεις. Κυριολεκτικά, ήταν πάντα αδύνατο ν' αποδείξει κανείς την ύπαρξη του παρελθόντος. Το δεχόμαστε, κι αυτό ήταν όλο.
Ο φιλόσοφος Ντεκάρτ...; Ναι, είχε καταπιαστεί κι αυτός με το πρόβλημα της απόδειξης της ύπαρξης, αλλά το μόνο που είχε καταφέρει ήταν ν' αποδείξει ότι υπήρχε ο εαυτός του! Ο Ντεκάρτ είχε αποδείξει στον Ντεκάρτ ότι υπήρχε ο Ντεκάρτ! Τίποτε άλλο! Σκέφτομαι, άρα υπάρχω...
Ένας αρχέγονος τρόμος πλημμύρισε ξαφνικά το γιατρό. Τα κύματά του έπνιξαν για λίγο μέσα του τον ορθολογιστή επιστήμονα και – ναι, γιατί όχι; - το λογικό άνθρωπο.
“Σκέφτομαι, άρα υπάρχω”, ψυθίρισε πάλι, χωρίς να το θέλει, και με πανικό κατάλαβε ότι υπήρχε κάποιος ερωτηματικός τόνος, κάποια αμφιβολία στη φωνή του.
Αυτό δεν έπρεπε να συνεχιστεί άλλο! Σηκώθηκε απότομα και βγήκε από το θάλαμο. Πίσω του πρόλαβε ν' ακούσει τον άρρωστο να λέει:
“Δεν υπάρχεις, αν δεν αποδείξεις ότι σκέφτεσαι. Ο Ντεκάρτ προτίμησε να ξεφύγει απο το φοβερό ερώτημα της τελικής υπόστασης με μια υπεκφυγή. Μόνον εγώ ακολούθησα τις συνέπειές του ερωτήματος ως το τέλος...”
Ο γιατρός απομακρύνθηκε απο το θάλαμο 7 σχεδόν τρέχοντας και χωρίς να δίνει σημασία στις περίεργες ματιές των νοσοκόμων στο διάδρομο, που τον κοίταζαν παραξενεμένοι. Το ύφος του θα πρόδινε τη θύελλα που λυσσομανούσε μέσα του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Και γιατί να τον νοιάζει; Δεν μπορούσε ν' αποδείξει καν ότι υπήρχαν οι νοσοκόμοι.
Ποιος ήταν ο υπαρκτός κόσμος; Υπήρχε καν κάτι τέτοιο;
Μήπως δεν είχε γνωρίσει εκατοντάδες αρρώστους – τρελούς; - που πίστευαν και ζούσαν σε δικούς τους – φανταστικούς; - κόσμους; Γιατί δε θα μπορούσε να είναι κι αυτός ο ίδιος ένας – Τι; Τρελός; - σαν κι εκείνους; Μήπως ήταν παραίσθηση ότι ήταν ψυχίατρος; Μήπως στην πραγματικότητα ήταν κι αυτός ένας άρρωστος κλεισμένος τώρα σ' ένα κελί, και γύρω του τον εξέταζαν οι αληθινοί ψυχίατροι;
Δεν υπήρχε τρόπος ν' αποδείξει ότι ο κόσμος – ο δικός του κόσμος – δεν ήταν επίσης μια παραίσθηση. Ούτε ο πόνος ενός τσιμπήματος, ούτε η αφή των γύρω αντικειμένων... ούτε τίποτε άλλο αρκούσαν για ν' αποδείξουν ότι ο δικός του κόσμος ήταν πραγματικός, κι όχι μια άδεια εικόνα σ' ένα αρρωστημένο μυαλό. Μια παραίσθηση μπορούσε κάλλιστα να είναι εντελώς σαφής και ολοκληρωμένη. Ως ψυχίατρος το ήξερε καλά αυτό. Είχε συναντήσει τέτοιες παραισθήσεις σε άλλους. Γιατί δε θα μπορούσε τάχα και η δική του υπόσταση να ήταν μια παραίσθηση;
Αλλά... αλλά τότε δεν υπήρχε κανένα αντικειμενικό κριτήριο της πραγματικότητας! Αυτό το είχε δείξει ήδη ο Ντεκάρτ πριν από αιώνες. Το μόνο που μπορούσε να πει ήταν ότι αυτός υπήρχε γιατί σκεφτόταν. Όμως δεν υπήρχε καμία απόδειξη για την ύπαρξη όλου του υπόλοιπου κόσμου. Ήταν κι αυτό κάτι... μια σανίδα σωτηρίας – αλλά, τι είχε πει ο άρρωστος του θαλάμου 7, τη στιγμή που έβγαινε από το δωμάτιο; Ποιο ήταν το περιεχόμενο της φράσης του;
Ότι δεν μπορείς ν' αποδεχτείς ως σίγουρη ούτε τη δική σου ύπαρξη, αν δεν αποδείξεις πρώτα ότι σκέπτεσαι! Όμως, αν ένας άνθρωπος δε δεχόταν κανένα αξίωμα, ήταν αδύνατο ν' αποδείξει ότι υπήρχε σκέψη ή οτιδήποτε. Μπορεί τελικά και να μην υπήρχε τίποτε! Μονάχα κενό με την ψευδαίσθηση της ύπαρξης.
Η σύγκρουσή του μ' ένα νοσοκόμο στο διάδρομο τον συνέφερε για λίγο. Ζήτησε μηχανικά συγνώμη και συνέχισε το δρόμο του. Κάτι έπρεπε να κάνει πριν να είναι πολύ αργά, πριν το σπέρμα βλαστήσει. Και πρώτα απ' όλα έπρεπε ν' απαλλαγεί απο τον άγνωστο του θαλάμου 7. Ο τύπος απέπνεε κάτι ακαθόριστα επικίνδυνο, μια παράξενη σκοτεινή απειλή, όχι για τη σωματική, αλλά για την υπαρξιακή του υπόσταση... Ίσως η αστυνομία να είχε μάθει στο μεταξύ κάτι γι' αυτόν.
Και τι εννοούσε άραγε ο άλλος, όταν είπε ότι είχε ακολουθήσει τις συνέπειες του ερωτήματος μέχρι το τέλος; Άστο, καλύτερα να μην το σκέφτομαι... συλλογίστηκε ο γιατρός, σχεδόν πανικόβλητος. Μπορεί στο μεταξύ η αστυνομία να είχε εξακριβώσει ποιος ήταν ο άγνωστος, κι έτσι να γλίτωνε από δαύτον.
Είχε κιόλας βραδιάσει, αλλά με το αυτοκίνητό του ο γιατρός έφτασε στο τμήμα μέσα σε λίγα λεπτά. Παρκάρισε απ' έξω κι ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες. Σίγουρα κάποιος αξιωματικός υπηρεσίας θα υπήρχε μέσα.
Δεν υπήρχε κανένας εκεί! Το τμήμα ήταν εντελώς άδειο. Ο γιατρός έψαξε... περίμενε... τίποτε. Δεν υπήρχε κανένας αστυνομικός ή έστω πολίτης στο κτίριο. Ψυχή! Δεν μπορεί! Σκέφτηκε. Τουλάχιστον ο αξιωματικός υπηρεσίας θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Μήπως είχε βγει για λίγο έξω; Ο γιατρος θυμήθηκε ότι κάτω από το τμήμα είχε δει ένα μικρό καφενείο. Θα ρωτούσε τον καφετζή. Ίσως μάλιστα ο αξιωματικος να βρισκόταν εκεί, για κανέναν καφέ...
Ο καφετζής τον κοίταξε αδιάφορα όταν μπήκε. Το καφενείο δεν είχε κανέναν πελάτη.
“Συγνώμη”, είπε ο γιατρός κομπιάζοντας, “αλλά μήπως ξέρετε που είναι ο αξιωματικός υπηρεσίας του τμήματος;”
“Ποιανού τμήματος;” ρώτησε απορημένα ο καφετζής. “Δεν υπάρχει αστυνομικό τμήμα εδώ στην περιοχή. Το κοντινότερο τμήμα απέχει τουλάχιστον τρία χιλιόμετρα από δω”.
“Μα... τώρα μόλις ανέβηκα πάνω. Είναι στο ίδιο κτίριο με σας”.
Ο άλλος τον κοίταξε παράξενα. Ήταν φανερό ότι τον νόμιζε μεθυσμένο ή τρελό. Ο γιατρός βγήκε σχεδόν αχνίζοντας από το μαγαζί, στάθηκε δύο βήματα έξω από την πόρτα, στο πεζοδρόμιο, και σήκωσε το χέρι του, δείχνοντας.
“Αυτό εκεί τι είναι;” φώναξε οργισμένα προς τον καφετζή. “Δεν το ήξερες, χριστιανέ μου;” Και η φωνή του πάγωσε, και κόπηκε απότομα.
Δεν υπήρχε πουθενά κανένα φωτισμένο αστυνομικό τμήμα! Μονάχα τα σκοτεινά παράθυρα ενός παλιού κτιρίου με κατοικίες.
***
Ο αστυφύλακας του τμήματος κατέβηκε στο παλιό καφενείο που υπήρχε κάτω από το τμήμα για να πιει έναν καφέ. Χαιρέτησε τον καφετζή και τον ρώτησε το συνηθισμένο “Τι νέα;”. Ο καφετζής έκανε έναν ακαθόριστο μορφασμό και ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
“Ησυχία. Δεν πάτησε ψυχή απόψε. Είσαι ο πρώτος. Αναδουλειές...”
***
Ο καφετζής κοίταξε τον άδειο σκοτεινό δρόμο έξω από το μαγαζί του και αναστέναξε. Τι παλιογειτονιά ήταν αυτή! Ψυχή δεν κυκλοφορούσε τα βράδια. Φοβόταν και να πάει σπίτι του. Αλλά τι περίμενε; Το αστυνομικό τμήμα ήταν χιλιόμετρα μακριά, και σπάνια περνούσε περιπολικό ή αστυφύλακας από την περιοχή. Έπρεπε ν' αλλάξει γειτονιά.
Ορίστε, είχε βραδιάσει και κανένας, απολύτως κανένας, δεν είχε ακόμη πατήσει το πόδι στο μαγαζί του. Ούτε κανένας περαστικός καν για να ρωτήσει που πέφτει κάποιος δρόμος...
***
Ο αρχιφύλακας υπηρεσίας γέμισε για μια ακόμη φορά την κούπα του από τον καφέ φίλτρου που είχε στο θερμος πάνω στο γραφείο του. Η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσε τώρα έναν αρωματικό ελληνικό καφέ με μπόλικο καϊμάκι, αλλά δεν υπήρχε κανένα καφενείο σε λογική απόσταση από το τμήμα. Αναστέναξε, τράβηξε την πρώτη αχνιστή ρουφηξιά από το καφετί υγρό, και άναψε τσιγάρο...
***
Ο διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής κάλεσε δύο νοσοκόμους για να τους δώσει οδηγίες. “Έχουμε μεγάλες ελλειψεις χώρου”, τους εξήγησε. “Δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούμε γι' αποθήκη ένα καλό δωμάτιο. Σκέφτηκα να καθαρίσουμε το θάλαμο 7 και να βάλουμε εκεί κανένα κρεβάτι. Είναι μήνες τώρα που τον έχουμε ως αποθήκη για τ' άπλυτα και ο χώρος πάει εντελώς χάμενος. Για φροντίστε το”.
***
Ο γιατρός έστριψε στο τελευταίο τετράγωνο. Μετά τη στροφή θα έβλεπε τη φωτεινή πινακίδα της κλινικής. Ίσως κάποιος συνάδελφος να μπορούσε να τον βοηθήσει. Όταν είδε το άδειο, χορταριασμένο οικόπεδο μετά τη στροφή, δεν άντεξε. Βγήκε τρικλίζοντας από τ' αυτοκίνητό του, έπεσε στο ξερό γρασίδι κι άρχισε να κλαίει με σπασμωδικά αναφιλητά για μια κλινική που δεν υπήρξε ποτέ. Για ένα κόσμο που δεν υπήρχε.
***
Η κοκαλιάρα αδέσποτη γάτα περιεργάστηκε προσεκτικά το άδειο οικόπεδο. Επιτέλους είχε βρει ένα ήσυχο μέρος για να γεννήσει τα γατάκια της. Η δυνατή της όσφρηση την πληροφόρησε ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος ανθρώπου εκεί γύρω. Ακόμη κι αν είχε περάσει κάποιος από κει τις τελευταίες μέρες, η μύτη της θα την προειδοποιούσε γι' αυτό. Όχι, ήταν σίγουρα το ιδανικό μέρος για να γεννήσει τα γατάκια της.
***
Τα ποντίκια σουλατσάριζαν άφοβα ανάμεσα στα πυκνά αγριόχορτα που σκέπαζαν το απόμερο, εγκαταλειμμένο οικόπεδο. Ήξεραν ότι δεν κινδύνευαν καθόλου. Από καιρό τώρα δεν υπήρχαν άνθρωποι ή γάτες στην περιοχή.
***
Πόσο αλήθεια, είχε απλωθεί τούτη η πόλη τα τελευταία χρόνια! Με την αξία της γης στην περιοχή, δεν είχε απομείνει ούτε ένα οικόπεδο που δεν είχε γίνει πολυκατοικία. Το τσιμέντο σκέπαζε πια το καθετί. Μονάχα τ' αστέρια που τρεμόσβηναν ψηλά στον ουρανό θύμιζαν κάτι από τη χαμένη φύση.
***
Ήταν μια όμορφη νύχτα. Χωρίς φεγγάρι, χωρίς άστρα, χωρίς κανέναν κόσμο να λεκιάζει το παρθένο μαύρο βελούδο του απόλυτου κι απέραντου κενού. Ήταν μια άδεια, αιώνια νύχτα.
Μια ανύπαρκτη νύχτα σ' ένα ανύπαρκτο σύμπαν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΗΛΙΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7