Το νόημα του θανάτου ειναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με το νόημα της ζωής. Η ζωική μας εμπειρία σχετίζεται μόνο με το σήμερα, αλλά η διάνοιά μας λαμβάνει υπ' όψη της επίσης το αύριο. Ως εκ τούτου, στον βαθμό που η ζωή μας είναι διανοητική, και όχι μόνο αισθησιακή, ενδιαφερόμαστε αναπόφευκτα για το ερώτημα: τι γινόμαστε «εμείς» την επαύριο του θανάτου μας; Αυτό, προφανώς, είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί μόνον εφόσον έχουμε ορίσει το τι ή ποιοί είμαστε «εμείς» τωρα, θνητοί ή αθάνατοι. Η βασιμότητα του ερωτήματος εξαρτάται άμεσα από την ιδέα που έχουμε σχηματίσει, αφενός όσον αφορά τη «διφυή» φύση του ανθρώπου, και αφετέρου από την αντίληψή μας όσον αφορά το είναι δίχως περιορισμούς.
Το σύνολο της παράδοσης της Αιωνίου Φιλοσοφίας, Ανατολικής και Δυτικής, αρχαίας και σύγχρονης, προβαίνει σε έναν σαφή διαχωρισμό της ύπαρξης από την ουσία, του γίγνεσθαι από το είναι. Η ύπαρξη αυτού του «διφυούς» ανθρώπου ο οποίος μιλά για τον εαυτό του λέγοντας «εγώ», είναι διαδοχή στιγμών συνειδητότητας, οι οποίες διαρκώς μεταβάλλονται. Με άλλα λόγια, αυτός ο άνθρωπος δεν παραμένει ποτέ ο ίδιος μέσα στη διαδοχή του χρόνου. Γνωρίζουμε μόνο το παρελθόν και το μέλλον, ποτέ το παρόν, και έτσι δεν υπάρχει χρονική στιγμή για την οποία να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ανήκει στον εαυτό μας, ή σε οποιαδήποτε άλλη έκφραση του «είναι». Αμέσως μόλις ρωτήσουμε τι είναι, έχει «γίνει» κάτι άλλο. Και αν κάνουμε το λάθος να εκλαμβάνουμε αυτήν την αδιάκοπη διαδοχή σαν πραγματική ύπαρξη, αυτό οφείλεται απλώς και μόνο στο γεγονός ότι οι αλλαγές που συντελούνται από τη μια στιγμή στην άλλη είναι συνήθως τόσο ανεπαίσθητες ώστε δεν υποπίπτουν στην αντίληψή μας.
Τα παραπάνω ισχύουν τόσο για την ψυχή όσο και για το σώμα. Η συνειδητότητά μας είναι ένα ρεύμα, κάθε τι ρέει, και «δεν μπορείς να μπεις ποτέ δυο φορές στον ίδιο ποταμό». Επιπλέον, ιδωμένο από ατομική σκοπιά, κάθε ρεύμα συνειδητότητας έχει μια αρχή και συνεπώς θα έχει και ένα τέλος. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια ατομική συνείδηση είναι δυνατό να επιβιώσει της διάλυσης του σώματος (καθώς μάλιστα γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια ποικιλία αδιόρατων υποστατικών φορέων της συνείδησης εκτός της χονδροειδούς «ύλης» που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας), είναι προφανές ότι μια τέτοιου είδους «επιβίωσης της προσωπικότητας» στον χρόνο δεν μας παρέχει καμμιά απόδειξη ότι η συγκεκριμένη ύπαρξη μπορεί να διαρκέσει αιώνια. Το σύμπαν, όσους πολλαπλούς «κόσμους» κι αν φανταστούμε ότι περιέχει (παραδείγματος χάριν τόπους συν-πιθανοτήτων), μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνον ως περιβάλλων χώρος, ποτέ όμως σαν κάτι εκτός χρόνου. Για παράδειγμα δεν μπορούμε να ρωτήσουμε «τι έκανε ο Θεός προ της δημιουργίας του κόσμου», γιατί ο κόσμος και ο χρόνος είναι έννοιες σύμφυτες και δεν νοούνται χωριστά. Εάν υποθέσουμε ότι το σύμπαν είχε μια αρχή, υποθέτουμε επίσης ότι θα έχει κι ένα τέλος, όταν ο χρόνος και ο χώρος θα πάψουν να υφίστανται. Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε υπάρχει χωροχρονικά αργά ή γρήγορα θα φθάσει σ' ένα τέλος. Τονίζουμε ιδιαίτερα αυτό το σημείο επειδή είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι πνευματιστικές «αποδείξεις» της επιβίωσης της προσωπικότητας, ακόμα κι αν έχουν κάποια βασιμότητα, δεν αποτελούν καθόλου αποδείξεις αθανασίας, αλλά μόνο μιας επιμήκυνσης της προσωπικής υπάρξης. Το να συμπεράνουμε μια τέτοιου είδους επιβίωσης της προσωπικότητας μετά θάνατον, σημαίνει απλώς ότι μεταθέτουμε το πρόβλημα.
Το σύνολο της παράδοσης για την οποία μιλάω θεωρεί λοιπόν -συμφωνώντας ως έναν βαθμό με τις «υλιστικές» ή «μηδενιστικές» θεωρίες- ότι γι' αυτόν τον «τάδε άνθρωπο», που έχει συγκεκριμένο όνομα, χαρακτηριστικά και ιδιότητες, δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα αθανασίας. Η ύπαρξή του υπό οποιεσδήποτε συνθήκες είναι αδιάκοπα μεταβαλλόμενη, και «κάθε αλλαγή είναι θάνατος». Σε κάθε αυθεντικό πνευματικό χώρο, θεωρείται παρομοίως ότι δεν υπάρχει «καμμιά (ατομική) συνείδηση μετά θάνατον». Οτιδήποτε έχει γεννηθεί πρέπει να πεθάνει, οτιδήποτε σύνθετο πρέπει να διασπαστεί, και θα ήταν άχρηστο να θρηνήσουμε ό,τι είναι σύμφωνο με τη φύση των παραγμάτων.
Αλλά το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Είναι αλήθεια ότι τίποτα εκ φύσεως θνητό δεν μπορεί να γίνει αθάνατο, άσχετα με το αν η χρονική του διάρκεια είναι μεγάλη ή μικρή. Εν τούτοις, η παράδοση επιμένει ότι θα έπρεπε να «γνωρίζουμε τον εαυτό μας», να γνωρίζουμε τι και ποιοί είμαστε. Συγχέοντας την προαίσθηση του αληθινού Είναι μας με την καθημερινή συνειδητότητα, έχουμε λησμονήσει τους εαυτούς μας. Η περίπτωση, πράγματι, είναι μια περίπτωση αμνησίας και λάθους ταυτότητας. Ας ξαναθυμηθούμε ότι ένα «πρόσωπο» είναι πρωταρχικά μια μάσκα, μια μεταμφίεση, ότι «όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή θεάτρου», και ότι θα ισοδυναμούσε με παιδαριώδη παράνοια να υποθέσουμε ότι τα πρόσωπα του δράματος είναι αυτά καθευατά τα «πραγματικά πρόσωπα» των ίδιων των ηθοποιών. Από την παραδοσιακή άποψη το Καρτεσιανό cogito ergo sum είναι μια απόλυτη ανακολουθία και ένα κυκλοτερές επιχείρημα. Γιατί στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να πούμε «cogito» αλλά «cogitatur». «Εγώ» ούτε σκέπτομαι ούτε βλέπω, αλλά υπάρχει ένας Άλλος μέσα μου ο οποίος βλέπει, ακούει, σκέπτεται και δρα μέσα από μένα. Μια Ουσία Φωτιάς, Πνεύματος ή Ζωής, που δεν είναι περισσότερο δική μου απ' ότι δική σου, αλλά που ποτέ αυτή η ίδια δεν γίνεται οποιοσδήποτε. Μια Αρχή που εμπνέει και ζωοποιεί το ένα σώμα κατόπιν του άλλου, και που εκτός αυτής τίποτ' άλλο δεν μετοικεί, μια Αρχή που ποτέ δεν γεννήθηκε και ποτέ δεν πεθαίνει, παρότι προϊσταται κάθε γέννησης και θανάτου («ούτε σπουργίτι δεν πέφτει στο έδαφος...»). Αυτή είναι μια Ζωή που διάγεται dove s' appunta ogni ubi ed ogni quande, ένας τόπος χωρίς διαστάσεις, ένα τώρα χωρίς διάρκεια, του οποίου η εμπειρική γνώση είναι αδύνατη, και το οποίο μπορεί να γνωσθεί μόνο α-μέσως. Αυτή η Ζωή δεν είναι παρά το «Πνεύμα» που «παραδίδουμε» κατά τη στιγμή του θανάτου, όταν το πνεύμα επιστρέφει στην πηγή του και η σκόνη στη σκόνη.
Όλες οι παραδόσεις ανέκαθεν επιβεβαίωναν ότι «υπάρχουν δύο μέσα μας». Οι θνητές και αθάνατες «ψυχές» του Πλάτωνα, οι Νεφές και Ρουάχ του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού, η «ψυχή» και η «Ψυχή της ψυχής» του Φίλωνα, ό,τι παρίσταναν οι Αιγύπτιοι με τον Φαραώ και το Κα, ο εξωτερικός και εσωτερικός Σοφός των Κινέζων, ο εξωτερικός και εσωτερικός άνθρωπος του Χριστιανισμού, η ψυχή και το Πνεύμα, ο «εαυτός» και ο «αθάνατος Εαυτός του εαυτού» της Βεδάντα, όλα αποτελούν απεικονίσεις της ίδιας αλήθειας. Από τη μια υπάρχει η ψυχή, ο εαυτός, ή η ζωή που ο Χριστός απαιτεί από εμάς να «μισήσουμε» και να «απαρνηθούμε» εάν πρόκειται να τον ακολουθήσουμε, και από την άλλη η ψυχή ή ο εαυτός που δύναται να σωθεί. Αφενός μας δίνεται η προσταγή «γνώθι σαυτόν», και αφετέρου μας αποκαλύπτεται «Αυτό (ο Αθάνατος Εαυτός του εαυτού) είσαι εσύ». Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι: προς ποιον πρέπει να πορεύομαι; προς τον εαυτό ή προς τον Αθάνατο Εαυτό;
Από την απάντηση αυτού του ερωτήματος, εξαρτάται και η απάντηση στην ερώτηση: Τι συμβαίνει στον άνθρωπο μετά θάνατον; Είναι σίγουρα προφανές, απ' όσα έχουν ειπωθεί ως τώρα, ότι αυτή είναι μια διφορούμενη ερώτηση. Αναφορικά με ποιον γίνεται η ερώτηση; Αναφέρεται στον άνθρωπο ή στον Άνθρωπο; Στην περίπτωση του πρώτου, μπορούμε να απαντήσουμε απλώς ρωτώντας: Τι υπάρχει από αυτόν που θα μπορούσε να επιβιώσει διαφορετικά παρά σαν κληρονομιά στους απογόνους του; Και στην περίπτωση του δεύτερου ρωτώντας επίσης: Τι υπάρχει σε αυτόν που θα μπορούσε να πεθάνει; Εάν σε τούτη τη ζωή – καθώς «άπαξ και εκπνεύσει ο χρόνος η ευκαιρία σου έχει χαθεί» - έχουμε καταφέρει να θυμηθούμε τον Εαυτό μας, τότε όντως «Αυτό είσαι εσύ», αλλά εάν όχι, τότε «η καταστροφή είναι μεγάλη».
Εάν έχουμε γνωρίσει εκείνον τον Άνθρωπο, τότε μπορούμε να αναφωνήσουμε μαζί με τον Απ. Παύλο, «ζω δε ουχί πλέον εγώ, αλλ' ο Χριστός ζη εν εμοί». Όποιος είναι σε θέση να το πει αυτό, ή οτιδήποτε ισοδύναμο σε οποιαδήποτε διάλεκτο μιας άλλης γλώσσας, είναι ότι ονομάζεται στην Ινδία Τζιβάν-μούκτα, δηλαδή ένας «ελεύθερος άνθρωπος εδώ και τώρα». Αυτός ο άνθρωπος, ο Παύλος, ανήγγειλε τον δικό του θάνατο. Τα λόγια «ιδέτε έναν νεκρό περιπατούντα», θα μπορούσαν να έχουν ειπωθεί γι' αυτόν. Τι απομένει απ' αυτόν όταν το σώμα πάψει να αναπνέει, εκτός από τον Χριστό; Ο ίδιος ο Χριστός έχει πει: «Ουδείς ανέβη εις τον ουρανόν ειμή ο καταβάς εκ του ουρανού, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ».
«Η βασιλεία του Θεού δεν είναι για κανέναν άλλον, παρά μόνο για τους τελείως νεκρούς» (Meister Echart). Άρα λοιπόν, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου διδασκάλου, «η (ατομική) ψυχή πρέπει να πεθάνει». Γιατί τι άλλο σημαίνει το να «μισήσουμε» και να «απαρνηθούμε» εαυτούς; Δεν είναι αλήθεια ότι «όλες οι Γραφές διαλαλούν μεγαλοφώνως την ελευθερία από τον εαυτό»;
Με ποιον τρόπο ο άνθρωπος γίνεται αιώνιος; Η παραδοσιακή απάντηση δίνεται στα λόγια του Τζαλαλουντίν Ρουμί και του Άγγελου Σιλέσιου: «Πέθανε πριν πεθάνεις». Μόνο οι νεκροί γνωρίζουν τι σημαίνει να είσαι νεκρός.
ANANDA K. COOMARASWAMY
[ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ]
ΜΕΤΟΙΚΗΣΗ ΜΕΤΕΜΨΥΧΩΣΗ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ & ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΝΑΣΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1993