.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ – ANANDA K. COOMARASWAMY



Το νόημα του θανάτου ειναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με το νόημα της ζωής. Η ζωική μας εμπειρία σχετίζεται μόνο με το σήμερα, αλλά η διάνοιά μας λαμβάνει υπ' όψη της επίσης το αύριο. Ως εκ τούτου, στον βαθμό που η ζωή μας είναι διανοητική, και όχι μόνο αισθησιακή, ενδιαφερόμαστε αναπόφευκτα για το ερώτημα: τι γινόμαστε «εμείς» την επαύριο του θανάτου μας; Αυτό, προφανώς, είναι ένα ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί μόνον εφόσον έχουμε ορίσει το τι ή ποιοί είμαστε «εμείς» τωρα, θνητοί ή αθάνατοι. Η βασιμότητα του ερωτήματος εξαρτάται άμεσα από την ιδέα που έχουμε σχηματίσει, αφενός όσον αφορά τη «διφυή» φύση του ανθρώπου, και αφετέρου από την αντίληψή μας όσον αφορά το είναι δίχως περιορισμούς.
Το σύνολο της παράδοσης της Αιωνίου Φιλοσοφίας, Ανατολικής και Δυτικής, αρχαίας και σύγχρονης, προβαίνει σε έναν σαφή διαχωρισμό της ύπαρξης από την ουσία, του γίγνεσθαι από το είναι. Η ύπαρξη αυτού του «διφυούς» ανθρώπου ο οποίος μιλά για τον εαυτό του λέγοντας «εγώ», είναι διαδοχή στιγμών συνειδητότητας, οι οποίες διαρκώς μεταβάλλονται. Με άλλα λόγια, αυτός ο άνθρωπος δεν παραμένει ποτέ ο ίδιος μέσα στη διαδοχή του χρόνου. Γνωρίζουμε μόνο το παρελθόν και το μέλλον, ποτέ το παρόν, και έτσι δεν υπάρχει χρονική στιγμή για την οποία να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ανήκει στον εαυτό μας, ή σε οποιαδήποτε άλλη έκφραση του «είναι». Αμέσως μόλις ρωτήσουμε τι είναι, έχει «γίνει» κάτι άλλο. Και αν κάνουμε το λάθος να εκλαμβάνουμε αυτήν την αδιάκοπη διαδοχή σαν πραγματική ύπαρξη, αυτό οφείλεται απλώς και μόνο στο γεγονός ότι οι αλλαγές που συντελούνται από τη μια στιγμή στην άλλη είναι συνήθως τόσο ανεπαίσθητες ώστε δεν υποπίπτουν στην αντίληψή μας.
Τα παραπάνω ισχύουν τόσο για την ψυχή όσο και για το σώμα. Η συνειδητότητά μας είναι ένα ρεύμα, κάθε τι ρέει, και «δεν μπορείς να μπεις ποτέ δυο φορές στον ίδιο ποταμό». Επιπλέον, ιδωμένο από ατομική σκοπιά, κάθε ρεύμα συνειδητότητας έχει μια αρχή και συνεπώς θα έχει και ένα τέλος. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια ατομική συνείδηση είναι δυνατό να επιβιώσει της διάλυσης του σώματος (καθώς μάλιστα γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια ποικιλία αδιόρατων υποστατικών φορέων της συνείδησης εκτός της χονδροειδούς «ύλης» που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας), είναι προφανές ότι μια τέτοιου είδους «επιβίωσης της προσωπικότητας» στον χρόνο δεν μας παρέχει καμμιά απόδειξη ότι η συγκεκριμένη ύπαρξη μπορεί να διαρκέσει αιώνια. Το σύμπαν, όσους πολλαπλούς «κόσμους» κι αν φανταστούμε ότι περιέχει (παραδείγματος χάριν τόπους συν-πιθανοτήτων), μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνον ως περιβάλλων χώρος, ποτέ όμως σαν κάτι εκτός χρόνου. Για παράδειγμα δεν μπορούμε να ρωτήσουμε «τι έκανε ο Θεός προ της δημιουργίας του κόσμου», γιατί ο κόσμος και ο χρόνος είναι έννοιες σύμφυτες και δεν νοούνται χωριστά. Εάν υποθέσουμε ότι το σύμπαν είχε μια αρχή, υποθέτουμε επίσης ότι θα έχει κι ένα τέλος, όταν ο χρόνος και ο χώρος θα πάψουν να υφίστανται. Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε υπάρχει χωροχρονικά αργά ή γρήγορα θα φθάσει σ' ένα τέλος. Τονίζουμε ιδιαίτερα αυτό το σημείο επειδή είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι πνευματιστικές «αποδείξεις» της επιβίωσης της προσωπικότητας, ακόμα κι αν έχουν κάποια βασιμότητα, δεν αποτελούν καθόλου αποδείξεις αθανασίας, αλλά μόνο μιας επιμήκυνσης της προσωπικής υπάρξης. Το να συμπεράνουμε μια τέτοιου είδους επιβίωσης της προσωπικότητας μετά θάνατον, σημαίνει απλώς ότι μεταθέτουμε το πρόβλημα.
Το σύνολο της παράδοσης για την οποία μιλάω θεωρεί λοιπόν -συμφωνώντας ως έναν βαθμό με τις «υλιστικές» ή «μηδενιστικές» θεωρίες- ότι γι' αυτόν τον «τάδε άνθρωπο», που έχει συγκεκριμένο όνομα, χαρακτηριστικά και ιδιότητες, δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα αθανασίας. Η ύπαρξή του υπό οποιεσδήποτε συνθήκες είναι αδιάκοπα μεταβαλλόμενη, και «κάθε αλλαγή είναι θάνατος». Σε κάθε αυθεντικό πνευματικό χώρο, θεωρείται παρομοίως ότι δεν υπάρχει «καμμιά (ατομική) συνείδηση μετά θάνατον». Οτιδήποτε έχει γεννηθεί πρέπει να πεθάνει, οτιδήποτε σύνθετο πρέπει να διασπαστεί, και θα ήταν άχρηστο να θρηνήσουμε ό,τι είναι σύμφωνο με τη φύση των παραγμάτων.
Αλλά το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Είναι αλήθεια ότι τίποτα εκ φύσεως θνητό δεν μπορεί να γίνει αθάνατο, άσχετα με το αν η χρονική του διάρκεια είναι μεγάλη ή μικρή. Εν τούτοις, η παράδοση επιμένει ότι θα έπρεπε να «γνωρίζουμε τον εαυτό μας», να γνωρίζουμε τι και ποιοί είμαστε. Συγχέοντας την προαίσθηση του αληθινού Είναι μας με την καθημερινή συνειδητότητα, έχουμε λησμονήσει τους εαυτούς μας. Η περίπτωση, πράγματι, είναι μια περίπτωση αμνησίας και λάθους ταυτότητας. Ας ξαναθυμηθούμε ότι ένα «πρόσωπο» είναι πρωταρχικά μια μάσκα, μια μεταμφίεση, ότι «όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή θεάτρου», και ότι θα ισοδυναμούσε με παιδαριώδη παράνοια να υποθέσουμε ότι τα πρόσωπα του δράματος είναι αυτά καθευατά τα «πραγματικά πρόσωπα» των ίδιων των ηθοποιών. Από την παραδοσιακή άποψη το Καρτεσιανό cogito ergo sum είναι μια απόλυτη ανακολουθία και ένα κυκλοτερές επιχείρημα. Γιατί στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να πούμε «cogito» αλλά «cogitatur». «Εγώ» ούτε σκέπτομαι ούτε βλέπω, αλλά υπάρχει ένας Άλλος μέσα μου ο οποίος βλέπει, ακούει, σκέπτεται και δρα μέσα από μένα. Μια Ουσία Φωτιάς, Πνεύματος ή Ζωής, που δεν είναι περισσότερο δική μου απ' ότι δική σου, αλλά που ποτέ αυτή η ίδια δεν γίνεται οποιοσδήποτε. Μια Αρχή που εμπνέει και ζωοποιεί το ένα σώμα κατόπιν του άλλου, και που εκτός αυτής τίποτ' άλλο δεν μετοικεί, μια Αρχή που ποτέ δεν γεννήθηκε και ποτέ δεν πεθαίνει, παρότι προϊσταται κάθε γέννησης και θανάτου («ούτε σπουργίτι δεν πέφτει στο έδαφος...»). Αυτή είναι μια Ζωή που διάγεται dove s' appunta ogni ubi ed ogni quande, ένας τόπος χωρίς διαστάσεις, ένα τώρα χωρίς διάρκεια, του οποίου η εμπειρική γνώση είναι αδύνατη, και το οποίο μπορεί να γνωσθεί μόνο α-μέσως. Αυτή η Ζωή δεν είναι παρά το «Πνεύμα» που «παραδίδουμε» κατά τη στιγμή του θανάτου, όταν το πνεύμα επιστρέφει στην πηγή του και η σκόνη στη σκόνη.
Όλες οι παραδόσεις ανέκαθεν επιβεβαίωναν ότι «υπάρχουν δύο μέσα μας». Οι θνητές και αθάνατες «ψυχές» του Πλάτωνα, οι Νεφές και Ρουάχ του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού, η «ψυχή» και η «Ψυχή της ψυχής» του Φίλωνα, ό,τι παρίσταναν οι Αιγύπτιοι με τον Φαραώ και το Κα, ο εξωτερικός και εσωτερικός Σοφός των Κινέζων, ο εξωτερικός και εσωτερικός άνθρωπος του Χριστιανισμού, η ψυχή και το Πνεύμα, ο «εαυτός» και ο «αθάνατος Εαυτός του εαυτού» της Βεδάντα, όλα αποτελούν απεικονίσεις της ίδιας αλήθειας. Από τη μια υπάρχει η ψυχή, ο εαυτός, ή η ζωή που ο Χριστός απαιτεί από εμάς να «μισήσουμε» και να «απαρνηθούμε» εάν πρόκειται να τον ακολουθήσουμε, και από την άλλη η ψυχή ή ο εαυτός που δύναται να σωθεί. Αφενός μας δίνεται η προσταγή «γνώθι σαυτόν», και αφετέρου μας αποκαλύπτεται «Αυτό (ο Αθάνατος Εαυτός του εαυτού) είσαι εσύ». Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι: προς ποιον πρέπει να πορεύομαι; προς τον εαυτό ή προς τον Αθάνατο Εαυτό;
Από την απάντηση αυτού του ερωτήματος, εξαρτάται και η απάντηση στην ερώτηση: Τι συμβαίνει στον άνθρωπο μετά θάνατον; Είναι σίγουρα προφανές, απ' όσα έχουν ειπωθεί ως τώρα, ότι αυτή είναι μια διφορούμενη ερώτηση. Αναφορικά με ποιον γίνεται η ερώτηση; Αναφέρεται στον άνθρωπο ή στον Άνθρωπο; Στην περίπτωση του πρώτου, μπορούμε να απαντήσουμε απλώς ρωτώντας: Τι υπάρχει από αυτόν που θα μπορούσε να επιβιώσει διαφορετικά παρά σαν κληρονομιά στους απογόνους του; Και στην περίπτωση του δεύτερου ρωτώντας επίσης: Τι υπάρχει σε αυτόν που θα μπορούσε να πεθάνει; Εάν σε τούτη τη ζωή – καθώς «άπαξ και εκπνεύσει ο χρόνος η ευκαιρία σου έχει χαθεί» - έχουμε καταφέρει να θυμηθούμε τον Εαυτό μας, τότε όντως «Αυτό είσαι εσύ», αλλά εάν όχι, τότε «η καταστροφή είναι μεγάλη».
Εάν έχουμε γνωρίσει εκείνον τον Άνθρωπο, τότε μπορούμε να αναφωνήσουμε μαζί με τον Απ. Παύλο, «ζω δε ουχί πλέον εγώ, αλλ' ο Χριστός ζη εν εμοί». Όποιος είναι σε θέση να το πει αυτό, ή οτιδήποτε ισοδύναμο σε οποιαδήποτε διάλεκτο μιας άλλης γλώσσας, είναι ότι ονομάζεται στην Ινδία Τζιβάν-μούκτα, δηλαδή ένας «ελεύθερος άνθρωπος εδώ και τώρα». Αυτός ο άνθρωπος, ο Παύλος, ανήγγειλε τον δικό του θάνατο. Τα λόγια «ιδέτε έναν νεκρό περιπατούντα», θα μπορούσαν να έχουν ειπωθεί γι' αυτόν. Τι απομένει απ' αυτόν όταν το σώμα πάψει να αναπνέει, εκτός από τον Χριστό; Ο ίδιος ο Χριστός έχει πει: «Ουδείς ανέβη εις τον ουρανόν ειμή ο καταβάς εκ του ουρανού, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ».
«Η βασιλεία του Θεού δεν είναι για κανέναν άλλον, παρά μόνο για τους τελείως νεκρούς» (Meister Echart). Άρα λοιπόν, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου διδασκάλου, «η (ατομική) ψυχή πρέπει να πεθάνει». Γιατί τι άλλο σημαίνει το να «μισήσουμε» και να «απαρνηθούμε» εαυτούς; Δεν είναι αλήθεια ότι «όλες οι Γραφές διαλαλούν μεγαλοφώνως την ελευθερία από τον εαυτό»;
Με ποιον τρόπο ο άνθρωπος γίνεται αιώνιος; Η παραδοσιακή απάντηση δίνεται στα λόγια του Τζαλαλουντίν Ρουμί και του Άγγελου Σιλέσιου: «Πέθανε πριν πεθάνεις». Μόνο οι νεκροί γνωρίζουν τι σημαίνει να είσαι νεκρός.



ANANDA K. COOMARASWAMY
[ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ]
ΜΕΤΟΙΚΗΣΗ ΜΕΤΕΜΨΥΧΩΣΗ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ & ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ – ΝΑΣΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1993

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΒΟΥΔΔΙΣΜΟΥ – RENE GUENON



Καθώς λέγουν, ο Βουδδισμός φαίνεται ότι είναι πλησιέστερον προς τας συλλήψεις των δυτικών, ή μάλλον ολιγώτερον μεμακρυσμένος απο αυτάς εν συγκρίσει προς τας άλλας διδασκαλίας της Ανατολής και κατά συνέπειαν ο περισσότερον προσφερόμενος εις τας έρευνας των Δυτικών. Αναμφιβόλως, λόγω της αιτίας ταύτης εξηγείται η υπερβολική στοργή την οποίαν τρέφουν προς αυτόν οι ανατολισταί. Πράγματι ούτοι νομίζουν ότι εις αυτόν ευρίσκουν τι το δυνάμενον να χωρέση εντός του πλαισίου της νοοτροπίας των ή το μη εντελώς εξ αυτού εκφεύγον. Εν πάση περιπτώσει, όταν πρόκειται περί του βουδδισμού δεν ευρίσκονται εις τόσον δυσχερή θέσιν καθώς συμβαίνει όταν πρόκειται με τας άλλας διδασκαλίας εξ αιτίας της πλήρους αυτών αδυναμίας όπως κατανοήσουν αυτάς. Την αδυναμίαν των ταύτην χωρίς να την ομολογούν ούτε εις τον ίδιον τον εαυτόν των, είναι καταδικασμένοι να την αισθάνωνται κατά το μάλλον ή ήττον αορίστως. Αυτήν τουλάχιστον την εντύπωσιν αποκομίζουν όταν ευρεθούν προ μερικών μορφών του Βουδδισμού διότι καθώς αμέσως ανωτέρω είπομεν, πρέπει να γίνουν πολλαί διακρίσεις απ' αυτής της απόψεως και κατά φυσικώτατον λόγον θέλουν να βλέπουν εις τας μορφάς ταύτας, αι οποίαι είναι αι πλέον προσιταί εις αυτούς τον αληθή Βουδδισμόν, τον πρωταρχικόν τρόπον τινα, θεωρούντες τας άλλας κατά το μάλλον ή ήττον ως αλλοιώσεις αυτού, αι οποίαι έγιναν μεταγενεστέρως. Όπως και αν έχουν όμως τα πράγματα, ο Βουδδισμός, έστω και με τας πλέον “απλουστευμένας” μορφάς υπό τας οποίας παρουσιάζεται εις μερικούς κλάδους του, πάντοτε παραμένει ανατολικός παρά την επιθυμίαν των. Επίσης οι ανατολισταί εξωθούν πολύ περαιτέρω την εξομοίωσιν αυτού με τας δυτικάς απόψεις, παραδείγματος χάριν όταν θέλουν να παραστήσουν αυτόν ως τι το ισοδύναμον με θρησκείαν, υπό την ευρωπαϊκήν εκδοχήν της λέξεως ταύτης, πράγμα το οποίον εις το τέλος τους κάμνει να περιπίπτουν εις μιαν κωμικήν δυσχέρειαν. Μήπως μερικοί μη οπισθοχωρούντες ούτε προ της εντός των λέξεων υπαρχούσης αντιφάσεως δεν διεκήρυξαν ότι πρόκειται περί “αθέου θρησκείας”; Εις την πραγματικότητα ο Βουδδισμός δεν είναι περισσότερον “άθεος” από όσον είναι “θεϊστικός” ή “πανθεϊστικός”. Εκείνο μόνον το οποίον απλώς πρέπει να είπωμεν, είναι το ότι δεν εξετάζεται από την άποψιν κατά την οποίαν αι διάφοραι αύται λέξεις έχουν σημασίαν. Ακριβώς δε επειδή συμβαίνει το πράγμα τούτο, επ' ουδενί λόγω είναι δυνατόν να είναι ολιγώτερον ακατανόητον δια την αντίληψίν των, οι ανατολισταί ευρίσκουν τρόπον όπως το παραποιήσουν με τας ερμηνείας τας οποίας δίδουν, και μάλιστα κατά διαφόρους τρόπους, τόσον με το να θεωρούν τούτο ως φιλοσοφίαν, όσον και με το να θέλουν να το κάμουν θρησκείαν. Εάν επίσης, παραδείγματος χάριν, καθώς συνηθίζουν, τον χαρακτηρίσουν ως “πεσσιμιστικόν” εξ αυτού δεν έπεται ότι ο Βουδδισμός είναι τοιούτος, αλλά τουλάχιστον έπεται ότι είναι τοιούτος παρατηρούμενος μέσω της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ. Ο γνήσιος Βουδδισμός δεν είναι ούτε “πεσσιμιστικός” ούτε “οπτιμιστικός”, καθ' όσον δι' αυτόν δεν τίθενται τα ζητήματα κατ' αυτόν ακριβώς τον τρόπον. Πάντως όμως πρέπει να αντιληφθώμεν ότι μερικοί στεναχωρούνται πολύ όταν δεν δύνανται να επιθέσουν επί μιας γνωσιακής διδασκαλίας δυτικάς επιγραφάς.
Η αλήθεια είναι ότι ο Βουδδισμός δεν είναι ούτε θρησκεία ούτε φιλοσοφία, αν και εις μερικάς εκ των μορφών του, και ιδία εις εκείνας αι οποίαι είναι προσφιλέστεραι εις τους ανατολιστάς, πλησιάζει περισσότερον και προς την μίαν και προς την άλλην από όσον πλησιάζουν προς αυτάς αι ινδουιστικαί γνωσιακαί διδασκαλίαι. Πράγματι, πρόκειται περί σχολών αι οποίαι ετέθησαν εκτός της κανονικής παραδόσεως και ως εκ τούτου δεν βλέπουν πλέον την αληθή μεταφυσικήν. Αι σχολαί αυταί κατ' ανάγκην λόγω της αιτίας ταύτης έφθασαν εις σημείον να υποκαταστήσουν την μεταφυσικήν δια πράγματος ομοιάζοντος μέχρις ενός ορίου προς την φιλοσοφικήν άποψιν, επαναλαμβάνομεν όμως, μέχρις ενός ορίου. Εις αυτάς μάλιστα συναντώνται και απόψεις αι οποίαι θεωρούμεναι επιφανειακώς είναι δυνατόν να μας ενθυμίσουν την ψυχολογίαν. Είναι όμως φανερόν ότι ουδόλως πρόκειται περί ψυχολογίας, η οποία είναι προϊόν της Δύσεως και μάλιστα της νεωτέρας διότι πραγματικώς χρονολογείται από την εποχήν του Λόκκε. Δεν πρέπει επομένως να λέγωμεν ότι η νοοτροπία των Βουδδιστών είναι η αυτή με την του νεωτέρου αγγλοσαξωνικού εμπειρισμού. Η παραβολή δια να είναι ορθή ποτέ δεν πρέπει να φθάνη μέχρις εξομοιώσεως, και δια τον λόγον τούτον ο Βουδδισμός δεν είναι δυνατόν να παραβληθή ενεργώς προς την θρησκείαν ειμή μόνον εις εν σημείον, σπουδαίον αναμφιβόλως αλλά το οποίον δεν είναι αρκετόν δια να μας κάμη να συμπεράνωμεν ότι υπάρχει ταυτότης σκέψεως μεταξύ των. Το σημείον τούτο είναι η εντός αμφοτέρων ύπαρξις ενός αισθηματολογικού στοιχείου όταν πρόκειται περί διδασκαλιών διεστραμμένων, η οποία όμως πάντοτε είναι δυνατόν να εξηγηθή δια της ανάγκης εις την οποίαν υπέκειντο δια να δυνηθούν να προσαρμοσθούν εις τας ειδικάς συνθήκας της εποχής κατά την οποίαν εγεννήθησαν, η οποία όμως καθώς είναι επόμενον, ουδόλως συνεπάγεται και το ομοειδές αυτών. Η πραγματική διαφορά των απόψεων είναι ίσως κατά πολύ ουσιωδεστέρα από μιαν εξωτερικήν ομοιότητα, η οποία γενικώς σχετίζεται με την μορφήν υπό την οποίαν εκφράζονται αι διδασκαλίαι. Εις τούτο ακριβώς ευρίσκεται το στοιχείον το οποίον αγνοούν συγκεκριμένως εκείνοι οι οποίοι ομιλούν περί “βουδδιστικής ηθικής”. Εκείνο το οποίον θεωρούν ούτοι ως ηθικόν και μάλιστα με τόσον περισσοτέραν ευκολίαν όσον περισσότερον η αισθηματολογική αυτού πλευρά συμβάλλει εις την σύγχυσιν ταύτην, το εξετάζουν από εντελώς διαφορετικής απόψεως και ως έχον λόγον υπάρξεως εντελώς διάφορον, ο οποίος μάλιστα ουδόλως είναι της αυτής ή ισοδυνάμου τάξεως. Είναι αρκετόν εν παράδειγμα δια να εννοήσωμεν περί τίνος πρόκειται: Το γνωστόν ρητόν “είθε τα όντα να είναι ευδαίμονα”, αφορά τα εντός της παγκοσμιότητος, όντα άνευ ουδενός περιορισμού και όχι μόνον τους ανθρώπους. Καθώς βλέπομεν, πρόκειται περί επεκτάσεως της οποίας η ηθική άποψις δεν περιέχει αισθηματολογίαν. Ο βουδδιστικός “οικτιρμός” δεν είναι η “ευσπλαχνία” του Σοπενχάουερ και μάλλον είναι δυνατόν να παραβληθή προς το “παγκόσμιον έλεος” των Μουσουλμάνων, το οποίον επεκτείνεται εξ ολοκλήρου επί πάντων άνευ ουδεμιάς αισθηματολογίας εκ τούτου όμως δεν έπεται ότι ο Βουδδισμός ασυζητητεί δεν έχει αισθηματολογικήν μορφήν, η οποία χωρίς να γίνεται “ηθικολογία” αποτελεί εν τούτοις χαρακτηριστικόν αυτού στοιχείον, το οποίον πρέπει να λάβωμεν υπ' όψιν ημών, τοσούτον μάλλον καθ' όσον είναι εξ εκείνων τα οποία λίαν σαφώς διαφοροποιούν αυτόν από τας ινδουιστικάς γνωσιακάς διδασκαλίας, και τα οποία τον κάμνουν να φαίνεται ασυζητητεί ότι απέχει πολύ περισσότερον από αυτάς εκ της πρωταρχικής παραδόσεως.
Έτερον σημείον επί του οποίου πρέπει να επιστήσωμεν την προσοχήν είναι το ότι υπάρχει πολύ στενός δεσμός μεταξύ της αισθηματολογικής μορφής μιας διδασκαλίας και της προς διάδοσιν τάσεως αυτής, η οποία υπάρχει τόσον εις τον Βουδδισμόν όσον και εις τας θρησκείας, καθώς αποδεικνύει τούτο η επί του μεγαλυτέρου μέρους της Ασίας εξάπλωσις αυτού. Και επ' αυτού όμως του σημείου δεν πρέπει να υπερβάλωμεν την ομοιότητα και δεν είναι ίσως πολύ ορθόν να κάμωμεν λόγον περί βουδδιστών “ιεραποστόλων”, οι οποίοι διεσπάρησαν εκτός των Ινδιών κατά εποχάς τινας διότι εκτός του ότι ποτέ δεν ήσαν ούτοι έτερόν τι ειμή μόνον μεμονωμένα άτομα, η λέξις “ιεραπόστολοι” μοιραίως φέρει εις τον νουν μας τας μεθόδους της προπαγάνδας και του του προσηλυτισμού, αι οποίαι είναι ίδιον των Δυτικών. Εκείνο το οποίον είναι εξ άλλου αξιοσημείωτον είναι το ότι όσον περισσότερον προώδευσεν η διάδοσις αύτη, τόσον και ο Βουδδισμός έκλινε προς την δύσιν του εις τας Ινδίας και τελικώς εξηφανίσθη από αυτήν την χώραν εις την οποίαν κατά την εποχήν της εξαφανίσεως του παρουσιάσθηκαν σχολαί εκφυλισμέναι και σαφώς ετερόδοξοι. Αι σχολαί αύται είναι εκείναι με τας οποίας σχετίζονται τα ινδουιστικά έργα τα οποία εγράφησαν κατά την τελευταίαν ταύτην φάσιν του ινδικού Βουδδισμού και συγκεκριμένως τα έργα του Σανκαρασάργυα, τα οποία αποβλέπουν μόνον εις την ανασκευήν των θεωριών των σχολών τούτων εν ονόματι της παραδοσιακής διδασκαλίας. Τα έργα ταύτα δεν καταλογίζουν ευθύνην δια την σύστασιν των ετεροδόξων τούτων σχολών εις τον ιδρυτήν του Βουδδισμού εξ ού κάλλιστα αποδεικνύεται ότι αύται ήσαν απότοκοι καταπτώσεως και εκφυλισμού. Το πλέον περίεργον είναι ότι αυταί αι εκ της διαστροφής και της παραποιήσεως προελθούσαι σχολαί, είναι εκείναι αι οποίαι από τους περισσοτέρους ανατολιστάς θεωρούνται ως αι γνησιώτεραι εκπρόσωποι του πρωταρχικού Βουδδισμού. Επ' αυτού του ζητήματος θα επανέλθωμεν κατωτέρω, προηγουμένως όμως πρέπει να είπωμεν ότι εις την πραγματικότητα αι Ινδίαι ποτέ δεν υπήρξαν βουδδστικαί κατ' αντίθεσιν προς τους ισχυρισμούς των ανατολιστών, οι οποίοι, τρόπον τινά, θέλουν να κάμουν τον Βουδδισμόν κέντρον όλων των εκδηλώσεωνκαι των πραγμάτων τα οποία σχετίζονται με τας Ινδίας και με την ιστορίαν των. Ούτω διαρκώς μυρικάζουν: “αι Ινδίαι προ του Βουδδισμού”, “αι Ινδίαι μετά τον Βουδδισμόν” πιστεύοντες ούτω ότι ο Βουδδισμός αποτελεί την κρίσιμον τομήν του χρόνου την οποίαν δύνανται να επιβάλουν, θέλοντες δια τούτου να είπουν ότι ο Βουδδισμός και μετά την ολοσχερή εξαφάνισίν του άφησε βαθύτατα αποτυπώματα εις την χώραν από την οποίαν προήλθε, πράγμα το οποίον είναι εντελώς ανακριβές δια τους λόγους τους οποίους εξεθέσαμεν ανωτέρω. Είναι αληθές ότι οι ανατολισταί, οι οποίοι φαντάζονται ότι οι Ινδουισταί εδανείσθησαν στοιχεία από την ελληνικήν φιλοσοφίαν, φαντάζονται επίσης ότι με πολύ μεγάλην αληθοφάνειαν είναι δυνατόν να υποστηριχθή ότι εδανείσθησαν στοιχεία και από τον Βουδδισμόν, δεν είμεθα δε απολύτως βέβαιοι ότι η υπόθεσις αύτη δεν αποτελεί το βάθος της σκέψεως μερικών εξ αυτών. Πρέπει όμως να αναγνωρίσωμεν ότι απ' αυτής της απόψεως υπάρχουν μερικαί εξαιρέσεις αι οποίαι τιμούν εκείνους από τους οποίους προέρχονται. Ούτω ο Μπαρθ λέγει ότι: “ο Βουδδισμός ήτο εν απλούν επεισόδιον” πράγμα το οποίον προκειμένου περί των Ινδιών αληθεύει απολύτως. Παρ' όλον όμως τούτο δεν έπαυσε να επικρατή η αντίθετος γνώμη, χωρίς, ως είναι ευνόητον, να λαμβάνεται υπ' όψιν η παχυλή άγνοια της μάζης του ευρωπαϊκού κοινού, το οποίον εν τη αφελεία του νομίζει ότι και σήμερον ακόμη εις τας Ινδίας επικρατεί ο Βουδδισμός! Εκείνο το οποίον πρέπει να λεχθή είναι μόνον το ότι κατά την εποχήν του βασιλέως Ασώκα, δηλαδή κατά τον τρίτον προ Χριστού αιώνα, ο Βουδδισμός είχεν εξαπλωθή εις τας Ινδίας και είχεν αρχίσει και η διάδοσις αυτού εκτός των Ινδιών, και το ότι αμέσως μετά την εποχήν αυτήν επήλθεν η κατάπτωσις αυτού. Εάν όμως θα ηθέλαμεν να εύρωμεν εις την Δύσιν κατάστασιν η οποία να ομοιάζη κάπως με την υπάρξασαν κατά την ανωτέρω εποχήν θα ελέγομεν ότι η τοιαύτη εξάπλωσίς του, μάλλον θα έπρεπε να παραβληθή με την επέκτασιν μοναχικού τάγματος και όχι με εξάπλωσιν θρησκείας απευθυνομένης προς όλους τους ανθρώπους, η παραβολή αύτη αν και δεν είναι απολύτως επιτυχής, ασφαλώς είναι επιτυχεστέρα πάσης άλλης.
Τα ανωτέρω δεν αποτελούν το άπαντον των φαντασιώσεων των ανατολιστών. Βλέπομεν μερικούς εξ αυτών ως παραδείγματος χάριν τον Μαξ Μύλλερ να προσπαθούν όπως ανακαλύψουν “τα σπέρματα του Βουδδισμού” καθώς τουλάχιστον τον αντιλαμβάνονται ούτοι, δηλαδή τα σπέρματα της ετεροδοξίας, και εντός ακόμη των Ουπανισάδ, αι οποίαι επειδή ολοκληρώνουν την Βέδα, αποτελούν εν εκ των κυριωτέρων ερεισμάτων της ινδουιστικής ορθοδοξίας. Ασφαλώς είναι πολύ δύσκολος η περαιτέρω εξώθησις του παραλογισμού και η παροχή δείγματος μεγαλυτέρας ακατανοησίας. Οιανδήποτε ιδέαν και αν έχωμεν περί του Βουδδισμού, πολύ ευκόλως γίνεται αντιληπτόν ότι εφ' όσον ούτος εγεννήθη εντός του ινδουιστικού περιβάλλοντος και ούτως ειπείν κατήγετο εκ του Ινδουισμού, κατ' ανάγκην, έστω και αποσχιζόμενος εξ αυτού, θα διετήρει τι το κοινόν μετ' αυτού, της εντός αυτού τήδε κακείσαι συναντωμένης ομοιότητος μη εξηγουμένης κατ' άλλον τρόπον. Ο Μ. Ρώσσελ, αναμφιβόλως υπερέβαλε τ' ανωτέρω κατ' αντίστροφον όμως έννοιαν, επιμένων ότι είναι εντελώς ξένη προς την πρωταρχικήν παράδοσιν η διδασκαλία αύτη. Η γνώμη όμως αύτη τουλάχιστον είναι πλέον παραδεκτή απο την του Μαξ Μύλλερ, εν πάση δε περιπτώσει δεν συνεπάγεται ουδεμίαν αντίφασιν. Εις τούτο ημείς θα προσθέσωμεν ότι μάλλον έπαινον παρά επίκρισιν θα προεκάλει εκ μέρους εκείνων οι οποίοι καθώς ημείς έχονται της παραδόσεως διότι αι μεταξύ των διδασκαλιών υπάρχουσαι διαφοραί δια να μη αποτελούν ετεροδοξίας πρέπει να αφορούν μόνον την μορφήν με την οποίαν προσαρμόζονται και να μη θίγουν τας αρχάς. Και η εισαγωγή ακόμη της συναισθηματικής μορφής, εφ' όσον τουλάχιστον αύτη δεν έρχεται εις σχέσιν με την μεταφυσικήν, αφίνει την τελευταίαν ταύτην αλώβητον και αποτελούσαν το κέντρον της διδασκαλίας.
Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να διερωτηθώμεν μέχρι τίνος σημείου είναι δυνατόν να ομιλώμεν με γενικότητα περί του Βουδδισμού, καθώς γίνεται συνήθως, χωρίς να υποπίπτωμεν εις παντοειδείς συγχύσεις. Δια να αποφύγωμεν τας συγχύσεις ταύτας πρέπει να μη ομιλώμεν εν γενικότητι περί αυτού αλλ' απεναντίας να καθορίζωμεν πάντοτε περί τίνος Βουδδισμού πρόκειται διότι ούτος εις την πράξιν περιέλαβε και περιλαμβάνει ακόμη πολλάς παραφυάδας ή σχολάς αι οποίαι διαφέρουν πολύ μεταξύ των και δεν είναι ορθόν να αποδίδη τις αδιακρίτως εις όλας, εκείνο το οποίον έχει μια εξ αυτών. Αι σχολαί αύται θεωρούμεναι εν τω συνόλω των είναι δυνατόν να καταταγούν εις δύο μεγάλους κλάδους εκ των οποίων ο μεν εις λέγεται “Μαχαγυάνα” ο δε άλλος “Χιναγυάνα” τους οποίους συνήθως αποδίδομεν δια των φράσεων “Μέγα Όχημα” και “Μικρόν Όχημα”, αν και ορθότερον και σαφέστερον ίσως, θα ήτο να αποδώσωμεν αυτούς αντιστοίχως δια των “Μεγάλη Οδός” και “Μικρά Οδός”. Είναι πολύ καλύτερον να διατηρήσωμεν τας δυο ταύτας ονομασίας αι οποίαι είναι και αι αυθεντικαί παρά να τας υποκαταστήσωμεν με ονομασίας καθώς είναι αι “Βουδδισμός του Βορρά” και “Βουδδισμός του Νότου” αι οποίαι έχουν αξία μόνον απο γεωγραφικής απόψεως, η οποία άλλως τε είναι ακαθόριστος, και αι οποίαι ουδόλως αποτελούν χαρακτηριστικόν των περί ων πρόκειται διδασκαλιών. Μόνον η “Μαχαγυάνα” δύναται να θεωρηθή ως παρουσιάζουσα πραγματικώς πλήρη γνωσιακήν διδασκαλίαν περιέχουσαν και το μεταφυσικόν στοιχείον, το οποίον αποτελεί το ανώτερον και κεντρικόν μέρος αυτής. Απ' εναντίας η “Χιναγυάνα”, φαίνεται ως διδασκαλία, η οποία τρόπον τινά εντοπίζεται εις την πλέον εξωτερικήν αυτού όψιν χωρίς να προχωρή πέραν από εκείνο το οποίον είναι εις πάντας γνωστόν και προσιτόν πράγμα το οποίον δικαιολογεί και την τοιαύτην ονομασίαν του. Είναι επομένως φυσικόν να συμβούν αι εκτροπαί τας οποίας ανεφέραμεν ανωτέρω εντός του ελαττωματικού τούτου κλάδου του Βουδδισμού, του οποίου ο πλέον τυπικός εκπρόσωπος είναι ο επικρατών σήμερον εις την Κεϋλάνην. Εις το σημείον τούτο οι ανατολισταί κυριολεκτικώς αναστρέφοντες τας κανονικάς σχέσεις επιδιώκουν όπως αι πλέον πεπλανημέναι σχολαί, αι οποίαι εξωθούν την ετεροδοξίαν εις το ακρότατον αυτής όριον θεωρηθούν ότι αποτελούν την πλέον αυθεντικήν έκφρασιν της “Χιναγυάνα” και όπως και αυτή η “Χιναγυάνα” θεωρηθή ότι είναι ο καθαυτό πρωταρχικός Βουδδισμός ή τουλάχιστον η κανονική του συνέχεια, εξωβελιζομένης της “Μαχαγυάνα”, η οποία κατ' αυτούς είναι προϊόν σειράς αλλοιώσεων και προσθηκών κατά το μάλλον ή ήττον μεταγενεστέρων. Επί του ζητήματος τούτου ακολουθούν γενικώς τας αντιπαραδοσιακάς τάσεις της νοοτροπίας των, αι οποίαι καθώς είναι επόμενον τους κάμνουν να συμπαθούν παν το ετερόδοξον και να συμμορφούνται όσον το δυνατόν ακριβέστερον με την εσφαλμένην ταύτην σύλληψιν, η οποία είναι σχεδόν γενική εις όλους τους νεωτέρους Δυτικούς. Σύμφωνα με αυτήν παν το απλούστερον, θα ελέγομεν μάλιστα παν το παιδαριωδέστερον, πρέπει εξ αιτίας της τοιαύτης υφής του να είναι και το αρχαιότερον. Εφ' όσον διατελουν υπό το κράτος τοιούτων προκαταλήψεων ούτε να υποθέσουν καν δύνανται ότι το αληθές είναι δυνατόν να είναι το αντίθετον από εκείνο το οποίο υποθέτουν ούτοι. Εξ αιτίας της καταστάσεως ταύτης, επιτρέπεται να διερωτηθώμεν ποίου είδους γελοιογραφίαν παρουσιάζουν εις τους Δυτικούς ως τον δηθεν αληθή Βουδδισμόν ως είχεν ούτος ότε κατά πρώτον εξηγγέλθη υπό του ιδρυτού του. Δεν είναι δυνατόν να μη μειδιάση τις όταν βλέπη ότι η γελοιογραία αύτη γίνεται αντικείμενον θαυμασμού δια τους περισσοτέρους εξ αυτών και γοητεύει αυτούς εις σημείον ώστε άνευ του ελαχίστου δισταγμού να διακηρύττουν την αφοσίωσίν των, η οποία άλλως τε είναι θεωρητική και “ιδανική”, προς αυτόν τον Βουδδισμόν, ο οποίος κατά τόσον αλλόκοτον τρόπον συμβιβάζεται με την “ορθολογιστικήν” και “θετικιστικήν” ροπήν του πνεύματός των.
Είναι ευνόητον ότι όταν λέγωμεν ότι η “Μαχαγυάνα” έπρεπε να περιέχεται ευθύς εξ αρχής εντός του Βουδδισμού, τούτο πρέπει να εξυπακούεται εξ εκείνου το οποίον θα ηδυνάμεθα να το αποκαλέσωμεν ουσίαν αυτού ανεξαρτήτως από τας κατά το μάλλον ή ήττον ειδικάς μορφάς αι οποίαι αποτελούν το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν εκάστης των διαφόρων αυτού σχολών διότι αι μορφαί αύται έχουν δευτερεύουσαν σημασίαν αλλά αποτελούν το άπαντον εκείνου το οποίον δύναται να ίδη εντός αυτών η “ιστορική μέθοδος” και το στοιχείον το οποίον δικαιολογεί, επιφανειακώς εξεταζομένων των πραγμάτων, τας διαβεβαιώσεις των ανατολιστών οι οποίοι λέγουν ότι η “Μαχαγυάνα” είναι “οψιγενής” ή παραπεποιημένος Βουδδισμός. Εκείνο το οποίον περιπλέκει ακόμη περισσότερον τα πράγματα είναι το ότι ο Βουδδισμός ότε εξήλθε από τα όρια των Ινδιών ετροποποιήθη εν τινι μέτρω και κατά διαφόρους τρόπους, καθώς άλλως τε ήτο υποχρεωμένος να τροποποιηθή δια να προσαρμοσθή εις πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα. Το ζήτημα όμως τούτο εξ ολοκλήρου εντοπίζεται εις το να μάθωμεν μέχρι τίνος σημείου προχωρούν αι τροποποιήσειςαύται, πράγμα το οποίον δεν φαίνεται ότι είναι εύκολον να λυθή δι' εκείνους τουλάχιστον οι οποίοι δεν έχουν ουδεμίαν σχεδόν ιδέαν των παραδοσιακών διδασκαλιών με τας οποίας σχετίζεται ο Βουδδισμός. Συγκεκριμένως τούτο συνέβη εις την Άπω – Ανατολήν εις την οποίαν ο Ταοϊσμός έχει εκδήλως επιδράσει επί της μορφής τουλάχιστον υπό την οποίαν εξεφράσθησαν μερικοί κλάδοι της “Μαχαγυάνα”. Ιδιαιτέρως η σχολή “Ζεν” υιοθέτησε μεθόδους τας οποίας καταφανέστατα έχει εμπνευσθή από τον Ταοϊσμόν. Το γεγονός τούτο δύναται να εξηγηθή δια του ιδιαιτέρου χαρακτήρος της παραδόσεως της Άπω – Ανατολής και δια του βαθέως χάσματος το οποίον χωρίζει τα δύο μέρη αυτής, το εσωτερικόν και το εξωτερικόν, δηλαδή τον Ταοϊσμόν και τον Κομφουκιανισμόν. Υπ' αυτάς τας συνθήκας ο Βουδδισμός ήτο δυνατόν να καταλάβη, τρόπον τινα, μίαν ενδιάμεσον θέσιν μεταξύ αυτών και δυνάμεθα μάλιστα να είπωμεν ότι εις μερικάς περιπτώσεις κυριολεκτικώς εχρησίμευσεν ως “κάλυμμα εξωτερικόν” εις τον Ταοϊσμόν, πράγμα το οποίον επέτρεψεν εις αυτόν να μένη πάντοτε περισσότερον κλειστός από όσον θα ήτο δυνατόν να μείνη άνευ αυτού. Δια τούτου εξηγείται επίσης η υπό του Βουδδισμού της Άπω – Ανατολής πρόσληψις και αφομοίωσις μερικών συμβόλων ταοϊστικής καταγωγής και το ότι, παραδείγματος χάριν, εταύτιζεν ενίοτε τον “Κουάν-Γιν” με ένα “Βοδισάτβα” ή, επί το ακριβέστερον προς μίαν θήλειαν μορφήν του “Αβατοκιτεσβάρα” εξ αιτίας του δεσμού τον οποίον έχουν αμφότεροι με την “πρόνοιαν”. Επί τη ευκαιρία σημειούμεν ότι τούτο έγινε μια επί πλέον αιτία πλάνης των ανατολιστών, εκ των οποίων οι περισσότεροι μη γνωρίζοντες τίποτε άλλο περί του Ταοϊσμού πέραν από την ονομασίαν του, εφαντάσθησαν ότι ο “Κουάν-γιν” προήρχετο αποκλειστικώς και μόνον εκ του Βουδδισμού. Ούτω αποδεικνύεται ότι έχουν πλήρη άγνοιαν της εκ του Ταοϊσμού ουσιαστικής προελεύσεώς του. Εξ άλλου επειδή έχουν την συνήθειαν όταν ευρίσκονται προ ενός πράγματος, του οποίου τον χαρακτήρα δεν δύνανται να προσδιορίσουν με ακρίβειαν ούτε την καταγωγήν του να αποσύρωνται επικολλώντες επ' αυτού την ετικέτταν “Βουδδιστικόν” και εις την προκειμένην περίπτωσιν πράττουν το ίδιον. Η τοιαύτη αποφυγή των αποτελεί εύσχημον τρόπον αποκρύψεως της κατά το μάλλον ή ήττον συνειδητής αμηχανίας των εις τον οποίον καταφεύγουν προς μεγάλην των ανακούφισιν διότι λόγω της υπ' αυτών μονοπωλήσεως της γνώσεως την οποίαν κατόρθωσαν να επιβάλλουν εμπράκτως υπέρ εαυτών, είναι σχεδόν βέβαιοι ότι ουδείς θα τολμήση να αντείπη εις αυτούς. Τι έχουν απ' αυτής της απόψεως να φοβηθούν άνθρωποι οι οποίοι ανήγαγον εις αξίωμα το ότι δεν υπάρχει αληθής συμμετοχή εις την κατηγορίαν των περί ων πρόκειται σπουδών εκτός εκείνης την οποίαν αποκτά τις μόνον εάν φοιτήση εις την σχολήν αυτών; Τελικώς είναι αναντίρρητον ότι τόσον παν το υπ' αυτών, σύμφωνα με την φαντασίαν των αναγνωριζόμενον ως “βουδδιστικόν” άρα και εκείνο το οποίον πραγματικώς είναι τοιούτον, δι' αυτούς είναι “Παραπεποιημένος Βουδδισμός”. Εις εν εγχειρίδιον σχετιζόμενον με την “ιστορίαν των θρησκειών” το οποίον ανεφέραμεν και προηγουμένως, και εις το οποίον το σχετικόν με την Κίναν κεφάλαιον καθώς και εις το σύνολόν του μαρτυρεί οικτράν ακατανοησίαν, διακηρύττεται ότι: “Εκ του πρωταρχικού Βουδδισμού δεν απομένει ούτε ίχνος εις την Κίναν” και ότι αι διδασκαλίαι αι οποίαι υπάρχουν σήμερον εις αυτήν “δεν διατηρούν παρά μόνον την ονομασίαν του(18). Εάν δια της φράσεως “Πρωταρχικού Βουδδισμού”, ο συγγραφεύς του εγχειριδίου τούτου εννοεί εκείνο το οποίον παρουσιάζουν οι ανατολισταί ως τοιούτον, έχει απολύτως δίκαιον, αλλά πρώτον θα έπρεπε να μάθη εάν πρέπη να παραδεχθή την περί αυτού σύλληψίν των, ή μη τυχόν αύτη είναι μάλλον εκείνη η οποία παρουσιάζει εις την πραγματικότητα ένα κίβδηλον Βουδδισμόν.
Το ζήτημα των σχέσεων του Βουδδισμού με τον Ταοϊσμόν είναι σχετικώς ευκολώτερον να διαφωτισθή, ως ευνόητον όμως υπό τον όρον να γνωρίζωμεν τι είναι Ταοϊσμός, αν και πρέπει να αναγνωρίσωμεν ότι τούτο είναι εν από τα πλέον πολύπλοκα ζητήματα. Τοιαύτη είναι και η περίπτωσις κατά την οποίαν πρόκειται όχι πλέον περί στοιχείων προερχομένων από παραδόσεις ξένας προς τας Ινδίας αλλά περί πραγματικώς ινδουϊστικών στοιχείων περί των οποίων ίσως θα ήτο δύσκολον να είπωμεν εάν ήσαν ανέκαθεν κατ' αυτόν ή κατ' εκείνον τον τρόπον συνδεδεμένα με τον Βουδδισμόν εξ αιτίας της εκ των Ινδιών καταγωγής του ή εάν περιελήφθησαν μεταγενεστέρως εις μερικάς παραλλαγάς αυτού. Παραδείγματος χάριν, τοιούτον τι συμβαίνει δια τα Σιβαϊκά στοιχεία, τα οποία κατέχουν τόσον εξέχουσαν θέσιν εις τον Βουδδισμόν του Θιβέτ, ο οποίος είναι γνωστός υπό την όχι και τόσον ορθήν ονομασίαν “Λαμαϊσμός”. Εξ άλλου εν τοιούτον πράγμα δεν παρατηρείται αποκλειστικώς και μόνον εις το Θιβέτ διότι και εις την Ιάβαν συναντώμεν ένα “Σίβα-Βούδδα”, πράγμα το οποίον μαρτυρεί ότι υπάρχει παρομοίας φύσεως σύνδεσμος ο οποίος έχει εξωθηθή μέχρι των εσχάτων ορίων. Πράγματι η λύσις του προβλήματος τούτου θα ήτο δυνατόν να ευρεθή δια της μελέτης των σχέσεων του Βουδδισμού και του πρωταρχικού ακόμη με τον Ταντρισμόν. Ο τελευταίος όμως είναι τόσον άγνωστος εις την Δύσιν, ώστε θα ήτο σχεδόν ανωφελές να κάμωμεν λόγον περί των σχέσεων τούτων χωρίς να επεκταθώμεν εις θεωρήσεις αι οποίαι δεν είναι δυνατόν, να περιληφθούν εις το παρόν σύγγραμα. Επίσης θα περιορισθώμεν εις την απλήν αυτήν μνημόνευσιν δια τον ίδιον λόγον ο οποίος υπηγόρευσεν εις ημάς να κάμωμεν μόνον απλήν νύξιν περί του θιβετιανού πολιτισμού, παρά την σπουδαιότητά του, όταν απηριθμήσαμεν τας μεγάλας διαιρέσεις των πολιτισμών της Ανατολής.
Απομένει να πραγματευθώμεν, εν συντομία τουλάχιστον , εις το παρόν κεφάλαιον το εξής ζήτημα: Δια τίνα λόγον ο Βουδδισμός διεδόθη τόσον πολυ έξω από την χώραν εις την οποίαν εγεννήθη και εσημείωσε τόσον μεγάλας επιτυχίας ενώ εντός αυτής εξεφυλίσθη τόσον ταχέως και τελικώς εξηφανίσθη και μη τυχόν άραγε υπάρχη εις την εκτός του τόπου της καταγωγής του τόσον μεγάλην διάδοσίν του ο πραγματικός λόγος της εμφανίσεώς του; Διατυπώνοντες το ερώτημα τούτο, θέλομεν να είπωμεν ότι, καθώς φαίνεται, ο Βουδδισμός προωρίζετο δια τους μη ινδικούς λαούς αλλά και ότι συγχρόνως έπρεπε να εκκινήση εξ αυτού τούτου του Ινδουϊσμού δια να λάβη εξ αυτού τα στοιχεία τα οποία έπρεπε να μεταδοθούν εκτός των Ινδιών αφού προηγουμένως θα προσηρμόζωντο απαραιτήτως εις τα διάφορα ξένα περιβάλλοντα, και ότι όταν το πράγμα τούτο συνετελέσθη, κανονικώς έπρεπε να εκλείψη από τας Ινδίας όπου δεν είχε πλέον θέσιν. Απ' αυτής της απόψεως θα ήτο ίσως καλόν να γίνη σύγκρισις της θέσεως του Βουδδισμού απέναντι του Ινδουισμού με την του Χριστιανισμού απέναντι του Ιουδαϊσμού, ως ευνόητον όμως υπό τον όρον να ληφθώσιν υπ' όψιν αι διαφοραί των απόψεων τας οποίας ανεφέραμεν. Εν πάση περιπτώσει η άποψις αύτη είναι η μόνη η οποία επιτρέπει να αναγνωρίσωμεν, χωρίς να παραλογιζόμεθα, ότι ο Βουδδισμός έχει καταφανώς το χαρακτηριστικόν της παραδοσιακής διδασκαλίας, το οποίον είναι αδύνατον να αρνηθώμεν τουλάχιστον εις την “Μαχαγυάνα”, ταυτοχρόνως δε και την όχι ολιγώτερον καταφανή ετεροδοξίαν των τελευταίων διαστρεβλωμένων μορφών της “Χιναγυάνα”. Δια της απόψεως ταύτης διαφωτίζεται επίσης και ο πραγματικός σκοπός της αποστολής του Βούδδα. Εάν ούτος θα είχε διδάξη την ετερόδοξον διδασκαλίαν, την οποίαν αποδίδουν εις αυτόν οι ανατολισταί θα παρέμενεν εντελώς ανεξήγητον το ότι πολλοί ορθόδοξοι Ινδουϊσταί δεν εδίστασαν να θεωρήσουν αυτόν ως “Αβατάρα” δηλαδή ως “θείαν εκδήλωσιν”, δεδομένου μάλιστα ότι παν το εξ αυτού προελθόν όντως παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά αυτής. Είναι αληθές ότι οι ανατολισταί, οι οποίοι από προκατάληψιν εννοούν να αποσκορακίζουν παν το ανήκον εις την “πέραν του ανθρώπου τάξιν” ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί “μύθων” και μάλιστα ότι τούτο είναι ξένον προς τον “πρωταρχικόν Βουδδισμόν”. Εάν όμως εξοβελίσωμεν τα “μυθικά”ταύτα στοιχεία τι απομένει εις τον ιδρυτήν του Βουδδισμού θεωρούμενον ως καθαρώς ανθρώπινον άτομον; Ασφαλώς θα ήτο πολύ δύσκολον να διατυπωθή χαρακτηρισμός, αλλά η “κριτική” των δυτικών δεν ενοχλείται από τοιαύτα πράγματα και δια να γραφή μια βιογραφία του Βούδδα η οποία να συμφωνή με τας απόψεις αυτής προχωρεί μέχρι του σημείου να θέτη ως αρχήν μετά του Ολδεμπέργ το ότι: “οι Ινδογερμανοί δεν παραδέχονται το θαύμα”. Πως είναι δυνατόν να κρατήση τις την σοβαρότητά του προ τοιούτων διαβεβαιώσεων; Αυτή η αυτοαποκαλουμένη “ιστορική αποκατάστασις” της ζωής του Βούδδα είναι της αυτής ποιότητος με την αποκατάστασιν της “πρωταρχικής” διδασκαλίας του και εξ ολοκλήρου προϊόν των αυτών προκαταλήψεων. Και εις την μιαν και εις την άλλην, προ παντός άλλου επιδιώκεται ο στραγγαλισμός παντός πράγματος το οποίον φέρει εις δύσκολον θέσιν την νοοτροπίαν των νεωτέρων, και δι' αυτού του πολύ “απλοϊκού” μέσου, οι άνθρωποι ούτοι φαντάζονται ότι θα φθάσουν εις την αλήθειαν.
Ουδέν έτερον έχομεν να προσθέσωμεν εις τα ανωτέρω διότι εις το παρόν έργον δεν πρόκειται να πραγματευθώμεν τον Βουδδισμόν. Περιωρίσθημεν να τοποθετήσωμεν τούτον δι' ολίγων αφ' ενός μεν απέναντι των ινδουιστικών διδασκαλιών και αφ' ετέρου απέναντι των απόψεων της Δύσεως προς τας οποίας κατά το μάλλον ή ήττον ανιδέως επιδιώκουν να τον εξομοιώσουν. Δυνάμεθα πλέον μετά την παρέκβασιν ταύτην να επανέλθωμεν εις τας καθαρώς ινδουιστικάς συλλήψεις αλλά δεν θα εισέλθωμεν εις αυτάς χωρίς να εκφέρωμεν μιαν τελευταίαν σκέψιν, η οποία δύναται να θεωρηθή ως συμπέρασμα το οποίον προέκυψεν από αυτά τα οποία ελέχθησαν ανωτέρω και η οποία είναι η εξής: Εφ' όσον οι ανατολισταί, οι οποίοι είναι, ούτως ειπείν, “ειδικευμένοι” εις τα αφορώντα τον Βουδδισμόν διαπράττουν, προκειμένου τούτου, τόσον μεγάλα λάθη, ποίαν αξίαν είναι δυνατόν να έχουν τα υπ' αυτών περί των άλλων γνωσιακών διδασκαλιών λεγόμενα, αι οποίαι δι' αυτούς πάντοτε υπήρξαν αντικείμενον δευτερευουσών και σχεδόν παρέργων εν συγκρίσει προς αυτόν μελετών;


RENE GUENON
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ
Π. ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
ΙΝΔΟΥΙΣΤΙΚΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΜΕΤΑΦ. ΕΚ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ
ΑΝΔΡΕΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΜΕΛΗ

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Ο ΦΡΟΥΡΟΣ – ΦΡΕΝΤΡΙΚ ΜΠΡΑΟΥΝ



Ήταν μούσκεμα, βρώμικος και γεμάτος λάσπη, και πεινούσε και κρύωνε, και βρισκόταν πενήντα χιλιάδες χρόνια φωτός μακριά από το σπίτι του.
Ένας ξένος ήλιος έδινε ένα παγερό, γαλάζιο φως και η βαρύτητα, διπλή από εκείνη που ήξερε μεταμόρφωνε την κάθε του κίνηση σε αγωνία.
Όμως, ύστερα από δεκάδες χιλιάδες χρόνια, αυτή η γωνιά του πολέμου δεν είχε αλλάξει. Ήταν βολικιά για τους αεροπόρους, με τα καλογυαλισμένα διαστημόπλοιά τους και τα υπερόπλα τους. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, πάντα έπρεπε να επέμβη ο πεζός, ο φαντάρος, να πιάση μια θέση και να την κρατήση με το αίμα του, σπιθαμή με σπιθαμή, όπως σ' αυτόν τον καταραμένο πλανήτη ενός αστερισμού που δεν ήξερε ούτε καν τ' όνομά του ως την ημέρα που τον ξεμπαρκάρανε εκεί. Και τώρα ήταν «ιερό έδαφος» γιατί είχε φτάσει εκεί και ο εχθρός. Ο εχθρός, η μοναδική άλλη έξυπνη ράτσα του Γαλαξία... αιμοβόρα, σιχαμένα, αποκρουστικά τέρατα.
Η πρώτη επαφή είχε γίνει κοντά στο κέντρο του Γαλαξία, μετά από τον αργό και δύσκολο αποικισμό εκατοντάδων πλανητών. Και έγινε πόλεμος, αμέσως. Εκείνοι είχαν αρχίσει να κτυπούν χωρίς να κάνουν την παραμικρή προσπάθεια για κάποια συμφωνία, κάποια ειρηνική λύση.
Τώρα, πλανήτης με πλανήτη, έπρεπε να πολεμούν, με τα δόντια και με τα νύχια.
Ήταν μούσκεμα, βρώμικος και γεμάτος λάσπη και πεινούσε και κρύωνε και η μέρα ήταν πελιδνή και σάρωνε τα πάντα ένας βίαιος άνεμος που του πονούσε τα μάτια. Μα οι εχθροί προσπαθούσαν να εισχωρήσουν και κάθε προχωρημένο φυλάκιο είχε ζωτική σημασία.
Καθόταν με τα νεύρα τεντωμένα, με το ντουφέκι έτοιμο. Πενήντα χιλιάδες χρόνια φωτός μακριά από την πατρίδα του, να πολεμά σ' έναν κόσμο ξένο και ν' αναρωτιέται αν θα τα κατάφερνε ποτέ να γυρίση ζωντανός πίσω.
Και τότε είδε ένα από Εκείνους να σέρνεται προς το μέρος του. Σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο εχθρός ούρλιαξε μ' εκείνον τον ανατριχιαστικό, φρικαλέο τρόπο που ούρλιαζαν όλοι τους και δεν σάλεψε πια.
Το ουρλιαχτό και το θέαμα του νεκρού τον κατατάραξαν. Πολλοι, με το πέρασμα του χρόνου, είχαν συνηθίσει, δεν τους ένοιαζε πια. Μα εκείνος όχι. Ήτανε πλάσματα πολύ σιχαμένα, με δυό χέρια μόνο και δυό πόδια, κ' εκείνο το δέρμα, εμετικά ασπρουλιάρικο και χωρίς λέπια.



ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΡΟΖΙΤΑΣ ΣΩΚΟΥ
ΓΑΛΑΞΙΑΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΜΕΙΑΣ
ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 1961

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Το Βιβλίο - Άρης Αλεξάνδρου

Είχανε ξεχάσει ποιο είταν το βιβλίο
συμφωνούσαν όμως όλοι πως το διάβαζε την ώρα που μπήκαν  στην ακτίνα
μ' έναν μακρύ κατάλογο.
Διάβαζε κι όταν έγινε σιωπή κ' οι αρβύλες των φυλάκων
ηχούσαν στο προαύλιο σαν τα χώματα που πέφτουν πάνω στην νεκρόκασα.
Διάβαζε κι όταν πέρναγαν έναν έναν τους θαλάμους κι ακουγόντουσαν ξερά επίθετα κι ονόματα
και το πατρώνυμο στο τέλος
χαριστική βολή.
Σε ποιο σπίτι σε τι δέντρα να τον είχε παρασύρει το βιβλίο
σε ποιο βράχο να 'χε κάτσει με τα γυμνά του πόδια μες στον αφρό της θάλασσας
δεν ήξερε κανένας να μου πει.
Μόνο πως όταν τον διακόψαν
το 'κλεισε με παράπονο κ' είπε πως ήταν όμορφο
κρίμα που δεν του 'μεινε καιρός να το τελειώσει.


Θα προσπαθήσω να το βρω εκείνο το βιβλίο.
Θα τ' ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα
και
αν αξιωθώ
θα το διαβάσω ως το τέλος.




ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1941 - 1974)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΨΙΛΟΝ/ΒΙΒΛΙΑ



Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Μάθημα διαχείρισης... χρόνου στη φύση

Προσέξτε την ώρα κάτω δεξιά .


Σύμφωνα με τις ενδείξεις της ώρας η αρσενική αρκούδα  χρειάστηκε 10 λεπτά για να προσελκύσει την θηλυκή, να της κάνει το τραπέζι και να κάνει sex μαζί της.
Υπόκλιση! 

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Οι γνωστικοί – Κ. Γεωργούλης


Κατά τους πρώτους αιώνας της αναπτύξεως και διαδόσεως του Χριστιανισμού ενεφανίσθη η τάσις εις τινας των οπαδών της νέας θρησκείας να μη αρκεσθούν εις την πίστην, αλλά να προχωρήσουν και εις την δια της γνώσεως επεξεργασίαν και κατανόησιν των θεμελιωδών προτάσεων του χριστιανικού κηρύγματος. Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη το κίνημα των «Γνωστικών», οίτινες ήθελον να κατανοήσουν το υπεραισθητόν περιεχόμενον της πίστεως. «Γνώσις» δεν σημαίνει κατά τους Γνωστικούς το να γνωρίζομεν δια της πίστεως ότι υπάρχει ο Θεός και ότι ο Χριστός έλαβεν ανθρωπίνην σάρκα. Ούτε γνώσις είναι να αποδείξωμεν δια της λογικής και διαλεκτικής την αλήθειαν των χριστιανικών δοξασιών. Οι Γνωστικοί λέγοντες γνώσιν εννούν να διαρρήξωμεν τον μυστικόν πέπλον, όστις καλύπτει το υπεραισθητόν, να ίδωμεν τον Θεόν και να λάβωμεν πλήρη εποπτικήν και άμεσον ενόρασιν του υπεραισθητού κόσμου. Ο Ωριγένης εις τα σχόλιά του εις τον Ιωάννην (14, 4, 17) ερμηνεύων το ρήμα γιγνώσκειν λέγει ότι τούτο σημαίνει όχι απλώς γνωρίζειν, αλλά ένωσιν και συμμετοχήν εις το γιγνωσκόμενον. Οι Γνωστικοί ισχυρίζονται ότι το βλέμμα των διεισδύει μέχρι του βάθους των μυστηρίων. Είναι οι άνθρωποι οι: «Φάσκοντες μόνοι τα βάθη γνωρίζειν» (Οι διϊσχυριζόμενοι ότι φθάνουν να γνωρίσουν τα βάθη). Δι' αυτούς όλα τα μυστήρια αποκαλύπτονται. Είναι εις θέσιν να γνωρίζουν πόθεν έρχεται ο άνθρωπος, που υπάγει, ποία είναι η ουσία του. Το πνευματικόν νόημα των θρησκευτικών συμβόλων είναι δι' αυτούς καταφανές.
Είναι φανερόν ότι οι Γνωστικοί προσπαθούν να ιδρύσουν μίαν φιλοσοφίαν της Χριστιανικής θρησκείας δυναμένην να προχωρήση περαιτέρω της πίστεως και να αποκαλύψη το έσχατον νόημα του θρησκευτικού φαινομένου. Συγχρόνως η Γνώσις εγείρει την αξίωσιν ότι πραγματοποιεί δια της εκστάσεως, της θρησκευτικής ασκήσεως και της τελετουργίας την ένωσιν της ανθρωπίνης ψυχής με το υπεραισθητόν. Είναι τοιουτοτρόπως όχι μόνον θρησκευτική φιλοσοφία, αλλά και θρησκευτική αίρεσις. Χρησιμοποιεί τα μέσα της φιλοσοφικής ερεύνης, την μέθοδον της αλληγορικής ερμηνείας. Ταυτοχρόνως επιδιώκει δια μυστικιστικών καταστάσεων και τελετουργιών να υψωθή εις την ένωσιν με το θείον και το υπερκόσμιον. Είναι και φιλοσοφία, και μυθολογία και μυστικισμός.
Τας πρώτας εκδηλώσεις τοιούτων τάσεων τας έχομεν ήδη συναντήσει εις τους Νεοπυθαγορείους και τον Φίλωνα. Αλλ' εις έντονον μορφήν εμφανίζεται το κίνημα τούτο ήδη από των πρώτων αποστολικών χρόνων. Τινές εκ των ερευνητών της Εκκλησιαστικής Ιστορίας θεωρούν τον Σίμωνα τον Μάγον, περί του οποίου γίνεται λόγος εις τας Πράξεις των Αποστόλων, ως τον πρώτον κατά χρονολογικήν σειράν φορέα του γνωστικισμού. Ο Γερμανός ιστορικός της Δογματικής Χάρνακ έχει την γνώμην ότι ο γνωστικισμός υπήρξε προσπάθεια ήτις επεδίωξε να εξελληνίση τον Χριστιανισμόν. Δια τούτο τον χαρακτηρίζει ως «έντονον εξελληνισμόν του Χριστιανισμού». Δια της Γνώσεως καταβάλλεται προσπάθεια να ερμηνευθή ο Χριστιανισμός επί τη βάσει των αντιλήψεως τας οποίας είχεν αναπτύξει η μεταγενεστέρα ελληνική φιλοσοφία. Η γνώμη αύτη του Χάρνακ δεν εγένετο γενικώς αποδεκτή. Άλλοι ιστορικοί διακρίνουν εις τον γνωστικισμόν την παρουσίαν στοιχείων τα οποία έχουν ληφθή από τας Ανατολικάς θρησκείας, και τας μυστηριακάς τελετουργίας. Πάντως οι Γνωστικοί χρησιμοποιούν στοιχεία εκ της Ιουδαϊκής θρησκείας, εκ της μυθολογίας και θρησκείας των Αιγυπτίων και των άλλων Ανατολικών λαών, τα οποία αναμιγνύουν με την ελληνικήν μυθολογίαν και φιλοσοφίαν και με τας χριστιανικάς αντιλήψεις. Πάντα ταύτα τα στοιχεία προσπαθούν να διαμορφώσουν εις ενιαίον σύνολον. Χρησιμοποιούν όχι μόνον τα ως αυθεντικά θεωρούμενα χριστιανικά κείμενα αλλά και πλήθος αποκρύφων. Πάντα σχεδόν τα γνωστικά συστήματα παραδέχονται τον μεταξύ του καλού και κακού δυϊσμόν, και ως κύρια προβλήματα θεωρούν τα αναφερόμενα εις την αρχήν του κόσμου, την δημιουργικήν διαδικασίαν δια της οποίας εδημιουργήθη, και εις τον τρόπον δια του οποίου θα επέλθη η από του κακού απολύτρωσις, ήτις θα σημάνη και την φθοράν του παρόντος κόσμου. Αι σπουδαιότεραι εκ των πηγών, αι οποίαι μας παρέχουν πληροφορίας περί του γνωστικισμού, είναι αι ακόλουθοι: 1ον) «Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως» του Ειρηναίου, 2ον) «Φιλοσοφούμενα», έργον αγνώστου συγγραφέως αποδιδόμενον υπό τινων εις τον Ιππόλυτον, 3ον) Το «Κατά των Βαλεντιανών» σύγγραμμα εις την Λατινικήν του Τερτυλλιανού, 4ον) Το εις την Κοπτικήν μετάφρασιν διασωθέν Γνωστικόν σύγγραμμα «Πίστις και Ελπίς», 5ον) Πάπυροι εις κοπτικήν γλώσσαν ανακαλυφθέντες εν Αιγύπτω, 6ον) Πάπυροι εις Κοπτικήν γλώσσαν ανακαλυφθέντες κατά Ιούλιον 1949 εις Λούξορ Ναγκ Χαμάντι.
Η ιστορική εξέλιξις του γνωστικισμού διήλθε δια των ακολούθων σταδίων: Οι αρχαιότεροι Γνωστικοί ήσαν οι Οφίται κατά το τέλος του 1ου αιώνος μ.Χ. εν Εφέσω και Συρία. Κατά τα μέσα του 2ου αιώνος έδρα του γνωστικισμού αποβαίνει δια του Βασιλείδου η Αίγυπτος. Συγχρόνως προς τον Βασιλείδην δρα εξ Αλεξανδρείας ορμηθείς εν Ρώμη και Κύπρω ο Βαλεντίνος. Ολίγον αργότερον εμφανίζεται δρων και ο μαθητής του Βαλεντίνου Βαρδησάνης. Ετέραν σχολήν αποτελεί ο Μαρκίων εν Σινώπη κατά την εποχήν του Αδριανού και κατόπιν εν Ρώμη. Περί το 130 αναφέρεται ως γνωστικός εν Αλεξανδρεία και ο Καρποκράτης. Την όλην δε ιστορικήν εξέλιξιν κλείει ο εκ Περσίας Μάνης, όστις εγεννήθη περί το 216. Ούτος είναι ο ιδρυτής της πολυπληθούς αιρέσεως των Μανιχαίων.
Την πρώτην εκδήλωσιν του γνωστικισμού αποτελούν οι Οφίται, αποκληθέντες ούτω διότι το κύριον σύμβολον αυτών ήτο ο όφις, τον οποίον κατά την Παλαιάν Διαθήκην ύψωσεν ο Μωυσής εν τη ερήμω. Την ερμηνείαν του συμβόλου τούτου παρέλαβον απ'οτο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (3, 14) εν το οποίω αναγράφεται: «Και καθώς Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω ούτω υψωθήναιδει τον υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εν αυτώ έχη ζωήν αιώνιον». Κατά τους Οφίτας η γνώσις του ανθρώπου αρχίζει με την κατανόησιν του εαυτού του και τελειώνει με την θείαν επίγνωσιν «αρχή τελειώσεως γνώσις ανθρώπου, θεού δε γνώσις απηρτισμένη τελείωσις». Εδέχοντο ότι ο Αδάμ, ο πρώτος άνθρωπος, ήτο «αρσενοθήλυς» και συνεκέντρωνε εις τον εαυτόν του «το νοερόν, το ψυχικόν και το χοϊκόν». Τα τρία ταύτα στοιχεία συνηνώθησαν και πάλιν εις τον Ιησούν, τον υιόν της Μαρίας. Ως πηγήν των δοξασιών των προέβαλλον οι Οφίται την διδασκαλίαν του αδελφού του Χριστού Ιακώβου.

Συγγενικάς αντιλήψεις προς αυτούς είχον και οι Περάται, οίτινες ωνομάσθησαν τοιουτοτρόπως διότι επίστευον ότι η γνώσις θα τους καθίστα ικανούς να υπερνικήσουν την φθοράν. «Διελθείν και περάσαι την φθοράν». Κατ' αυτούς ο κόσμους αποτελεί τριαδικήν ενότητα. Το πρώτον μέρος της τριάδος είναι το τέλειον αγαθόν, το δεύτερον αποτελείται εξ απειραρίθμου πλήθους δυνάμεων αίτινες είναι αυτοδημιούργητοι, το δε τρίτον είναι ο γήινος κόσμος. Μεταξύ της πρώτης πατρικής αρχής και του υλικού κόσμου την συνδιαλλαγήν την αποκαθιστά «ο σοφός της Εύας λόγος», ο όφις, ο υψωθείς εν τη ερήμω υπό του Μωυσέως όστις ταυτίζεται με τον Χριστόν.
Εκείνος όστις δύναται να θεωρηθή ως συστηματικός διδάσκαλος του γνωστικισμού είναι ο Βασιλείδης όστις, καταγόμενος εκ Συρίας, εδίδαξεν εν Αλεξανδρεία κατά το 120 – 140. Είχε γράψει εν Ευαγγέλιον, σχόλια εξ 24 βιβλίων εις τούτο υπό τον τίτλον «Εξηγητικά» και είχε συνθέσει, όπως μαρτυρεί ο Ωριγένης ψαλμούς και ωδάς. Ως αρχήν δέχεται ο Βασιλείδης τον «άρρητον και ακατανόμαστον θεόν». Εκ τούτου απορρέει ο νους και εξ αυτού ο λόγος. Εκ του λόγου απορρέει η φρόνησις, εκ ταύτης η σοφία και η δύναμις και εκ τούτων η δικαιοσύνη και η ειρήνη. Όλα ταύτα τα παράγωγα μαζί με την πρώτην αρχήν αποτελούν τον πρώτον ουρανόν. Εκ του πρώτου ουρανού απορρέει δεύτερος και εκ τούτου τρίτος και ούτω καθεξής μέχρις ότου παραχθούν 365 ουρανοί και αγγελικά τάγματα επί των οποίων άρχει ο Αβρασάξ. Οι άνθρωποι βλέπομεν μόνον τον ουρανόν επί του οποίου άρχει ο θεός των Ιουδαίων. Απέναντι του ουρανού τούτου ίσταται το χάος, όπερ είναι η «ρίζα του κακού». Ο Χριστός είναι ο νους ο απορρέων εκ του θεού των Ιουδαίων και επιφέρων την λύτρωσιν του υλικού κόσμου. Κατ' άλλην εκδοχήν ο Βασιλείδης εδόξαζεν ότι εν αρχή υπάρχει το μη ον. Εκ τούτου εγεννήθη το σπέρμα του κόσμου. Ο μη υπάρχων θεός εγεννήθη δια της βουλήσεως του εκ του μη όντος και παρήγαε ταραχήν και σύγχυσιν: «τάραχος και συγχυσις αρχική», εξ ης επήγασεν η πανσπερμία του κόσμου. Εκ ταύτης παράγονται δευτερεύουσαι υπεραισθηταί οντότητες. Ο Βασιλείδης αναπτύσσει αχαλίνωτον δύναμιν φαντασίας δια να παρουσιάση μιαν ιεραρχικήν διάρθρωσιν των οντοτήτων τούτων. Είναι λίαν αξιοπαρατήρητον ότι και οι νεώτεροι μυστικισταί του Μεσαίωνος (Μπαίμε) επανέρχονται εις τοιαύτας μεθόδους, χρησιμοποιούντες και το μη ον ως δημιουργικήν αρχήν.

Το περιεκτικώτατον εξ όλων των γνωστικών συστημάτων ήτο το του Βαλεντίνου όστις εδίδασκεν εν Αλεξανδρεία περί το 130, εγκατεστάθη έπειτα εις Ρώμην, ένθα έμεινε μέχρι του 160 και εν τέλει μετέβη εις Κύπρον ένθα απέθανεν. Ως αρχήν λαμβάνει ο Βαλεντίνος ένα υπεραισθητόν κόσμον, τον οποίον ονομάζει «πλήρωμα» νοεί δε αυτόν απαρτιζόμενον εκ ζευγών τα οποία ονομάζει «αιώνας». Η πρώτη ύπαρξις είναι «μονή, αγέννητος, άφθαρτος, απερινόητος, ακατάληπτος, γόνιμος». Λέγεται προσέτι και «βυθός», «άρρητος» και «τέλειος αιών». Την μονάδαν ταύτην τινές εκ των Βαλεντιανών ελάμβανον ως θηλυκήν ύπαρξιν και την εκάλουν «σιγήν» και έθετον πλησίον της την «έννοιαν». Άλλοι όμως την ελάμβανον ως ανδρικήν και την ονόμαζον «πατέρα». Η πρώτη αρχή κινουμένη εξ αγάπης γεννά τον «νουν» και το «αληθές». «Φιλέρημος γαρουκ ην αγάπη γαρ, ην όλος. Η δε αγάπη ουκ έστιν αγάπη εάν μη ή το αγαπώμενον». Φιλοσοφούμενα 4, 20. (Διότι ο πατήρ δεν ήτο φίλος της ερημίας. Διότι ήτο εξ ολοκλήρου αγάπη. Η δε αγάπη δεν είναι αγάπη εάν δεν υπάρχει εν αντικείμενον της αγάπης). Η πρώτη λοιπόν αρχή, ο βυθός μυζί με την σιγήν, τον νουν και την αλήθειαν αποτελούν την πρώτη τετράδα: «πρώτην και αρχέγονον πυθαγορικήν τετρακτύν», ήτις είναι η ρίζα όλων των πραγμάτων. Από τον νουν και την αλήθειαν παράγονται ο λόγος και η ζωή και εκ τούτων ο άνθρωπος και η εκκλησία. Δι' όλων τούτων των απορροών συμπληρούται μια «ογδοάς». Η παραγωγική όμως διαδικασία προχωρεί και παράγει εν όλω τριάκοντα οντότητας, τας οποίας καλεί ο Βαλεντίνος και αιώνας. Ο τελευταίος εκ των αιώνων ονομάζεται «σοφία». Άπαντες δε οι αιώνες αποτελούν το «πλήρωμα». Δια να συγκρατήται δε η τάξις μέσα εις το πλήρωμα τούτο δημιουργείται και εις ακόμη αιών, όστις ονομάζεται «όρος». Η σοφία κινουμένη εξ έρωτος προσπαθεί να ανέλθει εις τον πατέρα, αποτυγχάνει όμως και ούτω γεννάται μια «ουσία άμορφος», εν «έκτρωμα», ήτις είναι η «ενθύμησις» ως «Αχαμώθ». Ο πατήρ εξ οίκτου κινούμενος εισδέχεται και πάλιν εις το πλήρωμα την σοφίαν, εκδιώκει δε έξω από αυτό την ενθύμησιν. Εν τω μεταξύ, κατ' εντολήν του πατρός, ο νους και η αλήθεια γεννούν τον Χριστόν και το Άγιον Πνεύμα. Ο Χριστός διδάσκει τους αιώνας ότι πρέπει να είναι ευγνώμονες προς τον πατέρα και αυτοί προς ένδειξιν της ευγνωμοσύνης των γεννούν τον σωτήρα Ιησούν, ο οποίος είναι «κοινός του πληρώματος καρπός». Ο Ιησούς αποστέλλεται υπό του πληρώματος δια να απαλλάξη την πλανωμένην Αχαμώθ από τα δεινά της, διότι αύτη ριφθεισα εκτός του πληρώματος, είχε περιπέσει εις «φόβον, λύπην, απορίαν, δέησιν και ικετίαν». Ο Ιησούς απεκάθαρε την Αχαμώθ και κατέστησεν αυτήν βάσιν δια την δημιουργίαν του ορατού κόσμου. Η Αχαμώθ διαμένει εις την κατωτέραν ογδοάδα, ήτις αποτελεί περιοχήν χωρισμένην από τους αιώνας. Κάτω από την ογδοάδα ίσταται η περιοχή της εβδομάδος, ένθα υπάρχει ο κόσμος των αγγέλων, των δαιμόνων και των ψυχών αίτινες πλάττουν από την υλικήν ούσίαν τα σώματα. Το ανθρώπινον γένος, όπερ απαρτίζεται εξ υλικού, ψυχικού και πνευματικού στοιχείου, υπάρχει εις τον κατώτερον αυτόν χώρον. Εις τους εθνικούς υπερισχύει το υλικόν στοιχείον, εις τους Ιουδαίους το ψυχικόν και εις τους Χριστιανούς το πνευματικόν. Δια την σωτηρίαν των πνευματικών ανθρώπων κατέρχεται εκ του πληρώματος ο Ιησούς και υφίσταται το σταυρικόν μαρτύριον, ανερχόμενος κατόπιν δια της Αναστάσεως εις το πλήρωμα. Είναι φανερόν ότι ο Βαλεντίνος χρησιμοποιών αριθμητικά σύμβολα (τριάκοντα αιώνες, οδγοάδες, εβδομάδες) και μεταβάλλων εις μυθολογικάς οντότητας διαφόρους οντολογικάς και ηθικάς εννοίας, προσπαθεί να απεικονίση την πορείαν του κοσμολογικού δράματος από της πρώτης αρχής μέχρι του υλικού ανθρώπου. Αλλά το σύμπλεγμα των διαδοχικώς παραγωμένων οντοτήτων ήτο λίαν περίπλοκον και δια τούτο δεν έσχον αι δοξασίαι του ευρείαν διάδοσιν.
Εκ των δοξασιών του Βαλεντίνου απορρέει και το περιεχόμενον του μνημονευθέντος συγγράμματος «Πίστις, Σοφία» όπερ διεσώθη εις την κοπτικήν γλώσσαν. Έχει γραφή κατά τον 3ον αιώνα και αποτελεί μετάφρασιν εξ ελληνικών κειμένων. Εις αυτό εν διαλογική μορφή ο αναστηθείς Χριστός εξιστορεί εις τους μαθητάς του και ιδία εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν τα πάθη της Πίστεως και της Σοφίας. Μαθητής του Βαλεντίνου υπήρξεν ο εκ της εν Μεσσοποταμία Εδέσσης καταγόμενος Βαρδησάνης, γεννηθείς κατά το 154 και θανών κατά το 222. αναφέρεται ως συγγράψας διάλογον «περί ειμαρμένης» ή «καθ' ειμαρμένης» και ως αστρολόγος και φυσικός φιλόσοφος. Αποδεχθείς κατ' αρχάς τον γνωστικισμόν έπειτα απεμακρύνθη τούτου.
Περισσότερον απηλλαγμένος από τας υπερβολάς του γνωστικισμού εμφανίζεται ο εκ της Σινώπης καταγόμενος Μαρκίων. Εις την Ρώμην ήλθε κατά το 140 και εγένετο μέλος της εκεί Εκκλησίας. Λόγω των αιρετικών του διδασκαλιών αφωρίσθη κατά το 144 και ίδρυσεν ιδικήν του εκκλησιαστικήν κοινότητα. Ο Μαρκίων ησχολήθη εις το να ανεύρηκαι να υπογραμμίσει τας αντινομίας τας υπαρχούσας μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Τα πορίσματα της ερεύνης του διετύπωσεν εις βιβλίον υπό τον τίτλον «Αντιθέσεις». Εφρόνει ότι η διδασκαλία του Ευαγγελίου αποτελεί κάτι το εντελώς νέον, το οποίον δεν έχει την πηγήν της προελεύσεως του εκ του κόσμου τούτου. Δεν δύναται να προέρχεται εκ του Θεού, όστις έπλασε και κυβερνά τον ορατόν κόσμον. Υπεράνω του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης τον οποίον ο Μαρκίων καλεί «Κοσμοκράτορα» υπάρχει έτερος Θεός, όστις απέστειλεν εις τον κόσμον τον Ιησούν δια να επιτελέση την σωτηρίαν. Τα διδάγματα του Ιησού ερμηνεύει πλήρως ο Παύλος ενώ ο Πέτρος παρεποίησε ταύτα. Ο Μαρκίων αντιπροσωπεύει την προσπάθειαν του αποχωρισμού του Χριστιανισμού από του Ιουδαϊσμού και ως κύριον θέμα των μελετών του αντιλαμβάνεται όχι το πρόβλημα της δημιουργίας του κόσμου, αλλά το πρόβλημα της σωτηρίας του ανθρώπου. Τον Μαρκίωνα θεωρεί ο Γερμανός ιστορικός της δογματικής Χαρνάκ ως τον πρωτοτυπώτερον στοχαστήν μετά τον Παύλον και τον Αυγουστίνον. Την κατεύθυνσιν του Μαρκίωνος ηκολούθησεν ο μαθητής του Απελλής, όστις εις το σύγγραμά του «Συλλογισμοί» λέγει ότι τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης περιέχουν ανακριβείας και δια τούτο δεν δύνανται να θεωρηθούν ως προερχόμενα εκ του Θεού. Ακολουθών τον Μαρκίωνα εδέχετο ως υψίστην αρχήν τον «αγέννητον Θεόν». Ο πρώτος ούτος Θεός εδημιούργησε τον κόσμον των αγγέλων μεταξύ των οποίων ο πρώτος είναι ο δημιουργός. Ο ορατός κόσμος επλάσθη κατ' απομίμησιν του αοράτου, υπό του Δημιουργού, όστις ταυτίζεται με τον Θεόν των Ιουδαίων. Εις όμως εκ των λοιπών αγγέλων, ο «άγγελος πυρετός» εδημιούργησε την «σάρκα της αμαρτίας» και ενέπλεξεν εις αυτήν τας εκ του αοράτου κόσμου κατελθούσας εις τον ορατόν ψυχάς. Κατά παράκλησιν δε του δημιουργού Θεού, ο αγέννητος Θεός στέλλει εις τον κόσμον τον Ιησούν δια να επιτελέση την απελευθέρωσιν από την σάρκα της αμαρτίας. Αποσπάσματα εκ του μνημονευθέντος έργου του μας διέσωσεν ο Αμβρόσιος παραλαβών ταύτα από απολεσθέντα έργα του Ωριγένους. Κατά την νεωτέραν εποχήν ο Ρενάν έχει εκφρασθή μετ' ενθουσιασμού δια τας αντιλήψεις του Απελλή επειδή ενόμισεν ότι εύρεν εις αυητάς την τάσιν της απομακρύνσεως από τα περίπλοκα συστήματα και της επανόδου εις την απλήν σκέψιν.
Εις την Αλεξάνδρειαν περί το 130 φέρεται ως διδάσκαλος της αιρέσεως των γνωστικών και ο Καρποκράτης. Περί του βίου του ουδέν σχεδόν γνωρίζομεν. Δια τούτο διετυπώθη η αντίληψις ότι ίσως το όνομα Καρποκράτης αποτελεί σύμβολον αιρέσεως. Εσχετίσθη ακόμη το όνομα τούτο προς τον αιγυπτιακόν θεόν Αρποκράτην , όστις αποτελεί μίαν των μορφών υπό την οποίαν εμφανίζεται ο θεός Ώρος. Δεν είναι απίθανον να υπήρξε πραγματικον πρόσωπον Καρποκράτης, το οποίον έπειτα ελατρεύθη, όπως και ο Σίμων ο Μάγος, ως θεός. Το επ' ονόματι του Καρποκράτους φερόμενον γνωστικόν σύστημα δύναται να χαρακτηρισθή ως ευρυτάτη ορθολογιστική σύνθεσις. Οι οπαδοί του έδιδον τιμητικήν θέσιν όχι μόνον εις τον Χριστόν και τον Παύλον, αλλά και εις τον Πυθαγόραν. Τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Όμηρον και πολλούς άλλους. Εις πολλά σημεία ηκολούθουν τας πλατωνικάς αντιλήψεις. Εδόξαζον ότι αι ψυχαί διατρίβουν εις τον υπερουράνιον τόπον μαζί με τον Θεόν. Εκ τούτου καταπίπτουν, όπως λέγει και ο Πλάτων εις τον «Φαίδρον», εις την γην. Ευρισκόμεναι εις την γηίνην περιοχήν αναμιμνήσκονται τα ουράνια θεάματα και δέχονται την επίδρασιν της δυνάμεως ήτις εκπορευομένη από τον Θεόν φθάνει μέψρι των καρδιών των. Αι ψυχαί αίτινες ζουν εν τω κόσμω τούτω συμμορφούμεναι προς την θέλησιν του Θεού μετά θάνατον επανέρχονται εις τον υπερουράνιον τόπον. Αι λοιπαί εισέρχονται εις νέα σώματα μέχρις ότου αποκαθαρθούν. Ο Χριστός είναι ο Μεσσίας ο επιφέρων την συνδιαλλαγήν και την απολύτρωσιν. Ως ιδρυτής της αιρέσεως ταύτης αναφέρεται εκτός του Καρποκράτους και ο υιός του Επιφάνης όστις επρόφθασεν καίτοι απέθανεν δεκαεπταετής, να γράψη βιβλίον περί δικαιοσύνης. Οι οπαδοί της αιρέσεως απέδωσαν εις αυτόν θείας τιμάς, ανηγέρθησαν δε εις μνήμην του και στήλαι εν Σάμη της Κεφαλληνίας, εκ της οποίας κατήγετο η μήτηρ του. Λίαν αξιοσημείωτον τυγχάνει ότι εις το βιβλίον του εκείνο αφορμώμενος ο Επιφάνης εκ του Πλάτωνος υπεστήριζεν εν σύστημα εξ ολοκλήρου κομμουνιστικόν και αναρχικόν, «Κοινή πάσιν εποίησεν τας αμπέλους ο Θεός, αι μήτε στρουθόν μήτε κλέπτην απαρνούνται». (Έκαμεν ο Θεός τας αμπέλους κοινάς εις όλους. Αύται δεν απαρνούνται τον καρπόν των ούτε εις τον στρουθόν, ούτε εις τον κλέπτην). Η δικαιοσύνη του Θεού, έλεγε, προϋποθέτει κονότητα και ισότητα. Μεταξύ των ανθρώπων ουδεμία πρέπει να υπάρχη διαφορά. Οι νόμοι εδίδαξαν τους ανθρώπους να παρανομούν. «Οι νόμοι ανθρώπων αμάθιαν κολάζειν μη δυνάμενοι παρανομείν εδίδαξον». (Επειδή οι νόμοι δεν ηδύναντο να περιορίζουν την αμάθειαν των ανθρώπων, τους εδίδαξαν να παρανομούν). Η διάκρισις του ιδικού μου και ιδικού σου ήλθεν εις τον κόσμον δια των νομικών διατάξεων αίτινες προστατεύουν την ιδιοκτησίαν και αυτή είναι η αιτία της διασπάσεως της κοινότητος. Όλα τα αγαθά πρέπει να είναι κοινά, κοιναί δε θα είναι και αι γυναίκες. Η επιθυμία αποτελεί θείαν προσταγήν προς συντήρησιν του ανθρωπίνου γένους. «Την επιθυμίαν έντονον και σφοδροτέραν ενεποίησεν ο Θεός εν τοις άρρεσιν εις την των γενών παραμονήν, η ούτε νόμος ούτε έθος αφανίσαι δύναται Θεού γαρ εστί δόγμα». Εκ των πληροφοριών τας οποίας μας παρέχει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς εις τους «Στρωματείς» δύναταί τις να συναγάγη ότι ο σύλλογος των Καρποκρατιανών ήτο θίασος οργιαστικών λατρευτικών τελετουργιών. Είναι συχνή εις τας μυστικιστικάς αιρέσεις η μετάπτωσις εκ του υψίστου ασκητισμού εις την αχαλίνωτον αισθησιακήν ηδυπάθειαν.
Διάφορος του Γνωστικισμού είναι ο Μανιχαϊσμός, τον οποίον ίδρυσε κατά τα μέσα του 3ου αιώνος ο Πέρσης Μάνης. Εγεννήθη ούτος κατά το 216, ενεφανίσθη ως αρχηγός αιρέσεως κατά το 242 και εθανατώθη δια λιθοβολισμού υπό των Περσών ιερέων κατά το 272. Η διδασκαλία του συναπετελέσθη εκ μίγματος χριστιανικών, γνωστικών, βαβυλωνοχαλδαϊκών και ζωροαστρικών στοιχείων. Το θεμελιώδες δόγμα του είναι ότι υπάρχουν δύο αντιμαχόμενα μέσα εις το σύμπαν στοιχεία, το αγαθόν αφ' ενός και το κακόν αφ' ετέρου. Και μέσα εις τον άνθρωπον υπάρχουν δύο ψυχαί, η σαρκική κακή και η φωτεινή αγαθή ψυχή. Μεταξύ του αγαθού και του κακού, και εις το σύμπαν και εις τον ψυχικόν κόσμον του ανθρώπου, διεξάγεται διαρκής αγών. Η απολύτρωσις του ανθρώπου επιτυγχάνεται δια της εγκρατείας, δια της αποφυγής από της κρεοφαγίας, δια της καταργήσεως της ιδιοκτησίας και του γάμου. Η διαφορά του Μανιχαϊσμού από του γνωστικισμού έγκειται εις το ότι, ενώ οι γνωστικοί είναι μονοθεϊσταία, οι Μανιχαίοι δέχονται την ύπαρξιν δύο δημιουργικών δυνάμεων, αίτινες ευρίσκονται εις διαρκή πάλην. Εκ της συγκρούσεως ταύτης προκύπτει δραματική πάλη, ήτις αποτελεί την ιστορίαν της κοσμικής εξελίξεως. Η αίρεσις του Μανιχαϊσμού έσχε μεγάλην διάδοσιν, επί τινα δε χρόνον υπήρξεν οπαδός ταύτης και ο Αυγουστίνος. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους εμφανίζονται δια των διαφόρων αιρέσεων δοξασίαι της μανιχαϊκής αιρέσεως.
Αι δοξασίαι των Γνωστικών και των Μανιχαίων κατεπολεμήθησαν υπό της χριστιανικής Εκκλησίας. Τον γνωστικισμόν κατεπολέμησαν ο Ειρηναίος (130-142) και ο Ιππόλυτος δράσας περί το 200 εν Ρώμη. Κατά των Γνωστικών έγραψε πολεμικήν πραγματείαν και ο Πλωτίνος. Τους Μανιχαίους δε, κατεπολέμησεν εν τη Δύσει ο Αυγουστίνος. Η συμβολή του γνωστικισμού εις την φιλοσοφικήν σκέψιν έγκειται εις το ότι συνετέλεσεν εις την διάδοσιν της εννοίας της «απορροής», ήτοι της αντιλήψεως ότι εκ του Θεού, κατά τοσούτον αποξενούνται αυτού. Αι απορροαί αύται παραβάλλονται με το φυσικόν φαινόμενον της φωτεινής ακτινοβολίας. Διέδωσαν προσέτι τα εν λόγω συστήματα και την δοξασίαν, ότι ο κόσμος παρήχθη κατόπιν μιας εκπτώσεως και αποστασίας από του Θεού, εδίδαξαν δε ότι είναι δυνατή η επιστροφή προς την θείαν αρχήν. Εισήγαγον τοιουτοτρόπως την έννοιαν της ιστορικής εξελίξεως εις την θεολογίαν. Κατά τον Μεσαίωνα συχνάκις αναφαίνονται παρόμοιαι αντιλήψεις ιδία εις τους κύκλους των μυστικιστών. Εις τους Ρώσσους θεολόγους και φιλοσόφους του 19ου και 20ου αιώνος, Σόλοβιεφ και Μπεντιάεφ είναι αισθητή η συμπάθεια προς τας θεωρίας του γνωστικισμού.



Κ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ
ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ “ΗΛΙΟΥ”
ΤΟΜΟΣ 7ος ΕΛΛΑΣ
(σελ. 675)

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Οι Εξορκισμοί – Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης



Κυριακήν τινα Απριλίου, καθ' ην ώραν ο υψούμενος ήλιος απερρόφα την δρόσον εκ των φύλλων των δένδρων και αι χελιδόνες επέτων από στέγης εις στέγην κομιζουσαι τροφήν εις τους ψελλίζοντας νεοσσούς των, οίτινες ιστάμενοι εν ταις παρυφαίς των φωλεών ήνοιγον τα στόματα και εδείκνυον τας ερυθράς κλειτορίδας των φαρύγγων των, οι μοναχοί, φέροντες τα κουκούλια μέχρι των οφθαλμών καταβιβασμένα εξήρχοντο βραδέως εκ του μεγάλου ναού της εν Πάτμω ιεράς Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Τελευταίος δε εξήλθεν εκ του ναού γηραιός και κυρτός μοναχός, στηριζόμενος επί βακτηρίας, και διευθύνθη προς το κελλίον του. Έπιε θερμόν τι ποτόν, όπερ τω παρεσκεύασεν ο υποτακτικός του, και κατακλιθείς επί της πενιχράς στωμνής του ανεπαύετο.
Μόλις παρήλθον στιγμαί τινες, καθ' ας ο γέρων δεν είχεν αποκοιμηθή, και έτερος μοναχός ενεφανίσθη εις τον προ του κελλίου διάδρομον και έκρουσε την ετέραν των δύο διδύμων θυρών.
-Αδελφέ Σίμων! Έκραξε.
-Ευλόγησον, είπεν η φωνή του υποτακτικού.
-Κοιμάται ο γέροντάς σου;
-Αν δεν προσεύχεται, είπεν ο υποτακτικός ανοίγων την θύραν.
-Είναι ανάγκη να εξομολογήση μιαν αδελφήν.
-Ποίαν αδελφήν;
-Την αδελφήν Αγάπην.
Ο γέρων μοναχός, ακούσας έσωθεν την συνδιάλεξιν, ηγέρθη, ήλθεν εις την θύραν και ανέωξεν.
-Η αδελφή Αγάπη κινδυνεύει, αδελφέ Νεεμία; ηρώτησε.
-Δεν ηξεύρω, αλλά ζητεί να εξομολογηθή άνευ αναβολής.
-Έρχομαι ευθύς.
Και ρίψας επί των ώμων το ράσον του εξήλθε και ηκολούθησε τον αδελφόν Νεεμίαν.
Υπερέβησαν τον ουδόν της πύλης του Μοναστηρίου. Διήλθον παρά το σπήλαιον το σχιστόν εν σχήματι Σταυρού, ένθα, κατά την παράδοσιν, ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής συνέγραψεν εξ εμπνεύσεως το “Εν αρχή ην ο λόγος” και γενομένου του σεισμού εσχίσθη το σπήλαιον. Ανέβησαν δια βραχώδους και στενής ατραπού εις το όρος, ο μεν Νεεμίας ασθμαίνων με τους ισχυρούς του πνεύμονας, ο δε Αμμούν κύπτων υπό το βάρος της ηλικίας και του ύβου του και κρατών τα γόνατά με την μίαν χείρα, με την ετέραν δε την ράβδον του. Έφθασαν εις άντρον τι έχον κτιστήν είσοδον βλέπουσαν προς την θάλασσαν και προς το εν τη υπωρεία κέιμενον μοναστήριον.
Ο Νεεμίας ανέωξε την θύραν και εισελθόντος του Αμμούν έκλεισεν αυτή όπισθεν του μείνας αυτός έξω.
Πενιχρός θάλαμος έχων το χώμα ως δάπεδον και τον βράχον ως τοίχον ήτο το εντός του οικήματος τούτου. Κλίνη τις ήτο κατά την μιαν γωνίαν, εφ' ης κατέκειτο γυνή τις. Ο Αμμούν έλαβε το μόνον σκαμνίον, όπερ υπήρχε, και εκάθισε παρά την κλίνην.
-Τι έχεις, τέκνον Αγάπη; ηρώτησεν ο γηραιός μοναχός.
Η πάσχουσα γυνή ανέωξε τους οφθαλμούς και τον παρετήρησε με συμπαθές βλέμμα. Είχε κατάμαυρον τον χιτώνα και τα σκεπάσματα της κλίνης. Αλλ' εν μέσω του πενθίμου τούτου χρώματος ηκτινοβόλει πρόσωπον, όπερ πεισματωδώς επέμενε να είναι ωραίον.
Ήτο γυνή έως τριάκοντα και πέντε ετών. Ηδύνατο να είναι μόνον τριάκοντα. Η καλλονή της είχεν ωχρόν τι και ασθενικόν, όπερ διηγείτο βασάνους και μαρτύρια. Το μέτωπόν της ήτο, ως στεφάνη αγίου, ωχρόν και κυανόφλεβον περί τους κροτάφους. Το όμμα της αντέλαμπε μυστικάς ακτίνας και αυγάς όπτου (visionnaire). Δυσκόλως ηδύνατο να μαντεύση τις αν το σχήμα τούτο και το ήθος προήρχοντο εκ βασάνων βιοτικών ή εκ τύψεων συνειδήσεως. Η μέλαινα μανδήλα, ην εφόρει περί την κόμην, δεν ηδύνατο εντελώς να αποκρύψη τα χρυσόξανθα της μαλλία.
Υπάρχουσι γυναίκες καταφεύγουσι εις τα μοναστήρια εκ κόρου και υπάρχουσιν άλλαι εγκολπούμεναι τον μοναχικόν βίον εκ λιμού; Ίσως. Αλλ' εις ποτέραν τάξιν ανήκε αύτη;
-Θέλω να εξαγορευθώ, πάτερ μου, είπεν η γυνή.
-Πάσχεις;
-Τις ηξεύρει αν θα ζήσω; Επιθυμώ να μη έχω μυστικά εις τον τάφον.
-Θα πράξης καλώς, τέκνον μου. Τα μυστικά, άτινα κρύπτουσιν οι αμαρτωλοί κατά την εξομολόγησιν, τους τρώγουσι ζώντας, καθώς οι σκώληκες θα μας φάγωσι νεκρούς.
Η μοναχή ανεκάθισεν επί της κλίνης και δια του κινήματος τούτου έδειξε γυμνάς τας ωλένας της, περικαλλείς ως προς μοναχήν.
Εξέπεμψε βραχύν τινα και δυσδιάκριτον στεναγμόν, εστήριξεν επί της δεξιάς την κεφαλήν και ήρχισεν ως εξής με ηρεμαίαν φωνήν.
-Πολλάκις σοι διηγήθην τον βίον μου, πάτερ. Αλλ' η εξωτερική όψις των συμβάντων δεν είναι η αυτή προς την εσωτερικήν κατάστασιν της ψυχής, και όστις διηγείται τον βίον του και κάμνει μακρόν λόγον περί των παθημάτων αυτού ή και περί των αμαρτιών του, ψεύδεται, διότι περιαυτολογεί εξ ανάγκης. Εκείνο όπερ προς τύψιν μου δεν ετόλμησα ποτέ να σοι είπω και προς αίσχος μου θα σοι ομολογήσω τώρα δια πρώτην φοράν είναι τούτο. Αν και δια της βίας και του δόλου με απήγαγεν ο Βενετός ευπατρίδης εκ της οικίας του συζύγου μου, ουχ ήττον από της πρώτης ημέρας ευτύχημα ενόμισα το να συζώ με τον Βενετόν και να είμαι ερωμένη του. Διότι είχέ τι λίαν επιβάλλον και εωσφορικόν, όπερ με καθυπέταξε και ανέτρεψεν εντελώς την συνείδησίν μου. Ουδέποτε είχον αγαπήσει με νεανικόν πάθος τον σύζυγόν μου. Μοι εφαίνετο βαρύς και οχληρός, αν και αυτός με ηγάπα. Και ενώπιον του Θεού μάλλον ένοχος είμαι εγώ, ήτις ακολούθησα τον Βενετόν, ή ούτος, όστις με απήγαγε. Διότι αυτός με ήρπασεν ενδούς εις μέθην παροδικήν, εις πάθος βίαιον και τυραννικόν. Ενώ εγώ, οίμοι! Ηπάτων εμαυτήν και τους πάντας. Διότι υπεκρινόμην θλίψιν βαθείαν και η καρδία μου εν παραβύστω έχαιρε και εμεθύσκετο εξ αγαλλιάσεως ερωτικής.
-Σφάλμα βεβαίως είναι τούτο, κόρη μου, είπεν ο πνευματικός κοιτάζων αυτήν μετ' απορίας, αλλ' αρκεί ότι μετενόησες προ πολλού.
-Ουδέποτε μετενόησα ειλικρινώς, απήντησεν η μοναχή στενάζουσα. Αν εγκατέλιπον τον κόμητα, έπραξα τούτο εξ ερωτικού πείσματος και μανιώδους ζηλοτυπίας και ουχί εκ της επιθυμίας του να σώσω την ψυχήν μου.
-Δεν πειράζει, τέκνον μου. Αν δεν μετενόησες ήδη προ πολλού, μετανοείς τώρα βεβαίως.
-Δεν υπάρχει μετάνοια, πάτερ.
-Τι λέγεις; Βλασφημείς, ω γύναι.
-Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μετάνοια αληθής, πάτερ, εκτός αν ονομάζεται ούτω η επιτήδευσις της μετανοίας και η υποκρισία.
Ο πατήρ Αμμούν εσηκώθη σπασμωδικώς εκ του σκαμνίου του, έκαμε το σημείον του σταυρού και περιήλθεν εις αμηχανίαν.
-Τότε διατί μ' επροσκάλεσες εδώ; είπεν. Εις τι χρησιμεύει ο ιατρός εις νόσον αθεράπευτον;
-Δια να εξομολογηθώ, πάτερ μου.
-Να εξομολογηθεής άνευ μετανοίας;
-Και να σας ζητήσω να με διδάξητε την μετάνοιαν, αν είναι δυνατόν.
-Αλλ' αύτη δεν είναι διδακτή, είναι αυθόρμητος, κόρη μου.
-Λοιπον σας λέγω ότι είναι αδύνατος.
--Έχεις το πονηρόν πνεύμα της βλασφημίας εντός του σώματός σου.
-Άκουσέ μου, πνευματικέ μου, προσεκτικώς, και συγχώρησον μιαν ασθενή γυναίκα. Νόμιζέ με ως μεθύουσαν και παραληρούσαν. Παραδέχομαι ότι έρχεται ενίοτε στιγμή τις, καθ' ην η ψυχή κατανύσσεται και κλαίει σιγανά ή και θρηνεί ραγδαίως ενώπιον του θεού, όστις είναι η υπερτάτη σκέψις κάθε διανοίας. Αλλ' η στιγμή αύτη παρέρχεται, ως παρέρχονται πάσαι αι στιγμαί, και μετ' αυτήν επανίσταται η σαρξ και ζητεί τα εαυτής. Λυπηθήτε με, πάτερ μου, και μη με καταδικάζετε. Υποφέρω από μακρού χρόνου επί της στρωμνής ταύτης του Άδου τα βασανιστήρια. Η καρδία μου είναι αιμοσταγής, η κεφαλή μου εσκοτισμένη. Συχνάκις καταβαίνει εις τα χείλη μου ασεβής λογισμός και αναβαίνει εναγής επιθυμία. Οι στεναγμοί μου τα δύο ταύτα μεταφράζουσιν εις την πυρίνην γλώσσαν του έρωτος και της απελπισίας. Η βλασφημία είναι φυσικόν προϊόν της δυστυχίας και ουχί της απιστίας. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει εις τον κόσμον γυνή μάλλον κολασμένη εμού. Ως κατάδικος δεμένος εις τον σκόλοπα, δι' ου μέλλει ένα εκτελεσθή η ποινή του, είναι και η ψυχή μου δεμένη εις τον έρωτα τούτον, όστις είναι η ποινή μου εις τον νυν αιώνα και εις τον μέλλοντα. Αγαπώ εκείνον, όστις κατέστρεψε την οικιακήν μου ευδαιμονίαν και κατεσπάραξε την καρδίαν του συζύγου μου, τον αγαπώ τοσούτον διαπύρως και τοσούτον εμμανώς, ώστε ο έρως ούτος είναι δαιμόνιον κατοικούν εις την σάρκαν μου, είναι λεγεών όλη δαιμόνων εξηπλωμένη, ως πολύπους με τους πλοκάμους του, εις τας φλέβας μου, εκμυζώσα το αίμα μου και απορροφώσα την πνοήν μου. Ουδέποτε μετενόησα δια το έγκλημά μου τούτο, πάτερ, ουδέ πιστεύω ότι είναι δυνατόν να μετανοήσω. Απορώ, πάτερ μου, πως ο θεός επιτρέπει να υπάρχη εν τη υπ' αυτού δημιουργηθείση φύσει αίσθημα ισχυρότερον της εις αυτόν πίστεως και θεός ανώτερος πάσης θείας παντοδυναμίας. Εις μάτην, πάτερ μου, εκτελώ παρατεταμένας νηστείας, εις μάτην κάμνω καθ' εκάστην χιλίας γονυκλισίας. Η σαρξ δεν δύναται να καταβληθή, ο έρως δεν δύναται να υποχωρήση. Τα μεν χείλη μου ψιθυρίζουσι μηχανικώς τας τυπικάς προσευχάς, ας παιδιόθεν απστήθισα, η δε καρδία μου αντηχεί το όνομα εκείνου...
Ο πατήρ Αμμούν ήκουε την ομιλίαν ταύτην ως να διετέλει εν εκστάσει και να είχε μετατεθεί εις άλλον κόσμον όλως ακατάληπτον. Τω εφαίνετο ότι αι έρημοι της θηβαΐδος, ας είχε κατά την νεότητά του χάριν προσκυνήσεως επισκεφθή, ήνοιγον τα μελαγχολικά άντρα των και ότι εξ αυτών εξήρχοντο μυρμηκιαί δαιμόνων ριπτόμεναι κατ' αυτού, όπως κατατρυπήσωσι τας σαρκας του. Η διάλεκτος αύτη ήτο άγνωστος εις αυτόν. Ποικίλοι συγκεχυμένοι και λαβυρινθώδεις λογισμοί διακλαδούντο εν τω πνεύματι αυτού. Εν πρώτοις, ήτον τούτο εξομολόγησις; Αλλ' αν ήτο, κατ' ουδέν ωμοίαζε προς τας συνήθεις εξομολογήσεις, όσας είχεν ακούσει καθ' άπασαν την μακράν τεσσαρακοστήν του επαγγέλματός του. Ή λοιπόν η της γυναικός ταύτης δεν ήτο εξομολόγησις ή αι των άλλων γυναικών δεν ήσαν τοιαύται.
Ήκουσα τας εξαγορεύσεις πολλών γυναικών εις την ζωήν μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο πατήρ Αμμούν. Αλλά τι ομολογούσιν αύται; Την κακολογίαν, το ψεύδος, τας προς τους συζύγους των λογομαχίας, ενίοτε τον φθόνον, ουδέποτε την κλοπήν. Συχνότατα εξιστορούσι μετά στόμφου τας αρετάς των ή κακολογούσι την γειτόνισσαν και την φίλην, επί τη προφάσει ότι εξομολογούνται δήθεν. Ουδέποτε ομολογούσι τους πονηρούς λογισμούς της μοιχείας και την πράξιν αυτήν. Αναφέρουσι ότι έπιον ύδωρ προ του αντιδώρου, ότι συνωμίλησαν εν τη εκκλησία, ότι είχον τα συνήθιά τοω, και τα λοιπά. Ταύτα τα ομολογύσιν. Αλλά τις εξ αυτών έκαμέ ποτε τας φοβεράς και απιστεύτους ομολογίας της γυναικός ταύτης;
Ο πατήρ Αμμούν προέβη ούτω εις τας σκέψεις του, και διηπόρει αν και οι άνδρες έχουσι πολλώ πλείονα ειλικρίνειαν τιης των γυναικών εν τη εξομολγήσει. Έπειτα ηρώτα εαυτόν αν και αυτός ούτος ο Αββάς Αμμούν εξωμολογήθη ποτέ ειλικρινώς, αλλά μετ' αληθούς και ανυποκρίτου ειλικρινείας προς τον πνευματικόν αυτού πατέρα. Τέλος δε κατέληξεν εις το εν είδει ερωτήσεως συμπέρασμα. Εις τι χρησιμεύει η εξομολόγησις και διατί ούτος ο θεσμός;
Αλλά δεν ηδύνατο να είπη μεγαλοφώνως ταύτα προς την πνευματικήν του κόρην, διότι δια τούτου ήθελε καταντήσει να ανταλλάξη θέσιν και να γίνη αυτός ο εξομολογούμενος προς αυτήν.
Όθεν μη έχων άλλο προχειρότερον μέσον, ίνα στίξη δια τελείας την πνικτικήν ταύτην περίοδον του λόγου, κατέφυγεν εις εκείνο, ου εφείδετο εξ αρχής, και εκήρυξεν ότι η γυνή αύτη ηλαύνετο προφανώς και αυτοφώρως, ως και αυτή ωμολόγησεν, υπό του πονηρού δαίμονος.
-Δαιμόνιον, δαιμόνιον έχεις, δυστυχής, τη είπε. Καλά το είπες και μόνη σου. Ή μάλλον το δαιμόνιον είπεν εφ' εαυτού το όνομά του.
Και εγερθείς εξήγαγε τον ευχολόγιον εκ του κόλπου του και ήρχισε να αναγινώσκει υπέρ την κεφαλήν αυτής τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου. «Επιτιμά σοι Κύριος, διάβολε, του εξελθείν εκ του πλάσματος τούτου... Ναι, Κύριε, απέλασον απ' αυτής παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα εμφωλεύον αυτής τη καρδία. Πνεύμα πλάνης, πνεύμα υπερηφανίας, απιστίας, ακηδίας, ειδωλολατρείας, πνεύμα πορνείας, μοιχείας, λαγνείας, ασωτίας, ασελγείας και πάσης ακαθαρσίας»...
Τα επιβλητικά και μυστηριώδη ταύτα λόγια εβόμβουν ως ήχος προσβάλλων τα ώτα πυρέσσοντος εις τας ακοάς της Αγάπης. Ησθάνετο το «πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα» ασπαίρον και φρυάττον εντός της. Επεθύμει να διαμαρτυρηθή και δεν ηδύνατο. Άλλοτε μεν επεθύμει να ασπασθή την χείρα του γηραιού μοναχού, άλλοτε δε της ήρχετο να τον αρπάση εκ του γενείου και να τον αποβάλη εκ του κελλίου της. Ησθάνετο δύο δυνάμεις ελκούσας και ανθελκούσας αυτήν εις το κενόν, υπεράνω χασκούσης υπό τους πόδας της αβύσσου. Οτέ μεν έκλινε προς την άβυσσον, οτέ δε ελάμβανε πτήσιν και ανεφέρετο εις τον αιθέρα. Τότε θρησκεία, βίος, έρως, απάτη, αμαρτήματα, θλίψεις, όνειρα, τα πάντα παρίσταντο εις την φαντασίαν της, ως συγκεχυμένη και παμμιγής εικών. Έτεινε τας χείρας ίνα συλλάβη την οπτασίαν, αλλ' αυτή έφευγεν ως σκιά και εξηφανίζετο από των οφθαλμών της.
Ο ιερεύς εν τούτοις εξηκολούθησε την ανάγνωσιν των εξορκισμών. «Και ποίησον αυτήν αποτάξασθαι τω Σατανά και πάσι τοις αγγέλοις αυτού και πάση τη λατρεία αυτού και πάσι τοις έργοις αυτού... και μη υποκρυβήτω εν τη καρδία αυτής δαιμόνιον σκοτεινόν μηδέ κυριευσάτω αυτής»...
Η Αγάπη διερράγη εις κλαυθμούς. Ήρχισε να χύνη σφοδρούς καταρράκτας δακρύων. Ο ιερεύς την ώκτειρε και έπαυσε την ανάγνωσιν των εξορκισμών.
-Εξηκολούθει, πάτερ μου, είπεν η Αγάπη, απομάσσουσα τα δάκρυά της.
Ο Αμμούν επανέλαβεν. «Εξορκίζω σε κατά του θεού του καταλιπείν εύκαιρον τω Κυρίω το πλάσμα τούτο... πνεύμα σκότους, πνεύμα οργής και φθόνου και φόνου, πνεύμα επιθυμίας, πνεύμα αντιλογίας... εξελθέτω εκ της δούλης του θεού ταύτης»...
Τη αυτή στιγμή εκρούσθη δειλώς και μετά δισταγμού η θυρίς του κελλίου.
-Τις είναι; είπεν ο ιερεύς.
-Εγώ είμαι, άγιε πάτερ, απήντησεν η φωνή του αδελφού Νεεμίου.
-Τι θέλεις;
-Ζητούσι την αδελφήν Αγάπην.
-Ποίος;
-Δύο ξένοι, ανήρ και γυνή, φθάσαντες την στιγμήν ταύτην.
-Δεν ηξεύρεις ότι εκτελώ αγίαν υπηρεσίαν την στιγμήν αυτήν; Είναι τρόπος να διακόπτης την εξομολόγησιν;
-Το ήξευρα, πάτερ μου, και παρακαλώ να με συγχωρήση η πανοσιότης σας.
-Τότε διατί κτυπάς το παράθυρον;
-Επιμένουσιν οι ξένοι πολύ να εισέλθωσιν.
-Ας περιμένωσι.
-Εστενοχωρήθησαν να περιμένωσι τόσην ώραν.
-Είσαι ασεβής αδελφέ Νεεμία.
-Ας με συγχωρήση η πανοσιότης σας.
Εν τούτοις ακούσασα η Αγάπη ότι την ζητούσιν, αφυπνίσθη ως εξ εφιάλτου τινός και ησθάνθη ελπίδας και συγκινήσεις. Η καρδία της ήρχισε να πάλλεται τον αρμονικόν εκείνον παλμόν, τον ένθερμον και προξενούντα γλυκείαν ταραχήν, ον προ πολλού είχε λησμονήσει. Όθεν ενόμισε καλόν να επέμβη.
-Με συγχωρείτε, πάτερ μου, είπε προς τον Αββάν Αμμούν. Θα επανέλθητε πάλιν το ταχύτερον να μοι αναγνώσητε εκ νέου τους εξορκισμούς τούτους. Αλλά τις ηξεύρει, αφού με ζητούν, δυνατόν να είναι συγγενείς μου ή φίλοι μου, και ανυπομονούσιν, ανησυχούντες, ως φαίνεται, περί της υγείας μου. Επιτρέψατέ μοι να δεχθώ τους ξένους τούτους.
-Δεν αντιλέγω, κόρη μου, είπεν ο Αββάς, θέτων το ευχολόγιον εις τον κόλπον του και κάμνων απόλυσιν των εξορκισμών.
Και ήνοιξε την θύραν του κελλίου.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΙΔΡΥΜΑ ΤΥΠΟΥ
(ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ)

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Η ΘΕΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ – ERIC ROBERTSON DODDS



Ο δημιουργός της  θεουργίας  ήταν μάγος και όχι Νεοπλατωνιστής. Και ο δημιουργός του Νεοπλατωνισμού δεν ήταν ούτε μάγος ούτε – όσο κι αν δεν αρέσει αυτό σε μερικούς σύγχρονους συγγραφείς – θεουργός. Ο Πλωτίνος ουδέποτε χαρακτηρίζεται από τους διαδόχους του ως θεουργός, ούτε κι ο ίδιος χρησιμοποιεί τον όρο θεουργία ή συνώνυμες λέξεις στα έργα του. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε καμιά ένδειξη πως ο Πλωτίνος είχε ακούσει ποτέ για τον Ιουλιανό ή τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς του. Είναι βέβαιο πως αν τους εγνώριζε θα τους είχε υποβάλει στην ίδια κριτική, όπως έκαμε με τις αποκαλύψεις «του Ζωροάστρη και του Ζωστριανού και του Νικοθέου και του Αλλογενούς και του Μέσου και άλλων παρομοίων», τις οποίες ανέλυε και εξέθετε στο σεμινάριό του. Άλλωστε στην έντονη υπεράσπιση της ελληνικής ορθολογικής παράδοσης που αναλαμβάνει το έργο του Κατά των Γνωστικών (Ενν. 2.9), ο Πλωτίνος αφήνει να φανεί καθαρά και η δυσαρέσκειά του για τέτοιου είδους μεγαλομανίες, δηλ. «τις ειδικές αποκαλύψεις», όπως  επίσης και ο ψόγος του για τους πολλούς, αι παρά τις μάγοις δυνάμεις θαυμάζουσι (14, I.203.32 Volkmann). Όχι, βέβαια, πως αρνείται την αποτελεσματικότητα της μαγείας (μπορούσε να την αρνηθεί ο άνθρωπος του 3ου αιώνα;). Όμως  δεν τον ενδιέφερε. Είδε σ’ αυτήν απλώς την εφαρμογή , για ταπεινούς προσωπικούς σκοπούς, «της αληθινής μαγείας που είναι το σύνολο της αγάπης και του μίσους στο σύμπαν», της μυστηριώδους και αξιολάτρευτης συμπάθειας που ενώνει τον κόσμο. Οι άνθρωποι εκπλήσσονται περισσότερο με την ανθρώπινη γοητεία παρά όσο με τη μαγεία της φύσης επειδή η πρώτη τους είναι λιγότερο οικεία.
Παρ’ όλα αυτά το άρθρο «Θεουργία», σ’ έναν πρόσφατο τόμο της εγκυκλοπαίδειας Pauly-Wissowa, αποκαλεί τον Πλωτίνο θεουργό και ο Eltrem έγραψε τελευταία ότι «από τον Πλωτίνο αναμφίβολα προέρχεται η θεουργία». Οι κύριοι λόγοι αυτής της θεωρίας φαίνεται ότι είναι (1) η φημολογούμενη αιγυπτιακή καταγωγή του Πλωτίνου και το γεγονός ότι σπούδασε στην Αλεξάνδρεια κοντά στον Αμμώνιο Σακκά. (2) η υποτιθέμενη βαθιά του γνώση της αιγυπτιακής θρησκείας. (3) η εμπειρία της μυστικής ένωσής του με το θεό (Πορφ. Β. Πλωτίνου 23) και (4) η ιστορία του Ισείου της Ρώμης (ο.π., 10), που παραθέτουμε και εξετάζουμε στο ΙΙΙ μέρος παρακάτω, σ. 181). Από τους συλλογισμούς αυτούς μόνο ο τελευταίος φαίνεται πως  έχει πράγματι κάποιο νόημα. Για την πρώτη άποψη είναι αρκετό να πούμε ότι το όνομα του Πλωτίνου είναι ρωμαϊκό, πως ο τρόπος που σκέπτεται και μιλεί είναι χαρακτηριστικά ελληνικός, και ότι από τα λίγα που ξέρουμε για τον Αμμώνιο Σακκά δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του ως θεουργού. Όσον αφορά την γνωριμία του με την αιγυπτιακή θρησκεία, που εκτίθεται στις Εννεάδες δεν μπορώ να πω ότι ξεπερνά τις συνηθισμένες αναφορές σε πράγματα πολύ γνωστά: ο Πορφύριος έμαθε τόσα ή περισσότερα διαβάζοντας Χαιρήμονα. Και όσο για την μυστική ένωση του Πλωτίνου είναι πράγματι ολοφάνερο σε κάθε προσεκτικό αναγνώστη τέτοιων χωρίων, π.χ, Ενν. 1.2.9 ή 6.7.34, ότι δεν το πέτυχε αυτό με κάποια τελετουργία ή με προσευχή ή με εκτέλεση καθορισμένων ενεργειών, αλλά από μια εσωτερική πειθαρχία πνεύματος που δεν εμπλέκει κανένα στοιχείο καταναγκασμού ούτε και έχει κάποια σχέση με τη μαγεία. Απομένει η ιστορία στο Ισείο. Αυτό είναι θεουργία ή κάτι τέτοιο. Στηρίζεται, πάντως, μόνο σε σχολικές φλυαρίες (βλ. παρακάτω). Και στο κάτω κάτω μια επίσκεψη σε πνευματιστική συγκέντρωση δεν μεταμορφώνει κάποιον σε πνευματιστή, ιδιαίτερα αν πηγαίνει εκεί, όπως ο Πλωτίνος, με πρωτοβουλία κάποιου άλλου.
Ο Πλωτίνος είναι ο άνθρωπος που, καθώς  λέει οWilhlm Kroll, «ανελήφθη με μια ισχυρή πνευματική και ηθική προσπάθεια πάνω από την ομιχλώδη ατμόσφαιρα που τον περιέβαλλε». Ενόσω ζούσε, ανόρθωσε μαζί του και τους μαθητές του. Μετυά τον θάνατό του όμως η ομίχλη άρχισε ξανά να πυκνώνει, και ο μετέπειτα Νεοπλατωνισμός  είναι από πολλές απόψεις μια ανάκαμψη που οδηγεί σε έναν ατέρμονα συγκρητισμό, από τον οποίο ο Πλωτίνος είχε προσπαθήσει να ξεφύγει. Η σύγκρουση ανάμεσα στην προσωπική επίδραση του Πλωτίνου και στις δεισιδαιμονίες του καιρού του εμφανίζεται πολύ καθαρά στην αναποφάσιστη στάση του μαθητή του Πορφύριου – ενός έντιμου, μορφωμένου και αξιαγάπητου ανθρώπου, αλλά όχι συνεπούς ή δημιουργικού στοχαστή. Από ιδιοσυγκρασία βαθιά θρήσκος, παρουσιάζει μιαν αθεράπευτη αδυναμία προς τους χρησμούς. Πριν συναντήσει τον Πλωτίνο είχε ήδη δημοσιεύσει μια συλλογή με τον τίτλο Περί της εκ λογίων φιλοσοφίας. Μερικοί από τους χρησμούς αυτούς (λόγια) έχουν σχέση με τα μέντιουμς και φαίνονται καθαρά πως είναι ό,τι θα λέγαμε προϊόντα «πνευματιστικής συγκέντρωσης» (βλ. παρακάτω, μέρος V). Δεν υπάρχει όμως καμιά ένδειξη πως είχε αναφέρει τους Χαλδαϊκούς Χρησμούς (ή ότι είχε χρησιμοποιήσει τον όρο θεουργία) στο έργο του αυτό. Ίσως να ήταν ακόμη απληροφόρητος για την ύπαρξή τους όταν ετοίμασε την συλλογή του. Αργότερα όταν ο Πλωτίνος τον μαθαίνει την τέχνη να ερωτά, απευθύνει στον Αιγύπτιο Ανηβώ μια σειρά πολύ εξονυχιστικών και συχνά ειρωνικών ερωτημάτων πάνω στην δαιμονολογία και στον αποκρυφισμό και, ανάμεσα στα άλλα, αποδεικνύει πως είναι ανόητο να προσπαθούμε να δεσμεύσουμε τους θεούς με μαγικά. Μάλλον λοιπόν πολύ αργότερα, αφού πέθανε ο Πλωτίνος, ξέθαψε ο Πορφύριος τα Χαλδαϊκά Λόγια από την αφάνεια, που είχαν διαφυλαχθεί (όπως συμβαίνει με τέτοιου είδους βιβλία) περισσότερο από έναν αιώνα, έγραψε ένα υπομνηματισμό πάνω σ’ αυτά, και «τα μνημονεύει συνεχώς» στο έργο του Περί αποχής εμψύχων. Σε μετέπειτα έργα του διατυπώνει τη γνώμη πως οι θεουργικές τελετές μπορούν να καθαρίσουν την πμευματικήν ψυχήν και να την κάνουν «κατάλληλη να δέχεται τα πνεύματα και τους αγγέλους και να βλέπει τους θεούς». Προειδοποιεί όμως τους αναγνώστες του πως η τεχνική αυτή είναι επικίνδυνη και μπορεί να προκαλέσει καλό ή κακό, αμφιβάλλει μάλιστα ότι μπορεί πράγματι να επιτύχει την επιστροφή της ψυχής στο θεό, ή ό,τι αποτελεί έναν απαραίτητο παράγοντα γι’ αυτό. Στην ουσία εξακολουθούσε να έχει δοσμένη την καρδιά του στον Πλωτίνο. Είχε όμως κάνει μιαν επικίνδυνη παραχώρηση στην αντίθετη σχολή.
Η απάντηση της σχολής αυτής βρίσκεται στον υπομνηματισμό που κάνει ο Ιάμβλιχος στα Χαλδαϊκά Λόγια και  στη σωζώμενη διατριβή του Περί μυστηρίων. Το Περί μυστηρίων αποτελεί ένα μανιφέστο του Άλογου, μια διαβεβαίωση πως ο δρόμος της σωτηρίας δεν βρίσκεται στον ορθό λόγο αλλά στις τελετουργικές λατρείες. «Δεν είναι η νόηση (έννοια) που ενώνει τους θεουργούς με τους θεούς. Επειδή, τι θα εμπόδιζε τους θεωρητικούς φιλόσοφους να επιτύχουν θεουργική ένωση μαζί του; Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Η θεουργική ένωση επιτυγχάνεται μόνο με την ενέργεια (τελεσιουργία) των άρρητων έργων, τελουμένων με τον αρμόδιο τρόπο, έργων που είναι πέρα από κάθε νόηση, και με τη δύναμη των άφθεγκτων συμβόλων που μόνο οι θεοί τα εννοούν... Ακόμη και δίχως εμείς να τα εννοούμε τα συνθήματα αυτά εκτελούν από μόνα τους το δικό τους έργο». (Περί μυστ. 96.13 Parthey). Στα απογοητευμένα πνεύματα των παγανιστών του τέταρτου αιώνα ένα τέτοιο μήνυμα προσέφερε γοητευτική παρηγοριά. Οι «θεωρητικοί φιλόσοφοι» συζητούσαν τώρα και εννέα αιώνες, αλλά τι βγήκε από αυτό; Μονάχα η φανερή κατάπτωση του πολιτισμού και η αθόρυβη αύξηση εκείνης της χριστιανικής αθεότητας που ροφούσε τόσο φανερά το αίμα του Ελληνισμού. Όπως η λαϊκή μαγεία αποτελεί συνήθως το τελευταίο καταφύγιο όσων απελπίζονται προσωπικά, όσων οι ελπίδες έχουν διαψευσθεί από το θεό και τους ανθρώπους, με τον ίδιο τρόπο η θεουργία έγινε το καταφύγιο της απελπισμένης διανόησης που ήδη αισθανόταν τη μαγεία της αβύσσου.
Παρ’ όλα αυτά φαίνεται πως η θεουργία, ακόμη και μια γενιά μετά των Ιάμβλιχο, δεν είχε γίνει εντελώς δεκτή στη Νεοπλατωνική σχολή. Ο Ευνάπιος σ’ ένα κατατοπιστικό χωρίο (Βίος Σοφιστών 474κκ. Boissonade) μας  αναφέρει πως ο Ευσέβιος από τη Μύνδο της Καρίας, μαθητής του Αιδεσίου, που ήταν μαθητής του Ιάμβλιχου, διεκήρυττε στις παραδόσεις του πως η μαγεία είναι δουλειά «ανισόρροπων ανθρώπων που μελετούν με τρόπο ανορθόδοξο ορισμένες δυνάμεις της ύλης», και προειδοποιεί τον μέλλοντα αυτοκράτορα Ιουλιανό να προσέχει τον θεουργό Μάξιμο, τον θεατρικόν εκείνον θαυματοποιόν. Καταλήγει μάλιστα, με τρόπο που θυμίζει Πλωτίνο: συ δε τούτων μηδέν θαυμάσης, ώσπερ ουδέ εγώ, την δια λόγου κάθαρσιν μέγα τι χρήμα υπολαμβάνων. Σ’ αυτόν ο Ιουλιανός απάντησε: «Ασχολήσου με τα βιβλία σου: μου έδειξες αυτό που ήθελα» - και κατέφυγε στον Μάξιμο. Ύστερα από λίγο συναντούμε τον νεαρό Ιουλιανό να παρακαλεί τον φίλο του Πρίσκο να του εξασφαλίσει ένα αντίτυπο των σχολίων που ο Ιάμβλιχος έκανε πάνω στον συνώνυμό του, τον Ιουλιανό τον θεουργό. Επειδή, λέει, «είμαι σφοδρός εραστής της φιλοσοφίας του Ιάμβλιχου και της θεοσοφίας [θεοσοφία = θεουργία] του συνωνύμου μου και νομίζω πως οι άλλοι όλοι δεν αξίζουν τίποτε».
Αυτό το πατρονάρισμα του Ιουλιανού συνετέλεσε ώστε η θεουργία να γίνει προσωρινά της μόδας. Όταν ως αυτοκράτορας ανέλαβε να μεταρρυθμίσει τον παγανιστικό κλήρο, ο θεουργός Χρυσάνθιος βρέθηκεε αρχιερεύς της Λυδίας. Ο Μάξιμος πάλι, ως θεουργικός σύμβουλος στην αυλή του αυτοκράτορα, έγινε  μια ισχυρή και γεμάτη επιρροή γκρίζα εξοχότης, επειδή υπέρ των παρόντων επί τους θεούς άπαντα ανέφερον (Ευνάπιος, σ. 477, Boissonade. πρβ. Αμμ. Μαρκελλίνος 22.7.3 και 25.4.17). Όμως ο Μάξιμος πλήρωσε γι’ αυτό στην χριστιανική μεταρρύθμιση, όταν τιμωρήθηκε με πρόστιμο, βασανίστηκε και τελικά το 371 εκτελέστηκε με την κατηγορία της συνομωσίας κατά των Αυτοκρατόρων (Ευναπ., σ. 478, Αμμ. Μαρκ. 29.1.42, Ζωσιμος 4.15). Ένα διάστημα μετά το επεισόδιο αυτό οι θεουργοί κατάλαβαν πως είναι φρόνιμο να μείνουν αφανείς. Η παράδοση όμως της τέχνης τους περνούσε αθόρυβα σε μερικές οικογένειες. Έτσι τον 5ο αιώνα τη δίδασκαν ξανά και την ακσούσαν οι Αθηναίοι Νεοπλατωνικοί: ο Πρόκλος όχι μόνο συνέθεσε ένα έργο Περί αγωγής και έναν επιπλέον υπομνηματισμό πάνω στους Χαλδαϊκούς Χρησμούς, αλλά είχε τη χαρά να απολαμβάνει προσωπικά οράματα (αυτοαπτουμένοις) των λαμπρών φαντασμάτων της Εκάτης, και υπήρξε, όπως και ο ιδρυτής της λατρείας αυτής, μεγάλος βροχοποιός. Μετά τον Ιουστινιανό η θεουργία μπήκε πάλι στην παρανομία, αλλά δεν έσβησε εντελώς. Ο Ψελλός περιγράφει μια θεαγωγία που διηύθυνε ένας αρχιεπίσκοπος ακολουθώντας την παγανιστική θεουργία (τοις Χαλδαίων λόγοις επόμενος), που, όπως διαβεβαιώνει, έγινε στο Βυζάντιο τον ενδέκατο αιώνα. Ο υπομνηματισμός του Πρόκλου στους Χρησμούς ήταν γνωστός ακόμη, άμεσα ή έμμεσα, στον Νικηφόρο Γρηγορά τον δέκατο τέταρτο αιώνα.



ERIC ROBERTSON DODDS
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ – Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ