.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Πως χάθηκε η ευκαιρία να σωθεί ο κόσμος - Ilya Ehrenburg



...θα σας πω τώρα μια δεισιδαιμονική ιστορία.
Την έχω ακούσει στο πατρικό μου Γκομέλ από ένα γέρο ζητιάνο, τον Μπέρκο. Είναι μια ιστορία για τον τσαντίκ του Μπερντίτσεφ. Μπορεί να είναι, όμως, και ιστορία για τον Γκερς ή για όποιον άλλο γιατρό. Εσείς, βέβαια, δεν έχετε καμιά υποχρέωση να πιστεύετε στα παλιά. Μπορείτε να πιστεύετε συνειδητά πως ο Θεός είναι μια πρόληψη ανόητη όπως το κινέζικο δύο επί δύο.
Κάποτε, λοιπόν, ζούσε στο Μπερντίτσεφ ένας ξακουστός τσαντίκ. Φυσικά, πρέπει να σας πω, πως ο τσαντίκ είναι ένα πέρα για πέρα ενάρετο άτομο, είναι, στην ουσία, αρχηγός στην κοινότητα. Τον τσαντίκ, λοιπόν, του Μπερντίτσεφ τον είχανε σχεδόν σαν άγιο. Πέρα απ' αυτό ήταν και καλός και μυαλωμένος άνθρωπος. Μίλαγε με το Θεό στα ίσα, χωρίς διπλωματικές, ας πούμε, ρεβεράντζες. Δε μίλαγε μαζί του μ' εκείνη την ανυποφορη γλώσσα των παλιών βιβλίων, αλλά με τις πιο απλές κουβέντες, απαράλλαχτα όπως κουβεντιάζει ένας Εβραίος μ' έναν άλλο Εβραίο. Θύμωνε με το Θεό, προσπαθουσε να τον πείσει με τη λογική του, πράγματα μετρημένα στα δάχτυλα, του 'κανε και χωρατά και τον διασκέδαζε τόσο, που ο Θεός τρανταζόταν στα γέλια, έτσι που ν' ακούγεται σ' όλο τον κόσμο, και στο Μπερντίτσεφ τα γυαλικά τρέμανε απ' αυτά τα ουράνια γέλια. Μ' άλλα λόγια εκείνος ο τσαντίκ ήξερε, όποτε ήταν ανάγκη, να μιλάει στην ψυχή του Θεού για να σωθεί κάποια ανθρώπινη ζωή. Μπορείς να καταλάβεις, λοιπόν, πως σέβονταν στο Μπερντίτσεφ αυτόν το σοφό τσαντίκ. Τον σέβονταν και τον λάτρευαν γιατί ήταν, όπως σας είπα, ο καλύτερος άνθρωπος στη γης. Λένε μάλιστα πως φοβόταν να περπατήσει στο χορταριασμένο χώμα για να μην κλάψει το χορτάρι.
Φυσικά, το Μπερντίτσεφ είναι μεγάλη πολιτεία και εξόν από τον τσαντίκ ζούσαν εκεί κι άλλοι Εβραίοι. Ζούσε, για παράδειγμα, ένας κάποιος Μάιζελ, που δεν ξέρω κιόλας, καλά-καλά, πως να σας τον περιγράψω. Πρώτ' απ' όλα ήταν ένα ελεεινό παράσιτο. Ήταν ένας εκατό τοις εκατό σπεκουλάντης και μπροστά του ο δικός μας ο Ράικιν του Γκομέλ ήταν ένα τυφλό κουταβάκι. Έκλεβε λεφτά, χωρίς να δίνει δεκάρα για νόμους και ηθικές αρχές. Δάνειζε με ενέχυρο κι έγδυνε τους φουκαράδες του Μπερντίτσεφ. Αγόραζε σπίτια και κανείς δεν μπορεί να λογαριάσει πόσους Εβραίους είχε πετάξει στο δρόμο, έτσι που να μην έχουν ούτε που ν' ανάψουν το κερί του Σαββάτου. Αλλά, όπως ξέρουμε, κάθε έντομο έχει τα δικά του πηδήματα. Αυτός ο Μάιζελ άλλαζε κάθε χρόνο τη μαύρη τακτική του. Οι Εβραίοι έχουν το Γιομ Κιπούρ. Είναι η μέρα της μεγάλης κρίσεως. Πρέπει τότες να μετανιώσεις για τις αμαρτίες σου όσο πιο γρήγορα μπορείς. Να, λοιπόν, που αυτός ο ξεδιάντροπος ο Μάιζελ έχυνε τα πιο καυτά και ειλικρινή δάκρυα. Δε σας μιλάω για εθιμοτυπικές σταγόνες. Πνιγόταν στο κλάμα, γιατί ήξερε πως ήταν ο χειρότερος λωποδύτης. Κάθε Γιομ Κιπούρ μοίραζε όλα του τα λεφτά στους φτωχούς. Χτύπαγε με τη γροθιά το στήθος του κι έβγαζε κραυγές σπαραχτικές. Εκείνη τη μέρα φοβόταν να κοιτάξει τον τσαντίκ, γιατί τα μάτια του τσαντίκ τον έκαιγαν, κι όταν έπεφταν απάνω του τον έπιαναν σπασμοί. Αλλά να που ξημέρωνε η άλλη μέρα κι ο καλός σου ο Μάιζελ ξανάρχιζε τα ίδια πρωί-πρωί, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Ύστερα από τη μέρα της νηστείας κατέβαζε δύο κοτόπουλα. Ξανάρχιζε να τρώει τα λεφτά του κοσμάκη, κι αν την προηγούμενη μέρα είχε δώσει στο φτωχό τα εκατό ρούβλια που του είχε φάει, του τα ξανάπαιρνε μάνι-μάνι με χίλιες δυό πονηριές. Κι αν τύχαινε να συναντήσει στο δρόμο τον τσαντίκ, δεν έπαιρνε πια τα μάτια του. Έβαζε χέρι και στην τσέπη του.
-Σήμερα δεν είναι Γιομ Κιπούρ. Άμα ξανάρθει, μπορεί να ξαναμετανιώσω. Ως τότες θα κάνω τη δουλειά μου. Λένε πως τους φτωχούς δεν τους αγαπάει ούτε ο Θεός. Γιατί πρέπει, λοιπόν, να τους αγαπάω εγώ; Εγώ αγαπάω μονάχα τον ωραίο παρά, κι εσείς καλά θα κάνετε να μ' αφήσετε ήσυχο με τις ηθικοπλαστικές σας διδασκαλίες.
Ο σοφός τσαντίκ μπορούσε να μιλάει στο Θεό, αλλά στην ψυχή του Μάιζελ δεν μπορούσε να μπει. Ο Μάιζελ έμενε ο ίδιος φρικτός τοκογλύφος και οι άνθρωποι του Μπερντίτσεφ τον έτρεμαν. Τον έτρεμαν και τον μισούσαν.
Τώρα, όμως, εδώ μπαίνει στην ιστορία και ένα τρίτο πρόσωπο, που πρέπει και γι' αυτό να σας πω δυο λόγοια. Είναι ο γέρο Γκερς. Μόνο που δεν ξέρω τι μπορεί να πει κανείς γι' αυτόν. Ήταν γέρος όσο και η γης. Άσκημος, σαν τη μαύρη δυστυχία. Ήταν δυστυχισμένος, όπως μπορεί να είναι δυστυχισμένος ένας γέρος Εβραίος που δεν έχει ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε μια γωνιά, ούτε καπίκι τσακιστό στην τσέπη. Ήταν, όπως φαίνεται καμιά εξηνταριά χρονών. Από τα άρρωστα μάτια του έτρεχαν αδιάκοπα δάκρυα. Αν δεν είχε βιαστεί να πεθάνει, ήταν ίσως γιατί δεν είχε λεφτά για τα σάβανα. Ίσως, όμως, και να μην ήταν αυτός ο λόγος. Μπρορεί απλά-απλά να ήθελε να ζήσει, όπως θέλετε να ζήσετε εσείς ή εγώ, όπως ήθελε να ζήσει κι εκείνος ο σκοτωμένος γιατρός. Μ' ένα λόγο δεν βιαζόταν να πεθάνει. Έπλενε, όπως κι ο φουκαράς ο πατέρας μου, κάτι βρώμικα ασπρόρουχα που οι άνθρωποι ντρέπονταν να τα δώσουν στους υπηρέτες τους. Ο γερο-Γκέρς περνούσε, τα 'παιρνε και τα πήγαινε κάπου έξω από την πόλη.

Τον τσαντίκ τον αγαπούσαν όλοι. Το Μάιζελ τον μισούσαν όλοι. Το γερο-Γκέρς δεν τον πρόσεχε κανείς. Μπορούσε να πεθάνει και κανείς δε θα 'βγαζε αναστεναγμό. Τα βρώμικα ασπρόρουχα θα τα 'διναν σε κανέναν άλλο γέρο, το Λέιμπε ή τον Ελιά. Ωστόσο εκείνος δεν πέθαινε. Ζούσε αθόρυβα και μόνον ο τσαντίκ έριχνε καμιά φορά τη ματιά του στο βασανισμένο του πρόσωπο. Τότες, τα μάτια του τσαντίκ ανάβανε σαν κάρβουνα.
Τώρα, λοιπόν, ξέρετε ποιοι ζούσαν στο Μπερντίτσεφ και μπορώ να σας πω επιτέλους, πως ήρθε η μέρα που ο Μάιζελ πέθανε. Μπορεί, βέβαια, να πει κανείς πως πέθανε από οργή Θεού, αλλά εγώ νομίζω πως πέθανε από παραγέμισμα του στομαχιού του, γιατί, όπως φαίνεται, έτρωγε μόνος του όλες τις κότες του Μπερντίτσεφ. Τον έθαψαν κατά πως πρέπει, σαν να λέμε οι φτωχοί από μέσα τους γελούσαν, αλλά φωναχτά έκλαιγαν από υποχρεωτική λύπη, γιατί πήραν για τους αναστεναγμούς τους κάτι αποφόρια και λίγο κρέας με σάλτσα.
Τότε, λοιπόν, ο λωποδύτης ο Μάιζελ στάθηκε μπροστά στο Θεό. Ξέρετε, βέβαια, τι λέγανε πάνω σ' αυτό οι παλιοί. Κάθεται, ας πούμε, ο Θεός και δικάζει τον πεθαμένο. Πρέπει ν' αποφασίσει που θα πάει αυτό το απελπισμένο πτώμα, στον παράδεισο ή στην κόλαση, λες και δεν πορεί να κάτσει φρόνιμα μέσα στον τάφο. Τι να γίνει; Οι άνθρωποι θέλουν να δικάζουν. Και μενα που με βλέπεις με δικάσανε στο Γκομέλ, σύμφωνα μ' ένα τρελό άρθρο για κάποια σημαία που είδανε στον ύπνο του, και ξέρω πως τίποτα δεν είναι πιο ευχάριστο στον άνθρωπο από το να κάθεται μια πήχη πιο ψηλά από τους άλλους και να διαβάζει κάποιες ακατανόητες παραγράφους. Όταν οι άνθρωποι επινόησανε το Θεό σε κάποια προαιώνια επιτροπή, τον έπλασαν, φυσικά, σύμφωνα με τη δική τους ωραία εικόνα και για να τον ευχαριστήσουν του είπαν: «Θα μας δικάζεις όπως δικάζει ο πιο ανυπόφορος δικαστής».
Ο Μάιζελ, λοιπόν, παρουσιάστηκε στο Θεό κι έτυχε αυτό να γίνει ανήμερα το Γιομ Κιπούρ. Στο Μπερντίτσεφ οι Εβραίοι νηστεύανε και μετανοούσαν, όπως κάθε χρόνο. Ο τσαντίκ έψελνε στη συναγωγή τις σπαραχτικές του προσευχές κι από τα μάτια του Γκερς έτρεχαν αδιάκοπα δάκρυα. Δεν ξέρανε, βέβαια, πως την ίδια εκείνη στιγμή ο Κύριος δικάζει αυτόν τον αλήτη, το Μάιζελ. Αλλά στον ουρανό η διαδικασία προχωρούσε. Φέρανε μια τεράστια ζυγαριά κι άρχισαν όλοι να μιλάνε με άφατη ευχαρίστηση. Είναι κρίμα που δε βρισκόταν εκεί ο δικός μας ο σύντροφος Λαντάου από το δικαστήριο του Γκομέλ. Θα μπορούσε, σίγουρα, να δείξει τη σβησμένη ρητορική του μαστοριά. Στην αρχή μίλησε, φυσικά, ο εισαγγελέας, παναπεί – και σας παρακαλώ μην ψάχνετε να βρείτε εδώ κανέναν παραλληλισμό με τα τρέχοντα γεγονότα – ο πιο διαβολικός διάβολος. Κατέβασε κάτω όλα τα άρθρα και τις παραγράφους και ζήτησε να παραδοθεί το πεθαμένο παράσιτο σ' αυτόν, για να του επιβληθεί κάποια βαρύτερη ποινή. Στη συνέχεια μίλησε ο συνήγορος που άστραψε και βρόντησε, επικαλέστηκε ολόκληρη την καταγωγή του κατηγορουμένου και χτύπαγε τη φτερούγα του στο στήθος, ώσπου ο Θεός βαρέθηκε. Πήρε, λοιπόν, ο Θεός το κουδούνι στο χέρι κι αμέσως κουδούνισε στ' αυτί σ' όλους τους Εβραίους του Μπερντίτσεφ:
-Αρκετά! Τώρα είναι ώρα να ζυγιάσουμε τα έργα αυτού του πεθαμένου Μάιζελ.
Οι άγγελοι άρχισαν να ρίχνουν στον ένα δίσκο της ζυγαριάς τις πιο βαριές αδικίες: Σωριάστηκαν εδώ τα δάκρυα των φτωχών και οι θρήνοι των γυναικών που χήρεψαν, οι φωνές των πεινασμένων παιδιών και όλες οι τρομερές κατηγορίες, έτσι που ο μαύρος δίσκος της ζυγαριάς έπεσε με τρομερό πάταγο πάνω σ' ένα σύννεφο. Τότες οι άγγελοι άρχισαν να βάζουν στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς κάτι ολότελα αστείες στάλες. Ναι! Δεν έριξαν στη ζυγαριά τις καλές πράξεις του Μάιζελ, αν και όπως είδαμε κάθε Γιομ Κιπούρ ο Μάιζελ ξανάδινε στους φτωχούς τα λεφτά που τους είχε κλέψει, όχι! Έβαζαν μονάχα κάτι μικροσκοπικές σταγόνες. Ο Μάιζελ πάνιασε. Τι συζήτηση μπορεί να γίνει μ' αυτούς τους όρους; Από τη μια μεριά ένα βουνό από κρίματα αξίας, ίσως και πάνω από εκατό χιλιάδες ρούβλια, κι από την άλλη μεριά ένα κανατάκι αλμυρό νεράκι. Τι γίνεται όμως; Ο φωτεινός δίσκος αρχίζει σιγά-σιγά να γέρνει προς τα κάτω. Φυσικά, αν επρόκειτο για δάκρυα, ας πούμε, σκοπιμότητας, θα ζύγιζαν ελάχιστα. Αλλά, όπως σας είπα, ήταν αληθινά δάκρυα που έβγαιναν από το βάθος της καρδιάς του και ζύγιζαν βαριά, μπορεί και εκατό πούτια. Οι δύο δίσκοι της ζυγαριάς παλατζάρανε, εξισορροπηθήκανε, κανένας δεν μπορούσε να γείρει προς τα δω ή προς τα κει περισσότερο από τον άλλον. Αποδείχθηκε πως οι καλές και οι κακές πράξεις στη ζωή του Μάιζελ είχαν το ίδιο βάρος. Τότες μπερδεύτηκαν οι άγγελοι, μπερδεύτηκε κι ο ίδιος ο Θεός. Κανείς δεν ήξερε τι πρέπει να γίνει κι ο ίδιος ο Μάιζελ έτρεμε σαν το ψάρι γιατι, στο μεταξύ, στο κεφάλι του είχε πέσει κι ένα καινούργιο ανόμημα. Αρπάζοντας την ευκαιρία που το δόθηκε κάποια στιγμή που ο Θεός γύρισε από την άλλη μεριά για να δει κάτι που συνέβαινε σε κάποια Αμερική, βούτηξε από τη ζυγαριά ένα έγκλημα και το 'χωσε στην τσέπη του. Αλλά ο Μάιζελ δεν ήταν ο πρώτος, και ο Θεός έστησε τους δίσκους της ζυγαριάς έτσι, ώστε να δημιουργηθεί αυτή η πλάνη. Τη στιγμή, λοιπόν, που ο Μάιζελ έκανε τη μεταθανάτια παλιανθρωπιά του, ο μαύρος δίσκος χτύπησε με διπλό κρότο αυτήν τη φορά στο σύννεφο, κι όλοι καταλάβανε πως ο Μάιζελ ήθελε να εξαπατήσει και το Θεό, όπως είχε εξαπατήσει χιλιάδες ανθρώπους στη γης.
Τώρα πια ακόμα και ο συνήγορος παραιτήθηκε από μια ωραία αγόρευση: Δεν είχε όρεξη να υπερασπίσει έναν τέτοιο εγκληματία. Αλλά ο επινοημένος Θεός είναι, έστω και τόσο δα, καλύτερος από τους κοινούς ανθρώπους. Λέει στους αγγέλους:
-Δε θέλω παρ' όλ' αυτά να στείλω αυτόν το Μάιζελ στην κόλαση, χωρίς να τον αφήσω να μας πει την τελευταία του λέξη, πριν από την απαγγελία της ποινής. Πέστε μου ποιος από σας θέλει να τον υπερασπίσει γι' αυτό το τελευταίο του έγκλημα;
Οι άγγελοι, όμως, είναι γνωστοί φοβιτσιάρηδες και τρέμουν μήπως παραβιάσουν την αιώνια πειθαρχία.
-Εμείς δεν επιθυμούμε να υπερασπιστούμε έναν τέτοιο εγκληματία. Αν όμως Εσύ θέλεις να τον υπερασπιστεί κάποιος για τους τύπους, μπορείς να καλέσεις εδώ τον τσαντίκ του Μπερντίτσεφ, γιατί ως τώρα δεν υπήρξε περίπτωση να αρνηθεί την υπεράσπιση και στον χειρότερο άνθρωπο.
Στη συναγωγή οι Εβραίοι είδαν πως ο τσαντίκ δεν έψελνε τη σπαραχτική του προσευχή, αλλά ξαφνικά αποκοιμήθηκε. Παραξενεύτηκαν, φυσικά, αλλά δε δοκιμάσανε να τον ξυπνήσουν: Αν ο σοφός τσαντίκ αποκοιμήθηκε, θα πει πως έτσι έπρεπε να γίνει. Συνέχισαν την προσευχή τους.
Εκείνοι νόμιζαν πως ο τσαντίκ κοιμόταν. Στην ουσία, όμως, ο τσαντίκ είχε ανέβει ψηλά, στάθηκε μπροστά στο Θεό και χωρίς να προλάβει να κοιτάξει προς την πλευρά των αγγέλων, άρχισε αμέσως την υπεράσπιση του Μάιζελ. Δεν είπε κουβέντα για τις καλές πράξεις του και ούτε που κοίταξε στο κανατάκι με το αλμυρό νερό. Πήρε κατευθείαν το Θεό από τα μούτρα:
-Αναρωτιέμαι, γιατί τον δικάζεις; Επειδής έκανε εδώ ένα ακόμα ανόμημα; Εγώ νομίζω πως μια αμαρτία πάνω ή μια αμαρτία κάτω δεν ενδιαφέρει κανέναν: Αν εξαπατούσε τα αθώα παιδάκια, αυτό είναι λίγο χειρότερο από την αστεία ιστοριούλα με τη ζυγαριά σου, γιατί τα παιδάκια τα εξαπατούσε στ' αλήθεια, ενώ εσένα αποπειράθηκε απλώς να σε εξαπατήσει και μάλιστα με όλη του την αθωότητα, όπως ένα παιδάκι πάει να εξαπατήσει τον πατέρα του. Αν, όμως, τον δικάζεις γιατί έζησε άσχημα στη γης, τότε θα σου απαντήσω πως γι' αυτό ο ένοχος δεν είναι καθόλου ο πεθαμένος Μάιζελ. Ο ένοχος είσαι, πρώτ' απ' όλους, Εσύ. Αν Εσύ ξεκινούσες από την αρχή να δείξεις στους ανθρώπους τον παράδεισο, τότες όλοι οι άνθρωποι θα ήταν άγιοι, όπως τα παραμυθένια αγγελούδια σου. Αλλά Εσύ ξεκίνησες να δείχνεις στους ανθρώπους την πιο πραγματική κόλαση, γιατί βέβαια δε θα μου αρνηθείς πως η ζωή είναι μια κόλαση και μάλιστα δυό φορές κόλαση. Γιατί σε παραξενεύει, λοιπόν, που οι άνθρωποι έζησαν όπως ζουν στην κόλαση; Τώρα θέλεις να πάρεις αυτόν τον πεθαμένο Μάιζελ και να τον ξαναστείλεις στην κόλαση. Που είναι, λοιπόν, η δικαιοσύνη σου και γιατί λες πως δικάζεις τους ανθρώπους; Εσύ μάλλον τους βασανίζεις κι αυτό μπορείς να το κάνεις και χωρίς καμιά ζυγαριά, όπως κάνουν και οι άνθρωποι στη γης. Ώστε, λοιπόν, πρέπει ν' αθωώσει αμέσως αυτόν τον πεθαμένο Μάιζελ.
Ο Θεός δεν μπορούσε, φυσικά, να φέρει αντίρρηση σ' αυτές τις μυαλωμένες κουβέντες και μελαγχόλησε. Ύστερα φώναξε:
-Εντάξει! Πηγαίνετε αυτόν τον πεθαμένο Μάιζελ στον πιο απολαυστικό παράδεισο.
Ο τσαντίκ του Μπερντίτσεφ μπορούσε να ξαναπάρει το δρόμο για το Μπερντίτσεφ, αλλά παρατήρησε πως ο Θεός βρισκόταν στις καλές του και ήταν κιόλας λίγο συγκινημένος από τα καυτά του επιχειρήματα. Ο τσαντίκ σκέφτηκε: Μπορώ να εκμεταλλευτώ τούτη τη στιγμή, πρέπει να αποδείξω στο Θεό πως αρκετά έχει δοκιμάσει την ανθρώπινη υπομονή, πως οι άνθρωποι στο Μπερντίτσεφ, όπως και στις άλλες πολιτείες, είναι πολύ δυστυχισμένοι και είναι, επιτέλους, η ώρα να στείλει στη γης κανέναν επινοημένο Μεσσία για να σώσει, τώρα αμέσως, ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο τσαντίκ δεν κατέβηκε στη γης. Εξακολούθησε να ξεντροπιάζει το Θεό και να προσπαθεί να τον πείσει. Κι ο Θεός, είναι αλήθεια, άρχισε να παραδίνεται. Χαμογελούσε κιόλας αμήχανος και καθησύχαζε τον τσαντίκ του Μπερντίτσεφ:
-Γιατί νευριάζεις; Εγώ δεν είπα πως δε θα στείλω Μεσσία. Ίσα-ίσα είπα πως θα στείλω. Μπορεί και να 'χεις δίκιο άμα λες πως ήρθε η ώρα. Κάτσε να κουβεντιάσουμε το ζήτημα. Τι χρόνο έχετε, είπαμε, τώρα στη γης;...

Σας λέω, λοιπόν, πως ο Θεός ήταν έτοιμος να συμφωνήσει. Αλλ' εκείνη τη στιγμή, έγινε ένα ανακάτεμα. Οι Εβραίοι στη συναγωγή δεν έβλεπαν, φυσικά, τον τσαντίκ που κουβέντιαζε με το Θεό, αλλά ο τσαντίκ έβλεπε από τον ουρανό πολύ καλά όλους τους Εβραίους στη συναγωγή. Έβλεπε πως εξαιτίας της κουβέντας που είχε στήσει με το Θεό τραβούσε σε μάκρος η προσευχή, παναπεί τραβούσε σε μάκρος και η νηστεία. Είναι εύκολο να νηστεύεις άμα είσαι είκοσι χρονών, όχι όμως εξήντα. Και να, ξαφνικά ο τσαντίκ βλέπει πως ο γερο-Γκέρς σωριάζεται κάτω σχεδόν αναίσθητος. Πολύ φυσικό, αφού την προηγούμενη μέρα δεν είχε φάει και δεν είχε πιει απολύτως τίποτα. Ο τσαντίκ ένιωσε πως αν δεν τελειώσει αμέσως η προσευχή, ο γερο-Γκέρς θα τα τινάξει επιτόπου. Και ο τσαντίκ λέει στο Θεό:
-Μπορεί και να κάνω βλακεία. Έπρεπε να κάτσω να σε πείσω πως δεν είναι σωστό να περιμένεις άλλο, και τότες θα 'σωζες ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αλλά τούτη την ώρα εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω την κουβέντα μαζί σου γιατί δεν έχω καιρό: Αν μείνω εσώ στον ουρανό μια ώρα ακόμα, ο γερο-Γκέρς, αυτός που πλένει τα βρώμικα ασπρόρουχα, θα πεθάνει σίγουρα. Και που το βρήκες γραμμένο πως έχω το δικαίωμα να πληρώσω τη σωτηρία της ανθρωπότητας με τη ζωή του γερο-Γκέρς;
Και χωρίς να τελειώσει τη συζήτηση κατέβηκε από τον ουρανό. Αποτέλειωσε στα γρήγορα την άχρηστη πια προσευχή του και η νηστεία έληξε. Φυσικά, ο γερο-Γκέρς μπορεί να πέθαινε σε κανένα χρόνο. Αλλά εκείνη τη βραδιά δεν πέθανε. Ο τσαντίκ δεν τον πρεσάρισε όπως πρεσάρουν τα εισιτήρια του τραίνου στα εκδοτήρια των σιδηροδρομικών ταμείων.
Να, τι ήθελα να σας διηγηθώ αγαπητοί και άτυχοι συνταξιδιώτες μου...



Ilya Ehrenburg (ΗΛΙΑ ΕΡΕΝΜΠΟΥΡΓΚ)
Η ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ ΖΩΗ ΤΟΥ ΛΑΖΙΚ ΡΟΪΤΣΒΑΝΙΕΤΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια: