.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ – ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ



«Ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών θησαυρώ κεκρυμμένω εν τω αγρώ ον ευρών άνθρωπος έκρυψε και από της χαράς αυτού υπάγει, και πάντα όσα έχει πωλεί, και αγοράζει τον αγρόν εκείνον».

Ως θα ίδη ο Αναγνώστης ο Πλάτων κατωτέρω δίδει την ιδέαν του Αγαθού αλλά σκοπίμως παρασιωπά το σπουδαιότερον. Περί του σπουδαιοτάτου εκείνου θα ομιλήση ο Ελληνικός Αλφάβητος εις το περί «Ονόματος και Αριθμού» κεφάλαιον. Παραλαμβάνομεν εκ του στ' Βιβλίου της Πολιτείας σχεδόν εν τω συνόλω των τα περί Αγαθόν είναι έννοιαι ταυτόσημοι.
Οι συνομιληταί του Σωκράτους εις την Πολιτείνα πιέζουσιν επιμόνως αυτόν να δώση την περί του Αγαθού ιδέαν, διότι θα ήσαν τόσον ευτυχείς ακούοντες αυτόν διεξερχόμενον τοιούτον θέμα. Εις τας προτροπάς εκείνας απαντά ο Σωκράτης:
-«Και εγώ επίσης θα ήμην πολύ ευχαριστημένος. Αλλά φοβούμαι μήπως αυτό υπερβαίνη τας δυνάμεις μου, και παρ' όλην την καλήν μου θέλησιν, το πραγματευθώ τόσον άσχημα, ώστε να γίνω καταγέλαστος. Ας το αφήσωμεν τώρα, καλοί μου αυτό το ζήτημα, δηλαδή τι είναι το αγαθόν. Θα μας έφερε πολύ μακρύτερα αυτή η εξέτασις και δεν θα κατωρθώνα να Σας εξηγήσω την ιδέαν μου ακολουθών τον δρόμον που επήραμεν έως τώρα. Εκείνο όμως που φαίνεται γέννημα του αγαθού και πανομοιότυπον αυτού, είμαι πρόθυμος να εξετάσωμεν, εάν είσθε σύμφωνοι και σεις, ειδεμή το αφήνομεν και αυτό.
-Λέγε μας λοιπόν αφού είναι έτσι δια τον υιόν, και όσον δια τον πατέρα, μας μένεις χρεώστης δι' άλλην φοράν.
-Θα ήθελα και εγώ να εξωφλούσα μαζί σας μια για πάντα και σεις να πάρετε το δίκαιόν σας, και όχι μόνον τους τόκους όπως τώρα. Αρκεσθήτε όμως οπωσδήποτε εις τον τόκον του αγαθού, εις αυτό το γέννημα του αγαθού που σας είπα, αλλά προσέξτε μήπως σας εξαπατήσω, χωρίς να το θέλω, και σας πληρώσω τον τόκον με κίβδηλον νόμισμα. Θα ομιλήσω δε αφού πρώτον σας υπενθυμίσω εκείνο, που είπομεν πριν, και εις πολλάς περιστάσεις προηγουμένως και είχομεν μείνη σύμφωνοι. (Ιδέ το περί ορατών και αοράτων κεφάλαιον εν τω παρόντι βιβλιαρίω).
Υπάρχουν, είπαμεν, πολλά πράγματα αγαθά και ονομάζομεν τοιουτοτρόπως καθ' ένα από αυτά. Υπάρχει όμως και το καθ' εαυτόν ωραίον και το καθ' εαυτό αγαθόν και όλα τα άλλα τοιουτοτρόπως, και εις το καθ' εαυτό τούτο αποδίδομεν όλας τα μερικάς ιδιότητας, ως εις μιαν ιδέαν απλήν και ενιαίαν. Και δι' εκείνα μεν τα πολλά λέγομεν ότι είναι αντικείμενα υποπίπτοντα εις τας αισθήσεις και όχι εις τον νουν, ενώ αι ιδέαι υποπίπτουν εις τον νουν και όχι εις τας αισθήσεις.
Δια της οράσεως λοιπόν βλέπομεν τα ορατά πράγματα. Και δια της ακοής ακούομεν τους ήχους και με τας άλλας αισθήσεις όλα τα άλλα αισθητά πράγματα. Έχετε όμως προσέξη πόσον ο Δημιουργός πολυτελεστέραν των αισθήσεών μας εδημιούργησε την δύναμιν της οράσεως από τας άλλας αισθήσεις;
Η ακοή και η φωνή δεν έχουν ανάγκην κανενός τρίτου πράγματος, ώστε εκείνη μεν να ακούη, η δε φωνή ν' ακούεται, και το οποίον τρίτον πράγμα, εάν, λείψη, ούτε εκείνη θα ακούη, ούτε αυτή θα ακούεται. Νομίζω δε ότι και πολλαί αισθήσεις δια να μην είπω όλαι, δεν χρειάζονται κανέν τοιούτον πράγμα.
Ενώ όσον αφορά την όρασιν δεν παρατηρείτε, ότι δια να λειτουργήση, έχει ανάγκην και ενός άλλου πράγματος; Αν και ενυπάρχη εις τους οφθαλμούς η δύναμις της οράσεως, και αν επιχειρήση τις να την εφαρμόση και την χρησιμοποιήση, και αν τα αντικείμενα που θέλει να ιδή έχουν τα χρώματά τους, ούτε η όρασις θα ιδή τίποτε και τα χρώματα θα μείνουν αόρατα, εάν δεν υπάρξη ακόμα και ένα τρίτον πράγμα, προωρισμένον εκ φύσεως ακριβώς δι' αυτόν τον σκοπόν. Και το πράγμα αυτό είναι το ΦΩΣ! Η αίσθησις λοιπόν της οράσεως έχει αυτήν την όχι μικράν υπεροχήν επί των άλλων αισθήσεων, ότι εζεύχθη προς το αντικείμενον της με ένα ζυγόν πολύ ανωτέρας αξίας από τους άλλους, αφού το ΦΩΣ τόσον είναι πολύτιμον. Ο δε παρέχων την ευεργεσίαν αυτήν από τους ουρανίους Θεούς είναι ο Ήλιος. Διότι δεν είναι βέβαια Ήλιος ούτε αυτή η ιδία όρασις, ούτε το όργανον, εις το οποίον υπάρχει, δηλαδή ο οφθαλμός. Έχει όμως ο οφθαλμός την μεγαλυτέραν ομοιότητα και αναλογίαν με τον Ήλιον από τα λοιπά αισθητήρια όργανα. Αυτήν λοιπόν την δύναμιν που έχει, δεν την δανείζεται από τον Ήλιον από τον οποίον εκπηγάζει;
-Βεβαιότατα.
-Ο ήλιος κατά ταύτα δεν είναι η όρασις, αλλ' ο ΑΙΤΙΟΣ της οράσεως, υπό της οποίας πάλιν και ο ίδιος βλέπεται.
Ένα λοιπόν τοιούτον πράγμα να φαντασθήτε ότι εννοώ, όταν ομιλώ δια το γέννημα του αγαθού, το οποίον είναι επομένως ανάλογον με τον πατέρα, που το εγέννησε και ο,τι είναι ο Ήλιος εις τον ορατόν κόσμον σχετικώς με την όρασιν και τα ορατά αντικείμενα, το ίδιον είναι και αυτό εις τον νοητόν σχετικώς με τον νουν και τα αντικείμενα της νοήσεως.
Οι οφθαλμοί όταν τους στρέφη κανείς προς τα αντικείμενα, τα οποία φωτίζει όχι το φως της ημέρας, αλλά το αμυδρόν φέγγος της νυκτός, μόλις και μετά βίας τα διακρίνουν και ομοιάζουν σχεδόν τυφλοί, ως να μην υπάρχη εις αυτούς πλέον καθαρά όρασις. Όταν όμως στρέφωνται προς τα αντικείμενα, τα οποία καταλάμπει ο Ήλιος, τότε βλέπουν ευκρινώς, και υπάρχει εις τούτους τους ιδίους οφθαλμούς η όρασις.
Το ίδιον λοιπόν να φαντασθήτε, ότι συμβαίνει και με την ψυχήν. Όταν μεν στρέφη τα βλέμματά της εις ένα αντικείμενον, το οποίον φωτίζει η αλήθεια και το ον, τότε το εννοεί και το γνωρίζει ευκρινώς και φαίνεται ότι έχει νόησιν, όταν όμως τα στρέφη προς αντικείμενον, που είναι ανακατωμένον με σκότος και το οποίον ΓΕΝΝΑΤΑΙ και ΧΑΝΕΤΑΙ (ας αναμνησθή ο Αναγνώστης τα περί της Αρχής της Εξελίξεως), τότε πλέον δεν αντιλαμβάνεται καθαρά, αλλά σχηματίζει ΔΟΞΑΣΙΑΣ), που μεταβάλλονται άνω κάτω και φαίνεται τότε ως να μη έχη νόησιν.
Αυτό λοιπόν, το οποίον παρέχει την αλήθειαν εις τα νοητά αντικείμενα και δίδει εις την ψυχήν την δύναμιν της νοήσεως. Αυτό να γνωρίζετε ότι είναι η ΙΔΕΑ του ΑΓΑΘΟΥ, και ότι αυτή η ιδέα είναι η αιτία της ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ και της ΑΛΗΘΕΙΑΣ, εφ' όσον αύτη είναι αντικείμενον της ΓΝΩΣΕΩΣ. Και όσον καλά και ωραία και αν είναι και τα δύο αυτά πράγματα, η γνώσις δηλαδή και η αλήθεια, ημπορείς να είσαι βέβαιος χωρίς φόβον ν' απατηθής, ότι η ιδέα του Αγαθού είναι κάτι τι διαφορετικόν από αυτά και πολύ συγχρόνως καλύτερον. Και όπως εκεί το ορθόν είναι να θεωρήται το φως και η όρασις κάτι τι ανάλογον προς τον Ήλιον, όχι όμως και Ήλιος, τοιουτοτρόπως και εδώ το ορθόν είναι να θεωρήται η γνώσις και η αλήθεια κάτι που έχει μεν αναλογίαν και ομοιότητα με το αγαθόν, δεν είναι όμως και αυτό το αγαθόν, διότι η φύσις του Αγαθού έχει ασυγκρίτως ανωτέραν αξίαν.
-Ανέκφραστος λοιπόν θα είναι η καλλονή του, αφού παρέχει μεν, καθώς λέγεις, την γνώσιν και την αλήθειαν, είναι όμως κατά πολύ ωραιότερον από αυτάς!
-Ο Ήλιος επιπροσθέτως όχι μόνον καθιστά ορατά τα αντικείμενα της οράσεως, αλλά παρέχει ακόμη εις αυτά και την γέννησιν και την αύξησιν και την τροφήν, χωρίς να είναι αυτός γέννησις. Κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον πρέπει να παραδεχθήτε ότι και τα αντικείμενα της νοήσεως δεν οφείλουν μόνον εις το Αγαθόν την νόησίν των, αλλά και το είναι των και την ουσίαν των, χωρίς μολαταύτα να είναι αυτό ουσία, αλλά κάτι τι ανώτερον από την ουσίαν κατά την αξίαν και την δύναμιν.
Φαντασθήτε λοιπόν, ότι το Αγαθόν και ο Ήλιος είναι, ούτως ειπείν, δύο βασιλείς, ο ένας του νοητού κόσμου και ο άλλος του ορατού, δια να μη είπω του ουρανού, και νομίσετε πως θέλω να παίξω με τας λέξεις. Έχομεν λοιπόν δυο είδη, το νοητόν και το ορατον.
Θεωρήσατε τώρα μιαν γραμμήν διηρημένην εις δύο άνισα τμήματα, και διαιρέσατε πάλιν κατά τον αυτόν λόγον έκαστο τμήμα, και του ορατού και του νοητού εις δύο άλλα μέρη. Τοιουτοτρόπως θα έχετε και εις τα δύο τμήματα ένα μέρος καθαρόν και αφ' ετέρου ένα μέρος αμυδρόν. Εις το τμήμα του ορατού το ένα μέρος, το αμυδρόν, θα περιλαμβάνη τας εικόνας. Εννοώ δε εικόνας πρώτον μεν τας σκιάς, έπειτα τα είδωλα των αντικειμένων, τα οποία σχηματίζονται επί των υδάτων ή εν τοις κατόπτροις. Εις το άλλο μέρος θα περιλαμβάνωνται αυτά τα αντικείμενα, των οποίων είναι αι εικόνες αύται, δηλαδή τα διάφορα ζώα, τα φυτά και εν γένει όλα τα αντικείμενα της φύσεως ή της τέχνης.
Εάν τώρα ηθέλαμεν να εφαρμόσωμεν αυτήν την διαίρεσιν επί της αληθείας και του εναντίου της, δεν θα παραδέχεσθε, ότι την αυτήν σχέσιν έχει η εικών προς το αντικείμενον, οποίαν η γνώσις προς την δοξασίαν; Ας προσέξωμεν τώρα πως πρέπει να γίνη η διαίρεσις του νοητού τμήματος. Εις δύο και πάλιν μέρη. Και το μεν εν μέρος είναι εκείνο, που αναγκάζεται η ψυχή να το ζητή μεταχειριζομένη τας εικόνας του ορατού τμήματος, και επί τη βάσει μερικών ωρισμένων υποθέσεων, όχι να ανέρχεται προς μιαν αρχήν, αλλά να καταβαίνη προς ένα τέλος. Το δεύτερον δε μέρος είναι εκείνο, όπου η ψυχή ορμωμένη από μιαν υπόθεσιν προχωρεί προς μίαν αρχήν ανεξάρτητον πάσης υποθέσεως, με την βοήθειαν όχι των εικόνων, που είπαμεν ανωτέρω, αλλά χρησιμοποιούσα εις την μέθοδόν της αυτήν τας καθαράς ιδέας.
-Δεν εννόησα και πολύ καλά αυτά που είπες.
-Θα τα εννοήσης αμέσως. Δεν αγνοείς βέβαια, ότι οι ασχολούμενοι περί την γεωμετρίαν, την αριθμητικήν και τα τοιαύτα, λαμβάνουν μερικάς υποθέσεις, π.χ. το άρτιον και περιττόν, τα σχήματα, τα τρία είδη των γωνιών, αναλόγως της αποδείξεως, που ζητούν. Αυτάς δε τας υποθέσεις τας θεωρούν αξιώματα γνωστά, περί των οποίων δεν νομίζουν αναγκαίον να δώσουν κανένα λόγον, ούτε εις εαυτούς ούτε εις τους άλλους, ως να ήσαν φανερά εις τον καθένα. Από αυτάς λοιπόν τας υποθέσεις αρχίζουν και έπειτα, από συλλογισμόν εις συλλογισμόν, καταντούν εις το τέλος ν' αποδείξουν αναμφιλέκτως, εκείνο που ανέλαβον ν' αποδείξουν.
Γνωρίζεις επί πλέον, ότι μεταχειρίζονται επιπροσθέτως τας ορατάς εικόνας και εφαρμόζουν εις αυτάς τους συλλογισμούς των, αν και δεν τους ενδιαφέρουν αυταί, αλλά τα αντικείμενα των οποίων είναι εικόνες. Αναφέρουν δηλαδή τους συλλογισμούς των εις αυτό π.χ. το τετράγωνον και αυτήν την διαγώνιον, και όχι εις τας εικόνας αυτών που χαράζουν. Το ίδιον προκειμένου και περί των άλλων σχημάτων, τα οποία είτε πλάττουν, είτε ζωγραφίζουν, και των οποίων υπάρχουν ακόμη και αι σκιαί και αι εικόνες επί του ύδατος – όλα αυτά τα μεταχειρίζονται, ως μέσα, δια να γνωρίσουν εκείνα που δεν ημπορεί να συλλάβη κανείς αλλέως παρά δια της διανοίας.
Αυτό λοιπόν είναι το ένα μέρος του νοητού τμήματος, που έλεγα, προς ζήτησιν του οποίου είναι ηναγκασμένη η ψυχή να μεταχειρίζεται υποθέσεις, όχι δια ν' ανέλθη εις μιαν ΠΡΩΤΗΝ Αρχήν, διότι δεν είναι δυνατόν να προχωρήση πέραν αυτών των υποθέσεων, αλλά μεταχειριζομένη εικόνας γηίνας και αισθητάς, τας οποίας γνωρίζει μόνον δια της δοξασίας, τας υποθέτει όμως εναργείς και φανεράς, βοηθείται υπ' αυτών δια να κατανοήση και νοήση τα αΛΗΘινά σχήματα.
-Ηννόησα καλώς το αντικείμενον της γεωμετρίας και των άλλων επιστημών.
-Εννόησε τώρα και όσα θα είπω δια το δεύτερον μέρος του νοητού. Αυτό περιλαμβάνει εκείνο, με τα οποία η ψυχή έρχεται εις άμεσον επαφήν δια μέσου του συλλογισμού και της διαλεκτικής τέχνης. Και ενταύθα μεταχειρίζεται υποθέσεις, τας οποίας όμως δεν λαμβάνει ως αξιώματα, αλλ' ως πραγματικάς υποθέσεις, ως στηρίγματα ούτως ειπείν και αφετηρίας, από τας οποίας παίρνει φόραν δια να υψωθή μέχρι της ΠΡΩΤΗΣ ΑΡΧΗΣ του ΠΑΝΤΟΣ, ανεξάρτήτου από πάσης υποθέσεως, και αφού την αδράξη, κρατουμένη πάλιν από τα συμπεράσματα, που εξαρτώνται από εκείνην, καταβαίνει από εκεί έως το έσχατον συμπέρασμα, χωρίς να μεταχειρισθή καθόλου κανένα αισθητόν, αλλά στηριζομένη αποκλειστικώς και μόνον επί των καθαρών ιδεών, από τας οποίας αρχίζει και εις τας οποίας τελειώνει.
-Σε εννοώ, αλλά όχι και πολύ καθαρά. Διότι μου φαίνεται πολύ δύσκολον το ζήτημα, που πραγματεύεσαι. Νομίζω όμως ότι θέλεις ν' αποδείξεις, πως αι γνώσεις του όντος και του νοητού που αποκτώμεν δια μέσου της διαλεκτικής, είναι πολύ σαφέστεραι από τας γνώσεις των καλουμένων Τεχνών, εις τας οποίας μερικαί υποθέσεις χρησιμεύουν ως αξιώματα. Και, είναι μεν ηναγκασμένοι οι ασχολούμενοι με αυτάς τας τέχνας να μεταχειρίζωνται την διάνοιαν και όχι τας αισθήσεις, αλλ' επειδή στηρίζονται επί υποθέσεων και δεν ανέρχονται εις μιαν αρχήν, από της οποίας, ως από σκοπιάς, να εξετάζουν τα πράγματα, κρίνεις ότι δεν έχουν την καθαράν εκείνην νόησιν περί αυτών, αν και μετά της αρχής είναι ταύτα νοητά. Και δια τούτο μου φαίνεται αποδίδεις εις τους γεωμετρικούς και τους τοιούτους όχι νόησιν, αλλά διάνοιαν την οποία τοποθετείς μεταξύ της δοξασίας και της καθαράς νοήσεως.
-Πολύ ωραία ηννόησες την σκέψιν μου. Λάβε λοιπόν δια τα τέσσαρα αυτά μέρη του ορατού και του νοητού, που είπαμεν, και τέσσαρας ενεργείας της ψυχής. Την νόησιν μεν δια το ανώτατον, την διάνοιαν δια το δεύτερον, δια το τρίτον την πίστιν και δια το τελευταίον την εικασίαν. Απόδοσε δε εις έκαστον από τους τέσσερας αυτούς τρόπους της γνώσεως περισσοτέραν ή ολιγωτέραν σαφήνειαν, καθ' ην αναλογίαν και τα αντικείμενα αυτών μετέχουν περισσοτέρας ή ολιγωτέρας αληθείας.
-Εννοώ και συμφωνώ μαζί σου και παραδέχομαι την διάταξιν που μου προτείνεις».



ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΧΑΛΑ
ΤΟ ΕΙΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
ΥΠΟΛΑΝΘΑΝΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ Ή ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ Ν. Ε. ΠΡΕΑΡΗΣ
Β' ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΘΗΝΑ 2003 (Α' ΕΚΔΟΣΙΣ 1921)

Δεν υπάρχουν σχόλια: