.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ [αποσπάσματα] – Friedrich Novalis



Ποιος ζωντανός, προικισμένος με νόηση, δεν αγαπά, περισσότερο απ' όλα τα θαμαστά φαινόμενα του διάπλατου χώρου γύρω του, το πασίχαρο φως – με τις θωριές του, με τις αχτίδες του και τα κύματα, με την ήμερη παντού παρουσία του σα μέρα ξυπνήτρα; Σαν της ζωής την πιο εσώτερη ψυχή το ανασαίνει των ακούραστων αστεριών ο γιγαντένιος κόσμος και χορεύοντας πλέχει στη γλαυκή του θάλασσα – το ανασαίνει η αστραφτερή πέτρα η ασάλευτη, το στοχαστικό, ρουφηχτικό φυτό και το άγριο, ξαναμμένο, πολύμορφο ζώο – πρώτ' απ' όλα όμως ο ασύγκριτος ξενιτεμένος με τα βαθυστόχαστα μάτια, με την ανάλαφρη περπατησιά και τα γλυκόσμιχτα πολύφωνα χείλια. Σα βασιλιάς αυτό της γήινης φύσης την κάθ' ενέργεια καλεί σε αμέτρητες αλλαγές, δένει και λύνει δεσμούς ατέλειωτους, με την ουράνια του εικόνα στεφανώνει κάθε πλάσμα της γης. Και μόνο η παρουσία του φανερώνει τη θαμαστή δόξα των βασιλείων του κόσμου.
Κάτω γυρίζω εγώ, κατά την ιερή, την άφραστη Νύχτα, τη μυστική. Πέρα μακριά βρίσκεται ο κόσμος – σε χάσμα βαθύ βουλιαγμένος – έρημη κι αρφανή 'ναι η θέση του. Στις χορδές του στήθους βαρυθυμιά βαριά πνέει. Σε δροσοσταλίδες θέλω να κυλήσω χάμω κι ένα με τη στάχτη να γινώ. Μακρινές θύμισες, της νιότης πόθοι, όνειρα του παιδιού, όλης της μακριάς ζωής οι γοργόσβηστες χαρές κι οι ανώφελες ελπίδες, όλα μαυροντυμένα έρχονται σα βραδυνή καταχνιά ύστερ' από του ήλιου το βασίλεμα. Σε άλλους τόπους έστησε τις χαρούμενες σκηνές το φως. Μη και δεν ξαναγυρίσει ποτές στα παιδιά του, που το καρτερούν με της αθωότης την πίστη;
Τι αναβρύζει μονομιάς κάτω από την καρδιά τόσο μαντικά και καταπίνει της βαρυθυμιάς το απαλό αέρι; Βρίσκεις κι εσύ χαρά μ' εμάς, Νύχτα σκοτεινή; Τι κρατάς κάτω από το μαντί σου, που δίχως να το θωρώ δυνατά μου αναταράζει την ψυχή; Βάλσαμο ολόγλυκο στάζει από το χέρι σου, από το δεμάτι τ' αφιόνια. Τις βαριές φτερούγες της καρδιάς ψηλά τις σηκώνεις. Σκοτεινή κι ανείπωτη νιώθουμε ταραχή – μια σεμνή μορφή βλέπω χαρούμενα ξαφνιασμένος να γέρνει κατά μένα απαλά κι ευλαβικά και κάτω από σγουρά, μπλεγμένα αξεδιάλυτα, να φανερώνει της Μητέρας την ακριβή τη νιότη. Πόσο φτωχικό και παιδακίσιο μου φαντάζει το φως τώρα – πόσο χαροποιός κι ευλογημένος της μέρας ο μισεμός. Έτσι, για τούτο μονάχα, επειδής η Νύχτα σου αποξενώνει τους υποταχτικούς, έσπειρες στα μακρυσμένα πλάτια τις φωτεινές σφαίρες, για να μηνούν την παντοδυναμία σου, τον γυρισμό σου, όσον καιρό λείπεις εσύ. Πιο ουράνια κι από τα λαμπερά εκείνα αστέρια μας φαίνονται τ' απέραντα μάτια που άνοιξε η Νύχτα μέσα μας. Μακρύτερα βλέπουν κι απ' τα πιο χλωμά μες στ' αμέτρητα εκείνα πλήθη – δε χρειάζονται το φως για να περάσει η ματιά τους στα βάθη μέσα μιας καρδιάς που αγαπά – κι αυτό γεμίζει έναν ανώτερον τρόπο με ηδονή ανείπωτη. Δόξα στη Βασίλισσα του κόσμου, στην τρανή μηνύτρα κόσμων ιερών, στη μάνα αγάπης μακαρισμένης. Σε στέλνει σ' εμένα – γλυκιά μου αγάπη, πρόσχαρε ήλιε της Νύχτας, είμαι άγρυπνος τώρα, γιατί δικός σου είμαι και δικός μου – εσύ μου ευαγγελίστηκες τη Νύχτα για ζωή – εσύ μ' έκαμες άνθρωπο – λιώσε με λάβρα υπερούσια το κορμί μου, για να σμίξω αέρινος πιο εσώτερα μαζί σου κι έτσι αιώνιαη νύχτα του γάμου να βαστά.

..\\//..

Πάντα θα ξαναγυρίζει η αυγή; Ποτές δε θα τελειώσει του γήινου η τυραννία; Κακορίζικες φροντίδες αφανίζουν της Νύχτας το ουράνιο διάνεμα. Ποτές αιώνια δε θα καίει της αγάπης η κρυφή θυσία; Μετρημένος διορίστηκε για το Φως ο καιρός του. Όμως έξω καιρού και τόπου είναι της Νύχτας η βασιλεία. Αιώνια ο Ύπνος βαστά. Ύπνε άγιε, μην ευφραίνεις τόσο σπάνια της Νύχτας τους πιστούς – στο γήινο τούτο μεροδούλι. Μονάχα οι άμυαλοι σε παραγνωρίζουν κι άλλον ύπνο δεν ξέρουν, πάρεξ τον ίσκιο που σπλαχνικά ρίχνεις απάνω μας με το θαμποχάραμα εκείνο της Νύχτας της αληθινής. Δε σε νιώθουν στο χρυσό μέσα χύμα των σταφυλιών – στης μυγδαλιάς το μαγικό λάδι και στον μαυριδερό χυμό της παπαρούνας. Δεν ξέρουν πως εσύ φτερουγίζεις γύρω στου τρυφερού κοριτσιού το στήθος και την αγκαλιά παράδεισο την κάνεις – δεν ψυχανεμίζονται καν πως ξεπροβάλλεις από τις παλιές ιστορίες τα ουράνια ανοίγοντάς μας και το κλειδί κρατάς για τις κατοικίεςτων μακάρων, βουβός μηνυτής μυστηρίων ατέλειωτων.

..//\\..

Κάποτε, όπου είχα χύσει δάκρυα πικρά, όπου αναλυομένη σε πόνο είχε σκορπίσει η ελπίδα μου και στεκόμουν μονάχος κοντά στο γυμνό μνήμα, που σε στενόν, σκοτεινόν τόπο έκρυβε τη μορφή της ζωής μου, μονάχος, όσο ποτέ κανείς άλλος μονάχος, σε τρόμο ανείπωτον παραδέρνοντας, ανήμπορος, ίσα ίσα μια εικόνα της δυστυχίας ακόμα, έτσι καθώς κοίταζα γύρω μου για βοήθεια, εμπρός να κάμω δε μπορούσα και πίσω μήτε, και μ' απέραντη λαχτάρα κρατιόμουν στη φευγάτη, σβησμένη ζωή: τότες από μάκρη γαλανά, απ' τις κορφές της παλιάς μου ευτυχίας έν' ανατρίχιασμα ήρθε αποσπερνό, και μεμιάς κόπηκε ο δεσμός της γέννησης, του Φωτός η αλυσίδα. Μακριά έφυγε η γήινη λαμπράδα κι η θλίψη μου μαζί της, η βαρυθυμιά χωνεύτηκε σ' έναν καινούριον κόσμο αβυσσαλέον – εσύ της Νύχτας συνάρπασμα, Ύπνε τ' ουρανού, με άδραξες, ο τόπος ανασηκώθηκε αγάλι αγάλι. Απάνω από τη γης φτερούγιζε το λευτερωμένο, το ξαναγεννημένο πνεύμα μου. Σύγνεφο σκόνη γίνηκε το μνήμα – μέσ' από το σύγνεφο είδα τη φωτισμένη όψη της Καλής μου. Στα μάτια της αναπαυόταν η αιωνιότη – της έπιασα τα χέρια και τα δάκρυα γινήκαν αστραφτερός, άλυτος δεσμός. Αιώνες κι αιώνες κατρακύλησαν πέρα μακριά σαν ανεμοστρόβιλος. Στον λαιμό της έχυσα δάκρυα ολόγλυκα για την καινούργια ζωή. Ήταν το πρώτο όνειρο το μονάκριβο – κι από τότες μόνο νιώθω αιώνια πίστη, ασάλευτη, στον ουρανό της Νύχτας και στη φεγγοβολή του, την Καλή μου.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ν. Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ

ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΠΕΡΠΑΤΟΥΝ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΕΖΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2005



Δεν υπάρχουν σχόλια: