.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΩΜΑ - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Καθώς ενέσκηψεν η καταιγίς το απομεσήμερον, και όλου τ’ ουρανού οι καταρράκται επί δύο ώρας αδιάκοπα, μετά βρόντου και ιαχής και με βολίδας αστραπών, έλουον την πόλιν (...) καταπλημμυρούντα, εδώ κι’ εκεί, πολλά μαγαζιά και όλα σχεδόν τα υπόγεια.  Όλοι οι δρομίσκοι γύρω από το παλαιόν τζαμί είχον γίνει ποτάμια και ο σταθμός τού σιδηροδρόμου έγινε λίμνη.
            Εις το καφενείον πέντε ή έξ ζεύγη, εις διάφορα τραπέζια, ετάβλιζαν, τρεις μόνον έπαιζαν πρέφα, και δύο γεροντότεροι, ο καπετάν Γάγαρης, ο απόστρατος ταγματάρχης, κι’ ο μάστρο-Γιάννης ο Γιαπατζής, έπαιζαν μεγάλο μπεζίκι, με 256 φύλλα.  Δίπλα τους εις άλλος γέρων υπενύσταζε, κρατών διαρκώς εφημερίδα.
            Το πάτωμα τού καφενείου υπερείχεν δύο τρεις σπιθαμάς από το βάθος τού δρόμου, όστις απετέλει τώρα την κοίτην τού ορμητικού χειμμάρου.  Ολίγοι τινές ανήσυχοι και περίεργοι εν ταυτώ είχον σηκωθή και συνηθροίσθησαν περί τας τρεις θύρας, απολαύοντες το θέαμα τού καταρράκτου.  Έξω ηκούοντο φωνές και γέλια. Ο ποταμός είχεν αναρπάσει τα εμπορεύματα από την μπάγκαν ενός μανάβη· παρέκει είχεν παρασύρει έν ονάριον φορτωμένον σταφύλια, το οποίον ο κύριός του επροσπάθει να γλυτώση, τραβών από την ουράν.
            Μέσα εις το καφενείον, ολίγοι τινές έκαμον τον σταυρόν των, όταν ήκουον τρομακτικάς βροντάς.  Οι ταβλισταί δεν εκινήθησαν.  Το τρικ-τρακ ηκούετο διαρκώς.  Ο καπετάν Γάγαρης κι’ ο μαστρο-Γιάννης, έχων και τον ναργιλέν του ακοίμητον, εξηκολούθουν απτόητοι το μπεζίκι τους με τα 256 φύλλα.  Το γερόντιον εις το πλάγι τους, εξηκολούθει κατά το φαινόμενον να διαβάζη την εφημερίδα, και είχε πάρει ήδη δύο-τρεις βραχείς ύπνους. (...)
             Το νερόν ήρχισεν να εισέρχεται εις το καφενείον και από τας τρείς θύρας.  Προχείρως αι θύραι εφράχθησαν, πλην εις μάτην.  Το υγρόν στοιχείον εισέρρεεν ακράτητον (...)  Εντός ολίγων δευτερολέπτων κατεπλημμύρισε το πάτωμα. (...)  Όλοι οι ταβλισταί κι’ οι πρεφαδόροι άφησαν το παιχνίδι κι’ εσηκώθησαν όρθιοι.  
Ο καπεταν-Γάγαρης κι’ ο μαστρο-Γιάννης δεν άφησαν το μπεζίκι.  Το γερόντιον εξηκολούθει την εφημερίδα του. (...) 
            Μερικοί κατέβαλλον συντόνους προσπάθειας οπλισθέντες με σκούπες, άλλες με μακρά κοντάρια και άλλας όχι (...) δια να σπρώξουν προς τα έξω το νερό.  Μερικοί πελάται συνηθροίζοντο περί τας θύρας κι’ εγίνοντο εμπόδιον εις το έργον.  Άλλοι έκαμναν κουμάντο, καθώς συνηθίζουν οι Νεοέλληνες:
            ― Κατά ‘δω, κατά ‘δω!
            ― Από κείνη την πόρτα!
            ― Έτσι δεν κάνετε τίποτα!
            ― Όλοι μαζύ!  Όλοι μαζύ!
            Άλλοι συνήπτον διαλόγους κι’ εσχολίαζον:
            ― Από πού μπήκε το νερό;
            ― Από την επάνω πόρτα.
            ― Από την κάτω πόρτα.
            ― Από τη μεσιανή
            ― Απ’ το καπνοπωλείο μπήκε, απ’ το καπνοπωλείο.
            Μόνον μια καρέκλα κατείχετο ακόμη εκτός τών καναπέδων, επί τον οποίων ώκλαζον, ανασηκώνοντες τους πόδας των οι πελάτες.  Ήτο εκείνη εφ’ ής εκάθητο ο μαστρο-Γιάννης, εξακολουθών ατάραχος το μπεζίκι του μετά τού αποστράτου ταγματάρχου.
            Τέλος ο κυρ-Νικολάκης ο καφετζής, όταν επλησίασε προς τα εκεί με την σκούπαν του.
            ― Μα σήκω επί τέλους, μαστρο-Γιάννη! Δεν βλέπεις;  Εδώ πνιγήκαμε!
            ― Μα δεν θέλει ο καπετάνιος ν’ αφήσουμε το μπεζίκι.
            ― Καθήστε επί τέλους κι’ οι δυο στον καναπέ. (...)
            Οι δυο μπεζικισταί εκάθησαν εις το πλάγι ο είς τού άλλου, χωρίς να κυττάζουν πουθενά, μήτε να λέγουν τίποτε.  Ο ναργιλές τού μαστρο-Γιάννη προ πολλού ήταν σβεστός, επειδή δεν ευκαιρούσε να τού φέρη φωτιά.  Αλλ’ ο άνθρωπος εξηκολούθει να έχη την πίπα τού μαρκουτσιού εις το στόμα.Τελευταίος όλων εσηκώθη ο μικρός γέρων, ο διπλανός τους.  Άφησε την εφημερίδα, ύψωσε το όμμα κι’ ηρώτησε.
            ― Μα πότε μπήκε το νερό μέσα;

Από τα ΑΘΗΝΑΪΚΑ διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Δεν υπάρχουν σχόλια: