Αλλά αναλογίζομαι το είδος εκείνο της φρίκης...
που εξαιτίας της διαμορφώθηκε έτσι ολόκληρο
το οικοδόμημα του πολιτισμού μας, για να μας
προστατέψει από αυτή και να μας βοηθήσει να
την ξεχάσουμε. Τη φρίκη για την οποία καμία
ανθρώπινη γνώση δεν έχει τίποτα να μας πει.
Φριτς Λάιμπερ
Αλήθεια πόσο τρομερός πρέπει να είναι ένας φόβος ώστε να φτάσει ένα πλάσμα να βρίσκει προτιμότερο το θάνατο;
Ή ακόμη...
Πόσο τρομερός πρέπει να είναι ένας φόβος ώστε ένα πλάσμα να πεθάνει από αυτόν;
Ο φόβος είναι μια περίεργη κατάσταση που, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μπορεί να επενεργήσει τόσο αρνητικά, όσο και θετικά πάνω στον άνθρωπο, ακριβώς όπως και ο πόνος. Αλλά πέρα από ένα σημείο, ο ίδιος ο φόβος μπορεί σίγουρα και να σκοτώσει, έμμεσα ή άμεσα.
Ανεξάρτητα από το ποια πρέπει να είναι η σχετική του ένταση ώστε να φτάσει ο άνθρωπος να προτιμήσει τη φυγή προς το θάνατο παρά να αντιμετωπίσει τον ίδιο το φόβο – ή και για να γίνει από μόνος του ο φόβος αιτία θανάτου – η άγνοια της φύσης αυτού που τον προκαλεί παίζει οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο. Κάτι το απροσδιόριστα αλλά και ανείπωτα τρομερό μπορεί να γίνει αισθητό ακόμη και στον αμέτοχο παρατηρητή, αυτόν που παρακολουθεί σαν θεατής, τα γεγονότα αναφορικά με τον φόβο κάποιων άλλων, έστω κι αν – απ' όσο ξέρει τουλάχιστον – δεν κινδυνεύει και ο ίδιος.
Καμιά φορά όμως μπορεί να συμβαίνουν τρομακτικά γεγονότα που αφορούν, ίσως, όχι μόνο τον άμεσο πρωταγωνιστή αλλά και τον φαινομενικά αμέτοχο παρατηρητή, χωρίς καν ο τελευταίος να το συνειδητοποιεί. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι αυτά τα ίδια τα γεγονότα που γεννούν το φόβο, γιατί και εδώ υπάρχει άγνοια, αλλά αυτό που υποδηλώνουν – εκτός πια και αν προσέξει κανείς σχεδόν τυχαία ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο αθώα ή τόσο ουδέτερα όσο φαίνονται.
Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ένα πλήθος από σχετικά παραδείγματα, αλλά θα περιοριστούμε μόνο σε κάτι που αφορά άμεσα αυτή την έρευνα. Ο θάνατος μερικών ψαριών, για παράδειγμα, δε φαίνεται να τρομάζει κανέναν, πέρα από μερικές εύλογες ανησυχίες που προκαλεί για τυχόν μολύνσεις του οικολογικού περιβάλλοντος. Γιατί να φοβηθεί κανείς; Μήπως ο ίδιος ο άνθρωπος δε σκοτώνει καθημέρινα αμέτρητα ψάρια για τροφή ή για «σπορ»;
Εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον, υπάρχει κάποια λογική σ' αυτή την αδιάφορη στάση. Αν μερικά ψάρια πεθαίνουν από κάποια άγνωστη αιτία, δεν είναι δα και κάτι το τόσο φοβερό. Ακόμη κι αν το γεγονός υποδηλώνει κάποιον περιβαλλοντικό κίνδυνο, εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν έτσι κι αλλιώς από γνωστά, αλλά κοινότοπα αίτια. Τι κι αν πεθαίνουν μερικά ψάρια; Το μόνο ίσως φοβερό στην εικόνα αυτή θα ήταν αν κινδύνευαν να πεθάνουν όλα έτσι, ανεξήγητα, με αποτέλεσμα να μας στερήσουν από μια βασική πηγή διατροφής. Όμως, δε φαίνεται να υπάρχει τέτοιος άμεσος κίνδυνος. Γιατί λοιπόν να φοβήθεί κανείς;
Σωστά...
...εκτός βέβαια και αν του περάσει από το μυαλό ότι αυτό που τρομάζει θανάσιμα τα ψάρια θα μπορούσε να τρομάξει θανάσιμα και τον ίδιο. Ότι αυτό που τυχόν σκοτώνει τα ψάρια θα μπορούσε να σκοτώνει και τον άνθρωπο. Αν και το πρώτο πράγμα που θα υποψιαζόταν κανείς στις μέρες μας θα ήταν κάποιο πρόβλημα ρύπανσης ή μόλυνσης των νερών και του περιβάλλοντος γενικότερα, δεν είναι αυτό το πρόβλημα στο οποίο αναφέρομαι. Αν και από μια πολύ γενική άποψη, οτιδήποτε επιδρά σε μεγάλη κλίμακα στις ζωντανές κοινωνίες ή τα οικοσυστήματα του πλανήτη είναι οικολογικό πρόβλημα, στην περίπτωσή μας θα πρέπει να περιοριστούμε σε μερικές πολύ πιο ειδικές περιπτώσεις και σε συμβάντα που δεν έχουν καμία σχέση με προβλήματα μόλυνσης.
Ένα τέτοιο συμβάν φαίνεται να σημειώθηκε το Δεκέμβριο του 1961 στην Αυστραλία, στα νότια του Σίντνεϋ. Θα πρέπει να έχουν συμβεί πολλά ανάλογα κατά καιρούς σε όλον τον κόσμο, αλλά με την έμφαση που δόθηκε στην οικολογία τα τελευταία χρόνια είναι δύσκολο πια να ξεχωρίσει κανείς τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που μας αφορούν εδώ. Το γεγονός που θα δούμε είναι παράξενο, αλλά φαινομενικά όχι φοβερό... εκτός και αν το συνδυάσουμε με τη σκέψη που κάναμε πιο πάνω:
Πως ό,τι αφορά στα ψάρια μπορεί ν' αφορά και στον άνθρωπο.
Τη μέρα εκείνη, σε μια ακτή μήκους περίπου τριακοσίων χιλιομέτρων η θάλασσα γέμισε ξαφνικά από αμέτρητα ψάρια όλων των ειδών και μεγεθών. Σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από την ακτή τα νερά είχαν πήξει από ψάρια, που κυριολεκτικά πηδούσαν έξω από το νερό, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βγουν στη στεριά. Ορμούσαν έξω στην άμμο κατά κύματα, σαν να προσπαθούσαν να ξεφύγουν από κάτι απίστευτα τρομακτικό που τα είχε πάρει στο κατόπι.
Οι κάτοικοι που παρακολουθούσαν το φαινόμενο προσπάθησαν να ρίξουν μερικά πίσω στη θάλασσα. Δεν τα κατάφεραν. Τα ψάρια πηδούσαν πάλι έξω στην ακτή. Ακόμη και όταν επιχείρησαν να τα ρίξουν σε κλειστές λιμνοθάλασσες αποκομμένες από τον κυρίως ωκεανό, εκείνα συνέχιζαν πανικόβλητα να πασχίζουν να βγουν πάλι στη στεριά, όπου και πέθαιναν λίγο αργότερα.
Κανένας δεν μπόρεσε να βρει μια απάντηση στον απίστευτο εκείνο πανικό. Τα νερά δεν παρουσίαζαν τίποτα το ιδιαίτερο, όπως, ας πούμε, κάποια χημική μόλυνση, ελάττωση του οξυγόνου, επικίνδυνους μικροοργανισμους και τα σχετικά. Ούτε και η μετέπειτα εξέταση των ψαριών έδειξε να πέθαναν από παθολογικά ή άλλα φυσικά αίτια. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν στην ίδια έκταση τα σημερινά σοβαρά προβλήματα μόλυνσης του περιβάλλοντος, και οι πρωτοπόροι της οικολογίας αντιμετωπίζονταν μάλλον σαν εκκεντρικοί προφήτες της καταστροφής. Και όμως το γεγονός της αυτοκτονίας παρέμεινε, και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις αιτία της ήταν ο τρόμος(1).
Στις 10 Μαρτίου 1980 οι αθηναϊκές εφημερίδες δημοσίευαν μια ακόμη παρόμοια περίπτωση. Σύμφωνα με τους κατοίκους του Λουτρόπυργου Αττικής το φαινόμενο άρχισε να εκδηλώνεται γύρω στα μεσάνυχτα του Σαββάτου, 8 Μαρτίου.
Δίχως καμιά φανερή αιτία εκατομμύρια ψάρια άρχισαν να βγαίνουν στη στεριά, ενώ ως την απόσταση των πενήντα ή εξήντα μέτρων από την ακτή η θάλασσα είχε πήξει από ψάρια, κάτι που εκτίμησαν ιδιαίτερα οι αμέτρητοι γλάροι που μαζεύτηκαν εκεί. Τα ψάρια δε φαίνονταν ζαλισμένα ή άρρωστα αλλά απλώς τρομοκρατημένα!
Οι αρχές έδωσαν τις συνηθισμένες «φυσιολογικές» εξηγήσεις για το φαινόμενο. Έτσι σύμφωνα με το Λιμεναρχείο Ελευσίνας, τα ψάρα «προέρχονταν από το ξεψάρισμα των γρι-γρι που ψάρευαν στην περιοχή». Κανένας από τους γύρω κατοίκους δε φαινόταν να συμφωνεί με το λιμεναρχείο, γιατί τα ψάρια πηδούσαν έξω ολοζώντανα και φανερά τρομαγμένα.
Το γεγονός ότι τα ψάρια πηδούσαν έξω ζωντανά έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί, με τη ρύπανση που έχει η θάλασσά μας, είναι κάθε άλλο παρά παράξενο το να βγάζει ψόφια ψάρια. Το πρόβλημα της ρύπανσης κάνει ιδιαίτερα δύσκολη την έρευνα του φαινομένου, γιατί δεν είναι από τα συμβάντα που τραβούν ιδιαίτερα την προσοχή.
Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ακόμη όλοι θα μιλούσαν για τα ψάρια – ζωντανά ή νεκρά – που ξέβρασε η θάλασσα. Σήμερα έχουμε τόσο εξοικειωθεί με την ιδέα της θαλάσσιας ρύπανσης, της μόλυνσης και των ομαδικών θανάτων ψαριών ώστε ν' αποδίδουμε τέτοια φαινόμενα πάντα σε κάποια αόριστη «μόλυνση».
Συχνά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ούτε καν αναφέρουν αν είναι ζωντανά ή όχι τα ψάρια που βγαίνουν στην ακτή, και πολύ περισσότερο, στην περίπτωση που είναι ζωντανά, αν έχουν φανερά σημάδια δηλητηρίασης, συμπεριφέρονται «σαν ζαλισμένα» κτλ. Έτσι κι αλλιώς, ούτε οι επίσημες αρχές ανακοινώνουν ποτέ τίποτα έστω και ελάχιστα πειστικό. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι πολύ πιο συχνές απ' όσο φαντάζεται κανείς, αλλ' απλώς χάνονται στην πληθώρα από τις γενικές, ατεκμηρίωτες και κραυγαλέες περιγραφές των μέσων μαζικής ενημέρωσης για ψάρια που σκότωσε η μόλυνση, η ρύπανση, η «ραδιενέργεια» και τα σχετικά.
Μια-δυο μέρες... και μετά το θέμα ξεχνιέται.
Το φαινόμενο αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι φανταζόμαστε. Όπως ανέφερα και παραπάνω, αυτό που σκοτώνει τα ψάρια μπορεί να σκοτώνει και ανθρώπους, και νομίζω ότι η μόλυνση δεν είναι ο μόνος ένοχος. Στο κεφάλαιο Οι Πολιτισμοί των Βυθών θα δούμε κάτι που σκοτώνει ακόμη και φώκιες στις ακτές της Κορνουάλλης της Βρετανίας. Δεν ξέρουμε ποια ακριβώς σχέση υπάρχει ανάμεσα σ' όλα αυτά αλλά, όποια κι αν είναι η σχέση αυτή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μας αφορά. Ακόμη κι αν ο ίδιος ο άνθρωπος ευθύνεται με την αδιαφορία του για πολλά από τα συμβάντα του είδους, το ενδιαφέρον δε μειώνεται. Σκεφτείτε το σαν μια ακόμη πιθανή παρενέργεια κάποιων πειραμάτων σαν εκείνα που θα δούμε στο κεφάλαιο Επικίνδυνα Παιχνίδια και θα δείτε ότι και πάλι αποτελούν μέρος του γενικότερου αινίγματος.
Αλλά ας δούμε και μερικές περιπτώσεις στις οποίες τα θύματα δεν ήταν μονάχα ψάρια ή φώκιες.
Είναι γνωστό ότι στα παλιά χρόνια οι ναυτικοί ταξίδευαν πάντοτε συντροφιά με το θάνατο. Με μικρά, αδύναμα καράβια-καρυδότσουφλα, που χρειάζονταν μήνες για να φτάσουν στα μακρινά λιμάνια, με κακή, ελαττωματικά συντηρημένη τροφή, με άγνοια των κανόνων υγιεινής, με πλήρη έλλειψη φαρμάκων, χωρίς σύγχρονα τεχνικά μέσα, χωρίς τη δυνατότητα να ζητήσουν βοήθεια και η βοήθεια αυτή να φτάσει έγκαιρα – ήταν φυσικό το κάθε ταξίδι να είναι έτσι και ένα φλερτ με το θάνατο.
Δεν είναι περίεργο που κάποτε οι θάνατοι αποτελούσαν ρουτίνα σε κάθε μεγάλο ταξίδι. Μια επιδημία, μια τροφική δηλητηρίαση, μια αβιταμίνωση, μπορούσαν να έχουν καταστροφικές συνέπειες που σήμερα θα μας φαίνονταν αδιανόητες. Έτσι, ήταν σχεδόν αναμενόμενο κάποια πλοία να συναντούσαν σποραδικά στο δρόμο τους ακυβέρνητα σκάφη, με ολόκληρο το πλήρωμα νεκρό, χτυπημένα από τη μια ή την άλλη συμφορά. Η εικόνα αυτών των πλωτών νεκροταφείων μπορεί να προκαλούσε δέος και τρόμο στους απλοϊκούς ναυτικούς, αλλά το θέαμα δε θα πρέπει να τους ήταν και κάτι ολότελα άγνωστο. Και οι πρώτες υποψίες των περισσότερων ναυτικών που συναντούσαν τέτοια κακότυχα καράβια δε στρέφονταν τόσο σε τέρατα και σε υπερφυσικές δυνάμεις, αλλά σε πολύ πιο πεζές ερμηνείες, όπως στη δυσεντερία και το σκορβούτο, έστω κι αν δεν ήξεραν ακόμη τα αίτιά τους.
Στην εποχή μας τα πράγματα άλλαξαν, αλλά ο κίνδυνος για τους ναυτικούς εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο που θ' αντιμετώπιζαν οι στεριανοί υπό ανάλογες συνθήκες, απλά και μόνο γιατί στην περίπτωσή τους μπορεί να μη φτάσει έγκαιρα η απαιτούμενη βοήθεια. Οπωσδήποτε όμως σήμερα, με τους ασυρμάτους, τις δορυφορικές επικοινωνίες, τα ελικόπτερα και τα τόσα άλλα σύγχρονα μέσα, ο ναυτικός μπορεί να καλέσει πιο εύκολα σε βοήθεια, και η βοήθεια αυτή να φτάσει σχετικά σύντομα απ' όσο παλιά, τότε που δεν είχε ταχύτερο μέσο για να στείλει ένα μήνυμα από ένα σημείωμα μέσα σ' ένα μπουκάλι.
Έτσι, σε καμία περίπτωση δε νοείται να βρεθεί στην εποχή μας ένα σύγχρονο πλοίο με ολόκληρο το πλήρωμά του νεκρό και το γεγονός ν' αποδοθεί στις συνηθισμένες αιτίες του παρελθόντος. Η αιτία σήμερα, αν βρεθεί, θα πρέπει να οφείλεται σε γεγονότα πολύ πιο ασυνήθιστα από μια επιδημία δυσεντερίας ή ένα ξέσπασμα σκορβούτου. Συχνά, όμως, καμία αιτία δεν μπορεί να βρεθεί και κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει το μυστήριο. Και τότε το μόνο που μένει είναι να προσπαθήσουν όλοι να ξεχάσουν την ιστορία.
Δύσκολα θυμάται κανείς τα πράγματα που τον υποχρεώνουν να παραδεχτεί την αδυναμία του.
Στα τέλη του περασμένου αιώνα – οι πιο παλιές περιπτώσεις δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω – μπορούμε να βρούμε αρκετές περιπτώσεις πλοίων που βρέθηκαν με νεκρό όλο το πλήρωμα. Σε μερικές περιπτώσεις η αιτία ήταν αρκετά προφανής ή αναφερόταν στο ημερολόγιο του καραβιού. Σε άλλες περιπτώσεις οι θάνατοι παρέμειναν εντελώς ανεξήγητοι, όπως στην περίπτωση του πορτογαλικού Σάντα Μαρία, που βρέθηκε το 1880. Το πλοίο ήταν σε καλή κατάσταση, τα τρόφιμα και το νερό ήταν εντάξει, τα πτώματα δεν έφεραν σημάδια βίας και τίποτε δεν έδειχνε γιατί είχαν πεθάνει(2).
Το πιο πιθανό θα ήταν να είχε ξεσπάσει κάποια θανατηφόρα επιδημία ή μια ομαδική δηλητηρίαση. Η εξήγηση αυτή μπορεί να είναι και η σωστή, αλλά βλέπουμε κιόλας ν' αρχίζουν να προκύπτουν εδώ μερικά ερωτήματα. Ένα από αυτά είναι το θέμα του ημερολογίου που κρατά ο κυβερνήτης του κάθε σκάφους. Δεν υπάρχει καμία αρρώστια ή δηλητηρίαση(3) που να σκοτώνει κεραυνοβόλα. Ακόμη και η κεραυνοβόλα πνευμονική πανώλης απαιτεί μερικές ώρες, και σίγουρα καμία επιδημία δεν μπορεί να εκδηλωθεί ταυτόχρονα σε όλα τα μέλη του πληρώματος. Πάντα όλο κάποιος θα είχε όλο το χρόνο να ενημερώσει το ημερολόγιο ή ν' αφήσει κάποιο μήνυμα για την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων...
Το χαρακτηριστικό αυτό – ένα ημερολόγιο που δεν αναφέρει τίποτα το περίεργο ή κάποια σχετική πληροφορία που θα βοηθούσε στη διελεύκανση της υπόθεσης – είναι πολύ συχνό φαινόμενο σε περιπτώσεις ομαδικών θανάτων. Αλλά το αίνιγμα αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να στηρίξει την υπόθεση ότι κάτι το πραγματικά μυστηριώδες συνέβη στο πλοίο. Υπάρχουν ακόμη αρκετά περιθώρια για φυσιολογικές εξηγήσεις – όχι πολλά, αλλά υπάρχουν.
Η περίπτωση του Μάρλμπορο είναι αρκετά πιο μυστηριώδης και πολύ εντυπωσιακή, ώστε να θεωρείται πια από τις κλασικές του είδους. Το πλοίο αυτό είχε εξαφανιστεί στις αρχές του 1890. Τον Οκτώβριο του 1913 το Μάρλμπορο βρέθηκε από το βρετανικό Τζόνσον να πλέει στον ωκεανό με πλήρωμα αποτελούμενο αποκλειστικά από σκελετούς. Το πλοίο ήταν καταπράσινο από τη μούχλα, και τα σανίδια έσπαζαν κάτω από τα πόδια των ναυτών του Τζόνσον που ανέβηκαν να εξετάσουν το έρμαιο. Ήτνα σάπια μετά από είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια στη θάλασσα.
Οι σκελετοί του πληρώματος βρέθηκαν σε διάφορα σημεία του πλοίου, γεγονός που δείχνει κάποια μάλλον ξαφνική αιτία θανάτου. Αν επρόκειτο για κάποια αρρώστια ή δηλητηρίαση, μονάχα οι απολύτως απαραίτητοι θα βρίσκονταν στο πόστο τους. Και κανονικά, όσο θα ένιωθαν να χειροτερεύουν, θα πήγαιναν να ξαπλώσουν στις κουκέτες τους ένας-ένας. Τίποτα τέτοιο δεν έγινε, ούτε και άφησαν καμιά γραπτή μαρτυρία για το τι είχε συμβεί. Τελικά αποτελεί μυστήριο ακόμη και το πως το πλοίο παρέμεινε εντελώς ανέπαφο πλέοντας ακυβέρνητο επί είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια σε μια από τις πιο επικίνδυνες θάλασσες του πλανήτη – κοντά στο ακρωτήριο Χορν.
Ο Φράνκ Έντουαρτς αναφέρει, επιπρόσθετα, ότι μερικοί από τους σκελετούς βρέθηκαν σε τέτοιες στάσεις που έδειχναν σαν να προσπαθούσαν να κρυφτούν από κάτι όταν τους βρήκε ο θάνατος(4).
Όλες αυτές οι παλιές περιπτώσεις ποτέ μάλλον δεν πρόκειτε να βρουν κάποια απάντηση. Είναι πολύ αργά πλέον για κάτι τέτοιο, και τα μόνα στοιχεία που μπορεί να έχουν διασωθεί είναι οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα – συνήθως απλώς περιγραφές και τίποτε άλλο.
Στην εποχή μας τα πράγματα θα έπρεπε να είναι διαφορετικά. Δεν είναι μόνο ο σύγχρονος εξοπλισμός των ιδίων των πλοίων, αλλά και οι σύγχρονες τεχνικές ως προς την αναζήτηση και τον εντοπισμό των αιτίων. Και όμως, υπήρξαν περιπτώσεις που όλα αυτά τα μέσα δεν προσέφεραν τίποτε στη διελεύκανση του μυστηρίου. Αντίθετα, το έκαναν μάλλον πιο βαθύ και πιο τεκμηριωμένο, γιατί τώρα δεν υπήρχαν καν οι δικαιολογίες που ίσχυαν κατά το παρελθόν. Απεναντίας, υπήρχε η δυνατότητα άμεσης επαφής με το ασύρματο, η δυνατότητα ταχύτατης άφιξης στον τόπο του συμβάντος, καθώς και η δυνατότητα επιστημονικής αυτοψίας και διερεύνησης. Και πάλι όμως αυτά δε φάνηκαν αρκετά.
Η περίπτωση του ολλανδικού Ουράνγκ Μεντάν υπήρξε η πιο μυστηριώδης ίσως περίπτωση της εποχής μας αναφορικά με το αίνιγμα των ομαδικών θανάτων.
Στις αρχές του Φεβρουαρίου 1948 το σκάφος βρισκόταν στα στενά της Μαλαισίας, μεταξύ Σουμάτρας και Μαλαϊκής χερσονήσου όταν έστειλε μήνυμα SOS. Όποιος κι αν ήταν ο κίνδυνος δε φαίνεται να προερχόταν από τον καιρό, γιατί η θάλασσα ήταν γαλήνια και στην περιοχή επικρατούσε μπουνάτσα. Πάντως αμέσως ξεκίνησαν για να βοηθήσουν ναυαγοσωστικά από την ακτή, καθώς και άλλα πλοία που έτυχε να πλέουν στην περιοχή. Μέσα σε λίγες ώρες είχαν φτάσει στον τόπο όπου βρισκόταν το ατμόπλοιο.
Το σήμα κινδύνου ήταν ιδιαίτερα μυστηριώδες σε περιεχόμενο. Δεν εξηγούσε ποιος ήταν ο κίνδυνος που απειλούσε το σκάφος. Μετά από μερικά απλά SOS ο ασυρματιστής του Ουράνγκ Μενταν έστειλε το εξής μήνυμα:
«Όλοι οι αξιωματικοί, συμπεριλαμβανομένου και του καπετάνιου, νεκροί, πεσμένοι στην αίθουσα χαρτών και τη γέφυρα... πιθανόν όλοι του πληρώματος νεκροί».
Μετά ακολούθησε μια σειρά από ασυνάρτητα σήματα Μορς και τέλος ακούστηκε λακωνικά:
«Πεθαίνω».
Όταν έφτασαν τα πρώτα ναυαγοσωστικά το Ουράνγκ Μεντάν δε φαινόταν να έχει πάθει τίποτα. Όταν οι άντρες τους ανέβηκαν στο κατάστρωμα είδαν με φρίκη ότι ο ασυρματιστής – νεκρός μπροστά στον ασύρματο – είχε δίκιο. Κανένας ζωντανός δεν υπήρχε στο πλοίο. Τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος βρίσκονταν πεσμένα σε διάφορα σημεία του καραβιού, όλοι νεκροί. Ακόμη και ο σκύλος-μασκότ είχε την ίδια τύχη. Στα πρόσωπα όλων υπήρχε ζωγραφισμένη μια έκφραση τρόμου. Σύμφωνα με τα «Πρακτικά του Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού»:
«Τα πρόσωπά τους ήταν στραμμένα προς τον ήλιο, τα στόματά τους έχασκαν και τα μάτια τους ήταν ορθάνοιχτα...»
Η πρώτη πρόχειρη εξέταση δεν έδειξε καμιά φανερή αιτία για τους ομαδικούς θανάτους. Δεν υπήρχαν τραύματα ή άλλα σημάδια βίας που να δείχνουν επίθεση πειρατών ή κάτι ανάλογο. Το μόνο που έμενε πλέον ήταν να ρυμουλκήσουν το πλοίο στο λιμάνι. Δεν πρόλαβαν. Μια ξαφνική φωτιά ξέσπασε στο αμπάρι Νο 4 από κάποια άγνωστη αιτία. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η φωτιά είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις και κάθε προσπάθεια ελέγχου της στάθηκε μάταιη. Οι άντρες που είχαν επιβιβαστεί στο σκάφος αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βιαστικά το φορτηγό. Λίγα λεπτά αργότερα, μετά από μια τρομερή έκρηξη, το είδαν να τινάζεται ψηλά στον αέρα και αμέσως μετά να βουτά και να χάνεται κάτω από τα κύματα.
Κανένας δεν έλυσε ποτέ το αίνιγμα των θανάτων του Ουράνγκ Μεντάν και του απρόσμενου τέλους του καραβιού(5).
Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς θα επαναληφθεί η ίδια σχεδόν τραγωδία, αυτή τη φορά με το ελληνικό φορτηγό Νιάσσα. Το καράβι βρισκόταν στα νότια των νησιών Κουκ, στον Ειρηνικό, όταν εξέπεμψε το πρώτο σήμα κινδύνου, καθώς και το στίγμα του δίχως άλλες πληροφορίες. Το μήνυμα έπιασαν δυο σκάφη που έτυχε να βρίσκονται αρκετά κοντά: το καναδικό φορτηγό Κρέηβεν Κωρτ, με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Ρόμπερτ Μάννινγκ, και το νεοζηλανδικό δεξαμενόπλοιο Σαντμπολτ, με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Άνστυ. Το Κρέηβεν Κωρτ, που βρισκόταν σε τριάντα μίλια απόσταση, έφτασε πρώτο. Λίγο αργότερα κατέφθανε και το Σαντμπολτ, που είχε λάβει το σήμα κινδύνου ενώ έπλεε σαράντα μίλια μακριά.
Πρώτος ανέβηκε στο Νιάσσα ο Νόρμαν Ρόουλαντς, ο ύπαρχος του Κρέηβεν Κώρτ, μαζί με δέκα άντρες... Όπως και στην περίπτωση του Ουράνγκ Μεντάν, όλοι πάνω στο καράβι ήταν νεκροί, δίχως φανερή αιτία θανάτου. Ο ασυρματιστής, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, ήταν πεθαμένος μπροστά στον πομπό του. Ο γιατρός του ενός από τα πλοία που τους εξέτασε διέγνωσε ότι είχαν πεθάνει από... φυσικά αίτια!
(Ο όρος ουσιαστικά σημαίνει άγνοια των αιτίων θανάτου. Ότι δεν βρέθηκε κανένα γνωστό αίτιο που θα μπορούσε να έχει σκοτώσει εκείνους τους ανθρώπους πριν την ώρα τους).
Συνολικά υπήρχαν τριάντα ένας νεκροί στο Νιάσσα. Σε αντίθεση με το Ουράνγκ Μεντάν, τούτη τη φορά το πλοίο ρυμουλκήθηκε σε λιμάνι, αλλά και οι πιο λεπτομερείς έρευνες και αυτοψίες που επακολούθησαν στη στεριά δεν μπόρεσαν να ρίξουν φως στο μυστήριο. Το πλοίο απέπλευσε αργότερα με άλλο πλήρωμα και επέστρεψε στην Ελλάδα όπου και φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα στο λιμάνι του Σκαραμαγκά. Μετά μπήκε πάλι σε υπηρεσία, για να διαλυθεί τελικά ύστερα από δέκα χρόνια στη Βαλτιμόρη το 1959(6).
Πριν κάμποσα χρόνια είχα εντοπίσει ένα ναυτικό που θυμόταν το πλοίο και την περίπτωσή του από την εποχή που βρισκόταν στο Σκαραμαγκά, αλλά δεν κατάφερα να τον συναντήσω προσωπικά, πριν σαλπάρει πάλι και χαθούν τα ίχνη του.
Σχετικά με τα γεγονότα αυτά είναι πολύ δύσκολο να κάνουμε τίποτε περισσότερο από μερικές εικασίες. Όπως φαίνεται, οι ναυτικοί εκείνοι έπεσαν θύματα σε κάτι – σε κάτι που μπορεί να υποδήλωνε σκόπιμη ενέργεια ή τυχαίο συμβάν. Κάτι μπορεί να πέρασε πάνω από το πλοίο ή ν' αναδύθηκε από τη θάλασσα – κάτι που δεν ανήκε σ' αυτόν τον κόσμο.
Κάτι; Ναι, κάτι. Τί άλλο θα μπορούσαμε να πούμε;
Ψάρια που πανικοβάλλονται και αυτοκτονούν... άνθρωποι που βρίσκονται νεκροί πάνω στο καράβι τους με έκδηλα τα σημάδια του πανικού. Και γενικό φόντο σε όλα αυτά, μια σκοτεινή θάλασσα που κανένας δεν ξέρει τι κρύβει στα βάθη της.
Μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα για όλα αυτά. Αυτή ήταν μονάχα μια από τις πολλές όψεις του όλου θέματος. Θα το κουβεντιάσουμε και αργότερα, όταν θα έχουμε μια πληρέστερη εικόνα. Στα γεγονότα που είδαμε ως τώρα είχαμε τουλάχιστον να κάνουμε με κάτι συγκεκριμένο: το θάνατο. Σ' εκείνα που θα δούμε τώρα δεν έχουμε ούτε καν αυτή τη συγκεκριμένη, αν και αμφίβολης χρησιμότητας, σιγουριά. Γιατί εδώ τα θύματα απλώς εξαφανίστηκαν!
Ο άνθρωπος γνωρίζει το μυστηριακό κόσμο της θάλασσας προστατευμένος – συχνά όχι και τόσο αποτελεσματικά, όπως είδαμε – μέσα σε μικρούς, τεχνητούς, δικούς του κόσμους. Μέσα σε μικρούς τεχνητούς κόσμους, πλωτούς ή μη, που τον προστατεύουν κάπως όταν βρίσκεται πάνω, μέσα ή κοντά στη θάλασσα. Άλλά κάποτε η προστασία τους δεν είναι αρκετή. Και τότε οι μικροί αυτοί κόσμοι του ανθρώπου μένουν άδειοι.
Σαν μια παλιά πανοπλία ιππότη από την οποία έχει χαθεί, - άγνωστο πως, άγνωστο που – το ζωντανό της περιεχόμενο.
__________________
1. “Strange World” by Frank Edwards
2. “Strange as it Seems” by John Hix, “Invisible Horizons” by Vincent Gaddis
3. Εννοείται δηλητηρίαση από κοινά αίτια, τροφική ή από ουσίες του περιβάλλοντος, όχι από αέριο υδροκυάνιο ή πολεμικές χημικές ουσίες.
4. New Zealand's “Evening Post” (Nov. 13, 1913), “Agence Havas” (Nov. 26, 1913), “Believe or Not Omnibus” by robert Ripley, “Invisible Horizons” by Vincent Gaddis, “strangest of All” by Frank Edwards.
5. “Fate” (June, 1954), “The Case for the U.F.O.” by Morris K. Jessup, “Strangest of All” by Frank Edwards, “Invisible Horizons” by Vincent Gaddis, “Terror Zones” by Adi-Kent Thomas Jeffrey.
6. “The Strange and the Uncanny” by John Macklin.
Γιώργος Μπαλάνος (1995)
Άλλοι Ωκεανοί... Άλλοι Κόσμοι...
(Εκδόσεις Locus 7)