.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Μια τίγρη πολύ κοσμοπολίτισσα – Jean Ferry


Απ' όλες τις ηλίθια επικίνδυνες για το κοινό ατραξιόν του μιούζικ χόλ, τόσο επικίνδυνες, για το κοινό όσο και για κείνους που τις παρουσιάζουν, καμιά δεν μου προκαλεί τέτοιον υπερφυσικό φόβο, όπως το παλιό εκείνο νούμερο της «κοσμοπολίτισσας τίγρης». Γι' αυτούς που δεν την έχουν δει, μια και η νέα γενιά αγνοεί τα μεγάλα μιούζικ χολ του πρόσφατου παρελθόντος, θα 'θελα να θυμίσω περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Εκείνο που δεν μπορώ να εξηγήσω, ούτε βέβαια και να μεταφέρω είναι ο τρόμος, ένα είδος πανικού, και η φοβερή αηδία που με πιάνει μπροστά σ' αυτό το θέαμα, σαν να 'μαι βυθισμένος σε παγωμένο και ύποπτης καθαριότητας νερό. Θα μου πείτε, βέβαια, πως δεν είμαι υποχρεωμένος να πηγαίνω στα κέντρα που έχουν τέτοια νούμερα στο πρόγραμμά τους, όσο κι αν κάτι τέτοια στις μέρες μας λιγοστεύουν όλο και περισσότερο. Εύκολο να τολες, στην πράξη όμως;
Για λόγους ανεξακρίβωτους μέχρι στιγμής, η «κοσμοπολίτισσα τίγρη» ποτέ δεν αναγγέλλεται στο πρόγραμμα, ούτε άλλωστε και περιμένω κάτι τέτοιο. Ή μάλλον ναι, μια σκοτεινή, αδιόρατη απειλή βαραίνει πάντα τη διασκέδασή μου μέσα στο μιούζικ χολ. Όσο μου αλαφρώνει την καρδιά ένας αναστεναγμός ανακούφισης μετά την τελευταία ατραξιόν του προγράμματος, τόσο, και περισσότερο ακόμα, αναγνωρίζω τη μουσική κι όλα εκείνα τα στοιχεία που αναγγέλλουν αυτό το νούμερο – που αποφασίζεται, το επαναλαμβάνω, πάντοτε την τελευταία στιγμή. Μόλις η ορχήστρα αρχίζει να παίζει το χαρακτηριστικό βαλς, ξέρω πολύ καλά τι πρόκειται να επακολουθήσει. Ένα βάρος ασήκωτο μου πιέζει ξαφνικά το στήθος κι ο τρόμος διαπερνάει τα δόντια μου σαν ρεύμα χαμηλής τάσης. Κανονικά θα 'πρεπε να σηκωθώ και να φύγω, μα δε βρίσκω πια το κουράγιο. Άλλωστε, κανένας δεν κινείται, κανένας δε συμμερίζεται την αγωνία μου και ξέρω πως το ζώο είναι καθ' οδόν, σε λίγο θα εμφανιστεί μπροστά μας. Τα μπράτσα της πολυθρόνας μου με προστατεύουν, αλλά, αλίμονο, τόσο λίγο...
Και πρώτα απ' όλα, σ' ολόκληρη την αίθουσα απλώνεται πηχτό σκοτάδι. Ένας προβολέας φωτίζει το προσκήνιο. Ο ψεύτικος φάρος πέφτει σ' ένα σημείο πολύ κοντά στη θέση μου. Σχεδόν δίπλα μου. Αμέσως μετά, αυτή η λωρίδα φωτός κατευθύνεται κάπου στο βάθος της αίθουσας πάνω σε μια πόρτα που ενώνει το χώρο με τους εσωτερικούς διαδρόμους, κι ενώ τα όργανα της ορχήστρας παίζουν την «Πρόσκληση σε βαλς», το περίεργο ζευγάρι κάνει, επιτέλους, την εμφάνισή του...
Η θηριοδαμάστρια είναι μια κοκκινόξανθη ομορφιά, κάπως κουρασμένη. Αντί για μαστίγιο κρατάει μια βεντάλια από μαύρη στρουθοκάμηλο και μ' αυτή κρύβει το κάτω μέρος του προσώπου της. Το μόνο που διακρίνεις, πάνω απ' το σκοτεινό θύσανο των κυματισμών της βεντάλιας, είναι τα μεγάλα πράσινα μάτια της. Έχει ανοιχτό ντεκολτέ, τα γυμνά της χέρια φωτίζονται σαν από ομίχλη χειμωνιάτικου δειλινού το καλοκαμωμένο σώμα της σχηματίζεται κάτω απ' το βραδυνό φόρεμά της, μαύρο βαθύ με αναρίθμητες αντανακλάσεις στο φως. Είναι γούνινο, πέφτει επάνω της κομψά και φινετσάτα. Την όλη εικόνα στεφανώνει ο πύρινος καταρράκτης των μαλλιών της, καρφιτσωμένος με χρυσά αστεράκια. Το σύνολο είναι εντυπωσιακό και συνάμα λιγάκι κωμικό. Κανείς, όμως, δε σκέφτεται να γελάσει. Η θηριοδαμάστρια, παίζοντας με τη βεντάλια κι αποκαλύπτοντας τα ωραία της χείλια σ' ένα άσπαστο χαμόγελο, προχωρεί ακολουθούμενη απ' τον προβολέα προς το κενό, φωτισμένο χώρο κρατώντας στο χέρι της, αν είναι δυνατό, την τίγρη!
Η τίγρη προχωρεί με ανθρώπινο σχεδόν βηματισμό στα δύο πισινά της πόδια. Το κοστούμι της μοιάζει με κοστούμι δανδή, κομψό και φίνο. Είναι ραμμένο τόσο τέλεια στα μέτρα της, που είναι δύσκολο να διακρίνεις το σώμα της κάτω απ' το γκρίζο μέχρι τα πόδια πανταλόνι, το λουλουδάτο λαιμό, τον εκτυφλωτικά άσπρο πρόβολο με τις κανονικότατες πτυχώσεις του και την αψιδωτή ρεντιγκότα ευυπόληπτου κυρίου. Το κεφάλι, όμως, φαίνεται καθαρά, με το τρομερό του εκείνο στόμα ανοιγμένο και με τα τρελά μάτια που κλωθογυρίζουν μέσα στις πορφυρές τους κόγχες, τα ορθωμένα, άγρια μουστάκια και τα μυτερά δόντια που λαμποκοπάνε κάτω απ' τ' ανασηκωμένα χείλια. Η τίγρη προχωρεί άκαμπτη, βαστώντας στ' αριστερά ένα γκρι ανοιχτό καπέλο. Η θηριοδαμάστρια την ακολουθεί με καλοζυγισμένα βήματα κι αν γέρνει καμιά φορά ή αν τρεμοπαίζει το γυμνό της χέρι, κάνοντας να φανεί κάτω απ' το καθάριο, ξανθό βελούδο του δέρματος ένας απρόσμενος μυς, είναι γιατί με μια δυνατή μυική προσπάθεια, που ωστόσο παλεύει να κρύψει, στηρίζει τον καβαλιέρο της που κινδυνεύει να πέσει πάλι στα τέσσερα.
Νάτες κι οι δυο ξεπροβάλλουν! Η τίγρη δίνει μια σπρωξιά στην πόρτα για να περάσει πρώτη η κυρία. Κι όταν εκείνη κάθεται κι ακουμπάει με νωχέλεια στο φθαρμένο ταπέτο, η τίγρη έρχεται με τη σειρά της και στρογγυλοκάθεται δίπλα της στην καρέκλα. Στο σημείο αυτό, το κοινό συνήθως χειροκροτεί, μα κάπως συγκρατημένα. Κι εγώ, κοιτάζοντας την τίγρη σκέπτομαι πόσο θα 'θελα να μη βρίσκομαι εδώ και μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα. Η θηριοδαμάστρια χαιρετάει ευγενικά με μια ελαφριά υπόκλιση αφήνοντας τα πυρρά μαλλιά της να πέσουν προς τα εμπρός. Η τίγρη, στο μεταξύ, αρχίζει τη δουλειά της τακτοποιώντας τα βοηθητικά αντικείμενα που βρίσκονται πάνω στη σκηνή για το νούμερο. Κάνει πως παρατηρεί τους θαμώνες μ' ένα μονόκλ, σηκώνει το σκέπασμα ενός κουτιού με καραμέλες και κάνει πως προσφέρει στη συνοδό της. Βγάζει ένα μικρό κουτάκι από μετάξι, το ανοίγει και κάνει πως ρουφάει. Το κοινό ξεκαρδίζεται, όταν η τίγρη βγάζει και διαβάζει το πρόγραμμα. Μετά το ρίχνει στη φιλοφρόνηση, σκύβει στη θηριοδαμάστρια και της ψιθυρίζει ερωτόλογα στ' αυτί. Εκείνη υποκρίνεται τη θιγμένη και απομακρύνει με νάζι το ωχρό ολομέταξο μάγουλό της από τη δύσοσμη, γεμάτη μυτερές τρίχες μουσούδα του ζώου παρεμβάλλοντας τα εύθραυστα φτερά της βεντάλιας της. Η τίγρη, βαθιά απελπισμένη, σκουπίζει δήθεν τα μάτια της με το κάτω μέρος του τριχωτού ποδιού της. Και κατά τη διάρκεια όλης αυτής της πένθιμης παντομίμας η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, γιατί είμαι ο μόνος που βλέπω, ο μόνος που ξέρω πως όλη αυτή η κακόγουστη παράτα συνεχίζεται χάρη σ' ένα θαύμα της ανθρώπινης θέλησης, όπως λένε, είμαι ο μόνος που ξέρω πως όλοι εκεί μέσα ισορροπούμε πάνω στο τεντωμένο σκοινί και το παραμικρό θα μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα. Τι θα γινόταν αλήθεια αν, στο διπλανό δωμάτιο, εκείνο το ταπεινό ανθρωπάκι που 'μοιαζε με ωχρό υπαλληλάκο με κουρασμένα μάτια, σταματούσε κάποια στιγμή να θέλει; Γιατι, βέβαια, αυτός είναι ο πραγματικός θηριοδαμαστής, η κοκκινομάλλα δεν είναι παρά ένας κομπάρσος, τα πάντα εξαρτώνται απ' τον ανθρωπάκο, αυτός είναι που κάνει την τίγρη μια απλή μαριονέτα, ένα νευρόσπαστο δεμένο με μεγαλύτερη ασφάλεια, απ' ό,τι αν ήταν δεμένο και με χαλύβδινες αλυσίδες ακόμα.
Αν όμως, εντελώς ξαφνικά, ο ανθρωπάκος αυτός άρχιζε να σκέφτεται κάτι άλλο; Ή αν πέθαινε; Κανένας δεν υποψιάζεται τον κίνδυνο που διατρέχουμε από λεπτό σε λεπτό. Αλλά εγώ που ξέρω, φαντάζομαι... Όμως όχι, όχι, καλύτερα να μη σκέφτομαι τι θα γινόταν η θηριοδαμάστρια κι η γούνα της αν... Καλύτερα να δω το νούμερο μέχρι το τέλος, αυτό το νούμερο που γοητεύει κάθε φορά το ανύποπτο κοινό.
Κάποια στιγμή η θηριοδαμάστρια ρωτάει αν κάποιος απ' την αίθουσα θα 'θελε να της εμπιστευθεί το παιδάκι του. Ποιος θα μπορούσε ν' αρνηθεί ο,τιδήποτε σε μια τόσο γλυκιά ύπαρξη; Πάντα λοιπόν, βρίσκεται κάποια απερίσκεπτη που ανεβάζει στη σκηνή το θαμπωμένο της παιδάκι κι η τίγρη το λικνίζει γλυκά ανάμεσα στα διπλωμένα της πόδια σκύβοντας πάνω στο μικροσκοπικό σωματάκι με τα υπνωτισμένα, σαν αλκοολικού, μάτια της. Τέλος, εν μέσω θύελλας χειροκροτημάτων, τα φώτα ανάβουν, το παιδάκι ξαναγυρίζει στη νόμιμη κάτοχό του και οι δύο παρτενέρ χαιρετούν κι εξαφανίζονται από κει που είχαν έρθει.
Μόλις διαβούν την πόρτα δε θα ξαναγυρίσουν για δεύτερο χαιρετισμό. Η ορχήστρα έχει ήδη αρχίσει να παίζει τους πιο θορυβώδεις σκοπούς της. Λίγο αργότερα, ο ανθρωπάκος ζαρώνει σκουπίζοντας το μέτωπο απ' τους ιδρώτες. Κι η ορχήστρα παίζει όλο και πιο δυνατά, για να σκεπάσει τους βρυχηθμούς της τίγρης που ξαναβρίσκει τον εαυτό της, μόλις περάσει τα κάγκελα του κλουβιού της. Ουρλιάζει σαν διάβολος και κυλιέται καταξεσκίζοντας τα ωραία της ρούχα, που ανανεώνονται σε κάθε παράσταση. Όλος αυτός ο θόρυβος είναι οι κραυγές, οι φοβερές κατάρες μιας απελπισμένης λύσσας, τα τρελά, μανιασμένα πηδήματα πάνω στα κάγκελα του κλουβιού. Απ' την άλλη μεριά του κλουβιού, η θηριοδαμάστρια βγάζει γρήγορα γρήγορα τα ρούχα της κι αλλάζει βιαστικά, για να μη χάσει το τελευταίο μετρό. Ο ανθρωπάκος την περιμένει στο μπαράκι «Ποτέ» κοντά στο σταθμό.
Η θύελλα των βρυχηθμών της μανιασμένης τίγρης, ενώ ξεσκίζει τα τελευταία υφασμάτινα κομμάτια, θα μπορούσε να θορυβήσει το κοινό, όσο κι αν είναι μακριά. Γι' αυτό κι η ορχήστρα παίζει μ' όλη της τη δύναμη την εισαγωγή του «Φιντέλιο», γι' αυτό κι ο διευθυντής πιέζει την ατραξιόν με τις μοτοσικλέτες να βγει γρήγορα στη σκηνή.
Σιχαίνομαι αυτό το νούμερο με την «κοσμοπολίτισσα τίγρη». Και ποτέ μου δεν θα καταλάβω τι βρίσκει το κοινό σ' αυτό το νούμερο.

Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης

ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ / ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: