.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ – Arkady and Boris Strugatsky



...Έσκυψα πίσω στο ψυγείο και τράβηξα έξω ένα κουτί πολυτελείας με ζαχαρωτά «Ντάμα Πίκα».
«Το βλέπεις αυτό;»
«Αυτό μάλιστα!» έκανε ο Βεσερόφσκι με σεβασμό.
Θαυμάσαμε το κουτί.
«Είναι χαιρετίσματα απ' τον υπερπολιτισμό», είπα. «Α, ναι! Τι έλεγες; Με μπέρδεψε εκείνος ο άθλιος Βαϊνγκάρτεν. Α, θυμήθηκα! Ώστε, δηλαδή, επιμένεις ύστερα απ' όλα αυτά ότι...»
»Χμ. Ναι, επιμένω. Ήξερα από πάντα πως δεν υπάρχουν υπερπολιτισμοί. Αλλά τώρα, ύστερα απ' όλα αυτά, όπως είπες, αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί δεν υπάρχουν».
«Για στάσου», έκανα, αφήνοντας κάτω το φλυτζάνι. «Το γιατί και τα λοιπά σου είναι θεωρίες. Θέλω να μ' απαντήσεις σε τούτο: αν δεν υπάρχει υπερπολιτισμός, αν δεν υπάρχουν ξένοι, τότε ποιοι είναι αυτοί που μας κατατρέχουν;» Είχα θυμώσει. «Γνωρίζεις τίποτε ή σου αρέσει να ξεφουρνίζεις παραδοξολογίες; Ένας άνθρωπος σκοτώθηκε κι ένας άλλος μεταβλήθηκε σε αμοιβάδα. Τι αερολογίες είν' αυτές που μου τσαμπουνάς;»
Όμως όχι. Ήταν φανερό με την πρώτη ματιά ότι ο Βεσερόφσκι δεν ευχαριστιόταν ν' αραδιάζει παραδοξολογίες ή να αερολογεί. Ξάφνου είδα το πρόσωπό του να γίνεται γκρίζο και να παίρνει μια κουρασμένη έκφραση, και κατόπιν, κάτω από μια προσεκτικά κρυμμένη εσωτερική προσπάθεια, να μεταβάλλεται σε μάσκα. Πιθανόν να ήταν το πείσμα του – ένα άγριο, συγκρατημένο πείσμα – αλλά δεν ήμουν βέβαιος. Πάντως, έπαψα ξαφνικά να τον αναγνωρίζω. Το πρόσωπό του, που ήταν συνήθως μαραμένο και χρωματιζόταν από μια αριστοκρατική πλαδαρότητα, τώρα είχε γίνει σκληρό σαν βράχος. Ο φόβος μου ξαναγύρισε. Για πρώτη φορά μου πέρασε απ' το μυαλό ότι ο Βεσερόφσκι δεν καθόταν μαζί μου για να μου συμπαρασταθεί ηθικά. Κι ούτε ήταν αυτός ο λόγος που με είχε καλέσει να περάσω τη νύχτα στο διαμέρισμά του ή να μείνω να εργαστώ εκεί, όπως μου είχε προτείνει το πρωί. Και παρόλο που ήμουν πολύ φοβισμένος, ένιωσα ξάφνου ένα κύμα οίκτου για λογαριασμό του, έναν οίκτο που δεν δικαιολογούνταν, είναι αλήθεια, από τίποτε χειροπιαστό, εκτός από κάποια αόριστη προαίσθηση και από την αλλαγή στο πρόσωπό του.
Και τότε εντελώς απροσδόκητα, θυμήθηκα ότι ο Βεσερόφσκι, πριν από τρία χρόνια, είχε νοσηλευτεί για λίγο διάστημα σε νοσοκομείο από έναν άγνωστο μέχρι τότε τύπο καλοήθους όγκου. Το είχα ανακαλύψει μόλις το περασμένο φθινόπωρο, παρόλο που τον έβλεπα κάθε μέρα, έπινα καφέ μαζί του, άκουγα τα καμπανιστά του γέλια (που τ' αποκαλούσα “αρειανά”), του παραπονιόμουν πως με κούραζε πολύ ν' ακούω τα μαθηματικά του προβλήματα.
Κι όμως δεν είχα υποψιαστεί τίποτε, απολύτως τίποτε.
Και τώρα, πλημμυρισμένος απ' αυτόν τον απροσδόκητο οίκτο, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και είπα, παρόλο που γνώριζα πως ήταν ανώφελο και πως δεν επρόκειτο να πάρω απάντηση:
«Φιλ, σε πιέζουν κι εσένα;»
Όπως ήταν φυσικό δεν έδωσε προσοχή στην ερώτησή μου. Ούτε καν την άκουσε. Η ένταση εξαφανίστηκε από το πρόσωπό του, δίνοντας τη θέση της στην αριστοκρατική πλαδαρότητα, τα κοκκινωπά ματόκλαδά του ξαναβρήκαν την ισορροπία τους πάνω απ' τα μάτια του, και άρχισε πάλι να ρουφάει το τσιμπούκι του.
«Δεν λέω καθόλου αερολογίες», είπε. «Εσείς έχετε τρελλάνει τον εαυτό σας. Ανακαλύψατε τους υπερπολιτισμούς και δεν μπορείτε να καταλάβετε κάτι πολύ απλό: ότι οι υπερπολιτισμοί είναι η σύγχρονη μυθολογία μας και τίποτε περισσότερο».
Ανατρίχιασα. Μήπως το πράγμα ήταν πιο περίπλοκο; Δηλαδή πιο χειρότερο; Τι θα μπορούσε να είναι χειρότερο;
«Είσαι αστρονόμος», συνέχισε ο Βεσερόφσκι επιτιμητικά. «Θα 'πρεπε να γνωρίζεις το θεμελιακά παράδοξο κάθε ξενολογίας».
«Το ξέρω. Κάθε πολιτισμός κατά την εξέλιξή του είναι πολύ πιθανόν να...»
«Και ούτω καθεξής», με διέκοψε ο Βεσερόφσκι. «Είναι αναπόφευκτο ότι θα παρατηρούσαμε ίχνη της δραστηριότητάς τους, αλλά δεν παρατηρούμε. Γιατί; Διότι δεν υπάρχουν υπερπολιτισμοί. Διότι, για κάποιο λόγο, οι πολιτισμοί δεν γίνονται υπερπολιτισμοί».
«Ναι, ναι. Η ιδέα ότι η λογική καταστρέφει τον εαυτό της με πυρηνικούς πολέμους. Αυτό είναι ανοησία».
«Και βέβαια είναι ανοησία», συμφώνησε ήρεμα. «Είναι μάλιστα πολύ σχηματική, πολύ πρωτόγονη – στην περιοχή του συνηθισμένου μας τρόπου σκέψης».
«Μια στιγμή! Γιατί επιμένεις στην έννοια του πρωτόγονου; Σίγουρα ο πυρηνικός πόλεμος είναι μια πρωτόγονη αντίληψη, αλλά δεν χρειάζεται να είναι τόσο απλή. Γενετικές ασθένειες, άνια της ύπαρξης, επαναπροσανατολισμός των σκοπών. Υπάρχει ολόκληρη φιλολογία γύρω απ' αυτό. Εγώ για πρώτη φορά νιώθω ότι οι εκδηλώσεις των υπερπολιτισμών είναι κοσμικής υφής και δεν μπορούμε να τις διακρίνουμε από τα φυσικά κοσμικά φαινόμενα. Ας πάρουμε την περίπτωσή μας, λογουχάρη. Γιατί λες ότι δεν είναι μια εκδήλωση του υπερπολιτισμού;»
«Χμ, πολύ ανθρώπινο επιχείρημα. Ανακάλυψαν ότι οι γήινοι βρίσκονται στο κατώφλι του Διαστήματος. Φοβούμενοι τον συναγωνισμό, αποφασίζουν να τους σταματήσουν. Αυτό θες να πεις;»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί πρόκειται για παραμύθι. Παραμύθι της πεντάρας, με φτηνό, εντυπωσιακό εξώφυλλο. Είναι σα να προσπαθείς να βάλεις τα πόδια ενός χταποδιού μέσα στα μπατζάκια ενός σμόκιν. Και δεν μιλώ για κανένα απλό χταπόδι, αλλά για χταπόδι που δεν υπάρχει καν».
Ο Βεσερόφσκι μετακίνησε το φλυτζάνι του, ακούμπησε τον αγκώνα του στο τραπέζι και, στηρίζοντας το σαγόνι στη γροθιά του, ανασήκωσε τα ματόκλαδά του και κοίταξε ψηλά το διάστημα.

«Κοίτα να δεις πως έχουν τα πράγματα. Πριν από δύο ώρες φαινόταν να έχουμε καταλήξει σε μια απόφαση. Δεν έχει σημασία ποια δύναμη επενεργεί επάνω μας, σημασία έχει πως συμπεριφερόμαστε μεις κάτω από αυτή την πίεση. Βλέπω όμως ότι εσύ δεν το σκέφτεσαι καθόλου αυτό. Εσύ προσπαθείς πεισματικά ν' ανακαλύψεις για ποια δύναμη πρόκειται. Και το ίδιο πεισματικά, ξαναγυρίζεις στην υπόθεση του υπερπολιτισμού. Είσαι έτοιμος να ξεχάσεις – και το έχεις ήδη ξεχάσει – τις ισχνές αντιρρήσεις σου γι' αυτή την υπόθεση. Μπορώ να καταλάβω γιατί σου συμβαίνει αυτό. Κάπου βαθιά μέσα σου διατηρείς την αντίληψη ότι οποιοσδήποτε υπερπολιτισμός εξακολουθεί να είναι πολιτισμός, και ότι δύο πολιτισμοί μπορούν πάντα να έρθουν σε κάποια συμφωνία, να βρουν ένα είδος συμβιβασμού, να ταΐσουν τους λύκους και να σώσουν τα πρόβατα. Κι αν τα πράγματα πάνε στο χειρότερο, υπάρχει πάντα μια διέξοδος: η συνετή παράδοση σ' αυτή την εχθρική αλλά επιβλητική δύναμη, η αξιοπρεπής υποχώρηση μπρόστά σ' έναν εχθρό που του αξίζει να νικήσει, και σε συνέχεια – ο διάβολος παίζει πολλά παιχνίδια – δεν πρέπει ν' αποκλείεται ακόμα και κάποια ανταμοιβή γι' αυτή τη λογική και φρόνιμη στάση. Μη με κοιτάς έτσι, Ντμίτρι. Είπα πως όλα αυτά έγιναν υποσυνείδητα. Μήπως νομίζεις ότι είσαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι; Πρόκειται για μαι παραπολύ ανθρώπινη στάση. Απορρίψαμε το Θεό, αλλά ακόμα δεν μπορούμε να σταθούμε στα δυό μας πόδια χωρίς κάποιο μύθο, που να μας στηρίζει. Πρέπει όμως. Πρέπει να μάθουμε. Γιατί, στην περίπτωση σου, όχι μόνο δεν έχεις φίλους, αλλά είσαι τόσο μόνος ώστε δεν έχεις ούτε καν εχθρούς! Αυτό είναι που αρνιέσαι να καταλάβεις».
Ο Βεσερόφσκι σταμάτησε. Καθώς μιλούσε, είχα επιχειρήσει να τον διακόψω, είχα προσπαθήσει να βρω επιχειρήματα ν' ανασκευάσω τον ισχυρισμό του, να φιλονικήσω άγρια – αλλά για ν' αποδείξω τι; Δεν ξέρω. Είχε δίκιο. Δεν είναι ντροπή να ενδίδεις σ' έναν άξιο αντίπαλο. Δεν εννοώ μ' αυτό ότι το ίδιο σκεφτόταν κι εκείνος, αλλά ότι αυτό σκέφτομαι εγώ, δηλαδή αυτό σκέφτηκα ξαφνικά, μετά από όσα είπε. Είχα νιώσει πολλές φορές το αίσθημα ενός στρατηγού αποδεκατισμένου στρατού που περιφέρεται μέσα στ' αποκαΐδια της μάχης αναζητώντας τον νικητή στρατηγό για να του παραδώσει το ξίφος του. Κι εκείνο που με στεναχωρούσε περισσότερο δεν ήταν η κατάστασή μου, αλλά το γεγονός ότι δεν μπορώ να βρω τον εχθρό.
«Τι εννοείς ότι δεν υπάρχει εχθρός;» ρώτησα τελικά. «Κάποιος τα θέλησε όλα αυτά».
«Και ποιος τα θέλησε τάχα», έκανε ο Βεσερόφσκι σέρνοντας τα λόγια του, «να ρίξει ένα βράχο στην επιφάνεια της Γης με ταχύτητα εννιά κόμμα ογδόντα ένα;»
«Δεν καταλαβαίνω».
«Μ' αυτή ακριβώς την τιμή δεν πέφτει;»
«Ναι».
«Δεν θα μπορούσες να επικαλεστείς έναν υπερπολιτισμό εδώ για να εξηγήσειςτο γεγονός;»
«Για στάσου! Τι έχει να κάνει αυτό με...»
«Τότε ποιος θέλησε να πέσει ο βράχος μ' αυτή ακριβώς την ταχύτητα; Ποιος;»
Έρριξα λίγο τσάι στο φλυτζάνι μου. Το πράγμα έμοιαζε απλό, όπως το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, αλλά εγώ εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω τίποτα.
«Εννοείς πως έχουμε να κάνουμε με κάποια στοιχειακή δύναμη; Ένα φυσικό φαινόμενο;»
«Αν θέλεις», είπε ο Βεσερόφσκι.
«Για φαντάσου! Άνοιξα απότομα τα χέρια μου, με αποτέλεσμα να παρασύρω το φλυτζάνι και να χύσω το τσάι μου στο τραπέζι. «Άι στο δαίμονα!»
Ενώ σκούπιζα το τραπέζι, ο Βεσερόφσκι συνέχισε νωχελικά: «Προσπάθησε να αναθεωρήσεις το επικυκλικό σύστημα και να τοποθετήσεις τον ήλιο και όχι τη Γη στο κέντρο των πραγμάτων. Τότε θα δεις πως μιλάω σωστά».
Πέταξα τη βρεγμένη πατσαβούρα μέσα στο νεροχύτη.
«Εννοείς πως έχεις μια δική σου θεωρία;» είπα.
«Ναι».
«Τότε ας την ακούσουμε. Αλλά γιατί, διάολε, δεν μας την έλεγες αμέσως; Όταν ακόμα ήταν εδώ ο Βαϊνγκάρτεν;»
Ο Βεσερόφσκι ανοιγόκλεισε τα ματόκλαδά του.
«Κάθε καινούργια θεωρία, βλέπεις, έχει ένα μεγάλο ελάττωμα: προκαλεί ατέρμονες συζητήσεις, κι εγώ δεν είχα καμιά διάθεση για συζητήσεις. Απλώς ήθελα να σας βεβαιώσω πως βρίσκεστε αντιμέτωποι με μια εκλογή. Κατά τα φαινόμενα, δεν το πέτυχα. Τώρα νομίζω πως η θεωρία μου θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν συμπληρωματικό επιχείρημα, γιατί η ουσία της (στην πραγματικότητα, το μόνο δυνατό συμπέρασμα που μπορεί να βγει απ' αυτήν) είναι πως εσείς τώρα, όχι μονάχα δεν έχετε φίλους, αλλά δεν έχετε ούτε καν εχθρούς. Προφανώς είχα άδικο. Προφανώς έπρεπε να μπλεχτώ σε μια εξαντλητική συζήτηση μαζί σας, η οποία θα έκανε τη θέση σας σαφέστερη. Τα πράγματα όπως τα βλέπω εγώ έχουν ως εξής...»


Δεν μπορώ να πω πως δεν κατάλαβα την θεωρία του, αλλά δεν μπορώ να πω πως την συνέλαβα και στην ολότητά της. Δεν μπορώ να πως πως αυτή η θεωρία με έπεισε πλήρως, αλλά από την άλλη πλευρά, όλα όσα μας είχαν συμβεί μέχρι τότε, ταίριαζαν μια χαρά στο πλαίσιό της. Κάτι περισσότερο: ό,τι είχε συμβεί στο παρελθόν, ό,τι συνέβαινε τώρα και ο,τιδήποτε θα συνέβαινε στο μέλλον, σ' ολόκληρο το σύμπαν, ταίριαζαν σ' αυτό το πλαίσιο. Αυτή ήταν και η αδύνατη πλευρά της θεωρίας. Ποντάριζε στην προϋπόθεση ότι μια αλυσίδα είναι απλώς μια αλυσίδα και τίποτε περισσότερο.
Ο Βεσερόφσκι άρχισε την ανάπτυξή του εισάγοντας την έννοια του Ομοιοστατικού Σύμπαντος. «Το Σύμπαν διατηρεί τη δομή του», αυτό ήταν το βασικό του αξίωμα. Κατά τα λεγόμενά του, οι νόμοι της διατήρησης της ενέργειας και της ύλης ήταν απλώς αφηρημένες εκδηλώσεις του νόμου της διατήρησης της δομής. Ο νόμος μη μειούμενης εντροπίας* έρχεται σε αντίφαση με την ομοιοστατική του σύμπαντος και κατά συνέπεια είναι μερικός και όχι γενικός νόμος. Συμπληρωματικός του νόμου αυτούς ήταν ο νόμος της συνεχούς αναπαραγωγής του λόγου. Ο συνδυασμός και η σύγκρουση αυτών των δύο μερικών νόμων αποτελούσαν την έκφραση του παγκοσμίου νόμου της διατήρησης της δομής.
Αν ο νόμος της μη μειούμενης εντροπίας υπήρχε, η δομή του σύμπαντος θα καταστρεφόταν και θα βασίλευε χάος. Από την άλλη μεριά, αν υπερίσχυε μια διαρκώς αυτοτελειούμενη και παντοδύναμη διάνοια, η δομή του σύμπαντος, που βασίζεται στην ομοιοστατική, θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα: τη ν αποδιάρθρωσή της. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι το σύμπαν θα γινόταν καλύτερο ή χειρότερο. Απλώς θα γινόταν διαφορετικό, αντίθετο με την αρχή της ομοιοστατικής, δεδομένου ότι μια διαρκώς αναπτυσσόμενη διάνοια δεν μπορεί να έχει παρά ένα σκοπό: την αλλαγή της φύσης. Να γιατί η ουσία της Ομοιοστατικής του Σύμπαντος συνίσταται στη διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στην αύξηση της εντροπίας και στην ανάπτυξη της λογικής. Να γιατί δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν υπερπολιτισμοί, μια που ο όρος υπερπολιτισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια διάνοια που έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε να πηγαίνει πιο πέρα από το νόμο της μη μειούμενης εντροπίας σε κοσμική κλίμακα. Αυτό που συνέβαινε σε μας τώρα, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια πρώτη αντίδραση του Ομοιοστατικού Σύμπαντος απέναντι στην απειλή της ανθρωπότητας να μεταβληθεί σε υπερπολιτισμό. Το σύμπαν προστάτευε τον εαυτό του.
Μη με ρωτήσεις, συνέχισε ο Βεσερόφσκι, γιατί εσύ και ο Γκλούκωφ γίνατε τα πρώτα θύματα αυτού του επερχόμενου κατακλυσμού. Μη με ρωτήσεις ποια είναι η ειδική φύση των σημείων που επηρεάζουν αρνητικά την ομοιοστατική σ' αυτή την γωνιά του σύμπαντος όπου εσύ κι ο Γκλούκωφ ασχολείστε με τις έρευνές σας. Με δυο λόγια, μη με ρωτήσεις τίποτε για τους μηχανισμούς του Ομοιοστατικού Σύμπαντος. Δεν ξέρω τίποτε γι' αυτούς, όπως ακριβώς οι άνθρωποι δεν ξέρουν τίποτε για τη λειτουργία του νόμου της διατήρησης της ενέργειας. Όλες οι εξελικτικές διαδικασίες λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, ώστε η εργασία η δική σου και του Γκλούκωφ, σε συνδυασμό με την εργασία εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων, να μην έχει σαν αποτέλεσμα το τέλος του κόσμου. Βέβαια δεν μπαίνει θέμα καταστροφής του κόσμου γενικά, αλλά του κόσμου που βλέπουμε σήμερα γύρω μας, του κόσμου που υπάρχει ήδη ένα δισεκατομμύριο χρόνια, του κόσμου που εσύ κι ο Γκλούκωφ, με τα μικροσκοπικά σας εγχειρήματα, απειλείτε να ξεπεράσετε την εντροπία.
Αυτά πάνω κάτω κατάλαβα απ' όσα είπε, αν και δεν είμαι σίγουρος ότι τα κατάλαβα απόλυτα σωστά. Μπορεί και να κάνω λάθος. Δεν συζήτησα καν μαζί του το θέμα. Ήδη τα πράγματα ήταν άσχημα και χωρίς αυτό, αλλά αν τελικά υιοθετούσες αυτή την οπτική, όλα γίνονταν τόσο απελπιστικά που δεν ήξερες ούτε πως να αντιδράσεις. Γιατι να συνεχίσεις να ζεις; Φαντάσου: ο Ντμίτρι Αλεξέγιεβιτς Μαλιάνοφ ενάντια στο Ομοιοστατικό Σύμπαν!

«Άκουσε, Φιλ», είπα. «Αν τα πράγματα είναι όπως τα λες, τότε δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε. Στο διάολο τα Μ-κοιλώματα! Όσο για την εκλογή, τι είδους εκλογή μπορεί να υπάρξει εδώ;»
Ο Βεσερόφσκι έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε την ερεθισμένη γέφυρα της μύτης του με το μικρό του δάχτυλο. Έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα. Περίμενα με ανυπομονησία. Η έκτη μου αίσθηση μου έλεγε πως δεν ήταν δυνατόν ο Βεσερόφσκι να με άφηνε έτσι στα κρύα του λουτρού, στο έλεος της ομοιοστατικής. Σίγουρα δεν θα μου έλεγε τίποτα αν δεν υπήρχε κάποια διέξοδος, κάποια εναλλακτική λύση, κάποια δυνατότητα εκλογής. Επιτέλους σταμάτησε να τρίβει τη μύτη του, φόρεσε τα γυαλιά του και μίλησε με σιγανή φωνή:
«Μου είπαν ότι αυτός ο δρόμος θα με οδηγούσε στον ωκεανό του θανάτου και γύρισα πίσω απ' τα μισά του δρόμου. Από τότε δεν υπάρχουν μπροστά μου παρά ελικοειδή, κυκλικα, ξεχασμένα απ' το θεό μονοπάτια».
«Δηλαδή;» ρώτησα.
«Θέλεις να το επαναλάβω;»
«Ναι, επανέλαβέ το».
Το επανέλαβε. Μου 'ρθε να βάλω τις φωνές. Σηκώθηκα γρήγορα, γέμισα νερό την τσαγιέρα και την έβαλα στην φωτιά.
«Ευτυχώς που υπάρχει τσάι. Διαφορετικά θα είχα γίνει στουπί στο μεθύσι μέχρι τώρα», είπα.
«Εγώ προτιμώ καφέ», είπε ο Βεσερόφσκι.



____________________
*όρος της θερμοδυναμικής (σ.τ.μ.)



Arkady and Boris Strugatsky
ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ
(Ένα χειρόγραφο που ανακαλύφθηκε κάτω από παράξενες συνθήκες)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 1979

Δεν υπάρχουν σχόλια: