Είναι παράξενο:
λες και υπάρχει μια λευκή σελίδα μέσα
στο κεφάλι μου. Δε θυμάμαι πως πήγα εκεί,
ότι έπρεπε να περιμένω (ξέρω πως περίμενα).
Δε θυμάμαι ούτε ένα πράγμα, ούτε έναν
ήχο, ούτε ένα πρόσωπο, ούτε μια χειρονομία.
Λες και όλα τα νήματα που με συνδέρανε
με το σύμπαν είχαν κοπεί.
Όταν πήγα,
στεκόμουν κιόλας μπροστά Του. Φοβόμουν
να σηκώσω τα μάτια μου: έβλεπα μόνο τα
τεράστια, σαν εκμαγείο, χέρια Του,
ακουμπισμένα πάνω στα γόνατά Του. Αυτά
τα χέρια σύντριβαν τον εαυτό Του, έκαναν
τα γόνατά Του να λυγίζουν. Τα δάχτυλά
Του κουνήθηκαν ελαφρά. Το πρόσωπό Του
βρισκόταν κάπου ψηλά, στην ομίχλη, και
νόμισα πως ήταν έτσι γιατί έφτανε σε
μένα από τέτοιο ύψος χωρίς να κυλάει
σαν βροντή, δε με κούφαινε, αλλά έμοιαζε
με μια κανονική ανθρώπινη φωνή: «Και
έτσι – et tu; Εσύ ο κατασκευαστής του
Ολοκληρωτή; Εσύ, που σου είχε παραχωρηθεί
η ευκαιρία να γίνεις ο μεγαλύτερος των
κονκισταδόρων; Εσύ, που τ' όνομά σου
επρόκειτο να εγκαινιάσει ένα νέο, ένδοξο
κεφάλαιο στην ιστορία του Μονοκράτους,
εσύ;»
Το αίμα έφτασε
στο κεφάλι μου, στα μάγουλά μου, μετά –
άλλη μια λευκή σελίδα: παραμένει μόνο
η θύμηση του σφυγμού στους κροτάφους
μου και η φωνή ν' αντηχεί από εκεί πάνω,
αλλά ούτε μια λέξη. Μόνο όταν αυτός
σώπασε, συνήλθα. Παρατηρούσα το χέρι
Του να κουνιέται ελαφρά σαν να ζύγιζε
τρεις χιλιάδες λίτρα: σύρθηκε μπροστά,
ακόμη πιο αργά. Ένα δάχτυλο μ' έδειξε
αυστηρά: «Λοιπόν; Γιατί σωπαίνεις; “Είναι
ένας δήμιος” – διάβασα σωστά τη σκέψη
σου – ναι ή όχι;».
«Ναι», απάντησα
πειθήνια. Και από κείνη τη στιγμή άκουσα
κάθε του λέξη καθαρά.
«Νομίζεις πως
φοβάμαι αυτή τη λέξη; Έλα, προσπάθησες
ποτέ σου να της βγάλεις το κέλυφος και
να δεις τι βρίσκεται μέσα; Θα σου το
δείξω τώρα αμέσως. Ανακάλεσε στη μνήμη
σου: ένα βουνό μες στο μπλε σούρουπο,
ένας σταυρός, όχλος. Μερικοί άντρες
βουτηγμένοι στα αίματα καρφώνουν στην
κορφή του σταυρού ένα σώμα. Άλλοι,
βουτηγμένοι στα δάκρυα, στα πόδια του
σταυρού κοιτάζουν προς τα πάνω. Δε σου
φαίνεται πως ο ρόλος εκείνων στην κορφή
του σταυρού είναι ο πιο δύσκολος, ο πιο
σημαντικός; Γιατί, αν δεν ήταν στη
διανομή, θα είχε παιχθεί άραγε όλη αυτή
η θαυμάσια τραγωδία; Σφυρίχτηκαν από
το σκοτεινό όχλο. Αλλά τότε, για να
επανορθώσει ο συγγραφέας αυτής της
τραγωδίας – ο Θεός – υποχρεώθηκε να
τους ανταμείψει όλους, όσο γίνεται πιο
γενναιόδωρα. Ο Φιλέσπλαχνος Θεός των
Χριστιανών, ο οποίος απανθράκωσε όλους
τους πεισματάρηδες μέσα στις αργές
φλόγες της Κόλασης – δεν είναι τάχα κι
Αυτός ένας δήμιος; Ή πάρε τα autos-da-fe
και τα ζωντανά βασανιστήρια – αλήθεια
είναι τάχα ο αριθμός εκείνων που έκαψαν
οι Χριστιανοί μικρότερος απ' τον αριθμό
των Χριστιανών που κάηκαν; Και όμως, το
ίδιο κάνει – το καταλαβαίνεις αυτό; –
Αυτός ο Θεός ήταν ακριβώς το ίδιο,
δοξαζόταν στους αιώνες σαν Θεός της
Αγάπης. Παραλογισμός; Όχι: αντίθετα,
είναι μια εφεύρεση, γραμμένη με αίμα,
που πιστοποιεί το ανεκρίζωτο, κοινό νου
του ανθρώπου. Ακόμη και τότε που ήταν
ένας μαλλιαρός άγριος έπιασε αυτή την
αλήθεια, αλγεβρική αγάπη για την
ανθρωπότητα είναι αλάνθαστα απάνθρωπη,
και ότι ένα αλάνθαστο σημάδι της αλήθειας
είναι η σκληρότητά της. Όπως ακριβώς
ένα αλάνθαστο σημάδι φωτιάς, είναι ό,τι
καταβροχθίζεται από τη φωτιά. Μπορείς
να μου δείξεις μια φωτιά που να μην κάψει
τίποτα; Έλα παρουσίασε τα επιχειρήματά
σου, εμπρός! Φιλονίκησε μαζί μου!»
Πως
μπορούσα να φιλονικήσω μαζί Του; Πως
μπορούσα να φιλονικήσω μαζί Του, όταν
αυτά ήσαν (μέχρι τώρα) οι δικές μου
σκέψεις – μόνο που δεν είχα μπορέσει
ποτέ να τις ντύσω με πανοπλία τόσο καλά
σφυρηλατημένη, με μια αστραφτερή
αρματωσιά. Σώπαινα.
«Αν
η σιωπή σου δείχνει πως συμφωνείς μαζί
μου, ας μιλήσουμε σαν μεγάλοι όταν τα
παιδιά έχουν πάει στο κρεβάτι. Ας τα
πούμε όλα ως το τέλος. Σε ρωτώ: για τι
πράγμα έχουν οι άνθρωποι, από τις φασκιές
τους ακόμη, παρακαλέσει, ονειρευτεί,
βασανίσει τους εαυτούς τους; Για να
έχουν κάποιον να τους πει μια και καλή,
τι ακριβώς είναι η ευτυχία – και μετά
να τους δέσει σ' αυτή την ευτυχία με
αλυσίδες. Λοιπόν, τι άλλο κάνουμε τώρα
αν όχι αυτό; Το αρχαίο όνειρο του
Παράδεισου... Θυμίσου, στον Παράδεισο
δε γνωρίζουν πια τίποτα, ούτε επιθυμίες,
ούτε οίκτο, ούτε αγάπη. Εκεί θα βρεις
μόνο τους μακαρισμένους, γιατί τους
έχει γίνει φαντασιεκτομή (αυτή είναι η
μονη αιτία που είναι
μακαρισμένοι) – οι άγγελοι, οι υπηρέτες
του Θεού. Και τώρα, τη μοναδική στιγμή,
όταν εμείς έχουμε κιόλας συλλάβει αυτό
το όνειρο, όταν ήδη το έχουμε φτάσει
τόσο (τα χέρια Του σφίχτηκαν: αν υπήρχε
μια πέτρα ανάμεσά τους, η πέτρα θα είχε
ξεχειλίσει χυμό), όταν ό,τι απόμενε ήταν
να ξεκοιλιαστεί η λεία και να γίνει
κομματάκια για γενική διανομή – αυτή
τη μοναδική στιγμή εσύ... εσύ...»
Ο
υπόκωφος θόρυβος του σιδερένιου εκμαγείου
έσπασε αναπάντεχα. Ήμουν κατακόκκινος
σαν χυτοσίδηρος χελώνας πάνω σ' ένα
αμόνι, κάτω από ένα βαρύ σφυρί. Το βαρύ
σφυρί ήταν σιωπηλά σταματημένο, και
περιμένοντάς το να πέσει ήταν ακόμη
περισσότερο... πιο πολύ τρομαχτικό...
Ξαφνικά!:
«Πόσο χρονών είσαι;»
«Τριάντα
δύο».
«Είσαι
δυό φορές η ηλικία ενός γέρου εξήντα
χρονών – αλλά πολύ αφελής! Άκουσέ με:
Είναι ίσως πιθανό ότι δεν πρόδωσες ούτε
μια φορά, πως αυτοί – ακόμη δεν γνωρίζουμε
τους αριθμούς τους, αλλά είμαι σίγουρος
πως θα τους μάθουμε από σένα – πως σε
χρειάζονταν μόνο σαν τον κατασκευαστή
του Ολοκληρωτή, μόνο για να μπορέσουν,
μέσα από σένα...»
«Όχι!
Όχι!, ξεφώνισα. Έμοιαζε σαν να έβαζες τα
χέρια σου μπροστά σαν μια ασπίδα, και
φώναζες σ' ένα βόλι. Ακόμη μπορείς ν'
ακούσεις αυτό το αστείο «Όχι!» σου, αλλά
η σφαίρα σ' έχει κιόλας κομματιάσει, και
συ βρίσκεσαι κουλουριασμένος στο πάτωμα.
Ναι, ναι, ήμουν ο κατασκευαστής του
Ολοκληρωτή. Ναι, ναι... και αμέσως: η λάμψη
του εξαγριωμένου προσώπου της U- με τα
τρεμουλιαστά καφέ-κόκκινα βράγχια, το
πρωί. Όταν αυτή και η Ε- είχαν έρθει μαζι
στο δωμάτιό μου.
Θυμήθηκα
πιο καθαρά: ξέσπασα σε γέλια, σήκωσα τα
μάτια μου. Καθισμένος μπροστά μου ήταν
ένας φαλακρός, ένας Σωκρατικά φαλακρός
άντρας. Σταγόνες ιδρώτα ολόγυρα στο
φαλακρό κεφάλι.
Πόσο
απλά όλα αυτά. Πόσο μαγευτικά κοινά, και
τόσο πολύ απλά που ήσαν για γέλια. Το
γέλιο μ' έπνιξε. Ξέφευγε από μέσα μου
κυματιστά. Σκέπασα με το χέρι μου το
στόμα μου και όρμησα έξω κακείν-κακώς.
Σκάλες.
Σκαλοπάτια. Άνεμος. Βρεγμένα, πηδηχτά
κομμάτια από φώτα, από πρόσωπα. Και,
ακόμη και καθώς έτρεχα, συνέχισα να
σκέπτομαι, «όχι πρέπει να τη δω! Πρέπει
να τη δω, έστω γι' άλλη μια φορά!»
Εδώ,
άλλη μια κενή σελίδα. Ό,τι θυμάμαι είναι
πόδια. Όχι άνθρωποι, αλλά ακριβώς πόδια.
Εκατοντάδες πόδια, παράφωνα, τρεμουλιαστά,
να πέφτουν στο πεζοδρόμιο από κάπου
ψηλά: μια ραγδαία βροχή από πόδια. Και
κάτι σαν θορυβώδες, διασκεδαστικό,
ερεθιστικό τραγούδι, και μια κραυγή
(ίσως για μένα): «Έι! Έι! Έλα απο δω, μαζί
μας!».
Μετά
μια έρημη πλατεία παραγεμισμένη μ' ένα
τεντωμένο αέρα. Στο κέντρο της πλατείας,
ένας αμβλυμένος, λαμπερός, βαρύς,
δυσοίωνος όγκος: η Μηχανή του Ευεργέτη.
Και εξαιτίας αυτής της Μηχανής, η
αντανάκλαση μιας εικόνας, φαινομενικά
απρόσμενη, ξεπήδησε μέσα μου: ένα
θαμβωτικά λευκό μαξιλάρι και πάνω του
το κεφάλι μιας γυναίκας, ριγμένο πίσω,
με τα μάτια μισόκλειστα, τα δόντια μια
κοφτερή, γλυκιά γραμμή... Όλο αυτό ήταν
κάπως τόσο άτοπο και τόσο τρομακτικά
δεμένο με τη Μηχανή. Ήξερα τη φύση αυτού
του δεσμού, αλλά ακόμη δεν ήθελα να τη
δω, να την ονομάσω – δεν ήθελα, δεν
μπορούσα.
Έκλεισα
τα μάτια μου, έκατσα στα σκαλιά που
οδηγούσαν στη Μηχανή. Πρέπει να είχε
βρέξει: το πρόσωπό μου ήταν βρεμένο.
Σκεπασμένες φωνές, κάπου μακριά. Αλλά
κανεις – κανείς!, δε μ' άκουσε να κλαίω,
«Σώστε με! Σώστε με απ' όλα αυτά!»
Αν
μονάχα είχα μια μητέρα, όπως οι αρχαίοι:
μια μητέρα δική μου, ναι, ακριβώς, δική
μου... Και αν μονάχα
δεν ήμουν, όσο της περνούσε από το χέρι,
ο κατασκευαστής του Ολοκληρωτή, ούτε ο
αριθμός D-503, ούτε ένα μόριο Του Μονοκράτους,
αλλά ένα κομμάτι κοινού ανθρώπου, ένα
κομμάτι από τον εαυτό της, ένα τσαλαπατημένο,
σπασμένο κομματάκι... Και ενώ θα σταύρωνα
ή θα σταυρωνόμουν (ίσως και τα δύο να
είναι το ίδιο), αν μονάχα μπορούσε ν'
ακούσει αυτή, όσα κανείς δεν μπορεί ν'
ακούσει, αν μονάχα τα χείλη, τα χείλη
μιας γριούλας, γεμάτα ρυτίδες...
YEVGENY
ZAMYATIN
ΕΜΕΙΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ / ΑΡΚΤΟΣ 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου