Ο χρόνος είναι
το πιο φοβερό και δύσκολο πρόβλημα που
αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα.
Ο Καντ θεωρεί
τον χρόνο όπως και τον χώρο: σαν μια
υποκειμενική μορφή της αντιληπτικότητας
μας. Δηλαδή λέει ότι εμέις οι ίδιοι
δημιουργούμε χρόνο
σαν μια λειτουργία του αντιληπτικού
μας οργάνου, χάριν ευκολίας για την
αντίληψη του εξωτερικού κόσμου. Η
πραγματικότητα είναι συνεχής και
σταθερή, αλλά προκειμένου να μπορέσουμε
να την αντιληφθούμε, πρέπει να την
χωρίσουμε σε ξεχωριστές στιγμές, να την
φανταστούμε σαν μια άπειρη σειρά
ξεχωριστών στιγμών από τις οποίες
υπάρχει για μας μόνο μια. Με άλλα λόγια,
αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα
σαν μέσα από μια στενή σχισμή κι αυτό
που βλέπουμε
μέσα από αυτήν τη σχισμή το αποκαλούμε
παρόν. Εκείνο που είδαμε και τώρα δεν
βλέπουμε, το αποκαλούμε παρελθόν. Και
εκείνο που δεν βλέπουμε αλλά περιμένουμε,
το αποκαλούμε μέλλον.
Θεωρώντας
κάθε φαινόμενο σαν αποτέλεσμα
ενός άλλου, ή άλλων, κι αυτό με τη σειρά
του σαν αιτία ενός τρίτου, δηλαδή
θεωρώντας όλα τα φαινόμενα σε λειτουργική
αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, με αυτήν
ακριβώς την πράξη τα σκεφτόμαστε στον
χρόνο. Επειδή απεικονίζουμε απόλυτα
καθαρά και με ακρίβεια στον εαυτό μας
πρώτα μια αιτία, ύστερα ένα αποτέλεσμα.
Πρώτα μια δράση, ύστερα τη λειτουργία
της. Και δεν μπορούμε να τα σκεφτούμε
διαφορετικά. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι
η ιδέα του χρόνου είναι συνδεδεμένη με
την ιδέα της αιτιότητας και της
λειτουργικής αλληλεξάρτησης. Χωρίς τον
χρόνο η αιτιότητα δεν μπορεί να υπάρξει,
ακριβώς όπως χωρίς τον χρόνο δεν μπορεί
να υπάρξει η κίνηση ή η απουσία κίνησης.
Αλλά
η αντίληψή μας σχετικά με την «ύπαρξή
μας στον χρόνο» είναι μπερδεμένη και
προσεγγίζει το αδύνατον.
Πρώτα
απ' όλα ας αναλύσουμε τη σχέησ μας με το
παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Συνήθως
θεωρούμε ότι το παρελθόν ήδη δεν υπάρχει.
Έχει περάσει, έχει εξαφανιστεί, έχει
αλλάξει, έχει μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο.
Το μέλλον επίσης δεν υπάρχει – δεν
υπάρχει ακόμη.
Δεν έχει φθάσει, δεν έχει σχηματιστεί.
Με το παρελθόν εννοούμε τη στιγμή
της μετάβασης ενός φαινομένου από μια
μη-ύπαρξη σε μια άλλη μη-ύπαρξη.
Γιατί μόνο για εκείνη τη στιγμή το
φαινόμενο υπάρχει για μας πραγματικά.
Πριν, υπήρχε εν δυνάμει, ύστερα θα υπάρχει
σαν ανάμνηση. Αλλά αυτή η σύντομη στιμή
είναι σε τελική ανάλυση μόνο μια φαντασία:
δεν έχει μέγεθος. Έχουμε κάθε δικαίωμα
να πούμε ότι το παρόν δεν υπάρχει. Δεν
μπορούμε ποτέ να το συλλάβουμε. Εκείνο
που όντως συλλαμβάνουμε είναι
πάντα το παρελθόν!
Αν
σταματήσουμε εδώ, θα πρέπει να παραδεχθούμε
ότι ο κόσμος δεν υπάρχει, ή υπάρχει μόνο
σε κάποια φαντασμαγορία πλανών, που
αστράφτουν και εξαφανίζονται.
Συνήθως
δεν το λαμβάνουμε υπόψη μας αυτό και
δεν σκεφτόμαστε ότι η συνηθισμένη μας
θεώρηση του χρόνου οδηγεί στον έσχατο
παραλογισμό.
Ας
φανταστούμε έναν ανόητο ταξιδιώτη που
πηγαίνοντας από τη μια πόλη στην άλλη
είναι στο ενδιάμεσο σημείο ανάμεσα στις
δυο πόλεις. Ένας ανόητος ταξιδιώτης
νομίζει ότι η πόλη από την οποία έφυγε
την περασμένη εβδομάδα δεν υπάρχει
τώρα:
μόνο η ανάμνησή της έχει μείνει. Τα τείχη
έχουν καταστραφεί, οι πύργοι έχουν
πέσει, οι κάτοικοι είτε πέθαναν είτε
έφυγαν. Επίσης η πόλη στην οποία
κατευθύνεται και όπου θα φθάσει σε
μερικές ημέρες δεν υπάρχει, αλλά χτίζεται
βιαστικά για την άφιξή του. Την ημέρα
της άφιξής του θα είναι έτοιμη, κατοικημένη
και τακτοποιημένη και την ημέρα της
αναχώρησής του θα καταστραφεί όπως και
η πρώτη.
Σκεφτόμαστε
τα πράγματα στον χρόνο ακριβώς με αυτόν
τον τρόπο – το καθετί περνάει, τίποτε
δεν επιστρέφει! Η άνοιξη πέρασε, δεν
υπάρχει πλέον.
Το φθινόπωρο δεν ήλθε, δεν υπάρχει ακόμη.
Αλλά
τι υπάρχει;
Το
παρόν.
Το
παρόν,
όμως, δεν είναι μια στάσιμη στιγμή,
μεταβαίνει συνεχώς στο παρελθόν.
Έτσι
αυστηρά μιλώντας ούτε το παρελθόν, ούτε
το παρόν ούτε το μέλλον υπάρχει για μας.
Τίποτε δεν
υπάρχει!
Και όμως ζούμε, νιώθουμε, σκεφτόμαστε
– και κάτι μας περιβάλλει. Επομένως στη
συνηθισμένη μας στάση απέναντι στον
χρόνο υπάρχει κάποιο λάθος. Αυτό το
λάθος θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε.
Εξ'
αρχής αποδεχθήκαμε ότι κάτι
υπάρχει. Αποκαλούμε αυτό το κάτι «κόσμο».
Πως λοιπόν μπορεί να υπάρχει ο κόσμος,
αν δεν υπάρχει στο παρελθόν, στο παρόν
και στο μέλλον;
Αυτή
η ιδέα του κόσμου την οποία συνάγουμε
από τη συνηθισμένη μας θεώρηση του
χρόνου κάνει τον κόσμο να εμφανίζεται
σαν μια συνεχώς εκτιναζόμενη πύρινη
ροή πυροτεχνημάτων, που κάθε σπίθα τους
λάμπει για μια στιγμή και εξαφανίζεται
για να μην εμφανιστεί ποτέ
ξανά.
Οι σπίθες συνεχίζονται ακολουθώντας η
μια την άλλη, υπάρχει άπειρος αριθμός
σπιθών και όλες μαζί δημιουργούν την
εντύπωση μιας φλόγας, η
οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Το
φθινόπωρο δεν ήλθε ακόμη. Θα
υπάρξει αλλά δεν υπάρχει τώρα.
Και δεν κάνουμε ούτε μια σκέψη για το
πως μπορεί να εμφανιστεί
εκείνου που δεν
υπάρχει.
Κινούμαστε
πάνω σε ένα πεδίο και αναγνωρίζουμε ως
αληθινά υπαρκτό μόνο τον μικρό κύκλο
που φωτίζεται από τη συνειδησή μας.
Καθετί έξω από αυτόν τον κύκλο, το οποίο
δεν βλέπουμε, το αρνούμαστε. Δεν θέλουμε
να δεχθούμε ότι υπάρχει. Κινούμαστε
πάνω στο πεδίο προς μια κατεύθυνση.
Αυτήν την κατεύθυνση την θεωρούμε ως
αιώνια και άπειρη. Αλλά την κατεύθυνση
σε ορθή γωνία
προς αυτήν, εκείνες τις γραμμές τις
οποίες τέμνουμε, δεν θέλουμε να τις
αναγνωρίσουμε ως αιώνιες και άπειρες.
Τις φανταζόμαστε ότι πηγαίνουν στη
μη-ύπαρξη αμέσως μόλις τις περάσουμε
και ότι οι γραμμές μπροστά μας δεν έχουν
ακόμη προβάλλει από τη μη-ύπαρξη. Αν
υποθεσουμε ότι κινούμαστε πάνω σε μια
σφαίρα, στον ισημερινό της ή σε μια από
τις παράλληλες του, τότε θα φαινόταν
ότι αναγνωρίζουμε σαν πραγματικότητα
μόνο έναν
μεσημβρινό: εκείνοι που βρίσκονται πίσω
μας έχουν εξαφανιστεί και εκείνοι
μπροστά μας δεν έχουν εμφανιστεί ακόμη.
Προχωράμε
σαν ένας τυφλός, ο οποίος νιώθει τις
πλάκες, τα φανάρια και τους τοίχους των
σπιτιών με το ραβδί του και πιστεύει
στην αληθινή ύπαρξη μόνο εκείνων τα
οποία αγγίζει τώρα, τα οποία νιώθει
τώρα. Εκείνα που πέρασε εξαφανίστηκαν
και δεν θα επιστρέψουν ποτέ! Εκείνο που
δεν συνάντησε ακόμη, δεν υπάρχει. Ο
τυφλός θυμάται τη διαδρομή την οποία
διέσχισε. Περιμένει ότι ο δρόμος μπροστά
θα συνεχίζεται, αλλά δεν βλέπει ούτε
μπροστά ούτε πίσω, επειδή
δεν βλέπει τίποτε.
Επειδή το όργανο της γνώσης του – το
ραβδί – έχει ένα συγκεκριμένο και όχι
πολύ μεγάλο μήκος και πέρα από την άκρη
του ραβδιού του αρχίζει η μη-ύπαρξη.
Ο
Βουντ, σε ένα από τα βιβλία του, στρέφει
την προσοχή στο γεγονός ότι τα εξυμνούμενα
πέντε όργανα αίσθησης είναι στην
πραγματικότητα απλώς ψηλαφητές
με τους οποίους αισθανόμαστε τον κόσμο
γύρω μας. Ζούμε ψηλαφώντας τριγύρω. Ποτέ
δεν βλέπουμε τίποτε.
Πάντα απλώς νιώθουμε το καθετί. Με τη
βοήθεια του μικροσκοπίου και του
τηλεσκοπίου, του τηλέγραφου και του
τηλεφώνου, επεκτείνουμε λίγο τους
ψηλαφητές μας, κατά κάποιον τρόπο, αλλά
δεν αρχίζουμε να βλέπουμε.
Το να πούμε ότι βλέπουμε
είναι δυνατόν μόνο στην περίπτωση που
γνωρίζουμε το παρελθόν και το μέλλον.
Αλλά εμείς δεν βλέπουμε και εξαιτίας
αυτού δεν μπορούμε ποτέ να βεβαιώσουμε
τον εαυτό μας για εκείνο το οποίο δεν
μπορούμε να νιώσουμε.
Αυτός
είναι ο λόγος που θεωρούμε ως αληθινά
υπαρκτό μόνο εκείνο τον κύκλο τον οποίον
συλλαμβάνουν οι ψηλαφητές σε μια δοσμένη
στιγμή. Πέρα από αυτόν – σκοτάδι και
μη-ύπαρξη.
Αλλά
έχουμε κανένα δικαίωμα να σκεφτόμαστε
με αυτόν τον τρόπο;
Ας
φανταστούμε μια συνείδηση η οποία δεν
δεσμεύεται από τις συνθήκες της
αισθητηριακής αντίληψης. Μια τέτοια
συνείδηση μπορεί να ανέλθει πάνω από
το πεδίο στο οποίο κινούμαστε. Μπορεί
να δει πολύ πέρα από τα όρια του κύκλου
που φωτίζεται από τη συνηθισμένη μας
συνείδηση. Μπορεί να δει ότι υπάρχει
όχι μόνο η γραμμή πάνω στην οποία
κινούμαστε, αλλά επίσης και όλες οι
γραμμές που είναι κάθετες σ' αυτήν και
τις οποίες τέμνουμε τώρα, τις οποίες
συναντήσαμε κάποτε και τις οποίες θα
συναντήσουμε. Αφού ανέλθει πάνω από το
πεδίο αυτή η συνείδηση μπορεί να δει το
πεδίο, μπορεί να πείσει τον εαυτό της
ότι είναι πράγματι ένα πεδίο και όχι
μια απλή γραμμή. Τότε μπορεί να δει το
παρελθόν και το μέλλον να βρίσκονται
μαζί και να υπάρχουν ταυτόχρονα.
Εκείνη
η συνείδηση η οποία δεν δεσμεύεται από
τις συνθήκες της αισθητηριακής μας
αντίληψης μπορεί να ξεπεράσει τον ανόητο
ταξιδιώτη, να ανέβει σε ένα βουνό για
να δει πέρα μακριά την πόλη προς την
οποία κατευθύνεται και να πειστεί ότι
αυτή η πόλη δεν χτίζεται ξανά για την
άφιξή του, αλλά υπάρχει εντελώς ανεξάρτητη
από τον ανόητο ταξιδιώτη. Η συνείδηση
αυτή μπορεί να κοιτάξει μακριά στον
ορίζοντα και να διακρίνει τους πύργους
εκείνης της πόλης όπου ήταν ο ταξιδιώτης
και να πειστεί ότι οι πύργοι της δεν
έπεσαν, εκείνη η πόλη συνεχίζει να στέκει
και να ζει όπως στεκόταν και ζούσε πριν
από την άφιξη του ταξιδιώτη.
Μπορεί
να ανέλθει πάνω από το πεδίο του χρόνου
και να δει την άνοιξη πίσω και το φθινόπωρο
μπροστά, να δει ταυτόχρονα τα
μπουμπουκιασμένα άνθη και τους ώριμους
καρπους. Μπορεί να κάνει τον τυφλό
άνδρα
να ξαναβρεί την όρασή του και να δει τον
δρόμο πάνω στον οποίον βαδίζει και
εκείνον που βρίσκεται ακόμη μπροστά
του.
Το
παρελθόν και το μέλλον δεν μπορεί να
μην υπάρχουν,
επειδή αν δεν υπάρχουν αυτά, τότε ούτε
και το παρόν υπάρχει. Αναμφίβολα αυτά
υπάρχουν κάπου
μαζί, αλλά δεν τα βλέπουμε.
Το
παρόν, συγκρινόμενο με το παρελθόν και
το μέλλον, είναι το πιο απατηλό από όλες
τις απατηλότητες.
Είμαστε
αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι το παρελθόν,
το παρόν και το μέλλον δεν διαφέρουν σε
τίποτε μεταξύ τους. Υπάρχει μόνο ένα
παρόν – το Αιώνιο Τώρα
της ινδουιστικής φιλοσοφίας. Αλλά δεν
το αντιλαμβανόμαστε, επειδή σε κάθε
δοσμένη στιγμή βιώνουμε μόνο ελάχιστο
μέρος αυτού του παρόντος και μόνο αυτό
θεωρούμε ως υπαρκτό, αρνούμενοι την
αληθινή ύπαρξη οτιδήποτε άλλου.
Αν
το αποδεχτούμε αυτό, τότε η θεώρησή μας
για καθετί που μας περιβάλλει θα αλλάξει
σημαντικά.
PETER
USPENSKY
TERTIUM
ORGANUM
Ο
ΤΡΙΤΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΝΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 2005